Δικαστής συμμετείχε σε εκδίκαση αναίρεσης, παρά το ότι είχε διατελέσει επικεφαλής της Γενικής Εισαγγελίας κατά την περίοδο που υφιστάμενοί του εισαγγελείς άσκησαν την επίδικη αναίρεση. Παραβίαση αντικειμενικής αμεροληψίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ugulava κατά Γεωργίας (αριθ. 2) της 01.02.2024 (αρ. προσφ. 22431/20)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Τον Δεκέμβριο του 2013 ο προσφεύγων, πολιτικό πρόσωπο, που εκείνη την χρονική περίοδο εκτελούσε χρέη δημάρχου Τιφλίδας, κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση.

Τον Ιανουάριο του 2019 δύο εισαγγελείς της Γενικής Εισαγγελίας άσκησαν αναίρεση κατά της εφετειακής απόφασης στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση με την οποία ζητούσε την εξαίρεση του δικαστή Sh.T. από τον ορισθέντα σχηματισμό για τον λόγο ότι είχε διατελέσει Γενικός Εισαγγελέας όταν η υπόθεση του προσφεύγοντος είχε εξεταστεί από το εφετείο και η αναίρεση είχε συνταχθεί από τη Γενική Εισαγγελία.

Τον Φεβρουάριο του 2020 το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, συνεδριάζοντας σε σύνθεση δύο δικαστών χωρίς τη συμμετοχή του δικαστή Sh.T., απέρριψε το αίτημα εξαίρεσης ως αβάσιμο. Την ίδια ημερομηνία, η ίδια σύνθεση του Ποινικού Τμήματος του ΑΠ με τη συμμετοχή του δικαστή Sh.T., τροποποίησε τον χαρακτηρισμό του αδικήματος και  καταδίκασε τον προσφεύγοντα για υπεξαίρεση αυξάνοντας την ποινή του σε εννέα έτη φυλάκισης.

Το Δικαστήριο έκρινε, ότι τουλάχιστον ο Sh.T. θα πρέπει να ήταν γνώστης, όταν ήταν Γενικός Εισαγγελέας, των εσωτερικών πληροφοριών σχετικά με τη στρατηγική της εισαγγελίας για τον χειρισμό της ποινικής διαδικασίας κατά του προσφεύγοντος και για την άσκηση αναίρεσης εναντίον του.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία  της διασφάλισης της αντικειμενικής αμεροληψίας και, ως εκ τούτου, της εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ειδικές περιστάσεις, ιδίως την ύψιστη πολιτική ευαισθησία της δίκης, σε συνδυασμό με τον ρόλο και την εξουσία του πρώην Γενικού Εισαγγελέα στους υφισταμένους  του εισαγγελείς και την συμμετοχή του στην σύνθεση του ανωτάτου δικαστηρίου που εξέτασε την υπόθεση του προσφεύγοντος, τα στοιχεία ήταν αρκετά για να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αντικειμενική αμεροληψία του αναιρετικού δικαστηρίου.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της αντικειμενικής αμεροληψίας του ΑΠ, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του ΕΔΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 § 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Τον Δεκέμβριο του 2013 ο προσφεύγων, πολιτικό πρόσωπο το οποίο εκείνη την εποχή εκτελούσε χρέη δημάρχου της Τιφλίδας, κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση. Η έρευνα διεξήχθη από την ανακριτική μονάδα της Γενικής Εισαγγελίας (η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Γενική Εισαγγελία). Τον Φεβρουάριο του 2018 η εν λόγω κατηγορία δικάστηκε σε πρώτο βαθμό και ο προσφεύγων καταδικάστηκε για υπέρβαση των υπηρεσιακών αρμοδιοτήτων – καταδίκη που επικυρώθηκε στην έφεση. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ένα έτους, τριων  μηνών και 22 ημερών. Τον Ιανουάριο του 2019 δύο εισαγγελείς της ανακριτικής μονάδας της Γενικής Εισαγγελίας άσκησαν αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της εφετειακής απόφασης. Η υπόθεση ανατέθηκε σε Τριμελές Τμήμα του ΑΠ, συμπεριλαμβανομένου του δικαστή Sh.T.

Ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση με την οποία ζητούσε την εξαίρεση του δικαστή Sh.T. από τον ορισθέντα δικαστικό αναιρετικό σχηματισμό για τον λόγο ότι είχε διατελέσει Γενικός Εισαγγελέας όταν η υπόθεση του προσφεύγοντος είχε εξεταστεί από το εφετείο και η αναίρεση είχε συνταχθεί από υφισταμένους του εισαγγελείς της Γενικής Εισαγγελίας.

Τον Φεβρουάριο του 2020 το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, συνεδριάζοντας σε σύνθεση δύο δικαστών χωρίς τη συμμετοχή του δικαστή Sh.T., απέρριψε το αίτημα εξαίρεσης ως αβάσιμο. Την ίδια ημερομηνία, η ίδια σύνθεση του Ποινικού Τμήματος του ΑΠ με τη συμμετοχή του δικαστή Sh.T., τροποποίησε τον χαρακτηρισμό του αδικήματος,  καταδίκασε τον προσφεύγοντα για υπεξαίρεση και αύξησε την ποινή του σε εννέα έτη φυλάκισης (στη συνέχεια μειώθηκε σε τρία έτη, δύο μήνες και οκτώ ημέρες).

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, δεν είχε αποδειχθεί ούτε είχε υποστηριχθεί ότι ο δικαστής Sh.T. διατηρούσε ή εξέφραζε προσωπικές πεποιθήσεις που θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την υποκειμενική αμεροληψία του. Όσον αφορά το αντικειμενικό κριτήριο, ο προσφεύγων δεν είχε προσκομίσει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο δικαστής Sh.T. είχε πράγματι διαδραματίσει διπλό ρόλο στην ποινική διαδικασία που διεξήχθη εναντίον του. Επιπλέον, το γεγονός και μόνο ότι ένας δικαστής ήταν κάποτε μέλος της εισαγγελίας δεν αποτελούσε λόγο να φοβάται κανείς ότι δεν θα ενεργούσε με αμεροληψία. Ταυτόχρονα, ο Sh.T. ήταν επικεφαλής της εισαγγελίας της χώρας όταν η υπόθεση του προσφεύγοντος είχε εξεταστεί από το εφετείο και όταν είχε ληφθεί η απόφαση από το ανακριτικό τμήμα της Γενικής Εισαγγελίας για την άσκηση αναίρεσης. Ο Sh.T. βρισκόταν έτσι στην κορυφή μιας δομής που φαινόταν να είναι ιεραρχική, με όλους τους εισαγγελείς να υπάγονται σε αυτόν. Επιπλέον, σύμφωνα με τον εισαγγελικό νόμο, μπορούσε να δώσει οδηγίες σε οποιονδήποτε από αυτούς, συμπεριλαμβανομένου του πρώτου αναπληρωτή του, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη συνολική εποπτεία της ανακριτικής μονάδας που είχε αναλάβει την υπόθεση του προσφεύγοντος και ζητούσε επικαιροποιημένες πληροφορίες από τους υφιστάμενους εισαγγελείς σχετικά με την πρόοδο της υπόθεσης.

Το Δικαστήριο έκρινε, λαμβάνοντας υπόψη τον ρόλο και τις εκτεταμένες εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία και σημειώνοντας το πολιτικά ευαίσθητο πλαίσιο στο οποίο διεξήχθη η υψηλού προφίλ δίκη του προσφεύγοντος, ότι τουλάχιστον ο Sh.T. θα πρέπει να ήταν γνώστης, όταν ήταν Γενικός Εισαγγελέας, των εσωτερικών πληροφοριών σχετικά με τη στρατηγική της εισαγγελίας για τον χειρισμό της ποινικής διαδικασίας που διεξήχθη κατά του προσφεύγοντος. Αυτή η πραγματικότητα θα πρέπει να ήταν προφανής σε έναν εξωτερικό αντικειμενικό παρατηρητή. Επομένως, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, υπήρχαν γεγονότα που θα μπορούσαν να εγείρουν αντικειμενικά δικαιολογημένες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστή  Sh.T. Η απόφαση να ασκηθεί αναίρεση, η οποία είχε τελικά οδηγήσει στη νομική ανακατάταξη των πράξεων του προσφεύγοντος και στην αύξηση της ποινής φυλάκισής του, είχε ληφθεί από τη Γενική Εισαγγελία κατά τη διάρκεια της θητείας του Sh.T. ως Γενικού Εισαγγελέα.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε τη σημασία  της διασφάλισης της αντικειμενικής αμεροληψίας και, ως εκ τούτου, της εμπιστοσύνης στο σύστημα δικαιοσύνης. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ειδικές περιστάσεις, ιδίως την ύψιστη πολιτική ευαισθησία της δίκης του προσφεύγοντος, σε συνδυασμό με τον ρόλο και την εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα εντός της εισαγγελίας της Γεωργίας και την συμμετοχή του πρώην Γενικού Εισαγγελέα στην έδρα των δικαστών που εξέτασαν την υπόθεση του προσφεύγοντος, τα στοιχεία ήταν αρκετά για να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αντικειμενική αμεροληψία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την απόφαση επί της αναίρεσης που εκδικάστηκε.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της αντικειμενικής αμεροληψίας του ανωτάτου δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.

ΑΠ 1124/2023. Λόγοι αποκλεισμού δικαστικού προσώπου (αρ. 14 ΚΠΔ). Αποκλείεται από την εκδίκαση της υπόθεσης και ο δικαστής, που έχει επιληφθεί ενδίκου μέσου κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος, εφόσον, όμως, εξέφερε ουσιαστική (όχι απλώς νομική) κρίση για την υπόθεση…

ΑΠ 1124/2023. Λόγοι αποκλεισμού δικαστικού προσώπου (αρ. 14 ΚΠΔ). Αποκλείεται από την εκδίκαση της υπόθεσης και ο δικαστής, που έχει επιληφθεί ενδίκου μέσου κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος, εφόσον, όμως, εξέφερε ουσιαστική (όχι απλώς νομική) κρίση για την υπόθεση, δηλαδή, στην περίπτωση που το δευτεροβάθμιο συμβούλιο υπεισήλθε στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και αποφάσισε την παραπομπή του κατηγορουμένου στο αρμόδιο δικαστήριο λόγω της ύπαρξης επαρκών ενδείξεων ενοχής του. Κατ’ εξαίρεση όμως, για τη μη παρέλκυση της διεξαγωγής των δικών, με την παραπάνω διάταξη παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής στην εκδίκαση της υπόθεσης του δικαστή, που είχε συμπράξει, κατά τα ανωτέρω, στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, εφόσον δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα. Όμως, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αναφέρεται το γεγονός αυτό στην εκδιδόμενη απόφαση.

 

Με βάση γενική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου, που συνάγεται από τα άρθρα 2 του ΠΚ και 590 παρ. 1 του ΚΠΔ, οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από την έναρξη της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, από το χρονικό σημείο που καταλαμβάνουν αυτές. Η διαδικασία, δηλαδή, χωρεί σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο, κατά τον οποίο επιχειρείται η κάθε διαδικαστική πράξη και, συνεπώς, οι μεν πράξεις, οι οποίες έγιναν υπό το κράτος του παλαιού νόμου, είναι ισχυρές, το δε ατέλεστο μέρος της διαδικασίας και, επομένως, και η μη διεξαχθείσα ακόμη δίκη, θα γίνει σύμφωνα με τον νέο νόμο. Έτσι, οι προϋποθέσεις του αποκλεισμού, εξαίρεσης και αποχής δικαστικών προσώπων, κατ’ άρθρο 14 ΚΠΔ, κρίνονται με βάση το νόμο, ο οποίος ισχύει κατά τον χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης (ΑΠ 576/2020). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και 171 παρ. 1 περ. α’ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, αποτελεί η απόλυτη ακυρότητα, που έλαβε χώρα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω της μη τήρησης των διατάξεων, που καθορίζουν τη σύνθεση του Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και του ΚΠΔ, για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσής του. Περαιτέρω, στο άρθρο 14 του νέου ΚΠΔ (ν. 4620/2019) προβλέπονται οι λόγοι αποκλεισμού των δικαστικών προσώπων από τη συμμετοχή τους στην ποινική δίκη. Στην παράγραφο 2 περ. στ’ του άρθρου αυτού, όπως η περίπτωση αυτή αντικαταστάθηκε με  το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 4637/2019, ορίζονται τα ακόλουθα: «2. Από την άσκηση των παραπάνω έργων σε ποινική υπόθεση αποκλείεται επίσης: α)……..στ) ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ειδικά στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκτός αν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα». Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4637/2019, η ρύθμιση αυτή ενσαρκώνει την αξίωση αμεροληψίας όλων των προσώπων που έχουν προηγούμενη ενασχόληση με την υπόθεση, ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία υπονοιών αντικειμενικής μεροληψίας κατά τις διακρίσεις του ΕΔΔΑ. Ενόψει της ως άνω ρύθμισης, εκτός του δικαστή, που συμμετείχε στο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο είχε εκδώσει το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα, πρέπει να θεωρηθεί ότι αποκλείεται από την εκδίκαση της υπόθεσης και ο δικαστής, που έχει επιληφθεί ενδίκου μέσου κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος, εφόσον, όμως, εξέφερε ουσιαστική (όχι απλώς νομική) κρίση για την υπόθεση, δηλαδή, στην περίπτωση που το δευτεροβάθμιο συμβούλιο υπεισήλθε στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και αποφάσισε την παραπομπή του κατηγορουμένου στο αρμόδιο δικαστήριο λόγω της ύπαρξης επαρκών ενδείξεων ενοχής του. Κατ’ εξαίρεση όμως, για τη μη παρέλκυση της διεξαγωγής των δικών, με την παραπάνω διάταξη παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής στην εκδίκαση της υπόθεσης του δικαστή, που είχε συμπράξει, κατά τα ανωτέρω, στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, εφόσον δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα. Όμως, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αναφέρεται το γεγονός αυτό στην εκδιδόμενη απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/2015 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων, ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ιωαννίνων, για να δικαστεί για την πράξη της της κατ’ εξακολούθηση προμήθειας, κατοχής και διάθεσης υλικού παιδικής πορνογραφίας με ηλεκτρονικό υπολογιστή και τη χρήση του διαδικτύου, η παραγωγή δε του υλικού παιδικής πορνογραφίας συνδεόταν με τη χρησιμοποίηση ανηλίκων, που δεν είχαν συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας τους από δράστη που ενεργεί κατά συνήθεια. Κατά του βουλεύματος αυτού, ο ανωτέρω άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. …/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, που απέρριψε την έφεση, επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα και αντικατέστησε την προσωρινή κράτηση του εκκαλούντος με περιοριστικούς όρους. Η εξέταση της υπόθεσης από το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο έγινε μόνο για νομικούς λόγους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 478 του παλαιού ΚΠΔ (για απόλυτη ακυρότητα  και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης). Μέλος της σύνθεσης του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, που εξέδωσε το παραπάνω βούλευμα, ήταν και η Εφέτης Α. Λ., ενώ η πρόταση προς το Συμβούλιο υποβλήθηκε από τον Αντεισαγγελέα Εφετών Α. Σ.. Οι ανωτέρω συμμετείχαν και στη σύνθεση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ιωαννίνων, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. …/2022 απόφαση. Ωστόσο, εφόσον το Συμβούλιο Εφετών Ιωαννίνων, κατά την έκδοση του ως άνω υπ’ αριθμ. ../2015 βουλεύματος, περιορίσθηκε στην έρευνα των νομικών αιτιάσεων του πρωτόδικου βουλεύματος, που είχε υποβάλει ο κατηγορούμενος και δεν υπεισήλθε στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν ανέκυπτε περίπτωση αποκλεισμού της ως άνω δικαστικής λειτουργού από τη συμμετοχή της στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, βάσει του άρθρου 14 παρ. 2 περ. στ΄ του νέου ΚΠΔ. Ούτε, βέβαια, και για τον εισαγγελικό λειτουργό Α. Σ., ο οποίος συμμετείχε στη σύνθεση του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την ως άνω απόφαση, ανέκυπτε τέτοια περίπτωση, καθόσον, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 14 του νέου ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας, ο οποίος είχε υποβάλει την πρόταση για την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, δεν αποκλείεται από τη σύνθεση του Δικαστηρίου, που επιλαμβάνεται της εκδίκασης της υπόθεσης. Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ, για απόλυτη ακυρότητα, προκληθείσα λόγω της συμμετοχής των ανωτέρω προσώπων στη σύνθεση του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

…»

Αλλαγές στους Κώδικες: Ποινικές δίκες χωρίς … μάρτυρες στο Εφετείο

Η τροποποίηση που προβλέπεται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει επί της ουσίας τη δυνατότητα η δευτεροβάθμια δίκη να διενεργείται χωρίς μάρτυρες, με μόνο ανάγνωση ένορκων καταθέσεων από την πρωτοβάθμια δίκη. Αφαιρείται η υποχρεωτική κλήτευση τουλάχιστον 2 μαρτύρων από την πρώτη δίκη. Αντιδράσεις νομικών για την αφαίρεση δυνατότητας δια ζώσης εξέτασης από την υπεράσπιση στο δικαστήριο.

Δίκες που μπορούν να οδηγήσουν ακόμα και σε βαριές καταδίκες, χωρίς την παρουσία και την υποβολή των μαρτύρων στη βάσανο της δια ζώσης εξέτασης από την υπεράσπιση και την έδρα, φέρνουν οι αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι οποίες βρίσκονται σε διαβούλευση έως τις 28 Δεκεμβρίου. Πρόκειται για τροποποιήσεις ή προσθήκες στο άρθρο 500 ΚΠΔ, με τις οποίες απαλείφεται η υποχρέωση κλήτευσης «δύο τουλάχιστον μαρτύρων, τους πιο σημαντικούς από εκείνους που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη», γεγονός που θεσμοθετεί πλέον τη δίκη χωρίς μάρτυρες στο Εφετείο: “…Μπορεί επίσης, να κλητεύσει τους πιο σημαντικούς μάρτυρες από εκείνους που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν κρίνει ότι η υπόθεση μπορεί να εκδικαστεί με μόνη την ανάγνωση των καταθέσεών τους σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 502. Μπορεί επίσης, να κλητεύσει νέους μάρτυρες που δεν εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο”, αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Εξήγηση

Στην αιτιολογική έκθεση ο νομοθέτης επικαλείται ως πρόταγμα την “επιτάχυνση της αποδεικτικής διαδικασίας μέσω της αποφυγής δικονομικά και αποδεικτικά άσκοπης επαναληψιμότητας στη δευτεροβάθμια δίκη, λήψης καταθέσεων μαρτύρων που έχουν ήδη εξετασθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ουδέν άλλον έχουν να συνεισφέρουν στην εξακρίβωση της ουσιαστικής αλήθειας”.

Δίκες χωρίς μάρτυρες

EUROKINISSI

Αναφέρεται χαρακτηριστικά: “Η τροποποίηση της εν λόγω διάταξης που αφορά στα κριτήρια της κλήτευσης μαρτύρων, προκειμένου να εξετασθούν κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, αποσκοπεί στην επιτάχυνση της αποδεικτικής διαδικασίας μέσω της αποφυγής δικονομικά και αποδεικτικά άσκοπης επαναληψιμότητας στη δευτεροβάθμια δίκη, λήψης καταθέσεων μαρτύρων που έχουν ήδη εξετασθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ουδέν άλλον έχουν να συνεισφέρουν στην εξακρίβωση της ουσιαστικής αλήθειας. Σε κάθε περίπτωση, η ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας απόφασης με τις εμπεριεχόμενες ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, εντάσσει τις ένορκες καταθέσεις ως αποδεικτικό υλικό, στο πεδίο της δικανικής αξιολόγησης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και μόνο αν κατά την κρίση του δικαστηρίου, η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας δύνανται να κλητευθούν προκειμένου να εξετασθούν εκ νέου”.

Η διάταξη

Έτσι το άρθρο 500 ΚΠΔ για την προπαρασκευαστική διαδικασία, διαμορφώνεται ως εξής:

“Ο γραμματέας (άρθρο 474) οφείλει να στείλει στον αρμόδιο εισαγγελέα το πολύ μέσα σε τρεις (3) ημέρες την έκθεση για την έφεση, μαζί με τα υπόλοιπα έγγραφα, σύμφωνα με το άρθρο 499, διαφορετικά τιμωρείται πειθαρχικά.

Αν ο κατηγορούμενος κρατείται σε άλλο μέρος, ο εισαγγελέας διατάσσει τη μεταφορά του στις φυλακές της έδρας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Κατόπιν κλητεύει εμπρόθεσμα (άρθρο 166) εκείνον που ασκεί την έφεση και όλους τους άλλους διαδίκους που παραστάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, τον παθόντα και τον μηνυτή.  Μπορεί επίσης, να κλητεύσει τους πιο σημαντικούς μάρτυρες από εκείνους που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν κρίνει ότι η υπόθεση μπορεί να εκδικαστεί με μόνη την ανάγνωση των καταθέσεών τους σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του άρθρου 502. Μπορεί επίσης, να κλητεύσει νέους μάρτυρες που δεν εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. 

Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 και οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 327 εφαρμόζονται και σε αυτήν την περίπτωση. Επίσης εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 321, 325, 326 και 328. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να παραγγείλει την κλήτευση των μαρτύρων που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη και δεν κλητεύτηκαν κατά την κρίση του εισαγγελέα, αν η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας. Στην κλήση αναφέρεται ρητά ότι, αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπηθεί νομίμως από συνήγορο στη δικάσιμο ή στη μετ’ αναβολή αυτής συζήτηση, η έφεσή του θα απορριφθεί ως ανυποστήρικτη.

Σε περίπτωση έφεσης του εισαγγελέα εφαρμόζεται αναλόγως η παράγραφος 4 του άρθρου 340. Όταν ο κατηγορούμενος κρατείται με βάση την εκκαλούμενη απόφαση, ο ορισμός δικασίμου για την εκδίκαση της έφεσης γίνεται κατ` απόλυτη προτεραιότητα. Στην περίπτωση άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης που επιβάλλει μέτρο θεραπείας, σύμφωνα με το άρθρο 69 του ΠΚ, καθώς και κατά απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που διατάσσει την παράταση του μέτρου σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 70 του ΠΚ, ο ορισμός δικασίμου από τον αρμόδιο εισαγγελέα γίνεται υποχρεωτικά σε ημέρα  που δεν απέχει περισσότερο από τρεις (3) μήνες από τη διαβίβαση των εγγράφων σε αυτόν”.

Αλλαγές στους Κώδικες: Δεν θα καταθέτουν ως μάρτυρες οι αστυνομικοί στα δικαστήρια- Θα διαβάζονται οι καταθέσεις τους

Η διάταξη που περιλαμβάνεται στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, προκαλεί ήδη αντιδράσεις μεταξύ των νομικών της χώρας καθώς θεωρείται ότι – σε κάποιες περιπτώσεις- αφαιρεί τη δυνατότητα από την υπεράσπιση να αναδείξει κενά και αντιφάσεις σε, κυρίως, επιβαρυντικές για τους κατηγορουμένους, καταθέσεις.

Σε μια αλλαγή που ήδη προκαλεί αντιδράσεις μεταξύ των νομικών της χώρας, προχωρεί το νομοσχέδιο με τις υπό διαβούλευση διατάξεις για τις 102 αλλαγές στον Ποινικό και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Με αυτή προβλέπεται η εξαίρεση της υποχρέωσης των αστυνομικών που έχουν καταθέσει στη διάρκεια της προδικασίας, από την παρουσία τους και την δια ζώσης κατάθεση ενώπιον του δικαστηρίου και των υπερασπιστών του κατηγορουμένου.

Συγκεκριμένα η προσθήκη παραγράφου 5 στο άρθρο 215 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αναφέρει:

«5. Αστυνομικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι που έχουν καταθέσει στην προδικασία δεν καλούνται στο ακροατήριο αλλά αναγιγνώσκονται οι καταθέσεις τους. Ο εισαγγελέας και το δικαστήριο μπορούν κατ’ εξαίρεση να παραγγείλουν την κλήτευσή τους, αν η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας.».

Η διάταξη προκαλεί αντιδράσεις σε νομικούς, δεδομένου ότι θεωρούν πως αφαιρούνται υπερασπιστικά “όπλα” από τον κατηγορούμενο , όπως π.χ η δυνατότητα να αναδειχτούν τυχόν αντιφάσεις ή να διευκρινιστούν τυχόν κενά. Δίδεται πάντως η δυνατότητα στον εισαγγελέα και το δικαστήριο να ζητήσουν, αν κρίνουν, την εξέτασή τους.

Εξαίρεση υποχρέωσης αστυνομικών που έχουν καταθέσει

freepik

Εξαίρεση υποχρέωσης αστυνομικών που έχουν καταθέσει: Πάγιο αίτημα

Αντίθετα η ύπαρξη της συγκεκριμένης δυνατότητας ήταν πάγιο αιτημα των συνδικαλιστικών οργανώσεων των αστυνομικών. Στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται πως “η προσθήκη της παρ. 5 κρίθηκε επιβεβλημένη και θεωρείται πως θα συμβάλλει τόσο στην επιτάχυνση της ποινικής δίκης που συνίσταται στη συντομότερη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και στην αποφυγή αναβολών οφειλομένων στην απουσία μαρτύρων, όσο και στην αποφυγή της υποστελέχωσης υπηρεσιών μέσω της άσκοπης και δαπανηρής για το δημόσιο, μετακίνησης αστυνομικών ή άλλων προανακριτικών υπαλλήλων, που έχουν ήδη καταθέσει ενόρκως κατά την προδικασία για ζητήματα που άπτονται της εκκρεμούς κατηγορίας και στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν έχουν να εισφέρουν αποδεικτικά, τίποτα το επιπρόσθετο. 

Για τις εξαιρετικές περιπτώσεις που ο εισαγγελέας ή το δικαστήριο κρίνουν πως η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της αλήθειας, η διάταξη επιφυλάσσει τη δυνατότητα κλήτευσής τους”.

Τέλος στις λιμνάζουσες υποθέσεις στο ΣτΕ – Κάθε μία θα χρεώνεται προσωπικά σε δικαστικό

Προανήγγειλε νέα Δικονομία για το Ανώτατο Δικαστήριο. Μέτρα και για έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων και από Εφετείο μέσα σε 550 ημέρες.

Αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας με στόχο την ταχύτερη έκδοση αποφάσεων εξήγγειλε ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης καθώς όπως σημείωσε, το αργότερο ως το τέλος του χρόνου, θα είναι έτοιμη νέα Δικονομία για το ΣτΕ, με στόχο την ταχύτερη εκκαθάριση των υποθέσεων από το ανώτατο δικαστήριο.

Πλέον όλες οι υποθέσεις που θα εισάγονται στο ΣτΕ, θα χρεώνονται προσωπικά η κάθε μία σε συγκεκριμένο δικαστικό, ο οποίος και θα έχει την ευθύνη για τη διαχείριση τους προκειμένου οι υποθέσεις, όταν φθάνουν στο ακροατήριο να είναι απολύτως έτοιμες, να μην αναβάλλεται η εκδίκαση τους και να μην λιμνάζουν.

«Αν τυχόν υπάρχουν κάποιες ελλείψεις στη δικογραφία θα καλείται ο διάδικος να τις συμπληρώσει» είπε ο υπουργός και συμπλήρωσε, ότι οι υποθέσεις θα φθάνουν απολύτως έτοιμες προς εξέταση, είτε σε επίπεδο δικαστικού συμβουλίου είτε στο ακροατήριο, αν κρίνεται ότι είναι σοβαρές για να φθάσουν σε δίκη.

Νέα Δικονομία για το ΣτΕ: Υποθέσεις για οικονομική δραστηριότητα δεν πρέπει να συναντούν εμπόδια

«Τον επιχειρηματικό κόσμο τον ενδιαφέρει παρά πολύ είτε πρόκειται για επενδύσεις από το εξωτερικό είτε από το εσωτερικό, να προχωρούν τα πράγματα γρήγορα, για τις επενδύσεις ή όταν πρόκειται για υποθέσεις που σχετίζονται με οικονομική δραστηριότητα καθώς δεν πρέπει για αυτές τις υποθέσεις να συναντώνται πολλά εμπόδια» ανέφερε ο υπουργός.

Να σημειωθεί ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας παρά τις προσπάθειες των τελευταίων ετών, υπάρχουν σε εκκρεμότητα περί τις 11 χιλιάδες υποθέσεις, ενώ σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση του Δικαστηρίου για το 2022 η λήψη μέτρων προς την κατεύθυνση της μείωσης της εκκρεμότητας έχει αποτελέσματα αλλά δεν επαρκεί. Πάντως κατά την εν λόγω έκθεση ποσοστό πάνω από 86% των υποθέσεων που φθάνουν στο Δικαστήριο είναι αιτήσεις ακυρώσεως και αναιρέσεις.

Στόχος η έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων σε 550 ημέρες

Ο κ. Φλωρίδης στο ίδιο συνέδριο αναφέρθηκε σε ρυθμίσεις για νέο δικαστικό χάρτη στη χώρα, που θα είναι έτοιμες σύντομα, ενώ σχετικά με τον θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής είπε ότι κάτι τέτοιο θα μπορεί να προχωρήσει στο εξής και πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης, κάτι που ως σήμερα δεν ισχύει. Σε κάθε περίπτωση, ο υπουργός Δικαιοσύνης υποστήριξε, ότι στόχος των νέων ρυθμίσεων θα είναι η έκδοση απόφασης τελεσίδικης (δηλαδή και από το εφετείο) μέσα σε 550 ημέρες.

Επιτάχυνση της απονομής Δικαιοσύνης και αυστηρότερες ποινές ζητά η Κομισιόν από την Ελλάδα

Πλήθος συστάσεων για την Ελλάδα περιλαμβάνει η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάσταση του Κράτους Δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση που έφερε σήμερα στο φως της δημοσιότητας το Politico.

Σε σχέση με το δικαστικό σύστημα η έκθεση της Κομισιόν αναφέρει πως στην Ελλάδα, δεν έχουν γίνει βήματα σχετικά με τη συμμετοχή του δικαστικού σώματος στη διαδικασία διορισμού ανώτερων θέσεων δικαστών και πως οι αυξημένοι πόροι για το δικαστικό σώμα και άλλα μέτρα που έχουν ληφθεί δεν έχουν ακόμη οδηγήσει σε μείωση της διάρκειας των εκδικάσεων.

«Οι εκκρεμείς υποθέσεις παραμένουν σοβαρή πρόκληση», σημειώνεται σχετικά.

Όσον αφορά στο ποσοστό διώξεων και καταδίκων για αδικήματα δωροδοκίας τονίζεται πως στην Ελλάδα έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος, ωστόσο ο σχετικά υψηλός αριθμός αθωωτικών αποφάσεων και ποινών με αναστολή «μπορεί να εγείρει αμφιβολίες ως προς την αποτρεπτική επίδραση της ποινικής δικαιοσύνης».

Σε σχέση με τη λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών τονίζεται πως εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα ή τη λειτουργική ανεξαρτησία των ρυθμιστικών αρχών στην πράξη και πως ορισμένες από αυτές τις ανησυχίες σχετίζονται με ανεπαρκείς διασφαλίσεις έναντι αθέμιτης πολιτικής επιρροής στη διαδικασία διορισμού ή στη λειτουργία τους. «Στην Ελλάδα οι πόροι που διατίθενται στις ρυθμιστικές αρχές εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς, ώστε να φέρουν εις πέρας πλήρως τα καθήκοντά τους», τονίζεται στην έκθεση.

Σε σχέση με την ιδιοκτησία των μέσων ενημέρωσης η έκθεση αναφέρει πως μπορεί να οδηγήσει σε άμεσο ή έμμεσο έλεγχο ή σημαντική επιρροή στις δημοσιογραφικές αποφάσεις και στο παρεχόμενο περιεχόμενο ειδήσεων. Ως εκ τούτου, σημειώνει πως η διαφάνεια της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης επιτρέπει στους χρήστες να σχηματίσουν καλύτερα ενημερωμένες κρίσεις.

 

«Πολλά κράτη μέλη έχουν υιοθετήσει μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας των δημοσιογράφων, σύμφωνα με τις συστάσεις της έκθεσης του 2022. Στην Ελλάδα, έχει συσταθεί μια εξειδικευμένη ομάδα εργασίας, το έργο της οποίας περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός παρατηρητηρίου για την καταγραφή απειλών και επιθέσεων κατά δημοσιογράφων και ενός ειδικού διεθνούς εκπαιδευτικού κέντρου για την ασφάλεια των δημοσιογράφων και των επαγγελματιών των μέσων ενημέρωσης», υπογραμμίζει η Κομισιόν.

Η έκθεση σημειώνει πως οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερες προκλήσεις που συνδέονται με τη στένωση του πολιτικού χώρου. «Στην Ελλάδα, η κατάσταση της κοινωνίας των πολιτών εγείρει ανησυχίες, ιδίως σε σχέση με οργανώσεις που εργάζονται σε συγκεκριμένους τομείς», αναφέρει η έκθεση.

Σε σχέση με τις υποκλοπές η έκθεση αναφέρει πως «αν και τα κράτη μέλη έχουν αρμοδιότητα να εγγυώνται την εθνική τους ασφάλεια, πρέπει να εφαρμόζουν τη σχετική νομοθεσία της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν το πράττουν».

Τονίζεται πως το Κράτος Δικαίου απαιτεί η προσφυγή σε τέτοια εργαλεία από τις υπηρεσίες ασφαλείας των κρατών μελών να υπόκειται σε επαρκή έλεγχο και να σέβεται πλήρως το δίκαιο της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως η προστασία των προσωπικών δεδομένων και η ελευθερία της έκφρασης, καθώς και η ασφάλεια των δημοσιογράφων.

«Στην Ελλάδα το θέμα των παρακολουθήσεων μέσω υποκλοπών και spyware αποτελεί αντικείμενο έρευνας από το εθνικό κοινοβούλιο καθώς και από δικαστικές και ανεξάρτητες αρχές», σημειώνεται σχετικά.

Κομισιόν: Η Ελλάδα έχει τους περισσότερους δικαστές στην ΕΕ, αλλά η Δικαιοσύνη απονέμεται με ρυθμούς… χελώνας

Με πολύ αργούς ρυθμούς η απονομή δικαιοσύνης στην Ελλάδα, σύμφωνα με σχετική έκθεση που δημοσίευσε η Κομισιόν για το 2023 – Οι «πρωτιές» της χώρας μας

Βασίλης Δαλιάνης

 

Ελλάδα. Νούμερο 3 ανάμεσα στα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τους περισσότερους δικαστές (ανά 100.000 πολίτες) στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Νούμερο 3 ανάμεσα στα κράτη – μέλη με τους περισσότερους δικηγόρους. Και νούμερο 3 στον εκτιμώμενο αναγκαίο χρόνο για τη δικαστική επίλυση αστικών, εμπορικών, διοικητικών και άλλων υποθέσεων.

Αυτό είναι το παράδοξο που προκύπτει από τον “Πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης 2023”, που δημοσίευσε σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ παρουσίασε την ενδέκατη έκδοση μιας ετήσιας επισκόπησης που παρέχει συγκριτικά στοιχεία σχετικά με την αποδοτικότητα, την ποιότητα και την ανεξαρτησία των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης στα κράτη μέλη. Ο φετινός πίνακας αποτελεσμάτων περιλαμβάνει διαγράμματα για 16 νέους τομείς, όπως, π.χ., την αντιμετώπιση που επιφυλάσσουν οι εθνικές αρχές στα φαινόμενα διαφθοράς, τη διάρκεια των διαδικασιών που αφορούν υποθέσεις δωροδοκίας, και τις ειδικές ρυθμίσεις που διευκολύνουν την ισότιμη πρόσβαση στη δικαιοσύνη από ηλικιωμένους, θύματα έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας και άτομα που γενικά κινδυνεύουν να υποστούν διακρίσεις. Η έκδοση του 2023 περιλαμβάνει επίσης, για πρώτη φορά, συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν, μεταξύ άλλων, τους μισθούς των δικαστών και των εισαγγελέων, τον διορισμό των προέδρων και των γενικών εισαγγελέων του Ανώτατου Δικαστηρίου, και τα ανώτατα δικαστήρια που ασκούν συνταγματικές δικαιοδοσίες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, η Ελλάδα καταγράφει μερικές ενδιαφέρουσες ”πρωτιές”.

Συγκεκριμένα:

Στον αριθμό εισηγμένων ή και εισαχθεισών αστικών, εμπορικών, διοικητικών και άλλων υποθέσεων σε πρώτο βαθμό, τo 2021 η χώρα μας κατατάσσεται στην 16η θέση, ενώ μέχρι το 2012 βρισκόμασταν στην 3η θέση σε ενωσιακό επίπεδο. Στο ζήτημα του εκτιμώμενου χρόνου που απαιτείται για την επίλυση αστικών, εμπορικών, διοικητικών και άλλων υποθέσεων, τα ίδια έτη, η Ελλάδα βρίσκεται στην 3η θέση, μετά την Πορτογαλία και την Κύπρο (σ.σ Βελγιο, Γερμανία και Ιρλανδία δεν συμπεριλαμβάνονται καθώς η Κομισιόν δεν έλαβε τα απαραίτητα στοιχεία).

Το 2021, οι Έλληνες δικαστές χρειάστηκαν, κατά μέσο όρο, 728 ημέρες για την επίλυση δικαστικών αστικών και εμπορικών υποθέσεων σε πρώτο βαθμό, την ώρα που στη Λετονία οι συνάδελφοί τους χρειάστηκαν μόλις 106. Ο χρόνος που απαιτείται στην Ελλάδα (σ.σ. το 2021) ώστε τα διοικητικά δικαστήρια να κρίνουν μια απόφαση σε 1ο βαθμό είναι 595 ημέρες, σε αντίθεση με τη Σουηδία που είναι μολις 102.

Αναφορικά με τον αριθμό δικαστών ανά 100.000 πολίτες, η Ελλάδα, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Κομισιόν, βρίσκεται στην 3η θέση πανευρωπαϊκά (37 δικαστές/100χλ πολίτες), μετά την Ουγγαρία (42 δικαστές/100 χιλ) και τη Σλοβενία (40 δικαστές/ 100 χιλ πολίτες) . Το “χάλκινο μετάλλιο” παίρνει επίσης η χώρα μας στον αριθμό δικηγόρων, καθώς στην Ελλάδα αντιστοιχούν 404 δικηγόροι ανά 100.000 πολίτες. Το “χρυσό μετάλλιο” λαμβάνει το Λουξεμβούργο με 503 δικηγορους ανά 100 χιλ. πολίτες και το “αργυρό” η Κύπρος με 483 δικηγόρους ανά 100 χιλ πολίτες.

Τα κυριότερα πορίσματα του πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης για το 2023

Η αντίληψη για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης εξακολουθεί να εντοπίζει αδυναμίες: Έρευνα του Ευρωβαρόμετρου στο ευρύ κοινό δείχνει ότι, από το 2016, η αντίληψή του για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης έχει βελτιωθεί σε 15 κράτη μέλη. Σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, η αντίληψη αυτή βελτιώθηκε σε 12 κράτη μέλη, ενώ μειώθηκε ή παρέμεινε σταθερή σε άλλα 12 κράτη μέλη. Σε ελάχιστα κράτη μέλη η εκλαμβανόμενη ανεξαρτησία της δικαιοσύνης παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Μια άλλη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, που διεξήχθη σε επίπεδο επιχειρήσεων, δείχνει ότι η αντίληψη για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης έχει βελτιωθεί σε 12 κράτη μέλη σε σύγκριση με το 2016. Ωστόσο, από πέρυσι, η αντίληψη του κοινού για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης έχει επιδεινωθεί σε 13 κράτη μέλη.

Διαφωτιστικά στοιχεία σχετικά με την καταπολέμηση της διαφθοράς: Σε 12 κράτη μέλη οι υποθέσεις δωροδοκίας σε ποινικά δικαστήρια εκδικάζονται εντός ενός έτους, ενώ στα υπόλοιπα 5 για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει έως και 4 έτη περίπου. Ο πίνακας αποτελεσμάτων του 2023 παρουσιάζει επίσης μια συγκριτική εικόνα των εξουσιών και του διορισμού των ειδικευμένων φορέων που ασχολούνται με την πρόληψη της διαφθοράς. Παρουσιάζει επίσης μια πρώτη επισκόπηση των αστυνομικών και εισαγγελικών οργάνων που ειδικεύονται στην καταπολέμηση της διαφθοράς, καθώς και των διαδικασιών διορισμού των προϊσταμένων των εισαγγελιών που ασχολούνται ειδικά με υποθέσεις διαφθοράς.

Εξακολουθούν να υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης όσον αφορά την ψηφιοποίηση των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης: Μόνο οκτώ κράτη μέλη διαθέτουν δικονομικούς κανόνες που επιτρέπουν πλήρως ή ως επί το πλείστον τη χρήση εξ αποστάσεως επικοινωνίας και το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων μόνο σε ψηφιακή μορφή. Σε 19 κράτη μέλη αυτό είναι δυνατό μόνο σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων, όπως για ορισμένους χρήστες των δικαστηρίων (π.χ. για τους διαδίκους), αλλά όχι για όλους (π.χ. για τους δικαστικούς πραγματογνώμονες). Επιπλέον, από τα πορίσματα της φετινής έκδοσης προκύπτει ότι, με δύο εξαιρέσεις, τα δικαστήρια και οι εισαγγελικές αρχές των κρατών μελών δεν αξιοποιούν πλήρως τις δυνατότητες που προβλέπουν οι δικονομικοί κανόνες τους όσον αφορά την ψηφιακή τεχνολογία.

Διαφορετικοί βαθμοί προσβασιμότητας στη δικαιοσύνη για τα άτομα που κινδυνεύουν να υποστούν διακρίσεις και τους ηλικιωμένους: 17 κράτη μέλη παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα των ατόμων που κινδυνεύουν να υποστούν διακρίσεις, και 22 παρέχουν εύκολη φυσική πρόσβαση στα δικαστικά κτίρια. Επιπλέον, εννέα κράτη μέλη έλαβαν μέτρα για να καταστήσουν τη νομική συνδρομή πιο προσιτή στα ηλικιωμένα άτομα.

Μπορούν να γίνουν περισσότερα προκειμένου να διευκολυνθεί η πρόσβαση στη δικαιοσύνη για τα θύματα έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας: Σε 12 κράτη μέλη έχουν θεσπιστεί όλες οι χαρτογραφημένες διασφαλίσεις, μεταξύ άλλων η διαδικτυακή πρόσβαση σε χρήσιμες πληροφορίες που αφορούν τη συγκεκριμένη ομάδα, η ειδική προστασία για τα θύματα και τους μάρτυρες, η στήριξη κατά τη διάρκεια δικαστικών διαδικασιών από μη κυβερνητικές οργανώσεις ή φορείς ισότητας, ή η ειδικευμένη κατάρτιση για τους δικαστές. Ωστόσο, σχεδόν το ένα τέταρτο των κρατών μελών δεν παρέχουν διαδικτυακή πρόσβαση σε χρήσιμες πληροφορίες για την έμφυλη βία και τα δικαιώματα των θυμάτων.

ΑΠ 215/2023. Κακή σύνθεση δικαστηρίου δεν υφίσταται όταν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει έφεση του κατηγορουμένου, εκτελεί καθήκοντα εισαγγελέα ο ίδιος, ο οποίος με την αυτή ιδιότητα, είχε ασκήσει καθήκοντα εισαγγελέα κατά την εκδίκαση της ίδιας υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

ΑΠ 215/2023. Κακή σύνθεση δικαστηρίου δεν υφίσταται όταν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει έφεση του κατηγορουμένου, εκτελεί καθήκοντα εισαγγελέα ο ίδιος, ο οποίος με την αυτή ιδιότητα, είχε ασκήσει καθήκοντα εισαγγελέα κατά την εκδίκαση της ίδιας υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Κλήρωση μελών δικαστηρίου (άρθρο 4 παρ.1 στοιχ. γ’ και 5 παρ.1 περ. Α’ εδ. δ’ και 2, άρθρο 17 στοιχ. Β΄ παρ. 7 εδ. β΄ και 10 Ν 1756/1988 “Κώδικας Οργανισμού δικαστηρίων …”). Όταν οι συνθέσεις των δικαστηρίων δεν ορίζονται με κλήρωση, αρκεί η μνεία της πράξης αναπλήρωσης στην απόφαση, στο προοίμιο αυτής κάτω από το όνομα του δικαστή, που αναπληρώνει τον τακτικό δικαστή και δεν είναι απαραίτητο ο λόγος αναπλήρωσης να αναφέρεται και στην απόφαση, ούτε και σε τί συνίσταται το κώλυμα του αναπληρούμενου δικαστή. Αν δεν αναφέρεται στην απόφαση η πράξη αναπλήρωσης, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, εκτός αν η ακυρότητα αυτή, λόγω κακής σύνθεσης, καλύφθηκε, διότι δεν προτάθηκε πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, όπως ορίζεται στο ως άνω άρθρο 17 στοιχείο Β’ παρ. 10 του ν. 1756/1988, το οποίο εφαρμόζεται, σε κάθε περίπτωση αναλογικά και όταν η σύνθεση του δικαστηρίου δεν ορίζεται με κλήρωση (ΑΠ 1146/2018, ΑΠ 1339/2017). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ.1 του ίδιου ως άνω νόμου, καθιερώνεται το αδιαίρετο της εισαγγελικής αρχής, γι’ αυτό στα βουλεύματα και τις αποφάσεις, για την έκδοση των οποίων απαιτείται κατά τα άρθρα 30 παρ. 2 και 138 του ΚΠΔ προηγούμενη πρόταση του εισαγγελέα, δεν είναι αναγκαίο να αναγράφεται το κώλυμα, συνεπεία του οποίου γίνεται αναπλήρωση του εισαγγελέα από αντεισαγγελέα, αρκεί η μνεία ότι κωλύεται ο εισαγγελέας. Αλλά και η παράλειψη της μνείας αυτής δεν δημιουργεί ακυρότητα, διότι θεωρείται αυτονόητο το κώλυμα, η δε αναπλήρωση του εισαγγελέα από αντεισαγγελέα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 17 στοιχ. Β’ παρ. 7 εδ. β’ του ν. 1756/1988, γίνεται δυνάμει του αδιαιρέτου της εισαγγελικής αρχής (ΑΠ 378/2015, ΑΠ 1073/2008). Τα στοιχεία της διαδικαστικής ενέργειας του διευθύνοντος το δικαστήριο, με την οποία αυτός, στα πλαίσια των καθηκόντων του, καταρτίζει τις συνθέσεις των Δικαστηρίων, στις περιπτώσεις που αυτό δεν γίνεται κατόπιν κληρώσεως, που είναι θέμα αναγόμενο στην εσωτερική υπηρεσία του δικαστηρίου, δεν είναι αναγκαίο να αναγράφονται στις εκδιδόμενες από τις συνθέσεις αυτές αποφάσεις, καθόσον ο νόμος δεν αξιώνει κάτι τέτοιο.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 3 και 171 παρ. 1 εδ. α΄ του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι κακή σύνθεση του δικαστηρίου της ουσίας, η ύπαρξη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, δεν υφίσταται όταν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει έφεση του κατηγορουμένου, εκτελεί καθήκοντα Εισαγγελέα ο ίδιος, ο οποίος με την αυτή ιδιότητα, είχε ασκήσει καθήκοντα Εισαγγελέα κατά την εκδίκαση της ίδιας υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση. Ο κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 14 του ΚΠΔ αποκλεισμός του δικαστή στην εκδίκαση υπόθεσης κατ’ έφεση προϋποθέτει ότι αυτός έχει συμπράξει στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Ο Εισαγγελέας, όμως, ο οποίος είναι μεν δικαστικός λειτουργός, πλην όμως με την συμμετοχή του στη σύνθεση του δικαστηρίου, όπου, αναφορικά με την εκδιδομένη από αυτό απόφαση, περιορίζεται απλώς να αναπτύσσει την κατηγορία και να προτείνει την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεν συμπράττει στην έκδοση της απόφασης, η οποία προϋποθέτει ψήφο του δικαστή. Επιπλέον, η συμμετοχή του ίδιου εισαγγελικού λειτουργού κατά την εκδίκαση έφεσης, σε υπόθεση στην οποία  ο ίδιος είχε ασκήσει εισαγγελικά καθήκοντα κατά την πρωτοβάθμια δίκη, δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σε τρόπο που να δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για κακή σύνθεση του δικαστηρίου. Η τυχόν δυσπιστία για το αμερόληπτο του εισαγγελικού αυτού λειτουργού, κατά την εκδίκαση της έφεσης, μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Κ.Π.Δ., να προταθεί ως λόγος εξαίρεσής του και έτσι εξασφαλίζεται το δικαίωμα του προσώπου να δικασθεί η υπόθεσή του με δίκαιο τρόπο από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο (ΑΠ 822/2020, ΑΠ 930/2019, ΑΠ 176/2017). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του Κ.Π.Δ. προτελευταίος λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης,  με τον οποίον προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας για κακή σύνθεση του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, από το λόγο ότι μετείχε στη σύνθεση αυτού ως Εισαγγελέας πρόσωπο που είχε μετάσχει και πρωτοδίκως στην ίδια υπόθεση με την ίδια ιδιότητα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. α’ του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου. Η ακυρότητα δε αυτή, που προκύπτει κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης.  Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 4 παρ.1 στοιχ. γ’ και 5 παρ.1 περ. Α’ εδ. δ’ και 2 του ν. 1756/1988 “Κώδικας Οργανισμού δικαστηρίων …”, που  ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πολυμελές Πρωτοδικείο ή το Τριμελές Πλημμελειοδικείο συγκροτείται από Πρόεδρο Πρωτοδικών και δύο Πρωτοδίκες. Αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, αναπληρώνεται ένας μόνο Πρωτοδίκης Πολυμελούς Πρωτοδικείου ή Τριμελούς Πλημμελειοδικείου από Πάρεδρο ή Ειρηνοδίκη ή Πταισματοδίκη της περιφέρειάς του. Οι αναπληρωτές αυτοί ορίζονται με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. Εξάλλου, στο άρθρο 17 στοιχ.  Β΄ παρ. 7 εδ. β΄ του ίδιου νόμου ορίζεται ότι “Όπου δεν διενεργείται κλήρωση, ο δικαστής ή ο εισαγγελέας που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, αν εμφανιστεί ανυπέρβλητη δυσχέρεια για την κατάρτιση της σύνθεσης του δικαστηρίου, με αιτιολογημένη πράξη του, αντικαθιστά ή ορίζει τους δικαστές ή τον εισαγγελέα αντιστοίχως”. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 στοιχ. Β΄ παρ. 10 του ίδιου νόμου, “η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης”. Από τις άνω διατάξεις συνάγεται ότι, κατά τις συνεδριάσεις των πολυμελών ποινικών δικαστηρίων, όταν οι συνθέσεις τους δεν ορίζονται με κλήρωση, (οπότε έχει εφαρμογή το άρθρο 17 του ίδιου κώδικα), στην περίπτωση αναπλήρωσης πλημμελειοδίκη τριμελούς πλημμελειοδικείου από ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη, απαιτείται να εκδίδεται πράξη από τον διευθύνοντα το δικαστήριο δικαστή, η οποία και μνημονεύεται στην απόφαση. Η μνεία της πράξης αναπλήρωσης στην απόφαση, και μάλιστα στο προοίμιο αυτής κάτω από το όνομα του δικαστή, που αναπληρώνει τον τακτικό δικαστή, υποδηλώνει τη συνδρομή νόμιμου προς αναπλήρωση λόγου, που ερευνήθηκε από τον διευθύνοντα δικαστή και αναφέρεται στη πράξη του, δεν είναι δε απαραίτητο ο λόγος αυτός αναπλήρωσης να αναφέρεται και στην απόφαση. Επίσης, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην απόφαση σε τί συνίσταται το κώλυμα του αναπληρούμενου δικαστή. Αν δεν αναφέρεται στην απόφαση η πράξη αναπλήρωσης, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου, κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ. α΄ του ΚΠΔ και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α΄ του ίδιου κώδικα λόγος αναίρεσης (ΑΠ 499/2020, ΑΠ 1123/2019), εκτός αν η ακυρότητα αυτή, λόγω κακής σύνθεσης, καλύφθηκε, διότι δεν προτάθηκε πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, όπως ορίζεται στο ως άνω άρθρο 17 στοιχείο  Β’ παρ. 10 του ν. 1756/1988, το οποίο εφαρμόζεται, σε κάθε περίπτωση αναλογικά και όταν η σύνθεση του δικαστηρίου δεν ορίζεται με κλήρωση (ΑΠ 1146/2018, ΑΠ 1339/2017). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ.1 του ίδιου ως άνω νόμου, ορίζεται ότι “η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία”, στην παρ. 2 ότι “δρα ενιαία και αδιαίρετα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης” και στην παρ. 6 ότι “αν δεν υπάρχει, απουσιάζει η κωλύεται ο εισαγγελέας του δικαστηρίου, αναπληρώνεται από τους εισαγγελικούς λειτουργούς της οικείας εισαγγελίας κατά τη σειρά της αρχαιότητάς τους …”. Με τις διατάξεις αυτές, καθιερώνεται το αδιαίρετο της εισαγγελικής αρχής, γι’ αυτό στα βουλεύματα και τις αποφάσεις, για την έκδοση των οποίων απαιτείται κατά τα άρθρα 30 παρ. 2  και 138 του ΚΠΔ προηγούμενη πρόταση του εισαγγελέα, δεν είναι αναγκαίο να αναγράφεται το κώλυμα, συνεπεία του οποίου γίνεται αναπλήρωση του εισαγγελέα από αντεισαγγελέα, αρκεί η μνεία ότι κωλύεται ο εισαγγελέας. Αλλά και η παράλειψη της μνείας αυτής δεν δημιουργεί ακυρότητα, διότι θεωρείται αυτονόητο το κώλυμα, η δε αναπλήρωση του εισαγγελέα από αντεισαγγελέα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 17 στοιχ.  Β’ παρ. 7 εδ. β’ του ν. 1756/1988, γίνεται δυνάμει του αδιαιρέτου της εισαγγελικής αρχής (ΑΠ 378/2015, ΑΠ 1073/2008). Τέλος, τα στοιχεία  της διαδικαστικής ενέργειας του διευθύνοντος το Δικαστήριο, με την οποία αυτός, στα πλαίσια των καθηκόντων του, καταρτίζει τις συνθέσεις των Δικαστηρίων (στις περιπτώσεις που αυτό δεν γίνεται κατόπιν κληρώσεως, σύμφωνα με το άρθρ. 17 στοιχ. Β΄ του ν. 1756/1988 “Κώδικας Οργανισμού δικαστηρίων …”), που είναι θέμα αναγόμενο στην εσωτερική υπηρεσία του Δικαστηρίου, δεν είναι αναγκαίο να αναγράφονται στις εκδιδόμενες από τις συνθέσεις αυτές αποφάσεις, καθόσον ο νόμος δεν αξιώνει κάτι τέτοιο.

Έρχονται και νέοι Κανονισμοί για τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών: Πώς θα αξιολογούνται και θα κατανέμονται οι υποθέσεις

Η καινούργια εγκύκλιος του Αρείου Πάγου, μετά την αντίστοιχη για τις Εισαγγελίες Εφετών. Διαφοροποιείται η κατανομή κατά τμήμα με βάση το αντικείμενο, καθώς και την σοβαρότητα και την δυσχέρεια τους

Οδηγίες για να προχωρήσουν οι νέοι Κανονισμοί Εσωτερικής Υπηρεσίας στις Εισαγγελίες Πρωτοδικών δίνει εγκύκλιος του Αρείου Πάγου, επισημαίνοντας τον τρόπο που θα πρέπει να γίνεται η κατανομή των υποθέσεων, η διαβάθμισή τους ανά βαθμό δυσχέρεια καθώς και η αξιολόγηση τόσο των δικαστικών υπαλλήλων, όσο και των δικαστικών λειτουργών.

Μετά την εγκύκλιο για τους Κανονισμούς στις Εισαγγελίες Εφετών, όπως έγραψε το dikastiko.gr ήρθε τώρα μία νέα εγκύκλιος του αντεισαγγελέα Γεώργιος Διον. Σκιαδαρέσης για τους Κανονισμούς των Εισαγγελιών Πρωτοδικών.

Όπως αναφέρεται, στον Κανονισμό «πρέπει να προβλέπεται κατώτατος και ανώτατος αριθμός υποθέσεων που χρεώνονται ανά δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό με προτεραιότητα όμως των παλαιοτέρων κατά χρόνο τέλεσης και των βαρυτέρων, καθώς επίσης με πρόβλεψη δυνατότητας υπέρβασης του ανώτατου αριθμού σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως όταν υπηρετούν λιγότεροι των προβλεπομένων εισαγγελικοί λειτουργοί ή ανακύπτει ασυνήθως μαζική υποβολή δικογραφιών κ.λπ.».

Συγκεκριμένα, ορίζεται πως «ο κατώτατος και ανώτατος αριθμός αυτός, σε περίπτωση ύπαρξης πλειόνων τμημάτων στην εισαγγελία, πρέπει σύμφωνα με τις ειδικές προβλέψεις του Κανονισμού να διαφοροποιείται κατά τμήμα με βάση το αντικείμενο του τμήματος, καθώς επίσης την σοβαρότητα και την δυσχέρεια των υποθέσεών του. Μάλιστα ο Κανονισμός πρέπει να προβλέπει ειδικά, ότι κατά τη χρέωση των υποθέσεων από τον διευθύνοντα την εισαγγελία ή από τον κατ’ ανάθεσή του επικεφαλής του τμήματος λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα, ώστε αυτή να είναι καταρχήν ίση κατ’ αριθμό, σοβαρότητα και δυσχέρεια ως προς όλους τους υπηρετούντες στο τμήμα εισαγγελικούς λειτουργούς, ενώ μπορεί να προβλέπει κατ’ εξαίρεση μειωμένη χρέωση, όπου ο νόμος το επιβάλλει ή ενόψει της ανάθεσης σε εισαγγελικό λειτουργό και άλλων ασυνήθων ή ακόμη και συνήθων καθηκόντων εξειδικεύοντας ενδεικτικά τις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις».

Και στην περίπτωση των Κανονισμών για τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών όπως και σε εκείνες των Εισαγγελιών Εφετών, η εγκύκλιος παραπέμπει στη σχετική σύσταση της Ομάδας Κρατών κατά της Διαφθοράς (GRECO) ενός συστήματος αξιολόγησης της δυσχέρειας και της σοβαρότητας εκάστης υπό χρέωση υπόθεσης από το 1 που αντιστοιχεί στην λιγότερο απαιτητική έως το 5 που αντιστοιχεί στην πιο απαιτητική.

Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο

Freepik

Εισαγγελίες Πρωτοδικών: Πώς γίνεται η διαβάθμιση

Ειδικότερα και ενδεικτικά λέει η εγκύκλιος του Ανωτάτου Δικαστηρίου:

* Στην διαβάθμιση 1 μπορούν να υπαχθούν: Μηνύσεις, εγκλήσεις και αναφορές για πλημμελήματα με ελάχιστο αποδεικτικό υλικό που περαιώνονται άμεσα χωρίς προκαταρκτική εξέταση. Εντελώς απλές δικογραφίες για αρχειοθέτηση κατ’ άρ. 43 ν. ΚΠΔ. Δικογραφίες που τίθενται στο αρχείο αγνώστων δραστών ή διαβιβάζονται στον κατά τόπο αρμόδιο εισαγγελέα ή στον καθ’ ύλην αρμόδιο στρατιωτικό εισαγγελέα. Η σύνταξη μη τυποποιημένων εισαγωγικών στο ακροατήριο του αρμόδιου δικ/ριου για οποιαδήποτε αίτηση. Εν γένει υποθέσεις με περιορισμένο αποδεικτικό υλικό που περατώνονται άμεσα χωρίς περαιτέρω προκαταρκτική εξέταση.

* Στην διαβάθμιση 2 μπορούν να υπαχθούν: Μηνύσεις, εγκλήσεις και αναφορές για πλημμελήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημ/κείου και για συνήθη – ουχί σύνθετα κακουργήματα, που απαιτούν παραγγελία προκαταρκτικής εξέτασης. Δικογραφίες για αρχειοθέτηση κατ’ άρ. 43 ν. ΚΠΔ με ικανό αποδεικτικό υλικό χωρίς δυσχερή νομικά ζητήματα. Δικογραφίες για έκδοση διάταξης κατ’ άρ. 51 ν. ΚΠΔ για παραγραφή, δεδικασμένο, εκκρεμοδικία, για αναβολή της διαδικασίας κατ’ άρ. 59 ν. ΚΠΔ, για αναβολή της ποινικής δίωξης κατ’ άρ. 44 ν.ΚΠΔ, καθώς επίσης οι δικογραφίες για σύνταξη πρότασης στο δικαστικό συμβούλιο για τα άνω ζητήματα ή για αναστολή της ποινικής δίωξης. Δικογραφίες για σύνταξη μη τυποποιημένων κλητηρίων θεσπισμάτων αρμοδιότητας μονομελούς πλημ/κείου. Δικογραφίες η κυρία ανάκριση των οποίων περατώνεται με την διαδικασία του άρ. 309 ν. ΚΠΔ σε βάρος μέχρι τριών κατηγορούμενων. Γενικά δικογραφίες μέτριας βαρύτητας, με ικανό (όχι εκτενές) αποδεικτικό υλικό, που απαιτούν περαιτέρω προκαταρκτική εξέταση ή τέτοιες δικογραφίες προκ/κής εξέτασης όπου ασκείται μόνο ποινική δίωξη.

* Στην διαβάθμιση 3 μπορούν να υπαχθούν: Μηνύσεις, εγκλήσεις και αναφορές για σύνθετα κακουργήματα με ήδη εκτενές αποδεικτικό υλικό, που απαιτούν παραγγελία προκ/κής εξέτασης ή άσκηση ποινικών διώξεων και παραγγελία κυρίας ανάκρισης. Δικογραφίες για αρχειοθέτηση κατ’ άρ. 43 ν. ΚΠΔ με ογκώδες αποδεικτικό υλικό χωρίς δυσχερή νομικά ζητήματα. Δικογραφίες για έκδοση διατάξεων επί της ουσίας κατ’ άρ. 51 ν. ΚΠΔ και διατάξεων αποχής από την ποινική δίωξη ή αποχής υπό όρους ή αποχής ύστερα από εντελή ικανοποίηση κατά τα άρ. 45 – 50 ν. ΚΠΔ. Δικογραφίες για σύνταξη πρότασης στο δικαστικό συμβούλιο σχετικά με παρεμπίπτοντα ζητήματα. Δικογραφίες για σύνταξη κλητηρίου θεσπίσματος αρμοδιότητας Τριμελούς Πλημ/κείου ή για υποβολή στον εισαγγελέα εφετών λόγω ειδικής δωσιδικίας με σχέδιο κλητηρίου θεσπίσματος. Δικογραφίες με περισσότερους από τρεις κατηγίνους ή με προσωρινά κρατούμενο, των οποίων η κυρία ανάκριση περατώνεται με την διαδικασία TOU άρ. 309 ν.ΚΠΔ. Δικογραφίες με αίτημα ποινικής διαπραγμάτευσης ή ποινικής συνδιαλλαγής. Άσκηση αιτιολογημένης έφεσης κατ’ απόφασης. Δικογραφίες επί σοβαρών αρκούντως περίπλοκων, πολλαπλών ή εξακολουθητικών αξιοποίνων πράξεων, μακροχρονίως τελεσθεισών, με εκτενές αποδεικτικό υλικό, που απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση και ενδεχομένως συνδρομή ετέρων αρχών.

* Στην διαβάθμιση 4 μπορούν να υπαχθούν: Μηνύσεις, εγκλήσεις και αναφορές για σύνθετα, περίπλοκα, πολλαπλά ή κατ’ εξακολούθηση κακουργήματα μείζονος απαξίας, με πολλούς υπαιτίους και ογκώδες αποδεικτικό υλικό, που απαιτούν παραγγελία προκαταρκτικής εξέτασης και συνδρομή ετέρων αρχών ή άσκηση ποινικών διώξεων και παραγγελία κυρίας ανάκρισης. Δικογραφίες για αρχειοθέτηση κατ’ άρ. 43 ν. ΚΠΔ με ογκώδες αποδεικτικό υλικό και δυσχερή νομικά ζητήματα. Δικογραφίες για έκδοση διατάξεων επί της ουσίας κατ’ άρ. 51 ν.ΚΠΔ με δυσχερή νομικά ζητήματα. Δικογραφίες για σύνταξη πρότασης στο δικαστικό συμβούλιο επί της ουσίας ή για ακυρότητα αρμοδιότητας του συμβουλίου πλη/κών. Άσκηση αιτιολογημένης έφεσης κατ’ απόφασης σε υπόθεση ιδιαίτερα σοβαρή και περίπλοκη. Δικογραφίες εν γένει επί ιδιαίτερα σοβαρών και περίπλοκων ή πολλαπλών ή εξακολουθητικών κακουργηματικών πράξεων μακροχρονίως τελεσθεισών ή τέτοιων με επείγοντα χαρακτήρα και πολλούς κατηγίνους ή τέτοιων με ιδιαίτερα δυσχερή νομικά ζητήματα, σε όλες τις περιπτώσεις με ιδιαίτερα ογκώδες αποδεικτικό υλικό, χωρίς όμως πρόταση στο συμβούλιο.

* Στην διαβάθμιση 5 μπορούν να υπαχθούν: Η άσκηση αναίρεσης κατά βουλεύματος ή κατ’ απόφασης. Ανακριτικές δικογραφίες για σύνταξη πρότασης στο δικαστικό συμβούλιο επί της ουσίας: (i) με ιδιαίτερα δυσχερή νομικά ζητήματα ή (ii) με περισσότερες κακουργηματικές πράξεις, πολλούς κατηγορούμενους, προσωρινές κρατήσεις και ιδιαίτερα ογκώδες αποδεικτικό υλικό.

Βερβεσός-Καθυστερήσεις στη Δικαιοσύνη

freepik

Εισαγγελίες Πρωτοδικών: Εισαγγελείς ανηλίκων

Ειδικές προβλέψεις πρέπει να υπάρχουν στους Κανονισμούς για τους Εισαγγελείς ανηλίκων. Οι διευθύνοντες τις εισαγγελίες Πρωτοδικών Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πειραιώς και Πατρών, προκειμένου να ορισθεί με τριετή θητεία από τον οικείο εισαγγελέα εφετών εισαγγελέας πρωτοδικών με τον αναπληρωτή του για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά ανηλίκων, του υποβάλλουν κατάλογο εισαγγελικών λειτουργών της υπηρεσίας τους, οι οποίοι διαθέτουν κατά προτίμηση διδακτορικό ή μεταπτυχιακό τίτλο συναφές με την ανηλικότητα ή συμμετείχαν σε σχετικό πρόγραμμα της ΕΣΔΙ ή κρίνονται κατάλληλοι ελλείψει των προηγουμένων. Μετά την επιλογή του εισαγγελέα εφετών, ο ανωτέρω διευθύνων την οικεία εισαγγελία πρωτοδικών ορίζει επίσης με 3ετή θητεία τους ίδιους ως τακτικό και αναπληρωματικό εισαγγελέα έδρας του Μον. και Τριμ. Πλημ. Ανηλίκων ορίζοντας και επί πλέον εισαγγελείς ανηλίκων εφόσον απαιτείται. Η θητεία των ανωτέρω μπορεί να παραταθεί για δύο ακόμη έτη.

Στις λοιπές εισαγγελίες πρωτοδικών ο διευθύνων ορίζει επίσης με 3ετή θητεία τον τακτικό και αναπληρωματικό εισαγγελέα ή αντεισαγγελέα έδρας του Μον. και Τριμ. Πλημ. Ανηλίκων με δυνατότητα παράτασης επί 2ετία. Οι εισαγγελείς ανηλίκων πριν την πάροδο της θητείας τους μπορούν να απαλλαγούν των καθηκόντων τους για σπουδαίο λόγο με την ίδια διαδικασία.

revenge porn

FREEPIK

Οι αξιολογήσεις δικαστικών υπαλλήλων και προϊσταμένων

Στους νέους Κανονισμούς θα προβλέπονται αξιολογήσεις τόσο των δικαστικών υπαλλήλων όσο και των προϊσταμένων από τους υφισταμένους τους υπαλλήλους.

«Ο διευθύνων εισαγγελέας αξιολογεί ως μόνος αξιολογητής τον προϊστάμενο της διεύθυνσης γραμματείας και ως Β ́ αξιολογητής τους τμηματάρχες, ο προϊστάμενος της διεύθυνσης γραμματείας αξιολογεί ως Α ́ αξιολογητής τους τμηματάρχες και ως Β ́ αξιολογητής όλους τους δικαστικούς υπαλλήλους της γραμματείας, ο δε τμηματάρχης αξιολογεί ως Α ́ αξιολογητής τους υπηρετούντες στο τμήμα του δικαστικούς υπαλλήλους» αναφέρει ο αντεισαγγελέας.

Παράλληλα, ορίζεται αξιολόγηση των προϊσταμένων από τους υφισταμένους δικαστικούς υπαλλήλους, όπου:

Κατά την αξιολόγηση των προϊσταμένων των οργανικών μονάδων της γραμματείας (πλην του αυτοτελούς τμήματος υπαλλήλων κλάδου ΠΕ-ΤΕΔΕ κατά την ρητή πρόβλεψη του άρ. 5594 ΚΔΥ) συνεκτιμάται και η αξιολόγηση αυτών από τους υφισταμένους τους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ. 134§§13-16 ΚΔΥ, οι οποίες ενόψει της προβλεπόμενης αυτονόητης μυστικότητας – ανωνυμοποίησης της αξιολόγησης των υφισταμένων απαιτούν σαφώς περαιτέρω εξειδίκευση της διαδικασίας στον Κανονισμό.

Ειδικότερα ο τμηματάρχης αξιολογείται από τους υπαλλήλους που υπηρετούν στο τμήμα του εφόσον είναι τουλάχιστον τρείς, ο δε προϊστάμενος διεύθυνσης από τους τμηματάρχες αυτής εφόσον είναι επίσης τουλάχιστον τρείς και πάντως ο Κανονισμός μπορεί να προβλέψει την αξιολόγηση του προϊσταμένου διεύθυνσης από το σύνολο των υπαλλήλων της. Η ταυτότητα του αξιολογητή υφιστάμενου παραμένει μυστική, γεγονός απολύτως κρίσιμο στην όλη διαδικασία, για την σχολαστική τήρηση της οποίας ο διευθύνων εισαγγελέας ορίζει με πράξη του έγκαιρα, αφενός μεν υπεύθυνο της διαδικασίας εισαγγελικό λειτουργό, αφετέρου δε συγκεκριμένη ημερομηνία διεξαγωγής αυτής κατά τον μήνα Ιανουάριο εκάστου έτους. Της πράξης λαμβάνουν ενυπογράφως γνώση όλοι οι υπάλληλοι της γραμματείας. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΤΗΝ ΕΓΚΥΚΛΙΟ

Το “point system” για την επιθεώρηση εισαγγελικών λειτουργών και αξιολόγηση εισαγγελιών – Τι προβλέπει εγκύκλιος του Αρείου Πάγου

Οι οδηγίες και τα νέα έντυπα για τις εκθέσεις και τους πίνακες στατιστικών στοιχείων- δεδομένων, βάσει του νέου Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.

Σε τροχιά αξιολόγησης μπαίνουν εισαγγελικοί λειτουργοί και εισαγγελίες Εφετών και Πρωτοδικών, σύμφωνα με τις οδηγίες που περιλαμβάνει εγκύκλιος του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Δημήτριου Παπαγεωργίου.

Όπως αναφέρεται με απόφασή της στις 9 Μαρτίου, η Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου στο πλαίσιο και του νέου Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ΚΟΔΚΔΛ«προέβη στην κατάρτιση ενιαίου πλαισίου οδηγιών, πρακτικών και κατευθύνσεων ως προς την επιθεώρηση των εισαγγελιών πρωτοδικών και εφετών και των εισαγγελικών λειτουργών της χώρας, απευθυνόμενο προς τους επιθεωρητές και το συμβούλιο επιθεώρησης για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους».

Έτσι, σχεδιάστηκαν τα νέα έντυπα, που σύμφωνα με τον κ. Παπαγεωργίου, θα πρέπει να τηρούνται για τις εκθέσεις επιθεώρησης (που οι επιθεωρητές θα συντάσσουν) και τους πίνακες στατιστικών στοιχείων-δεδομένων (που οι γραμματείες των εισαγγελιών θα υποβάλλουν, εμφανίζοντας τη συνολική εργασία των εισαγγελικών λειτουργών και τεκμηριώνοντας τον απολογισμό του έργου της κάθε εισαγγελίας).

εφοριακός από τη Θεσσαλονίκη

Freepik

Σε τροχιά αξιολόγησης: Διασφάλιση της αποτελεσματικότητας

Στόχος, επισημαίνεται, είναι η διασφάλιση του ενιαίου μέτρου και η αποτελεσματικότητα της επιθεώρησης των εισαγγελικών λειτουργών και της αξιολόγησης των εισαγγελιών της χώρας υπό τα δεδομένα του νέου ΚΟΔΚΔΛ.

«Στα νέα ενιαία έντυπα με τους πίνακες στατιστικών στοιχείων των εισαγγελιών πρωτοδικών και των εισαγγελιών εφετών (που θα ζητούνται από τους εκάστοτε επιθεωρητές για το αντίστοιχο επιθεωρούμενο διάστημα) είναι εμφανής η (υποχρεωτική) προσαρμογή στα κριτήρια του νέου ΚΟΔΚΔΛ και η διαμόρφωσή τους κατά τρόπο λίαν αναλυτικό, ο οποίος διαφέρει από τα μέχρι τώρα ισχύοντα» σημειώνει ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

«Τούτο κατέστη αναγκαίο προκειμένου αφενός να εναρμονίζονται (τα στατιστικά δεδομένα) με τις απαιτήσεις των νέων ρυθμίσεων του νόμου και αφετέρου να αναδεικνύεται με τη μέγιστη δυνατή πληρότητα το σύνολο του έργου της εισαγγελίας και της εργασίας των εισαγγελικών λειτουργών (που καταγράφεται και στις εκθέσεις επιθεώρησης)» προσθέτει.

Σκότωσε και βίασε την μάνα του

Pixabay

Διαβάθμιση των υποθέσεων

Στην εγκύκλιο διευκρινίζεται επίσης πως πριν από την έναρξη του δικαστικού έτους 2023-2024 (16-9-2023), πρέπει να λάβει χώρα τροποποίηση των κανονισμών όλων των εισαγγελιών, ώστε να θεσπισθεί «σύστημα με το οποίο αυτός που διενεργεί τη χρέωση των υποθέσεων σε κάθε εισαγγελέα τις κατατάσσει κατά τη χρέωση ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, υποχρεωτικά και αποκλειστικά από το ένα (1) που αντιστοιχεί στη λιγότερο απαιτητική έως το πέντε (5) που αντιστοιχεί στην πιο απαιτητική».

Και τονίζεται: «Η εν λόγω τροποποίηση του κανονισμού συναρτάται με τη νέα μορφή της επιθεώρησης διότι στα κριτήρια αξιολόγησης του διευθύνοντος την εισαγγελία περιλαμβάνεται … και ο τρόπος με τον οποίον εκείνος αξιολογεί τις υποθέσεις ως προς τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους …, παράλληλα δε … η ποσοτική απόδοση και η ταχύτητα διεκπεραίωσης των υποθέσεων από όλους τους επιθεωρούμενους εισαγγελικούς λειτουργούς αξιολογείται σε σχέση με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους».

Δείτε   την εγκύκλιο ΕΔΩ