ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1575 / 2022 (ΠΟΙΝ) Ιατρική ευθύνη

Αριθμός 1575/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χ., Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Κουβίδου, Βασίλειο Μαχαίρα, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου και Ελευθέριο Σισμανίδη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Ασπρογέρακα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ’αριθμ.610/2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …. Με κατηγορούμενο τον Σ. Χ. του Π., κάτοικο …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Νικόλαου Μίστρα και με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Π. Π. του Γ., κάτοικο …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Βρόντο.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο …, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Λάμπρος Σοφουλάκης ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαρτίου 2022 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη, έλαβε αριθμό 16/2022, και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 316/2022.

Αφού άκουσε Τoν Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Οι διατάξεις του άρθρου 504 παρ. 1, 4 του Κ.Ποιν.Δ. ορίζουν ότι: “1. Όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 368). (…) 4. Αν ζητηθεί η αναίρεση σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, θεωρούνται ότι προσβάλλονται μαζί και οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από αυτήν που προσβάλλεται.”. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 εδ. α’ του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ. (Ν. 4620/2019, Φ.Ε.Κ. 96/11-6-2019, τεύχος πρώτο) ορίζει ότι: “Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507”, ενώ η διάταξη του άρθρου 507 του αυτού ως άνω Κ.Ποιν.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 155 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο), ορίζει ότι: “Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και για μεν τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι ενός (1) μηνός, για δε τους λοιπούς εισαγγελείς είκοσι (20) ημερών, από την καταχώριση αυτήν.”. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 137 και 548 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι σε αναίρεση υπόκεινται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, οι ανέκκλητες αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, από δε τις αποφάσεις των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, όσες είναι οριστικές, με την έννοια ότι το δικαστήριο αποφαίνεται τελειωτικά για την αθώωση, την καταδίκη, την οριστική παύση της ποινικής διώξεως και την κήρυξη αυτής ως απαράδεκτης. Άλλες αποφάσεις των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθούν με τις παραπάνω και να επιτρέπεται και η κατ’ αυτών άσκηση αναίρεσης, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 464 του Κ.Ποιν.Δ., σύμφωνα με την οποία “ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα”. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου όμως, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης, εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας του ενός (1) μηνός από τότε που αυτή καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο κατ’ άρθρο 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, στην περίπτωση κατά την οποία από παραδρομή ή εσφαλμένη κρίση ακυρωθεί από το δικαστήριο έγκυρο κλητήριο θέσπισμα, ακολούθως δε, λόγω ανατροπής της χωρήσασας με την επίδοσή του (κλητηρίου θεσπίσματος) αναστολής της παραγραφής, παύσει οριστικά την ασκηθείσα εναντίον του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, επειδή είχε συμπληρωθεί ο από τον νόμο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής της αξιόποινης πράξης, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει δικαίωμα άσκησης αναίρεσης κατά της ανωτέρω περί οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής, απόφασης, αλλά και δικαίωμα να συμπροσβάλει και την προπαρασκευαστική περί ακύρωσης του κλητηρίου θεσπίσματος απόφαση, θα κριθεί δε από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση αυτή από πλευράς ορθής ή εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 321 του Κ.Ποιν.Δ. και 113 του Π.Κ. (Α.Π. 261/2013). II. Στην προκείμενη περίπτωση η υπό κρίση αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ’ αρ. 610/4-3-2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …, ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο, Σ. Χ. του Π. και της Σ., κάτοικο … (οδός …), που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., που τηρείται στη Γραμματεία του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου …, την 22-3-2022, με αριθμό 127, με την οποία (προσβαλλόμενη απόφαση), μεταξύ άλλων, έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής, η ασκηθείσα και εναντίον του ανωτέρω αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου ποινική δίωξη, για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, που φέρεται ότι τελέστηκε στην Καρδίτσα, το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως 31-8-2016, σε βάρος της Π. Π. του Γ., ύστερα από την ακύρωση του κλητηρίου θεσπίσματος που επιδόθηκε σ’ αυτόν (αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με δήλωση στην αρμόδια γραμματέα του Αρείου Πάγου, την 30-3-2022, για την οποία (δήλωση) συντάχθηκε η υπ’ αρ. 16/30-3-2022 έκθεση αναίρεσης, είναι δε παραδεκτή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη, καθόσον ασκήθηκε από δικαιούμενο προς τούτο πρόσωπο, κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο (άρθρα 505 παρ. 2, 507, 473 παρ. 3, 474 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.), περιλαμβάνει δε παραδεκτούς λόγους αναίρεσης, συνιστάμενους σε υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 περ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ.), έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ αντιστοίχως του Κ.Ποιν.Δ.). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, με την παρουσία τόσο του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου, Σ. Χ. του Π., όσο και της υποστηρίζουσας την κατηγορία, Π. Π. του Γ..

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 172 παρ. 1, 174 παρ. 2, 320 και 321 παρ. 1 και 4 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ’ αυτόν εγγράφου (κλητηρίου θεσπίσματος), το οποίο πρέπει να περιέχει, μεταξύ και άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και το άρθρο του ποινικού νόμου που προβλέπει την αξιόποινη πράξη, τα στοιχεία δε της πράξης, πρέπει να είναι τόσα, ώστε ο κατηγορούμενος να λάβει σαφή και λεπτομερή γνώση της κατηγορίας που του αποδίδεται, για να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Ακριβής καθορισμός της αξιόποινης πράξης νοείται, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 στοιχ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ποινικά επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη, κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της, όπως απαιτεί η οικεία και υποχρεωτικά παρατιθέμενη ποινική διάταξη, η οποία τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει τις προϋποθέσεις του αξιόποινου της πράξης και την απειλούμενη ποινή, χωρίς όμως, να απαιτείται η αναφορά περιστατικών και στοιχείων που προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά μιας αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης, με την οποία το κλητήριο θέσπισμα, ως εισαγωγικό έγγραφο της δίκης, σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται (Α.Π. 1023/2019). Ανάλογη πρόβλεψη υπάρχει στο άρθρο 6 παρ. 3 περ. α’ και β’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, που αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, το οποίο ορίζει ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί μέσα στη συντομότερη προθεσμία, στη γλώσσα που κατανοεί και με κάθε λεπτομέρεια, τη φύση και τον λόγο της σε βάρος του κατηγορίας, να διαθέτει δε τον χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες, για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, αλλά και στο άρθρο 14 παρ. 3 περ. α’ και β’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997, έχει δε επίσης υπερνομοθετική ισχύ, το οποίο περιέχει παρόμοια ρύθμιση με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 3 περ. α’ και β’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Διαφορετικά το κλητήριο θέσπισμα, αν δεν περιέχει τα ανωτέρω στοιχεία, είναι άκυρο, κατά το άρθρο 321 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ., οι σχετικές δε ελλείψεις αποδεικνύονται από το αντίτυπο που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ή από το αντίτυπο που επισυνάπτεται στη δικογραφία, σε περίπτωση δε έλλειψής τους, από το αποδεικτικό επίδοσης (άρθρο 321 παρ. 5 του Κ.Ποιν.Δ.). Περαιτέρω, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία αφορά πράξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας στο ακροατήριο και είναι σχετική, πρέπει, κατά το άρθρο 174 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., να προταθεί μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την κατηγορία σε τελευταίο βαθμό, πριν αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή από την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, άλλως καλύπτεται, κατά το άρθρο 175 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., ενώ, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται, αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στη δίκη και δεν προβάλλει εναντίωση στην πρόοδό της, προτείνοντας την ακυρότητα (Α.Π. 515/2020). Εξάλλου, στην περίπτωση κατά την οποία στον κατηγορούμενο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, που τελέστηκε με πράξη ή παράλειψη, το κλητήριο πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της πράξης, κατά τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά της στοιχεία, καθώς και τη διάταξη του ποινικού νόμου που την προβλέπει και την τιμωρεί (άρθρα 28, 314 παρ. 1 του Π.Κ.). Όμως, όταν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αμέλεια δεν συνίσταται απλώς σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, οπότε, για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του Π.Κ., συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της διάταξης αυτής είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής (και όχι ηθικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή, η οποία δημιουργείται μόνο για τον εμφανιζόμενο ενώπιον της έννομης τάξης ως έχοντα θέση εγγυητή της ασφάλειας του έννομου αγαθού, που προσβάλλεται με την επέλευση του αποτελέσματος που πρέπει να αποτραπεί και συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή, για την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο το έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη, σύμφωνα με τα άρθρα 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ., εκτός των προβλεπόμενων στο άρθρο 321 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. άλλων στοιχείων, πρέπει επιπλέον να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, σε περίπτωση δε που αυτή πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου να προσδιορίζεται αυτός (κανόνας δικαίου), ενώ, εάν η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου. Περαιτέρω, η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Αρκεί δηλαδή, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν για την πρόκληση του συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως (λ.χ. αμέλεια του παθόντος ή τρίτου). Τούτο δε, διότι η κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη ακολουθεί τα πορίσματα της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, υπό την παραλλαγή της ενεργού αιτίας, εν αντιθέσει προς τη θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, η οποία επικρατεί για τον καταλογισμό της αστικής ευθύνης. Εξάλλου, στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα, θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση κατά την οποία, αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, τότε με μεγάλη πιθανότητα (η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας) θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (Α.Π. 107/2019). Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, υπάρχει ποινική ευθύνη του ιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια ασθενούς στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες το αποτέλεσμα αυτό, ως συνέπεια ιατρικής πράξης ή παράλειψης, οφείλεται σε παράβαση από αυτόν (ιατρό) των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση, η ενέργεια ή παράλειψή του δε αυτή δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμελείας. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης του ασθενούς απορρέει από τον νόμο. Ειδικότερα, μετά την κατάργηση, με το άρθρο 341 του Ν. 4512/2018 (Φ.Ε.Κ. 5/17-1-2018, τεύχος πρώτο), του άρθρου 24 του διατηρηθέντος σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ., κατά το άρθρο 47 του Εισ.Ν.Α.Κ., Α.Ν. 1565/1939 “Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, το οποίο όριζε ότι ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική συνδρομή του, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της πείρας που έχει αποκτήσει, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης του ασθενούς θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 3, 3 παρ. 2 και 3, 9 παρ. 3 του Ν. 3418/2005 “Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας” (Φ.Ε.Κ. 287/28-11-2005, τεύχος πρώτο), καθώς και από την εγγυητική θέση του απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης (Α.Π. 259/2021, Α.Π. 1161/2020). Έτσι, ελέγχεται ο κατηγορούμενος ιατρός για κάθε ενέργεια ή παράλειψή του υπό την ανωτέρω ιδιότητά του ως προς την παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς που επιμελήθηκε, δηλαδή εάν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή και άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση της παρενέργειας ή επιπλοκής που θα μπορούσε να επιφέρει βλάβη της υγείας του ασθενούς, όπως κάθε μέσος ιατρός της ειδικότητάς του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις, έχοντας γνώση του ιστορικού και των συμπτωμάτων του ασθενούς, καθώς και τη δυνατότητα και την εμπειρία να προβλέψει τα δυσμενή αυτά συμπτώματα και τις παρεπόμενες βλάβες που εμφανίζουν ασθενείς, υποβαλλόμενοι σε ιατρική επέμβαση (Α.Π. 1057/2016). Ειδικότερα, όταν πρόκειται περί θεράποντος χειρουργού ιατρού, αντικείμενο της ευθύνης του είναι η καλή έκβαση της χειρουργικής επέμβασης, στην οποία περιλαμβάνεται εκτός από τον προεγχειρητικό έλεγχο και το στάδιο της χειρουργικής επέμβασης, και το μετεγχειρητικό στάδιο, που αποτελούν μία ολότητα που οργανώνεται και κατευθύνεται από αυτόν, ελεγχόμενο για κάθε ενέργεια ή παράλειψή του, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, ως προς την παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς και μετά την εγχείρηση, δηλαδή εάν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση της παρενέργειας ή επιπλοκής που θα μπορούσε να επιφέρει βλάβη της υγείας του χειρουργηθέντος ασθενούς, όπως κάθε μέσος συνετός ιατρός χειρουργός της ειδικότητάς του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις, έχοντας γνώση του ιστορικού του ασθενούς και τη δυνατότητα και την εμπειρία να προβλέψει τα δυσμενή συμπτώματα που εμφανίζουν ασθενείς, υποβαλλόμενοι σε τέτοια χειρουργική επέμβαση, εφόσον η αντίστοιχη ενέργεια ή παράλειψη του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματός του και ανάγεται σε νομική υποχρέωσή του, σύμφωνα με τους επιτακτικούς κανόνες που προαναφέρθηκαν (Α.Π. 1863/2019). Εξάλλου, αν δεν περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα και τα ανωτέρω πρόσθετα στοιχεία, που απαιτούνται για τη θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, που τελέστηκε με παράλειψη, μολονότι ο υπαίτιος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ενεργήσει, τότε αυτό (κλητήριο θέσπισμα) και μαζί του η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είναι άκυρα, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ. (Α.Π. 261/2013). Η ακυρότητα αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία είναι σχετική και αφορά σε προπαρασκευαστική πράξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, καλύπτεται, αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλλει εγκαίρως ακυρότητα και αντίρρηση για την πρόοδό της (Α.Π. 1023/2019).
ΙV. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1 και 3, 112 και 113 παρ. 1 και 2 του Π.Κ., το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, η προθεσμία δε της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία (3) έτη για τα πλημμελήματα. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 340 και 343 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει, είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης με τα οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, αδιάφορα αν η υπόθεση αναβλήθηκε ή εκδικάσθηκε, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Αν το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο είναι άκυρο, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία ούτε επέρχεται αναστολή της παραγραφής, ήτοι, αν ακυρωθεί το κλητήριο θέσπισμα από το δικαστήριο, η επίδοσή του δεν έχει διακόψει την παραγραφή, αν δε έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της και έχει εξαλειφθεί το αξιόποινό της, το δικαστήριο νομίμως προχωρεί στην οριστική παύση της ασκηθείσας ποινικής δίωξης εναντίον του υπαιτίου (ΑΠ 1465/2016, Α.Π. 261/2013). V. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 511 του Κ.Ποιν.Δ.), υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από τον νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από τον νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά νόμο όροι, ή παραλείπει να αποφανθεί για ζήτημα που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του. Στην πρώτη περίπτωση που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (Ολ. Α.Π. 3/2005, Α.Π. 648/2021). Τέτοια υπέρβαση εξουσίας συντρέχει και ιδρύεται ο παραπάνω αναιρετικός λόγος, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν το Δικαστήριο της ουσίας, αυτεπαγγέλτως, χωρίς την προβολή σχετικού ισχυρισμού, προβεί σε ακύρωση κλητηρίου θεσπίσματος, συνεπεία μη ακριβούς περιγραφής της πράξης για την οποία παραπέμφθηκε να δικαστεί, καθώς και όταν, ύστερα από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, προβεί στην ακύρωση του κλητηρίου θεσπίσματος, ενώ αυτό δεν πάσχει από ακυρότητα, ακολούθως δε παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αντί να προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν εκδίκαση της υπόθεσης (Α.Π. 473/2022). VΙ. H επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον στην απόφαση για την ενοχή, δηλαδή στην καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές, προπαρασκευαστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε (Α.Π. 1306/2020). Έτσι η παρεμπίπτουσα απόφαση, που δέχεται ισχυρισμό (ένσταση) του κατηγορουμένου για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος που του επιδόθηκε, για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, καθώς και τις σκέψεις, βάσει των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην επί του ανωτέρω ισχυρισμού κρίση του (Α.Π. 697/2019). Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε (Α.Π. 658/2021). VIΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, άσκησε εμπρόθεσμα και παραδεκτά, όπως ήδη προαναφέρθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙΙ σκέψη, την κρινόμενη υπ’ αρ. έκθεσης 16/30-3-2022 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αρ. 610/4-3-2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …. Από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση έπαυσε οριστικά η εναντίον του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου, Σ. Χ. του Π., ασκηθείσα ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, φερόμενη ως τελεσθείσα σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία Π. Π. του Γ., με παράλειψη, το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως 31-8-2016, λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου, συνεπεία πενταετούς παραγραφής, επειδή με την ταυτάριθμη προηγούμενη απόφασή του το ανωτέρω δικαστήριο της ουσίας, αφού αποδέχθηκε υποβληθέντα σχετικό ισχυρισμό του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου, ακύρωσε [εσφαλμένα κατά τις αιτιάσεις της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, ειδικότερα δε κυρίως καθ’ υπέρβαση εξουσίας, σε κάθε δε περίπτωση χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθώς και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ.] το υπό στοιχεία
Αριθμός Βιβλίου Μηνύσεων: Δ16 – 197
Αριθμός Βιβλίου Ωρίμων: ΒΜ 20 – 235, με ημερομηνία 1-8-2020, κλητήριο θέσπισμα της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών …, που επιδόθηκε νομότυπα σ’ αυτόν (αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο) εντός της πενταετίας από την τέλεση της αποδιδόμενης σ’ αυτόν ως άνω αξιόποινης πράξης, με το οποίο (κλητήριο θέσπισμα) παραπέμφθηκε ενώπιον του παραπάνω δικαστηρίου της ουσίας, για να δικαστεί γι’ αυτήν. Ειδικότερα, η αξιόποινη πράξη, για την οποία παραπέμφθηκε ο αναιρεσίβλητος – κατηγορούμενος να δικαστεί στο ακροατήριο του ανωτέρω δικαστηρίου της ουσίας συνίστατο, σύμφωνα με το περιεχόμενο του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, κατά πιστή αντιγραφή, στο ότι από κοινού με τους αναφερόμενους σ’ αυτό συγκατηγορουμένους του (με την διευκρίνιση ότι πρώτος κατηγορούμενος στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα είναι ο αναιρεσίβλητος – κατηγορούμενος): “(…) στην ΚΑΡΔΙΤΣΑ κατά το χρονικό διάστημα από 26/08/2016 έως 31/08/2016, από αμέλειά τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης τους, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του αποτελέσματος αυτού. Συγκεκριμένα, ο πρώτος κατηγορούμενος ως ιατρός χειρουργός – μαιευτήρας – γυναικολόγος, ασκώντας ιατρικές πράξεις της ειδικότητάς του στην μαιευτική – γυναικολογική και χειρουργική κλινική με το διακριτικό τίτλο “…”, ο δεύτερος κατηγορούμενος ως ιατρός αναισθησιολόγος, συνεργαζόμενος με την ανωτέρω κλινική και οι, τρίτη, τέταρτος και πέμπτη των κατηγορουμένων, με την ιδιότητά τους ως καταστατικών εκπροσώπων (Προέδρου, Διευθύνοντος Συμβούλου και μελών αντιστοίχως) της ανωτέρω κλινικής, προέβησαν στις ακόλουθες πράξεις και παραλείψεις που είχαν ως αποτέλεσμα να υποστεί σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας της η Π. Π. του Γ.. Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος είχε αναλάβει, ως εκ της θέσεώς του, να υποβάλει την Π. Π., η οποία τον είχε επισκεφθεί προς τούτο, σε επέμβαση με καισαρική τομή προκειμένου να γεννήσει το πρώτο τέκνο της και είχε επιλέξει για την αναγκαία τοπική νάρκωσή της τον δεύτερο κατηγορούμενο, η οποία πράγματι έλαβε χώρα σε χειρουργείο της ανωτέρω κλινικής την 26/08/2016, είχαν δε οι κατηγορούμενοι ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να διενεργήσουν την χειρουργική επέμβαση και να αντιμετωπίσουν την μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης τους που είναι κοινώς παραδεδεγμένοι και συγκεκριμένα, είχαν την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της μετεγχειρητικής πορείας της ασθενούς, να αξιολογήσουν τα συμπτώματα που ενδεχομένως αυτή παρουσίαζε σε συνδυασμό με τα ευρήματα των εργαστηριακών και κλινικών της εξετάσεων και να χορηγήσουν την δέουσα φαρμακευτική ή άλλη αγωγή προς αντιμετώπιση τυχών επιπλοκών ή και άλλων παθήσεων που παρουσιάζονται κατά την μετεγχειρητική της πορεία. Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι προέβησαν στην διενέργεια της καισαρικής τομής την 26/08/2016, όμως κατά την χορήγηση στην Π. Π. της επισκληριδίου αναισθησίας σε καθιστή θέση μέσω βελόνας <… 18G> στο διάστημα μεταξύ των οσφυϊκών σπονδύλων 03 – 04, το δεξί πόδι της Π. Π. τινάχτηκε προς τα επάνω και άρχισε αμέσως να μουδιάζει χάνοντας η ίδια πλήρως την αίσθηση αυτού. Την ίδια ημέρα και μετά από μερικές ώρες από την διενέργεια της επέμβασης, η παθούσα άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα χειροτέρευσης της υγείας της (έντονους σπασμούς και στα δύο χέρια), τα οποία ανέφερε αμέσως στους κατηγορούμενους, οι οποίοι όμως δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια προς αποκατάσταση της υγείας της, ενώ, όταν στην συνέχεια η παράλυση και η αναισθησία στο δεξιό πόδι της επέμενε υπάρχουσα κατά τις βραδινές ώρες, γεγονός για το οποίο ενημερώθηκαν οι κατηγορούμενοι, οι τελευταίοι αξιολόγησαν τα συμπτώματα ως περαστικά μη προβαίνοντας σε οποιαδήποτε ενδεδειγμένη ενέργεια. Την επόμενη ημέρα, ήτοι το Σάββατο 27/08/2016 και εφόσον τα συμπτώματα της παράλυσης και αναισθησίας παρέμεναν ισχύοντα, οι κατηγορούμενοι κάλεσαν την ιατρό νευρολόγο … Α. – Μ. Α., η οποία – αφού εξέτασε κλινικά την παθούσα – διέγνωσε ότι εμφανίζει πάρεση δεξιού κάτω άκρου και υπαισθησία αυτού, καθώς και στο δεξί σκέλος κατάργηση αντανακλαστικού γόνατος και αχίλλειου, ενώ συνέστησε την διενέργεια <…>. Εν τούτοις, οι κατηγορούμενοι κάλεσαν ασθενοφόρο από το ιατρικό κέντρο “…”, προκειμένου να υποβληθεί η παθούσα σε αξονική τομογραφία και όχι σε μαγνητική, που είχε συστήσει ως ενδεικνυόμενη η ανωτέρω νευρολόγος. Σύμφωνα δε με από 27/08/2016 έγγραφο του ανωτέρω ιατρικού κέντρου, που συνέταξε η ιατρός – ακτινοδιαγνώστης Α. Β., συνεστήθη περαιτέρω διερεύνηση με MRI, αλλά ουδόλως οι κατηγορούμενοι παρέπεμψαν την παθούσα στο αρμόδιο διαγνωστικό κέντρο προς διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας. Την Δευτέρα 29/08/2016 διαπιστώθηκε αδυναμία ούρησης της παθούσας, η οποία δεν είχε αίσθηση του ελέγχου ούρησης και των γεννητικών της οργάνων, ενώ την Τρίτη 30/08/2016, διαπιστώθηκε ότι η παθούσα δεν είχε καμία αίσθηση ούτε και της ανάγκης κένωσης, εκτός της ούρησης και ότι επίσης, όπως και στην ούρηση, δεν μπορούσε να ελέγξει και την περιοχή του ορθού και πρωκτού για την λειτουργία αυτή, οπότε η παθούσα και ο σύζυγός της, – κατόπιν συστάσεων του ουρολόγου … Κ. Γ., με τον οποίο ήρθαν σε επικοινωνία με δική τους πρωτοβουλία, – ζήτησαν από τους κατηγορούμενους να διώξουν άμεσα την παθούσα με παραπεμπτικό για μαγνητική τομογραφία στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας. Μόλις την επόμενη ημέρα, μετά την παρέλευση πέντε [5] και πλέον ημερών, ήτοι την Τετάρτη 31/08/2016, οδηγήθηκε με ασθενοφόρο η παθούσα στα ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ του Γενικού Νοσοκομείου …, όπου εξετάστηκε από ιατρό – νευρολόγο, ο οποίος την παρέπεμψε επειγόντως στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας, όπου και μεταφέρθηκε με το ίδιο ασθενοφόρο περί την 16.00 ώρα της ίδιας ημέρας. Στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας, μετά την άμεση διενέργεια των αναγκαίων εξετάσεων και συγκεκριμένα την διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας, η παθούσα εισήχθη εσπευσμένα στην νευρολογική κλινική, όπου και παρέμεινε κλινήρης έως την 08/09/2016, ήτοι επί εννέα [9] ημέρες. Διαγνώστηκε ότι η παθούσα έπασχε από ιππουριδική συνδρομή λόγω αραχνοειδίτιδας του μυελικού κώνου και ιππουρίδας, η οποία προκάλεσε την αδυναμία και αναισθησία του (δε) κάτω άκρου, την αδυναμία ούρησης και κένωσης και την υπαισθησία δίκην σέλας στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Ειδικότερα, ο δεύτερος κατηγορούμενος προέβη στην διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο, καθόσον τραυμάτισε με την αιχμή της βελόνης τα νεύρα στην περιοχή του νύγματος, ήτοι τις κατώτερες οσφυϊκές και ιερές ρίζες 04 – 05 – 11 – 12 – 13 που πορεύονται παράλληλα προς το τελικό νημάτιο ωσάν τρίχες ουράς αλόγου (ιππουρίς) και επιπλέον διοχέτευσε επιπλέον μη ενδεικνυόμενη – τοξική ποσότητα αναισθητικού φαρμάκου (levobupivacaine), που επέφερε τοξική βλάβη στην αραχνοειδή μήνιγγα που περιβάλλει τον μυελικό κώνο, στην ιππουρίδα και στις νωτιαίες ρίζες, ενέργειες οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την παραλυσία και αναισθησία στο δεξιό πόδι της παθούσας, στα γεννητικά όργανα και την αδυναμία ούρησης και αφόδευσης. Στην συνέχεια όμως, οι κατηγορούμενοι, ενώ γνώριζαν ότι προκλήθηκε βαρεία νευρολογική βλάβη στην παθούσα και ότι η καθυστέρηση αυξάνει γεωμετρικά τον κίνδυνο μονιμότητας και μακροχρονιότητας των νευρολογικών επιπλοκών και συμπτωμάτων εξαιτίας της φύσεως της νευρολογικής βλάβης, είχαν δε την υποχρέωση να παρακολουθούν επισταμένως την πορεία της υγείας και την εξέλιξη της μετεγχειρητικής καταστάσεως της ασθενούς παραπέμποντάς την στους αρμόδιους για την αποκατάσταση της υγείας της ιατρούς και υποβάλλοντας την στην διενέργεια των ενδεδειγμένων ιατρικών εξετάσεων, ωστόσο οι κατηγορούμενοι, ενώ όφειλαν πάραυτα να οργανώσουν την διακομιδή της παθούσας από την ιδιωτική κλινική στο κατάλληλο νοσοκομείο, ενημερώνοντας επαρκώς τους ιατρούς που θα αναλάμβαναν την περαιτέρω αντιμετώπιση της καταστάσεως της και ειδικότερα τους ιατρούς του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας, όπου στην συνέχεια μεταφέρθηκε η ασθενής, αντίθετα οι ίδιοι διατείνονταν ότι δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα και ότι η επέμβαση εξελίχθηκε ομαλά, καθησυχάζοντας την παθούσα και αξιολογώντας την κατάσταση της υγείας της ως μη χρήζουσας άμεσης ιατρικής φροντίδας, παρέλειψαν δε να την παραπέμψουν άμεσα και χωρίς καθυστέρηση στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας για την ενδεικνυόμενη θεραπεία, με αποτέλεσμα να παρέλθει έτσι ο κρίσιμος χρόνος των πρώτων ωρών μετά την επέμβαση, οπότε και η νευρολογική βλάβη που υπέστη η παθούσα κατέστη μη αναστρέψιμη, η δε βαρεία σωματική βλάβη της κατέστη μόνιμη. Η πράξη προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 1, 14, 15, 16, 18, 26 εδ. β, 28, 51, 53, 55, 57, 79, 80, 81, 314 § 1 εδ. α & 2 Π.Κ.”. Κατά την εκδίκαση της ανωτέρω υπόθεσης, που αφορούσε πλημμεληματική πράξη, στο δικαστήριο της ουσίας, την 4-3-2022, ενώ δηλαδή είχε συμπληρωθεί την ημέρα της δίκης η πενταετής παραγραφή, αλλά είχε ανασταλεί η κύρια διαδικασία επί τριετία με την επίδοση του παραπάνω κλητηρίου θεσπίσματος, όπως προαναφέρθηκε, και δεν είχε συμπληρωθεί η οκταετής πλέον παραγραφή, ο αναιρεσίβλητος – κατηγορούμενος εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πιο πάνω δικαστηρίου και σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 1 και 4 του Κ.Ποιν.Δ., πρόβαλε, δια του συνηγόρου υπεράσπισής του, ισχυρισμό περί ακυρότητας του επιδοθέντος σ’ αυτόν ως άνω κλητηρίου θεσπίσματος, που ανέπτυξε προφορικά, κατέθεσε δε αυτόν και εγγράφως και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, κατ’ άρθρο 141 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., που έχει, κατά πιστή μεταφορά, ως ακολούθως: “Το επιδοθέν σε εμέ κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει τα κατά νόμο και δη τα κατά το άρθρο 321 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οριζόμενα στοιχεία, ήτοι την ακριβή περιγραφή της πράξης δια την οποία κατηγορούμαι και ειδικότερα κατηγορούμαι ότι από κοινού με τον αναισθησιολόγο Χ. Μ., ενώ γνώριζα τη βαρεία νευρολογική βλάβη της Π. Π., εν τούτοις παρέλειψα να την παραπέμψω στο Νοσοκομείο Λάρισας για την ενδεικνυόμενη θεραπεία με αποτέλεσμα να παρέλθει κρίσιμος χρόνος των πρώτων ωρών μετά την επέμβαση, οπότε η νευρολογική βλάβη κατέστη μόνιμη. Ανεξαρτήτως του αβασίμου της αποδιδόμενης σε εμέ κατηγορίας, δεν περιγράφεται στο κλητήριο θέσπισμα ποια ήτο η “ενδεικνυόμενη θεραπεία” ώστε να κριθεί τι επακριβώς παρέλειψα να πράξω και ποια θεραπεία δεν έδωσα στη φερόμενη ως παθούσα. Με την άνω παράλειψη το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο και απαράδεκτο και δέον να ακυρωθεί”, περαιτέρω δε με προφορική δήλωση του συνηγόρου υπεράσπισης του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου, που επίσης καταχωρήθηκε στα ανωτέρω πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, συμπλήρωσε τον ως άνω ισχυρισμό του εντολέα του περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος αναφέροντας αυτολεξεί ότι: “(…) δεν μνημονεύεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του δεύτερου κατηγορουμένου συνεπεία της αποδιδόμενης σε εκείνον τέλεσης της πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια δια παραλείψεως, ήτοι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 ΠΚ και δη δεν γίνεται ακριβής αναφορά του νόμου από την οποία υφίσταται η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση ως ιατρού.”. Τον παραπάνω ισχυρισμό του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας (Μονομελές Πλημμελειοδικείο …) με την προσβαλλόμενη απόφασή του [αφού προηγουμένως δόθηκε ο λόγος: α) στην εισαγγελέα της έδρας, η οποία πρότεινε την παραδοχή του, ακολούθως δε να παύσει οριστικά η ασκηθείσα εναντίον του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, λόγω παραγραφής, β) τον πληρεξούσιο δικηγόρο της υποστηρίζουσας την κατηγορία, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη του ανωτέρου ισχυρισμού του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, και γ) τον συνήγορο υπεράσπισης του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου, ο οποίος συντάχθηκε με την παραπάνω πρόταση της Εισαγγελέα της έδρας], με την ακολούθως, κατά το μέρος που ενδιαφέρει την παρούσα υπόθεση, κατά πιστή αντιγραφή, εκτιθέμενη αιτιολογία, μετά την παράθεση νομικής σκέψης σχετικής με την ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος (άρθρο 321 του Κ.Ποιν.Δ.), σωματική βλάβη από αμέλεια, με παράλειψη, από υπόχρεο (άρθρα 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ.), και οριστική παύση της ποινής δίωξης, λόγω παραγραφής (άρθρα 111 παρ. 1 και 2, 112 και 113 παρ. 1 του Π.Κ., 368 του Κ.Ποιν.Δ.): “(…) Ο πρώτος κατηγορούμενος πρόβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, ισχυριζόμενος, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του ισχυρισμού του, ότι είναι αόριστο και ασαφές και συνεπώς άκυρο το κλητήριο θέσπισμα, διότι δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια αφενός μεν οι ιδιαίτεροι επιτακτικοί κανόνες δικαίου από τους οποίους προκύπτει η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση ως ιατρού χειρουργού – μαιευτήρα – γυναικολόγου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος της σωματικής βλάβης της παθούσας αφετέρου τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ποινικά επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη της αποδιδόμενης σωματικής βλάβης από αμέλεια. (…) Ειδικότερα, από την επισκόπηση του προσβαλλόμενου κλητηρίου θεσπίσματος προκύπτει ότι, αναφορικά με τον πρώτο κατηγορούμενο, γίνεται μνεία της ιδιότητάς του ως ιατρού χειρουργού – μαιευτήρα – γυναικολόγου, οπότε και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω νομική σκέψη, δεν απαιτείται να αναφέρεται ο ειδικότερος επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο υποκειμενικώς και αντικειμενικώς απορρέει η υποχρέωσή του να ενεργήσει, ήτοι σύμφωνα με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005), πλην όμως δεν αναφέρονται εκείνα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η αμελής συμπεριφορά του, η οποία να συνδέεται αιτιακώς με το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης της παθούσας, και τα οποία είναι αναγκαία για να συγκροτηθεί ακολούθως η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση αποτροπής του ως άνω εγκληματικού αποτελέσματος. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται μνεία ότι ο πρώτος κατηγορούμενος “είχε αναλάβει, ως εκ της θέσεως του, να υποβάλει την Π. Π., η οποία τον είχε επισκεφθεί προς τούτο, σε επέμβαση με καισαρική τομή προκειμένου να γεννήσει το πρώτο τέκνο της και είχε επιλέξει για την αναγκαία τοπική νάρκωσή της τον δεύτερο κατηγορούμενο”, ότι “προέβη μαζί με το δεύτερο κατηγορούμενο στη διενέργεια της καισαρικής τομής την 26/08/2016”, και ότι είχε “ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να διενεργήσει την χειρουργική επέμβαση και να αντιμετωπίσει την μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης τους που είναι κοινώς παραδεδεγμένοι και συγκεκριμένα, είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρακολουθήσει την εξέλιξη της μετεγχειρητικής πορείας της ασθενούς, να αξιολογήσει τα συμπτώματα που ενδεχομένως αυτή παρουσίαζε σε συνδυασμό με τα ευρήματα των εργαστηριακών και κλινικών της εξετάσεων και να χορηγήσει την δέουσα φαρμακευτική ή άλλη αγωγή προς αντιμετώπιση τυχών επιπλοκών ή και άλλων παθήσεων που παρουσιάζονται κατά την μετεγχειρητική της πορεία” πλην όμως ακολούθως αναφέρεται (βλ. την τρίτη σελίδα του κλητηρίου θεσπίσματος) ότι “ο δεύτερος κατηγορούμενος προέβη στην διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο, καθόσον τραυμάτισε με την αιχμή της βελόνης τα νεύρα στην περιοχή του νύγματος, ήτοι τις κατώτερες οσφυϊκές και ιερές ρίζες 04 – 05 – 11 – 12 – 13 που πορεύονται παράλληλα προς το τελικό νημάτιο ωσάν τρίχες ουράς αλόγου (ιππουρίς) και επιπλέον διοχέτευσε επιπλέον μη ενδεικνυόμενη – τοξική ποσότητα αναισθητικού φαρμάκου (levobupivacaine), που επέφερε τοξική βλάβη στην αραχνοειδή μήνιγγα που περιβάλλει τον μυελικό κώνο, στην ιππουρίδα και στις νωτιαίες ρίζες, ενέργειες οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την παραλυσία και αναισθησία στο δεξιό πόδι της παθούσας, στα γεννητικά όργανα και την αδυναμία ούρησης και αφόδευσης”. Συνακόλουθα, από το κλητήριο θέσπισμα προκύπτει ότι από προηγούμενη θετική πράξη του δευτέρου κατηγορουμένου προκλήθηκε (βαριά) σωματική βλάβη στην παθούσα (παραλυσία και αναισθησία στο δεξιό πόδι της παθούσας, στα γεννητικά όργανα και αδυναμία ούρησης και αφόδευσης), ενώ δεν γίνεται ουδεμία αναφορά σε εκείνα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η αμελής συμπεριφορά του πρώτου κατηγορουμένου η οποία να συνδέεται αιτιακώς με το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης της παθούσας, ήτοι να προκύπτει ότι αυτός αφενός δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος ιατρός της ειδικότητάς του, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, μολονότι στο κλητήριο θέσπισμα γίνεται μνεία περί ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του δευτέρου κατηγορουμένου (διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο) ως ιατρού αναισθησιολόγου και της πρόκλησης σωματικής βλάβης της παθούσας, ακολούθως δεν γίνεται αναφορά σε κανένα πραγματικό περιστατικό από το οποίο να προκύπτει το πως συνδέεται αιτιακά η ιδιότητα του πρώτου κατηγορουμένου ως ιατρού χειρουργού – μαιευτήρα – γυναικολόγου, από την οποία απορρέει η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση αποτροπής της σωματικής βλάβης της παθούσας, με τη σωματική βλάβη αυτή καθαυτή, η οποία άλλωστε είχε ήδη επέλθει από την αυτοτελή προηγούμενη θετική πράξη του δευτέρου κατηγορουμένου. Συνακόλουθα, ο αυτοτελής ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου (κατά το δεύτερο σκέλος του) τυγχάνει βάσιμος στην ουσία του, οπότε και το προκείμενο κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο, κατ’ άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ, σύμφωνα με την ως άνω νομική σκέψη, κατά το μέρος που αφορά στον κατηγορούμενο αυτό. (…) Κατόπιν τούτων, η υπόθεση επανέρχεται στο προδικαστικό στάδιο και ανατρέπονται όλα τα αποτελέσματα της επίδοσης του άκυρου κλητηρίου θεσπίσματος, συνεπώς και η αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής. Εφόσον δε ο φερόμενος χρόνος τέλεσης της πράξης που αποδίδεται στους πρώτο (….) των κατηγορουμένων είναι το χρονικό διάστημα από 26/08/2016 έως 31/08/2016, το αξιόποινο αυτής εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής, αφού από τότε μέχρι σήμερα παρήλθαν πέντε έτη χωρίς να εμφιλοχωρήσει αναστολή και, ως εκ τούτου, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για αυτούς λόγω παραγραφής”. Από την ανωτέρω αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης με σαφήνεια συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας προχώρησε στην ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος με την παραδοχή ότι δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτό (κλητήριο θέσπισμα) πραγματικά περιστατικά, όπως αυτολεξεί αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση: “(…) από τα οποία να προκύπτει η αμελής συμπεριφορά του πρώτου κατηγορουμένου η οποία να συνδέεται αιτιακώς με το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης της παθούσας, ήτοι να προκύπτει ότι αυτός αφενός δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος ιατρός της ειδικότητάς του, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, μολονότι στο κλητήριο θέσπισμα γίνεται μνεία περί ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του δευτέρου κατηγορουμένου (διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο) ως ιατρού αναισθησιολόγου και της πρόκλησης σωματικής βλάβης της παθούσας, ακολούθως δεν γίνεται αναφορά σε κανένα πραγματικό περιστατικό από το οποίο να προκύπτει το πως συνδέεται αιτιακά η ιδιότητα του πρώτου κατηγορουμένου ως ιατρού χειρουργού – μαιευτήρα – γυναικολόγου, από την οποία απορρέει η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση αποτροπής της σωματικής βλάβης της παθούσας, με τη σωματική βλάβη αυτή καθαυτή, η οποία άλλωστε είχε ήδη επέλθει από την αυτοτελή προηγούμενη θετική πράξη του δευτέρου κατηγορουμένου. (…)”, δηλαδή για λόγο που ουδόλως πρόβαλε ο αναιρεσίβλητος – κατηγορούμενος, καθόσον ο τελευταίος ζήτησε την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, επειδή δεν περιγράφεται σ’ αυτό, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά πιστή μεταφορά: “(…) ποια ήτο η “ενδεικνυόμενη θεραπεία” ώστε να κριθεί τι επακριβώς παρέλειψα να πράξω και ποια θεραπεία δεν έδωσα στη φερόμενη ως παθούσα. (…)”. Έτσι όμως, το δικαστήριο της ουσίας, ακυρώνοντας το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα, ακολούθως δε παύοντας οριστικά την ασκηθείσα σε βάρος του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, που τελέστηκε με παράλειψη, σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία, υπερέβη την εξουσία του θετικά, αφού άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από τον νόμο, ειδικότερα δε αποφάνθηκε για την ακυρότητα του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος για λόγο που δεν προτάθηκε από τον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο, ως εκ τούτου δε ακόμη και αν υπήρχε η ανωτέρω ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, που δεν προτάθηκε όμως, αυτή καλύφθηκε, καθόσον, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο

ΙΙΙ νομική σκέψη, η ως άνω ακυρότητα, η οποία αφορά πράξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι σχετική, προτείνεται δε από τον κατηγορούμενο, πριν αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή από την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, διαφορετικά καλύπτεται (Α.Π. 45/2020). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση είναι βάσιμος. Περαιτέρω, το δικαστήριο της ουσίας με τις προαναφερθείσες παραδοχές του για την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος και ακολούθως την οριστική παύση της ασκηθείσας εναντίον του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου ποινικής δίωξης για την προαναφερθείσα πράξη, λόγω παραγραφής, αφενός δεν διέλαβε στην ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου δε εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28, 111 παρ. 1 και 3, 112, 113 παρ. 1 και 314 παρ. 1 του Π.Κ.. Ειδικότερα, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής, καθόσον αφορά την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν διαλαμβάνονται σ’ αυτήν σκέψεις για ποιο λόγο η αποδιδόμενη στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο αμέλεια, συγκεκριμένα δε η παράλειψή του, ως θεράποντος ιατρού της υποστηρίζουσας την κατηγορία, να αντιμετωπίσει αμέσως, όπως είχε υποχρέωση, τα συμπτώματα που εμφάνισε η τελευταία, μετά την χειρουργική επέμβαση της καισαρικής τομής, την ίδια ημέρα, μετά από μερικές ώρες από την διενέργειά της (επέμβασης), καθώς και την χειροτέρευση της υγείας της, πραγματικά περιστατικά για τα οποία ενημερώθηκε εγκαίρως αυτός, δηλαδή ο αναιρεσίβλητος – κατηγορούμενος, κατά τα αναφερόμενα στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα, δεν συνδέεται αιτιωδώς με την καθυστερημένη αντιμετώπιση αυτών (συμπτωμάτων), μετά την παρέλευση πέντε (5) ημερών από την εμφάνισή τους, που είχε ως συνέπεια η νευρολογική βλάβη που υπέστη η υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την ιατρική πράξη της αναισθησίας της, προκειμένου να διενεργηθεί η χειρουργική επέμβαση της καισαρικής τομής και να γεννήσει το πρώτο τέκνο της, να καταστεί μη αναστρέψιμη, η δε σωματική της βλάβη μόνιμη. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με όσα εκτενώς έχουν αναπτυχθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙV νομική σκέψη, όταν πρόκειται περί θεράποντος χειρουργού ιατρού, ιδιότητα την οποία είχε ο αναιρεσίβλητος – κατηγορούμενος στην κρινόμενη υπόθεση, αντικείμενο της ευθύνης του είναι η καλή έκβαση της χειρουργικής επέμβασης, στην οποία περιλαμβάνεται εκτός από τον προεγχειρητικό έλεγχο και το στάδιο της χειρουργικής επέμβασης, καθώς και το μετεγχειρητικό στάδιο, που αποτελούν μία ολότητα που οργανώνεται και κατευθύνεται από αυτόν, ελεγχόμενο για κάθε ενέργεια ή παράλειψή του, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, ως προς την παρακολούθηση της πορείας της υγείας του ασθενούς και μετά την εγχείρηση, δηλαδή εάν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση της παρενέργειας ή επιπλοκής που θα μπορούσε να επιφέρει βλάβη της υγείας του χειρουργηθέντος ασθενούς ή και επιδείνωσή της, όπως κάθε μέσος συνετός ιατρός χειρουργός της ειδικότητάς του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις, έχοντας γνώση του ιστορικού του ασθενούς και τη δυνατότητα και την εμπειρία να προβλέψει τα δυσμενή συμπτώματα που εμφανίζουν ασθενείς, υποβαλλόμενοι σε τέτοια χειρουργική επέμβαση, παράλειψη που αποδίδεται στην κρινόμενη υπόθεση στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης για την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, στηρίζεται στην έλλειψη αναφοράς πραγματικών περιστατικών που συνδέουν τον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο με την σωματική βλάβη που προκλήθηκε στην υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την ιατρική πράξη της αναισθησίας της, προκειμένου να διενεργηθεί η χειρουργική επέμβαση της καισαρικής τομής και να γεννήσει το πρώτο τέκνο της, πλην όμως με το ως άνω κλητήριο θέσπισμα δεν του αποδίδεται αυτή η πράξη, αλλά η παράλειψή του, ως θεράποντος ιατρού, να αντιμετωπίσει αμέσως τα δυσμενή συμπτώματα που εμφάνισε η υποστηρίζουσα την κατηγορία, μετά την χειρουργική επέμβαση, για τα οποία ενημερώθηκε εγκαίρως, γνωρίζοντας δε ότι προκλήθηκε νευρολογική βλάβη στην υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την ιατρική πράξη της αναισθησίας της, καθώς και ότι η καθυστέρηση αντιμετώπισής της αυξάνει γεωμετρικά τον κίνδυνο μονιμότητας και μακροχρονιότητας των νευρολογικών επιπλοκών, δεν αξιολόγησε εγκαίρως και ορθώς την κατάσταση της υγείας της ως χρήζουσας άμεσης ιατρικής φροντίδας, με αποτέλεσμα να μη οργανώσει εγκαίρως την διακομιδή της στο κατάλληλο νοσοκομείο για τη νοσηλεία της, παράλειψη που είχε συνέπεια η ανωτέρω σωματική βλάβη που υπέστη η τελευταία, δηλαδή η υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την αναισθησία της, να καταστεί μη αναστρέψιμη και μόνιμη. Περαιτέρω, από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, προκύπτει ότι αναφέρονται σ’ αυτό επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική (μη συνειδητή αμέλεια), την αποδιδόμενη στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης, από αμέλεια, από υπόχρεο, για την οποία παραπέμφθηκε να δικαστεί στο ακροατήριο του δικαστηρίου της ουσίας (Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …). Επίσης στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου να ενεργήσει προς αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που εμφανίστηκαν στην υποστηρίζουσα την κατηγορία, μετά την χειρουργική επέμβαση και να αποτρέψει το επελθόν αποτέλεσμα. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι ήταν ιατρός (χειρουργός – μαιευτήρας), που είχε αναλάβει, λόγω της ιδιότητάς του αυτής, να υποβάλει την υποστηρίζουσα την κατηγορία (παθούσα) σε καισαρική τομή, για να γεννήσει το πρώτο τέκνο της στην αναφερόμενη σ’ αυτό (κλητήριο θέσπισμα) κλινική, επιλέγοντας και τον αναισθησιολόγο, έχοντας την ευθύνη της φροντίδας της και κατά το μετεγχειρητικό στάδιο, που αποτελούν, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο

ΙΙΙ νομική σκέψη, μία ολότητα που οργανώνεται και κατευθύνεται από αυτόν, ως χειρουργό ιατρό, η γνώση του ότι προκλήθηκε νευρολογική βλάβη στην υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την ιατρική πράξη της αναισθησίας της, αφού ενημερώθηκε αμέσως, ότι η καθυστέρηση αντιμετώπισής της αυξάνει τον κίνδυνο μονιμότητας της βλάβης αυτής, καθώς και ότι δεν οργάνωσε την έγκαιρη διακομιδή της στο κατάλληλο νοσοκομείο για τη νοσηλεία της, επειδή δεν αξιολόγησε εγκαίρως και ορθώς, με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης που είναι κοινώς παραδεδεγμένοι, την κατάσταση της υγείας της και ότι έχρηζε άμεσης ιατρικής φροντίδας, καθώς και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ανωτέρω αμελούς συμπεριφοράς του και του επελθόντος αποτελέσματος, που συνίσταται όχι στην πρόκληση της περιγραφόμενης στο κλητήριο θέσπισμα σωματικής βλάβη που επήλθε από την ιατρική πράξη της αναισθησίας, αλλά στο ότι αυτή κατέστη μη αναστρέψιμη και μόνιμη, λόγω της μη έγκαιρης διακομιδής της υποστηρίζουσας την κατηγορία σε κατάλληλη νοσηλευτική μονάδα και παροχής σ’ αυτήν της επιβαλλόμενης ιατρικής φροντίδας, οφειλόμενης (της καθυστερημένης διακομιδής της υποστηρίζουσας την κατηγορία σε κατάλληλη νοσηλευτική μονάδα) σε αμέλειά του, ως θεράποντος ιατρού της. Με την παράθεση των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών στο προαναφερόμενο κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο, προσδιορίζεται επαρκώς η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του τελευταίου να ενεργήσει για την αντιμετώπιση των επιπλοκών, νευρολογικής φύσης, που εμφάνισε η υποστηρίζουσα την κατηγορία, μετά την χειρουργική επέμβαση, στηριζόμενη αφενός στη σύμβαση που είχε καταρτίσει με την τελευταία και είχε αναλάβει τον τοκετό της, που πραγματοποίησε, αφετέρου δε στην εγγυητική θέση, λόγω του επαγγέλματός του, ως ιατρού, απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας της ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, που εκτείνεται και κατά το μετεγχειρητικό στάδιο, κατά το οποίο επέδειξε την προαναφερθείσα αμέλεια, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με τη σωματική βλάβη της παθούσας, καθόσον κατέστη μόνιμη, λόγω της καθυστερημένης αντιμετώπισής της, οφειλόμενης σε αμέλειά του, κατά τα εκτιθέμενα στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο είναι έγκυρο, αφού περιέχονται σ’ αυτό όλα τα αναγκαία από τον νόμο στοιχεία, με την επίδοσή του δε στον τελευταίο, πριν την παρέλευση πενταετίας από τον χρόνο τέλεσης της περιγραφόμενης α’ αυτό αξιόποινης πράξης, ανεστάλη η προθεσμία της πενταετούς παραγραφής του αξιοποίνου της επί μία τριετία, κατά τον χρόνο δε της εκδίκασης της υπόθεσης στο δικαστήριο της ουσίας, την 4-3-2002, δεν είχε εξαλειφθεί το αξιόποινο της με παραγραφή, αφού είχε τελεστεί το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως και 31-8-2022 και από τότε που τελέστηκε δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής και της τριετούς αναστολής της, δηλαδή δεν είχε παρέλθει οκταετία (άρθρο 113 παρ. 2 του Π.Κ.). Παραταύτα, ενώ δεν συνέτρεχαν οι από το νόμο όροι, που παρείχαν στο ως άνω δικαστήριο της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, την δικαιοδοσία και την εξουσία να κρίνει ότι είναι άκυρο το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, τελεσθείσα με παράλειψη, σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία, λόγω συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής του αξιοποίνου της, τούτο, δηλαδή το ανωτέρω δικαστήριο της ουσίας ακυρώνοντας το ως άνω κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο, πριν τη συμπλήρωση πενταετίας από την τέλεση της παραπάνω αποδιδόμενης σ’ αυτό αξιόποινης πράξης, κατά παραδοχή σχετικού ισχυρισμού του τελευταίου, αφενός χωρίς να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου δε ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28, 111 παρ. 1 και 3, 112, 113 παρ. 1 και 2, 314 παρ. 1 του Π.Κ., όπως βασίμως διατείνεται ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της κρινόμενης αίτησής του για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων αντιστοίχως, αναιρετικοί λόγοι που είναι βάσιμοι, υπερέβη την από το νόμο εξουσία του και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου, για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, τελεσθείσα με παράλειψη, σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία, λόγω ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος που του επιδόθηκε και συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής του αξιοποίνου της. VIΙI. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, κατά παραδοχή των λόγων της κρινόμενης αίτησης του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Θ’ του Κ.Ποιν.Δ., για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της πληττόμενης απόφασης, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, καθώς και υπέρβασης εξουσίας, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις διατάξεις της που αφορούν: α) την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο, και β) την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, που ασκήθηκε εναντίον του τελευταίου, για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, φερόμενη ως τελεσθείσα σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία Π. Π. του Γ., με παράλειψη, στην Καρδίτσα, το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως 31-8-2016, λόγω παραγραφής, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αρ. 610/4-3-2022 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …, ως προς τις διατάξεις της που αφορούν: α) την ακύρωση του υπό στοιχεία
Αριθμός Βιβλίου Μηνύσεων: Δ16 – 197
Αριθμός Βιβλίου Ωρίμων: ΒΜ 20 – 235, με ημερομηνία 1-8-2020, κλητηρίου θεσπίσματος της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών …, που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο, Σ. Χ. του Π. και της Σ., κάτοικο … (οδός …), και β) την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, που ασκήθηκε εναντίον του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου, για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, φερόμενη ως τελεσθείσα σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία Π. Π. του Γ., με παράλειψη, στην Καρδίτσα, το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως 31-8-2016, λόγω παραγραφής.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενος μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που είχε δικάσει προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2022. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Νοεμβρίου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Σελίδα 33 της 1575/2022 ποινικής απόφασης του Αρείου Πάγου

 

 

Ποινή φυλάκισης σε γιατρό για το θάνατο 49χρονου από περιτονίτιδα τον Μάιο του 2017

Ο γιατρός, ο οποίος αρνείται ότι η ενδοσκόπηση προκάλεσε την τρώση του εντέρου, άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος.

Ο θάνατος 49χρονου από περιτονίτιδα, 7 χρόνια πριν, απασχόλησε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο καταδίκασε τον γιατρό σε φυλάκιση 18 μηνών με 3ετή αναστολή.

Ο άτυχος άνδρας, τον Μάιο του 2017, μπήκε στο νοσοκομείο Παπανικολάου στη Θεσσαλονίκη, για να εξεταστεί για πέτρα στη χολή όμως ύστερα από ενδοσκόπηση υπέστη τρώση δωδεκαδακτύλου.

Ο 49χρονος κατέληξε λίγες ημέρες αργότερα από πολυοργανική ανεπάρκεια. Η σύζυγος 49χρονου δεν μπορεί ακόμα να πιστέψει πώς έχασε τον άντρα της

Θάνατος 49χρονου από περιτονίτιδα

Θάνατος 49χρονου από περιτονίτιδα: Ο γιατρός άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος

Σύμφωνα με την ΕΡΤ, ο γαστρεντερολόγος κατηγορείται για ανθρωποκτονία από αμέλεια.

Ο γιατρός, ο οποίος αρνείται ότι η ενδοσκόπηση προκάλεσε την τρώση του εντέρου, άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος.

Θεσσαλονίκη: Αθώοι (λόγω αμφιβολιών) στο Εφετείο 2 γιατροί για τον θάνατο 55χρονου – Υποβλήθηκε σε χειρουργείο με γενική αναισθησία και… δεν ξύπνησε ποτέ

Πρωτόδικα είχαν καταδικαστεί σε φυλάκιση 2 ετών, με 3ετή αναστολή.

Η υπόθεση θανάτου ενός 55χρονου υλοτόμου που χειρουργήθηκε το 2016 σε σε ιδιωτική κλινική της Θεσσαλονίκης με γενική αναισθησία και δεν ξύπνησε ποτέ μετά την επέμβαση, είχε προκαλέσει σάλο στο Πανελλήνιο.

Χειρουργήθηκε με γενική αναισθησία και δεν ξύπνησε ποτέ: Αθώοι στο Εφετείο, λόγω αμφιβολιών, οι δύο γιατροί που κατηγορούνταν για τον θάνατο του 55χρονου

Σήμερα Παρασκευή οι δύο γιατροί που κατηγορούνταν για τον θάνατο, από αμέλεια του 55χρονου υλοτόμου κρίθηκαν από το Εφετείο αθώοι, λόγω αμφιβολιών.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕεξετάζοντας την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, οι δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης αθώωσαν τους δύο γιατρούς (ο πρώτος είναι καρδιολόγος κι ο δεύτερος αναισθησιολόγος), διατηρώντας αμφιβολίες περί της ενοχής τους.

Πρωτόδικα είχαν καταδικαστεί σε φυλάκιση 2 ετών, με 3ετή αναστολή.

Για την ίδια υπόθεση είχε αθωωθεί από τον πρώτο βαθμό ένας χειρουργός ορθοπεδικός

Το χρονικό

Ο άτυχος άνδρας, από περιοχή της Έδεσσας, είχε απευθυνθεί στην κλινική, ύστερα από τραυματισμό που υπέστη με αλυσοπρίονο στο μικρό δάκτυλο του χεριού του, κατά τη διάρκεια ξυλουργικών εργασιών τον Ιούλιο του 2016.

Αφού έγινε ο προεγχειρητικός έλεγχος, υποβλήθηκε σε χειρουργείο με γενική αναισθησία, αλλά δεν ξύπνησε μετά την επέμβαση. Ο θάνατός του αποδόθηκε σε ισχαιμική καρδιοπάθεια, την οποία, όπως περιγράφεται στο κατηγορητήριο, δεν είχαν διαγνώσει οι γιατροί εξετάζοντας προεγχειρητικά το θύμα.

Γιατρός κατηγορείται για τον θάνατο 14χρονης: Να μη διενεργήσει χειρουργείο μέχρι τη δίκη του αποφαίνεται με βούλευμα το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών

Συνεκτιμήθηκαν δύο προηγούμενες καταδίκες του ίδιου κατηγορούμενου χειρουργού (η μία κατέστη αμετάκλητη) για ανάλογα περιστατικά.

Ο γιατρός που κατηγορείται για τον θάνατο μιας 14χρονης ασθενούς παραπέμπεται σε δίκη ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου και μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο αποφάνθηκε με βούλευμα του ότι ο γιατρός δεν θα μπορεί να διενεργήσει χειρουργείο και δεν θα μπορεί να συμμετάσχει σε χειρουργικές επεμβάσεις. 

Πρόκειται για τον γιατρό που κατηγορείται για τον θάνατο της 14χρονης Γεωργίας από την Επανομή Θεσσαλονίκης, ύστερα από χειρουργική επέμβαση τοποθέτησης γαστρικού δακτυλίου, τον Ιούνιο του 2021, επειδή ήταν παχύσαρκη.

Συνεκτιμώντας δύο προηγούμενες καταδίκες του ίδιου κατηγορούμενου χειρουργού (η μία κατέστη αμετάκλητη) για ανάλογα περιστατικά έπειτα από όμοια χειρουργεία (λαπαροσκοπικά), οι δικαστές του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, αποφάσισαν να του θέσουν τον παραπάνω περιοριστικό όρο (εκτός από την χρηματική εγγυοδοσία που του είχε επιβληθεί μετά την απολογία του σε ανακριτή), παραπέμποντάς τον παράλληλα σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου για την πράξη της θανατηφόρας έκθεσης.

Το Συμβούλιο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων εκ μέρους του κατηγορούμενου και δη όμοιων με αυτά για τα οποία κατηγορείται, για την αποτροπή του οποίου είναι πρόσφορη και αναγκαία η επιβολή σε αυτόν και του περιοριστικού όρου της απαγόρευσης διενέργειας χειρουργικών επεμβάσεων, δηλαδή οποιασδήποτε (άμεσης) επέμβασης πάνω στο ανθρώπινο σώμα για οποιαδήποτε αιτία καθώς και της συμμετοχής του σε χειρουργικές διαδικασίες καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ομοίως μέχρι την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης.

Γιατρός κατηγορείται για τον θάνατο 14χρονης: Η τεκμηρίωση του περιοριστικού όρου

«Ο περιοριστικός όρος κρίνεται πρόσφορος για την αποτροπή του κινδύνου τέλεσης νέων εγκλημάτων, καθώς η συμμετοχή του στη χειρουργική διαδικασία αποτέλεσε την καίρια συνθήκη τέλεσης των αποδιδόμενων σε αυτόν πράξεων εκ μέρους του. Συντρέχουν δε επαρκείς ενδείξεις ότι προέβη σε αυτές όχι απλά και μόνο στο γενικό πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του ως γιατρού αλλά – έτι περαιτέρω – ακριβώς κατά τη διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων στους ασθενείς του, οι οποίοι εν τέλει αποτέλεσαν και τα θύματα των διωκόμενων αξιόποινων πράξεών του», αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Συνεχίζοντας την τεκμηρίωση του σκεπτικού τους, οι δικαστές του Δικαστικού Συμβουλίου επισημαίνουν: «Περαιτέρω, δέον να σημειωθεί ότι από τα δυνάμενα να επιβληθούν μέτρα αποτροπής του κινδύνου τέλεσης νέων εγκλημάτων, η απαγόρευση στον κατηγορούμενο διενέργειας χειρουργικών επεμβάσεων είναι το ηπιότερο, λαμβανομένης υπόψη της φύσης του ιατρικού επαγγέλματος και του τρόπου άσκησης αυτού, συγκριτικά με αυτό της εν γένει απαγόρευσης άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος, αφού αφορά μόνον σε ασθενείς για τους οποίους κρίνεται άμεση και επιβεβλημένη η επέμβαση στο σώμα τους, προϋποθέτει την πλήρη έκθεση του σώματος του ασθενούς στον γιατρό και δεν εμπεριέχει άλλες ιατρικές πράξεις (π.χ. κλινική εξέταση, διάγνωση, συνταγογράφηση), ενώ τέλος κρίνεται και ανάλογο σε στενή έννοια για την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο επιβλήθηκε  συγκριτικά με το δημόσιο συμφέρον, σταθμιζόμενο βάσει της αναμενόμενης ποινικής κύρωσης, της βαρύτητας των αποδιδόμενων στον κατηγορούμενο αδικημάτων, της αποδοτικότητας του μέτρου και της έντασης των ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου».

Ο κατηγορούμενος γιατρός είχε αφεθεί ελεύθερος μετά την απολογία του το περασμένο καλοκαίρι υπό τον όρο της καταβολής εγγυοδοσίας 10.000 ευρώ, αρνούμενος την πράξη, ενώ φέρεται να είχε ισχυριστεί ότι ενήργησε σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, επικαλούμενος την εμπειρία του σε τέτοιους είδους επεμβάσεις.

Πλαστογράφησε την υπογραφή της 14χρονης

Για την υπόθεση της 14χρονης Γεωργίας, ο ίδιος παραπέμπεται να δικαστεί – επιπλέον – για τις πράξεις της πλαστογραφίας και της υπεξαγωγής εγγράφου, σε βαθμό πλημμελήματος. Η πρώτη, κατά το κατηγορητήριο, συνδέεται με την υπογραφή της ανήλικης ενόψει του χειρουργείου την οποία φέρεται να πλαστογράφησε, ενώ η δεύτερη με το οπτικό υλικό (βίντεο) από την επέμβαση, όταν αυτό ζητήθηκε από τους γονείς της ανήλικης ενόψει της προσφυγής τους στην Ποινική Δικαιοσύνη.

Ο ίδιος γιατρός είχε καταδικαστεί τον Μάιο του 2022 από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης σε φυλάκιση 4 ετών (προς 5 ευρώ/ημερησίως) για τον θάνατο ενός 24χρονου από την Κεραμωτή Καβάλας, κατόπιν ανάλογου χειρουργείου, ενώ για παρόμοια υπόθεση -με θάνατο μίας 42χρονης- προηγήθηκε καταδίκη του σε φυλάκιση 3 ετών, με αναστολή, ποινή η οποία κατέστη ήδη αμετάκλητη.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 50/2023 (ΠΟΙΝ) Θεμελίωση ποινικής ευθύνης ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια

Αριθμός 50/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη και Τριανταφύλλη Δρακοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Περικλή Δράκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 103/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ιωαννίνων, με κατηγορούμενο τον Κ. Β. του Π., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Τζούμα και με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Χ. Ζ. χήρα Φ., κάτοικο …, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ-Μηνά Σταύρου.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 49/26-9-2022 έκθεση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Περικλή Δράκου, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δέσποινας Χρονοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 904/2022.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507, δηλαδή μέσα σε ένα (1) μήνα από την καταχώρισή της καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., αναστελλομένης της προθεσμίας αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ., κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ηςΑυγούστου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά οποιασδήποτε απόφασης αθωωτικής ή καταδικαστικής οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ακόμη και αθωωτικής απόφασης (ΑΠ 202/2020, ΑΠ 1003/2020). Επομένως η ασκηθείσα στις 26.9.2022 με αριθμό εκθέσεως 49/2022 αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ’ αριθ. 103/2022 τελεσίδικης αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ιωαννίνων, η οποία δημοσιεύθηκε παρόντος του κατηγορουμένου Κ. Β. του Π. και καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο στις 8.8.2022, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και είναι παραδεκτή. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, “όποιος από αμέλεια σκότωσε άλλον τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, “από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται αντικειμενικά μεν πρόκληση θανατώσεως άλλου, υποκειμενικά δε, α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλομένης κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός κι ενσυνείδητος άνθρωπος οφείλει από τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες του επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) δυνατότητα αυτού, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, γνώσεις και ικανότητές του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο, από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Η τυχόν συντρέχουσα συνυπαιτιότητα του παθόντος ή του τρίτου, δεν αναιρεί την ύπαρξη αμέλειας του δράστη και την ποινική ευθύνη του, εκτός εάν η υπαιτιότητα του παθόντος ή του τρίτου συντέλεσε αποκλειστικά στο αποτέλεσμα που επήλθε, οπότε αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος. Όταν, όμως, η αμελής πράξη δεν συνίσταται μόνο σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του εγκληματικού αποτελέσματος, για την ανθρωποκτονία από αμέλεια που διαπράττεται με αυτόν τον τρόπο και συνιστά έγκλημα που τελείται με παράλειψη, απαιτείται (επιπλέον των όρων του άρθρου 28 ΠΚ) και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 παρ. 1 α του ΠΚ, κατά το οποίο, “όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε ενέργεια για την αποτροπή του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει από νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου”. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου να προβεί σε ενέργεια αποτρεπτική του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Δεν αρκεί δηλαδή η ύπαρξη απλής ηθικής υποχρέωσης ούτε γενικής νομικής υποχρέωσης για συνδρομή, ώστε να προληφθεί το επιβλαβές αποτέλεσμα, αλλά απαιτείται ιδιαίτερη (ειδική) νομική υποχρέωση, η οποία επιφορτίζει τον υπαίτιο της παράλειψης να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος με τη δημιουργία και διασφάλιση πραγματικής κατάστασης, που εξυπηρετεί και διαφυλάσσει τα έννομα αγαθά που προσβάλλονται με την επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση αποτελεί πρόσθετο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη και μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου που επιβάλλει συγκεκριμένη ενέργεια ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου για ενέργεια ή από ειδική έννομη σχέση που απορρέει από σύμβαση ή από προηγούμενη μονομερή ενέργεια του υπόχρεου, με την οποία αυτός αυτοβούλως αναδέχεται την αποτροπή μελλοντικών κινδύνων για έννομα αγαθά τρίτων ή από προγενέστερη συμπεριφορά του υπαιτίου που δημιούργησε τον κίνδυνο επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Τέτοια ιδιαίτερη νομική υποχρέωση έχουν και οι ιατροί έναντι των ασθενών, η δε ιδιαίτερη αυτή νομική τους υποχρέωση να αποτρέψουν το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης του ασθενούς απορρέει από το νόμο και τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, καθώς και από την εγγυητική θέση του ιατρού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης. Περαιτέρω, τα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράλειψης και του εγκληματικού αποτελέσματος που επήλθε, όταν, με μεγάλη πιθανότητα που αγγίζει τη βεβαιότητα και όχι με βεβαιότητα, όπως συμβαίνει στα άλλα εγκλήματα από αμέλεια και στα εγκλήματα δόλου, θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (θανάτωση προσώπου, σωματική βλάβη κλπ), εάν ο υπόχρεος πραγματοποιούσε την ενέργεια, στην οποία είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί και την οποία παρέλειψε. Για τη θεμελίωση δε αιτιώδους συνδέσμου, αρκεί η σχετική παράλειψη να ήταν ένας μόνον από τους περισσότερους όρους παραγωγής του εγκληματικού αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο αυτό δεν θα επερχόταν. Ακόμη, όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων, κατά το λόγο της αμέλειας που επιδείχθηκε από αυτό και εφόσον πάντως το αποτέλεσμα που επήλθε τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη, τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα που επήλθε, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που άμεσα προκάλεσε το αποτέλεσμα και, συνεπώς, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς αυτό. Αρκεί δε, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους ενεργούς παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό αδιαφόρως αν συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως. Ειδικότερα, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, θεμελιώνεται ποινική ευθύνη του ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια, όταν το ζημιογόνο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση από μέρους του των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση, εφόσον η αντίστοιχη ενέργεια ή παράλειψή του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματος του και ανάγεται σε νομική υποχρέωσή του με επιτακτικούς κανόνες, καθώς και από την εγγυητική του θέση απέναντι στην ασφάλεια της ζωής και της υγείας του ασθενούς, η οποία δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης (ΑΠ 329/2021, ΑΠ 939/2020, ΑΠ 1161/2020, ΑΠ 234/2019).
Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., προκειμένου για αθωωτική απόφαση υπάρχει, όταν περιέχονται σ’ αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την ανέλεγκτη εκτίμηση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία στηρίζουν την κρίση του για την μη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες κατέληξε το δικαστήριο σε αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση. Αντίθετα, υπάρχει έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την αθώωση του κατηγορουμένου, όταν είτε δεν εκτίθενται καθόλου είτε εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και αποκλείουν τη συνδρομή όλων ή κάποιων από τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους του εγκλήματος που του αποδίδεται είτε, όταν δεν αιτιολογείται καθόλου ή με πληρότητα και σαφήνεια, γιατί το δικαστήριο δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά. Δηλαδή, η αθωωτική ποινική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΝΔ 53/1974), δεν έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είτε όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν είτε όταν το Δικαστήριο, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι αποδείχθηκαν από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά και τα οποία έλαβε υπόψη του για τον σχηματισμό της περί πραγμάτων κρίσης του, δεν αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα, τουτέστι χωρίς ασάφειες και λογικά κενά, γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου. Δεν απαιτείται όμως για την αιτιολογία της αθωωτικής απόφαση να εκθέτει το δικαστήριο περιστατικά από τα οποία να πείσθηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο της απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου (Ολ.ΑΠ 3/2010). Ακόμη, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την αθωωτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων της ποινικής διαδικασίας περιλαμβάνεται κατά το άρθρο 178 παρ. 1 περ. γ’ Κ.Ποιν.Δ. και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τους ανακριτικούς υπαλλήλους ή το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης, ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως συμβαίνει όχι μόνο, όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της απόφασης, ότι τα πορίσματά της λήφθηκαν υπόψη και έγιναν δεκτά από το δικαστήριο ή, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Επίσης η πραγματογνωμοσύνη αυτή, η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο (ή το δικαστικό συμβούλιο), κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως, που καθιερώνεται από το άρθρο 177 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων. Οφείλει, όμως, το Δικαστήριο όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Διαφορετικά, αν δεν προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας (ΑΠ 225/2022, ΑΠ 686/2021, ΑΠ 220/2020, ΑΠ 132/2020). ‘Ετσι λοιπόν λόγω της σπουδαιότητας του αποδεικτικού αυτού μέσου, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έλαβε και αυτό υπόψη του το Δικαστήριο, πρέπει να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη του και τη συνεκτίμησε, χωρίς να αρκεί η γενική αναφορά του στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, οπότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., εκτός αν η λήψη υπόψη αυτής προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ιδίως δε, εάν το διατακτικό συμπορεύεται προς το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης ή, σε κάθε περίπτωση, εάν στο σκεπτικό της απόφασης είτε περιλαμβάνονται είτε αντικρούονται παραδοχές της πραγματογνωμοσύνης, που δεν μπορούν παρά να προέρχονται μόνον από αυτήν (ΑΠ 87/2020). Τέλος, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Λόγο αναίρεσης αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία κι την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 103/2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ιωαννίνων, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, σύμφωνα με το διατακτικό της, κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος Κ. Β. του Π., ιατρός, του ότι “Στα … την 19-12-2014 από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα των ενεργειών και των παραλείψεών του και έτσι επέφερε το αποτέλεσμα του θανάτου άλλου, αλλά και δεν απέτρεψε την επέλευση του αποτελέσματος αυτού, παρά το ότι είχε εκ του νόμου (σύμφωνα με τον κώδικα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος και τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας), εκ της παράνομης προγενέστερης επικίνδυνης ενέργειας και εκ της από 04-12-2014 σύμβασης μετά του Ν.Π.Δ.Δ. του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων (Π.Γ.Ν.Ι.), ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο και δη να προβαίνει σε κάθε ενέργεια που επιβάλλεται από τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης και να επιδεικνύει το αντικειμενικούς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος Κ. Β., ως θεράπων ιατρός της Ε. Ζ. και με την ιδιότητα του χειρουργού – επίκουρου καθηγητή της χειρουργικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, μαζί με την υπόλοιπη χειρουργική ομάδα αποτελούμενη, όπως προκύπτει από το πρακτικό χειρουργικής επέμβασης της 5ης-12-2014, από τους ιατρούς χειρουργούς Ρ. Δ. ως Α’ βοηθό, Π. Ν. ως Β’ βοηθό και με τη συμμετοχή των ιατρών χειρουργών Μ. Π., Χ. Μ. και του καθηγητή Χειρουργικής και Διευθυντή τής Χειρουργικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, Χ. Κ., ο οποίος έφερε όλη την ευθύνη της επίβλεψης και του συντονισμού της πρώτης επέμβασης όσο και μετέπειτα μέχρι το θάνατο της ασθενούς, ανέλαβε να πραγματοποιήσει χειρουργική επέμβαση αδυνατίσματος με τη διενέργεια προγραμματισμένης λαπαροσκοπικής μερικής κάθετης γαστρεκτομής – sleevegastrectomy στην ανωτέρω ασθενή Ε. Ζ., η οποία έπασχε από νοσογόνο παχυσαρκία. Προέβη όμως στην επέμβαση αυτή κατά παράβαση των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της επιστήμης του και δεν ενήργησε σύμφωνα με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, ως θα εκτεθεί ακολούθως, με αποτέλεσμα τόσο με αλλεπάλληλες ενέργειες όσο και παραλείψεις του να προκαλέσει το θάνατο της ασθενούς, ο οποίος επήλθε την 19η-12-2014, αν και, ως ιατρός χειρουργός που ανέλαβε και συμμετείχε στη διενέργεια της ως άνω χειρουργικής επέμβασης, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε όλες τις αντικειμενικώς επιβαλλόμενες εκ της ιδιότητάς του ενέργειες που θα εμπόδιζαν την επέλευση του θανάτου της ανωτέρω ασθενούς. Ειδικότερα: την 5η-12-2014, η ασθενής, Ε. Ζ., η οποία είχε προγραμματιστεί από τον θεράποντα ιατρό της χειρουργό κ. Κ. Β. (κατηγορούμενο) να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής, οδηγήθηκε στο χειρουργείο του ως άνω Νοσοκομείου, όπου της χορηγήθηκε γενική αναισθησία προκειμένου να ξεκινήσει η χειρουργική επέμβαση. Κατά τη διάρκεια αυτής συμμετείχαν στη χειρουργική ομάδα αρχικά οι ιατροί Κ. Β., Ρ. Δ.ς και Π. Ν.. Ειδικότερα, κατά την έναρξη της επέμβασης προκλήθηκε από τον ανωτέρω κατηγορούμενο ιατρό Κ. Β. τραυματισμός της νήστιδος (τμήματος του λεπτού εντέρου), τραυματισμός της κοιλιακής αορτής, με αποτέλεσμα μεγάλη απώλεια αίματος, και τραυματισμός του μείζονος επιπλόου, τα οποία αντιμετωπίστηκαν με ανοιχτή επείγουσα λαπαροτομία και τη συμβολή του αγγειοχειρουργού Μ.. Π. και των χειρουργών Χ.. Κ. και Χ.. Μ., ενώ επίσης, παρά το γεγονός ότι κατά τη διαδρομή τής λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής υπήρξε και 4ος τραυματισμός του εγκαρσίου τμήματος του παχέος εντέρου κατά τη μεσότητα αυτού, αυτός δεν έγινε αντιληπτός από τον κατηγορούμενο και δεν αντιμετωπίστηκε αυτός, ο οποίος παρέλειψε να διαγνώσει την τρώση αυτή, αν και όφειλε να το κάνει, και η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την εξέλιξη της περιτονίτιδας, τη σηπτική καταπληξία, την πολυοργανική ανεπάρκεια και τελικώς με το θάνατο της άτυχης Ε.. Η επέμβαση ολοκληρώθηκε περί ώρα 11.35′ της 5ης-12-2014 και η ασθενής οδηγήθηκε σε κωματώδη κατάσταση, διασωληνωμένη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Π.Γ.Ν. Ιωαννίνων για περαιτέρω παρακολούθηση, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενη επί 14 ημέρες έως την ημέρα θανάτου της, τη 19η-12-2014. Και ενώ κατά τη διάρκεια της ως άνω μετεγχειρητικής νοσηλείας της στη Μ.Ε.Θ. του Νοσοκομείου και συγκεκριμένα την 10η-12-2014, με αξονική τομογραφία κοιλίας διαπιστώθηκαν παθογνωμονικά ευρήματα εν εξελίξει περιτονίτιδας με ενδοκοιλιακές συλλογές, ελεύθερο αέρα, εγκυστωμένες συλλογές και ρυπαρότητα του περιτοναϊκού λίπους, αυτά δεν αξιολογήθηκαν εγκαίρως από τον κατηγορούμενο που ήταν ο θεράπων ιατρός της ασθενούς, συνιστώντας παράλειψη του. Αποτέλεσμα της ως άνω παράλειψης ήταν η επιβαλλόμενη προσπάθεια χειρουργικής αντιμετώπισης της εν εξελίξει περιτονίτιδας να διενεργηθεί από τον κατηγορούμενο με μεγάλη καθυστέρηση, την 13η-12-2014, σε έδαφος σηπτικής καταπληξίας και επί εδάφους της λοιπής επιβάρυνσης λόγω τραυματισμού της κοιλιακής αορτής κάτωθεν της εκφύσεως των νεφρικών αρτηριών (μεγάλη διεγχειρητική αιμορραγία στις 5-12-2014) και των υπολοίπων τραυματισμών (νήστιδος και μείζονος επιπλόου), οδηγώντας στο θάνατο συνεπεία σηπτικής καταπληξίας, και πολυοργανικής ανεπάρκειας, που εν κατακλείδι συνδέονται αιτιωδώς με τους αμελείς ιατρικούς χειρισμούς, και διεγχειρητικούς τραυματισμούς κατά την επέμβαση της επιμήκους γαστρεκτομής της 5ης. 12.2014 και κυριότατα με τη μη διάγνωση και αντιμετώπιση του 4ου τραυματισμού του εγκαρσίου τμήματος του παχέος εντέρου (με αποτέλεσμα να προκληθεί κοπρανώδης περιτονίτιδα), καθώς και με τη μεγάλη καθυστέρηση για επανεπέμβαση, προς αντιμετώπιση της περιτονίτιδας (και δη την 13η. 12.2014), ενώ αυτή θα μπορούσε να έχει διαγνωστεί έστω από 10.12.2014, σύμφωνα με τα παθογνωμικά ευρήματα της αξονικής τομογραφίας κοιλίας”.
Για να καταλήξει στην ανωτέρω απαλλακτική κρίση το Δικαστήριο, μετά από συνεκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε στο σκεπτικό (αιτιολογικό) της απόφασης του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, επί λέξει τα εξής: “Από την ανωμοτί κατάθεση της παρισταμένης για την υποστήριξη της κατηγορίας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως (και την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως,) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η θανούσα Ε. Ζ., ηλικίας κατά το χρόνο θανάτου της (19-12-2014) σαράντα έξι (46) ετών, έπασχε από νοσογόνο παχυσαρκία (βάρος 140 κιλά περίπου και ύψος 1,70 μ.), από σακχαρώδη διαβήτη, υποθυρεοειδισμό, μυοκαρδιοπάθεια, αντιμετώπιζε προβλήματα αρτηριακής πίεσης, ενώ είχε και ψυχολογικά προβλήματα, λάμβανε δε φαρμακευτική αγωγή για αντιμετώπιση των ως άνω ασθενειών της. Προκειμένου να αντιμετωπίσει την νοσογόνο παχυσαρκία αποφάσισε να προχωρήσει στη διενέργεια θεραπευτικής επέμβασης λαπαροσκοπικά επιμήκους γαστρεκτομής με τη μέθοδο “γαστρικού μανικού” (“sleeve gastrectomy”). Για το λόγο αυτό απευθύνθηκε στον κατηγορούμενο Κ. Β., χειρουργό, καθηγητή Ιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, περί το μήνα Μάρτιο του έτους 2014. Ο κατηγορούμενος ήταν ένας έμπειρος χειρουργός και είχε προβεί σε πολλές επεμβάσεις τέτοιου είδους σε παχύσαρκα άτομα. Μεταξύ της θανούσης και του ως άνω κατηγορουμένου ιατρού, αναπτύχθηκε δεσμός εμπιστοσύνης, ενδεικτικό στοιχείο του οποίου ήταν η παροχή συνδρομής από τον εν λόγω ιατρό στη θανούσα για την απόκτηση βιβλιαρίου απορίας, προκειμένου να καλυφθεί η σημαντική δαπάνη για τη διενέργεια της επεμβάσεως στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων (στο εξής ΠΓΝΙ). Στο πλαίσιο των συναντήσεων τους η θανούσα ενημερώθηκε από τον κατηγορούμενο για τον τρόπο διενέργειας της θεραπευτικής επέμβασης, τους κινδύνους που ελλοχεύουν από αυτή και την απαραίτητα χορηγούμενη αναισθησία και τις πιθανές επιπλοκές κατά τη διάρκεια αυτής (επέμβασης). Για το λόγο αυτό η ασθενής υπέγραψε τη δήλωση συγκατάθεσης για εγχείρηση και χορήγηση αναισθησίας, παρέχοντας στον κατηγορούμενο και τον ιατρό αναισθησιολόγο Π. Τ., τη συγκατάθεσή της για τη διενέργεια λαπαροσκοπικά επιμήκους γαστρεκτομής (“sleeve gastrectomy”). Μεταξύ των πιθανών επιπλοκών από τη διενέργεια της επεμβάσεως και της αναισθησίας, αναφέρονται στο εν λόγω έγγραφο λοιμώξεις, αιμορραγίες, επιπλοκές στο αναπνευστικό και καρδιαγγειακό σύστημα που φθάνουν μέχρι το ενδεχόμενο θανάτου, καθώς και αντιδράσεις συνδεόμενες με τη χορήγηση αίματος. Ακολούθως και μετά χρονικό διάστημα περίπου έξι (6) μηνών από την υποβολή της από 30-6-2014 αίτησης για έγκριση των απαιτουμένων εξόδων στο ΠΓΝΙ στις 4-12-2014 εισήχθη σε αυτό. Την ημέρα αυτή η ασθενής υπεβλήθη σε όλες τις απαιτούμενες κατά το νόμο και την ιατρική επιστήμη προεγχειρητικές εξετάσεις, προκειμένου να διαπιστωθεί η μη συνδρομή οποιουδήποτε ιατρικού λόγου που θα απαγόρευε τη διενέργεια της επεμβάσεως, οι οποίες και ουδέν κώλυμα για την πρόοδο ανέδειξαν. Στο πλαίσιο της προεγχειρητικής προετοιμασίας της ασθενούς δεν διενεργήθηκε κλύσμα για τον καθαρισμό στομάχου και εντέρου, καθώς δεν ήταν αναγκαίο για την πραγματοποίηση της επέμβασης. Την 05-12-2014 η ασθενής εισήχθη στο χειρουργείο, μέλη δε της χειρουργικής ομάδας, πέραν του κατηγορουμένου θεράποντος ιατρού Κ. Β. και του αναισθησιολόγου Π. Τ., ήταν οι Ρ. Δ. ως Α’ βοηθός και Π. Ν. ως Β’ βοηθός, καθώς και το απαιτούμενο νοσηλευτικό προσωπικό (εργαλειοδότρια κ.λπ.). Για την πραγματοποίηση της λαπαροσκοπικής επεμβάσεως χρησιμοποιήθηκε ως ιατρικό εργαλείο το τροκαρ οπτικ-βιου (trocar optic view), το οποίο, κατά το χρόνο διενέργειας της επεμβάσεως, ήταν ενδεικνυόμενο για τη διενέργεια αντιστοίχων επεμβάσεων. Όπως προκύπτει από το πρακτικό χειρουργικής επέμβασης της 05-12-2014, μετά τη χορήγηση αναισθησίας στην ασθενή, ο κατηγορούμενος πραγματοποίησε εγκάρσια τομή δύο (2) εκατοστών (2 cm) στη μέση της απόστασης μεταξύ ξιφοειδούς υπόφυσης και ομφαλού (ΑΡ) [αριστερά] παράμεσα και σε απόσταση περίπου τεσσάρων (4) εκατοστών (4 cm) από τη μέση γραμμή, στην οποία (τομή) επρόκειτο να εισάγει το πρώτο trocar optic view υπό άμεση όραση με τη χρήση κάμερας 30°, που θα χρησιμοποιούνταν για την εμφύσηση αερίου (CO2) στο περιτόναιο της ασθενούς, ώστε να είναι ευχερής η διεξαγωγή της επέμβασης με την εισαγωγή και των λοιπών trocar. Κατά την εισαγωγή αυτού και τη σταδιακή προώθησή του προς το εσωτερικό του κοιλιακού χώρου της ασθενούς, η οποία (προώθηση) ήταν δύσκολη λόγω του υπερβολικού υποδόριου λίπους και του μεγάλου όγκου των κοιλιακών τοιχωμάτων, διαπιστώθηκε από τον χειρουργό η αδυναμία εμφύσησης αερίου (CΟ2) και άμεσα ο παρών αναισθησιολόγος Π. Τ., ανέφερε στον κατηγορούμενο χειρουργό τη ραγδαία πτώση της αρτηριακής πίεσης και του τελοεκπνευστικού CΟ2, ενώ από το σημείο εισαγωγής του trocar και από το ίδιο το χειρουργικό αυτό εργαλείο, γινόταν αναρρόφηση ποσοτήτων αίματος (“πίδακας”). Ο κατηγορούμενος αντιδρώντας άμεσα και ταχύτατα εκτέλεσε ανοικτή λαπαροτομία, προκειμένου να ανευρεθεί και αντιμετωπιστεί η προκληθείσα αιμορραγία. Κατά το άνοιγμα της κοιλιακής χώρας, βρέθηκε πολύ μεγάλη ποσότητα αίματος στην περιτοναϊκή κοιλότητα, για την απορρόφηση-απομάκρυνση της οποίας ο ως άνω χειρουργός τοποθέτησε κομπρέσες, ενώ ταυτοχρόνως κλήθηκαν οι Μ. Π. και Χ. Κ., αγγειοχειρουργός και χειρουργός-Δ/ντης χειρουργικής κλινικής αντίστοιχα, οι οποίοι βρίσκονταν σε κοντινά χειρουργικά δωμάτια, ενεργώντας χειρουργικές πράξεις σε άλλους ασθενείς, προκειμένου να συνδράμουν στην αντιμετώπιση της επείγουσας κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει η ασθενής. Κατά τη διάρκεια της ανοιχτής επέμβασης που ξεκίνησε ο κατηγορούμενος, ανοίχθηκε το οπίσθιο περιτόναιο οπότε και εντοπίστηκε τραυματισμός στην κοιλιακή αορτή, από την οποία και προκαλούταν η ακατάσχετη αιμορραγία. Οι ως άνω ιατροί Μ. Π. και Χ. Κ. επελήφθησαν της συρραφής του αγγείου, προβαίνοντας αρχικά στον ένθεν κι ένθεν του τραυματισμού αποκλεισμό της αορτής, ώστε να εμποδιστεί-“μπλοκαριστεί” η ροή αίματος και εν συνεχεία στη συρραφή του αγγείου με ράμμα CV-4, όπως αναφέρεται στο αναγνωστέο πρακτικό χειρουργείου της 05-12-2014, εξαιτίας δε των επιτυχημένων χειρισμών τους ο εν λόγω τραυματισμός της αορτής αντιμετωπίστηκε με επιτυχία, σώζοντας τη ζωή της ασθενούς κατά το χρονικό εκείνο σημείο. Πέραν του, ως άνω τραυματισμού, διαπιστώθηκε διάτρηση-διαμπερές τραύμα της νήστιδας-λεπτού εντέρου στην αρχή αυτής, την αποκατάσταση του οποίου πραγματοποίησε επιτυχώς ο ως άνω ιατρός Χ. Κ. από κοινού με τον κατηγορούμενο, ενώ εντοπίστηκε και διαμπερής τραυματισμός του μείζονος επιπλόου που επικαλύπτει την περιτοναϊκή περιοχή, τη συρραφή του οποίου ανέλαβε ο κατηγορούμενος. Μετά την επιτυχή συρραφή όλων των άνω αναφερομένων τριών (3) τραυματισμών και τη διαπίστωση ότι αυτοί αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς κατά το χρονικό αυτό σημείο, ο κατηγορούμενος, από κοινού με τον ιατρό Χ. Κ. και με την παρουσία τόσο του ιατρού Μ. Π., όσο και καθηγητή αναισθησιολογίας Γ. Π. και του λοιπού νοσηλευτικού προσωπικού, προχώρησαν σε ενδελεχή έλεγχο της περιοχής της κοιλίας, των σπλάχνων, του λεπτού και του παχέος εντέρου κάθε πέντε εκατοστά (5 εκ.), όπως απεδείχθη από τις ένορκες καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων Π. Τ. και Γ. Π., χωρίς να διαπιστωθεί οποιοσδήποτε άλλος τραυματισμός άλλου οργάνου πέραν των ήδη άνω αναφερομένων (αορτής – νήστιδας – μείζονος επιπλόου). Οι τραυματισμοί των συγκεκριμένων οργάνων οφείλονται στην πιθανή πίεση που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά την είσοδο του χειρουργικού εργαλείου (trocar) στην περιτοναϊκή κοιλιακή χώρα λόγω του ότι τα κοιλιακά τοιχώματα της αποβιωσάσης ασθενούς ήταν εξαιρετικά μεγάλα και με αρκετό υποδόριο λίπος (περίπου 10 cm), στοιχείο που δυσκόλευε ιδιαίτερα την κίνηση του χειρουργικού εργαλείου. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι οι ως άνω τραυματισμοί οφείλονται σε δυσλειτουργία από πιθανή εμπλοκή του trocar κατά την είσοδο του στην κοιλιακή χώρα της ασθενούς δεν αποδείχθηκε. Μετά την lege artis αντιμετώπιση των προπεριγραφομένων τραυματισμών, την επιμελή περιποίηση της κοιλιακής χώρας με πλύσεις και τον επιμελή έλεγχο των σπλάχνων της κοιλίας (λεπτού και παχέος εντέρου, στομάχου κ.λπ.), οι άνω αναφερόμενοι ιατροί, με τη βοήθεια της χειρουργού ιατρού Χ. Μ., προέβησαν σε συρραφή της κοιλίας της θανούσης, ώστε η τελευταία να μεταφερθεί προς περαιτέρω νοσηλεία στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το πρώτο αυτό χειρουργείο (05-12-2014), οι τραυματισμοί που προκλήθηκαν στην ασθενή, ήταν μόνον οι άνω περιγραφόμενοι τρεις (3) και δη στο μείζον επίπλου, στη νήστιδα και στην κοιλιακή αορτή, χωρίς κατά το χρονικό αυτό σημείο να έχει προκληθεί άλλος τραυματισμός στο εγκάρσιο κόλον-παχύ έντερο. Τούτο αποδείχθηκε κατά την κρίση του Δικαστηρίου από τα ακόλουθα: κατά την ανοιχτή ανοικτή λαπαροτομία στην οποία υποβλήθηκε η θανούσα δεν αναδύθηκε στον αέρα του χειρουργικού δωματίου έντονη δυσοσμία, η οποία θα εκλύετο οπωσδήποτε εάν είχε προκληθεί ο παραμικρός τραυματισμός του παχέος εντέρου της ασθενούς, λαμβανομένου υπ’ όψιν του περιεχομένου του και του γεγονότος ότι αυτό (παχύ έντερο) θα είχε ασφαλώς περιεχόμενο, καθώς προεγχειρητικά δεν διενεργήθηκε κλύσμα στην θανούσα. Επιπλέον, πέραν της μη ανάδυσης οποιασδήποτε έντονης δυσοσμίας, αφενός μεν δεν διαπιστώθηκε η πρόκληση φυσαλίδων, οι οποίες ασφαλώς και θα παρουσιαζόταν εάν είχε τραυματισθεί το εγκάρσιο κόλον-παχύ έντερο, δεδομένου ότι πραγματοποιήθηκαν, ως έπρεπε, πλύσεις ολόκληρης της κοιλιακής χώρας, αφετέρου δε δεν εξήλθε του παχέος εντέρου οποιαδήποτε ποσότητα περιεχομένου του. Είναι χαρακτηριστική η ένορκη μαρτυρία του συνόλου των μαρτύρων υπερασπίσεως, αλλά και του μάρτυρα κ. Φ. Κ., περί ιδιαίτερα έντονης, άμεσα προκαλούμενης δυσοσμίας από τυχόν τραυματισμό του παχέος εντέρου, ακριβώς λόγω του κοπρανώδους περιεχομένου του. Εξάλλου, όπως κατωτέρω εκτίθεται αναλυτικότερα, εάν είχε προκληθεί τραυματισμός του εγκαρσίου κόλου-παχέος εντέρου κατά τη χειρουργική επέμβαση της 05-12-2014, ο οποίος διέλαθε της προσοχής όλων των παρισταμένων ιατρών και νοσηλευτών, η εκροή εντερικού περιεχομένου ήδη από την 05-12-2014 θα είχε αναμφίβολα προκαλέσει το θάνατο της ασθενούς σε χρόνο προγενέστερο της διεξαγωγής του δευτέρου χειρουργείου την 13-12-2014. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί μη πλήξης του εγκαρσίου κόλου – παχέος εντέρου κατά την είσοδο του trocar optic view κατά τη διεξαγωγή της χειρουργικής επεμβάσεως της 05-12-2014, ενισχύεται περαιτέρω από τις μαρτυρικές καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων υπερασπίσεως Γ. Π. και Π. Τ., οι οποίοι κατέθεσαν ενόρκως, αφ’ ενός μεν ότι μετά τη διαπίστωση και αντιμετώπιση των προπεριγραφέντων τραυματισμών από τους κ.κ. Β., Π. και Κ., ακολούθησε επιμελής πλύση της κοιλιακής χώρας της ασθενούς Ε. Ζ. και ενδελεχής έλεγχος του λεπτού και του παχέος εντέρου για ύπαρξη τυχόν άλλων τραυματισμών ανά πέντε εκατοστά (5 cm), χωρίς να διαπιστωθεί η ύπαρξη άλλου τραυματισμού, οποιασδήποτε φύσης και έκτασης (“γδάρσιμο”-γρατσούνισμα, οπή κ.λπ.), αφετέρου δε ότι δεν αναδύθηκε στον αέρα του χειρουργικού δωματίου έντονη δυσοσμία, η οποία θα εκλύετο οπωσδήποτε εάν είχε προκληθεί ο παραμικρός τραυματισμός του παχέος εντέρου της ασθενούς, λαμβανομένου υπ’ όψιν του περιεχομένου του και του γεγονότος ότι αυτό (παχύ έντερο) θα είχε ασφαλώς περιεχόμενο, καθώς προεγχειρητικά δεν διενεργήθηκε κλύσμα στην ασθενή. Επίσης δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι το εγκάρσιο τμήμα του παχέος εντέρου λόγω της θέσης του στη κοιλιακή χώρα σε σχέση με τα ως άνω όργανα στα οποία προκλήθηκαν τραυματισμοί μπορούσε να πληγεί από το trocar κατά την είσοδό του σ’ αυτή. Ακόμη η μη πρόκληση από τον κατηγορούμενο κατά το χειρουργείο της 5- 2-2014 και 4ου τραυματισμού στο εγκάρσιο τμήμα του παχέος εντέρου κατά τη μεσότητα αυτού προκύπτει και από την κλινική εικόνα της θανούσης κατά το διάστημα από την εισαγωγή της στη ΜΕΘ (5-12-2014) μέχρι τη διενέργεια της δεύτερης ανοιχτής λαπαροτομίας στις 13-12-2014, όπως αυτή (κλινική εικόνα) εκτίθεται κατωτέρω, η οποία δεν είναι συμβατή με κοπρανώδη περιτονίτιδα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η τοποθέτηση παροχετεύσεων προ της συρραφής της κοιλίας δεν ήταν ενδεικνυόμενη ενέργεια, η οποία επιβάλλεται από τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και ορθής χειρουργικής πρακτικής, καθώς, πέραν των ως άνω τραυματισμών, ουδέν άλλο στοιχείο υπήρχε εντός της κοιλιακής χώρας που να αποτελεί ένδειξη υπαγορεύουσα την ανάγκη παρακολούθησης της κοιλιακής χώρας μέσω αυτών (παροχετεύσεων). Η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, ιατρού- χειρουργού Σ., ότι ο κατηγορούμενος όφειλε να τοποθετήσει παροχετεύσεις, διότι αυτές λειτουργούν ως “μάτι του χειρουργού”, κρίνεται μεν αληθής, πλην όμως ενόψει των κινδύνων που μπορεί να προκληθούν στον ασθενή από την τοποθέτηση τους ενδείκνυνται μόνο όταν υπάρχει ένδειξη αιμορραγίας ή κάποιας άλλη βλάβης στη κοιλιακή χώρα, οι οποίες δεν συνέτρεχαν στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι είχε γίνει πλήρη αποκατάσταση των ως άνω τριών τραυματισμών της ασθενούς. Αντιθέτως, η τοποθέτηση όταν δεν είναι ενδεικνυόμενη πέραν της μη ύπαρξης συγκεκριμένου σημείου απ’ όπου αναμένεται διαφυγή εντερικού περιεχομένου, είναι επικίνδυνη τόσο ως ενδεχόμενη πύλη εισροής μικροβίων στο εσωτερικό του οργανισμού, όσο και ως χειρουργική πράξη καθ’ αυτή, διότι κατά τη διαδικασία τοποθέτησης τους “τυφλά” υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να προκληθεί τραυματισμός στα υποκείμενα σπλάχνα. Επομένως, σταθμίζοντας τους σοβαρούς κινδύνους που ελλόχευαν σε περίπτωση τοποθέτησης παροχετεύσεων σε απροσδιόριστα σημεία της κοιλίας της ασθενούς, με τα πιθανά οφέλη από αυτή (τοποθέτηση), ο κατηγορούμενος επέδειξε τον απαιτούμενο βαθμό επιμέλειας και προσοχής, τον οποίο θα επεδείκνυε κάθε συνετός θεράπων ιατρός σε ανάλογη περίπτωση, ενεργώντας εντός του πλαισίου που θέτουν οι κανόνες του ιατρικού λειτουργήματος. Περαιτέρω αποδείχθηκε η ασθενής μετά την εισαγωγή της στη ΜΕΘ του ΠΓΝΙ την ίδια ημερομηνία (05-12-2014), παρακολουθούνταν από τους υπευθύνους ιατρούς της ΜΕΘ, ενώ θεράπων ιατρός της παρέμενε ο κατηγορούμενος, με τον οποίο οι ιατροί της ΜΕΘ επικοινωνούσαν συνεχώς, συζητώντας μαζί του τα δεδομένα που προέκυπταν από την παρακολούθηση των ζωτικών στοιχείων της θανούσας, την κλινική εικόνα που αυτή παρουσίαζε και τα αποτελέσματα των διεξαγομένων εργαστηριακών εξετάσεων. Κατά την εισαγωγή της στη ΜΕΘ, η θανούσα παρουσίαζε υψηλή πυρετική κίνηση και σταθεροποιητική τάση στην αιμοδυναμική αστάθεια που είχε προκαλέσει ο τραυματισμός της κοιλιακής αορτής και η εξαυτού απώλεια σημαντικών ποσοτήτων αίματος (απαιτήθηκαν 8 φιάλες αίμα για τη σταθεροποίησή της). Όπως προκύπτει από τα αναγνωσθέντα φύλλα νοσηλείας της στη ΜΕΘ, ο πυρετός της θανούσας ήταν πράγματι εξαιρετικά υψηλός (39-40°C) κατά τις πρώτες ημέρες νοσηλείας της, εν συνεχεία, αυτή ανταποκρίθηκε στην χορηγηθείσα αντιπυρετική αγωγή, με αποτέλεσμα την 11-12-2014 να είναι απύρετη (37°C). Περαιτέρω, κατά την εισαγωγή της ασθενούς στη ΜΕΘ και μέχρι την 12-12-2014, ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων στον οργανισμό της βρισκόταν εντός των φυσιολογικών ορίων (10.000-12.000), χωρίς μέχρι τότε να υπερβεί αυτά (φυσιολογικά όρια) ή έστω να κινηθεί προς τα ανώτατα επίπεδα αυτών. Επιπλέον, ήδη η ασθενής κατά το χρόνο εισαγωγής της στη ΜΕΘ παρέμεινε διασωληνωμένη και σε καταστολή, από την οποία (καταστολή) εξήλθε την 08-12-2014, οπότε και διεκόπηκε το χορηγούμενο κατασταλτικό (ένδειξη στο φύλλο νοσηλείας της 08-12-2014 “propofol-stop”), επειδή η πορεία της υγείας της είχε σταθεροποιηθεί και οι δείκτες της είχαν πτωτική πορεία. Την ημερομηνία αυτή έγινε αποσωλήνωση της θανούσας, ωστόσο, επειδή ο οργανισμός της δεν μπορούσε να υποστηρίξει την επαρκή λειτουργία του αναπνευστικού συστήματος, τέσσερις (4) περίπου ώρες αργότερα, πραγματοποιήθηκε επαναδιασωλήνωσή της. Καθόλο το διάστημα της παραμονής της ασθενούς στη ΜΕΘ, ο δείκτης φλεγμονής CRP και παρά το γεγονός ότι είχε πτωτική πορεία ήδη από την τρίτη (3η) ημέρα νοσηλείας της, παρέμενε σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, πολύ ανώτερα των φυσιολογικών τιμών, στοιχείο που εξαρχής αποτελούσε παράγοντα ανησυχίας για άπαντες τους επιληφθέντες ιατρούς, καθώς υποδείκνυε την ύπαρξη κάποιας φλεγμονής στον οργανισμό της ασθενούς. Παρά το γεγονός ότι αυτή ελάμβανε θεραπευτική αγωγή για την αντιμετώπιση της κατάστασής της, αυτή δεν βελτιωνόταν όσο οι επιληφθέντες ιατροί της ΜΕΘ ανέμεναν, ενώ, την 10-12-2014 η ενταντικολόγος-καρδιολόγος Α. Κ. έθεσε στον κατηγορούμενο, ως μόνο έχοντα την σχετική ευθύνη λήψης απόφασης, με την ιδιότητα του θεράποντος ιατρού, την πιθανότητα διενέργειας δεύτερης (2ης) λαπαροτομίας, προκειμένου να διερευνηθεί η πιθανότητα περιτονίτιδας. Ωστόσο, όπως κατωτέρω εκτίθεται, η κλινική εικόνα της ασθενούς, σε συνδυασμό με τον ιδιαίτερα χαμηλό πυρετό της (11-12-2014 η ασθενής ήταν σε απυρεξία), τον φυσιολογικό αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων, την απουσία συμπτωμάτων περιτονίτιδας και των τριών (3) φυσιολογικών κενώσεων που είχε η ασθενής μέχρι την ημερομηνία αυτή (10-12-2014), δεν αποτελούσαν επαρκή στοιχεία για να οδηγηθεί η ασθενής σε δεύτερη ανοικτή επέμβαση, προκειμένου να διερευνηθεί τυχόν πιθανότητα περιτονίτιδας. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όπως αυτή σχηματίσθηκε από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας και των εισφερθέντων σε αυτό αποδεικτικών μέσων, η απόφαση για τη διεξαγωγή αξονικής τομογραφίας την 10-12-2014 ελήφθη στον κατάλληλο χρόνο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος, αφενός μεν ότι η μετακίνηση ενός ασθενούς από τη ΜΕΘ στον αξονικό τομογράφο ήταν αφ’ εαυτή κινδυνώδης παράγοντας για τη ζωή οποιουδήποτε ασθενή νοσηλεύεται σ’ αυτή (ΜΕΘ) και άρα τυχόν σχετική απόφαση πρέπει να λαμβάνεται με ιδιαίτερη φειδώ, αφετέρου δε ότι από την ημέρα της πρώτης επέμβασης (05-12-2014) είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μόλις πέντε (5) ημερών και συνεπώς, τυχόν διενέργειά της σε ακόμα προγενέστερο χρόνο, θα είχε ως αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερη απεικονιστική ασάφεια ως προς το χειρουργηθέν μέρος του σώματος (εν προκειμένω κοιλιακή χώρα), όπως προέκυψε από όλες τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων υπεράσπισης του κατηγορουμένου, άπαντες οι οποίοι κατέθεσαν ότι μια αξονική τομογραφία μπορεί να είναι διαφωτιστική εφόσον παρέλθει χρονικό διάστημα μιας εβδομάδας. Επομένως, ο χρόνος διενέργειας της αξονικής τομογραφίας αποδείχθηκε ότι ήταν ο απολύτως κατάλληλος και ενδεδειγμένος, καθώς, λαμβανομένων υπ’ όψιν όλων των άνω αναφερομένων στοιχείων, σε προγενέστερο χρόνο θα ήταν ακόμα πιο ασαφής η απεικόνισή της και εξέλιπε οποιαδήποτε ένδειξη περί ύπαρξης φλεγμονής στο χώρο της κοιλίας. Ακολούθως ο κατηγορούμενος ως θεράπων ιατρός, από κοινού με τους επιληφθέντες ιατρούς της ΜΕΘ, λόγω της μη αναμενόμενης βελτίωσης της ασθενούς και επιδεικνύοντας την αναμενόμενη από κάθε συνετό ιατρό και τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και δεοντολογίας επιμέλεια, συνεκτιμώντας όλα τα κατά το χρόνο εκείνο δεδομένα, αποφάσισαν την 10-12-2014 να οδηγήσουν την ασθενή από τη ΜΕΘ στον αξονικό τομογράφο, προκειμένου να διενεργηθεί τομογραφία κεφαλής, θώρακα και κοιλίας, ακριβώς διότι κατά το χρόνο αυτό αυτό, τα κλινικά, εργαστηριακά και λοιπά ιατρικά δεδομένα, δεν ήταν επαρκή για να οδηγήσουν σε συγκεκριμένο ασφαλές συμπέρασμα. Η αξονική τομογραφία που έγινε ανέδειξε κατ’ αρχάς πνευμονολογικά προβλήματα και ειδικότερα την ύπαρξη πνευμονικών διηθημάτων, που ήταν ένδειξη ύπαρξης πνευμονίας, και την έλλειψη επαρκούς αιμάτωσης σε δεξιό κάτω λοβό πνεύμονα, που ήταν ένδειξη προκληθείσας πνευμονικής εμβολής, διαπιστώσεις που ήταν συμβατές με τη διάγνωση των ιατρών περί ύπαρξης αναπνευστικού προβλήματος το οποίο τους υποχρέωσε σε επαναδιασωλήνωση της αποβιωσάσης ασθενούς. Σε ό,τι αφορά το χώρο της κοιλίας, τα ευρήματα της αξονικής δεν ήταν σαφή, καθώς γίνεται μεν λόγος σε ανεύρεση ποσοτήτων αέρα, συλλογών υγρών και ικανής ρυπαρότητας, ωστόσο, το ίδιο το αναγνωστέο έγγραφο της διεξαχθείσας αξονικής τομογραφίας περιλαμβάνει την χαρακτηριστική αναφορά ότι αυτά (ευρήματα) πρέπει να συνδεθούν με την προηγηθείσα χειρουργική επέμβαση. Σημειώνεται ότι ο χαρακτηρισμός των ευρημάτων της αξονικής τομογραφίας ως παθογνωμονικών, ήτοι ως ευρημάτων που ευθέως σχετίζονται με συγκεκριμένη πάθηση-ασθένεια, είναι απολύτως εσφαλμένος, ο δε χρησιμοποιήσας αυτόν μάρτυρας της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας κ. Τ., παραδέχθηκε το εσφαλμένο αυτού κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου ένορκη κατάθεσή του. Από τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων υπεράσπισης, συνδυαζομένων με όσα το έγγραφο της αξονικής τομογραφίας αναφέρει, αποδείχθηκε ότι το μοναδικό συμπέρασμα που μπορούσε και όφειλε κάθε μέσος συνετός ιατρός να εξάγει με βεβαιότητα από αυτή (αξονική τομογραφία), ήταν οι προαναφερθείσες σοβαρές παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος της ασθενούς και μόνον αυτές, καθώς, για να ήταν σαφής η ένδειξη για περιτονίτδα, θα έπρεπε να αναφέρεται ύπαρξη μεγάλης ποσότητας ελεύθερου αέρα και υγρών, χωρίς αυτά να λογίζονται ως μετεγχειρητικά ευρήματα. Εξάλλου, όπως κατέθεσε ενόρκως ο εξετασθείς μάρτυρας ιατρός-ακτινολόγος Π. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η ρυπαρότητα που αναφέρεται στην αξονική, είναι αποτέλεσμα απεικονιστικής “βρωμιάς” και όχι απεικονιστική “θολούρα”, στην απεικονιστική δε “βρωμιά” πρέπει να συνεκτιμηθεί η συμβολή των “artifacts” των “παρεμβολών”, δηλαδή, που προκαλούνται από την ίδια τη λειτουργία του τομογράφου, τα οποία προκαλούν πρόσθετη “θολούρα” στην αξονική. Κατά συνέπεια, τα ευρήματα αυτά δεν ήταν επαρκή και ικανά να οδηγήσουν τον θεράποντα ιατρό – κατηγορούμενο – σε δεύτερη επέμβαση κατά το χρονικό εκείνο σημείο, προκειμένου να διερευνήσει την πιθανότητα ύπαρξης περιτονίτιδας. Αποδεικτική της ασάφειας των πάσης φύσεως ιατρικών δεδομένων (αξονικής τομογραφίας, κλινικής εικόνας, εργαστηριακών εξετάσεων) ως προς την ύπαρξη ή μη περιτονίτιδας, είναι η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας-τεχνικού συμβούλου της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας Φ. Κ. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο οποίος, αναφερόμενος στην απόφαση του θεράποντος ιατρού-χειρουργού για διεξαγωγή δεύτερου, διερευνητικού χειρουργείου, κατέθεσε ότι η απόφαση αυτή είναι “μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα” για τον θεράποντα και γι’ αυτό απαιτείται όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σιγουριά. Από τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων αποδείχθηκε ότι η περιτονίτιδα είναι ιδιαίτερα θορυβώδης ως ασθένεια, υπό την έννοια ότι τα συμπτώματά της γίνονται αμέσως και με πολύ μεγάλη ένταση ορατά, συνίστανται δε αυτά στην ύπαρξη: α) σανιδώδους κοιλίας, δηλαδή κοιλίας η οποία δεν είναι μαλακή στην ψηλάφηση, αλλά ιδιαίτερα σκληρή, β) “ιπποκράτειου προσωπείου” στο πρόσωπο του πάσχοντος από περιτονίτιδα ασθενούς, δηλαδή ιδιαίτερα ωχρού χρώματος στο πρόσωπο του ασθενούς, γ) υψηλού πυρετού που δεν υποχωρεί παρά τη χορήγηση αντιπυρετικών φαρμάκων, δ) παραλυτικού ειλεού, δηλαδή περιέλευση του εντέρου σε κατάσταση έλλειψης κινητικότητας-παράλυσης και ε) ιδιαίτερα έντονου, ανυπόφορου άλγους στην κοιλιακή χώρα. Στην προκειμένη περίπτωση, κανένα από τα άνω αναφερόμενα συμπτώματα δεν παρουσίαζε η ασθενής Ε. Ζ. σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο μέχρι τη διενέργεια της δεύτερης χειρουργικής επέμβασης (13-12-2014), ώστε να μπορεί ο θεράπων ιατρός-χειρουργός, αλλά και οι παρακολουθούντες αυτή ιατροί της ΜΕΘ να συνάγουν με επαρκή ασφάλεια-βεβαιότητα το συμπέρασμα ότι η ασθενής έπασχε από κοπρανώδη περιτονίτιδα και να οδηγηθούν στη λήψη απόφασης για διενέργεια δεύτερης χειρουργικής επέμβασης σε προγενέστερο χρονικό σημείο. Ειδικότερα, όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, η ασθενής εμφάνιζε ιδιαίτερα υψηλική πυρετική κίνηση ήδη από την ημέρα της πρώτης χειρουργικής επεμβάσεως (05-12-2014), το οποίο σημαίνει ότι η αιτία εμφάνισης υψηλού πυρετού δεν μπορούσε εξ αρχής να αποδοθεί στην εγκατάσταση περιτονίτιδας από το πρώτο χειρουργείο λόγω των εκεί προκληθέντων τραυματισμών. Ωστόσο, λόγω της χορήγησης αντιπυρετικής αγωγής στην ασθενή κατά τη νοσηλεία της στη ΜΕΘ, ο πυρετός έβαινε συνεχώς μειούμενος, ώστε την 11-12-2014, ήτοι μία ημέρα μετά τη διενέργεια αξονικής τομογραφίας, αυτή (ασθενής) ήταν απύρετη, έχουσα θερμοκρασία 37°C. Το στοιχείο αυτό, ήτοι η πτώση του πυρετού, πέραν του ότι ενισχύει την ασάφεια της αξονικής τομογραφίας σχετικά με την ύπαρξη περιτονίτιδας την 10-12-2014, είναι επαρκής ένδειξη για την μη ύπαρξη κοπρανώδης περιτονίτιδας στην συγκεκριμένη ασθενή. Επιπλέον, η ασθενής, από της εισαγωγής της στη ΜΕΘ και μέχρι την 11-12-2014, είχε τρεις (3) φυσιολογικές κενώσεις, στοιχείο που ομοίως αποδεικνύει φυσιολογική λειτουργία του εντέρου, καθώς, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, ένα από τα συμπτώματα της περιτονίτιδας είναι ο παραλυτικός ειλεός που πλήττει το εντερικό σύστημα και ο οποίος συνεπάγεται τη μη λειτουργία του. Επίσης, όπως αποδεικνύεται από τα αναγνωσθέντα φύλλα νοσηλείας της ασθενούς, καθ’ όλη τη διάρκεια της νοσηλείας της στη ΜΕΘ από την 05-12-2014 έως 12-12-2014, ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων κυμαίνεται εντός των φυσιολογικών ορίων, όπως αυτά έχουν προσδιορισθεί με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και έρευνας, και μάλιστα οι τιμές αυτών δεν κινούνταν προς το ανώτερο φυσιολογικό όριο, παρά περί το μέσον αυτού. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων της ασθενούς το βράδυ της 12-12-2014 ανερχόταν σε λιγότερα από 10.000, παρουσιάζοντας μάλιστα πτωτική τάση σε σχέση με την πρωινή μέτρηση της ίδιας ημέρας. Το στοιχείο αυτό, ήτοι ο φυσιολογικός αριθμός λευκών αιμοσφαιρίων, είναι μη συμβατό με την ύπαρξη φλεγμονής στο χώρο του περιτοναίου, δηλαδή με περιτονίτιδα, καθώς ο ανθρώπινος οργανισμός, όταν φλεγμένει παράγει λευκά αιμοσφαίρια στο πλαίσιο του συστήματος άμυνας που έχει αναπτύξει, ώστε εάν υπήρχε περιτονίτιδα, ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων θα ανερχόταν σε 20.000 – ο μάρτυρας εκ του κατηγορητηρίου και τεχνικός σύμβουλος της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας κ. Τ., κατέθεσε χαρακτηριστικά ότι “η 10000 τιμή δεν ήταν ανησυχητικό […] βάσει αυτών των τιμών δεν ήταν ανησυχητικές οι τιμές […]” -. Ο ισχυρισμός δε ότι τα λευκά αιμοσφαίρια που καταπολεμούν τη φλεγμονή δεν καταμετρώνται από τις σχετικές εργαστηριακές εξετάσεις κρίνεται αναξιόπιστος. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η CRP, δείκτης φλεγμονής, ήταν από την πρώτη ημέρα (05-12-2014) σε πάρα πολύ υψηλά επίπεδα, πολύ ανώτερα του φυσιολογικού. Ωστόσο, όπως κατέθεσαν όλοι οι εξετασθέντες μάρτυρες ιατροί, η CRP δεν αυξάνεται μόνον όταν υπάρχει περιτονίτιδα, αλλά έχει περισσότερες της μιας αιτίες, μία εκ των οποίων συνέτρεχε και στην περίπτωση της ασθενούς και δη η ύπαρξη πνευμονίας. Επομένως, παρ’ ότι η τιμή της CRP ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, εν τούτοις, το στοιχείο αυτό, είτε μόνο του, είτε -ειδικά- σε συνδυασμό με τα λοιπά εργαστηριακά και κλινικά ευρήματα, δεν μπορούσε να οδηγήσει οποιονδήποτε ιατρό στην εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος για την ανάγκη διεξαγωγής δεύτερης ανοικτής επέμβασης σε χρόνο προγενέστερο της 12-12-2014. Εξάλλου, όπως και ο πυρετός, η υψηλή τιμή της GRP διαπιστώθηκαν στις εξετάσεις που πραγματοποίησε η εν λόγω ασθενής ήδη την 05-12-2014, το οποίο συνεπάγεται ότι δεν ήταν δυνατόν να έχουν ως αιτία την ύπαρξη περιτονίτιδας -και δη κοπρανώδους- κατά το χρόνο αυτό. Αντιθέτως, οι ιδιαίτερα υψηλές τιμές της CRP και του πυρετού είχαν ως αιτία, πέραν της άνω αναφερθείσας πνευμονίας που διαπιστώθηκε στην αξονική τομογραφία της 10-12-2014, το σύνδρομο επαναιμάτωσης, το οποίο εμφανίσθηκε στην ασθενή την 05-12-2014 λόγω του ανωτέρω περιγραφέντος τραυματισμού της κοιλιακής αορτής. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο ενδεδειγμένης αντιμετώπισης του τραυματισμού της αορτής, ο επιληφθείς αγγειοχειρουργός Μ. Π. και χειρουργός Χ. Κ., διέκοψαν ένθεν κι ένθεν του τραυματισμού, τη ροή αίματος εντός της αορτής, προκειμένου να μπορέσουν να συρράψουν το τραύμα και να εμποδίσουν την απώλεια κι άλλου αίματος. Η διακοπή της κυκλοφορίας του αίματος, ωστόσο, ακόμη και για το ελάχιστο δυνατό χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει να ολοκληρωθεί με επιτυχία η σχετική επέμβαση συρραφής, οδηγεί στην απώλεια ροής του εντός όλων των οργάνων και ιστών του σώματος, με αποτέλεσμα αυτά να ισχαιμούν και να παράγονται τοξίνες. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της συρραφής, το έως τότε συγκρατούμενο αίμα επανακυκλοφορεί απότομα και με ιδιαίτερα αυξημένη πίεση εντός του σώματος, με αποτέλεσμα ο ανθρώπινος οργανισμός να υφίσταται “σοκ”, δεδομένου ότι μαζί με το αίμα, κυκλοφορούν και οι έως τότε παραχθείσες τοξίνες (σύνδρομο επαναιμάτωσης). Όπως κατέθεσαν ενόρκως οι εξετασθέντες μάρτυρες υπερασπίσεως, το σύνδρομο επαναιμάτωσης προκαλεί ιδιαίτερα έντονη φλεγμονώδη αντίδραση του οργανισμού, η οποία με τη σειρά της οδηγεί στην άμεση αύξηση της πυρετικής κίνησης σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αυτή ήταν η αιτία εμφάνισης του πολύ υψηλού πυρετού και των υπερβολικών τιμών της CRP ήδη από την πρώτη ημέρα νοσηλείας (05-12-2014) της ατυχούς Ε. Ζ.. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι: α) ο πυρετός είχε ως πλέον πιθανότερη αιτία το σύνδρομο επαναιμάτωσης, β) η υψηλή τιμή της CRP, ως δείκτης φλεγμονής, δεν μπορεί να αποδοθεί σε μόνον μία αιτία και μάλιστα υποθετική (περιτονίτιδα), αλλά αντιθέτως ευχερώς μπορούσε να εξηγηθεί λόγω της διαγνωσθείσας πνευμονίας, γ) εξέλιπαν εν προκειμένω όλα τα θορυβώδη συμπτώματα κοπρανώδης περιτονίτιδας, όπως αυτά ανωτέρω περιγράφηκαν (έλλειψη σανιδώδους κοιλίας, απυρεξία, φυσιολογικός αριθμός λευκών αιμοσφαιρίων, φυσιολογικές κενώσεις, έλλειψη “ιπποκράτειου προσωπείου”), δ) τα ευρήματα της διενεργηθείσας στον κατάλληλο χρόνο αξονικής τομογραφίας δεν ήταν διαφωτιστικά για την ύπαρξη πιθανής περιτονίτιδας, αλλά αντίθετα ήταν συμβατά για παθολογική κατάσταση στο αναπνευστικό σύστημα της ασθενούς, συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος, ως θεράπων ιατρός, δεν ήταν δυνατόν να αποφασίσει με το βαθμό βεβαιότητας που απαιτούνταν, τη διενέργεια διερευνητικής λαπαροτομίας σε χρόνο προγενέστερο της 13-12-2014. Επομένως, λαμβανομένων υπ’ όψιν των ευρημάτων της αξονικής τομογραφίας για την κοιλία (συμβατά με προηγηθείσα χειρουργική επέμβαση), της ύπαρξης περισσοτέρων του ενός αιτίων για πυρετό και CRP, της έλλειψης συμπτωμάτων κοπρανώδους περιτονίτιδας, του τεράστιου ρίσκου για τη διεξαγωγή νέου χειρουργείου, δεδομένης της προϋφιστάμενης παθολογικής κατάστασης της ασθενούς, και της διαπιστωθείσας την 10-12-2014 πνευμονικής εμβολής, ο κατηγορούμενος ιατρός χειρουργός, ενήργησε lege artis μην οδηγώντας νωρίτερα την ασθενή στο χειρουργείο, επιδεικνύοντας το μέγιστο βαθμό επιμέλειας και φροντίδας για την υγεία και τη ζωή της, ενεργώντας όπως όφειλε να ενεργήσει κάθε επιμελής ιατρός που θα ευρίσκετο στην ίδια θέση, υπό τα αυτά δεδομένα. Επί πλέον, αποδείχθηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι την 12-12-2014, η βελτίωση της κατάστασης της ασθενούς δεν ήταν η αναμενόμενη από τους ιατρούς, τόσο της ΜΕΘ, όσο και τον θεράποντα ιατρό της. Η μη επαρκής βελτίωση της κλινικής κατάστασης και των εργαστηριακών δεδομένων της ασθενούς και ιδίως η εκ νέου αύξηση της πυρετικής κίνησης και του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων, δεδομένου ότι για τα ευρήματα της αξονικής τομογραφίας που αφορούσαν στο αναπνευστικό σύστημα της ασθενούς (πνευμονία και πνευμονική εμβολή) είχε χορηγηθεί η προβλεπόμενη φαρμακευτική αγωγή, οδήγησαν τότε (12-12-2014) για πρώτη φορά τους ιατρούς της ΜΕΘ να θέσουν επισήμως υπ’ όψιν του θεράποντος ιατρού-χειρουργού διάγνωσή τους για πιθανή περιτονίτιδα, ώστε να κρίνει αυτός (θεράπων) εάν στο χρονικό αυτό σημείο ήταν πλέον αναγκαία η διεξαγωγή διερευνητικής λαπαροτομίας. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται από το συνδυασμό της διενεργηθείσας αξονικής τομογραφίας, με τα φύλλα νοσηλείας της ασθενούς στη ΜΕΘ, διαπιστώθηκε η ήδη ανωτέρω αναφερθείσα ύπαρξη πνευμονικής εμβολής, για την αντιμετώπιση της οποίας έπρεπε να της χορηγηθεί αντιπηκτική αγωγή, προκειμένου να “αραιώσει” το αίμα της και να κυκλοφορεί με μεγαλύτερη ευκολία σε όλους τους ιστούς και τα όργανα της ασθενούς. Η χορήγηση της αντιπηκτικής αγωγής συνεπάγεται άνευ ετέρου την απαγόρευση διενέργειας χειρουργικών επεμβάσεων, που συνεπάγονται την αναγκαστική τομή ιστών και αγγείων του ανθρωπίνου σώματος, διότι ελλοχεύει ο άμεσος κίνδυνος θανάτου του ασθενούς από ακατάσχετη αιμορραγία. Η χορήγηση της αγωγής αυτής ξεκίνησε την 10-12-2014 ενώ αποδείχθηκε ότι η αντιπηκτική αγωγή πρέπει να διακόπτεται τουλάχιστον ένα 24ωρο πριν τη διενέργεια επεμβατικής πράξης στον ασθενή που τη λαμβάνει, προκειμένου να μειωθεί ο προπεριγραφόμενος κίνδυνος. Αφ’ ης στιγμής ετέθη από τους ιατρούς της ΜΕΘ η διάγνωση πιθανής περιτονίτιδας και η ανάγκη διενέργειας διερευνητικής λαπαροτομίας την 12-12-2014, δηλαδή στο χρονικό σημείο που τα ανωτέρω περιγραφόμενα κριτήρια ήταν συμβατά με μια τέτοια διάγνωση, ο θεράπων ιατρός-κατηγορούμενος έπρεπε να δώσει την εντολή διακοπής της αντιπηκτικής αγωγής, προκειμένου να μπορεί να διεξάγει την διερευνητική λαπαροτομία με σχετική ασφάλεια την επομένη ημέρα, όπερ και εγένετο. Επομένως, η διενέργεια της δεύτερης επεμβάσεως, καίτοι η ανάγκη διεξαγωγής της κρίθηκε την 12-12-2014, ορθά αποφασίσθηκε να πραγματοποιηθεί την 13-12-2014, λαμβανομένων υπ’ όψιν των άνω αναφερομένων. Κατά τη δεύτερη αυτή χειρουργική επέμβαση, χειρουργός ήταν εκ νέου ο κατηγορούμενος Β. Κ., αναισθησιολόγος εκ νέου ο Π. Τ. και μέλη της χειρουργικής ομάδας ήταν οι Χ. Μ. (Α’ βοηθός) και Α. Π. (Β’ βοηθός), ενώ παρόντες ήταν συμβουλευτικά οι κ.κ. Χ.. Κ. και Γ. Π. Κατά τη διάνοιξη της ήδη υφισταμένης τομής στην κοιλιακή χώρα της ασθενούς και την είσοδο στην περιτοναϊκή κοιλότητα, αμέσως αναδύθηκε ιδιαίτερα άσχημη μυρωδιά και ανευρέθη η ύπαρξη κοπράνων, αρκετού ελεύθερου ρυπαρού υγρού στο σύνολο της κοιλότητας (περιηπατικά, περισπληνικά, παρακολικά και στο δουγλάσσειο χώρο), καθώς και ψευδομεμβράνες. Ενεργώντας ό,τι προβλέπεται από τα θεραπευτικά πρωτόκολλα για την αντιμετώπιση της περιτονίτιδας, η χειρουργική ομάδα προχώρησε αρχικά στην αναρρόφηση των υγρών και στη συνέχεια στην επιμελή έκπλυση της κοιλίας, ώστε να ακολουθήσει ο απαιτούμενος έλεγχος των σπλάχνων της κοιλιακής χώρας για την ανεύρεση της αιτίας ύπαρξης των προπεριγραφέντων ευρημάτων στην κοιλιακή κοιλότητα. Όπως προέκυψε από τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των κ.κ. Τ. και Π., αμέσως έγινε ορατή μπροστά τους η ύπαρξη ρήξης-οπής στη μεσότητα του εγκαρσίου κόλου-παχέος εντέρου, από την οποία και είχε διαφύγει το εξόχως μολυσματικό περιεχόμενο. Λόγω του ιδιαίτερα μεγάλου κοιλιακού τοιχώματος της ασθενούς εξαιτίας της παχυσαρκίας της, ήταν αδύνατη τεχνικά η απευθείας εκστόμωση της ρήξης-οπής έξω από την κοιλία, γι’ αυτό και αναγκαστικά ο κατηγορούμενος προέβη σε διατομή του εγκαρσίου, δημιουργώντας δύο εκατέρωθεν της κοιλίας στομίες, στις οποίες και τοποθέτησε “σακουλάκια” αποθήκευσης του περιεχομένου του εντέρου. Ειδικότερα, αφού προέβη σε επιμελή και προσεκτικό καθαρισμό (νεαροποίηση) των χειλών του διαταμέντος εγκαρσίου, δημιούργησε ένθεν κι ένθεν της μέσης γραμμής (αριστερά και δεξιά δηλαδή της κοιλιακής χώρας) τις προπεριγραφείσες δύο (2) στομίες. Από το σύνολο των στοιχείων που εισφέρθηκαν στο Δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι η διατομή του εγκαρσίου κόλου-παχέος εντέρου πραγματοποιήθηκε ορθά στο σημείο όπου είχε διαπιστωθεί η ρήξη-οπή, διότι ήταν αδύνατη η συρραφή της τελευταίας, λόγω του εύθρυπτου των τοιχωμάτων του παχέος εντέρου της ασθενούς εξ αιτίας του σακχαρώδους διαβήτη από τον οποίο έπασχε, καθώς και λόγω της παθολογικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν το συγκεκριμένο σημείο του παχέος εντέρου. Εξάλλου, ο ισχυρισμός των μαρτύρων του κατηγορητηρίου και των μαρτύρων που εξετάσθηκαν κατόπιν προτάσεως της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας, ότι ο κατηγορούμενος προέβη σε εκτομή του συγκεκριμένου τμήματος του εγκαρσίου κόλου-παχέος εντέρου, όπου διαπιστώθηκε η ρήξη-οπή, και “πέταξε” το εκταμέν τμήμα στον κάλαθο των απορριμάτων, δεν αποδείχθηκε. Αντιθέτως, όπως κατέθεσαν ενόρκως και οι κ.κ. Τ. και Κ., για την εκτομή τμήματος αγγείου ή οργάνου -όπως εν προκειμένω υποτίθεται έπραξε ο κατηγορούμενος χειρουργός-, πρέπει να προηγηθεί η ένθεν κι ένθεν του εν λόγω τμήματος διακοπή της κυκλοφορίας του αίματος και λοιπών περιεχομένων, με την τοποθέτηση απολινώσεων, οι οποίες (απολινώσεις) ασφαλώς θα βρίσκονταν κατά τη διενεργηθείσα μεταγενέστερα ιατροδικαστική εξέταση-νεκροψία-νεκροτομή της ασθενούς, κάτι που δεν συνέβη εν προκειμένω. Επομένως, ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος εξέταμε το τμήμα του εγκαρσίου κόλου-παχέος εντέρου στο οποίο ανευρέθη η ρήξη-οπή, δεν αποδείχθηκε ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η αναφορά δε σε έγγραφο διοικητικής φύσεως του ΠΓΝΙ και στην ιατροδικαστική έκθεση του κ. Β., περί εκτομής τμήματος εγκαρσίου, πρέπει να αποδοθεί σε γλωσσική παραδρομή. Τα ευρήματα, επομένως, της διενεργηθείσας δεύτερης επέμβασης την 13-12-2014, ανέδειξαν αμέσως την ύπαρξη περιτονίτιδας, τις συνέπειες της οποίας η άνω χειρουργική ομάδα ήρε με την αναρρόφηση των διαφυγόντων υγρών, την έκπλυση της κοιλίας και τον καθαρισμό των ψευδομεμβρανών. Όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, η περιτονίτιδα, ως ιδιαίτερα σοβαρή φλεγμονή και ειδικά με τη μορφή της κοπρανώδους περιτονίτιδας, όπως εμφανίσθηκε εν προκειμένω στην ασθενή Ε. Ζ., είναι ασύμβατη με την επιβίωση του ασθενούς εάν δεν αντιμετωπισθεί σύντομα και πάντως είναι ασύμβατη με την ύπαρξη ενεργούς περιτονίτιδας για διάστημα οκτώ (8) ημερών από την 05-12-2014 έως την 13-12-2014. Από τις ένορκες καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων υπερασπίσεων κ.κ. Τ. και Π. και ιδίως από την κατάθεση του πρώτου εξ αυτών, προέκυψε ότι η εικόνα της κοιλιακής χώρας της αποβιωσάσης ασθενούς, ήταν συμβατή με περιτονίτιδα η οποία είχε αρχίσει προ 24 ωρών το πολύ, καθώς και η κατάσταση των σπλάχνων δεν είχε επηρεασθεί από τη διαφυγή εντερικού περιεχομένου, ενώ δεν είχαν προκληθεί συμφήσεις των ελίκων των εντέρων. Αντιθέτως, υπήρχαν ψευδομεμβράνες, οι οποίες αναπτύσσονται από τον ανθρώπινο οργανισμό ως άμυνα για την προστασία των εντερικών ελίκων και οι οποίες, εγκυστώνονται στα σπλάχνα μόνον εάν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα, προκαλώντας τις συμφύσεις-συγκολλήσεις αυτών. Το γεγονός ότι οι αναγκαία αφαιρετέες ανευρεθήσες ψευδομεμβράνες ήταν δυνατόν να αποκολληθούν εύκολα, αποτελεί απόδειξη ότι αυτές δεν είχαν αναπτυχθεί πριν αρκετό χρόνο, ενώ η αναφορά στην ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής περί διάχυτης παρουσίας ψευδομεμβρανών, οφείλεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στο γεγονός ότι αυτή (νεκροψία-νεκροτομή) έλαβε χώρα την 23-12-2014, ήτοι τέσσερις (4) ημέρες μετά το θάνατο της ατυχούς Ε. Ζ. κι επομένως η πάροδος του χρόνου αυτού συνέβαλε στην ως άνω διαπίστωση.
Συνεπώς, ο κατηγορούμενος, με τη συνεργασία της ανωτέρω αναφερομένης λοιπής χειρουργικής ομάδας, ενήργησε σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και πρακτικής κατά τη δεύτερη χειρουργική επέμβαση, αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες της εμφανισθείσας περιτονίτιδας, η οποία, ωστόσο, είναι ενεργή νόσος, εξελισσόμενη παρά την άρση των συνεπειών της και την πραγματοποίηση των ως άνω δύο στομιών. Ακολούθως η ασθενής μεταφέρθηκε στη ΜΕΘ σε πολύ άσχημη κατάσταση και απεβίωσε στις 19-12-2014 λόγω καθολικής περιτονίτιδας η οποία επέφερε σηπτική καταπληξία και πολυοργανική ανεπάρκεια. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου η ρήξη-οπή του εγκαρσίου κόλου-παχέος εντέρου από την οποία εξήλθε εντερικό περιεχόμενο, προκαλώντας περιτονίτιδα, η οποία ξεκίνησε να δρα ως μηχανισμός την 12-12-2014, οφείλεται, όχι σε αμελή συμπεριφορά του κατηγορουμένου θεράποντος ιατρού-χειρουργού, αλλά σε πιθανή αυτόματη ρήξη στο συγκεκριμένο σημείο, η δε αιτία της πρόκλησης της αυτόματης ρήξης οφείλεται σε τοπική εντερική ισχαιμία συνεπεία του σακχαρώδους διαβήτη που έπασχε η θανούσα σε συνδυασμό με την παχυσαρκία της. Ειδικότερα από το αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχτηκε ότι η ρήξη-οπή αυτή, προκλήθηκε στις 5-12-14 συνεπεία επιπρόσθετου 4ου τραυματισμού από το χειρουργικό μηχάνημα trocar που χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος και συνεπεία αυτής δημιουργήθηκε κοπρανώδη περιτονίτιδα, η οποία εξελίχτηκε σταδιακά και είχε ως επακόλουθο τη σηπτική καταπληξία, την πρόκληση πολυοργανικής ανεπάρκειας και το θάνατο της Ε. Ζ.. Ακόμη δεν αποδείχθηκε με πλήρη βεβαιότητα ότι οι ως άνω τρείς ταυματισμοί που προκάλεσε ο κατηγορούμενος στη θανούσα με το trocar στην κοιλιακή χώρα και η συνεπεία αυτών εισαγωγή της στη ΜΕΘ με επιβάρυνση της υγείας της, σε συνδυασμό με την κατάσταση της υγείας της (νοσογόνος παχυσαρκία, σακχαρώδη διαβήτη, υποθυροεισμό, υπέρταση) συνδέονται αιτιωδώς με την πρόκληση της ρήξης-οπής συνεπεία πιθανής ισχαιμίας του τοιχώματος του παχέος εντέρου, με αποτέλεσμα την κοπρανώδη περιτονίτιδα, καθόσον στα διαβητικά- παχύσαρκα άτομα είναι συνήθεις τέτοιου τύπου ισχαιμικές αλλοιώσεις σε διάφορα όργανα του σώματος τους, οι οποίες μπορούν συμβούν ανά πάσα στιγμή και όχι μόνο μετεγχειρητικά. Το γεγονός ότι η θανούσα Ε. Ζ. χαρακτηρίσθηκε εξ αρχής ως ασθενής πολύ υψηλού κινδύνου, κατατέθηκε από το σύνολο των εξετασθέντων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μαρτύρων Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω ο θάνατος της Ε. Ζ. δεν μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια κατηγορουμένου περί την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματός και ειδικότερα σε παράβαση από αυτόν των κοινώς αποδεκτών αναγνωρισμένων κανόνων της χειρουργικής και της ιατρικής επιστήμης. Πρέπει συνεπώς ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί αθώος της αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο”.
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ελλιπή, με ασάφειες και λογικά κενά αιτιολογία, ως προς τη συνδρομή ή μη αμέλειας του κατηγορουμένου, ιατρού, στην επέλευση του θανάτου της Ε. Ζ.. Ειδικότερα, το Δικαστήριο της ουσίας δέχεται στην αιτιολογία της απόφασής του, Α) ότι ο κατηγορούμενος την 5.12.2014, έχοντας αναλάβει να πραγματοποιήσει στη θανούσα Ε. Ζ. χειρουργική επέμβαση αδυνατίσματος με τη διενέργεια λαπαροσκοπικής μερικής κάθετης γαστρεκτομής – sleeve gastrectomy, προς αντιμετώπιση της νοσογόνου παχυσαρκίας από την οποία έπασχε, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει λαπαροτομή στην ασθενή για να προχωρήσει στη συνέχεια στη γαστρεκτομή, από πιθανή πίεση που άσκησε κατά την είσοδο του χρησιμοποιουμένου από τον αυτόν χειρουργικού εργαλείου (“trocar optic view”) στην περιτοναϊκή κοιλιακή χώρα της ασθενούς, λόγω του ότι τα κοιλιακά τοιχώματα αυτής ήταν εξαιρετικά μεγάλα και με αρκετό υποδόριο λίπος, που δυσκόλευαν την κίνηση του χειρουργικού εργαλείου, προκάλεσε τρώσεις σε διάφορα όργανα της ασθενούς και δη α) διαμπερές τραύμα της κοιλιακής αορτής κάτωθεν της εκφύσεως των νεφρικών αρτηριών, β) διαμπερές τραύμα της νήστιδος (τμήματος του λεπτού εντέρου) και γ) διαμπερές τραύμα του μείζονος επιπλόου που επικαλύπτει την περιτοναϊκή περιοχή, από τις οποίες (τρώσεις) σοβαρότερη ήταν εκείνη της κοιλιακής αορτής, που προκάλεσε ακατάσχετη αιμορραγία, η οποία, ως και οι άλλες τρώσεις, αντιμετωπίστηκαν με ανοιχτή λαπαροτομία, είχαν όμως ως συνέπεια να μην ολοκληρωθεί η μερική γαστρεκτομή, να συρραφεί η κοιλιά της ασθενούς και να περιέλθει η ασθενής σε βαριά κατάσταση, καθόσον για την αποκατάσταση της τρώσης της κοιλιακής αορτής και την αναπλήρωση της μεγάλης ποσότητας αίματος που απωλέσθη, απαιτήθηκε μαζική μετάγγιση εννέα (9) φιαλών αίματος μετά των παραγώγων του, που προκάλεσαν στην ασθενή το “σύνδρομο επαναιμάτωσης” με υψηλό πυρετό και υπερβολικά αυξημένο το δείκτη φλεγμονής CRP, με τιμές πολλαπλάσιες του κανονικού και η ασθενής οδηγήθηκε αμέσως μετά την επέμβαση διασωληνωμένη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του ΠΓΝ Ιωαννίνων, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενη σε πολύ βαριά κατάσταση μέχρι τις 19.12.2014. Β) Ότι καθόλο το διάστημα της παραμονής της ασθενούς στη ΜΕΘ, ο δείκτης φλεγμονής CRP παρέμενε σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, πολύ ανώτερα των φυσιολογικών τιμών, στοιχείο που εξαρχής αποτελούσε παράγοντα ανησυχίας για όλους τους επιληφθέντες ιατρούς, καθώς αποδείκνυε την ύπαρξη κάποιας φλεγμονής στον οργανισμού της ασθενούς, ότι παρά τη θεραπευτική αγωγή που ελάμβανε για την αντιμετώπιση της κατάστασής της, αυτή δεν βελτιωνόταν όσο ανέμεναν οι ιατροί της ΜΕΘ και στις 10.12.2014 η εντατικολόγος – καρδιολόγος ιατρός Α. Κ. έθεσε στον κατηγορούμενο, ως μόνο έχοντα την σχετική ευθύνη λήψης απόφασης, με την ιδιότητα του θεράποντος ιατρού, την πιθανότητα διενέργειας δεύτερης λαπαροτομίας, προκειμένου να διερευνηθεί η πιθανότητα περιτονίτιδας. Ο κατηγορούμενος έλαβε την απόφαση να μην προβεί σε λαπαροτομή, αλλά υπέβαλε την ασθενή την ίδια ημέρα σε αξονική τομογραφία κεφαλής, θώρακος και κοιλίας, η οποία στον μεν θώρακα ανέδειξε πνευμονολογικά προβλήματα, στη δε κοιλία ποσότητα αέρα, συλλογή υγρών και ικανή ρυπαρότητα του περιτοναϊκού λίπους. Ότι στις 12.12.2014, επειδή δεν υπήρχε η αναμενόμενη βελτίωση της κατάστασης της υγείας της ασθενούς, οι ιατροί της ΜΕΘ έθεσαν επισήμως υπόψη του κατηγορουμένου διάγνωσή τους για πιθανή περιτονίτιδα και ανάγκη διεξαγωγής διερευνητικής λαπαροτομίας, την οποία ο τελευταίος διενήργησε στις 13.12.2014, οπότε διαπιστώθηκε η ύπαρξη ρήξης – οπής στη μεσότητα του εγκαρσίου κόλου – παχέος εντέρου, από την οποία είχε διαφύγει εξόχως μολυσματικό περιεχόμενο και είχε δημιουργηθεί κοπρανώδης περιτονίτιδα, οι συνέπειες της οποίας αντιμετωπίστηκαν με απορρόφηση των διαφυγόντων υγρών, την έκπλυση της κοιλία και τον καθαρισμό των ψευδομεμβρανών και ακολούθως η ασθενής οδηγήθηκε στη ΜΕΘ διασωληνωμένη σε πολύ άσχημη κατάσταση, όπου απεβίωσε στις 19.12.2014 λόγω καθολικής περιτονίτιδας, η οποία επέφερε ηπατική καταπληξία και πολυοργανική ανεπάρκεια με συνέπεια το θάνατό της. Γ) Ότι η ρήξη – οπή του εγκαρσίου κόλου – παχέος εντέρου, από την οποία εξήλθε εντερικό περιεχόμενο προκαλώντας την κοπρανώδη περιτονίτιδα, ξεκίνησε να δρα ως μηχανισμός την 12.12.2014 και οφείλεται σε πιθανή αυτόματη ρήξη στο συγκεκριμένο σημείο του παχέος εντέρου, λόγω τοπικής εντερικής ισχαιμίας, που προκλήθηκε συνεπεία του σακχαρώδους διαβήτη που έπασχε η θανούσα σε συνδυασμό με την παχυσαρκία της, μη αποδίδοντας ουδεμία αμέλεια στον κατηγορούμενο για τον επελθόντα ως άνω θάνατο της Ε. Ζ.. Δεχόμενο τα ως άνω το Δικαστήριο της ουσίας, για την πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασής του, δεν αιτιολογεί αν η πιθανή πίεση που άσκησε ο κατηγορούμενος στο χειρουργικό εργαλείο συνέβαλε αιτιωδώς στην τρώση των τριών ως άνω οργάνων της ασθενούς και αν υπήρχε άλλος τρόπο με τον οποίο μπορούσε να διενεργήσει τη χειρουργική επέμβαση της μερικής γαστρεκτομής, ώστε να αποφύγει την τρώση τους και τις συνέπειες που περιγράφηκαν και ιδίως εκείνες της τρώσης της κοιλιακής αορτής, ενόψει μάλιστα και του ότι ήταν γνωστά σ’ αυτόν η παχυσαρκία της ασθενούς με τα μεγάλα κοιλιακά τοιχώματα και το υποδόριο λίπος, δεν προσδιορίζει το χρόνο που επήλθε η ως άνω ρήξη -οπή στη μεσότητα του εγκαρσίου κόλου – παχέος εντέρου και με ελλιπή αιτιολογία δέχεται ότι η ρήξη αυτή ξεκίνησε να δρα ως μηχανισμός που δημιούργησε την κοπρανώδη περιτονίτιδα στις 12.12.2014, ενόψει μάλιστα και του ότι τα ως άνω αποτελέσματα της αξονικής τομογραφίας κοιλίας, στην οποία υπεβλήθη η ασθενής στις 10.12.2014, σε συνδυασμό με τον υψηλό πυρετό και την υπερβολική τιμή του δείκτη φλεγμονής CRP που ανέπτυξε και κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης οφείλονταν στο “σύνδρομο επαναιμάτωσης”, που δημιουργήθηκε στην ασθενή την 5.12.2014, με τον τρόπο που αναλυτικά το περιγράφει, παρέπεμπαν, σύμφωνα με τις παραδοχές που προεκτέθηκαν και κατά τη γνώμη της ιατρού της ΜΕΘ Α. Κ., σε πιθανότητα περιτονίτιδας εγκατεστημένη τουλάχιστον από την 10.12.2014, η οποία έπρεπε να αντιμετωπισθεί άμεσα χειρουργικά, καθόσον στις 10.12.2014 η ασθενής δεν ελάμβανε αντιπηκτική αγωγή, πλην ο κατηγορούμενος δεν το έπραξε την 10.12.2014, αλλά έπραξε αυτό στις 13.12.2014, χωρίς όμως να αιτιολογεί ποια ήταν η ενδεδειγμένη ιατρική πράξη τη συγκεκριμένη στιγμή και ενόψει των αναφερομένων συμπτωμάτων που παρουσίαζε η ασθενής, ούτε βέβαια αν ο ιατρός κατηγορούμενος έπραττε αυτή (άμεσα) θα αποφευγόταν ο θάνατος της Ε. Ζ., όλως ασαφώς αποδίδει την αυτόματη εντερική ισχαιμία και την εξ αυτής δημιουργία της ως άνω ρήξης του παχέος εντέρου στον σακχαρώδη διαβήτη από τον οποίο έπασχε η θανούσα, χωρίς να προσδιορίζει τις τιμές αυτού και την φαρμακευτική αγωγή που ελάμβανε ως και του αν μπορούσε στο στάδιο που υπήρχε να προκαλέσει αυτή τη σοβαρή και μοιραία εντερική ισχαιμία με τα αποτελέσματά της, ενόψει μάλιστα και του ότι οι προεγχειρητικές εξετάσεις που έγιναν στην ασθενή στις 4.12.2014, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης ήταν καλές και επέτρεπαν να υποβληθεί αυτή στην προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση. Επίσης, το Δικαστήριο της ουσίας για την αιτιολογία της απόφασής του δεν κάνει καμία αναφορά στο πόρισμα της διενεργηθείσας την 23.12.2014 ιατροδικαστικής έκθεσης νεκροψίας – νεκροτομής του Ιατροδικαστή Θ. Β. όπου ως αιτία θανάτου της Ε. Ζ. αναφέρεται “καθολική περιτονίτης απότοκος προηγηθείσας χειρουργικής επέμβασης”, και παρότι δεν αποδέχεται το ιατροδικαστικό πόρισμα δεν αιτιολογεί επαρκώς την αντίθετη δικανική του πεποίθηση παραθέτοντας συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που αποκλείουν το παραπάνω συμπέρασμα. Επίσης, δεν αναφέρει στα ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, ούτε προκύπτει από το περιεχόμενο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης η ιατρική πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα ιατρού Φ. Σ., που ορίστηκε από τον Πταισματοδίκη Ιωαννίνων, ο οποίος καταλήγει μεν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ιατρική αμέλεια δέχεται ωστόσο ότι η ρήξη του παχέος εντέρου της θανούσας δεν ήταν αυτόματη, αλλά ιατρογενής οφειλόμενη σε τρώση από το χειρουργικό εργαλείο (trocar) του αναιρεσείοντος θεράποντος ιατρού της.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το δικάσαν δικαστήριο με ασαφή και ελλιπή αιτιολογία κατέληξε σε αθωωτική κρίση δεχόμενο ότι ο αναιρεσείων ιατρός ενήργησε έγκαιρα και κατά τους παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (legeartis) στην αντιμετώπιση της όλης κατάστασης της ασθενούς Ε. Ζ. μέχρι το θάνατό της, και ότι ως εκ τούτου, ο θάνατός της δεν οφείλεται σε αμέλειά του, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Ποιν.Δ’., λόγου αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ειδικότερα ότι αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση με τρόπο ελλιπή και ασαφή τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και που δικαιολογούν την κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για μη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα -κατηγορούμενο. Μετά δε την παραδοχή του λόγου αυτού η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καλύπτει το σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης, παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 368 εδ. α’ περ. β’ και 511 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και μετά την άσκηση της αναίρεσης, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ’ αυτή, ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναίρεσης από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. ο οποίος κρίθηκε βάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση η πράξη για την οποία κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος, ήτοι η ανθρωποκτονία από αμέλεια, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος και φέρεται ότι τελέστηκε την 19.12.2014. Το αξιόποινο του ως άνω εγκλήματος που είναι πλημμέλημα, εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής που συμπληρώθηκε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού από την τέλεσή του (19.12.2014) μέχρι τη διάσκεψη της υπόθεσης (22-12-2022) και δημοσίευση της παρούσας έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της οκταετούς παραγραφής. Λαμβανομένου δε περαιτέρω υπόψη ότι η παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περιέχει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ. σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης, ήτοι της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που γίνεται δεκτός, πρέπει κατά το άρθρο 511 εδ γ’ του Κ.Ποιν.Δ., να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση και (κατ’ εφαρμογή του άρθρου 368 στοιχ. β’ του Κ.Ποιν.Δ.) να παύσει οριστικά η κατά του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ασκηθείσα ποινική δίωξη για την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, που φέρεται ότι τέλεσε την 19.12.2014 στα Ιωάννινα, μη συντρέχοντος λόγου παραπομπής της υπόθεσης στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθ. 103/2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ιωαννίνων.
ΠΑΥΕΙ οριστικά, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του Κ. Β. του Π. για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και συγκεκριμένα για το ότι: “Στα … την 19-12-2014 από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα των ενεργειών και των παραλείψεών του και έτσι επέφερε το αποτέλεσμα του θανάτου άλλου, αλλά και δεν απέτρεψε την επέλευση του αποτελέσματος αυτού, παρά το ότι είχε εκ του νόμου (σύμφωνα με τον κώδικα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος και τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας), εκ της παράνομης προγενέστερης επικίνδυνης ενέργειας και εκ της από 04-12-2014 σύμβασης μετά του Ν.Π.Δ.Δ. του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων (Π.Γ.Ν.Ι.), ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο και δη να προβαίνει σε κάθε ενέργεια που επιβάλλεται από τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης και να επιδεικνύει το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος Κ. Β., ως θεράπων ιατρός της Ε. Ζ. και με την ιδιότητα του χειρουργού – επίκουρου καθηγητή της χειρουργικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, μαζί με την υπόλοιπη χειρουργική ομάδα αποτελούμενη, όπως προκύπτει από το πρακτικό χειρουργικής επέμβασης της 5ης-12-2014, από τους ιατρούς χειρουργούς Ρ. Δ. ως Α’ βοηθό, Π. Ν. ως Β’ βοηθό και με τη συμμετοχή των ιατρών χειρουργών Μ.. Π., Χ.. Μ. και του καθηγητή Χειρουργικής και Διευθυντή τής Χειρουργικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, Χ. Κ., ο οποίος έφερε όλη την ευθύνη της επίβλεψης και του συντονισμού της πρώτης επέμβασης όσο και μετέπειτα μέχρι το θάνατο της ασθενούς, ανέλαβε να πραγματοποιήσει χειρουργική επέμβαση αδυνατίσματος με τη διενέργεια προγραμματισμένης λαπαροσκοπικής μερικής κάθετης γαστρεκτομής – sleevegastrectomy στην ανωτέρω ασθενή Ε. Ζ., η οποία έπασχε από νοσογόνο παχυσαρκία. Προέβη όμως στην επέμβαση αυτή κατά παράβαση των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της επιστήμης του και δεν ενήργησε σύμφωνα με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, ως θα εκτεθεί ακολούθως, με αποτέλεσμα τόσο με αλλεπάλληλες ενέργειες όσο και παραλείψεις του να προκαλέσει το θάνατο της ασθενούς, ο οποίος επήλθε την 19η-12-2014, αν και, ως ιατρός χειρουργός που ανέλαβε και συμμετείχε στη διενέργεια της ως άνω χειρουργικής επέμβασης, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε όλες τις αντικειμενικώς επιβαλλόμενες εκ των ιδιότητάς του ενέργειες που θα εμπόδιζαν την επέλευση του θανάτου της ανωτέρω ασθενούς. Ειδικότερα: την 5η-12-2014, η ασθενής, Ε. Ζ., η οποία είχε προγραμματιστεί από τον θεράποντα ιατρό της χειρουργό κ. Κ. Β. (κατηγορούμενο) να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής, οδηγήθηκε στο χειρουργείο του ως άνω Νοσοκομείου, όπου της χορηγήθηκε γενική αναισθησία προκειμένου να ξεκινήσει η χειρουργική επέμβαση. Κατά τη διάρκεια αυτής συμμετείχαν στη χειρουργική ομάδα αρχικά οι ιατροί Κ. Β., Ρ. Δ. και Π. Ν.. Ειδικότερα, κατά την έναρξη της επέμβασης προκλήθηκε από τον ανωτέρω κατηγορούμενο ιατρό Κ. Β. τραυματισμός της νήστιδος (τμήματος του λεπτού εντέρου), τραυματισμός της κοιλιακής αορτής, με αποτέλεσμα μεγάλη απώλεια αίματος, και τραυματισμός του μείζονος επιπλόου, τα οποία αντιμετωπίστηκαν με ανοιχτή επείγουσα λαπαροτομία και τη συμβολή του αγγειοχειρουργού Μ.. Π. και των χειρουργών Χ.. Κ. και Χ.. Μ., ενώ επίσης, παρά το γεγονός ότι κατά τη διαδρομή της λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής υπήρξε και 4ος τραυματισμός του εγκαρσίου τμήματος του παχέος εντέρου κατά τη μεσότητα αυτού, αυτός δεν έγινε αντιληπτός από τον κατηγορούμενο και δεν αντιμετωπίστηκε αυτός, ο οποίος παρέλειψε να διαγνώσει την τρώση αυτή, αν και όφειλε να το κάνει, και η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την εξέλιξη της περιτονίτιδας, τη σηπτική καταπληξία, την πολυοργανική ανεπάρκεια και τελικώς με το θάνατο της άτυχης Ε.. Η επέμβαση ολοκληρώθηκε περί ώρα 11.35′ της 5ης-12-2014 και η ασθενής οδηγήθηκε σε κωματώδη κατάσταση, διασωληνωμένη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Π.Γ.Ν. Ιωαννίνων για περαιτέρω παρακολούθηση, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενη επί 14 ημέρες έως την ημέρα θανάτου της, τη 19η-12-2014. Και ενώ κατά τη διάρκεια της ως άνω μετεγχειρητικής νοσηλείας της στη Μ.Ε.Θ. του Νοσοκομείου και συγκεκριμένα την 10η-12-2014, με αξονική τομογραφία κοιλίας διαπιστώθηκαν παθογνωμονικά ευρήματα εν εξελίξει περιτονίτιδας με ενδοκοιλιακές συλλογές, ελεύθερο αέρα, εγκυστωμένες συλλογές και ρυπαρότητα του περιτοναϊκού λίπους, αυτά δεν αξιολογήθηκαν εγκαίρως από τον κατηγορούμενο που ήταν ο θεράπων ιατρός της ασθενούς, συνιστώντας παράλειψη του. Αποτέλεσμα της ως άνω παράλειψης ήταν η επιβαλλόμενη προσπάθεια χειρουργικής αντιμετώπισης της εν εξελίξει περιτονίτιδας να διενεργηθεί από τον κατηγορούμενο με μεγάλη καθυστέρηση, την 13η-12-2014, σε έδαφος σηπτικής καταπληξίας και επί εδάφους της λοιπής επιβάρυνσης λόγω τραυματισμού της κοιλιακής αορτής κάτωθεν της εκφύσεως των νεφρικών αρτηριών (μεγάλη διεγχειρητική αιμορραγία στις 5-12-2014) και των υπολοίπων τραυματισμών (νήστιδος και μείζονος επιπλόου), οδηγώντας στο θάνατο συνεπεία σηπτικής καταπληξίας, και πολυοργανικής ανεπάρκειας, που εν κατακλείδι συνδέονται αιτιωδώς με τους αμελείς ιατρικούς χειρισμούς, και διεγχειρητικούς τραυματισμούς κατά την επέμβαση της επιμήκους γαστρεκτομής της 5ης.12.2014 και κυριότατα με τη μη διάγνωση και αντιμετώπιση του 4ου τραυματισμού του εγκαρσίου τμήματος του παχέος εντέρου (με αποτέλεσμα να προκληθεί κοπρανώδης περιτονίτιδα), καθώς και με τη μεγάλη καθυστέρηση για επανεπέμβαση, προς αντιμετώπιση της περιτονίτιδας (και δη την 13η.12.2014), ενώ αυτή θα μπορούσε να έχει διαγνωστεί έστω από 10.12.2014, σύμφωνα με τα παθογνωμικά ευρήματα της αξονικής τομογραφίας κοιλίας”.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2022. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Ιανουαρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πέθανε στη ΜΕΘ του «Αγ. Ανδρέα», ένοχοι 5 γιατροί!

Μετά από πολλές συνεδριάσεις, το Δικαστήριο κατέληξε στην απόφασή του για τους οκτώ γιατρούς του Νοσοκομείου Αγρινίου, που βρέθηκαν στο ειδώλιο του κατηγορουμένου για την υπόθεση αυτή, επιβάλλοντας τελικά σε τρεις από αυτούς ποινή φυλάκισης 24 μηνών με την αναγνώριση του ελαφρυντικού του σύννομου βίου και κρίνοντας αθώους τους υπόλοιπους πέντε γιατρούς.

Ο 62χρονος κατέληξε τον Αύγουστο του 2017 στη ΜΕΘ του Νοσοκομείου «Άγιος Ανδρέας» στην Πάτρα, ωστόσο νωρίτερα και συγκεκριμένα το διάστημα από 10 έως τις 13 Αυγούστου του 2017, προσήλθε τέσσερις φορές στα επείγοντα περιστατικά του Νοσοκομείου Αγρινίου με πόνους στην κοιλιακή χώρα, που καθημερινά έβαιναν επιδεινούμενοι.

Ωστόσο κάθε φορά, σύμφωνα με την καταγγελία, οι γιατροί που τον εξέταζαν εμφανίζονταν καθησυχαστικοί για την κατάσταση της υγείας του μη κρίνοντας ότι απαιτείται η εισαγωγή του στο Νοσοκομείο.

Η αρχική διάγνωση ήταν κολικός εντέρου και ο 62χρονος αντιμετωπίστηκε από τους γιατρούς κυρίως με παυσίπονα. Στην τέταρτη επίσκεψή του στο Νοσοκομείο Αγρινίου μετά από ενδελεχέστερες εξετάσεις και αφού η κατάστασή του είχε επιδεινωθεί αρκετά ο 62χρονος παραπέμφθηκε στην Πάτρα, προκειμένου να χειρουργηθεί επειγόντως, καθώς διαπιστώθηκε με περιτονίτιδα, η οποία λόγω της καθυστέρησης στην αντιμετώπισή της μετεβλήθη σε κοπρανώδη περιτονίτιδα, με αποτέλεσμα να προκληθεί και σηψαιμία στον 62χρονο.

Μετά από σύντομη νοσηλεία στη ΜΕΘ του «Αγίου Ανδρέα» ο 62χρονος κατέληξε.

Οι συγγενείς του 62χρονου στη συνέχεια κινήθηκαν νομικά κατά των γιατρών του Νοσοκομείου Αγρινίου κρίνοντας ουσιαστικά ότι οι γιατροί του Νοσοκομείου Αγρινίου όχι μόνο έκαναν λάθος διάγνωση, αλλά ουσιαστικά συντελώντας στην κατάληξη του 62χρονου με το να καθυστερήσουν να τον παραπέμψουν σε άλλο Νοσοκομείο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι από το Δικαστήριο διατάχθηκε πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου να εξεταστεί σε βάθος ο ιατρικός φάκελος του 62χρονου και ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε στο Νοσοκομείο Αγρινίου και μετέπειτα στο Νοσοκομείο της Πάτρας.

Επίσης σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας «Συνείδηση» για την υπόθεση αυτή υπήρξε και πόρισμα στο μέτρο των αρμοδιοτήτων της από την Εθνική Αρχή Διαφάνειας και το αρμόδιο τμήμα της ελέγχου σε θέματα υγείας, το οποίο ήταν επιβαρυντικό για τους γιατρούς του Νοσοκομείου Αγρινίου.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που δικαιώνεται μια καταγγελία για ιατρική αμέλεια στο Νοσοκομείο Αγρινίου.

Μόλις τον προηγούμενο μήνα υπήρξε παρόμοια καταγγελία για περιστατικό (ευτυχώς χωρίς τραγική κατάληξη) με περιτονίτιδα, που δεν διαγνώστηκε έγκαιρα. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι συγκεκριμένα την περίοδο του 2017 υπήρξαν αρκετές καταγγελίες για ιατρική αμέλεια, όπως η περίπτωση του θανάτου (μετά τροχαίο) του 18χρονου Σπύρου Μπάθα, που επίσης δικαιώθηκαν δικαστικά.

Ίσως να μην είναι τυχαίο που εκείνη την περίοδο υπήρχαν δημόσιες αντεγκλήσεις μεταξύ των εργαζομένων και των νοσοκομειακών γιατρών με την τότε διοίκηση αναφορικά με την οργάνωση του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών.

Αποζημίωση- μαμούθ 250.000 ευρώ από νοσοκομείο σε συγγενείς βρέφους – Έχασε τη ζωή του λόγω διαδοχικών παραλείψεων γιατρών

Η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, που απέρριψε την προσφυγή του νοσοκομείου για ανάκληση της πρωτόδικης απόφασης ως προς την καταβολή του ποσού.

Δικαίωση και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ήρθε για τους γονείς, τα αδέλφια και τη γιαγιά ενός βρέφους 13 μηνών, που έχασε τη ζωή του εξαιτίας ιατρικών παραλείψεων, με το Τριμελές Εφετείο Πειραιά να επικυρώνει την αποζημίωση- μαμούθ 250.000 ευρώ από το νοσοκομείο Ρόδου «Ανδρέας Παπανδρέου» και μάλιστα νομιμοτόκως.

Σύμφωνα με την απόφαση «από την παράνομη συμπεριφορά των εν λόγω ιατρών (διαδοχικές παράνομες παραλείψεις), και συντρεχουσών και των απαιτούμενων λοιπών προϋποθέσεων του ζημιογόνου αποτελέσματος και του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτού και της παράνομης συμπεριφοράς, ιδρύεται ευθύνη του εκκαλούντος Νοσοκομείου προς αποζημίωση».

Το βρέφος σε ηλικία μόλις 6 μηνών διακομίστηκε για πρώτη φορά στο νοσοκομείο εξαιτίας πτώσης που υπέστη από την αγκαλιά της αδελφής του. Έκτοτε, εμφάνισε λίγες ημέρες αργότερα φαινόμενα σπασμών, τα οποία όμως κρίθηκε πως δεν συνδέονται με το συγκεκριμένο περιστατικό.

Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια και μετά από δεύτερο επεισόδιο σπασμών που είχε το βρέφος, αυτοί οφείλονταν σε επιληπτική πάθηση και θα έπρεπε να ακολουθηθεί σχετική αγωγή και μάλιστα να δοθούν στους γονείς οδηγίες για άμεσες εξετάσεις σχετικά με το νόσημα.

Αποζημίωση- μαμούθ 250.000 ευρώ από το νοσοκομείο: Παρέλειψαν να παραπέμψουν σε κατάλληλες εξετάσεις

Όπως αναφέρεται, οι γιατροί εμφανίστηκαν καθησυχαστικοί προς του γονείς αντί να δώσουν παραπεμπτικό για άμεσες εξετάσεις για το ενδεχόμενο της διάγνωσης της επιληψίας στο βρέφος.

Ειδικότερα, αναφέρεται πως «το γεγονός ότι στις 14.10.2010, οι ανωτέρω ιατροί ……………………  και ……………  αν και γνώριζαν από το καταγεγραμμένο στον ιατρικό φάκελο της …………………… ιστορικό, αλλά και από τις συζητήσεις με τους γονείς της, την επιβαρυμένη κατάσταση της υγείας της, ήτοι την πτώση της την 1η.4.2010 από την αγκαλιά της αδελφής της στο πάτωμα της οικίας της, αλλά ιδίως, το γεγονός ότι είχε προηγηθεί την 29η.7.2010 επεισόδιο πυρετικών σπασμών μακράς διάρκειας για το οποίο είχε νοσηλευτεί στο εκκαλούν σε συνδυασμό με το δεύτερο επεισόδιο σπασμών της 14ης.10.2010 επίσης μακράς διάρκειας που όμως ήταν απύρετη, γεγονός που, αφ’ ενός απέκλειε την ύπαρξη λοίμωξης ή ίωσης αφ’ ετέρου δε, υποδήλωνε ως ενδεχόμενη αιτία των σπασμών την επιληψία, παρέλειψαν να διασφαλίσουν προσηκόντως την άμεση παραπομπή της ασθενούς σε άλλο εξειδικευμένο ιατρικό κέντρο εκτός Ρόδου, προκειμένου να υποβληθεί έγκαιρα στις κατάλληλες και αναγκαίες εξετάσεις του ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος και της μαγνητικής τομογραφίας εγκεφάλου μέσω των οποίων θα είχαν τη δυνατότητα να προβούν σε έγκαιρη και ασφαλή διάγνωση του νοσήματος που αποτελούσε την αιτία πρόκλησης των επεισοδίων σπασμών που εμφάνισε η ασθενής».

Αποζημίωση- μαμούθ από το νοσοκομείο

FREEPIK

Καθησύχαζαν τους γονείς – Δεν χορήγησαν την κατάλληλη αγωγή

Βάσει της απόφασης, οι γιατροί «δεν επεσήμαναν στους γονείς του βρέφους τη σοβαρότητα της κατάστασης της υγείας του, την ανάγκη για την άμεση υποβολή του στις ανωτέρω εξετάσεις προκειμένου να διαπιστωθεί εάν αυτό ήταν επιληπτικό, και τους κινδύνους από την καθυστέρηση της διεξαγωγής τους, αλλά αντιθέτως τους καθησύχασαν, αναφέροντάς τους ότι οι ενδεδειγμένες εξετάσεις μπορούσαν να προγραμματιστούν σε χρονικό διάστημα 2-3 μηνών και ότι δεν συνέτρεχε κανένας κίνδυνος της υγείας του βρέφους».

Αντιθέτως, όμως, σύμφωνα με το Δικαστήριο κρίθηκε πως στη συνέχεια οι γιατροί «παρέλειψαν παρανόμως να εκτελέσουν τα επιβαλλόμενα από τις οικείες διατάξεις και αρχές της ιατρικής επιστήμης τα εν γένει καθήκοντά τους», με αποτέλεσμα οι «διαδοχικές παραλείψεις τους (της μη έγκαιρης διάγνωσης της πάθησης από την οποία έπασχε η ………… και της συνακόλουθης μη χορήγησης της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής κατά την προσέλευσή της στο εκκαλούν στις 5.11.2010 κατόπιν νέου επεισοδίου σπασμών) οδήγησαν αιτιωδώς εν τέλει στον θάνατό της».

Η απόφαση του Δικαστηρίου

Ειδικότερα, στην απόφαση αναφέρεται πως «το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη: α) τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος της ……………… την 5.11.2010, όπως αυτές περιγράφηκαν ανωτέρω, β) την ηλικία της (δεκατριών μηνών), γ) το βαθμό υπαιτιότητας και τις παράνομες παραλείψεις των ως άνω ιατρών του εκκαλούντος Νοσοκομείου, ήτοι την αμέλεια που επέδειξαν αυτοί κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους παραλείποντας τα επιβαλλόμενα από τις οικείες διατάξεις ιατρικά τους καθήκοντα, δ) τον συναισθηματικό δεσμό που δημιουργείται, κατ’ αρχήν, άνευ ετέρου από τη γέννηση του τέκνου κατά τα κοινώς γνωστά και κατά το συνήθως συμβαίνον, προεχόντως με τους γονείς και δευτερευόντως, με τα αδέρφια αυτού και τη γιαγιά του, σε συνδυασμό και με την ηλικία των αδερφών της θανούσης κατά τον χρόνο επέλευσης του θανάτου της (17 ετών η τρίτη εφεσίβλητη, 21 ετών η τέταρτη και 12 ετών η πέμπτη εφεσίβλητη) και ε) τον βαθμό της ψυχικής συγκίνησης και τη βαθύτατη θλίψη που ένιωσαν οι εφεσίβλητοι από τον αιφνίδιο θάνατο της συγγενούς τους και, συνεκτιμώντας και το σύνολο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, κρίνει ότι πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εκκαλούντος Νοσοκομείου να καταβάλει ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης : α) σε καθένα από τους πρώτο (……………- πατέρα της θανούσης) και δεύτερη (…………………, το γένος …………………- μητέρα της θανούσης) των εφεσιβλήτων το ποσό των 85.000 ευρώ και β) σε καθεμία από τις τρίτη (……………), τέταρτη (…………), και πέμπτη (…………) εφεσίβλητες, αδελφές της θανούσης, καθώς και στην έκτη εφεσίβλητη (………), γιαγιά – από την πατρική γραμμή- της θανούσης, το ποσό των 20.000 ευρώ, και μάλιστα νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση (το τελευταίο αυτό της νομιμότοκης καταβολής δεν αμφισβητείται με την κρινόμενη έφεση), ως χρηματική ικανοποίηση, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105-106 του ΕισΝΑΚ και 932 του ΑΚ, λόγω της ψυχικής οδύνης, που προκάλεσε σε αυτούς ο θάνατος της ανήλικης θυγατέρας, αδελφής και εγγονής τους αντίστοιχα, που επήλθε, λόγω της ανωτέρω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων του εκκαλούντος, όπως ορθά κρίθηκε ομοίως και με την εκκαλούμενη απόφαση».

ΔΠρΑγρινίου Α264/2022 .Αγωγή κατά Νοσοκομείου για θάνατο ασθενούς – Μη διενέργεια των απαιραίτητων εξετάσεων με αποτέλεσμα τη μη έγκαιρη διάγνωση – Αποζημίωση συγγενών για ψυχική οδύνη

ΔΠρΑγρινίου (τριμ.) Α264/2022: Αγωγή με αίτημα την αποζημίωση για την ψυχική οδύνη που οι ενάγουσες υπέστησαν από τον θάνατο του οικείου τους από πράξεις και παραλείψεις ιατρών οργάνων του εναγόμενου Νοσοκομείου. 

Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που προβλέπεται στο άρθρο 932 εδ. γ´ Α.Κ. αποσκοπεί στην ηθική παρηγορία και την ψυχική ανακούφιση των μελών της οικογένειας του θανόντος, από τον ψυχικό πόνο που δοκιμάζουν κατά τον χρόνο του θανάτου του.

 

Κατά την αληθή έννοια της ανωτέρω διάταξης, στην οικογένεια του θανόντος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι συγγενείς του και στενώς συνδεόμενοι μ’ αυτόν, οι οποίοι δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του, ενώ είναι αδιάφορο αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά. Υπό την έννοια, δε, αυτή μεταξύ των προσώπων τούτων, εκτός του ή της συζύγου και των εξ αίματος συγγενών κατ’ ευθεία γραμμή και εκ πλαγίου έως και δεύτερου βαθμού, περιλαμβάνονται και οι εξ αγχιστείας πρώτου βαθμού (ΣτΕ 2210/2017, 3552/2014) και δεν περιλαμβάνονται τέκνα των αδελφών του θανόντος, ήτοι τα από αδελφό/αδελφή ανήψια –τρίτου βαθμού εξ αίματος και εκ πλαγίου- ανεξαρτήτως αν υπάρχουν και άλλοι εγγύτεροι συγγενείς ή αν αυτοί είναι οι μόνοι τούτοι του θανόντος.

 

 

Θάνατος του συγγενούς των εναγόντων από πνευμονική εμβολή, μετά από τη νοσηλεία του στο εναγόμενο νοσοκομείο. Από τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη που διέταξε το Δικαστήριο με προδικαστική απόφασή του, προέκυψε ότι δεν διενεργήθηκαν οι απαραίτητες εξετάσεις με αποτέλεσμα την μη έγκαιρη διάγνωση της νόσου του και την χορήγηση της κατάλληλης αγωγής. Οι παραλείψεις αυτές είχαν ως συνέπεια τη μη αναστρέψιμη κατάσταση της υγείας του θανόντος και ήταν, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, πρόσφορες να επιφέρουν το επιζήμιο αποτέλεσμα του θανάτου του ασθενούς. Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς την μητέρα και την αδελφή του θανόντος και απορρίπτει ως προς τις ανηψιές αυτού.

ΔΙΟΙΚ. ΠΡΩΤ.ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ 154/2021  Τριμελές. Αγωγή 105-106 ΕΙΣ.Ν.Α.Κ. και 932 Α.Κ. Ιατρικό Σφάλμα. Χρηματική ικανοποίηση ψυχικής οδύνης. Δέσμευση του Δικαστηρίου από αμετάκλητη ποινική καταδικαστική απόφαση

Εισαγωγή θανόντος στο εναγόμενο Νοσοκομείο, κατόπιν τραυματισμού του από λάκτισμα αγελάδας στην κοιλιακή χώρα. Στοιχειοθετείται αστική ευθύνη του εναγόμενου Νοσοκομείου, λόγω θανάτου του συγγενούς των εναγόντων που επήλθε συνεπεία παράνομων πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του. Και τούτο διότι, κατόπιν της … απόφασης του Αρείου Πάγου, το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 Κ.Δ.Δ., δεσμεύεται από την αμετάκλητη ποινική καταδικαστική απόφαση, ως προς την ενοχή του ιατρικού οργάνου του εναγόμενου και ως προς τον παράνομο χαρακτήρα των παραλείψεών του, κατά την άσκηση των καθηκόντων του (ΣτΕ 2091/2017, 710/2016, 3739/2012).

Θεσσαλονίκη: Καταδίκη γιατρού για θάνατο από αμέλεια 29χρονου ασθενή ψυχιατρικής κλινικής

 

Σε 12μηνη φυλάκιση, με 3ετή αναστολή, καταδικάστηκε γιατρός στη Θεσσαλονίκη. Κρίθηκε ένοχος για τον θάνατο ενός 29χρονου ασθενούς σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική.

Ο γιατρός κάθισε στο εδώλιο του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης για «ανθρωποκτονία από συγκλίνουσα αμέλεια από υπόχρεο», ενώ αθώωσε έναν συνάδελφό του και τον επιστημονικό διευθυντή της κλινικής, οι οποίοι αντιμετώπιζαν την ίδια κατηγορία.

Ο 29χρονος ασθενής νοσηλευόταν επί σειρά ετών σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική, πάσχοντας από ψυχική νόσο. Σύμφωνα με τη δικογραφία, λάμβανε φαρμακευτική αγωγή και παρέμενε ακινητοποιημένος για την αντιμετώπιση των κρίσεων πανικού που αντιμετώπιζε.

Στα μέσα Μαρτίου του 2018, ο νεαρός νοσηλεύτηκε λίγες ημέρες στο νοσοκομείο Παπαγεωργίου της Θεσσαλονίκης, λόγω λοίμωξης του αναπνευστικού, ενώ έλαβε εξιτήριο με σαφείς οδηγίες για αυστηρή τήρηση κινησιοθεραπείας, έγερση και κινητοποίηση.

Επιστρέφοντας στην κλινική και μετά από λίγες μέρες, την 1η Απριλίου, η υγεία του 29χρονου εμφάνισε οξεία διαταραχή, με αποτέλεσμα την ίδια ημέρα να πεθάνει. Σύμφωνα με τα ιατροδικαστικά ευρήματα, έπαθε οξεία ισχαιμία που οδήγησε σε καρδιακή αρρυθμία και καταπληξία, με αποτέλεσμα να αφήσει την τελευταία του πνοή από ανακοπή.

Το κατηγορητήριο καταλόγιζε στους κατηγορούμενους ότι παρότι γνώριζαν το ιστορικό του ασθενούς αλλά και τις οδηγίες που είχαν δοθεί από το δημόσιο νοσοκομείο όπου είχε νοσηλευθεί τις προηγούμενες μέρες, «δεν μερίμνησαν για τη διαρκή κινητοποίηση και αποκαθήλωσή του, δεν μείωσαν τη δοσολογία των ψυχοτρόπων φαρμάκων (προκαλούν – μεταξύ άλλων – εκδήλωση καρδιακών διαταραχών), δεν φρόντισαν να υποβληθεί σε ηλεκτροκαρδιογράφημα ή να μεταφερθεί σε νοσοκομείο για να αξιολογηθεί από ειδικούς γιατρούς η κατάστασή του».

Οι ίδιοι στις απολογίες τους αρνήθηκαν τις σε βάρος τους καταλογιζόμενες πράξεις και παραλείψεις, τονίζοντας ότι ενήργησαν σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης.