ΑΡΙΘΜΟΣ 534/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη και Ευαγγελία Γιακουμάτου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Μαρτίου 2023, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Α. Γ. του Ι., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζαχαρία Σαλούστρο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 739,746/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς και με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Κ. Γ. του Ι., κάτοικο … η οποία δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 410/2022 και από 23-12-2022 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 15-2-2023 προσθέτους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 36/2023.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 410/2022 και από 23.12.2022 αίτηση-δήλωση αναίρεσης του Α. Γ. του Ι., κατοίκου … οδός … κατά της με αρ. 739,746/2022 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ασκήθηκε νομότυπα, με την επίδοση του δικογράφου της αναίρεσης στις 27.12.2022 στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρα 474 παρ.2Α ΚΠΔ) και εμπρόθεσμα (καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης στο κατά το άρθρο 473 παρ.2 και 3 εδ.α του ΚΠΔ βιβλίο στις 06.12.2022), σύμφωνα με τα άρθρα 462 παρ.1, 464, 466 παρ.1 και 473 παρ.2 και 3, 504 παρ1 και 505 παρ.1 ΚΠΔ και περιέχει παραδεκτό λόγο αναίρεσης, ήτοι την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του προβαλλόμενου με αυτήν λόγου. Με την αναίρεση πρέπει να συνεκδικασθούν και οι από 15.02.2023 πρόσθετοι συναφείς λόγοι αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α’, Δ’ και Ε’ ΚΠΔ), οι οποίοι ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στον αρμόδιο Γραμματέα της Εισαγγελίας ΑΠ και συντάχθηκε η σχετική έκθεση κατάθεσής τους (άρθρο 509 ΚΠΔ).
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί να προσδιορίζονται γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά (ΑΠ 1213/2019). Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, η αμφισβήτηση ή η απόκρουση του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 777/2022, ΑΠ 819/2022, ΑΠ 645/2020, ΑΠ 2037/2021, ΑΠ 652/2021). Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, τα οποία ενδεικτικά και μόνο αναφέρονται στο άρθρο 178 του Κ.Π.Δ., είναι και η απολογία του κατηγορουμένου. Έτσι, κατά την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη, είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην απόφαση και η απολογία του κατηγορουμένου, η οποία συνιστά και την υπεράσπισή του, διότι άλλως η απόφαση πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ΑΠ 808/2022, ΑΠ 355/2017, 1165/2010, 649/2010). Κατ’ ακολουθίαν η καταδικαστική απόφαση στερείται της επιβαλλομένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται έτσι ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, όταν, μεταξύ άλλων, δεν μνημονεύονται σ` αυτήν τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για τον σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, καθώς και όταν δεν προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της κρίσης του αυτής όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και την απολογία του κατηγορουμένου και όχι μόνο μερικά απ` αυτά κατ` επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Η επιλεκτική παράθεση ορισμένων αποδεικτικών μέσων, από την οποία δημιουργείται αμφιβολία για το αν λήφθηκαν υπόψη και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τα οποία ούτε κατά κατηγορία μνημονεύονται, συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, εκτός εάν, από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας της απόφασης προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι λήφθηκαν υπόψη όλα (ΑΠ 808/2022, ΑΠ 355/2017).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 746/2022 απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Α. Γ. του Ι. ένοχο, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 εδ.α ΠΚ, των πράξεων της ψευδούς κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος της αδελφής του Κ. Γ. του Ι.. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που κατ’ είδος αναφέρει, δέχθηκε στο σκεπτικό του, επί λέξει τα εξής: “Από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, που διεξήχθη δημόσια στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου και ειδικότερα, από την ανωμοτί εξέταση της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας Κ. Γ. του Ι., από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης και από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν δημόσια στο ακροατήριο, νομοτύπως, περιλαμβανομένων μεταξύ των τελευταίων και όσων προσκομίστηκαν από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας και του κατηγορουμένου, αποδείχθηκαν τα εξής: Η παρισταμένη προς υποστήριξη της κατηγορίας Κ. Γ. του Ι. είναι θυγατέρα του ήδη αποβιώσαντος Ι. Γ. του Α. και αδελφή του κατηγορουμένου Α. Γ. του Ι.. Η ανωτέρω διαμένει σε διαμέρισμα διώροφης οικοδομής επί της συμβολής των οδών … στο … σε άλλα διαμερίσματα της οποίας διαμένει ο κατηγορούμενος με την οικογένειά του και διέμενε ο πατέρας τους μέχρι το θάνατό του, στις 06.05.2020. Οι σχέσεις των δύο αδελφών (και μέχρι το θάνατό του και του πατέρα τους με την παρισταμένη προς υποστήριξη της κατηγορίας) ήταν διαρρηγμένες από πολλών ετών, για διάφορους λόγους, εξαιτίας των οποίων μάλιστα, εκτυλίσσονται κατά καιρούς σφοδρότατες αντιδικίες ανάμεσά τους, ενώπιον των ποινικών και αστικών δικαστηρίων. Στις 13.01.2015, ο πατέρας της υποστηρίζουσας την κατηγορία Ι. Γ. του Α., εμφανίστηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, που εκτελούσε χρέη Εισαγγελέα Υπηρεσίας και κατέθεσε την ταυτόχρονη αίτησή του με την οποία, αφού ισχυρίστηκε ότι η κόρη του πάσχει από ψυχική διαταραχή και αρνείται να εξεταστεί από ιατρούς, ζήτησε τη μεταφορά της σε δημόσια ψυχιατρική κλινική, προκειμένου να εξετασθεί από ψυχιάτρους και, εφόσον κριθεί ότι είναι απαραίτητη η νοσηλεία της ”για να αποτραπούν πράξεις βίας κατά της ίδιας ή τρίτων ή ότι αυτή δεν είναι ικανή να κρίνει για το συμφέρον της υγείας της και ότι από τη νοσηλεία της αναμένεται βελτίωση της υγείας της ή αποτροπή επιδεινώσεως της καταστάσεώς της”, να διαταχθεί η ακούσια νοσηλεία της (βλ. την εν λόγω αίτηση). Ο κατηγορούμενος αδελφός της στις 13.01.2015 εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, κατέθεσε προς επίρρωση της παραπάνω αίτησης, ενώπιον των αστυνομικών υπαλλήλων του Α.Τ. Κερατσινίου, επί λέξει τα εξής: “Η αδελφή μου, εδώ και πολλά χρόνια είναι επιθετική στη συμπεριφορά της και μας βρίζει όλους οικογενειακώς. Καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και την επηρεάζει αρνητικά στη συμπεριφορά της. Ο άντρας της Ζ. Ι. αλλά και ο γιος της Ζ. Δ., ο οποίος είναι ενήλικος, δεν την βοηθούσαν ποτέ να ξεπεράσει τα προβλήματα της συμπεριφοράς της. Πιστεύω ότι πρέπει να εξεταστεί και από αρμόδιους γιατρούς επειδή είναι επικίνδυνη τόσο για τον εαυτό της, όσο και για τους γύρω της. Το έτος 2010 είχε νοσηλευτεί σε ψυχιατρικό Νοσοκομείο λόγω της κατάστασής της”. Μετά ταύτα, κατόπιν αξιολόγησης των δύο ένορκων μαρτυρικών καταθέσεων, που (αναγκαίως κατά την προβλεπόμενη διαδικασία) λήφθηκαν από τους αστυνομικούς υπαλλήλους του Α.Τ. Κερατσινίου στις 13.01.2015, από τους Ι. Γ. και Α. Γ. (κατηγορούμενο) εκ των οποίων ο τελευταίος κατέθεσε τα προαναφερθέντα (παρόμοια ήταν και η ένορκη κατάθεση του πατρός του), διατάχθηκε η εξέταση της Κ. Γ. από ψυχιάτρους (βλ και τη διάταξη του αρθρου 96 παρ.5 Ν.2071/1992, ΦΕΚ Α’123/15.071992), σε δημόσιο ψυχιατρικό νοσοκομείο, παραγγελία η οποία εκτελέστηκε τελικώς στις 17.01.2015 με τη μεταφορά της ανωτέρω στο Ψ.Ν.Α. “ΑΓΙΑ ΟΛΓΑ”, όπου εξετασθείσα από τους ιατρούς Α. Β. και Ν. Π., διαγνώστηκε με “αγχώδεις, σχετιζόμενες με stress και σωματόμορφες διαταραχές”, των οποίων τα συμπτώματα εξειδικεύονται σε “χρόνια ήπια αγχώδη και καταθλιπτική αντίδραση για την οποία παρακολουθείται και λαμβάνει την κατάλληλη αγωγή”, χωρίς να απαιτείται νοσηλεία της στο ανωτέρω νοσοκομείο (βλ.τα σχετικά αναγνωστέα έγγραφα). Η ανωτέρω από 13.01.2015 ένορκη εξέταση ενώπιον των αστυνομικών υπαλλήλων του Α.Τ. Κερατσινίου, του κατηγορουμένου σε βάρος της Κ. Γ. του Ι., για δήθεν κατανάλωση εκ μέρους της μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ ήταν εν γνώσει του, ψευδής, δοθέντος ότι ο ίδιος γνώριζε πως ο ισχυρισμός του αυτός δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και ήταν αναληθής, ενώ περαιτέρω ήταν σε θέση και μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψή της, καθόσον την εμφάνιζε ως άτομο, το οποίο εξ αιτίας της κατανάλωσης μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ, εκδηλώνει επί πολλά έτη, επιθετική, υβριστική και γενικώς αρνητική προς το οικογενειακό περιβάλλον της συμπεριφορά, η οποία καθίσταται περαιτέρω επικίνδυνη για την ίδια και τον περίγυρό της. Τα ανωτέρω δε έβλαψαν την προσωπικότητα της Κ.Γ., καθόσον περιήλθαν σε γνώση άγνωστου αριθμού προσώπων (αστυνομικών, εισαγγελέως, δικαστικών γραμματέων, ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού του επιληφθέντος ψυχιατρικού ιδρύματος που διενεργήθηκε η ψυχιατρική εξέτασή της). Και ναι μεν, όπως ο ίδιος επικαλέστηκε η αδελφή του είχε νοσηλευθεί στο παρελθόν (26.08.2010) στο Ψ.Δ.Ν.Ψ.Π. “Δαφνί”, στο πλαίσιο ακούσιας νοσηλείας της, σε εκτέλεση της υπ’αριθ. 365/25.08.2010 εισαγγελικής παραγγελίας, όπως προκύπτει από το σχετικό δελτίο συμβάντων του Α.Τ. Κερατσινίου, ωστόσο όμως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι τούτο ήταν απόρροια της επικαλούμενης κατάστασής της εκ της κατανάλωσης μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ, αφού τέτοια συνήθεια της Κ. Γ. από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει. Αντιθέτως, από την ανωμοτί κατάθεσή της προέκυψε ότι τα προγενέστερα ιατρικά προβλήματά της ήταν απόρροια της φόρτισης που δεχόταν εξαιτίας οικογενειακών προβλημάτων που αντιμετώπιζε. Εξάλλου, το γεγονός ότι αυτή φωτογραφήθηκε σε κάποιες εξόδους της να κρατά ένα ποτήρι με ποτό, όπως συνήθως συμβαίνει σε εξόδους διασκέδασης, δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση, η οποία ενισχύεται και από το ότι η ίδια πάσχει από αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη και υπερλιπιδαιμία και τελεί, για τον λόγο αυτό, υπό ιατρική παρακολούθηση και φαρμακευτική αγωγή (βλ. την από 05.11.2014 ιατρική γνωμάτευση του Δ. Γ., καρδιολόγου), η οποία δεν της επιτρέπει να προβαίνει σε ανάλογες καταχρήσεις. Ούτε η κατάθεση της μάρτυρος υπερασπίσεως, ως εκ της ιδιότητάς της ως συζύγου του κατηγορουμένου και διατηρούσας επίσης κάκιστες σχέσεις με την Κ. Γ., είναι ικανή να ανατρέψει την ως άνω κρίση του Δικαστηρίου. Επιπροσθέτως το εν γνώσει του, ψευδές της επίμαχης ένορκης εξέτασης του κατηγορουμένου, αναφορικά με την επιθετική, επικίνδυνη κλπ συμπεριφορά της αδελφής του, προκύπτει και από την, από 18.03.2016 ιατρική βεβαίωση του 4ου Ψυχιατρικού Τμήματος Εισαγωγών του Ψ.Ν. Αττικής, στην οποία βεβαιώνεται ότι αυτή ουδέποτε διαγνώσθηκε ως πάσχουσα από σχιζοφρένεια, σχιζοτυπική ή παραληρητική διαταραχή, ούτε προέκυψε ότι στο παρελθόν εκδήλωσε σωματική βία/επιθετικότητα προς τρίτους. Τέλος, επισημαίνεται πως εξαιτίας των άκρως διαρρηγμένων σχέσεων των δύο αδελφών, καθώς και προ του θανάτου του πατρός τους και ολόκληρης της οικογένειάς τους, επί πολλά έτη, προέκυψε πως η, έστω και ελάχιστη, μεταξύ τους επικοινωνία γίνεται, κατά κανόνα, με σφοδρές αμφοτερόπλευρες εντάσεις και λεκτικές αντιπαραθέσεις, που απέχουν μακράν της ήρεμης και ευγενούς διευθέτησης των όποιων ζητημάτων τους. Τούτο άλλωστε, κατέστη εμφανές και από την, κατά διαστήματα, επικρατούσα ένταση στο ακροατήριο μεταξύ των δύο αδελφών, αλλά και της Κ. Γ. με την μάρτυρα υπεράσπισης, κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου (βλ. τα πρακτικά της δίκης εκείνης), όσο και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (βλ. τα πρακτικά της προκείμενης δίκης). Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ενήργησε στο πλαίσιο ενάσκησης δικαιώματός του ή προς εκπλήρωση του προβλεπόμενου από το νόμο καθήκοντός του (άρθ.96 παρ.1 Ν.2027/1992), για την προστασία της αδελφής του και ότι, επομένως, αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του (άρθρο 20 ΠΚ), κρίνεται απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθόσον, αποδείχθηκε πως αυτός προέβη στις πράξεις του όχι σε εκπλήρωση καθήκοντός του που πηγάζει από αδελφικό ενδιαφέρον για την υγεία της αδελφής του, αφού υφίσταται αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ τους, επί πολλά έτη και παντελής αδιαφορία του ενός προς τον άλλον, εκμεταλλευόμενος, προς όφελός της, το γράμμα του προαναφερόμενου νόμου, που του παρέχει σχετική ενεργητική νομιμοποίηση για να αιτηθεί την λήψη κατάλληλων μέτρων για την προστασία και βελτίωση της υγείας της, αλλά για να πλήξει την τιμή και την υπόληψή της.
Συνεπώς, ο προβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Μετά ταύτα, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αποδιδόμενων σε αυτόν αξιόποινων πράξεων της ψευδούς κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, καθόσον στο πρόσωπό του πραγματώθηκε τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση αμφότερων των παραπάνω αδικημάτων”. Ακολούθως το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα ένοχο με το ακόλουθο διατακτικό: “1) Στο … στις 13.01.2015, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα. Ειδικότερα, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας, ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, κατέθεσε εν γνώσει του ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή. Πλέον συγκεκριμένα, κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενώπιον των αστυνομικών υπαλλήλων του Α.Τ. Κερατσινίου, κατέθεσε ενόρκως, εν γνώσει του, προς επίρρωση της από 13.01.2015 αιτήσεως ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, με την οποία ο Ι. Γ. του Α. αιτήθηκε την εξέταση και νοσηλεία της εγκαλούσας Κ. Γ. του Ι. σε Ψυχιατρικό Νοσοκομείο, ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή και, συγκεκριμένα, κατέθεσε ότι: “…Καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ…”. Η αλήθεια, όμως, την οποία γνώριζε ο κατηγορούμενος είναι ότι ο ισχυρισμός του αυτός δεν ισχύει. 2) Στον ως άνω τόπο και χρόνο ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλο ψευδή γεγονότα, που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, ενώ γνώριζε ότι τα γεγονότα αυτά δεν ήταν αληθινά και, ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, με την από 13.01.2015 ένορκη εξέτασή του ενώπιον των αστυνομικών υπαλλήλων του Α.Τ. Κερατσινίου, ισχυρίστηκε όσα ανωτέρω και υπό στοιχείο (1) αναφέρονται σε βάρος της εγκαλούσας Κ. Γ. του Ι., για δήθεν κατανάλωση από μέρους της μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ”. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας, αναγνωρίζοντας τη συνδρομή στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου συννόμου βίου του άρθρου 84 παρ.2 εδ. α’ του ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή επτά (7) μηνών την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Όπως προκύπτει από τα επιτρεπτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων παρέστη κατά τη διάρκεια της δίκης αυτής και απολογήθηκε, αρνούμενος την αποδιδόμενη σε αυτόν κατηγορία. Παρά ταύτα, η απολογία του ούτε στα αναφερόμενα στο προοίμιο του σκεπτικού αποδεικτικά μέσα μνημονεύεται, ούτε από άλλη αναφορά στο σκεπτικό της απόφασης προκύπτει, είτε ευθέως είτε διηγηματικώς, ότι λήφθηκε πράγματι υπόψη από το δικαστήριο. Η παραδοχή στο σκεπτικό της απόφασης ότι “…όπως και ο ίδιος επικαλέστηκε, η αδελφή του είχε νοσηλευθεί στο παρελθόν (26.08.2010) στο Ψ.Δ.Ν.Ψ.Π. ”Δαφνί”, στο πλαίσιο ακούσιας νοσηλείας της, σε εκτέλεση της υπ’αριθμ.365/25.08.2010 εισαγγελικής παραγγελίας, όπως προκύπτει από το σχετικό δελτίο συμβάντων του Α.Τ. Κερατσινίου”, προέκυψε από το τελευταίο αυτό δελτίο του Α.Τ. Κερατσινίου και το αναφερόμενο σε αυτό έγγραφο με αρ.πρωτ.365/25-8-2010 της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, το οποίο και μνημονεύει η απόφαση, καθώς και από την από 26/8/2010 ιατρική γνωμάτευση του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής, που προσκομίστηκαν από τον συνήγορο του κατηγορουμένου και δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε πράγματι υπόψη από το Δικαστήριο η προαναφερόμενη απολογία του, κατά την οποία ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων είχε αναφέρει αορίστως για την εγκαλούσα αδελφή του ότι “…γιατί το 2010 είχε νοσηλευτεί με ψυχιατρικά προβλήματα στο Δαφνί”. Κατ` αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε στην πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης και είναι βάσιμος ο σχετικός, εκ του άρθρου 510 παρ.1 Δ` ΚΠΔ, πρώτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ισχύοντος ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 311 παρ. 1, 368 εδ. α` περ. β` και 511 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και μετά την άσκηση της αναίρεσης, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, ο αναιρεσείων εμφανίστηκε και κριθεί και ένας βάσιμος λόγος αναίρεσης, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα.
Στην προκείμενη περίπτωση, από τον αναφερόμενο χρόνο τέλεσης της ψευδούς κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, δηλαδή από 13.01.2015 μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στον Άρειο Πάγο (03.03.2023), έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του προβλεπόμενου για τα πλημμελήματα χρόνου παραγραφής, δηλαδή των 8 ετών, υπολογιζομένου και του χρόνου αναστολής, και συνεπώς, έχει εξαλειφθεί, λόγω παραγραφής, το αξιόποινο των αποδοθεισών στον αναιρεσείοντα πλημμεληματικών πράξεων.
Κατόπιν τούτων, κατά παραδοχή του προαναφερθέντος βάσιμου λόγου αναίρεσης και εφόσον παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο συνολό της, και να παύσει οριστικά λόγω παραγραφής η ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος, ο οποίος εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, για τις προαναφερθείσες πράξεις, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ` αρ. 739,746/2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς.
Παύει οριστικά, λόγω παραγραφής, την ασκηθείσα κατά του Α. Γ. του Ι., κατοίκου … οδός …, ποινική δίωξη για το ότι: “1) Στο … στις 13.01.2015, με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα. Ειδικότερα, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας, ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, κατέθεσε εν γνώσει του ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή. Πλέον συγκεκριμένα, κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ενώπιον των αστυνομικών υπαλλήλων του Α.Τ. Κερατσινίου, κατέθεσε ενόρκως, εν γνώσει του, προς επίρρωση της από 13.01.2015 αιτήσεως ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, με την οποία ο Ι. Γ. του Α. αιτήθηκε την εξέταση και νοσηλεία της εγκαλούσας Κ. Γ. του Ι. σε Ψυχιατρικό Νοσοκομείο, ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή και, συγκεκριμένα, κατέθεσε ότι: “…Καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ…”. Η αλήθεια, όμως, την οποία γνώριζε ο κατηγορούμενος είναι ότι ο ισχυρισμός του αυτός δεν ισχύει. 2) Στον ως άνω τόπο και χρόνο ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλο ψευδή γεγονότα, που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, ενώ γνώριζε ότι τα γεγονότα αυτά δεν ήταν αληθινά και, ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, με την από 13.01.2015 ένορκη εξέτασή του ενώπιον των αστυνομικών υπαλλήλων του Α.Τ. Κερατσινίου, ισχυρίστηκε όσα ανωτέρω και υπό στοιχείο (1) αναφέρονται σε βάρος της εγκαλούσας Κ. Γ. του Ι., για δήθεν κατανάλωση από μέρους της μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ”.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 31 Μαρτίου 2023.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Source :
To Top