Δικαστική αξιοποίηση μαγνητοσκοπημένων συνομιλιών δημοσιογράφων με κατηγορούμενο. Εξέταση μαρτύρων μέσω τηλεδιάσκεψης. Μη παραβίαση δίκαιης δίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Severin κατά Ρουμανίας της 08.10.2024 (προσφ. αριθ. 20440/18)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων, Ρουμάνος υπήκοος και κατά τον κρίσιμο χρόνο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καταδικάστηκε για παθητική δωροδοκία και αθέμιτη άσκηση επιρροής. Η υπόθεση συνδεόταν με δημοσιογραφική έρευνα που διεξήχθη το 2011 από δύο Βρετανούς δημοσιογράφους της εφημερίδας Sunday Times, οι οποίοι παρουσιάστηκαν ως εκπρόσωποι συμβουλευτικής εταιρείας και πρότειναν χρηματική αμοιβή στον προσφεύγοντα για να υποστηρίξει ορισμένες τροπολογίες σε κοινοτική οδηγία. Κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας ενώπιον των ρουμανικών δικαστηρίων χρησιμοποιήθηκαν οπτικοακουστικές μαγνητοσκοπήσεις που είχαν πραγματοποιήσει οι δημοσιογράφοι, καθώς και οι καταθέσεις τους.

Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η ποινική διαδικασία δεν ήταν δίκαιη, λόγω της χρησιμοποίησης των μαγνητοσκοπήσεων και του τρόπου εξέτασης των δημοσιογράφων ως μαρτύρων. Υποστήριξε ότι οι μαγνητοσκοπήσεις δεν είχαν προηγουμένως εγκριθεί από δικαστήριο και ότι η γνησιότητα και η πληρότητά τους δεν επαληθεύτηκαν, ότι οι δημοσιογράφοι ενήργησαν ως προβοκάτορες, και ότι η εξέτασή τους μέσω τηλεδιάσκεψης δεν πληρούσε τις εγγυήσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι η ΕΣΔΑ δεν θέτει κανόνες σχετικά με το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων, θέμα που εμπίπτει κατ’ αρχήν στο εσωτερικό δίκαιο και στα εθνικά δικαστήρια. Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου είναι να εκτιμήσει κατά πόσον η διαδικασία στο σύνολό της υπήρξε δίκαιη, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο διεξαγωγής της απόδειξης και την τήρηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης.

Ως προς τις μαγνητοσκοπήσεις, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εσωτερικό δίκαιο, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, επέτρεπε τη χρήση τους ως αποδεικτικών μέσων, εφόσον επρόκειτο για συνομιλίες στις οποίες συμμετείχαν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρουμανίας εξέτασε τα επιχειρήματα περί μη νόμιμης χρήσης αυτών των αποδεικτικών μέσων και τα απέρριψε στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικού ελέγχου. Ο προσφεύγων είχε πρόσβαση στο σύνολο των μαγνητοσκοπήσεων και του δόθηκε η δυνατότητα να αμφισβητήσει τη γνησιότητά τους. Οι μαγνητοσκοπήσεις αναπαράχθηκαν σε δημόσια συνεδρίαση παρουσία του προσφεύγοντος και των συνηγόρων του. Τα αιτήματά του για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης απορρίφθηκαν αιτιολογημένα ως μη χρήσιμα για την υπόθεση.

Ως προς την εξέταση των μαρτύρων, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι δημοσιογράφοι εξετάστηκαν αρχικά με δικαστική συνδρομή από τις βρετανικές αρχές και ακολούθως απευθείας από τους δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου μέσω τηλεδιάσκεψης. Η χρήση τηλεδιάσκεψης αποφασίστηκε από το δικαστήριο και αιτιολογήθηκε από το γεγονός ότι οι μάρτυρες, ως αλλοδαποί, δεν μπορούσαν να παραστούν αυτοπροσώπως. Ο προσφεύγων ήταν παρών στην τηλεδιάσκεψη, επικουρούμενος από τους συνηγόρους του και από διερμηνέα, και είχε τη δυνατότητα να υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινική διαδικασία, εξεταζόμενη στο σύνολό της, παρέσχε στον προσφεύγοντα επαρκείς εγγυήσεις για την άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισής του. Ο προσφεύγων προέβαλε τα επιχειρήματά του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και αυτά τα εξέτασαν κατά τρόπο σύμφωνο με τις επιταγές του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ ομόφωνα δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 δ) της ΕΣΔΑ.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, γεννηθείς το 1954, ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στις 21 Μαρτίου 2011, η Εθνική Διεύθυνση Καταπολέμησης της Διαφθοράς της Ρουμανίας κινήθηκε αυτεπαγγέλτως μετά τη δημοσίευση άρθρου στην εφημερίδα Sunday Times που αναφερόταν σε πράξεις διαφθοράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Δύο Βρετανοί δημοσιογράφοι είχαν συναντηθεί με τον προσφεύγοντα πέντε φορές στο Στρασβούργο και στις Βρυξέλλες μεταξύ Δεκεμβρίου 2010 και Μαρτίου 2011, παρουσιαζόμενοι ψευδώς ως εκπρόσωποι συμβουλευτικής εταιρείας. Του πρότειναν αμοιβή ως μέλος του συμβουλευτικού οργάνου της εταιρείας, πρόταση που αποδέχθηκε. Στη συνέχεια, σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο προσφεύγων προέβη σε ενέργειες για την τροποποίηση κοινοτικής οδηγίας κατά την επιθυμία των δημοσιογράφων και τους υπέβαλε τιμολόγιο 12.000 ευρώ.

Οι δημοσιογράφοι είχαν μαγνητοσκοπήσει τις συνομιλίες τους με τον προσφεύγοντα, τόσο τις κατ’ ιδίαν συναντήσεις όσο και τις τηλεφωνικές επικοινωνίες, και είχαν συλλέξει την ηλεκτρονική αλληλογραφία τους.

Στις 23 Ιουνίου 2011 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε την άρση της βουλευτικής ασυλίας του προσφεύγοντος. Κατά τις ανακριτικές του απολογίες, ο προσφεύγων παραδέχθηκε τα πραγματικά περιστατικά αλλά ισχυρίστηκε ότι είχε παράσχει συμβουλευτικές υπηρεσίες και ότι οι δημοσιογράφοι ενήργησαν ως προβοκάτορες.

Με απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 2011, η εισαγγελία εξέδωσε παραγγελία δικαστικής συνδρομής για την εξέταση των δημοσιογράφων από τις βρετανικές αρχές. Στις ερωτήσεις περιλαμβανόταν επεξήγηση προς τους μάρτυρες ότι έπρεπε να αποδειχθεί η ύπαρξη στοιχείων διαφθοράς πριν τη δημοσιογραφική έρευνα, ώστε να αποκλειστούν τυχόν κατηγορίες προκλητικής δράσης.

Με κατηγορητήριο της 9ης Σεπτεμβρίου 2013, ο προσφεύγων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο για παθητική δωροδοκία και εμπορία επιρροής. Η υπόθεση εκδικάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο Κασσαίων και Δικαιοσύνης. Κατά τη διαδικασία προδικαστικού ελέγχου, ο προσφεύγων αμφισβήτησε τη νομιμότητα της χρήσης των καταθέσεων και των μαγνητοσκοπήσεων ως αποδεικτικών μέσων και ζήτησε τον αποκλεισμό τους.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματά του, κρίνοντας ότι ο ΚΠΔ επέτρεπε τη χρήση μαγνητοσκοπήσεων που είχαν πραγματοποιηθεί από τρίτους για τις δικές τους συνομιλίες. Οι δημοσιογράφοι εξετάστηκαν μέσω τηλεδιάσκεψης στις 24 Νοεμβρίου 2015, παρουσία του προσφεύγοντος και των συνηγόρων του, οι οποίοι μπόρεσαν να υποβάλουν ερωτήσεις.

Με απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2016, το δικαστήριο με τριμελή σύνθεση καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και τριών μηνών. Κατόπιν έφεσης, το πενταμελές τμήμα με απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2016 αύξησε την ποινή σε τέσσερα έτη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 § 1,

Άρθρο 6 § 3 δ

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 §§ 1 και 3 δ – Δίκαιη δίκη – Εξέταση μαρτύρων

Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η ΕΣΔΑ κατοχυρώνει στο άρθρο 6 το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, χωρίς όμως να θέτει κανόνες σχετικά με το παραδεκτό ή την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, θέματα που εμπίπτουν κατ’ αρχήν στο εσωτερικό δίκαιο και στα εθνικά δικαστήρια. Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου είναι να εκτιμήσει κατά πόσον η διαδικασία στο σύνολό της υπήρξε δίκαιη.

Ως προς τις μαγνητοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν από τους δημοσιογράφους, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εσωτερικό δίκαιο επέτρεπε τη χρήση τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε προσηκόντως τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος περί μη νόμιμης χρήσης και τα απέρριψε κατά τη διαδικασία προδικαστικού ελέγχου. Υπό τις συνθήκες αυτές, η υπόθεση δεν εγείρει ζήτημα χρήσης παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου.

Ο προσφεύγων αμφισβήτησε τη γνησιότητα και την πληρότητα των μαγνητοσκοπήσεων. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε αυτά τα επιχειρήματα και απέρριψε αιτιολογημένα τα αιτήματα για πραγματογνωμοσύνη, κρίνοντας ότι δεν ήταν χρήσιμη. Ο προσφεύγων και οι συνήγοροί του είχαν πρόσβαση στο σύνολο των μαγνητοσκοπήσεων και του δόθηκε η ευκαιρία να διατυπώσει αντιρρήσεις. Οι μαγνητοσκοπήσεις αναπαράχθηκαν σε δημόσια συνεδρίαση. Συνεπώς, ο προσφεύγων είχε επαρκή δυνατότητα να αμφισβητήσει τη γνησιότητα των μαγνητοσκοπήσεων και να αντιταχθεί στη χρήση τους. Επιπλέον, οι μαγνητοσκοπήσεις δεν αποτέλεσαν το αποφασιστικό αποδεικτικό στοιχείο για την καταδίκη του, καθώς υπήρχαν και άλλα αποδεικτικά μέσα στη δικογραφία.

Ως προς την εξέταση των μαρτύρων, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι οι ρουμανικές αρχές είχαν υποδείξει στους δημοσιογράφους την αναμενόμενη απάντηση. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε αυτό το επιχείρημα και σημείωσε ότι οι «υποδείξεις» απευθύνονταν στις αρχές του κράτους εκτέλεσης και όχι απευθείας στους μάρτυρες. Η εξέταση των μαρτύρων σε αυτό το στάδιο διενεργήθηκε από τις βρετανικές αρχές.

Οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου εξέτασαν άμεσα τους μάρτυρες μέσω τηλεδιάσκεψης. Η απόφαση αυτή ελήφθη από τους δικαστές και δικαιολογήθηκε από το γεγονός ότι οι μάρτυρες, ως αλλοδαποί υπήκοοι, δεν μπορούσαν να παραστούν αυτοπροσώπως. Η χρήση τηλεδιάσκεψης για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων δεν αντίκειται από μόνη της στη Σύμβαση και, υπό τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, εξυπηρέτησε τον θεμιτό σκοπό της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, ενώ οι όροι διεξαγωγής της ήταν συμβατοί με τις απαιτήσεις σεβασμού των δικαιωμάτων υπεράσπισης.

Ο προσφεύγων ήταν παρών κατά την τηλεδιάσκεψη, επικουρούμενος από τους συνηγόρους επιλογής του και από διερμηνέα. Οι συνήγοροί του μπόρεσαν να υποβάλουν ερωτήσεις στους μάρτυρες και η μετάφραση των καταθέσεών τους κατατέθηκε στη δικογραφία.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινική διαδικασία, εξεταζόμενη στο σύνολό της, παρέσχε στον προσφεύγοντα επαρκείς εγγυήσεις για την άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισής του.

Το ΕΔΔΑ ομόφωνα δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 δ) της ΕΣΔΑ.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

«Η χρήση τηλεδιάσκεψης για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, η οποία δεν αντίκειται αφ’ εαυτής στη Σύμβαση, εξυπηρέτησε, υπό τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, τον θεμιτό σκοπό της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης και οι όροι διεξαγωγής της ήταν συμβατοί με τις απαιτήσεις σεβασμού των δικαιωμάτων υπεράσπισης, όπως αυτά κατοχυρώνονται από το άρθρο 6 της Σύμβασης» (παρ. 90).

ΣΧΟΛΙΟ

Η απόφαση αφορά τη χρήση ιδιωτικά παραχθέντων αποδεικτικών μέσων σε ποινικές διαδικασίες και τις εγγυήσεις που πρέπει να τηρούνται κατά την εξέταση μαρτύρων μέσω τηλεδιάσκεψης.

Η απόφαση επιβεβαιώνει τη διάκριση μεταξύ του παραδεκτού των αποδεικτικών μέσων, που εμπίπτει κατ’ αρχήν στο εσωτερικό δίκαιο, και του δικαιώματος του κατηγορουμένου να αμφισβητήσει αποτελεσματικά τα στοιχεία σε βάρος του. Η προσέγγιση ακολουθεί τη γραμμή της νομολογίας Bykov κατά Ρωσίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης] της 10.03.2009 με αριθμ. προσφ. 4378/02 και Yüksel Yalçınkaya κατά Τουρκίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης] της 26.09.2023 με αριθμ. προσφ. 15669/20.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διάκριση από υποθέσεις «προβοκάτσιας». Το Δικαστήριο επανέλαβε τη νομολογία της απόφασης Shannon κατά Ηνωμένου Βασιλείου (απόφαση επί του παραδεκτού) της 06.04.2004 με αριθμ. προσφ. 67537/01, κατά την οποία η αιτίαση περί προκλητικής δράσης από ιδιώτη που δεν ενεργεί κατ’ εντολή ή υπό τον έλεγχο των αρχών πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα των γενικών κανόνων διεξαγωγής της απόδειξης και όχι υπό το πρίσμα της «προκλητικής δράσης».

Ως προς την εξέταση μαρτύρων μέσω τηλεδιάσκεψης, η απόφαση επιβεβαιώνει ότι η μέθοδος αυτή είναι συμβατή με το άρθρο 6, εφόσον δικαιολογείται από θεμιτό σκοπό και διασφαλίζονται τα δικαιώματα υπεράσπισης. Η προσέγγιση ακολουθεί τη νομολογία Marcello Viola κατά Ιταλίας της 05.10.2006 με αριθμ. προσφ. 45106/04 και διακρίνεται από υποθέσεις όπου ο κατηγορούμενος δεν είχε καθόλου τη δυνατότητα να εξετάσει τους μάρτυρες, όπως στην υπόθεση Schatschaschwili κατά Γερμανίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης] της 15.12.2015 με αριθμ. προσφ. 9154/10.

Συγκριτική Ανάλυση με νομολογία διεθνών δικαστηρίων

Η προσέγγιση του ΕΔΔΑ στην παρούσα υπόθεση παρουσιάζει ομοιότητες με τη νομολογία του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικά με τις εγγυήσεις δίκαιης δίκης. Στην υπόθεση Castillo Petruzzi κ.α. κατά Περού της 30.05.1999, το Διαμερικανικό Δικαστήριο τόνισε τη σημασία της δυνατότητας του κατηγορουμένου να εξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας, ως θεμελιώδη πτυχή του δικαιώματος υπεράσπισης. Ωστόσο, το Διαμερικανικό σύστημα τείνει να υιοθετεί αυστηρότερη προσέγγιση ως προς την αρχή της αμεσότητας.

Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, στο πλαίσιο του άρθρου 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, έχει επίσης αναπτύξει νομολογία σχετικά με το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων. Στο Γενικό Σχόλιο αριθ. 32 (2007), η Επιτροπή επεσήμανε ότι το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων κατηγορίας αποτελεί ουσιώδη εγγύηση της δίκαιης δίκης, χωρίς να αποκλείει τη χρήση σύγχρονων τεχνολογικών μέσων όπου αυτό δικαιολογείται.

ΚΡΙΤΙΚΗ

Η απόφαση ακολουθεί την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ και επιβεβαιώνει τη σημασία της συνολικής εκτίμησης της διαδικασίας αντί της αυτόνομης εξέτασης μεμονωμένων διαδικαστικών πτυχών.

Η απόφαση είναι ωστόσο επιφυλακτική ως προς ορισμένα ζητήματα. Αφενός, δεν εμβαθύνει στο ζήτημα των υποδείξεων που περιείχε η παραγγελία δικαστικής συνδρομής, αρκούμενη στη διαπίστωση ότι απευθύνονταν στις αρχές εκτέλεσης και όχι απευθείας στους μάρτυρες. Αφετέρου, δεν εξετάζει διεξοδικά το ζήτημα της ειδικής μέτρησης της χρήσης μαγνητοσκοπήσεων που πραγματοποιούνται από ιδιώτες στο πλαίσιο δημοσιογραφικής έρευνας, ζήτημα που αποκτά αυξημένη σημασία στο σύγχρονο ψηφιακό περιβάλλον.

Συμπερασματικά, η απόφαση αυτή αποτελεί οδηγό για τις εγγυήσεις που πρέπει να τηρούνται κατά τη χρήση ιδιωτικά παραχθέντων αποδεικτικών μέσων και κατά την εξέταση μαρτύρων μέσω τηλεδιάσκεψης, επιβεβαιώνοντας παράλληλα το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που αναγνωρίζεται στα εθνικά δικαστήρια ως προς τη διεξαγωγή της απόδειξης.

To Top