Αριθμός 1193/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Λεπενιώτη – Εισηγήτρια, Σοφία Οικονόμου και Κωστούλα Πρίγγουρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 10 Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Ασπρογέρακα, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων 1. Α. Δ. του Σ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νικολακόπουλο και 2. Κ. Λ. του Ε., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Γιαλάογλου, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 164/2018 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης.
Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7.10.2019 αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1429/2019.
Αφού άκουσε Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε: 1. να γίνει δεκτή η αναίρεση του πρώτου Α. Δ. και εν μέρει δεκτή η αναίρεση του δεύτερου αναιρεσείοντα Κ. Λ., 2. να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση α) ως προς την απορριπτική των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών διάταξή της, για την αναγνώριση στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2ε’ Π.Κ και του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου του πρώτου Α. Δ. (άρθρο 84 περ. α’ Π.Κ) και β) ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής ποινών, 3) να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το ως άνω υπό στοιχ. 2α’ αναιρούμενο μέρος της, προς νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να κρίνει για τη συνδρομή ή όχι των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2α, ε’ Π.Κ και αναλόγως προς την επ’ αυτών παραδοχή τους, να επιμετρήσει τις αρμόζουσες ποινές, 4) να απαλειφθεί από την προσβαλλόμενη απόφαση η διάταξη της περί επιβολής στους αναιρεσείοντες της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης των πολιτικών τους δικαιωμάτων για τρία χρόνια και 5) να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αναίρεση του Κ. Λ., και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 7/10/2019 αιτήσεις των α) Α. Δ. του Σ. και β) Κ. Λ. του Ε., οι οποίες ασκήθηκαν με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 8/10/2019 η πρώτη και ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Θράκης η δεύτερη, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 164/2018 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, η οποία καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο κατ’ άρθρο 473 παρ.2 και 3 εδαφ. α του ΚΠοινΔ ειδικό βιβλίο στις 19/9/2019 και με την οποία οι αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι κατοχής ναρκωτικών ουσιών από κοινού, μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών από κοινού και άμεσης συνέργειας σε πώληση ναρκωτικών ουσιών από κοινού από υπαλλήλους απασχολούμενους με την δίωξη ναρκωτικών και καταδικάστηκαν σε ποινή κάθειρξης δώδεκα ετών και χρηματική ποινή 50.000 ευρώ ο πρώτος και σε ποινή κάθειρξης πέντε ετών ο δεύτερος, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ.473 παρ.1,2,3, 474 παρ. 1,2,4 ΚΠοινΔ). Πρέπει επομένως να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ουσία συνεκδικαζόμενες λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας.
Στον ισχύοντα από 20-3-2013 Ν. 4139/2013 “Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ r A` 74/20/03/2013), που εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου τέλεσης της πράξης και το άρθρο 20 αυτού (διακίνηση ναρκωτικών) ορίζεται, ότι 1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. 2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 29, ως έγκλημα διακίνησης ναρκωτικών νοείται κάθε πράξη με την οποία συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ουσιών ή πρόδρομων ουσιών που αναφέρονται στους πίνακες της παραγράφου 2 του άρθρου 1 και ιδίως η εισαγωγή, η εξαγωγή, η διαμετακόμιση, η πώληση, η αγορά, η προσφορά, η διανομή, η διάθεση, η αποστολή, η παράδοση, η αποθήκευση, η παρακατάθεση, η παρασκευή, η κατοχή, η μεταφορά, η νόθευση, η πώληση νοθευμένων ειδών μονοπωλίου ναρκωτικών ουσιών…3. Αν περισσότερες πράξεις διακίνησης αφορούν την ίδια ποσότητα ναρκωτικών συντρέχει μόνο ένα έγκλημα διακίνησης. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των επί μέρους πράξεων διακίνησης, το είδος, η συνολική ποσότητα και η καθαρότητα του ναρκωτικού, καθώς και η βαρύτητα των σχετικών επιπτώσεων στην υγεία”.
Κατά το αναφερόμενο σε διακεκριμένες περιπτώσεις άρθρο 22 του ίδιου ως άνω νόμου, στην παρ. 1 εδ. α, ορίζεται, ότι με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και με χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ τιμωρείται όποιος τελεί κάποια από τις πράξεις των άρθρων 20 και 21 παράγραφος 1α, αν είναι υπάλληλος [άρθρο 13 στοιχείο α` του Ποινικού Κώδικα ], ο οποίος λόγω της υπηρεσίας του ασχολείται με τα ναρκωτικά και ιδίως με τη φύλαξή τους ή τη δίωξη των παραβατών του νόμου αυτού ή ανήκει στο προσωπικό των καταστημάτων ή ιδρυμάτων της παραγράφου 2 εδάφιο α`. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων το ανωτέρω έγκλημα όσον αφορά στην “αγορά” πραγματώνεται με την κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας της ναρκωτικής ουσίας και την, για το σκοπό αυτό, παράδοσή της από τον πωλητή στον αγοραστή, με το τίμημα που συμφωνήθηκε. Όσον αφορά στην “κατοχή” ναρκωτικών ουσιών , αυτή πραγματώνεται με την φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από το δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά, είναι δε αναγκαίος ο προσδιορισμός του προσώπου που έχει την πραγματική εξουσία διαθέσεως της ναρκωτικής ουσίας. Και τέλος, όσον αφορά στη “μεταφορά”, αυτή πραγματώνεται με την μετακίνηση των ναρκωτικών από τον ένα τόπο σε άλλο, με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, ξένο ή ιδιόκτητο. Ειδικότερα, για την θεμελίωση και αιτιολόγηση της τελέσεως του εγκλήματος της πώλησης, αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών, δεν απαιτείται ακριβής καθορισμός: 1) της ποσότητας τούτων, αφού ο νόμος δεν συνδέει, ούτε την τέλεση, ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής με την ποσότητα των ναρκωτικών, 2) του χρόνου της τελέσεως της πράξεως, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής αυτής, αφού ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας, 3) του επιτευχθέντος τιμήματος, και 4) της ταυτότητος των πωλητών και των αγοραστών. Για την υποκειμενική θεμελίωση τους απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση της ιδιότητας των ουσιών ως ναρκωτικών και τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να τελέσει τη πράξη, με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση ( ΑΠ 750/2020, 884/2019, 950/2019). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 45 του Π.Κ. συνάγεται ότι με τον όρο “από κοινού” τέλεση μιας αξιόποινης πράξης νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος να θέλει ή να αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, που διαπράττεται, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι ενεργούν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Ο κοινός δόλος αρκεί, χωρίς να υπάρχει ανάγκη εξειδίκευσης των επιμέρους τυπικών ενεργειών του καθενός συναυτουργού (ΑΠ 511/20, ΑΠ 1084/2020).
Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 47 του ισχύοντος ΠΚ, “Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης, θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού.” Για τη στοιχειοθέτηση, επομένως, της συνέργειας (που ταυτίζεται με εκείνη της “απλής συνέργειας” του προϊσχύσαντος ΠΚ) απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης πριν από την τέλεση αυτής ή κατά την τέλεση της, εφόσον εκείνος που την παρέχει με θετική ή αρνητική μορφή ενεργεί από πρόθεση και ειδικότερα με τον οικείο δόλο που απαιτείται για τον αυτουργό αυτής. Έτσι, για να υπάρχει συνέργεια θα πρέπει ο αυτουργός να τέλεσε ή να αποπειράθηκε τουλάχιστον να τελέσει την ποινικά άδικη πράξη, για την εξ υποκειμένου δε στοιχειοθέτηση της συνέργειας απαιτείται δόλος του συνεργού, συνιστάμενος στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωση του εγκλήματος, χωρίς να είναι ανάγκη να γνωρίζει λεπτομέρειες της πράξης και ιδίως πότε, πού και υπό ποιες ειδικές συνθήκες θα τελεσθεί από τον αυτουργό της πράξης. Για την στοιχειοθέτηση δε της άμεσης συνέργειας τρίτου σε άδικη πράξη του αυτουργού, προβλεφθείσας στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου , απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) πράξη υλικής συνδρομής τρίτου κατά τη διάρκεια της τέλεσης και στην τέλεση της κύριας πράξης του αυτουργού, β) τέλεση (ως προς το αντικειμενικό σκέλος της) από τον αυτουργό άδικης πράξης ή απόπειρας άδικης πράξης, γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμμετοχικής πράξης του άμεσου συνεργού και της άδικης πράξης του αυτουργού, ο οποίος υπάρχει, όταν, χωρίς την πρώτη, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση της δεύτερης υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε, δηλαδή η συμβολή του άμεσου συνεργού πρέπει να ήταν αποφασιστική για την τέλεση της πράξης του αυτουργού, υπό τις περιστάσεις και τις συνθήκες που διαπράχθηκε, και δ) δόλος του άμεσου συνεργού, ο οποίος έγκειται στη θέληση ή αποδοχή παροχής συνδρομής στον αυτουργό, για να τελέσει την άδικη πράξη και γνώση αυτού (με την έννοια της επίγνωσης – συνείδησης) ότι η συνδρομή του παρέχεται κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης και στην τέλεση της κύριας πράξης. Άμεσος δόλος είναι αναγκαίος, μόνο αν ανάλογο είδος δόλου απαιτείται για την κύρια πράξη. Μορφές συνδρομής προγενέστερες της κύριας πράξης μπορεί να αποτελούν απλή συνέργεια, ενώ οι μεταγενέστερες της κύριας πράξης είτε τιμωρούνται ως άλλο έγκλημα είτε μένουν ατιμώρητες. Για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου πρέπει να προσδιορίζεται στην απόφαση ο χρόνος τέλεσης της πράξης του αυτουργού και της πράξης του συνεργού, ώστε να μπορεί να κριθεί, αν η τελευταία τελέστηκε πριν, κατά ή μετά την κύρια πράξη (ΑΠ 1246/2020).
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις, με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού (σκεπτικού) με το διατακτικό της απόφασης, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, εφόσον δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Έτσι, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται κατ’ άρθρ. 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρ. 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, οπότε διαλαμβάνεται περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, ενώ, όταν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω “σκοπού” (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), τότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στα στοιχεία αυτά. Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Η απαιτούμενη, ως άνω από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκ της ελλείψεως της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του Κ.Ποιν.Δ., εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Η παραδοχή ή απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως, ο οποίος κατατείνει σε μείωση της ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 Π.Κ., πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας. Τα ανωτέρω τελούν βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός προβάλλεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για την θεμελίωσή του, διότι διαφορετικά το Δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους (Ολ.ΑΠ 2/2005 ). Σημειώνεται όμως ότι ισχυρισμός ο οποίος αποτελεί άρνηση υποκειμενικού και αντικειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και συνεπώς της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι’ αυτό το Δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αποφανθεί επ’αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αλλά απαντά σε αυτούς με την αιτιολογία επί της ενοχής (ΑΠ 2036/2019, ΑΠ 790/2019). Μεταξύ των αυτοτελών ισχυρισμών που μπορούν να προβληθούν είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ.2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής, την τυχόν συνδρομή των οποίων βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης, ερευνά και αυτεπαγγέλτως. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 τιαρ.2 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 [άρθρο δεύτερο του ν.4619/2019] Ποινικού Κώδικα, μεταξύ άλλων και: 1] η υπό στοιχ.α` που συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα , περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα” 2] η υπό στοιχ.δ`, “το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του “.Κατά την έννοια της διατάξεως της περ.α` της παρ.2 του άρθρου 84 του ισχύοντος κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως Ποινικού Κώδικα, ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείτο το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Κατά την έννοια της νέας διάταξης της περ. α’ της παρ.2 του άρθρου 84 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα, ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρύ πλημμέλημα. Κριτήριο επομένως για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής, του δικαστού δυναμένου να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται από το άρθρο 178 ΚΠοινΔ. Εν όψει των ανωτέρω, η διάταξη αυτή [84 παρ.2α] του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας διάταξης, που όριζε ότι η υπό στοιχείο α` ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο ότι “ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή”, αφού με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της “νόμιμης” ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της “έντιμης” ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα “απαραβίαστη” προηγούμενη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου. Περαιτέρω, για να συντρέξει η ελαφρυντική περίσταση που προβλέπεται από το άρθρο 84 παρ.2 στοιχ.δ` για την οποία η σχετική διάταξη είναι όμοια με την προισχύσασα, πρέπει η μετάνοια του υπαιτίου όχι μόνον να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για το λόγο αυτό επιζήτησε, ειλικρινά και όχι προσχηματικά, να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του χωρίς να αρκεί η απλή έκφραση συγγνώμης (ΑΠ 1165/2016), η μετά τη σύλληψή του υπαιτίου ομολογία της πράξης του ή η διευκόλυνση του έργου των αστυνομικών δια μόνης της ομολογίας του (ΑΠ 951/2012, ΑΠ 130/2017). Επίσης ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 2 περ.ε` του Π.Κ., το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του. Για να συντρέξει δε η ελαφρυντική περίσταση που προβλέπεται από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε του Π.Κ., η συμπεριφορά του υπαιτίου, πρέπει να είναι θετική και επωφελής για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη και να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης του δράστη. Η αναγνώριση δηλαδή της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε` του ισχύοντος Π.Κ. προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης, ακόμα και κατά την κράτησή του. Εν όψει του εγκληματοπροληπτικού και σωφρονιστικού σκοπού της θεσπίσεως της οικείας διάταξης, που διατρέχει την όλη, και υπό καθεστώς ελευθερίας και υπό καθεστώς κράτησης, διαβίωση του υπαιτίου μετά την τέλεση της πράξης, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού η καλή και συνήθης συμπεριφορά και μόνον, αλλά απαιτούνται πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Απαιτείται, δηλαδή, για την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού, συγκεκριμένη, μετά την πράξη, θετική προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική συμπεριφορά, η οποία να είναι ενδεικτική όχι μόνον έλλειψης έκνομης συμπεριφοράς, διότι σε τέτοια περίπτωση αυτός που δεν τέλεσε κάποια αξιόποινη πράξη μετά την αποκάλυψη της παράνομης δραστηριότητάς του, θα είχε εξασφαλισμένη την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, αλλά ατόμου, το οποίο αποτίναξε το παρελθόν, άλλαξε τρόπο ζωής, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει, όταν εξακολουθεί να ζει όπως και πριν, εξαιρουμένης της παραβίασης των νόμων και ιδιαίτερα του Ποινικού Κώδικα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα, επισκοπούμενα παραδεκτώς για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού και μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων (ένορκες καταθέσεις μαρτυρών κατηγορίας και υπεράσπισης, πρακτικά και απόφαση πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Τον Μάιο του έτους 2011 στο τμήμα Ασφαλείας Ξάνθης περιήλθαν πληροφορίες κατά τις οποίες ο πρώτος κατηγορούμενος (Α. Π.) μόνιμος στρατιωτικός υπηρετών σε στρατιωτική μονάδα του Λιτόχωρου Πιερίας και έχων υπηρετήσει παλιότερα σε στρατόπεδο της Ξάνθης διακινεί ναρκωτικές ουσίες και συγκεκριμένα ινδική κάνναβη. Στις 10-5-2011 και μετά τις ως άνω πληροφορίες ο υπηρετών αστυνομικός στο έχον τις πληροφορίες αυτές τμήμα ασφαλείας Χ. Δ. (πρώτος μάρτυρας κατηγορίας) επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον προαναφερθέντα στρατιωτικό και του ζήτησε να τον προμηθεύσει με τρία κιλά ινδικής κάνναβης, αίτημα που έγινε αμέσως δεκτό από τον τελευταίο. Το τίμημα που συμφωνήθηκε μεταξύ αυτών, για την εν λόγω προμήθεια, ήταν 1.700ευρώ για κάθε κιλό και επιπλέον (συμφωνήθηκε) 1,700ευρώ αμοιβή για μεταφορά των ναρκωτικών στην Ξάνθη δηλαδή η όλη συναλλαγή θα κόστιζε 6.800ευρώ. Από την ημέρα αυτή υπήρξαν συνεχείς τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ αυτών (πωλητή – δήθεν αγοραστή) κατά τις οποίες ο Π. ανέφερε στον Χ. Δ., ότι τα ναρκωτικά τα προμηθεύεται από άλλο πρόσωπο. Στην τελευταία τους επικοινωνία συμφώνησαν, προς πραγματοποίηση της πώλησης να συναντηθούν στην Ξάνθη το απόγευμα της 20-5-2011. Κατά τις πρωινές ώρες της τελευταίας αυτής ημέρας οι πρώτος και δεύτερος κατηγορούμενοι (Α. Δ.) συναντήθηκαν στην περιοχή της Τούμπας -πόλης … – ,προκειμένου να συζητήσουν τα της μεταφοράς και προμήθειας των ναρκωτικών ουσιών στον προτιθέμενο να τα αγοράσει Χ. Δ.. Εν συνεχεία και οι δύο ως άνω κατηγορούμενοι μετέβησαν στην περιοχή … νομού …, όπου σε κάποιο σημείο ήταν κρυμμένη η προς πώληση ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών. Την ποσότητα αυτή την είχε αφήσει εκεί την προηγουμένη ημέρα (19-5-2011) άγνωστο άτομο για λογαριασμό των πρώτου και δεύτερου κατηγορουμένων, την οποία παρέλαβε στη συνέχεια ο δεύτερος εξ αυτών και την έκρυψε σε κάποιο προφανώς μη φανερό σημείο. Κατά την μετάβαση τους παρέλαβαν την κρυμμένη ποσότητα των 3.100 κιλών ινδικής κάνναβης και συμφώνησαν να την μεταφέρει για λογαριασμό και του πρώτου κατηγορουμένου ο δεύτερος κατηγορούμενος με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο του λιμενικού σώματος …, εργοστασίου CITROEN XARA, κατάλληλα διαμορφωμένο προς μεταφορά σκύλου εκπαιδευμένου στην ανίχνευση ναρκωτικών ουσιών και ο πρώτος να μεταβεί στο σημείο συνάντησης με τον Χ. Δ. με το δικό του αυτοκίνητο. Μετά από αυτά ο πρώτος κατηγορούμενος και ο προτιθέμενος προς αγορά των ναρκωτικών ουσιών αστυνομικός Χ. Δ. συναντήθηκαν σε καφετέρια που βρίσκεται στο τρίτο χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού …, όπου ο εμφανισθείς ως αγοραστής του έδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο το προοριζόμενο για την αγορά ποσόν των 6.800ευρώ. Επιπλέον ο πρώτος κατηγορούμενος καθησύχασε τον εμφανιζόμενο ως αγοραστή, λέγοντάς του “ότι δεν υπήρχε λόγος να φοβάται, καθόσον αυτοί “που θα φέρουν” τα ναρκωτικά είναι πρόσωπα υπεράνω υποψίας. Επιβιβάστηκαν δε στο με αριθμό κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο του πρώτου κατηγορουμένου και μετέβησαν σε άλσος περιοχής …, κείμενο δίπλα στην παλαιά εθνική οδό …; Σημειωτέον ότι κατά τη διαδρομή προς …, ο πρώτος κατηγορούμενος συνεννοείτο τηλεφωνικώς με κάποιο άλλο άτομο, αναφορικά με το σημείο συνάντησής τους. Το άτομο αυτό ήταν προφανώς ο δεύτερος κατηγορούμενος με τον οποίο, είχε προσυνεννοηθεί για τη επίμαχη μεταφορά των ναρκωτικών ουσιών. Σ’αυτόν ο πρώτος κατηγορούμενος χρησιμοποιώντας ενικό αριθμό στις φράσεις του έδινε οδηγίες για τη διαδρομή που θ’ ακολουθούσε για τη συνάντησή του και ειδικώτερα του έλεγε “θα βγεις από δυτική έξοδο για … και στα φανάρια θα στρίψεις αριστερά και θα με δεις” (από 21-5-2011 προανακριτική κατάθεση μάρτυρος Χ. Δ. περιεχόμενη στο πόρισμα της ΕΔΕ). Εντός του άλσους αυτού ο πρώτος κατηγορούμενος ακινητοποίησε το όχημά του και όταν αποβιβάστηκε απ’ αυτό και ο “αγοραστής” μάρτυρας κατηγορίας του πήρε το κινητό του τηλέφωνο, του είπε να μην κοιτάζει προς το αυτοκίνητο που θα συναντούσε γιατί “θα χαλούσε η δουλειά”. Ο τελευταίος προσποιήθηκε ότι υπάκουσε αλλά με το άλλο κινητό του ειδοποίησε τους συναδέλφους του και λοιπούς μάρτυρες κατηγορίας να προβούν σε παρακολούθησή του. Αυτοί (οι αστυνομικοί) παρακολούθησαν διακριτικά τον πρώτο κατηγορούμενο και τον είδαν να πλησιάζει το προαναφερθέν αυτοκίνητο του λιμενικού σώματος … (εργοστασίου κατασκευής CITROEN) οδηγούμενο κατά τα παρακάτω από τον δεύτερο κατηγορούμενο. Εν συνεχεία οι αστυνομικοί – μάρτυρες κατηγορίας – που είχαν πολύ καλή επαφή με το εν λόγω αυτοκίνητο (καλύτερη του αστυνομικού Χ. Δ.) τον είδαν να πλησιάζει τον οδηγό του αυτοκινήτου (δεύτερο κατηγορούμενο) και μετά από συνομιλία μεταξύ τους να παίρνει από το πίσω, από τον οδηγό, κάθισμα μια νάιλον σακούλα με περιεχόμενο, όπως συνέχεια προέκυψε, την ποσότητα των 3,000 κιλών ινδικής κάνναβης. Στη συνέχεια το εν λόγω υπηρεσιακό αυτοκίνητο του λιμενικού σώματος ακολούθησε πορεία προς Ξάνθη και ο πρώτος κατηγορούμενος κατευθύνθηκε προς το σημείο που βρισκόταν ο “αγοραστής μάρτυρας κατηγορίας”, όπου και συναντήθηκαν. Κατά την συνάντηση τους ο πρώτος κατηγορούμενος άνοιξε το πόρτ-μπαγκαζ του αυτοκινήτου του, στο οποίο είχε τοποθετήσει τη σακούλα που είχε παραλάβει από το οδηγούμενο από τον πρώτο κατηγορούμενο αυτοκίνητο και παίρνοντας τη σακούλα με το προαναφερθέν περιεχόμενο της, την παρέδωσε στον “αγοραστή” αστυνομικό Χ. Δ.. Ο τελευταίος, αφού άνοιξε τη σακούλα και είδε ότι περιείχε την “παραγγελθείσα” ποσότητα ινδικής κάνναβης, την έκρυψε σε κοντινό με τη συνάντησή τους σημείο. Ακολούθως οι ως άνω συναλλαχθέντες επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο του πρώτου κατηγορουμένου (αριθμός κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε.) και κατευθύνθηκαν προς την καφετέρια που είχαν αρχικά συναντηθεί και που ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητο του “αγοραστή – αστυνομικού”. Εκεί έδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο το ποσό των 6.800ευρώ που είχε συμφωνηθεί για την όλη συναλλαγή – πώληση (αξία μεταφοράς και αγοράς ναρκωτικών). Μετά την παράδοση του ποσού αυτού και έχοντας ολοκληρωθεί η “πώληση” συνελήφθη ο πρώτος κατηγορούμενος και σε επακολουθήσασα νομότυπη σωματική έρευνα επ’αυτού βρέθηκαν στην τσέπη των ενδυμάτων του 1,800 γραμμάρια ινδικής κάνναβης και στο προαναφερθέν αυτοκίνητο του 329 γραμμάρια ιδίας ναρκωτικής ουσίας (ινδικής κάνναβης) εντός νάιλον σακούλας. Επακολούθησε δε και η σύλληψη του δεύτερου και τρίτου κατηγορουμένων από τους αστυνομικούς και μάρτυρες κατηγορίας Θ. Β. και Β. Β., από τους οποίους ο πρώτος Α. Δ., ήταν (κατά τη σύλληψή του) λιμενικός, συνοδός αστυνομικού σκύλου ανίχνευσης ναρκωτικών ουσιών, υπηρετών στο γραφείο Ασφάλειας Κεντρικού Λιμεναρχείου … και ο τρίτος Κ. Λ. ήταν επίσης (κατά τη σύλληψή του) λιμενικός, υπηρετών στο κλιμάκιο ειδικών αποστολών του Κεντρικού Λιμεναρχείου …. Κατά τη σύλληψή του ο δεύτερος κατηγορούμενος αποδέχθηκε την εμπλοκή του στην παράνομη πράξη, λέγοντας στους αστυνομικούς “εντάξει παιδιά έχετε δίκιο” , αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή στις πράξεις αυτού και του πρώτου κατηγορουμένου (που και αυτός αρνήθηκε οποιαδήποτε γνωριμία και συνάντηση με τον τρίτο κατηγορούμενο) του τρίτου κατηγορούμενου. Ο τελευταίος που φαινόταν σαστισμένος αρνήθηκε εξαρχής οποιαδήποτε εμπλοκή στην όλη υπόθεση.
Κατ’ακολουθίαν όλων αυτών στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κατοχής από κοινού και κατά μόνας, μεταφοράς και πώλησης ναρκωτικών ουσιών (για πρώτο κατηγορούμενο), της κατοχής από κοινού, της μεταφοράς από κοινού και της συνέργειας (λόγω της καθοριστικής συμβολής του με την παράδοση των ναρκωτικών ουσιών στην αμέσως επακολουθήσασα πώληση αυτών), στην πώληση των ναρκωτικών στον πρώτο κατηγορούμενο και ως εκ τούτου οι εν λόγω κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχτούν ένοχοι κατά το διατακτικό.
Περαιτέρω, ως προς τον τρίτο κατηγορούμενο, αποδείχθηκε ότι ενεργώντας από κοινού με τους πρώτο και δεύτερο των συγκατηγορουμένων του και με ενότητα δόλου, την 20-5-2011, μετέφερε από τη Θεσσαλονίκη μέχρι το … Ξάνθης, με το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … υπηρεσιακό όχημα του Λιμενικού Σώματος που οδηγούσε ο δεύτερος κατηγορούμενος Α. Δ. και επέβαινε ως συνοδηγός αυτός, ποσότητα κάνναβης βάρους 3.010 γραμμαρίων σε μία νάιλον συσκευασία, την οποία συγκατείχε με τους συγκατηγορουμένους του εντός του οχήματος. Ακολούθως ο τρίτος κατηγορούμενος, που είχε την ιδιότητα του λιμενοφύλακα του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών του Κεντρικού Λιμεναρχείου … και συνεπώς εμπίπτει στην έννοια του υπαλλήλου (άρθρο 13 στοιχ.α Π Κ), ο οποίος λόγω της υπηρεσίας του ασχολείται με τα ναρκωτικά και ιδίως με τη φύλαξη τους ή τη δίωξη των παραβατών του νόμου περί ναρκωτικών, την ως άνω ποσότητα ναρκωτικών ουσιών, ενεργώντας από κοινού με τον δεύτερο κατηγορούμενο και με ενότητα δόλου, την παραδώσανε στο … Ξάνθης, την 20-5-2011, στον πρώτο κατηγορούμενο Α. Π. του Γ., ο οποίος αμέσως μετά την πώλησε σε αστυνομικό του Τ.Α. Ξάνθης που εμφανίστηκε ως υποψήφιος αγοραστής, αντί του τιμήματος των έξι χιλιάδων οκτακοσίων (6.800) Ευρώ, παρέχοντας κατ’αυτόν τον τρόπο άμεση συνδρομή στον πρώτο κατηγορούμενο, ώστε να τελέσει την άδικη πράξη της διακίνησης των ναρκωτικών ουσιών, υπό τη μορφή της πώλησης. Ο τρίτος κατηγορούμενος αρνείται οποιαδήποτε συναυτουργική και συμμετοχική του δράση στη διακίνηση των ναρκωτικών, υπό τις αποδείθεσες σ’αυτόν μορφές, ισχυριζόμενος ότι συνεπέβαινε στο υπηρεσιακό όχημα, συνοδεύοντας τον δεύτερο κατηγορούμενο, κουμπάρο και συνάδερφο του, κατά παράκληση του τελευταίου, στο μετ’επιστροφής ταξίδι, όπως του είχε δηλώσει, από Θεσσαλονίκη μέχρι Αλεξανδρούπολη, λόγω του ότι αυτός (2ος κατηγορούμενος) ήταν κουρασμένος, για να τον συνδράμει στην οδήγηση του οχήματος. Όμως ο αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός του τρίτου κατηγορουμένου δεν αποδεικνύεται βάσιμος. Συγκεκριμένα από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος αστυνομικού Χ. Δ., αποδεικνύεται ότι ήταν γνωστό στον πρώτο κατηγορούμενο ότι τα ναρκωτικά θα μεταφερόταν στο … Ξάνθης με ασφαλή τρόπο όχι μόνον από ένα πρόσωπο. Προς τούτο στις συνομιλίες του με τον εμφανισθέντα ως αγοραστή ως άνω μάρτυρα αστυνομικό, ο πρώτος κατηγορούμενος αναφερόμενος στην μεταφορά των ναρκωτικών χρησιμοποιούσε πληθυντικό αριθμό για τα πρόσωπα που θα μετέφεραν τα προς πώληση ναρκωτικά, ομοίως δε στις τηλεφωνικές συνομιλίες που είχε ο πρώτος κατηγορούμενος, προκειμένου να κατευθύνει τους συγκατηγορουμένους του να κινηθούν με το υπηρεσιακό όχημα στο σημείο συνάντησής τους, χρησιμοποιούσε πληθυντικό αριθμό (βλ.σχ. κατάθεση μάρτυρος Χ. Δ. ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που επί λέξει αναφέρει “..Ο Π. μου είπε να μην φοβάμαι γιατί αυτοί που θα έφερναν τα ναρκωτικά ήταν υψηλά ιστάμενοι και πέρα από κάθε υποψία…. Όταν πηγαίναμε προς το άλσος ο Π. μιλούσε στο κινητό του τηλέφωνο, μιλούσε στον πληθυντικό και έδινε οδηγίες πως να κινηθούν στο δρόμο και που να στρίψουν..”. Μάλιστα δε κατά την προσέγγιση του πρώτου κατηγορουμένου στο υπηρεσιακό όχημα, προκειμένου να παραλάβει τα μεταφερόμενα ναρκωτικά, ώστε να τα πωλήσει στον υποψήφιο αγοραστή, αυτός (1ος κατηγορούμενος) προσέγγισε το σταθμευμένο υπηρεσιακό όχημα από την πλευρά του συνοδηγού, όπου βρισκόταν ο τρίτος κατηγορούμενος και συνεννοήθηκε για την παραλαβή της συσκευασίας που περιείχε τις ναρκωτικές ουσίες, γεγονός που καταδεικνύει τη γνώση του τρίτου κατηγορουμένου για την διακίνηση των ναρκωτικών(βλ.σχ. κατάθεση μάρτυρος Χ. Δ. ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που επί λέξει αναφέρει “..είδα τον Π. να πλησιάζει στο Xsara, μίλησε με το άτομο που ήταν στην πλευρά του συνοδηγού, δεν είδα από που πήρε τα ναρκωτικά, οδηγός του αυτοκινήτου ήταν ο 2ος κατηγορούμενος..”). Ακόμη από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Δ. Γ. ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όπως και από τις αναφορές του ιδίου που παραλαμβάνονται στο φάκελο της πειθαρχικής διαδικασίας, επί της οποίας συντάχθηκε το σχετικό πόρισμα, προκύπτει ότι οι δεύτερος και τρίτος κατηγορούμενος συνομίλησαν ιδιαιτέρως και έφυγαν εσπευσμένα από την καφετέρια, όπου βρισκόταν με παρέα και άλλων προσώπων, μάλιστα δε ο τρίτος κατηγορούμενος ήταν ταραγμένος, ενώ αργότερα, προκειμένου να δικαιολογηθεί η ξαφνική αποχώρησή τους χρησιμοποιήθηκε από τον δεύτερο κατηγορούμενο, παρουσία και του τρίτου κατηγορουμένου, ψευδής δικαιολογία (βλ.σχ.ένορκη κατάθεση Δ. Γ. ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που επί λέξει αναφέρει “..Εγώ τηλεφώνησα στον Λ. να έρθει στην καφετέρια, ήρθε και παρήγγειλε καφέ, αλλά πριν τον φέρουνε τον φώναξε ο Δ. και πήγαν λίγο πιο πέρα και μιλούσαν χωρίς να ακούσω τι έλεγαν…. Μετά ο Δ. είπε ότι βιάζεται γιατί είχε μια δουλειά και έφυγαν με τον Λ. Εγώ δυσανασχέτησα με αυτά γιατί δεν είχα αυτοκίνητο να γυρίσω στο σπίτι μου. Έφυγε και ο Λ. ο οποίος ήταν σαστισμένος, ο καφές του ήρθε μετά και άφησε εκεί και τα τσιγάρα του. Ξαφνικά έφυγαν, δεν είπαν που θα πήγαιναν. Έφυγαν και ύστερα από δέκα λεπτά με πήρε τηλέφωνο ο Δ. και μου είπε ότι πήγαιναν στο χωριό του στις Σέρρες για να πάρει τα δανεικά που είχε δώσει σε κάποιον, εγώ ανησύχησα μήπως γίνει φασαρία επειδή ο Λ. είχε υπηρετήσει στις ειδικές δυνάμεις…).Η περιγραφόμενη από τον ως άνω μάρτυρα συμπεριφορά του τρίτου κατηγορουμένου, δεν δικαιολογείται από το ότι, ως ισχυρίζεται, αποδέχθηκε την πρόταση να συνοδεύσει, για λόγους φιλοφροσύνης τον δεύτερο κατηγορούμενο στο μετ’ επιστροφής ταξίδι του από Θεσσαλονίκη μέχρι Αλεξανδρούπολη, καθόσον δεν υπήρχε κανένας λόγος να αποκρυβεί η αιτία της ξαφνικής αναχώρησής τους και μάλιστα να χρησιμοποιηθεί ψευδής δικαιολογία περί μετάβασής τους στην πόλη των Σερρών, αντίθετα δε καταδεικνύει την ταραχή του τρίτου κατηγορουμένου, λόγω της αποδεχθείσας απ’ αυτόν πρότασης συμμετοχής του στην παράνομη διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών και μάλιστα τελεσθείσα με τη χρήση του υπηρεσιακού οχήματος. Προς επίρρωση δε της συναυτουργικής δράσης του τρίτου κατηγορουμένου είναι χαρακτηριστικό, ότι όπως περιγράφεται από τους επιληφθέντες της σύλληψής του αστυνομικούς, αυτός δεν αντέδρασε κατά του δευτέρου κατηγορουμένου, ζητώντας του εξηγήσεις για το ότι τον ενέπλεξε εν αγνοία του στη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, κατά το λογικώς αναμενόμενο αν ευσταθούσε ο ισχυρισμός του περί μη συμμετοχής του στην πράξη. Εξάλλου, ο δεύτερος κατηγορούμενος, αν ήθελε να τελέσει τη διακίνηση των ναρκωτικών χωρίς τη συναυτουργική συμμετοχή του τρίτου κατηγορουμένου, είχε τη δυνατότητα να μεταφέρει τα κατεχόμενα εντός του υπηρεσιακού οχήματος ναρκωτικά για να τα παραδώσει στον πρώτο κατηγορούμενο το πρωί της ίδιας ημέρας, εφόσον με το εν λόγω όχημα κινούνταν σε περιοχή του νομού Δράμας και μπορούσε κατά παρέκκλιση της πορείας του να μεταβεί στο … Ξάνθης. Ακριβώς όμως επειδή στο σχεδιασμό της ασφαλούς διακίνησης των ναρκωτικών ουσιών θα συμμετείχε και ο τρίτος κατηγορούμενος, που συνδεόταν με τον δεύτερο κατηγορούμενο με σχέσεις εμπιστοσύνης, επέστρεψε ο τελευταίος στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να παραλάβει τον τρίτο κατηγορούμενο και από κοινού να τελέσουν τις πράξεις διακίνησης των ναρκωτικών ουσιών. Να σημειωθεί δε ότι για την κατάφαση της συναυτουργικής δράσης του τρίτου κατηγορουμένου δεν είναι απαραίτητο να είχε προσυνεννοηθεί με τους συγκατηγορουμένους του ημέρες πριν την κρίσιμη ημεροχρονολογία της 20-5-2011, αρκούντος ότι την ημέρα τέλεσης της πράξης ενημερώθηκε για την επικείμενη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και δέχθηκε να συμμετάσχει στην πράξη, συνοδεύοντας τον δεύτερο κατηγορούμενο ως συνεπιβάτης στο όχημα που θα μεταφέρανε τις ναρκωτικές ουσίες, προκειμένου να τις παραδώσουν στον πρώτο κατηγορούμενο, ώστε στη συνέχεια ο τελευταίος να τις πωλήσει αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος στον εμφανισθέντα ως αγοραστή αστυνομικό. Επομένως, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου, αποδεικνύεται η συναυτουργική δράση του τρίτου κατηγορουμένου στη μεταφορά και κατοχή των ναρκωτικών ουσιών, καθώς και η κατά συναυτουργία συμμετοχική του δράση με τη μορφή της άμεσης συνέργειας, υπό την ιδιότητά του μάλιστα ως υπαλλήλου, ταχθέντος κατ’ υπηρεσιακό καθήκον στη δίωξη των παραβατών του νόμου περί ναρκωτικών, στην πώληση των ναρκωτικών ουσιών από τον πρώτο συγκατηγορούμενό του και πρέπει ο τρίτος κατηγορούμενος, να κηρυχθεί ένοχος, κατά πλειοψηφία, των πράξεων που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ, όπως αυτό αναγνωρίσθηκε ότι συντρέχει στο πρόσωπο του πρωτοδίκως.
Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον μεν κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα Α. Δ. ένοχο για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις και του επέβαλε ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών και χρηματική ποινή 50.000 ευρώ , τον δε κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα Κ. Λ. ένοχο με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ για τις ίδιες αξιόποινες πράξεις και του επέβαλε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών με το ακόλουθο διατακτικό: ”
Κηρύσσει τον 2ο των κατηγορουμένων Α. Δ. ένοχο, του ότι στους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, ενεργώντας με πρόθεση και χωρίς να είναι τοξικομανής, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο. Ειδικότερα:
Α) Στο … Ξάνθης, στις 20-5-2011, ενεργώντας από κοινού και με κοινό δόλο προς τούτο με τους συγκατηγορούμενους του Α. Π. του Γ. και Κ. Λ. του Ε., κατείχανε ναρκωτικά, δηλαδή ουσίες που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλούν εξάρτηση του ατόμου από αυτές, σε ποσότητες που δεν θα μπορούσαν να εξυπηρετούν αποκλειστικά τις δικές τους ανάγκες. Πιο συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, από κοινού ενεργώντας και με κοινό δόλο προς τούτο με τους συγκατηγορούμενους του Α. Π. του Γ. και Κ. Λ. του Ε., κατείχανε εντός του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … υπηρεσιακού οχήματος του Λιμενικού Σώματος που οδηγούσε αυτός και επέβαινε ως συνοδηγός ο Κ. Λ., ήτοι σε χώρο όπου ανά πάσα στιγμή μπορούσανε να διαπιστώνουν την ύπαρξη της και να τη διαθέτουν πραγματικά κατά τη βούληση τους, ποσότητα κάνναβης βάρους 3.010 γραμμαρίων σε μία νάιλον συσκευασία.
Β) Στις 20-5-2011, ενεργώντας από κοινού και με κοινό δόλο προς τούτο με τους συγκατηγορούμενους του Α. Π. του Γ. και Κ. Λ. του Ε., μεταφέρανε στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας ναρκωτικά, δηλαδή ουσίες που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλούν εξάρτηση του ατόμου από αυτές, σε ποσότητες που δεν θα μπορούσαν να εξυπηρετούν αποκλειστικά τις δικές τους ανάγκες. Πιο συγκεκριμένα, στον ανωτέρω χρόνο, από κοινού ενεργώντας και με κοινό δόλο προς τούτο με τους συγκατηγορουμένους του Α. Π. του Γ. και Κ. Λ. του Ε., μεταφερανε από Τη Θεσσαλονίκη μέχρι το … Ξάνθης, με το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … υπηρεσιακό όχημα του Λιμενικού Σώματος που οδηγούσε αυτός και επέβαινε ως συνοδηγός ο Κ. Λ., ποσότητα κάνναβης βάρους 3.010 γραμμαρίων σε μία νάιλον συσκευασία, με σκοπό να την πωλήσει ο Α. Π. σε τρίτο πρόσωπο.
Γ) Στο … Ξάνθης, στις 20-5-2011, ενώ ήταν υπάλληλος ο οποίος λόγω της υπηρεσίας του ασχολείται με τα ναρκωτικά και ιδίως με τη δίωξη των παραβατών του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά, από κοινού ενεργώντας και με κοινό δόλο προς τούτο με το συγκατηγορούμενό του Κ. Λ. του Ε., με πρόθεση παρείχανε άμεση συνδρομή στον Α. Π. του Γ., κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της κύριας άδικης πράξης που διέπραξε, δηλαδή της πώλησης ναρκωτικών. Πιο συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενώ ήταν λιμενοφύλακας του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών του Κεντρικού Λιμεναρχείου …, από κοινού ενεργώντας και με κοινό δόλο προς τούτο με το συγκατηγορούμενό του Κ. Λ. του Ε., αφού μεταφέρανε από τη Θεσσαλονίκη μέχρι το … Ξάνθης, με το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … υπηρεσιακό όχημα του Λιμενικού Σώματος, ποσότητα κάνναβης βάρους 3.010 γραμμαρίων σε μία νάιλον συσκευασία, παραδώσανε αυτή στον Α. Π. του Γ., ο οποίος αμέσως μετά την πώλησε σε αστυνομικό του Τ.Α. Ξάνθης που εμφανίστηκε ως υποψήφιος αγοραστής, αντί του τιμήματος των έξι χιλιάδων οκτακοσίων (6.800) Ευρώ.
Κηρύσσει τον 3ο των κατηγορουμένων Κ. Λ. κατά πλειοψηφία ένοχο του ότι στους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, ενεργώντας με πρόθεση και χωρίς να είναι τοξικομανής, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο. Ειδικότερα:
Α) Στο … Ξάνθης, στις 20-5-2011, ενεργώντας από κοινού και με κοινό δόλο προς τούτο με τους συγκατηγορούμενούς του Α. Π. του Γ. και Α. Δ. του Σ., κατείχανε ναρκωτικά, δηλαδή ουσίες που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλούν εξάρτηση του ατόμου από αυτές, σε ποσότητες που δεν θα μπορούσαν να εξυπηρετούν αποκλειστικά τις δικές τους ανάγκες. Πιο συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, από κοινού ενεργώντας και με κοινό δόλο προς τούτο με τους συγκατηγορούμενους του Α. Π. του Γ. και Α. Δ. του Σ., κατείχανε εντός του υπ’ αριθ. Κυκλοφορίας … υπηρεσιακού οχήματος του Λιμενικού. Σώματος που οδηγούσε ο Α. Δ. και επέβαινε ως συνοδηγός αυτός, ήτοι σε χώρο όπου ανά πάσα στιγμή μπορούσανε να διαπιστώνουν την ύπαρξη της και να τη διαθέτουν πραγματικά κατά τη βούληση τους, ποσότητα κάνναβης βάρους 3.010 γραμμαρίων σε μία νάιλον συσκευασία.
Β) Στις 20-5-2011, ενεργώντας από κοινού και με κοινό δόλο προς τούτο με τους συγκατηγορούμενους του Α. Π. του Γ. και Α. Δ. του Σ., μεταφέρανε στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας ναρκωτικά, δηλαδή ουσίες που δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα και προκαλούν εξάρτηση του ατόμου από αυτές, σε ποσότητες που δεν θα μπορούσαν να εξυπηρετούν αποκλειστικά τις δικές τους ανάγκες. Πιο συγκεκριμένα, στον ανωτέρω χρόνο, από κοινού ενεργώντας και με κοινό δόλο προς τούτο με τους συγκατηγορούμενους του Α. Π. του Γ. και Α. Δ. του Σ., μεταφέρανε από τη Θεσσαλονίκη μέχρι το … Ξάνθης, με το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … υπηρεσιακό όχημα του Λιμενικού Σώματος που οδηγούσε ο Α. Δ. και επέβαινε ως συνοδηγός αυτός, ποσότητα κάνναβης βάρους 3.010 γραμμαρίων σε μία νάιλον συσκευασία, με σκοπό να την πωλήσει ο Α. Π. σε τρίτο πρόσωπο.
Γ) Στο … Ξάνθης, στις 20-5-2011, ενώ ήταν υπάλληλος ο οποίος λόγω της υπηρεσίας του ασχολείται με τα ναρκωτικά και ιδίως με τη δίωξη των παραβατών του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά, από κοινού ενεργώντας και με κοινό δόλο προς τούτο με το συγκατηγορούμενό του Α. Δ. του Σ., με πρόθεση παρείχανε άμεση συνδρομή στον Α. Π. του Γ., κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της κύριας άδικης πράξης που διέπραξε, δηλαδή της πώλησης ναρκωτικών. Πιο συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενώ ήταν λιμενοφύλακας του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών του Κεντρικού Λιμεναρχείου …, από κοινού ενεργώντας και με κοινό δόλο προς τούτο με το συγκατηγορούμενό του Α. Δ. του Σ., αφού μεταφέρανε από τη Θεσσαλονίκη μέχρι το … Ξάνθης, με το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …. υπηρεσιακό όχημα του Λιμενικού Σώματος ποσότητα κάνναβης βάρους 3.010 γραμμαρίων σε μία νάιλον συσκευασία, παραδώσανε αυτή στον Α. Π. του Γ., ο οποίος αμέσως μετά την πώλησε σε αστυνομικό του Τ.Α. Ξάνθης που εμφανίσθηκε ως υποψήφιος αγοραστής, αντί του τιμήματος των έξι χιλιάδων οκτακοσίων (6.800) ευρώ”.
Με αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο της ουσίας, κατά παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 α’, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 46 παρ. 1, εδ. β’ του προϊσχύσαντος ΠΚ, το οποίο τυποποιήθηκε στο άρθρο 47 εδ. β’ του νέου ΠΚ και 20 παρ. 1, 2 , 22 παρ. 1α του ν. 4139/2013, τις οποίες, ως ευνοϊκότερες αυτών που ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης (αρθρ 20 παρ. 1 του ν. 3459/2006 – ΚΝΝ), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία.
Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση, όπως από το σύνολο του παραπάνω αιτιολογικού και διατακτικού συνάγεται, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, έγγραφα, πρακτικά και απόφαση πρωτοβάθμιας δίκης και απολογίες κατηγορουμένων), από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτιμήθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να είναι αναγκαίο, κατά νόμο, να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα και χωρίς να απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ενώ από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης καθίσταται βέβαιο, ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως αναφέρονται κατ’ είδος στην αρχή του αιτιολογικού της , και περιγράφεται επαρκώς ο τρόπος δράσης κατά την τέλεση των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων της από κοινού κατοχής, μεταφοράς και άμεσης συνέργειας σε πώληση ναρκωτικών ουσιών από υπάλληλο απασχολούμενο με την δίωξη ναρκωτικών ως και οι συνθήκες τέλεσης αυτών με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τις παραδοχές της απόφασης. Οι αιτιολογίες της απόφασης αναφέρονται εκτενώς σε όλα τα συγκροτούντα την υπόσταση των επιδίκων εγκλημάτων στοιχεία. Ειδικότερα αναπτύσσεται με επάρκεια και σαφήνεια ο τρόπος με τον οποίο οι αναιρεσείοντες παρείχαν άμεση συνδρομή στον αυτουργό της πώλησης των ναρκωτικών Α. Π., μη διάδικο στην αναιρετική αυτή δίκη, κατά την πώληση από τον τελευταίο στον εμφανισθέντα ως αγοραστής αστυνομικό του ΑΤ Ξάνθης της εν λόγω ποσότητας ναρκωτικών. Με πληρότητα διατυπώνεται ότι οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες εν γνώσει της ιδιότητας των ουσιών ως ναρκωτικών και έχοντες την φυσική εξουσίαση αυτών μετέφεραν με τρόπο ασφαλή και συγκεκριμένα με υπηρεσιακό όχημα που διέθεταν ως λιμενοφύλακες την ποσότητα των ναρκωτικών στον τόπο της πώλησής τους. Θεμελιώνεται με σαφήνεια , σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, η αποφασιστική συμβολή της συνδρομής των αναιρεσειόντων στην τέλεση της πράξης της πώλησης εκ μέρους του αυτουργού, υπό τις περιστάσεις και τις συνθήκες που διαπράχθηκε, ως και η θέληση αυτών παροχής συνδρομής στον αυτουργό, για να τελέσει την άδικη πράξη και η γνώση ότι η συνδρομή τους παρέχεται κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης και στην τέλεση της κύριας πράξης.
Κατ` ακολουθία τούτων, όλοι οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα λόγοι της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης του Κ. Λ. με τους οποίους προβάλλονται οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης (εκ πλαγίου παράβασης), από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` Ε`, του ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι λοιπές, εμπεριεχόμενες στους ίδιους λόγους, αιτιάσεις του ως άνω αναιρεσείοντος και σχετικές με την κατηγορία, που αναφέρονται σε εσφαλμένη αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων, με παράθεση σκέψεων και συλλογισμών του αναιρεσείοντος, που, κατά την άποψή του, οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα από εκείνα, στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας και αιτιάσεων περί ασαφών, ελλιπών και αντιφατικών αιτιολογιών, που αφορούν την επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και αποτελούν απλώς επιχειρήματα προς απόσειση της ενοχής του αναιρεσείοντος και αμφισβήτηση των εις βάρος αυτού ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της, δεν συνιστούν, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, λόγους αναίρεσης και απαραδέκτως προβάλλονται, διότι, με την επίφαση των ανωτέρω αναιρετικών λόγων, πλήττουν ανεπιτρέπτως την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο μεν κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων Κ. Λ. υπέβαλε δια του συνηγόρου του προφορικά επικαλούμενος τα προσκομισθέντα από αυτόν έγγραφα αίτημα, όπως κατά λέξη αναφέρεται στην προσβαλλόμενη, <<για εφαρμογή του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε ΠΚ>> ο δε κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων Α. Δ. δια του συνηγόρου του υπέβαλε εγγράφως αίτημα, το οποίο ανέπτυξε και προφορικά, αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 περ. α’,δ’,ε’ ΠΚ, με το ακόλουθο κατά πιστή μεταφορά περιεχόμενο: “Αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης κατ’ άρθρο 84 παρ. 2 περ. α) ΠΚ:
Το παρακάτω ελαφρυντικό αφορά τη χρονική περίοδο της ζωής του κατηγορουμένου πριν από την τέλεση της πράξης για την οποία κατηγορείται. Γεννήθηκα το 1974 στο Αμβούργο της Γερμανίας. Μέχρι τη στιγμή της συλλήψεως μου υπήρξα άψογος πολίτης, ισχυρισμός που αποδεικνύεται από το ΛΕΥΚΟ Δελτίο του Ποινικού μου Μητρώου. Ουδέποτε είχα απασχολήσει κατά το παρελθόν τις Ελληνικές Δικαστικές και Αστυνομικές Αρχές. Όλη η μέχρι σήμερα διαγωγή μου υπήρξε άψογη, ουδέποτε είχα δώσει την παραμικρή αφορμή για οποιοδήποτε δυσμενές εις βάρος μου σχόλιο και για πρώτη φορά συμμετείχα σε κάποιο αδίκημα.
Έχω γνωστή, μόνιμη και σταθερή διαμονή στην Αλεξανδρούπολη και ειδικότερα, επί της οδού … Η σύζυγος μου Σ. Κ. (δεύτερος γάμος) είναι Λιμενικός Υπάλληλος και εργάζεται στο Κεντρικό Λιμεναρχείο ….
Από τον πρώτο μου γάμο έχω ήδη αποκτήσει δυο ανήλικα τέκνα, τα οποία νοιάζομαι και επιμελούμαι τη διατροφή και τη φροντίδα τους από κοινού με την μητέρα τους και πρώην σύζυγο μου.
Η εργασία μου πλέον, μετά την απόλυση μου από τον Λιμενικό Σώμα λόγω της πρωτοβάθμιας καταδικαστικής απόφασης, είναι η μελισσοκομική. Είμαι επαγγελματίας μελισσοκόμος.
Συνεπώς, η αιτούμενη ελαφρυντική περίσταση δεν βασίζεται μόνο στην ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου μου, αλλά και σε όλη τη θετική μου συμπεριφορά (βλ. ΑΠ 66/2012, ΑΠ 138/2010, ΑΠ 396/2010).
Εκ των ανωτέρω σαφώς συνάγεται το συμπέρασμα ότι μέχρι το χρόνο τέλεσης του αδικήματος για το οποίο κατηγορούμαι διήγα έντιμο βίο σε όλες τις εκφάνσεις αυτού, δηλαδή σε οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό επίπεδο.
Β.2. Αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως της ειλικρινούς μεταμέλειας του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ) Π.Κ.: Ομολόγησα, εξ αρχής, την τέλεση των ως άνω αναφερθέντων αδικημάτων ήδη από την στιγμή της σύλληψης μου στις 20-05-2011, αλλά και τον πραγματικά υπαίτιο δράστη της εν λόγω υπόθεσης χωρίς να αποκρύψω ουδέν περιστατικό.
Ειδικότερα, όπως κατέθεσα και στην εν ακοοατηρίω απολογία μου (βλ 13° φύλλο εκκαλουμένης απόφασης) πάραυτα ομολόγησα με την σύλληψη μου ότι λυπήθηκα τον φίλο μου Π. που ευρισκόταν σε κακό χάλι και ότι το έκανε αυτό για να αποτοξινωθεί από την ηρωίνη. Με έπεισε ότι όλα τα έκανε προκειμένου να εξασφαλίσει τη δόση του. Τους εν λόγω ισχυρισμούς μου επιβεβαιώνει και ο 1ος συγκατηγορούμενός μου Π., ο οποίος στην εν ακροατηρίω απολογία του στο 12ο και 13° φύλλο της εκκαλουμένης τονίζει ότι είναι χάλια επειδή με ενέπλεξε, ότι το έκανε εξαιτίας της έντονης τοξικοεξάρτησής του και ότι με παρακάλεσε να τον βοηθήσω επειδή ήμουν ο πιο έμπιστος του φίλος και συγχωριανός.
Με την πράξη μου αυτή προσπάθησα να συμβάλω στο έργο των Αστυνομικών, όπως και δικαστικών Αρχών και να μειώσω ή να άρω, κατά τον τρόπο αυτό, τις συνέπειες από τις πράξεις μου.
Σύμφωνα με την τελευταία Νομολογία του Α.Π., η προσπάθεια συνεργασίας μου με τις αστυνομικές ή δικαστικές Αρχές, πληροί τις προϋποθέσεις αναγνώρισης του ελαφρυντικού της ειλικρινούς μεταμέλειας (βλ. ΑΠ 2/2009. ΑΠ 289/2009. ΑΠ 993/2011).
Β.3. ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΕΠΙ ΜΑΚΡΩ ΧΡΟΝΙΚΟ ΑΙΑΣΤΗΜΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ (84§ 2 περ. ε ΠΚ): Το ως άνω ελαφρυντικό αναγνωρίζεται, εάν αποδειχθεί ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της αποδιδόμενης σε αυτόν πράξεως. ευρισκόμενος ιδίως σε καθεστώς ελευθερίας.
Στην προκειμένη υπόθεση, το Δεκέμβρη του 2015 αποφυλακίστηκα, όταν έγινε δεκτή η αίτηση μου κατ’ άρθρο 497 παρ. 7 ΚΠΔ ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης.
Έκτοτε, ευρισκόμενος πλέον σε καθεστώς ελευθερίας, εμφανίστηκα αυτοπροσώπως ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης σε όλες τις μετά αναβολή δικάσιμους, καθώς και κατά την εκδίκαση της υποθέσεως μου σήμερα.
Συνακόλουθα, από το Δεκέμβρη του 2015 μέχρι και σήμερα, δηλαδή για χρονικό διάστημα σχεδόν 3 ετών, δεν απασχόλησα καθ’ οιονδήποτε τρόπο τις Ανακριτικές και Αστυνομικές Αρχές, έχω γνωστή και μόνιμη διαμονή στην Αλεξανδρούπολη. Επίσης, ετήρησα ευλαβικά και απαρέγκλιτα τον όρο της απαγόρευσης εξόδου που μου επέβαλε το Πενταμελές Εφετείο Θράκης (διαδικασία αναστολών) το Δεκέμβρη του 2015, οπότε και αποφυλακίστηκα”. Το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τα αιτήματα αυτά με την ακόλουθη αιτιολογία: “Στην προκειμένη περίπτωση ο υπό τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται, ο δεύτερος κατηγορούμενος (Α. Δ.) εκ του άρθρου 84παρ.2α ΠΚ αυτοτελής ισχυρισμός του, δεν είναι επαρκώς ορισμένος, αφού, κατά την ως άνω σχετική νομική σκέψη, μόνον το λευκό ποινικό μητρώο του, η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας του μέχρι την τέλεση της πράξεως και η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά του με την δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, δεν αρκούν για τη συνδρομή της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης, χωρίς την επί πλέον επίκληση και απόδειξη πραγματικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά του, το οποία εν προκειμένω ο κατηγορούμενος αυτός δεν επικαλέσθηκε. Εξάλλου, μόνον η μετά τη σύλληψή του ομολογία της παράνομης πράξης από τον δεύτερο κατηγορούμενο, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2δ ΠΚ, που επικαλείται ο δεύτερος κατηγορούμενος, δεδομένου ότι δεν επικαλείται συγκεκριμένα άλλα περιστατικά που να καταδηλώνουν την έμπρακτη μετάνοιά του. Ωσαύτως και η έτερη ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 Παρ.2ε ΠΚ, που επικαλούνται ο δεύτερος κατηγορούμενος και ο τρίτος κατηγορούμενος (Κ. Λ.) ότι συντρέχει στο πρόσωπό τους, προβάλλεται αορίστως, διότι η καλή συμπεριφορά δεν νοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας, όπως υποστηρίζουν, αλλά απαιτείται, για την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού, συγκεκριμένη, μετά την πράξη, θετική προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική συμπεριφορά, η οποία να είναι ενδεικτική όχι μόνον έλλειψης έκνομης συμπεριφοράς, αλλά ατόμου, το οποίο αποτίναξε το παρελθόν, άλλαξε τρόπο ζωής, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει, όταν εξακολουθεί να ζει όπως και πριν εξαιρουμένης της παραβίασης των νόμων και ιδιαίτερα του Ποινικού Κώδικα. Επομένως κατά της γνώμη της πλειοψηφίας πρέπει να απορριφθούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του δεύτερου και τρίτου των κατηγορουμένων για την αναγνώριση των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 ε και ομοφώνως οι λοιπές ελαφρυντικές περιστάσεις”.
Από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι με την προσήκουσα αιτιολογική επάρκεια και πληρότητα το Δικαστήριο απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος Α. Δ. περί αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2δ και ε ΠΚ, καθώς επίσης και του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος Κ. Λ. περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 ε ΠΚ παρά το ότι ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός δεν είχε προβληθεί από τον τελευταίο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για την θεμελίωσή του. Κατ’ακολουθία οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ και 510 παρ.1 στοιχ. Β ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι αναιρετικοί λόγοι με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας ως και της έλλειψης ακρόασης αναφορικά με την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών για την αναγνώριση των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Τέλος, ενόψει των εκτεθέντων στην αρχή της παρούσας σχετικά με την ευμενέστερη διάταξη του άρθρου 84 παρ.2α του νέου ΠΚ σε σχέση με την αντίστοιχη διάταξη του προϊσχύσαντος ΠΚ πρέπει, κατ` αυτεπάγγελτη εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 511 εδ. γ` του νέου ΚΠοινΔ, της ως άνω επιεικέστερης διάταξης, που ίσχυσε μετά την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης ,σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΠΚ, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα Α. Δ. ως προς την απορριπτική της αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ διάταξή της και συνακόλουθα και ως προς την περί επιβολής ποινής διάταξή της και να παραπεμφθεί κατά το ανωτέρω αναιρούμενο μέρος η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που την δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ). Πρέπει επίσης να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την διάταξή της περί επιβολής στους ως άνω κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων την οποία πρέπει να απαλείψει ο Άρειος Πάγος, μη συντρέχουσας περίπτωσης παραπομπής στο Δικαστήριο της ουσίας κατά τούτο, ελλείψει αντικειμένου περαιτέρω έρευνας και να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθμ. 164/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης α) ως προς τη διάταξη της με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του κατηγορουμένου αναιρεσείοντα Α. Δ. περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2αΠΚ και συνακόλουθα ως προς την διάταξή της για την επιμέτρηση της ποινής και β)ως προς την διάταξή της περί επιβολής στους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων.
Απαλείφει τη διάταξη της ως άνω απόφασης περί αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων.
Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που την δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις από 7/10/2019 αιτήσεις των α) Α. Δ. του Σ. και β) Κ. Λ. του Ε. οι οποίες ασκήθηκαν με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 8/10/2019 η πρώτη και ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Θράκης η δεύτερη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 164/2018 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Ιουλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Σεπτεμβρίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Σελίδα 37 της 1193/2022 ποινικής απόφασης του Αρείου Πάγου