Ένα βασικό “δόγμα”, αυστηροποίησης ποινών και κυρίως έκτισης τους κατά το μεγαλύτερο μέρος, ακόμα και για πλημμελήματα, διαπνέει το νομοθέτημα που υπέβαλλε ο Γ. Φλωρίδης το βράδυ της Παρασκευής στη Βουλή και εισάγεται σήμερα το απόγευμα στην αρμόδια Επιτροπή. Με μια σειρά από διατάξεις το Υπουργείο Δικαιοσύνης , όπως περιγράφεται σε όλους τους τόνους με δημόσιες δηλώσεις του ίδιου του πρωθυπουργού, του αρμόδιου υπουργού αλλά και με την αιτιολογική έκθεση, το νομοθέτημα επιχειρεί για πρώτη φορά με ανελαστικό τρόπο να εφαρμόσει την “κατ΄εξαίρεση” αναστολή της ποινής στα πλημμελήματα, όπερ σημαίνει πως οι μικροεγκληματίες, πλέον, θα πηγαίνουν φυλακή όπως έγραψε το dikastiko.gr
Πρακτικά δηλαδή:
• Η αναστολή της ποινής για πλημμελήματα μετατρέπεται από κανόνας σε εξαίρεση. Θα μπορεί να χορηγηθεί σε ποινές φυλάκισης έως ένα έτος όταν οι αμετάκλητες προηγούμενες καταδίκες δεν υπερβαίνουν το ένα έτος.
• Για ποινές φυλάκισης έως 2 έτη, προτεραιότητα αποτελεί η έκτιση ποινών με τους εναλλακτικούς τρόπους κοινωφελούς εργασίας ή μετατροπής της ποινής σε χρήμα ή σε κατ’ οίκον έκτιση με ηλεκτρονική επιτήρηση.
• Για ποινές φυλάκισης από 2 έως 3 έτη προβλέπεται έκτιση σε σωφρονιστικό κατάστημα του συνόλου ή μέρους της ποινής από 30 ημέρες έως 6 μηνών, κατά την κρίση του δικαστηρίου.
• Για ποινές φυλάκισης άνω των 3 ετών προβλέπεται έκτιση σε σωφρονιστικό κατάστημα του συνόλου ή μέρους της ποινής από το 1/5 έως τα 2/5 αυτής, κατά την κρίση του δικαστηρίου.
Η αποφυλάκιση στα κακουργήματα
Βασική αλλαγή όμως αποτελεί και η τροποποίηση των άρθρων 105Β και 106 του ΠΚ, που καθορίζουν τα της υφ΄όρο απόλυσης (αποφυλάκισης) των κρατουμένων:
-Η πρώτη και βασική αλλαγή έχει να κάνει με την προσθήκη πρόβλεψης ότι στα λεγόμενα αδικήματα μεγάλης απαξίας (εγκληματική οργάνωση , ανθρωποκτονίες, ληστείες, εκβιάσεις, ναρκωτικά, εμπορία ανθρώπων) εφόσον επιβληθούν πολλές ποινές και σωρρευτικά φτάσουν π.χ τα 35 χρόνια (κατά συγχώνευση 25 που είναι ανώτατο όριο έκτισης) δηλαδή 10 τουλάχιστον χρόνια πάνω από την ανώτατη προβλεπόμενη ποινή, τότε ο κατάδικος πρέπει να παραμένει στις φυλακές πραγματικά τουλάχιστον 17 χρόνια. Μεγαλύτερος χρόνος παραμονής στις φυλακές δηλαδή, από τα 3/5 που προέβλεπε η προηγούμενη διάταξη. Όπως αναφέρει η αιτιολογική έκθεση “σε περιπτώσεις που το ονομαστικό ύψος της ποινής που επιβάλλει το δικαστήριο σε ποινές πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6, υπερβαίνει κατά δέκα (10) τουλάχιστον έτη το μέγιστο όριο της συνολικής ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης του άρθρου 94 ΠΚ, δηλαδή τα τριάντα πέντε (35) έτη [λ.χ. για έγκλημα κατά συρροή επιβάλλεται συνολική ποινή τριάντα πέντε (25) έτη με εκτιτέα τα είκοσι πέντε (25)], να χορηγείται η υφ’ όρον απόλυση εφόσον ο καταδικασθείς έχει εκτίσει πραγματικά δεκαεπτά (17) έτη [αντί δεκαπέντε (15) που θα εξέτιε χωρίς την ανωτέρω προσθήκη]. Βάση για τον υπολογισμό του ανωτέρω μέτρου πραγματικής έκτισης ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης, αποτέλεσε η αντιστοιχία και η αναλογικότητα με τα αντίστοιχα προβλεπόμενα όρια της ποινής της ισόβιας κάθειρξης”.
-Η δεύτερη και ουσιαστικότατη αλλαγή είναι ότι:
• Η αποφυλάκιση (υπό όρους) θα εναπόκειται στην ουσιαστική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ανάλογα με την επικινδυνότητα του εγκλήματος και τα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του δράστη.
Εν ολίγοις θεσπίζεται η κρίση του συμβουλίου ως προϋπόθεση για την αποφυλάκιση με όρους, ενώ μέρι τώρα η διάταξη (106 ΠΚ) προέβλεπε μόνο την προϋπόθεση της διαγωγής : “η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Μόνη η αναιτιολόγητη επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για τη μη χορήγηση της απόλυσης”.
Πλέον η διάταξη αλλάζει ως εξης: «Η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, σε συνδυασμό με τη διάγνωση της πιθανότητας επανάληψης του εγκλήματος κατά τον χρόνο δοκιμασίας, όπως προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του εγκλήματος, σε σχέση με την εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων.».
Όπως αναφέρει η αιτιολογική έκθεση “η προτεινόμενη προσθήκη στην παρ. 1 του άρθρου 106 του ΠΚ αποσκοπεί στο να σταθμίζεται από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο (δικαστικό συμβούλιο) που αποφασίζει σχετικά με τη χορήγηση ή μη υφ’ όρον απόλυσης, πέραν της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων, και το ουσιαστικό κριτήριο που συνίσταται στη διάγνωση της πιθανότητας επανάληψης του εγκλήματος κατά τον χρόνο δοκιμασίας, ως προκύπτει από την εν γένει εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος, αλλά και της επικινδυνότητας του εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο. Σε κάθε περίπτωση το βούλευμα πρέπει να είναι εμπεριστατωμένα και ειδικά αιτιολογημένο σύμφωνα με το άρθρο 139 ΚΠΔ”.