ΔΕΕ 621/2021 Βία κατά των γυναικών: το Δικαστήριο διευκρινίζει τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση των γυναικών θυμάτων βίας ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας.

 

Οι γυναίκες μπορούν συνολικά να θεωρηθούν μέλη μιας κοινωνικής ομάδας κατά την έννοια της οδηγίας 2011/95 και να υπαχθούν στο καθεστώς του πρόσφυγα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην οδηγία αυτή. Τούτο συμβαίνει αν, στη χώρα καταγωγής τους, εκτίθενται λόγω του φύλου τους σε σωματική ή ψυχική βία, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής και της ενδοοικογενειακής βίας. Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στο καθεστώς του πρόσφυγα, είναι δυνατόν να τους χορηγηθεί το καθεστώς επικουρικής προστασίας, ιδίως εάν διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο να δολοφονηθούν ή να υποστούν βία.

Μια διαζευγμένη Τουρκάλα υπήκοος, κουρδικής καταγωγής και μουσουλμανικού θρησκεύματος, η οποία ισχυρίζεται ότι η οικογένειά της την είχε εξαναγκάσει στη σύναψη γάμου, καθώς και ότι ο σύζυγός της είχε βιαιοπραγήσει και εξαπολύσει απειλές εις βάρος της, υπέβαλε αίτηση για την παροχή διεθνούς προστασίας στη Βουλγαρία, φοβούμενη ότι, εάν αναγκαστεί να επιστρέψει στην Τουρκία, διατρέχει κίνδυνο η ζωή της.

Το επιληφθέν της υπόθεσης βουλγαρικό δικαστήριο αποφάσισε να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η οδηγία 2011/95 1 καθορίζει τις προϋποθέσεις, αφενός, για την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα και, αφετέρου, για τη χορήγηση του καθεστώτος επικουρικής προστασίας, στα οποία μπορούν να υπαχθούν οι υπήκοοι τρίτων χωρών. Η αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα προβλέπεται για τις περιπτώσεις δίωξης υπηκόου τρίτης χώρας λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Η δε χορήγηση επικουρικής προστασίας προβλέπεται για υπήκοο τρίτης χώρας που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, στην έννοια της οποίας εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, η εκτέλεση και η απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.

Το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία πρέπει να ερμηνεύεται τηρουμένης της Σύμβασης της

Κωνσταντινούπολης 2, η οποία είναι δεσμευτική για την Ευρωπαϊκή Ένωση και αναγνωρίζει ως μορφή δίωξης τη βία κατά των γυναικών λόγω του φύλου τους. Περαιτέρω, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι οι γυναίκες μπορούν συνολικά να θεωρηθούν μέλη κοινωνικής ομάδας κατά την έννοια της οδηγίας 2011/95. Κατά συνέπεια, είναι δυνατόν να υπαχθούν στο καθεστώς του πρόσφυγα οσάκις, στη χώρα καταγωγής τους, εκτίθενται λόγω του φύλου τους σε σωματική ή ψυχική βία, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής και της ενδοοικογενειακής βίας.

Υπηρεσία Τύπου και Πληροφόρησης    curia.europa.eu Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στο καθεστώς του πρόσφυγα, είναι δυνατόν να τους χορηγηθεί το καθεστώς επικουρικής προστασίας και στην περίπτωση που αντιμετωπίζουν πραγματική απειλή να δολοφονηθούν ή να υποστούν πράξεις βίας από μέλος της οικογένειάς τους ή της κοινότητάς τους λόγω της υποτιθέμενης παραβίασης εκ μέρους τους των κρατουσών πολιτιστικών αξιών, θρησκευτικών κανόνων ή παραδόσεων.

ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.

Ανεπίσημο έγγραφο προοριζόμενο για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το οποίο δεν δεσμεύει το Δικαστήριο.

To πλήρες κείμενο και, εφόσον υπάρχει, η σύνοψη της αποφάσεως είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα CURIA από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς της.

ΣτΕ 2161/2023 Δ΄ Τμ.: Υπουργική απόφαση που διατάσσει την έκδοση υπηκόου τρίτης χώρας στις ΗΠΑ για να δικαστεί για αδικήματα για τα οποία διώκεται. Παραδεκτοί λόγοι ακυρώσεως κατά αυτοτελών κρίσεων του Υπουργού επί ζητημάτων που τέθηκαν το πρώτον ενώπιόν του-Δεν προκύπτει πραγματικός κίνδυνος μεταχείρισης αντίθετης με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ ούτε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ-Νομίμως αιτολογημένη η απόφαση που διατάσσει την έκδοση.

ΣτΕ 2161/2023 Δ΄ Τμ.
Πρόεδρος: Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Δήμητρα Μαυροπόδη, Πάρεδρος
Υπουργική απόφαση που διατάσσει την έκδοση υπηκόου τρίτης χώρας στις ΗΠΑ για να δικαστεί για αδικήματα για τα οποία διώκεται. Παραδεκτοί λόγοι ακυρώσεως κατά αυτοτελών κρίσεων του Υπουργού επί ζητημάτων που τέθηκαν το πρώτον ενώπιόν του-Δεν προκύπτει πραγματικός κίνδυνος μεταχείρισης αντίθετης με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ ούτε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ-Νομίμως αιτολογημένη η απόφαση που διατάσσει την έκδοση.
Ι. Με την ανωτέρω απόφαση το Δικαστήριο απέρριψε αίτηση ακυρώσεως υπηκόου τρίτης χώρας, κατά της απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης που διέτασσε την έκδοσή του στις ΗΠΑ για να δικαστεί για αδικήματα για τα οποία διώκεται. Ο αιτών ισχυριζόταν ότι η έκδοσή του θα τον εξέθετε σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση αντίθετη με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, το μεν λόγω της επαπειλούμενης ποινής ισόβιας κάθειρξης χωρίς δυνατότητα πρόωρης απόλυσης για ένα από τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνταν, το δε λόγω μη επαρκούς περίθαλψης στα σωφρονιστικά καταστήματα των ΗΠΑ για την αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων υγείας του. Επίσης, παραπονούνταν για παραβίαση του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ) διότι η δικαιοδοσία των ΗΠΑ για τα αδικήματα που του αποδόθηκαν ήταν ‘κατασκευασμένη’, συνεπεία αστυνομικής του παγίδευσης από μυστικό πράκτορα της Αμερικανικής Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών.
ΙΙ. Ο αιτών δεν προέβαλε τους ισχυρισμούς αυτούς ενώπιον των δικαστικών οργάνων (Συμβούλιο Εφετών και Άρειος Πάγος) που γνωμοδοτούν στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας έκδοσης, αλλά το πρώτον ενώπιον του ΕΔΔΑ στο πλαίσιο προσφυγής και αίτησης λήψης ασφαλιστικού μέτρου το οποίο του χορηγήθηκε, και ακολούθως με υπόμνημα ενώπιον του Υπουργού Δικαιοσύνης. Ο τελευταίος ζήτησε διευκρινίσεις επί των ζητημάτων αυτών από τις αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ, τις οποίες προώθησε στο ΕΔΔΑ, και μετά την άρση του ασφαλιστικού μέτρου, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση έκδοσης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Τμήμα έκρινε ότι ο Υπουργός εξέφερε ίδια και αυτοτελή κρίση επί των ζητημάτων αυτών, η οποία υπόκειτο, κατ’ άρθρο 95 παρ. 1 σε συνδυασμό με τις επιταγές του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, στον δικαστικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, και ότι, συνεπώς, οι προβαλλόμενοι λόγοι ήταν παραδεκτοί.
ΙΙΙ. Α. Ως προς το ζήτημα της συμβατότητας με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ επαπειλούμενης ποινής ισόβιας κάθειρξης χωρίς δυνατότητα πρόωρης απόλυσης, ειδικώς στο πλαίσιο της έκδοσης, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την πρόσφατη μεταστροφή της νομολογίας του ΕΔΔΑ (απόφαση ευρείας σύνθεσης Sanchez-Sanchez κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 3ης.11.2022) όσον αφορά τη μεθοδολογία εξέτασης του ζητήματος σε δύο στάδια. Έκρινε δε ότι από τα στοιχεία που προσκόμισε ο αιτών (υπολογισμός ποινής βάσει κατευθυντήριων οδηγιών) δεν προέκυπτε ότι διέτρεχε πραγματικό κίνδυνο να του επιβληθεί τέτοια ποινή, δεδομένης της ευχέρειας του δικαστή κατά την επιμέτρηση να λάβει υπόψη (πέραν των κατευθυντήριων οδηγιών) πλήθος παραγόντων και περιστάσεων. Εφ’ όσον δεν απεδείχθη η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου, έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαία η εξέταση, σε ένα δεύτερο στάδιο, εάν το ποινικό σύστημα των ΗΠΑ προβλέπει μηχανισμό επανεξέτασης της ποινής ισόβιας κάθειρξης που να παρέχει τη δυνατότητα μείωσης, de jure και de facto, της ποινής. Β. Ως προς το δεύτερο ζήτημα, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι από τις διευκρινίσεις που παρασχέθηκαν από τις αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ προέκυπτε ότι το σύστημα ιατρικής περίθαλψης των σωφρονιστικών καταστημάτων προέβλεπε παροχή αναγκαίας ιατρικής φροντίδας στους πάσχοντες από σοβαρές και χρόνιες παθήσεις, όπως ο αιτών, και ότι από τα στοιχεία που αυτός προσκόμισε δεν προέκυψαν οι επικαλούμενες συστημικές ελλείψεις ως προς την επάρκεια της παρεχόμενης περίθαλψης. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι, όπως προέκυπτε από τον ιατρικό φάκελο, η κατάσταση υγείας του αιτούντος, αν και σοβαρή, δεν ήταν κρίσιμη σε βαθμό που να πληροί τα κριτήρια της νομολογίας του ΕΔΔΑ περί επιτακτικών ανθρωπιστικών λόγων που κωλύουν την έκδοση όταν διακυβεύεται η ακεραιότητα του εκζητουμένου. Επισήμανε δε ότι η επιγενόμενη επιδείνωση της υγείας του αιτούντος, η οποία δεν προέκυπτε από τα ιατρικά στοιχεία ότι είχε χαρακτηριστικά τέτοια ώστε να κλονίσει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, ήταν στοιχείο ληπτέο υπόψη από τις αρμόδιες για την υλοποίηση της παράδοσης αρχές κατά τον ορισμό των όρων μεταφοράς, σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο περί μεταγωγής κρατουμένων και τη σχετική ως προς το θέμα αυτό νομολογία του ΕΔΔΑ. Γ. Στηριζόμενο στην παγιωμένη νομολογία του ΕΔΔΑ ότι το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ δεν εφαρμόζεται στις διαδικασίες έκδοσης και ότι υφίσταται κώλυμα έκδοσης μόνον όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι ο εκζητούμενος θα διατρέξει στο εκζητούν κράτος κίνδυνο «κατάφωρης άρνησης δίκαιης δίκης», το Δικαστήριο απέρριψε και τον τρίτο λόγο, καθ’ όσον δεν προέκυπτε τέτοιος κίνδυνος στην προκειμένη περίπτωση, όπου ο αιτών θα μπορούσε να προβάλει τους ισχυρισμούς περί «κατασκευασμένης» δικαιοδοσίας στο αρμόδιο για την εξέταση της ποινικής κατηγορίας αμερικανικό δικαστήριο όπου θα ετύγχανε, σύμφωνα και με τις παρεχόμενες διευκρινίσεις του αρμοδίων αρχών των ΗΠΑ, όλων των εγγυήσεων δίκαιης δίκης.

Η φυλακισμένη Ιρανή Νομπελίστας Ναργκίς Μοχαμαντί σε απεργία πείνας αρνούμενη να φορέσει μαντίλα – Σιωπή οι πάσης φύσεως λαλίστατοι και επιδοτούμενοι δικαιωματιστές!

Η Ναργκίς Μοχαμαντί, η ιρανή ακτιβίστρια που τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης 2023, ξεκίνησε απεργία πείνας για να διαμαρτυρηθεί για την έλλειψη ιατρικής φροντίδας για τους κρατούμενους στις ιρανικές φυλακές και για την υποχρέωση των γυναικών κρατουμένων να φορούν μαντήλα, ανακοίνωσε η οικογένειά της. «Η Ναργκίς Μοχαμαντί πληροφόρησε την οικογένειά της ότι ξεκίνησε απεργία πείνας εδώ και λίγες ώρες. Ανησυχούμε για την υγεία της», αναφέρεται στην ανακοίνωση της οικογένειάς της. Την περασμένη εβδομάδα, η οικογένεια της Ναργκίς Μοχαμαντί είχε καταγγείλει ότι οι σωφρονιστικές αρχές του Ιράν εμποδίζουν την μεταφορά της στο νοσοκομείο επειδή αρνείται να καλύψει το κεφάλι της.

Η οικογένεια διευκρίνισε μέσω του Instagram ότι πριν από μία εβδομάδα «ο διευθυντής της φυλακής ανακοίνωσε ότι, κατ’ εφαρμογήν άνωθεν διαταγών, απαγορεύεται να σταλεί σε καρδιολογικό νοσοκομείο χωρίς μαντήλα και η μεταφορά της ματαιώθηκε για δεύτερη φορά», Ιατρική ομάδα έφθασε στην συνέχεια την γυναικεία πτέρυγα των φυλακών Εβίν στην Τεχεράνη για να εξετάσει την Ναργκίς Μοχαμαντί και της έκανε υπέρηχο καρδιάς, αφού «οι αρχές της φυλακής αρνήθηκαν να μεταφέρουν την Ναργκίς στο νοσηλευτήριο», χωρίς μαντήλα, καταγγέλλει η οικογένειά της σύμφωνα με την οποία, τα καρδιολογικά και πνευμονικά προβλήματα που αντιμετωπίζει χρήζουν επείγουσας ιατρικής φροντίδας. «Είναι έτοιμη να ρισκάρει την ζωή της αρνούμενη να φορέσει δια της βίας το χιτζάμπ, ακόμη και για να λάβει ιατρική φροντίδα».

Η επιτροπή τίμησε με το Νόμπελ Ειρήνης την 51χρονη δημοσιογράφο και ακτιβίστρια για «τον αγώνα της κατά της καταπίεσης των γυναικών στο Ιράν και για την προώθηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της ελευθερίας για όλους». Η Ναργκίς Μοχαμαντί έχει συλληφθεί 13 φορές και έχει καταδικασθεί 5 φορές σε κάθειρξη 31 ετών συνολικά και 154 μαστιγιές. Φυλακίσθηκε εκ νέου το 2021 και είναι ένα από τα βασικά πρόσωπα της εξέγερσης «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία».

Οι Ιρανές πέταγαν στις μαντήλες τους, έκοβαν τα μαλλιά τους και διαδήλωναν στους δρόμους στην εξέγερση αυτή που πυροδότησε ο θάνατος της 22χρονης Μάχσα Αμίνι μετά την σύλληψή της στην Τεχεράνη από την αστυνομία ηθών επειδή παραβίασε τον ενδυματολογικό κώδικα που επιβάλλεται στις Ιρανές. Σε μήνυμα που έστειλε από την φυλακή για εκφράσει την ευγνωμοσύνη της για το Νόμπελ Ειρήνης και διαβάστηκε από την κόρη της, η Ναργκίς Μοχαμαντί χαρακτήρισε το υποχρεωτικό χιτζάμπ «βασική πηγή ελέγχου και καταπίεσης στην κοινωνία με στόχο την διατήρηση και διαιώνιση μία αυταρχικής θρησκευτικής κυβέρνησης».

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση κρατουμένου με ψυχιατρικά προβλήματα. Παραδεκτή η προσφυγή που υποβλήθηκε για λογαριασμό του εκ μέρους των γονέων του

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ghazaryan και Bayramyan κατά Αζερμπαϊτζάν της 05.10.2023 (αρ. προσφ. 33050/18)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Υποβολή προσφυγής χωρίς γραπτή εξουσιοδότηση από γονείς για λογαριασμό του γιού τους, ο οποίος είχε προβλήματα ψυχικής υγείας και βρισκόταν υπό κράτηση.

Στις 15 Ιουλίου 2018 ο γιος των προσφευγόντων, που ζούσε μαζί τους, συνελήφθη στο Αζερμπαϊτζάν κοντά στα σύνορα με την Αρμενία. Τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση και καταδικάστηκε για συνωμοσία διεξαγωγής δολιοφθορών και τρομοκρατικών επιθέσεων και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 20 ετών. Ενώ βρισκόταν υπό κράτηση παρέμενεσυνεχώς στην απομόνωση (εκτός από λίγες μέρες). Οι προσφεύγοντες δήλωσαν ότι ο γιος τους είχε ιστορικό ψυχικών διαταραχών και διαταραχών συμπεριφοράς πριν από τη σύλληψή του. Επέστρεψε στην Αρμενία στις 15 Δεκεμβρίου 2020 στο πλαίσιο ανταλλαγής κρατουμένων και μεταφέρθηκε σε κέντρο ψυχικής υγείας. Αποφυλακίστηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2021 για να συνεχίσει τη θεραπεία του στο σπίτι.

Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ένας κρατούμενος που παραμένει σε απομόνωση μπορεί να θεωρηθεί ως ευάλωτο άτομο που κινδύνευε να στερηθεί της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων του βάσει της Σύμβασης και ότι το ίδιο μπορεί να ισχύει για ένα άτομο που πάσχει από προβλήματα ψυχικής υγείας.

Η σωρευτική επίδραση των σοβαρών προβλημάτων ψυχικής υγείας του γιου των προσφευγόντων και της κατάστασής του κατά τη διάρκεια της κράτησης και του περιορισμού του, είχε προκαλέσει μια ευπάθεια που τον είχε καταστήσει ανίκανο να προσφύγει στο Δικαστήριο.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η απομόνωση του κρατουμένου συνεχόμενα (εκτός από λίγες ημέρες) από 15 Ιουλίου 2018 έως 15 Δεκεμβρίου 2020 συνιστούσε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση (άρθρο 3).

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης, ότι υπήρξε παραβίασητου άρθρου 5 § 1, δεδομένου ότι η προσωρινή κράτηση δεν υποστηρίχθηκε από επαρκείς νομικές εγγυήσεις και ως εκ τούτου δεν τηρήθηκε η απαίτηση «νομιμότητας» που ορίζεται σε αυτήν καιτου άρθρου 5 § 3 όσον αφορά το ότι ο γιος των προσφευγόντων δεν είχε προσαχθεί «αμέσως» ενώπιον δικαστή ή άλλου λειτουργού εξουσιοδοτημένου από το νόμο να ασκεί δικαστική εξουσία μετά τη σύλληψή του.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη στους προσφεύγοντες για λογαριασμό του γιού τους.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3

Άρθρο 5 παρ. 1

Άρθρο 5 παρ. 3

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Προκαταρκτική ένσταση σχετικά με τη δυνατότητα των προσφευγόντων να προσφύγουν για λογαριασμό του γιου τους.

Οι προσφεύγοντες δεν είχαν παράσχει καμία γραπτή εξουσιοδότηση για να ενεργήσουν, αλλά μάλλον υποστήριξαν ότι εξαιρετικές περιστάσεις είχαν δικαιολογήσει το γεγονός ότι προσέφυγαν για λογαριασμό του γιου τους ως άμεσο θύμα των φερόμενων παραβιάσεων. Συγκεκριμένα, είχαν υποστηρίξει ότι ο γιος τους ήταν ευάλωτος πρώτον, επειδή κρατούνταν σε πλήρη απομόνωση και, δεύτερον, λόγω προβλημάτων ψυχικής υγείας.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι εάν η προσφυγή δεν είχε υποβληθεί από το ίδιο το θύμα, ο Κανόνας 45 § 3 των Κανονισμών του Δικαστηρίου απαιτούσε την προσκόμιση μιας δεόντως υπογεγραμμένης γραπτής εξουσιοδότησης. Ένα τρίτο μέρος μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να ενεργήσει στο όνομα και για λογαριασμό ευάλωτου ατόμου χωρίς δεόντως υπογεγραμμένη γραπτή εξουσιοδότηση να ενεργήσει, όταν πληρούνται τα ακόλουθα δύο βασικά κριτήρια: ο κίνδυνος να στερηθεί το άμεσο θύμα αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων του βάσει της Σύμβασης και η απουσία σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ θύματος και προσφεύγοντος. Ο κατάλογος των παραγόντων που μπορούν να καταστήσουν ένα άτομο ευάλωτο, όπως ορίζεται στην υπόθεση Lambert κ.α. κατά Γαλλίας[GC] – «λόγω της ηλικίας, του φύλου ή της αναπηρίας του» – δεν είναι εξαντλητικός.

Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ένας κρατούμενος που παραμένει σε απομόνωση μπορεί να θεωρηθεί ως ευάλωτο άτομο που κινδύνευε να στερηθεί της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων του βάσει της Σύμβασης και ότι το ίδιο μπορεί να ισχύει για ένα άτομο που πάσχει από προβλήματα ψυχικής υγείας. Εάν και οι δύο αυτοί παράγοντες ήταν παρόντες και εφαρμόζονταν ταυτόχρονα, θα έπρεπε να εξεταστούν στο σύνολό τους προκειμένου να καθοριστεί εάν το εν λόγω πρόσωπο κινδύνευε να στερηθεί της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων του που απορρέουν από τη Σύμβαση.

Ο γιος των προσφευγόντων δεν είχε τεθεί υπό κράτηση σε πλήρη απομόνωση και οι προσφεύγοντες δεν είχαν αμφισβητήσει ότι η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού(ICRC) τον είχε επισκεφτεί τουλάχιστον σε αρκετές περιπτώσεις και είχε προσπαθήσει να του παραδώσει επιστολές από αυτούς. Ταυτόχρονα, δεν είχαν λάβει ποτέ καμία απάντηση στις επιστολές τους και εκείνος είχε αρνηθεί να ανοίξει τις επιστολές. Οι προσφεύγοντες είχαν επίσης επισημάνει ότι όταν είχαν εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη διαδικασία υποβολής προσφυγής στο Δικαστήριο, η ICRC είχε απορρίψει τα αιτήματά τους. Είχαν ζητήσει, μεταξύ άλλων, να δοθούν στον γιο τους έντυπα εξουσιοδότησης προκειμένου να τους εξουσιοδοτήσει να υποβάλουν προσφυγή στο όνομά του.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες είχαν αιτιολογήσει επαρκώς ότι ο γιος τους δεν μπόρεσε να συμμετέχει στην προσφυγή που είχε υποβληθεί. Σημείωσε, πρώτον, τις πληροφορίες που είχαν παρασχεθεί σχετικά με το ιστορικό του με ψυχικές διαταραχές και διαταραχές συμπεριφοράς πριν από τα καταγγελλόμενα ζητήματα, τα οποία, μεταξύ άλλων, περιλάμβαναν τους προσφεύγοντες να του χορηγούν φάρμακα αναμειγνύοντάς τα στο φαγητό του. Δεύτερον, όσον αφορά την κατάσταση κατά την περίοδο κράτησής του, το Δικαστήριο σημείωσε τις αποτυχημένες προσπάθειες των προσφευγόντων να λάβουν την άδειά τουκαθώς και τις πληροφορίες για την ψυχική του υγεία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ενώ οι ιατρικές εκθέσεις που υποβλήθηκαν εκείνη την περίοδο μπορεί να φαίνεται ότι δεν αντικατοπτρίζουν πλήρως τη σοβαρότητα της διαταραχής ψυχικής υγείας του, οι περιγραφές των συμπτωμάτων του έμοιαζαν με τις αναφορές που υποβλήθηκαν μετά τον επαναπατρισμό του. Τα συμπτώματα, όπως επίσης περιγράφονταν στις εκθέσεις που χρονολογούνται από την εποχή που βρισκόταν ακόμη υπό κράτηση στην απομόνωση, στην όψη δεν φαίνονταν ενδεικτικά ενός ατόμου ικανού να προσφύγει στο Δικαστήριο. Τρίτον, μετά τον επαναπατρισμό του, υπέφερε από σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας.

Εν ολίγοις, η σωρευτική επίδραση των σοβαρών προβλημάτων ψυχικής υγείας του γιου των προσφευγόντων και της κατάστασής του κατά τη διάρκεια της κράτησης και του περιορισμού του, είχε προκαλέσει μια ευπάθεια που τον είχε καταστήσει ανίκανο να προσφύγει στο ΕΔΔΑ. Δεν ήταν σαφές ότι είχε τη δυνατότητα να ζητήσει από τους προσφεύγοντες να προσφύγουν εξ ονόματός του, να υπογράψουν πληρεξούσιο που εξουσιοδοτούσε τους προσφεύγοντες ή να υποβάλει ο ίδιος προσφυγή. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διέκρινε τον κίνδυνο να στερηθεί την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του εάν δεν επιτρεπόταν στους προσφεύγοντες να υποβάλουν προσφυγή αντ’ αυτού και για λογαριασμό του. Υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που επέτρεπαν στους προσφεύγοντες να ενεργούν στο όνομα και για λογαριασμό του γιου τους και είχαν το δικαίωμα να υποβάλουν τη σχετική προσφυγή.

Συνεπώς, απορρίφθηκε η προδικαστική ένσταση (rationepersonae).

Άρθρο 3

(α) Φερόμενη παράβαση σε σχέση με τον γιο των προσφευγόντων. Η υπόθεση δεν αφορούσε υποτιθέμενους τραυματισμούς που υπέστη κατά τη διάρκεια της κράτησης με τρόπο και σε συνθήκες όπου θα ήταν δικαιολογημένη η αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει τον ισχυρισμό των προσφευγόντων ότι πρώτον, ο γιος τους δεν είχε λάβει την απαραίτητη ιατρική περίθαλψη ως κρατούμενος με ψυχική αναπηρία, που φέρεται να οδήγησε σε επιδείνωση της κατάστασής του, και δεύτερον ότι είχε κρατηθεί σε απομόνωση.

Όσον αφορά τα ζητήματα της διανοητικής αναπηρίας, οι πληροφορίες από τους γιατρούς της ICRCδεν ήταν απόλυτα πειστικές. Επιπλέον, ενώ οι εκτιμήσεις της ψυχικής κατάστασης του γιου των προσφευγόντων και η ανάγκη του για θεραπεία ήταν πολύ διαφορετικές στα ιατρικά έγγραφα που προσκόμισαν τα μέρη, οι περιγραφές των συμπτωμάτων του παρουσίαζαν περισσότερες ομοιότητες. Μολονότι το Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε τις πληροφορίες που παρείχαν οι προσφεύγοντες σχετικά με την υγεία του γιου τους πριν και μετά την κράτησή του, δεν μπόρεσε ωστόσο να συναγάγει κανένα σαφές συμπέρασμα σχετικά με την ιατρική περίθαλψη που (i) έπρεπε να λάβει και (ii) πράγματι έλαβε κατά την περίοδο κατά την οποία είχε στερηθεί την ελευθερία του. Οι πληροφορίες αυτές από μόνες τους δεν έδωσαν επαρκή βάση για την εξαγωγή οποιουδήποτε σαφούς συμπεράσματος ως προς το αν είχε πέσει θύμα κακομεταχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Όσον αφορά το ζήτημα της απομόνωσης, δεν φαίνεται να αμφισβητείται ότι ο γιος των προσφευγόντων είχε τεθεί σε απομόνωση συνεχόμενα (εκτός από λίγες ημέρες) από τις 15 Ιουλίου 2018 έως τις 15 Δεκεμβρίου 2020. Η Κυβέρνηση είχε δηλώσει ότι η τοποθέτησή του στην απομόνωση ήταν μέτρο ασφαλείας, ότι τον είχαν κρατήσει σε κελί έκτασης 9 τ.μ., τον παρακολουθούσαν γιατροί και του επέτρεπαν να βγει έξω για τουλάχιστον μία ώρα καθημερινά. Ωστόσο, ενώ είχαν υποδείξει ότι η απομόνωση του δεν ήταν θέμα πλήρους κοινωνικής απομόνωσης, αλλά μάλλον ένα είδος «μερικής και σχετικής» απομόνωσης, καμία περαιτέρω εξήγηση και καμία απόφαση ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο δεν είχε παρασχεθεί ότι θα είχε καταστήσει δυνατή η επαλήθευση της αναγκαιότητας οποιουδήποτε μέτρου περιορισμού. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν είχε κανέναν λόγο να συμπεράνει ότι η κράτηση του στην απομόνωση για παρατεταμένη περίοδο βασίστηκε σε αντικειμενική εκτίμηση ως προς το εάν το μέτρο ήταν αναγκαίο και κατάλληλο ή ότι υπήρχαν διαδικαστικές εγγυήσεις που να αποδεικνύουν την αναγκαιότητα  και την αναλογικότητα του μέτρου. Συνεπώς, η απομόνωση του ισοδυναμούσε με απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3, χωρίς το Δικαστήριο να χρειάζεται να εξετάσει χωριστά τα επιχειρήματα των προσφευγόντων σχετικά με τις φυσικές συνθήκες κράτησής του.

Συνεπώς, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης.

(β) Φερόμενη παραβίαση σε σχέση με τους προσφεύγοντες προσωπικά. Αφού ο γιος των προσφευγόντων είχε φύγει από το σπίτι τους τη νύχτα της 15ης Ιουλίου 2018 και η σύλληψή του είχε ανακοινωθεί την επόμενη μέρα, οι προσφεύγοντες μπόρεσαν να αποκτήσουν περιορισμένες μόνο πληροφορίες για την κατάσταση έως ότου είχε επιστρέψει στις 15 Δεκεμβρίου 2020. Το Δικαστήριο σημείωσε τον φόβο και την αγωνία που ένιωθαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όπως περιγράφεται στην προσφυγή τους, και δεν αμφισβήτησε τη συναισθηματική τους αγωνία σχετικά με την αιχμαλωσία, την κράτηση, τη δίκη και τη φυλάκιση του γιου τους, ιδίως υπό το πρίσμα της ιδιαίτερης ευαλωτότητάς του λόγω των παραπόνων για την ψυχική του υγεία. Ωστόσο, δεν υπήρχαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην παρούσα υπόθεση που να έδιναν στην ταλαιπωρία των προσφευγόντων μια ξεχωριστή διάσταση και χαρακτήρα όπως απαιτούνταν για να θεωρηθούν τα ίδια τα άτομα θύματα παραβιάσεων του άρθρου 3 λόγω συνθηκών που αφορούν μέλη της οικογένειας.

Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση σε σχέση με τους προσφεύγοντες γονείς.

Άρθρο 5

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης, ότι υπήρξε παραβίαση, πρώτον, του άρθρου 5 § 1, δεδομένου ότι η προσωρινή κράτηση του γιου των προσφευγόντων δεν υποστηρίχθηκε από επαρκείς νομικές εγγυήσεις και ως εκ τούτου δεν τηρήθηκε η απαίτηση «νομιμότητας» που ορίζεται σε αυτήν και, δεύτερον, του άρθρου 5 § 3 όσον αφορά το ότι ο γιος των προσφευγόντων δεν είχε προσαχθεί «αμέσως» ενώπιον δικαστή ή άλλου λειτουργού εξουσιοδοτημένου από το νόμο να ασκεί δικαστική εξουσία μετά τη σύλληψή του. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε, ομόφωνα, ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 4 όσον αφορά την αρχική περίοδο κράτησης του γιου των προσφευγόντων, καθώς δεν είχε λόγους να θεωρήσει ότι η προσφυγή κατά της σχετικής απόφασης δεν θα συνιστούσε κατ’ αρχήν ένδικο μέσο που θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της εν λόγω διάταξης και δεν υπήρχαν επαρκείς πληροφορίες για να συναγάγει συμπεράσματα σχετικά με την πρακτική δυνατότητα να ασκήσει τέτοια έφεση.

Δίκαιη Ικανοποίηση (Άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 10.000 ευρώ για ηθική βλάβηστους προσφεύγοντες στο όνομα και για λογαριασμό του γιού τους

(επιμέλεια: echrcaselaw.com).

Χρήση νερού από την αστυνομία για διάλυση ειρηνικής διαδήλωσης και τραυματισμός διαδηλωτή. Απάνθρωπη μεταχείριση και παραβίαση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι

ΑΠΟΦΑΣΗ

Geylani κ.λπ. κατά Τουρκίας  της 12.09.2023 (αριθ.προσφ. 10443/12)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οι προσφεύγοντες συμμετείχαν σε μία ειρηνική διαδήλωση υπέρ του κουρδικού κόμματος. Οι αστυνομικοί στην προσπάθεια τους να την διαλύσουν χρησιμοποίησαν αντλίες νερού με ισχυρή πίεση. Μία προσφεύγουσα τραυματίστηκε σοβαρά. Άσκησαν προσφυγή για παραβίαση των άρθρων 3, 10 και 11 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι οι αστυνομικές επιχειρήσεις – συμπεριλαμβανομένης της χρήσης εκτοξευτήρων νερού – πρέπει να εγκρίνονται και να οριοθετούνται επαρκώς από την εθνική νομοθεσία στο πλαίσιο ενός συστήματος επαρκών και αποτελεσματικών διασφαλίσεων κατά της αυθαιρεσίας, της κατάχρησης βίας και των ατυχημάτων που μπορούν να αποφευχθούν. Διαπίστωσε ότι το  εγχώριο νομικό πλαίσιο στερούνταν ειδικών διατάξεων σχετικά με τη χρήση εκτοξευτήρων νερού κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, καθώς και οδηγιών για την ανάπτυξή τους. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι η επέμβαση των δυνάμεων ασφαλείας ήταν σωστά ρυθμισμένη και οργανωμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να ελαχιστοποιηθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό κάθε κίνδυνος σωματικής βλάβης των διαδηλωτών.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι  η χρήση βίας δεν ήταν  απολύτως απαραίτητη και δεν είχε προκληθεί από την συμπεριφορά της δεύτερης προσφεύγουσας ούτε ήταν αναγκαία για την καταστολή μιας μαζικής αναταραχής ως εκ τούτου υπήρχε παραβίαση του ουσιαστικού και διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 όσον αφορά την δεύτερη προσφεύγουσα.

Τέλος διαπίστωσε ότι η έρευνα του εισαγγελέα ήταν αναποτελεσματική γιατί δεν ζήτησε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία και η επέμβαση της αστυνομίαςδυσανάλογη και «μη απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» ως εκ τούτου υπήρχε παραβίαση του άρθρου 11 για όλους τους προσφεύγοντες .

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην δεύτερη προσφεύγουσα το ποσό των 26.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες Hamit Geylani, Sevahir Bayındır και Hasip Kaplan, είναι τρεις Τούρκοι υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1947, το 1969 και το 1954. Ζουν στην Άγκυρα, στη Γερμανία και την Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα. Η υπόθεση αφορά τη διάλυση από την αστυνομία διαδήλωσης στη Σιλόπη, πόλη κοντά στα σύνορα με το Ιράκ, κατά τη διάρκεια της οποίας η κα Bayındır τραυματίστηκε. Η διαδήλωση οργανώθηκε από το Κόμμα Ειρήνης και Δημοκρατίας, ένα φιλοκουρδικό πολιτικό κόμμα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Αρθρο 3

Ουσιαστικό σκέλος

Το Δικαστήριο παρέπεμψε  στις γενικές αρχές που διέπουν το ουσιαστικό σκέλος του άρθρου 3.Επανέλαβε, ειδικότερα, ότι οι ισχυρισμοί περί κακομεταχείρισης αντίθετης προς το άρθρο 3 πρέπει να τεκμηριώνονται με κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία. Για την αξιολόγηση αυτών των αποδεικτικών στοιχείων, το Δικαστήριο υιοθετεί το πρότυπο απόδειξης «πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας», αλλά προσθέτει ότι η απόδειξη αυτή μπορεί να προκύψει από τη συνύπαρξη επαρκώς ισχυρών, σαφών και συγκλινόντων συμπερασμάτων ή παρόμοιων αδιάψευστων στοιχείων.Το Δικαστήριο επανέλαβε περαιτέρω ότι σε σχέση με ένα άτομο που στερείται της ελευθερίας του ή, γενικότερα, έρχεται αντιμέτωπο με αστυνομικούς, οποιαδήποτε χρήση σωματικής βίας που δεν έχει καταστεί απολύτως αναγκαία από τη δική του συμπεριφορά μειώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και είναι, κατ ‘αρχήν, παραβίαση του δικαιώματος που ορίζεται στο άρθρο 3.

Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι η δεύτερη προσφεύγουσα συμμετείχε στη διαδήλωση της 3 Ιουνίου 2010 και ότι τραυματίστηκε κατάτις πρώτες στιγμές της αστυνομικής επέμβασης που περιελάμβανε τη χρήση εκτοξευτήρων νερού. Επιπλέον, από το βίντεο προέκυψε ότι η δεύτερη προσφεύγουσα βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των διαδηλωτών τη στιγμή που η περιοχή αυτή εκτέθηκε σε νερό υπό πίεση, αν και ήταν αδύνατο να διαπιστωθεί σαφώς αν χτυπήθηκε από το νερό.

Συναφώς, το Δικαστήριο σημείωσε  ότι η υπόθεση των αρχών ότι η δεύτερη προσφεύγουσα  υπέστη άσχημη πτώση λόγω σωματικής αδυναμίας δεν τεκμηριώθηκε από κανένα πραγματικό στοιχείο. Το Δικαστήριο δεν πείστηκε  επίσης από το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι άλλα άτομα που στέκονταν κοντά στην δεύτερη προσφεύγουσα  δεν υπέστησαν τραυματισμούς, καθώς οι επιπτώσεις των πιδάκων νερού σε άλλους διαδηλωτές μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με πολλούς παράγοντες, όπως το σημείο πρόσκρουσης στο σώμα τους. Ως εκ τούτου, η έλλειψη τραυματισμών σε άλλους διαδηλωτές δεν μπορεί από μόνη της να αποδείξει ότι η πτώση της δεύτερης προσφεύγουσας  δεν προκλήθηκε ή επηρεάστηκε από τη χρήση νερού υπό πίεση.

Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι εγχώριες αρχές αναγνώρισαν ότι η δεύτερη προσφεύγουσα είχε χτυπηθεί από νερό υπό πίεση και ενόψει της απουσίας εύλογης εξήγησης από την Κυβέρνηση, το Δικαστήριο διαπίστωσε  ότι αποδείχθηκε πέρα από εύλογη αμφιβολία ότι ο τραυματισμός της προήλθε από τη χρήση βίας από την αστυνομία και, συγκεκριμένα, από το γεγονός ότι χτυπήθηκε από νερό υπό πίεση κατά τη διάλυση της διαδήλωσης της 3ης Ιουνίου 2010.

Για τη δικαιολόγηση  της χρήσης βίας

Το Δικαστήριο σημείωσε  ότι, παρόλο που ο εκτοξευτήρας νερού ταξινομείται ως «λιγότερο θανατηφόρο όπλο», η χρήση του χωρίς επαρκείς διασφαλίσεις μπορεί να προκαλέσει σοβαρή βλάβη, ανάλογα με παράγοντες όπως η απόσταση από την οποία ψεκάζεται το νερό καθώς και το επίπεδο πίεσης του νερού. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο παρατήρησε  ότι έχει κρίνει στο παρελθόν, στο πλαίσιο του άρθρου 3, ότι οι αστυνομικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της εκτόξευσης χειροβομβίδων δακρυγόνων και σφαιρών από καουτσούκ, θα πρέπει να οριοθετούνται με επάρκεια από το εσωτερικό δίκαιο, στο πλαίσιο ενός συστήματος επαρκών και αποτελεσματικών διασφαλίσεων κατά της αυθαίρετης δράσης. Κατάχρηση βίας και ατυχήματα που μπορούν να αποφευχθούν σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, ο εξοπλισμός και ο βαθμός δύναμης που πρέπει να χρησιμοποιηθεί πρέπει να καθορίζονται από τον επικεφαλή της αστυνομικής ομάδας.

Από τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε  στη διάθεσή του το Δικαστήριο προέκυψε  ότι αυτό συνέβαινε υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση προσφυγής, δεδομένου ότι φαίνεται ότι οι αστυνομικοί έλαβαν εντολές να παρέμβουν και, ως εκ τούτου, δεν ενεργούσαν ανεξάρτητα . Ωστόσο, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε  ότι οι αστυνομικοί ή οι επικεφαλείς έλαβαν τις αναγκαίες προφυλάξεις όσον αφορά, για παράδειγμα, την κατάλληλη απόσταση και πίεση του νερού, προκειμένου να αποτρέψουν ή τουλάχιστον να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο σοβαρού τραυματισμού όπως αυτός που υπέστη η δεύτερη προσφεύγουσα. Συναφώς, το Δικαστήριο σημείωσε  ότι το εσωτερικό έγγραφο που εκδόθηκε από τη Διεύθυνση Ασφαλείας πριν από τη διαδήλωση δεν έκανε καμία αναφορά σε συγκεκριμένες οδηγίες ή προφυλάξεις σχετικά με τη χρήση των αντλιών νερού.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η κυβέρνηση απέτυχε να αποδείξει ότι η παρέμβαση των δυνάμεων ασφαλείας ήταν σωστά ρυθμισμένη και οργανωμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να ελαχιστοποιηθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό κάθε κίνδυνος σωματικής βλάβης των διαδηλωτών. Ενόψει των ανωτέρω,δεν αποδείχθηκε ότι η επίμαχη προσφυγή στη βία κατέστη απολύτως αναγκαία λόγω της συμπεριφοράς της δεύτερης προσφεύγουσας ή ήταν απαραίτητη για την καταστολή της μαζικής αναταραχής. Κατά συνέπεια, το κράτος είναι υπεύθυνο, σύμφωνα με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, για τις σωματικές βλάβες που υπέστη η δεύτερη προσφεύγουσα.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Διαδικαστικό σκέλος

Το Δικαστήριοεπανέλαβε, ότι το θύμα θα πρέπει να είναι σε θέση να συμμετέχει αποτελεσματικά στη διερεύνηση ισχυρισμών κακομεταχείρισης. Επιπλέον, η έρευνα πρέπει να είναι διεξοδική, πράγμα που σημαίνει ότι οι αρχές πρέπει πάντα να καταβάλλουν σοβαρές προσπάθειες για να ανακαλύψουν τι συνέβη και δεν πρέπει να βασίζονται σε βιαστικά ή αβάσιμα συμπεράσματα για να κλείσουν την έρευνά τους. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι παρόλο που οι επικεφαλής αστυνομικοί αναγνώρισαν ότι η δεύτερη προσφεύγουσα είχε υποστεί σοβαρούς τραυματισμούς αφού χτυπήθηκε από νερό υπό πίεση, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι τραυματισμοί αυτοί ήταν αποτέλεσμα σύμπτωσης και είχαν συμβεί λόγω της σωματικής αδυναμίας της .

Ωστόσο, δεν απέδειξαν δεόντως αν η βία που χρησιμοποιήθηκε υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης ήταν ικανή να προκαλέσει τέτοια ζημία. Από την άποψη αυτή, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ούτε οι επικεφαλείς αστυνομικοί ούτε ο εισαγγελέας προσπάθησαν να προσδιορίσουν την ακριβή απόσταση από την οποία ψεκάστηκε το νερό υπό πίεση ή εξέτασαν άλλα σημαντικά στοιχεία όπως η γωνία ψεκασμού και το επίπεδο πίεσης του νερού.  Το Δικαστήριο παρατήρησε  περαιτέρω ότι αστυνομικοί  βασίστηκαν επίσης στο γεγονός ότι η δεύτερη προσφεύγουσα  δεν είχε στοχοποιηθεί. Μολονότι το Δικαστήριο δεν είχε  κανένα λόγο να αμφισβητήσει τον ισχυρισμό αυτό, ένα τέτοιογεγονός δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι επίμαχοι τραυματισμοί ήταν αποτέλεσμα σύμπτωσης, λαμβανομένου υπόψη του δυνητικά επικίνδυνου χαρακτήρα της χρησιμοποιούμενης βίας.

Το γεγονός ότι ο εισαγγελέας προέβη σε χωριστή εκτίμηση όσον αφορά τα καταγγελλόμενα αδικήματα που δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 4483 δεν επηρέασε την επάρκεια της επίμαχης έρευνας, δεδομένου ότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε  ότι τα προαναφερθέντα κρίσιμα στοιχεία σχετικά με τα χαρακτηριστικά της χρησιμοποιούμενης βίας ελήφθησαν υπόψη κατά την εκτίμησή του. Σε αυτές τις περιστάσεις, το Δικαστήριο θεώρησε ότι το συμπέρασμα του εισαγγελέα ότι δεν μπορούσε να αποδοθεί καμία αμέλεια στους αστυνομικούς στερείται επαρκούς αιτιολογίας.

Επιπλέον, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ούτε οι αστυνομικές αρχές ούτε ο εισαγγελέας ζήτησαν  αποδεικτικά στοιχεία από τη δεύτερη προσφεύγουσα.

Οι ανωτέρω σκέψεις αρκούσαν για να επιτρέψουν στο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η έρευνα επί του θέματος δεν ήταν επαρκής  να οδηγήσει στη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και στον εντοπισμό και, ενδεχομένως, στην τιμωρία των υπευθύνων.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση και τουδιαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

 

Άρθρο 11

Το Δικαστήριο αναφέρθηκε  περαιτέρω στα ευρήματά του σχετικά με τη χρήση εκτοξευτήρων νερού, η οποία οδήγησε σε παραβίαση του άρθρου 3 υπό το ουσιαστικό σκέλος της όσον αφορά την δεύτερη προσφεύγουσα και σημείωσε  ότι ο τρόπος με τον οποίο διαλύθηκε η διαδήλωση οδήγησε σε σοβαρό τραυματισμό της.

Πρωτότυπο

I.ALLEGED VIOLATION OF ARTICLES 10 AND 11 OF THE CONVENTION

Το Δικαστήριο δέχτηκε  ότι οι διοργανωτές της επίμαχης διαδήλωσης δεν τήρησαν τους κανονισμούς που ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης.  Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την ανυπομονησία των αρχών να προσπαθήσουν να διαλύσουν την πορεία και τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε η βία, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η παρέμβαση της αστυνομίας ήταν δυσανάλογη και δεν ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ σε σχέση με όλους τους προσφεύγοντες.

Δίκαιη ικανοποίηση: Το δικαστήριο επιδίκασε 26.000 ευρώ για ηθική βλάβη  στην δεύτερη προσφεύγουσα. Το Δικαστήριο απέρριψε τα υπόλοιπα αιτήματα των προσφευγόντων για δίκαιη ικανοποίηση

(επιμέλεια echrcaselaw.com).

 

Στοπ στη βία κατά των γυναικών: Η ΕΕ προσχώρησε στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης

Η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησε στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης με την έκδοση δύο αποφάσεων του Συμβουλίου.

Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης αποτελεί ένα ολοκληρωμένο νομικό πλαίσιο που αποσκοπεί στην προστασία των γυναικών από κάθε μορφή βίας, καθώς και στην πρόληψη, τη δίωξη και την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και της εξ οικείων βίας.

Με την προσχώρηση στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η ΕΕ στο σύνολό της θα δεσμεύεται να εφαρμόζει φιλόδοξα διεθνή πρότυπα.

Με αφορμή την προσχώρηση, η Πρόεδρος κ. Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε σχετικά: «Η Ευρώπη στέκεται στο πλευρό των γυναικών για να τις προστατέψει από τη βία. Όλες οι γυναίκες και τα κορίτσια αξίζουν μια ζωή απαλλαγμένη από τη βία. Είναι καιρός για δικαιοσύνη και ισότητα. Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα: είμαστε αποφασισμένοι να αποτρέψουμε, να καταδικάσουμε και να καταπολεμήσουμε τη βία κατά των γυναικών και των κοριτσιών σε όλες τις μορφές της.»

Μετά την έγκριση των δύο αποφάσεων του Συμβουλίου για την ένταξη θα δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα.

Το υπογεγραμμένο έγγραφο προσχώρησης θα κατατεθεί στο Συμβούλιο της Ευρώπης κατά την έναρξη ισχύος αυτών των Αποφάσεων του Συμβουλίου, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα.

Δείτε περισσότερες πληροφορίες στο ec.europa.eu

Η παρενόχληση και η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία: Ειδική έκθεση από τον Συνήγορο του Πολίτη

Ο Συνήγορος του Πολίτη, ως ο εθνικός φορέας προώθησης, προαγωγής και προστασίας της αρχής της ίσης μεταχείρισης, αλλά και της καταπολέμησης διακρίσεων λόγω φύλου στην εργασία διερευνά καταγγελίες για παρενόχληση, και για σεξουαλική παρενόχληση ειδικότερα. Η παρούσα έκθεση αποτελεί μία σύντομη καταγραφή των ευρημάτων από τις υποθέσεις που χειρίστηκε η Αρχή την περίοδο 2011-2022 και αφορούν παρενόχληση και σεξουαλική παρενόχληση στην απασχόληση και την εργασία.

Το πρόβλημα της παρενόχλησης, και της σεξουαλικής παρενόχλησης ειδικότερα, στην απασχόληση και την εργασία δεν είναι πρόσφατο. Απέκτησε, ωστόσο, νέο και πιο έντονο ενδιαφέρον μετά το διεθνές κίνημα #MeToo και ιδίως, μετά το ελληνικό #MeToo. Δεν μετουσιώθηκε πάντως άμεσα στην αναμενόμενη αύξηση σχετικών καταγγελιών, κυρίως διότι το ελληνικό κίνημα #MeToo προέκυψε και εξελίχθηκε κατά τη περίοδο της πανδημίας, όπου έκτακτα μέτρα για την εργασία τέθηκαν σε ισχύ, όπως η αναστολή εργασίας σε ολόκληρους κλάδους, αλλά και η εισαγωγή του πλαισίου για εργασία από το σπίτι. Είναι ενδεικτικό, ότι την περίοδο της πανδημίας και των έκτακτων μέτρων παρουσιάζεται μείωση του συνολικού αριθμού των εργατικών διαφορών που διαβιβάστηκαν στον Συνήγορο από τις αρμόδιες επιθεωρήσεις εργασίας. Αύξηση καταγράφεται σαφώς πλέον τα έτη 2021 και 2022, όπου ο συνολικός αριθμός σχετικών αναφορών ετησίως σχεδόν διπλασιάζεται.

Η παρούσα έκθεση προσφέρει στον αναγνώστη μία ευρεία επισκόπηση του θεσμικού πλαισίου, εθνικού, ευρωπαϊκού και διεθνούς, για την αποτροπή αλλά και τη διερεύνηση περιστατικών παρενόχλησης και σεξουαλικής παρενόχλησης, όπως και την επιβολή αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων. Ειδικά στο ελληνικό πλαίσιο, καταλυτική αναμένεται η επίδραση του Ν. 4808/2021, με τον οποίο εισάγεται, πλέον, ένα συνεκτικό νομικό πλαίσιο, με διευρυμένο πεδίο προστασίας, για την αντιμετώπιση της παρενόχλησης, τουλάχιστον στον ιδιωτικό τομέα.

Η  έκθεση, παράλληλα, τυποποιεί τα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας καταγγελλόμενων και καταγγελλόντων, αναδεικνύει ομοιότητες και διαφορές στα περιστατικά παρενόχλησης και σεξουαλικής παρενόχλησης στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, σταχυολογεί τα βασικά προβλήματα στη διερεύνηση των περιστατικών και εισηγείται μέτρα και εργαλεία για την ακόμη αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση σχετικών περιστατικών.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην πλειονότητα των υποθέσεων σεξουαλικής παρενόχλησης που χειρίστηκε ο Συνήγορος του Πολίτη, το πρόσωπο που προβαίνει σε πράξεις σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας ασκεί εργοδοτικές εξουσίες και κατέχει ιεραρχική θέση στην επιχείρηση. Στον δημόσιο τομέα, συνήθως πρόκειται για πρόσωπο που κατέχει κάποια θέση στην ιεραρχία. Στον ιδιωτικό, το φαινόμενο αυτό παρατηρείται εντονότερα στις μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οικογενειακές ή μη, που αποτελούν, άλλωστε, τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου. Στις μεγάλες επιχειρήσεις, ήδη πριν τη θέσπιση του Ν. 4808/2021, είχαν εισαχθεί κώδικες δεοντολογίας των εργαζομένων και διοργανώνονταν εκπαιδευτικά σεμινάρια, κατά το πρότυπο πρακτικών που ακολουθούνται σε άλλες χώρες, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των περιστατικών, αλλά και την αποτελεσματικότερη διαχείριση των καταγγελιών.

Η έκθεση διαπιστώνει τις δυσχέρειες στη συλλογή του απαραίτητου αποδεικτικού υλικού για τη θεμελίωση μίας καταγγελίας παρενόχλησης ή σεξουαλικής παρενόχλησης. Ιδίως στις μικρές επιχειρήσεις, διαπιστώνεται μεγάλος δισταγμός, συχνά υπαναχώρηση και τελικά άρνηση για κατάθεση μαρτύρων που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την καταγγελία. Ειδικά σε ό,τι αφορά την αποτελεσματική διερεύνηση περιστατικών παρενόχλησης και σεξουαλικής παρενόχλησης στον δημόσιο τομέα, και παρά τη σημαντική ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου, εξακολουθεί να προβληματίζει, ότι οι καταγγέλλοντες δημόσιοι υπάλληλοι δεν νομιμοποιούνται να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία διερεύνησης της υπόθεσής τους, ότι οι οικείες καταγγελίες δεν διαβιβάζονται στον Συνήγορο του Πολίτη, το ανεξάρτητο, εξωτερικό όργανο ελέγχου, παρά την ειδική σχετική υποχρέωση των υπηρεσιών που τις παραλαμβάνουν, ότι η διαδικασία εξέτασης των σχετικών καταγγελιών είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και, ως εκ τούτου, συντηρείται η εντύπωση στους καταγγέλλοντες μιας πρακτικής συγκάλυψης, που δρα αποτρεπτικά για την υποβολή καταγγελιών.

Τα τελευταία χρόνια, είναι γεγονός, έχουν γίνει αξιοσημείωτα βήματα για την αποτροπή, καθώς και για την ενδελεχή διερεύνηση περιστατικών παρενόχλησης και σεξουαλικής παρενόχλησης στην απασχόληση και την εργασία. Το θεσμικό πλαίσιο έχει ενισχυθεί σημαντικά, ενώ και η ευρύτερη κοινωνική ευαισθητοποίηση, ιδίως μετά το κίνημα #MeToo, είναι εντονότερη.

Η εμβάθυνση της συνεργασίας μεταξύ των φορέων που είναι αρμόδιοι για την εφαρμογή των μέτρων σχετικά με την πρόληψη και την αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία και η ενδυνάμωσή τους με τα κατάλληλα θεσμικά εργαλεία και τους αναγκαίους πόρους, ανθρώπινους και υλικούς, μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην αποτελεσματική διαχείριση περιστατικών παρενόχλησης στην εργασία και την απασχόληση στη χώρα μας.

Η ουσιαστική ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών και φορέων μπορεί να επιδράσει καταλυτικά στη διαμόρφωση ενός εργασιακού περιβάλλοντος ελεύθερου από παρενοχλητικές συμπεριφορές. Και αυτό πρέπει να είναι στόχος και απαίτηση όλων μας

Δείτε την έκθεση στο synigoros.gr

N. 5023/2023 Αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως ανα- πηρίας ή χρόνιας πάθησης, (αλλαγή ΑΚ – ΚΠολ – ΠΚ – ΚΠΔ – ΚΟΔΔΛ – ΚΔΔ – ΚΣυμβ)

Αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως ανα-

πηρίας ή χρόνιας πάθησης, επικαιροποίηση της

ορολογίας του Αστικού Κώδικα, του Κώδικα Πο-

λιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικα, του Κώ-

δικα Ποινικής Δικονομίας, του Κώδικα Διοικητι-

κής Δικονομίας, του Κώδικα Συμβολαιογράφων

και του ν. 4478/2017, για την εναρμόνισή της με

τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με

Αναπηρία που κυρώθηκε με τον ν. 4074/2012 και

λοιπές διατάξεις για τη διευκόλυνση της πρόσβα-

σης στη δικαιοσύνη των ατόμων με αναπηρία.

 

 

ΤΡΟΠΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ  ΜΕΤΑΞΥ ΑΛΛΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ

ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ

ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΩΔΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ

 
Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λει-

τουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109)

 

Άρθρο 22

Ορισμός υπεύθυνου στο δικαστήριο για

ζητήματα πρόσβασης των ατόμων με

αναπηρία, ενημέρωσής τους, και διευκόλυνσης

της εξυπηρέτησής τους – Τροποποίηση

περ. β) παρ. 7 άρθρου 17 ν. 4938/2022

Άρθρο 23

Δικαιούχοι νομικής βοήθειας με ποσοστό

αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και

άνω – Προσθήκη παρ. 3Α και τροποποίηση

παρ. 4 άρθρου 1 ν. 3226/2004

 

Απόλυτη ακυρότητα λόγω λήψης υπ’ όψη προανακριτικής απολογίας και καταθέσεων – Πότε επέρχεται – Δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης – Δίκαιη Δίκη

Απόφαση 2 / 2021    (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 2/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ Α’ ΤΑΚΤΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ειρήνη Καλού, Δήμητρα Κοκοτίνη, Αλτάνα Κοκκοβού, Αβροκόμη Θούα και Μαρία Νικολακέα, Αντιπροέδρους, Ναυσικά Φράγκου-Εισηγήτρια, Μαρία Τζανακάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Μαρία Βασδέκη, Γεώργιο Κόκκορη, Πελαγία Ακάσογλου, Βασίλειο Μαχαίρα, Αναστασία Μουζάκη, Μαρία Λεπενιώτη, Ευδοξία Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα, Παναγιώτη Αθανασόπουλο, Δήμητρα Ζώη, Ασημίνα Υφαντή, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ελένη Κατσούλη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου ή Κοκολέτση και Ευστάθιο Νίκα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Γ. Π. του Ν., κατοίκου … και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Σάμιο, διορισθέντα με την υπ’αριθμ. 236/2020 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, περί αναιρέσεως της υπ’αριθμ. 944/2017 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.” νομίμως εκπροσωπούμενη, με έδρα την …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Χαρίκλεια Παπαδοπούλου.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή.
Ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6.5.2019 αίτησή του αναιρέσεως που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 786/2019.
Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 875/2020 απόφαση του Β’ Ποινικού Τμήματος Διακοπών του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε τον πρώτο λόγο της στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου αυτού, λόγω λήψης της απόφασης με πλειοψηφία μιας ψήφου (άρθρ. 23 παρ. 1, 2 ΚΟΔ Ν. 1756/1988).
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε την απόρριψη αυτού (λόγου) και την παραπομπή της υπόθεσης στο Ζ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, αναφορικά με την αυτεπάγγελτη εφαρμογή των ευμενέστερων, για τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο, διατάξεων του νέου Π.Κ.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπ’ αριθμό 875/2020 απόφαση του Β’ Ποινικού Τμήματος Διακοπών του Αρείου Πάγου, παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια αυτού, λόγω λήψης της απόφασης με πλειοψηφία μιας ψήφου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.1, 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (Ν.1756/1988), όπως αυτές ισχύουν και 3 παρ.3 του Ν.3810/1957, ο, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος της, από 6-5-2019 και με αριθμό πρωτ. 5317/6-5-2019, αίτησης αναίρεσης του Γ. Π. του Ν., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων, κατά της υπ’ αριθμό 944/2017 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που κήρυξε ένοχο, σε δεύτερο βαθμό, τον αναιρεσείοντα, με τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μεταμελείας, για τις αξιόποινες πράξεις: α) της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με ιδιαίτερα τεχνάσματα, με συνολικό όφελος και ζημία που προξενήθηκε σε βάρος του νομικού προσώπου Ελληνικής Τράπεζας υπερβαίνοντα το ποσό των 150.000 ευρώ, β) της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση από εντολοδόχο, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το συνολικό ποσό της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και γ) της πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με σκοπούμενο συνολικό όφελος και ζημία σε βάρος του νομικού προσώπου Ελληνικής Τράπεζας υπερβαίνοντα το ποσό των 150.000 ευρώ (άρθρα 13 περ. στ’, 14, 26 παρ.1α, 27, 79, 94, 98, 216 παρ.1 – 3, 258 γ’, 263 Α, 375 παρ.2 ΠΚ σε συνδ. με το άρθρο 1 Ν.1608/1950, όπως αντικ. με το άρθρο 4 παρ.5 ν.1738/1987 και τροπ. με το άρθρο 2 του ν. 1877/1900, 36 του ν.2172/1993, 24 παρ.3 ν.2298/1995 και 4 παρ.3 ν.2408/1996 και σε συνδ. με το άρθρο 5 παρ.6, 7 ν.2943/2001), για τις οποίες επέβαλε σ’ αυτόν συνολική ποινή κάθειρξης δεκαέξι (16) ετών και με τον οποίο η απόφαση αυτή προσβάλλεται για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω μη τήρησης των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου.
Από τη διάταξη του άρθρου 366 παρ.2 του ΚΠοινΔ (Π.Δ. 258/1986), που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης των επίδικων πράξεων και δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου ολόκληρης της απολογίας του, που έγινε κατά την ανάκριση. Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου ολόκληρης της απολογίας του κατηγορουμένου, που έδωσε κατά τη διενέργεια της κύριας ανάκρισης, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ.δ’ του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, διότι αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου.

Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 31, 105 και 223 παρ.4 του ίδιου ως άνω Κώδικα, προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της κατάθεσής του, που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης ή της ένορκης ή χωρίς όρκο κατάθεσής του, που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του.

Η λήψη υπόψη και η αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 του ΚΠοινΔ, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά το προαναφερθέν άρθρο 171 παρ.1 περ.δ’ του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον προμνημονευόμενο, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης, διότι αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, η λήψη υπόψη και η αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των ανωτέρω εγγράφων αφορά στο δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη, που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και στο δικαίωμά του, από το άρθρο 223 παρ.4 του ΚΠοινΔ, να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη.

Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποίησης διακηρύσσεται και στο άρθρο 14 παρ.3 εδ. ζ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997 και έχει την αυξημένη ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα, μεταξύ άλλων, και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του.

Το αυτό αποτέλεσμα, με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του, επάγεται η λήψη υπόψη ολόκληρης της απολογίας του κατά την ανάκριση και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο στοιχείων είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσης της ιδιότητας αυτής (Ολ. Α.Π. 1/2004). Παραβίαση, όμως, της πιο πάνω αρχής της μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου επέρχεται μόνο με την κατά τον προαναφερόμενο τρόπο αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των ως άνω εγγράφων (απολογίας και μαρτυρικών αυτού καταθέσεων) και όχι με την αξιοποίηση α) του υποβληθέντος από τον ίδιο, αμέσως μετά την προφορική του απολογία κατά την ανάκριση, απολογητικού υπομνήματος, διότι το υπόμνημα αυτό αποτελεί τμήμα αυτής (απολογίας), υποβάλλεται από αυτόν με την θέλησή του και προς υπεράσπισή του, δεν εξαναγκάζεται προς τούτο και δεν περιέχει επιβαρυντικά στοιχεία σε σχέση με τα επίδικα αδικήματα και β) του υποβληθέντος από τον ίδιο υπομνήματος εγγράφων εξηγήσεων κατά τη διάρκεια προανακριτικής εξέτασης, διότι το υπόμνημα αυτό υποβάλλεται από αυτόν με τη θέλησή του και προς υπεράσπισή του, δεν εξαναγκάζεται προς τούτο και δεν περιέχει επιβαρυντικά στοιχεία σε σχέση με τα επίδικα αδικήματα. Ειδικότερα, στις περιπτώσεις αυτές, με την ανάγνωση και τη λήψη υπόψη για τη διαμόρφωση της κρίσης του δικαστηρίου των μη περιεχόντων επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο στοιχεία ως άνω εγγράφων, δεν επέρχεται παραβίαση του δικαιώματός του μη αυτοενοχοποίησης, ούτε παραβίαση οποιουδήποτε υπερασπιστικού δικαιώματος, αφού η αξιολόγησή τους δεν γίνεται σε βάρος του και έτσι δεν προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο.

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση, ότι χωρίς να ερωτηθεί αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και λήφθηκαν υπ’ όψη από αυτό, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για την ενοχή αυτού (αναιρεσείοντος), τα από 28-6-2013 και 4-4-2012 απολογητικά υπομνήματα, που κατέθεσε ενώπιον της Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Βέροιας στα πλαίσια της αρχικής και συμπληρωματικής απολογίας του για τις επίδικες αξιόποινες πράξεις και το από 6-9-2011 έγγραφο παροχής εξηγήσεων αυτού στην Πταισματοδίκη Αθηνών στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης επί των πράξεων αυτών και έτσι παραβιάστηκε το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, καθώς και η αρχή της αμεσότητας της διαδικασίας και επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Με αυτό το περιεχόμενο ο παραπάνω αναιρετικός λόγος είναι προεχόντως αόριστος, διότι δεν διαλαμβάνεται σ’ αυτόν, αν τα εν λόγω απολογητικά υπομνήματα και οι εξηγήσεις περιέχουν επιβαρυντικά στοιχεία, τα οποία είχε αναφέρει ο ίδιος σε βάρος του, σε σχέση με τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες έχει καταδικαστεί, ούτε αν εξαναγκάστηκε να υποβάλει τα έγγραφα αυτά. Σε κάθε όμως περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης υπ’αριθμ. 944/2017 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, με τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μεταμελείας (άρθρ. 84 παρ. 2 περ.α’ και δ’ Π.Κ.), των πράξεων α) της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με ιδιαίτερα τεχνάσματα, με συνολικό όφελος και ζημία που προξενήθηκε σε βάρος του νομικού προσώπου της εγκαλούσας Ελληνικής Τράπεζας υπερβαίνοντα το ποσό των 150.000 ευρώ, β) της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση από εντολοδόχο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το συνολικό ποσό της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και γ) της πλαστογραφίας με χρήση κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με σκοπούμενο συνολικό όφελος και ζημία σε βάρος του νομικού προσώπου της εγκαλούσας Ελληνικής Τράπεζας υπερβαίνοντα το ποσό των 150.000 ευρώ, για τις οποίες επέβαλε σ’ αυτόν συνολική ποινή κάθειρξης δεκαέξι (16) ετών, προκύπτει ότι μεταξύ των εγγράφων που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, περιλαμβάνονται, με τους αριθμούς 3, 48 και 49 αντίστοιχα, τα από 28-6-2013 και 4-4-2012 απολογητικά υπομνήματα του αναιρεσείοντος ενώπιον της Α’ Τακτικής Ανακρίτριας του Πλημμελειοδικείου Βέροιας και οι από 6-9-2011 έγγραφες εξηγήσεις αυτού, που κατέθεσε στην Πταισματοδίκη Αθηνών στα πλαίσια διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης, η οποία έγινε ύστερα από την από 12-11-2010 έγκληση, σε βάρος του, της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε”. Τα ανωτέρω έγγραφα αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας παρισταμένου του αναιρεσείοντος μετά των δύο συνηγόρων του, χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε αντίρρηση. Μάλιστα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της 1651/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, που είχε δικάσει την υπόθεση σε πρώτο βαθμό, το από 4-4-2012 απολογητικό υπόμνημα και οι από 6-9-2011 εξηγήσεις προσκομίστηκαν προς ανάγνωση στο ακροατήριο από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα, προς υπεράσπισή του. Από δε την παραδεκτή επισκόπηση των επίμαχων τριών εγγράφων, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δεν προκύπτει ότι περιλαμβάνουν επιβαρυντικά για τον αναιρεσείοντα στοιχεία ως προς τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες καταδικάστηκε αλλά αντίθετα περιέχουν ευνοϊκά γι’αυτόν στοιχεία, προς αντίκρουση της κατηγορίας. Συγκεκριμένα αναφέρεται, στο από 28-6-2013 αναγνωσθέν απολογητικό του υπόμνημα, το υπ’ αριθμό 84/2013 απαλλακτικό για τον ίδιο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και η μη υποβολή εγκλήσεως σε βάρος του εκ μέρους των φερομένων ως παθόντων και στα αναγνωσθέντα από 4-4-2012 απολογητικό υπόμνημα και 6-9-2011 υπόμνημα εγγράφων εξηγήσεων, ότι η αρχική συμπεριφορά του αφορούσε την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και η μεταγενέστερη αποσκοπούσε στον περιορισμό της ζημίας στην περιουσία του καταθέτη και της εγκαλούσας, οι αναφορές δε αυτές συμπίπτουν με τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς που ανέπτυξε κατά την απολογία του στο Δικαστήριο της ουσίας. Επομένως, τα ανωτέρω αναγνωσθέντα κατά την επ’ ακροατηρίου δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, απολογητικά υπομνήματα και υπόμνημα εγγράφων εξηγήσεων, δεν ήταν πρόσφορα να αξιοποιηθούν αποδεικτικά ως θεμέλια για την κατάφαση της ενοχής του κατηγορουμένου και την καταδίκη του, οπότε, με την ανάγνωση και αξιολόγησή τους από το Δικαστήριο της ουσίας, δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα της σιωπής και της μη αυτοενοχοποίησής του ούτε η αρχή της αμεσότητας της διαδικασίας, αφού το άνω Δικαστήριο δεν αρκέσθηκε μόνο σ’ αυτά τα έγγραφα για την εκφορά της κρίσης του αλλά ακούσθηκαν, τόσο ο ίδιος ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, που ήταν παρών κατά τη διαδικασία, απολογηθείς νομοτύπως, όσο και οι παραστάντες δύο συνήγοροι υπεράσπισης αυτού και, συνεπώς, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας. Συνακόλουθα, ο, παραπεμφθείς στην Ολομέλεια, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, λόγω μη τήρησης των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, είναι σε κάθε περίπτωση αβάσιμος.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ.1 του Π.Κ. (Ν.4619/2019), αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου και από το άρθρο 511 του ΚΠοινΔ (Ν.4620/2019), προκύπτει ότι, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, στο παρόν στάδιο συζήτησης της υπόθεσης, που έλαβε χώρα πριν καταστεί αμετάκλητη η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε παραδεκτά ανακύπτει περίπτωση εφαρμογής των ευμενεστέρων, ως προς την επιμέτρηση των ποινών, διατάξεων των άρθρων 85 παρ.1 (διπλή αναγνώριση ελαφρυντικών), 94 παρ.1, 375 παρ.1, 2, 216 παρ. 1 – 3, 462 του ισχύοντος από την 1-7-2019 Ποινικού Κώδικα, ως προς την οποία δεν έχει εξαντληθεί η δικαιοδοσία του αρμόδιου για την υπόθεση Ζ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (άρθρο 23 παρ.3 Ν.1756/1988), προσέτι δε δεν έχει εξαντληθεί αυτή σε σχέση με την ήδη καταργηθείσα παρεπόμενη ποινή της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρ. 59 επ. νέου Π.Κ.) και ως προς την έρευνα των όρων του άρθρου 464 σε συνδ. με το άρθρ. 381 παρ.1 του νέου Π.Κ., για την πράξη της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση από εντολοδόχο, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το συνολικό ποσό της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Επομένως, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η εξουσία της οποίας περιορίζεται μόνο στο παραπεμφθέν ενώπιόν της ζήτημα, πρέπει, αφού απορρίψει τον ως άνω παραπεμφθέντα λόγο αναίρεσης, να παραπέμψει την υπόθεση στο Ζ’ Ποινικό Τμήμα, αναφορικά με την αυτεπάγγελτη εφαρμογή των παραπάνω ευμενεστέρων για τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο διατάξεων του ισχύοντος νέου Ποινικού Κώδικα και με την έρευνα των προϋποθέσεων του άρθρου 464 του αυτού Π.Κ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τον παραπεμφθέντα στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ, πρώτο λόγο της από 6-5-2019 και με αριθμό πρωτ. 5317/6-5-2019 αίτησης αναίρεσης του Γ. Π. του Ν., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων, κατά της 944/2017 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση στο Ζ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, αναφορικά με την αυτεπάγγελτη εφαρμογή των ευμενέστερων για τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο διατάξεων του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019), κατά τα οριζόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2021. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Φεβρουαρίου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΜονΔΕφΑθ 1111/2022 Εφαρμογή της αρχής “ne bis in idem” -. Για την ίδια παράβαση προβλέπονται περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης (ποινική και διοικητική αντιστοίχως) ώστε θεωρούνται ως «ποινικές» κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ ενόψει του ότι αφορούν κυρώσεις…

ΜονΔΕφΑθ 1111/2022

 

Εφαρμογή της αρχής “ne bis in idem” -.

 

Για την ίδια παράβαση προβλέπονται περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης (ποινική και διοικητική αντιστοίχως) ώστε θεωρούνται ως «ποινικές» κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ ενόψει του ότι αφορούν κυρώσεις. Σε περίπτωση της αθώωσης εκκαλούντος από το ποινικό δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ η απόφαση αυτή είναι δεσμευτική κατ’ άρθρο 5 παρ.2 του ΚΔΔ, με συνέπεια η τυχόν πράξη που επιβάλλει διοικητική κύρωση να θεωρείται ακυρωτέα από το Διοικητικό Δικαστήριο.

 

 

Αριθμός απόφασης: 1111/2022

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 18ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Νοεμβρίου 2021, με δικαστή την Αγλαΐα Θέμου Δημητροπούλου, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα τον Παναγιώτη Θεοδωρακόπουλο, δικαστικό υπάλληλο,

 

για να δικάσει την από 27 Ιανουαρίου 2020 (με αρ. εισαγωγής ΕΦ./2020 στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών) έφεση

 

του …, κατοίκου . Θάσου, ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ουρανία Καββαδά, σύμφωνα με την από 9.11.2021 κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), όπως ισχύει, δήλωση

 

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε με την δικαστική πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Δήμητρα Αθανασοπούλου, σύμφωνα με την από 8.11.2021, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του ΚΔΔ, όπως ισχύει, δήλωση

 

και κατά της με αριθμό 13943/2019 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Η κ ρ ί σ η τ ο υ   Δ ι κ α σ τ η ρ ί ο υ ε ί ν α ι η   ε ξ ή ς:

 

  1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την οποία καταβλήθηκε παράβολο 100,00 ευρώ (σχετ. το με κωδ. αρ. . έντυπο ηλεκτρονικού παραβόλου), παραδεκτώς ζητείται η εξαφάνιση της με αρ. 13943/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (28ου Τμήματος). Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η από 25.6.2012 προσφυγή του ήδη εκκαλούντος, με την οποία παραδεκτώς ζητούσε την ακύρωση της με αρ. πρωτ. .-ιδ΄/20.3.2012 απόφασης του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας. Με αυτή είχε απορριφθεί η από 20.2.2012 ενδικοφανής προσφυγή που είχε ασκήσει ο ίδιος κατά της με αρ. πρωτ. .-ι΄/8.11.2011 απόφασης του Προϊσταμένου του Επιτελείου του Κλάδου Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, περί επιβολής σε βάρος του διοικητικού προστίμου ύψους 30.000,00 ευρώ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 2518/1997 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. γ΄ της 1016/109/121-θ/17.7.2009 Κ.Υ.Α. για παράβαση των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 περ. ιδ΄ του ως άνω νόμου, όπως ισχύει (απασχόληση ιδιωτικού προσωπικού ασφάλειας στερούμενου της απαιτούμενης κατά νόμο άδειας εργασίας).

 

  1. Επειδή, στο ν. 2518/1997 «Προϋποθέσεις λειτουργίας ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών ασφαλείας. Προσόντα και υποχρεώσεις του προσωπικού αυτών και άλλες διατάξεις» (Α΄ 164), ορίζεται στο άρθρο 3 [όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 3 του ν. 3707/2008 (Α΄ 209)], ότι: «1. Το προσωπικό ασφαλείας απαιτείται να κατέχει άδεια εργασίας Α΄ ή Β΄ κατηγορίας ανάλογα με τις δραστηριότητες που πρόκειται να ασκήσει. 2. …», στο άρθρο 4 (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 4 του ν. 3703/2008), ότι: «1. Οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας υποχρεούνται: α. … γ. να χρησιμοποιούν την προβλεπόμενη στολή για το προσωπικό ασφαλείας, εφόσον γίνεται χρήση στολής, δ. … ιδ. να μην απασχολούν προσωπικό που δεν κατέχει την κατά περίπτωση απαιτούμενη άδεια εργασίας. …», στο άρθρο 8 που φέρει τον τίτλο «Ποινικές κυρώσεις» (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 7 του ν. 3707/2008) ότι: «1. Με ποινή φυλάκισης μέχρι τριών (3) ετών και χρηματική ποινή, εφόσον δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη, τιμωρείται όποιος: α. … β. … γ. προσλαμβάνει προσωπικό ασφαλείας ή διοικητικό προσωπικό ή αναθέτει σε αυτό δραστηριότητες της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, χωρίς την κατά περίπτωση απαιτούμενη άδεια εργασίας. … δ. …» και στο άρθρο 9 που φέρει τον τίτλο «Διοικητικές κυρώσεις» (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 8 του ν. 3703/2008) ότι: «1. … 2. Στην επιχείρηση που παραβαίνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 4, 5, 6 και 7 του παρόντος νόμου και στις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές πράξεις επιβάλλεται με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας υπηρεσίας διοικητικό πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ, που μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών. … Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται το ύψος του διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται για κάθε παράβαση, η διαδικασία και τα αρμόδια για την επιβολή και είσπραξη όργανα, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου. 3. … 5. Κατά των αποφάσεων … επιβολής των διοικητικών προστίμων της παραγράφου 2 ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή, ενώπιον του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης. … 6. …». Κατ’ επίκληση της παραπάνω εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε η 1016/109/121-θ/17.7.2009 κοινή απόφαση των Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (Β΄ 1467/20.7.2009), με την οποία ορίσθηκε στο άρθρο 1 ότι: «1. Στην επιχείρηση που παραβαίνει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 4, 5, 6 και 7 του ν. 2518/1997 (Α΄-164), όπως ισχύουν κάθε φορά επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο ως εξής: α. … γ. τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για κάθε παράβαση των περιπτώσεων δ΄, η΄, θ΄ και ιδ΄ της παρ. 1 του άρθρου 4» και στο άρθρο 2 ότι: «1. Για τη βεβαίωση των παραβάσεων των παρ. 1, 2 και 4 του προηγουμένου άρθρου σε βάρος επιχείρησης, συντάσσεται από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο Έκθεση Βεβαίωσης Παράβασης … . Ένα αντίτυπο της Έκθεσης Βεβαίωσης Παράβασης επιδίδεται με αποδεικτικό στο νόμιμο εκπρόσωπο της ελεγχόμενης επιχείρησης. … 2. Ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης ή εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο μπορεί, εντός αποκλειστικής προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την επίδοση της Έκθεσης Βεβαίωσης Παράβασης, να διατυπώσει εγγράφως αντιρρήσεις στην Υπηρεσία που βεβαίωσε την παράβαση. Η ίδια Υπηρεσία υποβάλλει αμέσως τις τυχόν υποβληθείσες αντιρρήσεις καθώς και αντίγραφο της Έκθεσης Βεβαίωσης Παράβασης στη Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία την προωθεί στον Προϊστάμενο Επιτελείου του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας για τη λήψη απόφασης προς επιβολή ή μη των προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων. 3. … 4. Κατά των αποφάσεων επιβολής των διοικητικών κυρώσεων των παρ. 1, 2 και 4 του άρθρου 1, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την επίδοση της απόφασης. 5. …».

 

  1. Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του ΚΔΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), ορίζεται ότι: «2. Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι όλων. Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης». Περαιτέρω, στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1705/1987 (Α΄ 89), ορίζεται ότι: «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους, για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη σε αυτήν απαγόρευση (ne bis in idem), απαιτείται, καταρχήν, να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι «ποινικές» κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ’ εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως «ποινικές» και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσης των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση και δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ’ ουσίαν παραβατική συμπεριφορά (βλ. ΣτΕ 9/2021, 406/2019, 951/2018 επταμ., 2987/2017 επταμ., 680/2017 επταμ., 167-169/2017 επταμ., 1992/2016 επταμ. κ.ά.). Ειδικότερα, η δεύτερη διαδικασία πρέπει να αφορά στο ίδιο ιστορικό γεγονός με την πρώτη, ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κύρωσης (βλ. ΣτΕ 951/2018 επταμ. και τις αναφερόμενες σε αυτή αποφάσεις του ΔΕΕ).

 

  1. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας που έλαβε υπόψη του και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, προκύπτουν τα ακόλουθα: Στις 2.5.2011 και ώρα 23:05, σε έλεγχο που διενεργήθηκε από αρμόδιο όργανο του Αστυνομικού Τμήματος Θάσου, στον Πρίνο Θάσου, κατελήφθη ο . να παρέχει υπηρεσίες φύλαξης-επιτήρησης του Κέντρου Υγείας ., ως εργαζόμενος της ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφάλειας του εκκαλούντος (με τον διακριτικό τίτλο «TS») φορώντας στολή που έφερε τα διακριτικά γνωρίσματα της επιχείρησης αυτής, χωρίς, ωστόσο, να κατέχει άδεια εργασίας κατηγορίας Α΄ από την Αστυνομική Διεύθυνση Καβάλας, όπως προκύπτει από τη με αριθμ. πρωτ. .-α΄/28.09.2011 έκθεση βεβαίωσης παράβασης του ν. 2518/1997, του αρχιφύλακα …. Κατά της έκθεσης αυτής, ο ήδη εκκαλών …, κάτοχος της με αρ. πρωτ. .-ε΄ άδειας λειτουργίας της ανωτέρω ιδιωτικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, με έδρα την Κοινότητα Ποταμιάς Θάσου Καβάλας και ισχύ έως τις 23.7.2012, εκδοθείσας από τον Προϊστάμενο του Κλάδου Ασφάλειας και Τάξης του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας (η οποία προσκομίζεται), υπέβαλε τις από 3.10.2011 έγγραφες αντιρρήσεις του (ένσταση), ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος δεν ήταν εργοδότης αλλά νόμιμα εργαζόμενος στην επιχείρηση «TS», καθώς και ότι την ημέρα του ως άνω ελέγχου, λόγω ασθένειάς του και προκειμένου να μην κινδυνεύσει να απωλέσει την εργασία του που μόλις είχε αρχίσει, έστειλε τον πατέρα του … να τον αντικαταστήσει. Σημειωτέον ότι, στα πλαίσια του σχηματισμού δικογραφίας εις βάρος των … και …, από το Διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος Θάσου, σύμφωνα με τα κατατεθέντα στην από 5.10.2011 έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρα …, ιατρού, Διευθυντή του Κέντρου Υγείας ., ενώπιον της αρμόδιας ανακριτικής υπαλλήλου Αστυφύλακα …, οι υπηρεσίες ασφάλειας του ανωτέρω Κέντρου Υγείας είχαν ανατεθεί, κατά τα τελευταία έτη, στην εταιρεία του κου … Κατά το νυχτερικό ωράριο από 23.00 έως 07.00, από το μήνα Φεβρουάριο του 2011 ο ανωτέρω έστελνε για την εν λόγω φύλαξη τον εκκαλούντα. Από ενημέρωση των ιατρών του Κέντρου, αλλά και από προσωπική διαπίστωση του μάρτυρα, κατά τη διάρκεια των εφημεριών του, αρκετές φορές αντ’ αυτού ερχόταν για τη φύλαξη ο πατέρας του, …. Κατόπιν επικοινωνίας του μάρτυρα με τον κο … περί της μη νομιμότητας της αλλαγής αυτής, ο Διευθυντής του Κέντρου Υγείας ζήτησε από τον … να μην την επαναλάβει, εκτός εάν αποκτούσε σχετική νόμιμη άδεια. Από τότε επανήλθε ο ήδη εκκαλών …, μέχρι την αποχώρησή του από την εργασία αυτή. Ενόψει του ότι οι ανωτέρω αντιρρήσεις του εκκαλούντος δεν έγιναν δεκτές, εκδόθηκε η με αριθμ. πρωτ. .-ι΄/08.11.2011 απόφαση του Προϊσταμένου του Επιτελείου του Κλάδου Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος διοικητικό πρόστιμο ύψους 30.000 ευρώ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 2518/1997, όπως ίσχυε μετά την έκδοση του ν. 3707/2008, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 περ. γ΄ της υπ’ αρ. 1016/109/121-θ/17.7.2009 ΚΥΑ για την ως άνω αποδιδόμενη παράβαση των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 περ. ιδ΄ του ν. 2518/97, όπως ίσχυε (απασχόληση ιδιωτικού προσωπικού ασφαλείας χωρίς την απαιτούμενη κατά νόμο άδεια εργασίας κατά την ανωτέρω ημέρα και ώρα). Κατά της απόφασης αυτής, ο εκκαλών άσκησε την από 20.2.2012 ενδικοφανή προσφυγή, επαναλαμβάνοντας τους ισχυρισμούς που είχε διατυπώσει με τις από 3.10.2011 αντιρρήσεις του, ενώ επικαλέσθηκε και την οικονομική του αδυναμία να καταβάλει το επιβληθέν πρόστιμο, η οποία απορρίφθηκε με την αριθμ. πρωτ. .-ιδ΄/20.3.2012 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, με την αιτιολογία ότι υπέπεσε στην αποδιδόμενη σε βάρος του παράβαση.

 

  1. Επειδή, με την από 25.6.2012 προσφυγή, ο ήδη εκκαλών ζήτησε την ακύρωση της τελευταίας αυτής απόφασης, επαναλαμβάνοντας όσα προέβαλε με τις αντιρρήσεις του και την ως άνω ενδικοφανή προσφυγή και ειδικότερα ισχυριζόμενος ότι η ιδιωτική επιχείρηση που παρείχε ασφάλεια στο Κέντρο Υγείας . Θάσου με την επωνυμία «TS» ανήκε στον κο …, σύμφωνα και με την κατάθεση που υπέβαλε ο Διευθυντής του Κέντρου Υγείας … ενώπιον του αρμοδίου οργάνου του Αστυνομικού Τμήματος Θάσου, καθώς και ότι ο ίδιος ήταν εργαζόμενος σε αυτή, με συνέπεια το χρηματικό πρόστιμο παρά το νόμο (άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 2518/1997) να έχει επιβληθεί στον ίδιο, αντί του ιδιοκτήτη της επιχείρησης αυτής. Ακολούθως, με το από 21.1.2019 υπόμνημά του, ο εκκαλών το πρώτον προέβαλε ότι η ως άνω επιχείρηση του … έφερε την επωνυμία «CS» και όχι, όπως εσφαλμένως είχε αναγραφεί στην προσφυγή του «TS». Το προσκομισθέν σχετικώς, όμως, από 1.7.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό ανάθεσης έργου φύλαξης μεταξύ του Γενικού Νοσοκομείου Καβάλας (νομίμως εκπροσωπουμένου από το Διοικητή του) και του …, το οποίο αφορούσε, εκτός από όλους τους χώρους του ανωτέρω Νοσοκομείου και των Παραρτημάτων του και τα 3 Κέντρα Υγείας, μεταξύ των οποίων και αυτό του . Θάσου, για το χρονικό διάστημα από 1.7.2010 έως 30.6.2011, δεν ελήφθη υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον απαραδέκτως είχε προσκομισθεί στις 21.1.2019, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της προτεραίας της συζήτησης της προσφυγής (16.1.2019), χωρίς να αποδειχθεί ότι η έγκαιρη προσαγωγή του ήταν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής, κατ’ άρθρο 150 παρ. 1 του ΚΔΔ. Περαιτέρω, προς απόδειξη των ισχυρισμών του, προσκόμισε προαποδεικτικώς: α) αντίγραφο της 230/2014 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας (που συνεδρίασε στη Θάσο), με την οποία, μεταξύ άλλων, ο ίδιος κηρύχθηκε αθώος της παράβασης του ν. 2518/1997 που του αποδόθηκε (ανάθεση παροχής υπηρεσιών φύλαξης σε εργαζόμενο στερούμενο της απαιτούμενης κατά νόμο άδεια εργασίας), με την αιτιολογία ότι δεν ήταν εργοδότης της επιχείρησης φύλαξης του ως άνω Κέντρου Υγείας, αλλά εργαζόμενος, ενώ ο πατέρας του … κηρύχθηκε ένοχος για το ότι «εργαζόταν ως προσωπικό ασφαλείας φορώντας στολή που έφερε τα διακριτικά γνωρίσματα της επιχείρησης «TS», ιδιοκτησίας του δεύτερου κατηγορούμενου (…) χωρίς να κατέχει την απαιτούμενη από τον νόμο άδεια εργασίας» και του επιβλήθηκε φυλάκιση 4 μηνών και β) την από 20.1.2020 βεβαίωση της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Θάσου (Ποινικού Τμήματος) περί άσκησης της υπ’ αρ. ./1.8.2014 έφεσης κατά της ανωτέρω απόφασης, από τον … και κανενός άλλου ένδικου μέσου μέχρι την προτεραία της έκδοσης της βεβαίωσης.

 

  1. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αρ. 13943/2019 απόφασή του (εκκαλούμενη), αφού έλαβε υπόψη την με αριθμ. πρωτ. .-α΄/28.09.2011 έκθεση βεβαίωσης παράβασης και χωρίς να λάβει υπόψη, κατά τα ανωτέρω, τον ισχυρισμό του εκκαλούντος ότι υπεύθυνη για την παροχή υπηρεσιών ασφάλειας του Κέντρου Υγείας . Θάσου κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν η επιχείρηση του … με την επωνυμία «CS», αλλά ούτε και την προσκομισθείσα υπ’ αρ. 230/2014 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, με την οποία ο εκκαλών είχε αθωωθεί από την ως άνω κατηγορία, για το λόγο ότι δεν συνοδευόταν από πιστοποιητικό ή βεβαίωση περί αμετακλήτου της, με την αιτιολογία ότι το Δικαστήριο υπεχρεούτο να λάβει αυτεπαγγέλτως υπόψη το δεδικασμένο, εφόσον αυτό προέκυπτε από τα στοιχεία της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 5 παρ. 4 του ΚΔΔ, έκρινε ότι εφόσον κατά την ημέρα και ώρα του ελέγχου, o … απασχολούνταν ως υπάλληλος της επιχείρησης που διατηρούσε ο εκκαλών με την επωνυμία «TS», φορώντας στολή με τα διακριτικά γνωρίσματα αυτής, χωρίς να κατέχει άδεια εργασίας κατηγορίας Α΄ από την Αστυνομική Διεύθυνση Καβάλας, νομίμως επιβλήθηκε με την με αρ. πρωτ. .-ι΄/8.11.2011 απόφαση του Προϊσταμένου του Επιτελείου του Κλάδου Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, το ένδικο πρόστιμο στον εκκαλούντα, ως κύριο της απασχολούσας αυτόν επιχείρησης. Ενόψει δε του ότι η Διοίκηση δεν διέθετε διακριτική ευχέρεια επιμέτρησης, κατ’ εφαρμογή της κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 2518/1997 εκδοθείσας 1016/109/121-θ/17.7.2009 ΚΥΑ (άρθρο 1 παρ. 1 περ. γ΄), έκρινε ότι νομίμως απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη η ενδικοφανής προσφυγή του ήδη εκκαλούντα κατά της ανωτέρω απόφασης.

 

  1. Επειδή, με την υπό κρίση έφεση, όπως συμπληρώνεται με το νομίμως υποβληθέν υπόμνημα, ο εκκαλών επιδιώκει την εξαφάνιση της 13943/2019 απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προβάλλοντας ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι τη φύλαξη του Κέντρου Υγείας . Θάσου είχε αναλάβει η εταιρεία του …, αφού αυτό προέκυπτε και από την από 5.10.2011 έκθεση ένορκης εξέτασης του Διευθυντή του Κέντρου Υγείας ., ενώπιον της αρμόδιας ανακριτικής υπαλλήλου του Αστυνομικού Τμήματος Θάσου, με συνέπεια η ανωτέρω εταιρεία να είναι υπεύθυνη για τα προσόντα των υπαλλήλων που απασχολούσε, καθώς και την 230/2014 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, με την οποία είχε αθωωθεί για την ίδια παράβαση για την οποία του επιβλήθηκε η ένδικη διοικητική κύρωση.

 

  1. Επειδή, ανεξαρτήτως της εργασιακής σχέσης με την οποία ο … βρέθηκε να ασκεί υπηρεσίες ασφάλειας στο Κέντρο Υγείας . Θάσου, κατά τις νυκτερινές ώρες της 2.5.2011, φέροντας στολή με τα διακριτικά «TS», ήτοι αυτά της επιχείρησης του εκκαλούντος και ανεξαρτήτως της μη απόδειξης από τον τελευταίο ότι προσέφερε τις υπηρεσίες του στο ως άνω Κέντρο Υγείας με σχέση εξαρτημένης εργασίας, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι εν προκειμένω: α) από τα άρθρα 8 και 9 του ν. 2518/1997, όπως ισχύουν, προβλέφθηκαν για την ίδια παράβαση περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης (ποινική και διοικητική, αντιστοίχως), οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, β) οι διαδικασίες αυτές είναι «ποινικές» κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ενόψει του ότι αφορούν κυρώσεις, γ) η μία από τις διαδικασίες αυτές έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση, αφού, όπως προκύπτει από την συμπεριλαμβανόμενη στα στοιχεία του φακέλου από 20.1.2020 βεβαίωση της Γραμματέως του Ειρηνοδικείου Θάσου (Ποινικού Τμήματος), κατά της 230/2014 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας (που συνεδρίασε στη Θάσο), ασκήθηκε μόνο η υπ’ αρ. ./1.8.2014 έφεση από τον καταδικασθέντα σε ποινή φυλάκισης … και όχι άλλο ένδικο μέσο μέχρι τις 19.1.2020, με συνέπεια να μην είναι πλέον δυνατή η προσβολή της με ένδικα μέσα [σύμφωνα με τα άρθρα 473 και 486 του π.δ/τος 258/1986 (Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) που ίσχυε κατά την έκδοση της ως άνω απόφασης του Ποινικού Δικαστηρίου], και δ) όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ανωτέρω απόφασης, το Ποινικό Δικαστήριο έκρινε τον εκκαλούντα αθώο ως προς την κατηγορία της παράβασης του άρθρου 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 περ. ιδ΄ του ν. 2518/1997 όπως ίσχυε, ήτοι ακριβώς για την ίδια πράξη η οποία του καταλογίσθηκε με την προσβαλλόμενη εν προκειμένω απόφαση και του επιβλήθηκε το ένδικο πρόστιμο και συγκεκριμένα την ανάθεση της παροχής υπηρεσιών φύλαξης του ως άνω Κέντρου Υγείας στις 2.5.2011 και ώρα 23:05, στον μη κατέχοντα την απαιτούμενη από το νόμο άδεια εργασίας …, ήτοι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη μη εκ νέου δίωξη του εκκαλούντος κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, κρίνει ότι η απόφαση αυτή είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο τούτο, κατ’ άρθρο 5 παρ. 2 του ΚΔΔ, με συνέπεια η πράξη, με την οποία του επιβλήθηκε το ένδικο πρόστιμο για τον ίδιο λόγο, να πρέπει να ακυρωθεί. Επομένως, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή κατά τον ως άνω βάσιμο λόγο αυτής και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία έγιναν δεκτά τα αντίθετα.

 

  1. Επειδή, μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης, το Δικαστήριο κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 25.6.2012 προσφυγή του ήδη εκκαλούντος, η οποία κατά την κρίση του πρέπει να γίνει δεκτή για τον αναφερόμενο στην προηγούμενη σκέψη λόγο και να ακυρωθεί η με αρ. πρωτ. .-ιδ΄/20.3.2012 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, ενώ περαιτέρω, η από 20.2.2012 ενδικοφανής προσφυγή που είχε ασκήσει ο εκκαλών κατά της με αρ. πρωτ. .-ι΄/8.11.2011 απόφασης του Προϊσταμένου του Επιτελείου του Κλάδου Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η απόφαση αυτή.

 

  1. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η έφεση του εκκαλούντος πρέπει να γίνει δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή και να αποδοθεί το καταβληθέν παράβολο στον εκκαλούντα (άρθρο 277 παρ. 9 εδ. α΄ του ΚΔΔ). Τέλος, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, το Δικαστήριο απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα (275 παρ. 1 εδ. ε΄ του ΚΔΔ).

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

Δέχεται την έφεση.

 

Εξαφανίζει τη με αριθμό 13943/2019 απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Δικάζοντας επί της από 25.6.2012 προσφυγής του ήδη εκκαλούντος, δέχεται αυτή.

 

Ακυρώνει την με αρ. πρωτ. .-ιδ΄/20.3.2012 απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας.

 

Αποφαίνεται ότι από 20.2.2012 ενδικοφανής προσφυγή που είχε ασκήσει ο εκκαλών κατά της με αρ. πρωτ. .-ι΄/8.11.2011 απόφασης του Προϊσταμένου του Επιτελείου του Κλάδου Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η ως άνω προσβαλλόμενη περί καταλογισμού στον εκκαλούντα … της παράβασης των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 περ. ιδ΄ του νόμου 2518/1997, όπως ισχύει μετά την έκδοση του νόμου 3707/2008.

 

Διατάσσει να αποδοθεί το καταβληθέν παράβολο ποσού εκατό (100,00) ευρώ στον εκκαλούντα.

 

Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα.

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 29.3.2022.

 

Η Δικαστής                                       Ο Γραμματέας

 

Αγλαΐα Θέμου Δημητροπούλου     Παναγιώτης Θεοδωρακόπουλος