Αριθμός 50/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη και Τριανταφύλλη Δρακοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Περικλή Δράκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 103/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ιωαννίνων, με κατηγορούμενο τον Κ. Β. του Π., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Τζούμα και με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Χ. Ζ. χήρα Φ., κάτοικο …, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ-Μηνά Σταύρου.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 49/26-9-2022 έκθεση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Περικλή Δράκου, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δέσποινας Χρονοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 904/2022.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507, δηλαδή μέσα σε ένα (1) μήνα από την καταχώρισή της καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., αναστελλομένης της προθεσμίας αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ., κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ηςΑυγούστου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά οποιασδήποτε απόφασης αθωωτικής ή καταδικαστικής οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ακόμη και αθωωτικής απόφασης (ΑΠ 202/2020, ΑΠ 1003/2020). Επομένως η ασκηθείσα στις 26.9.2022 με αριθμό εκθέσεως 49/2022 αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ’ αριθ. 103/2022 τελεσίδικης αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ιωαννίνων, η οποία δημοσιεύθηκε παρόντος του κατηγορουμένου Κ. Β. του Π. και καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο στις 8.8.2022, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και είναι παραδεκτή. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, “όποιος από αμέλεια σκότωσε άλλον τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, “από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται αντικειμενικά μεν πρόκληση θανατώσεως άλλου, υποκειμενικά δε, α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλομένης κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός κι ενσυνείδητος άνθρωπος οφείλει από τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες του επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) δυνατότητα αυτού, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, γνώσεις και ικανότητές του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο, από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Η τυχόν συντρέχουσα συνυπαιτιότητα του παθόντος ή του τρίτου, δεν αναιρεί την ύπαρξη αμέλειας του δράστη και την ποινική ευθύνη του, εκτός εάν η υπαιτιότητα του παθόντος ή του τρίτου συντέλεσε αποκλειστικά στο αποτέλεσμα που επήλθε, οπότε αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος. Όταν, όμως, η αμελής πράξη δεν συνίσταται μόνο σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του εγκληματικού αποτελέσματος, για την ανθρωποκτονία από αμέλεια που διαπράττεται με αυτόν τον τρόπο και συνιστά έγκλημα που τελείται με παράλειψη, απαιτείται (επιπλέον των όρων του άρθρου 28 ΠΚ) και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 παρ. 1 α του ΠΚ, κατά το οποίο, “όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε ενέργεια για την αποτροπή του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει από νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου”. Από την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου να προβεί σε ενέργεια αποτρεπτική του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Δεν αρκεί δηλαδή η ύπαρξη απλής ηθικής υποχρέωσης ούτε γενικής νομικής υποχρέωσης για συνδρομή, ώστε να προληφθεί το επιβλαβές αποτέλεσμα, αλλά απαιτείται ιδιαίτερη (ειδική) νομική υποχρέωση, η οποία επιφορτίζει τον υπαίτιο της παράλειψης να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος με τη δημιουργία και διασφάλιση πραγματικής κατάστασης, που εξυπηρετεί και διαφυλάσσει τα έννομα αγαθά που προσβάλλονται με την επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση αποτελεί πρόσθετο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη και μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου που επιβάλλει συγκεκριμένη ενέργεια ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου για ενέργεια ή από ειδική έννομη σχέση που απορρέει από σύμβαση ή από προηγούμενη μονομερή ενέργεια του υπόχρεου, με την οποία αυτός αυτοβούλως αναδέχεται την αποτροπή μελλοντικών κινδύνων για έννομα αγαθά τρίτων ή από προγενέστερη συμπεριφορά του υπαιτίου που δημιούργησε τον κίνδυνο επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Τέτοια ιδιαίτερη νομική υποχρέωση έχουν και οι ιατροί έναντι των ασθενών, η δε ιδιαίτερη αυτή νομική τους υποχρέωση να αποτρέψουν το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης του ασθενούς απορρέει από το νόμο και τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, καθώς και από την εγγυητική θέση του ιατρού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης. Περαιτέρω, τα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράλειψης και του εγκληματικού αποτελέσματος που επήλθε, όταν, με μεγάλη πιθανότητα που αγγίζει τη βεβαιότητα και όχι με βεβαιότητα, όπως συμβαίνει στα άλλα εγκλήματα από αμέλεια και στα εγκλήματα δόλου, θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (θανάτωση προσώπου, σωματική βλάβη κλπ), εάν ο υπόχρεος πραγματοποιούσε την ενέργεια, στην οποία είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί και την οποία παρέλειψε. Για τη θεμελίωση δε αιτιώδους συνδέσμου, αρκεί η σχετική παράλειψη να ήταν ένας μόνον από τους περισσότερους όρους παραγωγής του εγκληματικού αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο αυτό δεν θα επερχόταν. Ακόμη, όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων, κατά το λόγο της αμέλειας που επιδείχθηκε από αυτό και εφόσον πάντως το αποτέλεσμα που επήλθε τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη, τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα που επήλθε, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που άμεσα προκάλεσε το αποτέλεσμα και, συνεπώς, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς αυτό. Αρκεί δε, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους ενεργούς παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό αδιαφόρως αν συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως. Ειδικότερα, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις, θεμελιώνεται ποινική ευθύνη του ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια, όταν το ζημιογόνο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση από μέρους του των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση, εφόσον η αντίστοιχη ενέργεια ή παράλειψή του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματος του και ανάγεται σε νομική υποχρέωσή του με επιτακτικούς κανόνες, καθώς και από την εγγυητική του θέση απέναντι στην ασφάλεια της ζωής και της υγείας του ασθενούς, η οποία δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης (ΑΠ 329/2021, ΑΠ 939/2020, ΑΠ 1161/2020, ΑΠ 234/2019).
Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., προκειμένου για αθωωτική απόφαση υπάρχει, όταν περιέχονται σ’ αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την ανέλεγκτη εκτίμηση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία στηρίζουν την κρίση του για την μη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες κατέληξε το δικαστήριο σε αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση. Αντίθετα, υπάρχει έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την αθώωση του κατηγορουμένου, όταν είτε δεν εκτίθενται καθόλου είτε εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και αποκλείουν τη συνδρομή όλων ή κάποιων από τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους του εγκλήματος που του αποδίδεται είτε, όταν δεν αιτιολογείται καθόλου ή με πληρότητα και σαφήνεια, γιατί το δικαστήριο δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά. Δηλαδή, η αθωωτική ποινική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΝΔ 53/1974), δεν έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είτε όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν είτε όταν το Δικαστήριο, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι αποδείχθηκαν από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά και τα οποία έλαβε υπόψη του για τον σχηματισμό της περί πραγμάτων κρίσης του, δεν αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα, τουτέστι χωρίς ασάφειες και λογικά κενά, γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου. Δεν απαιτείται όμως για την αιτιολογία της αθωωτικής απόφαση να εκθέτει το δικαστήριο περιστατικά από τα οποία να πείσθηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο της απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου (Ολ.ΑΠ 3/2010). Ακόμη, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την αθωωτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων της ποινικής διαδικασίας περιλαμβάνεται κατά το άρθρο 178 παρ. 1 περ. γ’ Κ.Ποιν.Δ. και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τους ανακριτικούς υπαλλήλους ή το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης, ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως συμβαίνει όχι μόνο, όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της απόφασης, ότι τα πορίσματά της λήφθηκαν υπόψη και έγιναν δεκτά από το δικαστήριο ή, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Επίσης η πραγματογνωμοσύνη αυτή, η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο (ή το δικαστικό συμβούλιο), κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως, που καθιερώνεται από το άρθρο 177 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, με την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων. Οφείλει, όμως, το Δικαστήριο όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Διαφορετικά, αν δεν προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας (ΑΠ 225/2022, ΑΠ 686/2021, ΑΠ 220/2020, ΑΠ 132/2020). ‘Ετσι λοιπόν λόγω της σπουδαιότητας του αποδεικτικού αυτού μέσου, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έλαβε και αυτό υπόψη του το Δικαστήριο, πρέπει να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο την έλαβε υπόψη του και τη συνεκτίμησε, χωρίς να αρκεί η γενική αναφορά του στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, οπότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., εκτός αν η λήψη υπόψη αυτής προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ιδίως δε, εάν το διατακτικό συμπορεύεται προς το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης ή, σε κάθε περίπτωση, εάν στο σκεπτικό της απόφασης είτε περιλαμβάνονται είτε αντικρούονται παραδοχές της πραγματογνωμοσύνης, που δεν μπορούν παρά να προέρχονται μόνον από αυτήν (ΑΠ 87/2020). Τέλος, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Λόγο αναίρεσης αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία κι την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 103/2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ιωαννίνων, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, σύμφωνα με το διατακτικό της, κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος Κ. Β. του Π., ιατρός, του ότι “Στα … την 19-12-2014 από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα των ενεργειών και των παραλείψεών του και έτσι επέφερε το αποτέλεσμα του θανάτου άλλου, αλλά και δεν απέτρεψε την επέλευση του αποτελέσματος αυτού, παρά το ότι είχε εκ του νόμου (σύμφωνα με τον κώδικα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος και τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας), εκ της παράνομης προγενέστερης επικίνδυνης ενέργειας και εκ της από 04-12-2014 σύμβασης μετά του Ν.Π.Δ.Δ. του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων (Π.Γ.Ν.Ι.), ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο και δη να προβαίνει σε κάθε ενέργεια που επιβάλλεται από τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης και να επιδεικνύει το αντικειμενικούς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος Κ. Β., ως θεράπων ιατρός της Ε. Ζ. και με την ιδιότητα του χειρουργού – επίκουρου καθηγητή της χειρουργικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, μαζί με την υπόλοιπη χειρουργική ομάδα αποτελούμενη, όπως προκύπτει από το πρακτικό χειρουργικής επέμβασης της 5ης-12-2014, από τους ιατρούς χειρουργούς Ρ. Δ. ως Α’ βοηθό, Π. Ν. ως Β’ βοηθό και με τη συμμετοχή των ιατρών χειρουργών Μ. Π., Χ. Μ. και του καθηγητή Χειρουργικής και Διευθυντή τής Χειρουργικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, Χ. Κ., ο οποίος έφερε όλη την ευθύνη της επίβλεψης και του συντονισμού της πρώτης επέμβασης όσο και μετέπειτα μέχρι το θάνατο της ασθενούς, ανέλαβε να πραγματοποιήσει χειρουργική επέμβαση αδυνατίσματος με τη διενέργεια προγραμματισμένης λαπαροσκοπικής μερικής κάθετης γαστρεκτομής – sleevegastrectomy στην ανωτέρω ασθενή Ε. Ζ., η οποία έπασχε από νοσογόνο παχυσαρκία. Προέβη όμως στην επέμβαση αυτή κατά παράβαση των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της επιστήμης του και δεν ενήργησε σύμφωνα με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, ως θα εκτεθεί ακολούθως, με αποτέλεσμα τόσο με αλλεπάλληλες ενέργειες όσο και παραλείψεις του να προκαλέσει το θάνατο της ασθενούς, ο οποίος επήλθε την 19η-12-2014, αν και, ως ιατρός χειρουργός που ανέλαβε και συμμετείχε στη διενέργεια της ως άνω χειρουργικής επέμβασης, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε όλες τις αντικειμενικώς επιβαλλόμενες εκ της ιδιότητάς του ενέργειες που θα εμπόδιζαν την επέλευση του θανάτου της ανωτέρω ασθενούς. Ειδικότερα: την 5η-12-2014, η ασθενής, Ε. Ζ., η οποία είχε προγραμματιστεί από τον θεράποντα ιατρό της χειρουργό κ. Κ. Β. (κατηγορούμενο) να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής, οδηγήθηκε στο χειρουργείο του ως άνω Νοσοκομείου, όπου της χορηγήθηκε γενική αναισθησία προκειμένου να ξεκινήσει η χειρουργική επέμβαση. Κατά τη διάρκεια αυτής συμμετείχαν στη χειρουργική ομάδα αρχικά οι ιατροί Κ. Β., Ρ. Δ.ς και Π. Ν.. Ειδικότερα, κατά την έναρξη της επέμβασης προκλήθηκε από τον ανωτέρω κατηγορούμενο ιατρό Κ. Β. τραυματισμός της νήστιδος (τμήματος του λεπτού εντέρου), τραυματισμός της κοιλιακής αορτής, με αποτέλεσμα μεγάλη απώλεια αίματος, και τραυματισμός του μείζονος επιπλόου, τα οποία αντιμετωπίστηκαν με ανοιχτή επείγουσα λαπαροτομία και τη συμβολή του αγγειοχειρουργού Μ.. Π. και των χειρουργών Χ.. Κ. και Χ.. Μ., ενώ επίσης, παρά το γεγονός ότι κατά τη διαδρομή τής λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής υπήρξε και 4ος τραυματισμός του εγκαρσίου τμήματος του παχέος εντέρου κατά τη μεσότητα αυτού, αυτός δεν έγινε αντιληπτός από τον κατηγορούμενο και δεν αντιμετωπίστηκε αυτός, ο οποίος παρέλειψε να διαγνώσει την τρώση αυτή, αν και όφειλε να το κάνει, και η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την εξέλιξη της περιτονίτιδας, τη σηπτική καταπληξία, την πολυοργανική ανεπάρκεια και τελικώς με το θάνατο της άτυχης Ε.. Η επέμβαση ολοκληρώθηκε περί ώρα 11.35′ της 5ης-12-2014 και η ασθενής οδηγήθηκε σε κωματώδη κατάσταση, διασωληνωμένη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Π.Γ.Ν. Ιωαννίνων για περαιτέρω παρακολούθηση, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενη επί 14 ημέρες έως την ημέρα θανάτου της, τη 19η-12-2014. Και ενώ κατά τη διάρκεια της ως άνω μετεγχειρητικής νοσηλείας της στη Μ.Ε.Θ. του Νοσοκομείου και συγκεκριμένα την 10η-12-2014, με αξονική τομογραφία κοιλίας διαπιστώθηκαν παθογνωμονικά ευρήματα εν εξελίξει περιτονίτιδας με ενδοκοιλιακές συλλογές, ελεύθερο αέρα, εγκυστωμένες συλλογές και ρυπαρότητα του περιτοναϊκού λίπους, αυτά δεν αξιολογήθηκαν εγκαίρως από τον κατηγορούμενο που ήταν ο θεράπων ιατρός της ασθενούς, συνιστώντας παράλειψη του. Αποτέλεσμα της ως άνω παράλειψης ήταν η επιβαλλόμενη προσπάθεια χειρουργικής αντιμετώπισης της εν εξελίξει περιτονίτιδας να διενεργηθεί από τον κατηγορούμενο με μεγάλη καθυστέρηση, την 13η-12-2014, σε έδαφος σηπτικής καταπληξίας και επί εδάφους της λοιπής επιβάρυνσης λόγω τραυματισμού της κοιλιακής αορτής κάτωθεν της εκφύσεως των νεφρικών αρτηριών (μεγάλη διεγχειρητική αιμορραγία στις 5-12-2014) και των υπολοίπων τραυματισμών (νήστιδος και μείζονος επιπλόου), οδηγώντας στο θάνατο συνεπεία σηπτικής καταπληξίας, και πολυοργανικής ανεπάρκειας, που εν κατακλείδι συνδέονται αιτιωδώς με τους αμελείς ιατρικούς χειρισμούς, και διεγχειρητικούς τραυματισμούς κατά την επέμβαση της επιμήκους γαστρεκτομής της 5ης. 12.2014 και κυριότατα με τη μη διάγνωση και αντιμετώπιση του 4ου τραυματισμού του εγκαρσίου τμήματος του παχέος εντέρου (με αποτέλεσμα να προκληθεί κοπρανώδης περιτονίτιδα), καθώς και με τη μεγάλη καθυστέρηση για επανεπέμβαση, προς αντιμετώπιση της περιτονίτιδας (και δη την 13η. 12.2014), ενώ αυτή θα μπορούσε να έχει διαγνωστεί έστω από 10.12.2014, σύμφωνα με τα παθογνωμικά ευρήματα της αξονικής τομογραφίας κοιλίας”.
Για να καταλήξει στην ανωτέρω απαλλακτική κρίση το Δικαστήριο, μετά από συνεκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε στο σκεπτικό (αιτιολογικό) της απόφασης του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, επί λέξει τα εξής: “Από την ανωμοτί κατάθεση της παρισταμένης για την υποστήριξη της κατηγορίας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως (και την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως,) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η θανούσα Ε. Ζ., ηλικίας κατά το χρόνο θανάτου της (19-12-2014) σαράντα έξι (46) ετών, έπασχε από νοσογόνο παχυσαρκία (βάρος 140 κιλά περίπου και ύψος 1,70 μ.), από σακχαρώδη διαβήτη, υποθυρεοειδισμό, μυοκαρδιοπάθεια, αντιμετώπιζε προβλήματα αρτηριακής πίεσης, ενώ είχε και ψυχολογικά προβλήματα, λάμβανε δε φαρμακευτική αγωγή για αντιμετώπιση των ως άνω ασθενειών της. Προκειμένου να αντιμετωπίσει την νοσογόνο παχυσαρκία αποφάσισε να προχωρήσει στη διενέργεια θεραπευτικής επέμβασης λαπαροσκοπικά επιμήκους γαστρεκτομής με τη μέθοδο “γαστρικού μανικού” (“sleeve gastrectomy”). Για το λόγο αυτό απευθύνθηκε στον κατηγορούμενο Κ. Β., χειρουργό, καθηγητή Ιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, περί το μήνα Μάρτιο του έτους 2014. Ο κατηγορούμενος ήταν ένας έμπειρος χειρουργός και είχε προβεί σε πολλές επεμβάσεις τέτοιου είδους σε παχύσαρκα άτομα. Μεταξύ της θανούσης και του ως άνω κατηγορουμένου ιατρού, αναπτύχθηκε δεσμός εμπιστοσύνης, ενδεικτικό στοιχείο του οποίου ήταν η παροχή συνδρομής από τον εν λόγω ιατρό στη θανούσα για την απόκτηση βιβλιαρίου απορίας, προκειμένου να καλυφθεί η σημαντική δαπάνη για τη διενέργεια της επεμβάσεως στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων (στο εξής ΠΓΝΙ). Στο πλαίσιο των συναντήσεων τους η θανούσα ενημερώθηκε από τον κατηγορούμενο για τον τρόπο διενέργειας της θεραπευτικής επέμβασης, τους κινδύνους που ελλοχεύουν από αυτή και την απαραίτητα χορηγούμενη αναισθησία και τις πιθανές επιπλοκές κατά τη διάρκεια αυτής (επέμβασης). Για το λόγο αυτό η ασθενής υπέγραψε τη δήλωση συγκατάθεσης για εγχείρηση και χορήγηση αναισθησίας, παρέχοντας στον κατηγορούμενο και τον ιατρό αναισθησιολόγο Π. Τ., τη συγκατάθεσή της για τη διενέργεια λαπαροσκοπικά επιμήκους γαστρεκτομής (“sleeve gastrectomy”). Μεταξύ των πιθανών επιπλοκών από τη διενέργεια της επεμβάσεως και της αναισθησίας, αναφέρονται στο εν λόγω έγγραφο λοιμώξεις, αιμορραγίες, επιπλοκές στο αναπνευστικό και καρδιαγγειακό σύστημα που φθάνουν μέχρι το ενδεχόμενο θανάτου, καθώς και αντιδράσεις συνδεόμενες με τη χορήγηση αίματος. Ακολούθως και μετά χρονικό διάστημα περίπου έξι (6) μηνών από την υποβολή της από 30-6-2014 αίτησης για έγκριση των απαιτουμένων εξόδων στο ΠΓΝΙ στις 4-12-2014 εισήχθη σε αυτό. Την ημέρα αυτή η ασθενής υπεβλήθη σε όλες τις απαιτούμενες κατά το νόμο και την ιατρική επιστήμη προεγχειρητικές εξετάσεις, προκειμένου να διαπιστωθεί η μη συνδρομή οποιουδήποτε ιατρικού λόγου που θα απαγόρευε τη διενέργεια της επεμβάσεως, οι οποίες και ουδέν κώλυμα για την πρόοδο ανέδειξαν. Στο πλαίσιο της προεγχειρητικής προετοιμασίας της ασθενούς δεν διενεργήθηκε κλύσμα για τον καθαρισμό στομάχου και εντέρου, καθώς δεν ήταν αναγκαίο για την πραγματοποίηση της επέμβασης. Την 05-12-2014 η ασθενής εισήχθη στο χειρουργείο, μέλη δε της χειρουργικής ομάδας, πέραν του κατηγορουμένου θεράποντος ιατρού Κ. Β. και του αναισθησιολόγου Π. Τ., ήταν οι Ρ. Δ. ως Α’ βοηθός και Π. Ν. ως Β’ βοηθός, καθώς και το απαιτούμενο νοσηλευτικό προσωπικό (εργαλειοδότρια κ.λπ.). Για την πραγματοποίηση της λαπαροσκοπικής επεμβάσεως χρησιμοποιήθηκε ως ιατρικό εργαλείο το τροκαρ οπτικ-βιου (trocar optic view), το οποίο, κατά το χρόνο διενέργειας της επεμβάσεως, ήταν ενδεικνυόμενο για τη διενέργεια αντιστοίχων επεμβάσεων. Όπως προκύπτει από το πρακτικό χειρουργικής επέμβασης της 05-12-2014, μετά τη χορήγηση αναισθησίας στην ασθενή, ο κατηγορούμενος πραγματοποίησε εγκάρσια τομή δύο (2) εκατοστών (2 cm) στη μέση της απόστασης μεταξύ ξιφοειδούς υπόφυσης και ομφαλού (ΑΡ) [αριστερά] παράμεσα και σε απόσταση περίπου τεσσάρων (4) εκατοστών (4 cm) από τη μέση γραμμή, στην οποία (τομή) επρόκειτο να εισάγει το πρώτο trocar optic view υπό άμεση όραση με τη χρήση κάμερας 30°, που θα χρησιμοποιούνταν για την εμφύσηση αερίου (CO2) στο περιτόναιο της ασθενούς, ώστε να είναι ευχερής η διεξαγωγή της επέμβασης με την εισαγωγή και των λοιπών trocar. Κατά την εισαγωγή αυτού και τη σταδιακή προώθησή του προς το εσωτερικό του κοιλιακού χώρου της ασθενούς, η οποία (προώθηση) ήταν δύσκολη λόγω του υπερβολικού υποδόριου λίπους και του μεγάλου όγκου των κοιλιακών τοιχωμάτων, διαπιστώθηκε από τον χειρουργό η αδυναμία εμφύσησης αερίου (CΟ2) και άμεσα ο παρών αναισθησιολόγος Π. Τ., ανέφερε στον κατηγορούμενο χειρουργό τη ραγδαία πτώση της αρτηριακής πίεσης και του τελοεκπνευστικού CΟ2, ενώ από το σημείο εισαγωγής του trocar και από το ίδιο το χειρουργικό αυτό εργαλείο, γινόταν αναρρόφηση ποσοτήτων αίματος (“πίδακας”). Ο κατηγορούμενος αντιδρώντας άμεσα και ταχύτατα εκτέλεσε ανοικτή λαπαροτομία, προκειμένου να ανευρεθεί και αντιμετωπιστεί η προκληθείσα αιμορραγία. Κατά το άνοιγμα της κοιλιακής χώρας, βρέθηκε πολύ μεγάλη ποσότητα αίματος στην περιτοναϊκή κοιλότητα, για την απορρόφηση-απομάκρυνση της οποίας ο ως άνω χειρουργός τοποθέτησε κομπρέσες, ενώ ταυτοχρόνως κλήθηκαν οι Μ. Π. και Χ. Κ., αγγειοχειρουργός και χειρουργός-Δ/ντης χειρουργικής κλινικής αντίστοιχα, οι οποίοι βρίσκονταν σε κοντινά χειρουργικά δωμάτια, ενεργώντας χειρουργικές πράξεις σε άλλους ασθενείς, προκειμένου να συνδράμουν στην αντιμετώπιση της επείγουσας κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει η ασθενής. Κατά τη διάρκεια της ανοιχτής επέμβασης που ξεκίνησε ο κατηγορούμενος, ανοίχθηκε το οπίσθιο περιτόναιο οπότε και εντοπίστηκε τραυματισμός στην κοιλιακή αορτή, από την οποία και προκαλούταν η ακατάσχετη αιμορραγία. Οι ως άνω ιατροί Μ. Π. και Χ. Κ. επελήφθησαν της συρραφής του αγγείου, προβαίνοντας αρχικά στον ένθεν κι ένθεν του τραυματισμού αποκλεισμό της αορτής, ώστε να εμποδιστεί-“μπλοκαριστεί” η ροή αίματος και εν συνεχεία στη συρραφή του αγγείου με ράμμα CV-4, όπως αναφέρεται στο αναγνωστέο πρακτικό χειρουργείου της 05-12-2014, εξαιτίας δε των επιτυχημένων χειρισμών τους ο εν λόγω τραυματισμός της αορτής αντιμετωπίστηκε με επιτυχία, σώζοντας τη ζωή της ασθενούς κατά το χρονικό εκείνο σημείο. Πέραν του, ως άνω τραυματισμού, διαπιστώθηκε διάτρηση-διαμπερές τραύμα της νήστιδας-λεπτού εντέρου στην αρχή αυτής, την αποκατάσταση του οποίου πραγματοποίησε επιτυχώς ο ως άνω ιατρός Χ. Κ. από κοινού με τον κατηγορούμενο, ενώ εντοπίστηκε και διαμπερής τραυματισμός του μείζονος επιπλόου που επικαλύπτει την περιτοναϊκή περιοχή, τη συρραφή του οποίου ανέλαβε ο κατηγορούμενος. Μετά την επιτυχή συρραφή όλων των άνω αναφερομένων τριών (3) τραυματισμών και τη διαπίστωση ότι αυτοί αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς κατά το χρονικό αυτό σημείο, ο κατηγορούμενος, από κοινού με τον ιατρό Χ. Κ. και με την παρουσία τόσο του ιατρού Μ. Π., όσο και καθηγητή αναισθησιολογίας Γ. Π. και του λοιπού νοσηλευτικού προσωπικού, προχώρησαν σε ενδελεχή έλεγχο της περιοχής της κοιλίας, των σπλάχνων, του λεπτού και του παχέος εντέρου κάθε πέντε εκατοστά (5 εκ.), όπως απεδείχθη από τις ένορκες καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων Π. Τ. και Γ. Π., χωρίς να διαπιστωθεί οποιοσδήποτε άλλος τραυματισμός άλλου οργάνου πέραν των ήδη άνω αναφερομένων (αορτής – νήστιδας – μείζονος επιπλόου). Οι τραυματισμοί των συγκεκριμένων οργάνων οφείλονται στην πιθανή πίεση που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά την είσοδο του χειρουργικού εργαλείου (trocar) στην περιτοναϊκή κοιλιακή χώρα λόγω του ότι τα κοιλιακά τοιχώματα της αποβιωσάσης ασθενούς ήταν εξαιρετικά μεγάλα και με αρκετό υποδόριο λίπος (περίπου 10 cm), στοιχείο που δυσκόλευε ιδιαίτερα την κίνηση του χειρουργικού εργαλείου. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι οι ως άνω τραυματισμοί οφείλονται σε δυσλειτουργία από πιθανή εμπλοκή του trocar κατά την είσοδο του στην κοιλιακή χώρα της ασθενούς δεν αποδείχθηκε. Μετά την lege artis αντιμετώπιση των προπεριγραφομένων τραυματισμών, την επιμελή περιποίηση της κοιλιακής χώρας με πλύσεις και τον επιμελή έλεγχο των σπλάχνων της κοιλίας (λεπτού και παχέος εντέρου, στομάχου κ.λπ.), οι άνω αναφερόμενοι ιατροί, με τη βοήθεια της χειρουργού ιατρού Χ. Μ., προέβησαν σε συρραφή της κοιλίας της θανούσης, ώστε η τελευταία να μεταφερθεί προς περαιτέρω νοσηλεία στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το πρώτο αυτό χειρουργείο (05-12-2014), οι τραυματισμοί που προκλήθηκαν στην ασθενή, ήταν μόνον οι άνω περιγραφόμενοι τρεις (3) και δη στο μείζον επίπλου, στη νήστιδα και στην κοιλιακή αορτή, χωρίς κατά το χρονικό αυτό σημείο να έχει προκληθεί άλλος τραυματισμός στο εγκάρσιο κόλον-παχύ έντερο. Τούτο αποδείχθηκε κατά την κρίση του Δικαστηρίου από τα ακόλουθα: κατά την ανοιχτή ανοικτή λαπαροτομία στην οποία υποβλήθηκε η θανούσα δεν αναδύθηκε στον αέρα του χειρουργικού δωματίου έντονη δυσοσμία, η οποία θα εκλύετο οπωσδήποτε εάν είχε προκληθεί ο παραμικρός τραυματισμός του παχέος εντέρου της ασθενούς, λαμβανομένου υπ’ όψιν του περιεχομένου του και του γεγονότος ότι αυτό (παχύ έντερο) θα είχε ασφαλώς περιεχόμενο, καθώς προεγχειρητικά δεν διενεργήθηκε κλύσμα στην θανούσα. Επιπλέον, πέραν της μη ανάδυσης οποιασδήποτε έντονης δυσοσμίας, αφενός μεν δεν διαπιστώθηκε η πρόκληση φυσαλίδων, οι οποίες ασφαλώς και θα παρουσιαζόταν εάν είχε τραυματισθεί το εγκάρσιο κόλον-παχύ έντερο, δεδομένου ότι πραγματοποιήθηκαν, ως έπρεπε, πλύσεις ολόκληρης της κοιλιακής χώρας, αφετέρου δε δεν εξήλθε του παχέος εντέρου οποιαδήποτε ποσότητα περιεχομένου του. Είναι χαρακτηριστική η ένορκη μαρτυρία του συνόλου των μαρτύρων υπερασπίσεως, αλλά και του μάρτυρα κ. Φ. Κ., περί ιδιαίτερα έντονης, άμεσα προκαλούμενης δυσοσμίας από τυχόν τραυματισμό του παχέος εντέρου, ακριβώς λόγω του κοπρανώδους περιεχομένου του. Εξάλλου, όπως κατωτέρω εκτίθεται αναλυτικότερα, εάν είχε προκληθεί τραυματισμός του εγκαρσίου κόλου-παχέος εντέρου κατά τη χειρουργική επέμβαση της 05-12-2014, ο οποίος διέλαθε της προσοχής όλων των παρισταμένων ιατρών και νοσηλευτών, η εκροή εντερικού περιεχομένου ήδη από την 05-12-2014 θα είχε αναμφίβολα προκαλέσει το θάνατο της ασθενούς σε χρόνο προγενέστερο της διεξαγωγής του δευτέρου χειρουργείου την 13-12-2014. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί μη πλήξης του εγκαρσίου κόλου – παχέος εντέρου κατά την είσοδο του trocar optic view κατά τη διεξαγωγή της χειρουργικής επεμβάσεως της 05-12-2014, ενισχύεται περαιτέρω από τις μαρτυρικές καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων υπερασπίσεως Γ. Π. και Π. Τ., οι οποίοι κατέθεσαν ενόρκως, αφ’ ενός μεν ότι μετά τη διαπίστωση και αντιμετώπιση των προπεριγραφέντων τραυματισμών από τους κ.κ. Β., Π. και Κ., ακολούθησε επιμελής πλύση της κοιλιακής χώρας της ασθενούς Ε. Ζ. και ενδελεχής έλεγχος του λεπτού και του παχέος εντέρου για ύπαρξη τυχόν άλλων τραυματισμών ανά πέντε εκατοστά (5 cm), χωρίς να διαπιστωθεί η ύπαρξη άλλου τραυματισμού, οποιασδήποτε φύσης και έκτασης (“γδάρσιμο”-γρατσούνισμα, οπή κ.λπ.), αφετέρου δε ότι δεν αναδύθηκε στον αέρα του χειρουργικού δωματίου έντονη δυσοσμία, η οποία θα εκλύετο οπωσδήποτε εάν είχε προκληθεί ο παραμικρός τραυματισμός του παχέος εντέρου της ασθενούς, λαμβανομένου υπ’ όψιν του περιεχομένου του και του γεγονότος ότι αυτό (παχύ έντερο) θα είχε ασφαλώς περιεχόμενο, καθώς προεγχειρητικά δεν διενεργήθηκε κλύσμα στην ασθενή. Επίσης δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι το εγκάρσιο τμήμα του παχέος εντέρου λόγω της θέσης του στη κοιλιακή χώρα σε σχέση με τα ως άνω όργανα στα οποία προκλήθηκαν τραυματισμοί μπορούσε να πληγεί από το trocar κατά την είσοδό του σ’ αυτή. Ακόμη η μη πρόκληση από τον κατηγορούμενο κατά το χειρουργείο της 5- 2-2014 και 4ου τραυματισμού στο εγκάρσιο τμήμα του παχέος εντέρου κατά τη μεσότητα αυτού προκύπτει και από την κλινική εικόνα της θανούσης κατά το διάστημα από την εισαγωγή της στη ΜΕΘ (5-12-2014) μέχρι τη διενέργεια της δεύτερης ανοιχτής λαπαροτομίας στις 13-12-2014, όπως αυτή (κλινική εικόνα) εκτίθεται κατωτέρω, η οποία δεν είναι συμβατή με κοπρανώδη περιτονίτιδα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η τοποθέτηση παροχετεύσεων προ της συρραφής της κοιλίας δεν ήταν ενδεικνυόμενη ενέργεια, η οποία επιβάλλεται από τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και ορθής χειρουργικής πρακτικής, καθώς, πέραν των ως άνω τραυματισμών, ουδέν άλλο στοιχείο υπήρχε εντός της κοιλιακής χώρας που να αποτελεί ένδειξη υπαγορεύουσα την ανάγκη παρακολούθησης της κοιλιακής χώρας μέσω αυτών (παροχετεύσεων). Η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας, ιατρού- χειρουργού Σ., ότι ο κατηγορούμενος όφειλε να τοποθετήσει παροχετεύσεις, διότι αυτές λειτουργούν ως “μάτι του χειρουργού”, κρίνεται μεν αληθής, πλην όμως ενόψει των κινδύνων που μπορεί να προκληθούν στον ασθενή από την τοποθέτηση τους ενδείκνυνται μόνο όταν υπάρχει ένδειξη αιμορραγίας ή κάποιας άλλη βλάβης στη κοιλιακή χώρα, οι οποίες δεν συνέτρεχαν στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι είχε γίνει πλήρη αποκατάσταση των ως άνω τριών τραυματισμών της ασθενούς. Αντιθέτως, η τοποθέτηση όταν δεν είναι ενδεικνυόμενη πέραν της μη ύπαρξης συγκεκριμένου σημείου απ’ όπου αναμένεται διαφυγή εντερικού περιεχομένου, είναι επικίνδυνη τόσο ως ενδεχόμενη πύλη εισροής μικροβίων στο εσωτερικό του οργανισμού, όσο και ως χειρουργική πράξη καθ’ αυτή, διότι κατά τη διαδικασία τοποθέτησης τους “τυφλά” υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να προκληθεί τραυματισμός στα υποκείμενα σπλάχνα. Επομένως, σταθμίζοντας τους σοβαρούς κινδύνους που ελλόχευαν σε περίπτωση τοποθέτησης παροχετεύσεων σε απροσδιόριστα σημεία της κοιλίας της ασθενούς, με τα πιθανά οφέλη από αυτή (τοποθέτηση), ο κατηγορούμενος επέδειξε τον απαιτούμενο βαθμό επιμέλειας και προσοχής, τον οποίο θα επεδείκνυε κάθε συνετός θεράπων ιατρός σε ανάλογη περίπτωση, ενεργώντας εντός του πλαισίου που θέτουν οι κανόνες του ιατρικού λειτουργήματος. Περαιτέρω αποδείχθηκε η ασθενής μετά την εισαγωγή της στη ΜΕΘ του ΠΓΝΙ την ίδια ημερομηνία (05-12-2014), παρακολουθούνταν από τους υπευθύνους ιατρούς της ΜΕΘ, ενώ θεράπων ιατρός της παρέμενε ο κατηγορούμενος, με τον οποίο οι ιατροί της ΜΕΘ επικοινωνούσαν συνεχώς, συζητώντας μαζί του τα δεδομένα που προέκυπταν από την παρακολούθηση των ζωτικών στοιχείων της θανούσας, την κλινική εικόνα που αυτή παρουσίαζε και τα αποτελέσματα των διεξαγομένων εργαστηριακών εξετάσεων. Κατά την εισαγωγή της στη ΜΕΘ, η θανούσα παρουσίαζε υψηλή πυρετική κίνηση και σταθεροποιητική τάση στην αιμοδυναμική αστάθεια που είχε προκαλέσει ο τραυματισμός της κοιλιακής αορτής και η εξαυτού απώλεια σημαντικών ποσοτήτων αίματος (απαιτήθηκαν 8 φιάλες αίμα για τη σταθεροποίησή της). Όπως προκύπτει από τα αναγνωσθέντα φύλλα νοσηλείας της στη ΜΕΘ, ο πυρετός της θανούσας ήταν πράγματι εξαιρετικά υψηλός (39-40°C) κατά τις πρώτες ημέρες νοσηλείας της, εν συνεχεία, αυτή ανταποκρίθηκε στην χορηγηθείσα αντιπυρετική αγωγή, με αποτέλεσμα την 11-12-2014 να είναι απύρετη (37°C). Περαιτέρω, κατά την εισαγωγή της ασθενούς στη ΜΕΘ και μέχρι την 12-12-2014, ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων στον οργανισμό της βρισκόταν εντός των φυσιολογικών ορίων (10.000-12.000), χωρίς μέχρι τότε να υπερβεί αυτά (φυσιολογικά όρια) ή έστω να κινηθεί προς τα ανώτατα επίπεδα αυτών. Επιπλέον, ήδη η ασθενής κατά το χρόνο εισαγωγής της στη ΜΕΘ παρέμεινε διασωληνωμένη και σε καταστολή, από την οποία (καταστολή) εξήλθε την 08-12-2014, οπότε και διεκόπηκε το χορηγούμενο κατασταλτικό (ένδειξη στο φύλλο νοσηλείας της 08-12-2014 “propofol-stop”), επειδή η πορεία της υγείας της είχε σταθεροποιηθεί και οι δείκτες της είχαν πτωτική πορεία. Την ημερομηνία αυτή έγινε αποσωλήνωση της θανούσας, ωστόσο, επειδή ο οργανισμός της δεν μπορούσε να υποστηρίξει την επαρκή λειτουργία του αναπνευστικού συστήματος, τέσσερις (4) περίπου ώρες αργότερα, πραγματοποιήθηκε επαναδιασωλήνωσή της. Καθόλο το διάστημα της παραμονής της ασθενούς στη ΜΕΘ, ο δείκτης φλεγμονής CRP και παρά το γεγονός ότι είχε πτωτική πορεία ήδη από την τρίτη (3η) ημέρα νοσηλείας της, παρέμενε σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, πολύ ανώτερα των φυσιολογικών τιμών, στοιχείο που εξαρχής αποτελούσε παράγοντα ανησυχίας για άπαντες τους επιληφθέντες ιατρούς, καθώς υποδείκνυε την ύπαρξη κάποιας φλεγμονής στον οργανισμό της ασθενούς. Παρά το γεγονός ότι αυτή ελάμβανε θεραπευτική αγωγή για την αντιμετώπιση της κατάστασής της, αυτή δεν βελτιωνόταν όσο οι επιληφθέντες ιατροί της ΜΕΘ ανέμεναν, ενώ, την 10-12-2014 η ενταντικολόγος-καρδιολόγος Α. Κ. έθεσε στον κατηγορούμενο, ως μόνο έχοντα την σχετική ευθύνη λήψης απόφασης, με την ιδιότητα του θεράποντος ιατρού, την πιθανότητα διενέργειας δεύτερης (2ης) λαπαροτομίας, προκειμένου να διερευνηθεί η πιθανότητα περιτονίτιδας. Ωστόσο, όπως κατωτέρω εκτίθεται, η κλινική εικόνα της ασθενούς, σε συνδυασμό με τον ιδιαίτερα χαμηλό πυρετό της (11-12-2014 η ασθενής ήταν σε απυρεξία), τον φυσιολογικό αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων, την απουσία συμπτωμάτων περιτονίτιδας και των τριών (3) φυσιολογικών κενώσεων που είχε η ασθενής μέχρι την ημερομηνία αυτή (10-12-2014), δεν αποτελούσαν επαρκή στοιχεία για να οδηγηθεί η ασθενής σε δεύτερη ανοικτή επέμβαση, προκειμένου να διερευνηθεί τυχόν πιθανότητα περιτονίτιδας. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όπως αυτή σχηματίσθηκε από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας και των εισφερθέντων σε αυτό αποδεικτικών μέσων, η απόφαση για τη διεξαγωγή αξονικής τομογραφίας την 10-12-2014 ελήφθη στον κατάλληλο χρόνο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος, αφενός μεν ότι η μετακίνηση ενός ασθενούς από τη ΜΕΘ στον αξονικό τομογράφο ήταν αφ’ εαυτή κινδυνώδης παράγοντας για τη ζωή οποιουδήποτε ασθενή νοσηλεύεται σ’ αυτή (ΜΕΘ) και άρα τυχόν σχετική απόφαση πρέπει να λαμβάνεται με ιδιαίτερη φειδώ, αφετέρου δε ότι από την ημέρα της πρώτης επέμβασης (05-12-2014) είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μόλις πέντε (5) ημερών και συνεπώς, τυχόν διενέργειά της σε ακόμα προγενέστερο χρόνο, θα είχε ως αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερη απεικονιστική ασάφεια ως προς το χειρουργηθέν μέρος του σώματος (εν προκειμένω κοιλιακή χώρα), όπως προέκυψε από όλες τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων υπεράσπισης του κατηγορουμένου, άπαντες οι οποίοι κατέθεσαν ότι μια αξονική τομογραφία μπορεί να είναι διαφωτιστική εφόσον παρέλθει χρονικό διάστημα μιας εβδομάδας. Επομένως, ο χρόνος διενέργειας της αξονικής τομογραφίας αποδείχθηκε ότι ήταν ο απολύτως κατάλληλος και ενδεδειγμένος, καθώς, λαμβανομένων υπ’ όψιν όλων των άνω αναφερομένων στοιχείων, σε προγενέστερο χρόνο θα ήταν ακόμα πιο ασαφής η απεικόνισή της και εξέλιπε οποιαδήποτε ένδειξη περί ύπαρξης φλεγμονής στο χώρο της κοιλίας. Ακολούθως ο κατηγορούμενος ως θεράπων ιατρός, από κοινού με τους επιληφθέντες ιατρούς της ΜΕΘ, λόγω της μη αναμενόμενης βελτίωσης της ασθενούς και επιδεικνύοντας την αναμενόμενη από κάθε συνετό ιατρό και τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και δεοντολογίας επιμέλεια, συνεκτιμώντας όλα τα κατά το χρόνο εκείνο δεδομένα, αποφάσισαν την 10-12-2014 να οδηγήσουν την ασθενή από τη ΜΕΘ στον αξονικό τομογράφο, προκειμένου να διενεργηθεί τομογραφία κεφαλής, θώρακα και κοιλίας, ακριβώς διότι κατά το χρόνο αυτό αυτό, τα κλινικά, εργαστηριακά και λοιπά ιατρικά δεδομένα, δεν ήταν επαρκή για να οδηγήσουν σε συγκεκριμένο ασφαλές συμπέρασμα. Η αξονική τομογραφία που έγινε ανέδειξε κατ’ αρχάς πνευμονολογικά προβλήματα και ειδικότερα την ύπαρξη πνευμονικών διηθημάτων, που ήταν ένδειξη ύπαρξης πνευμονίας, και την έλλειψη επαρκούς αιμάτωσης σε δεξιό κάτω λοβό πνεύμονα, που ήταν ένδειξη προκληθείσας πνευμονικής εμβολής, διαπιστώσεις που ήταν συμβατές με τη διάγνωση των ιατρών περί ύπαρξης αναπνευστικού προβλήματος το οποίο τους υποχρέωσε σε επαναδιασωλήνωση της αποβιωσάσης ασθενούς. Σε ό,τι αφορά το χώρο της κοιλίας, τα ευρήματα της αξονικής δεν ήταν σαφή, καθώς γίνεται μεν λόγος σε ανεύρεση ποσοτήτων αέρα, συλλογών υγρών και ικανής ρυπαρότητας, ωστόσο, το ίδιο το αναγνωστέο έγγραφο της διεξαχθείσας αξονικής τομογραφίας περιλαμβάνει την χαρακτηριστική αναφορά ότι αυτά (ευρήματα) πρέπει να συνδεθούν με την προηγηθείσα χειρουργική επέμβαση. Σημειώνεται ότι ο χαρακτηρισμός των ευρημάτων της αξονικής τομογραφίας ως παθογνωμονικών, ήτοι ως ευρημάτων που ευθέως σχετίζονται με συγκεκριμένη πάθηση-ασθένεια, είναι απολύτως εσφαλμένος, ο δε χρησιμοποιήσας αυτόν μάρτυρας της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας κ. Τ., παραδέχθηκε το εσφαλμένο αυτού κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου ένορκη κατάθεσή του. Από τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων υπεράσπισης, συνδυαζομένων με όσα το έγγραφο της αξονικής τομογραφίας αναφέρει, αποδείχθηκε ότι το μοναδικό συμπέρασμα που μπορούσε και όφειλε κάθε μέσος συνετός ιατρός να εξάγει με βεβαιότητα από αυτή (αξονική τομογραφία), ήταν οι προαναφερθείσες σοβαρές παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος της ασθενούς και μόνον αυτές, καθώς, για να ήταν σαφής η ένδειξη για περιτονίτδα, θα έπρεπε να αναφέρεται ύπαρξη μεγάλης ποσότητας ελεύθερου αέρα και υγρών, χωρίς αυτά να λογίζονται ως μετεγχειρητικά ευρήματα. Εξάλλου, όπως κατέθεσε ενόρκως ο εξετασθείς μάρτυρας ιατρός-ακτινολόγος Π. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η ρυπαρότητα που αναφέρεται στην αξονική, είναι αποτέλεσμα απεικονιστικής “βρωμιάς” και όχι απεικονιστική “θολούρα”, στην απεικονιστική δε “βρωμιά” πρέπει να συνεκτιμηθεί η συμβολή των “artifacts” των “παρεμβολών”, δηλαδή, που προκαλούνται από την ίδια τη λειτουργία του τομογράφου, τα οποία προκαλούν πρόσθετη “θολούρα” στην αξονική. Κατά συνέπεια, τα ευρήματα αυτά δεν ήταν επαρκή και ικανά να οδηγήσουν τον θεράποντα ιατρό – κατηγορούμενο – σε δεύτερη επέμβαση κατά το χρονικό εκείνο σημείο, προκειμένου να διερευνήσει την πιθανότητα ύπαρξης περιτονίτιδας. Αποδεικτική της ασάφειας των πάσης φύσεως ιατρικών δεδομένων (αξονικής τομογραφίας, κλινικής εικόνας, εργαστηριακών εξετάσεων) ως προς την ύπαρξη ή μη περιτονίτιδας, είναι η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας-τεχνικού συμβούλου της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας Φ. Κ. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο οποίος, αναφερόμενος στην απόφαση του θεράποντος ιατρού-χειρουργού για διεξαγωγή δεύτερου, διερευνητικού χειρουργείου, κατέθεσε ότι η απόφαση αυτή είναι “μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα” για τον θεράποντα και γι’ αυτό απαιτείται όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σιγουριά. Από τις καταθέσεις όλων των μαρτύρων αποδείχθηκε ότι η περιτονίτιδα είναι ιδιαίτερα θορυβώδης ως ασθένεια, υπό την έννοια ότι τα συμπτώματά της γίνονται αμέσως και με πολύ μεγάλη ένταση ορατά, συνίστανται δε αυτά στην ύπαρξη: α) σανιδώδους κοιλίας, δηλαδή κοιλίας η οποία δεν είναι μαλακή στην ψηλάφηση, αλλά ιδιαίτερα σκληρή, β) “ιπποκράτειου προσωπείου” στο πρόσωπο του πάσχοντος από περιτονίτιδα ασθενούς, δηλαδή ιδιαίτερα ωχρού χρώματος στο πρόσωπο του ασθενούς, γ) υψηλού πυρετού που δεν υποχωρεί παρά τη χορήγηση αντιπυρετικών φαρμάκων, δ) παραλυτικού ειλεού, δηλαδή περιέλευση του εντέρου σε κατάσταση έλλειψης κινητικότητας-παράλυσης και ε) ιδιαίτερα έντονου, ανυπόφορου άλγους στην κοιλιακή χώρα. Στην προκειμένη περίπτωση, κανένα από τα άνω αναφερόμενα συμπτώματα δεν παρουσίαζε η ασθενής Ε. Ζ. σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο μέχρι τη διενέργεια της δεύτερης χειρουργικής επέμβασης (13-12-2014), ώστε να μπορεί ο θεράπων ιατρός-χειρουργός, αλλά και οι παρακολουθούντες αυτή ιατροί της ΜΕΘ να συνάγουν με επαρκή ασφάλεια-βεβαιότητα το συμπέρασμα ότι η ασθενής έπασχε από κοπρανώδη περιτονίτιδα και να οδηγηθούν στη λήψη απόφασης για διενέργεια δεύτερης χειρουργικής επέμβασης σε προγενέστερο χρονικό σημείο. Ειδικότερα, όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, η ασθενής εμφάνιζε ιδιαίτερα υψηλική πυρετική κίνηση ήδη από την ημέρα της πρώτης χειρουργικής επεμβάσεως (05-12-2014), το οποίο σημαίνει ότι η αιτία εμφάνισης υψηλού πυρετού δεν μπορούσε εξ αρχής να αποδοθεί στην εγκατάσταση περιτονίτιδας από το πρώτο χειρουργείο λόγω των εκεί προκληθέντων τραυματισμών. Ωστόσο, λόγω της χορήγησης αντιπυρετικής αγωγής στην ασθενή κατά τη νοσηλεία της στη ΜΕΘ, ο πυρετός έβαινε συνεχώς μειούμενος, ώστε την 11-12-2014, ήτοι μία ημέρα μετά τη διενέργεια αξονικής τομογραφίας, αυτή (ασθενής) ήταν απύρετη, έχουσα θερμοκρασία 37°C. Το στοιχείο αυτό, ήτοι η πτώση του πυρετού, πέραν του ότι ενισχύει την ασάφεια της αξονικής τομογραφίας σχετικά με την ύπαρξη περιτονίτιδας την 10-12-2014, είναι επαρκής ένδειξη για την μη ύπαρξη κοπρανώδης περιτονίτιδας στην συγκεκριμένη ασθενή. Επιπλέον, η ασθενής, από της εισαγωγής της στη ΜΕΘ και μέχρι την 11-12-2014, είχε τρεις (3) φυσιολογικές κενώσεις, στοιχείο που ομοίως αποδεικνύει φυσιολογική λειτουργία του εντέρου, καθώς, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, ένα από τα συμπτώματα της περιτονίτιδας είναι ο παραλυτικός ειλεός που πλήττει το εντερικό σύστημα και ο οποίος συνεπάγεται τη μη λειτουργία του. Επίσης, όπως αποδεικνύεται από τα αναγνωσθέντα φύλλα νοσηλείας της ασθενούς, καθ’ όλη τη διάρκεια της νοσηλείας της στη ΜΕΘ από την 05-12-2014 έως 12-12-2014, ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων κυμαίνεται εντός των φυσιολογικών ορίων, όπως αυτά έχουν προσδιορισθεί με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και έρευνας, και μάλιστα οι τιμές αυτών δεν κινούνταν προς το ανώτερο φυσιολογικό όριο, παρά περί το μέσον αυτού. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων της ασθενούς το βράδυ της 12-12-2014 ανερχόταν σε λιγότερα από 10.000, παρουσιάζοντας μάλιστα πτωτική τάση σε σχέση με την πρωινή μέτρηση της ίδιας ημέρας. Το στοιχείο αυτό, ήτοι ο φυσιολογικός αριθμός λευκών αιμοσφαιρίων, είναι μη συμβατό με την ύπαρξη φλεγμονής στο χώρο του περιτοναίου, δηλαδή με περιτονίτιδα, καθώς ο ανθρώπινος οργανισμός, όταν φλεγμένει παράγει λευκά αιμοσφαίρια στο πλαίσιο του συστήματος άμυνας που έχει αναπτύξει, ώστε εάν υπήρχε περιτονίτιδα, ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων θα ανερχόταν σε 20.000 – ο μάρτυρας εκ του κατηγορητηρίου και τεχνικός σύμβουλος της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας κ. Τ., κατέθεσε χαρακτηριστικά ότι “η 10000 τιμή δεν ήταν ανησυχητικό […] βάσει αυτών των τιμών δεν ήταν ανησυχητικές οι τιμές […]” -. Ο ισχυρισμός δε ότι τα λευκά αιμοσφαίρια που καταπολεμούν τη φλεγμονή δεν καταμετρώνται από τις σχετικές εργαστηριακές εξετάσεις κρίνεται αναξιόπιστος. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι η CRP, δείκτης φλεγμονής, ήταν από την πρώτη ημέρα (05-12-2014) σε πάρα πολύ υψηλά επίπεδα, πολύ ανώτερα του φυσιολογικού. Ωστόσο, όπως κατέθεσαν όλοι οι εξετασθέντες μάρτυρες ιατροί, η CRP δεν αυξάνεται μόνον όταν υπάρχει περιτονίτιδα, αλλά έχει περισσότερες της μιας αιτίες, μία εκ των οποίων συνέτρεχε και στην περίπτωση της ασθενούς και δη η ύπαρξη πνευμονίας. Επομένως, παρ’ ότι η τιμή της CRP ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, εν τούτοις, το στοιχείο αυτό, είτε μόνο του, είτε -ειδικά- σε συνδυασμό με τα λοιπά εργαστηριακά και κλινικά ευρήματα, δεν μπορούσε να οδηγήσει οποιονδήποτε ιατρό στην εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος για την ανάγκη διεξαγωγής δεύτερης ανοικτής επέμβασης σε χρόνο προγενέστερο της 12-12-2014. Εξάλλου, όπως και ο πυρετός, η υψηλή τιμή της GRP διαπιστώθηκαν στις εξετάσεις που πραγματοποίησε η εν λόγω ασθενής ήδη την 05-12-2014, το οποίο συνεπάγεται ότι δεν ήταν δυνατόν να έχουν ως αιτία την ύπαρξη περιτονίτιδας -και δη κοπρανώδους- κατά το χρόνο αυτό. Αντιθέτως, οι ιδιαίτερα υψηλές τιμές της CRP και του πυρετού είχαν ως αιτία, πέραν της άνω αναφερθείσας πνευμονίας που διαπιστώθηκε στην αξονική τομογραφία της 10-12-2014, το σύνδρομο επαναιμάτωσης, το οποίο εμφανίσθηκε στην ασθενή την 05-12-2014 λόγω του ανωτέρω περιγραφέντος τραυματισμού της κοιλιακής αορτής. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο ενδεδειγμένης αντιμετώπισης του τραυματισμού της αορτής, ο επιληφθείς αγγειοχειρουργός Μ. Π. και χειρουργός Χ. Κ., διέκοψαν ένθεν κι ένθεν του τραυματισμού, τη ροή αίματος εντός της αορτής, προκειμένου να μπορέσουν να συρράψουν το τραύμα και να εμποδίσουν την απώλεια κι άλλου αίματος. Η διακοπή της κυκλοφορίας του αίματος, ωστόσο, ακόμη και για το ελάχιστο δυνατό χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει να ολοκληρωθεί με επιτυχία η σχετική επέμβαση συρραφής, οδηγεί στην απώλεια ροής του εντός όλων των οργάνων και ιστών του σώματος, με αποτέλεσμα αυτά να ισχαιμούν και να παράγονται τοξίνες. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της συρραφής, το έως τότε συγκρατούμενο αίμα επανακυκλοφορεί απότομα και με ιδιαίτερα αυξημένη πίεση εντός του σώματος, με αποτέλεσμα ο ανθρώπινος οργανισμός να υφίσταται “σοκ”, δεδομένου ότι μαζί με το αίμα, κυκλοφορούν και οι έως τότε παραχθείσες τοξίνες (σύνδρομο επαναιμάτωσης). Όπως κατέθεσαν ενόρκως οι εξετασθέντες μάρτυρες υπερασπίσεως, το σύνδρομο επαναιμάτωσης προκαλεί ιδιαίτερα έντονη φλεγμονώδη αντίδραση του οργανισμού, η οποία με τη σειρά της οδηγεί στην άμεση αύξηση της πυρετικής κίνησης σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αυτή ήταν η αιτία εμφάνισης του πολύ υψηλού πυρετού και των υπερβολικών τιμών της CRP ήδη από την πρώτη ημέρα νοσηλείας (05-12-2014) της ατυχούς Ε. Ζ.. Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι: α) ο πυρετός είχε ως πλέον πιθανότερη αιτία το σύνδρομο επαναιμάτωσης, β) η υψηλή τιμή της CRP, ως δείκτης φλεγμονής, δεν μπορεί να αποδοθεί σε μόνον μία αιτία και μάλιστα υποθετική (περιτονίτιδα), αλλά αντιθέτως ευχερώς μπορούσε να εξηγηθεί λόγω της διαγνωσθείσας πνευμονίας, γ) εξέλιπαν εν προκειμένω όλα τα θορυβώδη συμπτώματα κοπρανώδης περιτονίτιδας, όπως αυτά ανωτέρω περιγράφηκαν (έλλειψη σανιδώδους κοιλίας, απυρεξία, φυσιολογικός αριθμός λευκών αιμοσφαιρίων, φυσιολογικές κενώσεις, έλλειψη “ιπποκράτειου προσωπείου”), δ) τα ευρήματα της διενεργηθείσας στον κατάλληλο χρόνο αξονικής τομογραφίας δεν ήταν διαφωτιστικά για την ύπαρξη πιθανής περιτονίτιδας, αλλά αντίθετα ήταν συμβατά για παθολογική κατάσταση στο αναπνευστικό σύστημα της ασθενούς, συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος, ως θεράπων ιατρός, δεν ήταν δυνατόν να αποφασίσει με το βαθμό βεβαιότητας που απαιτούνταν, τη διενέργεια διερευνητικής λαπαροτομίας σε χρόνο προγενέστερο της 13-12-2014. Επομένως, λαμβανομένων υπ’ όψιν των ευρημάτων της αξονικής τομογραφίας για την κοιλία (συμβατά με προηγηθείσα χειρουργική επέμβαση), της ύπαρξης περισσοτέρων του ενός αιτίων για πυρετό και CRP, της έλλειψης συμπτωμάτων κοπρανώδους περιτονίτιδας, του τεράστιου ρίσκου για τη διεξαγωγή νέου χειρουργείου, δεδομένης της προϋφιστάμενης παθολογικής κατάστασης της ασθενούς, και της διαπιστωθείσας την 10-12-2014 πνευμονικής εμβολής, ο κατηγορούμενος ιατρός χειρουργός, ενήργησε lege artis μην οδηγώντας νωρίτερα την ασθενή στο χειρουργείο, επιδεικνύοντας το μέγιστο βαθμό επιμέλειας και φροντίδας για την υγεία και τη ζωή της, ενεργώντας όπως όφειλε να ενεργήσει κάθε επιμελής ιατρός που θα ευρίσκετο στην ίδια θέση, υπό τα αυτά δεδομένα. Επί πλέον, αποδείχθηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι την 12-12-2014, η βελτίωση της κατάστασης της ασθενούς δεν ήταν η αναμενόμενη από τους ιατρούς, τόσο της ΜΕΘ, όσο και τον θεράποντα ιατρό της. Η μη επαρκής βελτίωση της κλινικής κατάστασης και των εργαστηριακών δεδομένων της ασθενούς και ιδίως η εκ νέου αύξηση της πυρετικής κίνησης και του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων, δεδομένου ότι για τα ευρήματα της αξονικής τομογραφίας που αφορούσαν στο αναπνευστικό σύστημα της ασθενούς (πνευμονία και πνευμονική εμβολή) είχε χορηγηθεί η προβλεπόμενη φαρμακευτική αγωγή, οδήγησαν τότε (12-12-2014) για πρώτη φορά τους ιατρούς της ΜΕΘ να θέσουν επισήμως υπ’ όψιν του θεράποντος ιατρού-χειρουργού διάγνωσή τους για πιθανή περιτονίτιδα, ώστε να κρίνει αυτός (θεράπων) εάν στο χρονικό αυτό σημείο ήταν πλέον αναγκαία η διεξαγωγή διερευνητικής λαπαροτομίας. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται από το συνδυασμό της διενεργηθείσας αξονικής τομογραφίας, με τα φύλλα νοσηλείας της ασθενούς στη ΜΕΘ, διαπιστώθηκε η ήδη ανωτέρω αναφερθείσα ύπαρξη πνευμονικής εμβολής, για την αντιμετώπιση της οποίας έπρεπε να της χορηγηθεί αντιπηκτική αγωγή, προκειμένου να “αραιώσει” το αίμα της και να κυκλοφορεί με μεγαλύτερη ευκολία σε όλους τους ιστούς και τα όργανα της ασθενούς. Η χορήγηση της αντιπηκτικής αγωγής συνεπάγεται άνευ ετέρου την απαγόρευση διενέργειας χειρουργικών επεμβάσεων, που συνεπάγονται την αναγκαστική τομή ιστών και αγγείων του ανθρωπίνου σώματος, διότι ελλοχεύει ο άμεσος κίνδυνος θανάτου του ασθενούς από ακατάσχετη αιμορραγία. Η χορήγηση της αγωγής αυτής ξεκίνησε την 10-12-2014 ενώ αποδείχθηκε ότι η αντιπηκτική αγωγή πρέπει να διακόπτεται τουλάχιστον ένα 24ωρο πριν τη διενέργεια επεμβατικής πράξης στον ασθενή που τη λαμβάνει, προκειμένου να μειωθεί ο προπεριγραφόμενος κίνδυνος. Αφ’ ης στιγμής ετέθη από τους ιατρούς της ΜΕΘ η διάγνωση πιθανής περιτονίτιδας και η ανάγκη διενέργειας διερευνητικής λαπαροτομίας την 12-12-2014, δηλαδή στο χρονικό σημείο που τα ανωτέρω περιγραφόμενα κριτήρια ήταν συμβατά με μια τέτοια διάγνωση, ο θεράπων ιατρός-κατηγορούμενος έπρεπε να δώσει την εντολή διακοπής της αντιπηκτικής αγωγής, προκειμένου να μπορεί να διεξάγει την διερευνητική λαπαροτομία με σχετική ασφάλεια την επομένη ημέρα, όπερ και εγένετο. Επομένως, η διενέργεια της δεύτερης επεμβάσεως, καίτοι η ανάγκη διεξαγωγής της κρίθηκε την 12-12-2014, ορθά αποφασίσθηκε να πραγματοποιηθεί την 13-12-2014, λαμβανομένων υπ’ όψιν των άνω αναφερομένων. Κατά τη δεύτερη αυτή χειρουργική επέμβαση, χειρουργός ήταν εκ νέου ο κατηγορούμενος Β. Κ., αναισθησιολόγος εκ νέου ο Π. Τ. και μέλη της χειρουργικής ομάδας ήταν οι Χ. Μ. (Α’ βοηθός) και Α. Π. (Β’ βοηθός), ενώ παρόντες ήταν συμβουλευτικά οι κ.κ. Χ.. Κ. και Γ. Π. Κατά τη διάνοιξη της ήδη υφισταμένης τομής στην κοιλιακή χώρα της ασθενούς και την είσοδο στην περιτοναϊκή κοιλότητα, αμέσως αναδύθηκε ιδιαίτερα άσχημη μυρωδιά και ανευρέθη η ύπαρξη κοπράνων, αρκετού ελεύθερου ρυπαρού υγρού στο σύνολο της κοιλότητας (περιηπατικά, περισπληνικά, παρακολικά και στο δουγλάσσειο χώρο), καθώς και ψευδομεμβράνες. Ενεργώντας ό,τι προβλέπεται από τα θεραπευτικά πρωτόκολλα για την αντιμετώπιση της περιτονίτιδας, η χειρουργική ομάδα προχώρησε αρχικά στην αναρρόφηση των υγρών και στη συνέχεια στην επιμελή έκπλυση της κοιλίας, ώστε να ακολουθήσει ο απαιτούμενος έλεγχος των σπλάχνων της κοιλιακής χώρας για την ανεύρεση της αιτίας ύπαρξης των προπεριγραφέντων ευρημάτων στην κοιλιακή κοιλότητα. Όπως προέκυψε από τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των κ.κ. Τ. και Π., αμέσως έγινε ορατή μπροστά τους η ύπαρξη ρήξης-οπής στη μεσότητα του εγκαρσίου κόλου-παχέος εντέρου, από την οποία και είχε διαφύγει το εξόχως μολυσματικό περιεχόμενο. Λόγω του ιδιαίτερα μεγάλου κοιλιακού τοιχώματος της ασθενούς εξαιτίας της παχυσαρκίας της, ήταν αδύνατη τεχνικά η απευθείας εκστόμωση της ρήξης-οπής έξω από την κοιλία, γι’ αυτό και αναγκαστικά ο κατηγορούμενος προέβη σε διατομή του εγκαρσίου, δημιουργώντας δύο εκατέρωθεν της κοιλίας στομίες, στις οποίες και τοποθέτησε “σακουλάκια” αποθήκευσης του περιεχομένου του εντέρου. Ειδικότερα, αφού προέβη σε επιμελή και προσεκτικό καθαρισμό (νεαροποίηση) των χειλών του διαταμέντος εγκαρσίου, δημιούργησε ένθεν κι ένθεν της μέσης γραμμής (αριστερά και δεξιά δηλαδή της κοιλιακής χώρας) τις προπεριγραφείσες δύο (2) στομίες. Από το σύνολο των στοιχείων που εισφέρθηκαν στο Δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι η διατομή του εγκαρσίου κόλου-παχέος εντέρου πραγματοποιήθηκε ορθά στο σημείο όπου είχε διαπιστωθεί η ρήξη-οπή, διότι ήταν αδύνατη η συρραφή της τελευταίας, λόγω του εύθρυπτου των τοιχωμάτων του παχέος εντέρου της ασθενούς εξ αιτίας του σακχαρώδους διαβήτη από τον οποίο έπασχε, καθώς και λόγω της παθολογικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν το συγκεκριμένο σημείο του παχέος εντέρου. Εξάλλου, ο ισχυρισμός των μαρτύρων του κατηγορητηρίου και των μαρτύρων που εξετάσθηκαν κατόπιν προτάσεως της παρισταμένης προς υποστήριξη της κατηγορίας, ότι ο κατηγορούμενος προέβη σε εκτομή του συγκεκριμένου τμήματος του εγκαρσίου κόλου-παχέος εντέρου, όπου διαπιστώθηκε η ρήξη-οπή, και “πέταξε” το εκταμέν τμήμα στον κάλαθο των απορριμάτων, δεν αποδείχθηκε. Αντιθέτως, όπως κατέθεσαν ενόρκως και οι κ.κ. Τ. και Κ., για την εκτομή τμήματος αγγείου ή οργάνου -όπως εν προκειμένω υποτίθεται έπραξε ο κατηγορούμενος χειρουργός-, πρέπει να προηγηθεί η ένθεν κι ένθεν του εν λόγω τμήματος διακοπή της κυκλοφορίας του αίματος και λοιπών περιεχομένων, με την τοποθέτηση απολινώσεων, οι οποίες (απολινώσεις) ασφαλώς θα βρίσκονταν κατά τη διενεργηθείσα μεταγενέστερα ιατροδικαστική εξέταση-νεκροψία-νεκροτομή της ασθενούς, κάτι που δεν συνέβη εν προκειμένω. Επομένως, ο ισχυρισμός ότι ο κατηγορούμενος εξέταμε το τμήμα του εγκαρσίου κόλου-παχέος εντέρου στο οποίο ανευρέθη η ρήξη-οπή, δεν αποδείχθηκε ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η αναφορά δε σε έγγραφο διοικητικής φύσεως του ΠΓΝΙ και στην ιατροδικαστική έκθεση του κ. Β., περί εκτομής τμήματος εγκαρσίου, πρέπει να αποδοθεί σε γλωσσική παραδρομή. Τα ευρήματα, επομένως, της διενεργηθείσας δεύτερης επέμβασης την 13-12-2014, ανέδειξαν αμέσως την ύπαρξη περιτονίτιδας, τις συνέπειες της οποίας η άνω χειρουργική ομάδα ήρε με την αναρρόφηση των διαφυγόντων υγρών, την έκπλυση της κοιλίας και τον καθαρισμό των ψευδομεμβρανών. Όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, η περιτονίτιδα, ως ιδιαίτερα σοβαρή φλεγμονή και ειδικά με τη μορφή της κοπρανώδους περιτονίτιδας, όπως εμφανίσθηκε εν προκειμένω στην ασθενή Ε. Ζ., είναι ασύμβατη με την επιβίωση του ασθενούς εάν δεν αντιμετωπισθεί σύντομα και πάντως είναι ασύμβατη με την ύπαρξη ενεργούς περιτονίτιδας για διάστημα οκτώ (8) ημερών από την 05-12-2014 έως την 13-12-2014. Από τις ένορκες καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων υπερασπίσεων κ.κ. Τ. και Π. και ιδίως από την κατάθεση του πρώτου εξ αυτών, προέκυψε ότι η εικόνα της κοιλιακής χώρας της αποβιωσάσης ασθενούς, ήταν συμβατή με περιτονίτιδα η οποία είχε αρχίσει προ 24 ωρών το πολύ, καθώς και η κατάσταση των σπλάχνων δεν είχε επηρεασθεί από τη διαφυγή εντερικού περιεχομένου, ενώ δεν είχαν προκληθεί συμφήσεις των ελίκων των εντέρων. Αντιθέτως, υπήρχαν ψευδομεμβράνες, οι οποίες αναπτύσσονται από τον ανθρώπινο οργανισμό ως άμυνα για την προστασία των εντερικών ελίκων και οι οποίες, εγκυστώνονται στα σπλάχνα μόνον εάν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα, προκαλώντας τις συμφύσεις-συγκολλήσεις αυτών. Το γεγονός ότι οι αναγκαία αφαιρετέες ανευρεθήσες ψευδομεμβράνες ήταν δυνατόν να αποκολληθούν εύκολα, αποτελεί απόδειξη ότι αυτές δεν είχαν αναπτυχθεί πριν αρκετό χρόνο, ενώ η αναφορά στην ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής περί διάχυτης παρουσίας ψευδομεμβρανών, οφείλεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, στο γεγονός ότι αυτή (νεκροψία-νεκροτομή) έλαβε χώρα την 23-12-2014, ήτοι τέσσερις (4) ημέρες μετά το θάνατο της ατυχούς Ε. Ζ. κι επομένως η πάροδος του χρόνου αυτού συνέβαλε στην ως άνω διαπίστωση.
Συνεπώς, ο κατηγορούμενος, με τη συνεργασία της ανωτέρω αναφερομένης λοιπής χειρουργικής ομάδας, ενήργησε σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και πρακτικής κατά τη δεύτερη χειρουργική επέμβαση, αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες της εμφανισθείσας περιτονίτιδας, η οποία, ωστόσο, είναι ενεργή νόσος, εξελισσόμενη παρά την άρση των συνεπειών της και την πραγματοποίηση των ως άνω δύο στομιών. Ακολούθως η ασθενής μεταφέρθηκε στη ΜΕΘ σε πολύ άσχημη κατάσταση και απεβίωσε στις 19-12-2014 λόγω καθολικής περιτονίτιδας η οποία επέφερε σηπτική καταπληξία και πολυοργανική ανεπάρκεια. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου η ρήξη-οπή του εγκαρσίου κόλου-παχέος εντέρου από την οποία εξήλθε εντερικό περιεχόμενο, προκαλώντας περιτονίτιδα, η οποία ξεκίνησε να δρα ως μηχανισμός την 12-12-2014, οφείλεται, όχι σε αμελή συμπεριφορά του κατηγορουμένου θεράποντος ιατρού-χειρουργού, αλλά σε πιθανή αυτόματη ρήξη στο συγκεκριμένο σημείο, η δε αιτία της πρόκλησης της αυτόματης ρήξης οφείλεται σε τοπική εντερική ισχαιμία συνεπεία του σακχαρώδους διαβήτη που έπασχε η θανούσα σε συνδυασμό με την παχυσαρκία της. Ειδικότερα από το αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχτηκε ότι η ρήξη-οπή αυτή, προκλήθηκε στις 5-12-14 συνεπεία επιπρόσθετου 4ου τραυματισμού από το χειρουργικό μηχάνημα trocar που χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος και συνεπεία αυτής δημιουργήθηκε κοπρανώδη περιτονίτιδα, η οποία εξελίχτηκε σταδιακά και είχε ως επακόλουθο τη σηπτική καταπληξία, την πρόκληση πολυοργανικής ανεπάρκειας και το θάνατο της Ε. Ζ.. Ακόμη δεν αποδείχθηκε με πλήρη βεβαιότητα ότι οι ως άνω τρείς ταυματισμοί που προκάλεσε ο κατηγορούμενος στη θανούσα με το trocar στην κοιλιακή χώρα και η συνεπεία αυτών εισαγωγή της στη ΜΕΘ με επιβάρυνση της υγείας της, σε συνδυασμό με την κατάσταση της υγείας της (νοσογόνος παχυσαρκία, σακχαρώδη διαβήτη, υποθυροεισμό, υπέρταση) συνδέονται αιτιωδώς με την πρόκληση της ρήξης-οπής συνεπεία πιθανής ισχαιμίας του τοιχώματος του παχέος εντέρου, με αποτέλεσμα την κοπρανώδη περιτονίτιδα, καθόσον στα διαβητικά- παχύσαρκα άτομα είναι συνήθεις τέτοιου τύπου ισχαιμικές αλλοιώσεις σε διάφορα όργανα του σώματος τους, οι οποίες μπορούν συμβούν ανά πάσα στιγμή και όχι μόνο μετεγχειρητικά. Το γεγονός ότι η θανούσα Ε. Ζ. χαρακτηρίσθηκε εξ αρχής ως ασθενής πολύ υψηλού κινδύνου, κατατέθηκε από το σύνολο των εξετασθέντων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου μαρτύρων Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω ο θάνατος της Ε. Ζ. δεν μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια κατηγορουμένου περί την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματός και ειδικότερα σε παράβαση από αυτόν των κοινώς αποδεκτών αναγνωρισμένων κανόνων της χειρουργικής και της ιατρικής επιστήμης. Πρέπει συνεπώς ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί αθώος της αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο”.
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ελλιπή, με ασάφειες και λογικά κενά αιτιολογία, ως προς τη συνδρομή ή μη αμέλειας του κατηγορουμένου, ιατρού, στην επέλευση του θανάτου της Ε. Ζ.. Ειδικότερα, το Δικαστήριο της ουσίας δέχεται στην αιτιολογία της απόφασής του, Α) ότι ο κατηγορούμενος την 5.12.2014, έχοντας αναλάβει να πραγματοποιήσει στη θανούσα Ε. Ζ. χειρουργική επέμβαση αδυνατίσματος με τη διενέργεια λαπαροσκοπικής μερικής κάθετης γαστρεκτομής – sleeve gastrectomy, προς αντιμετώπιση της νοσογόνου παχυσαρκίας από την οποία έπασχε, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει λαπαροτομή στην ασθενή για να προχωρήσει στη συνέχεια στη γαστρεκτομή, από πιθανή πίεση που άσκησε κατά την είσοδο του χρησιμοποιουμένου από τον αυτόν χειρουργικού εργαλείου (“trocar optic view”) στην περιτοναϊκή κοιλιακή χώρα της ασθενούς, λόγω του ότι τα κοιλιακά τοιχώματα αυτής ήταν εξαιρετικά μεγάλα και με αρκετό υποδόριο λίπος, που δυσκόλευαν την κίνηση του χειρουργικού εργαλείου, προκάλεσε τρώσεις σε διάφορα όργανα της ασθενούς και δη α) διαμπερές τραύμα της κοιλιακής αορτής κάτωθεν της εκφύσεως των νεφρικών αρτηριών, β) διαμπερές τραύμα της νήστιδος (τμήματος του λεπτού εντέρου) και γ) διαμπερές τραύμα του μείζονος επιπλόου που επικαλύπτει την περιτοναϊκή περιοχή, από τις οποίες (τρώσεις) σοβαρότερη ήταν εκείνη της κοιλιακής αορτής, που προκάλεσε ακατάσχετη αιμορραγία, η οποία, ως και οι άλλες τρώσεις, αντιμετωπίστηκαν με ανοιχτή λαπαροτομία, είχαν όμως ως συνέπεια να μην ολοκληρωθεί η μερική γαστρεκτομή, να συρραφεί η κοιλιά της ασθενούς και να περιέλθει η ασθενής σε βαριά κατάσταση, καθόσον για την αποκατάσταση της τρώσης της κοιλιακής αορτής και την αναπλήρωση της μεγάλης ποσότητας αίματος που απωλέσθη, απαιτήθηκε μαζική μετάγγιση εννέα (9) φιαλών αίματος μετά των παραγώγων του, που προκάλεσαν στην ασθενή το “σύνδρομο επαναιμάτωσης” με υψηλό πυρετό και υπερβολικά αυξημένο το δείκτη φλεγμονής CRP, με τιμές πολλαπλάσιες του κανονικού και η ασθενής οδηγήθηκε αμέσως μετά την επέμβαση διασωληνωμένη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του ΠΓΝ Ιωαννίνων, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενη σε πολύ βαριά κατάσταση μέχρι τις 19.12.2014. Β) Ότι καθόλο το διάστημα της παραμονής της ασθενούς στη ΜΕΘ, ο δείκτης φλεγμονής CRP παρέμενε σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, πολύ ανώτερα των φυσιολογικών τιμών, στοιχείο που εξαρχής αποτελούσε παράγοντα ανησυχίας για όλους τους επιληφθέντες ιατρούς, καθώς αποδείκνυε την ύπαρξη κάποιας φλεγμονής στον οργανισμού της ασθενούς, ότι παρά τη θεραπευτική αγωγή που ελάμβανε για την αντιμετώπιση της κατάστασής της, αυτή δεν βελτιωνόταν όσο ανέμεναν οι ιατροί της ΜΕΘ και στις 10.12.2014 η εντατικολόγος – καρδιολόγος ιατρός Α. Κ. έθεσε στον κατηγορούμενο, ως μόνο έχοντα την σχετική ευθύνη λήψης απόφασης, με την ιδιότητα του θεράποντος ιατρού, την πιθανότητα διενέργειας δεύτερης λαπαροτομίας, προκειμένου να διερευνηθεί η πιθανότητα περιτονίτιδας. Ο κατηγορούμενος έλαβε την απόφαση να μην προβεί σε λαπαροτομή, αλλά υπέβαλε την ασθενή την ίδια ημέρα σε αξονική τομογραφία κεφαλής, θώρακος και κοιλίας, η οποία στον μεν θώρακα ανέδειξε πνευμονολογικά προβλήματα, στη δε κοιλία ποσότητα αέρα, συλλογή υγρών και ικανή ρυπαρότητα του περιτοναϊκού λίπους. Ότι στις 12.12.2014, επειδή δεν υπήρχε η αναμενόμενη βελτίωση της κατάστασης της υγείας της ασθενούς, οι ιατροί της ΜΕΘ έθεσαν επισήμως υπόψη του κατηγορουμένου διάγνωσή τους για πιθανή περιτονίτιδα και ανάγκη διεξαγωγής διερευνητικής λαπαροτομίας, την οποία ο τελευταίος διενήργησε στις 13.12.2014, οπότε διαπιστώθηκε η ύπαρξη ρήξης – οπής στη μεσότητα του εγκαρσίου κόλου – παχέος εντέρου, από την οποία είχε διαφύγει εξόχως μολυσματικό περιεχόμενο και είχε δημιουργηθεί κοπρανώδης περιτονίτιδα, οι συνέπειες της οποίας αντιμετωπίστηκαν με απορρόφηση των διαφυγόντων υγρών, την έκπλυση της κοιλία και τον καθαρισμό των ψευδομεμβρανών και ακολούθως η ασθενής οδηγήθηκε στη ΜΕΘ διασωληνωμένη σε πολύ άσχημη κατάσταση, όπου απεβίωσε στις 19.12.2014 λόγω καθολικής περιτονίτιδας, η οποία επέφερε ηπατική καταπληξία και πολυοργανική ανεπάρκεια με συνέπεια το θάνατό της. Γ) Ότι η ρήξη – οπή του εγκαρσίου κόλου – παχέος εντέρου, από την οποία εξήλθε εντερικό περιεχόμενο προκαλώντας την κοπρανώδη περιτονίτιδα, ξεκίνησε να δρα ως μηχανισμός την 12.12.2014 και οφείλεται σε πιθανή αυτόματη ρήξη στο συγκεκριμένο σημείο του παχέος εντέρου, λόγω τοπικής εντερικής ισχαιμίας, που προκλήθηκε συνεπεία του σακχαρώδους διαβήτη που έπασχε η θανούσα σε συνδυασμό με την παχυσαρκία της, μη αποδίδοντας ουδεμία αμέλεια στον κατηγορούμενο για τον επελθόντα ως άνω θάνατο της Ε. Ζ.. Δεχόμενο τα ως άνω το Δικαστήριο της ουσίας, για την πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασής του, δεν αιτιολογεί αν η πιθανή πίεση που άσκησε ο κατηγορούμενος στο χειρουργικό εργαλείο συνέβαλε αιτιωδώς στην τρώση των τριών ως άνω οργάνων της ασθενούς και αν υπήρχε άλλος τρόπο με τον οποίο μπορούσε να διενεργήσει τη χειρουργική επέμβαση της μερικής γαστρεκτομής, ώστε να αποφύγει την τρώση τους και τις συνέπειες που περιγράφηκαν και ιδίως εκείνες της τρώσης της κοιλιακής αορτής, ενόψει μάλιστα και του ότι ήταν γνωστά σ’ αυτόν η παχυσαρκία της ασθενούς με τα μεγάλα κοιλιακά τοιχώματα και το υποδόριο λίπος, δεν προσδιορίζει το χρόνο που επήλθε η ως άνω ρήξη -οπή στη μεσότητα του εγκαρσίου κόλου – παχέος εντέρου και με ελλιπή αιτιολογία δέχεται ότι η ρήξη αυτή ξεκίνησε να δρα ως μηχανισμός που δημιούργησε την κοπρανώδη περιτονίτιδα στις 12.12.2014, ενόψει μάλιστα και του ότι τα ως άνω αποτελέσματα της αξονικής τομογραφίας κοιλίας, στην οποία υπεβλήθη η ασθενής στις 10.12.2014, σε συνδυασμό με τον υψηλό πυρετό και την υπερβολική τιμή του δείκτη φλεγμονής CRP που ανέπτυξε και κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης οφείλονταν στο “σύνδρομο επαναιμάτωσης”, που δημιουργήθηκε στην ασθενή την 5.12.2014, με τον τρόπο που αναλυτικά το περιγράφει, παρέπεμπαν, σύμφωνα με τις παραδοχές που προεκτέθηκαν και κατά τη γνώμη της ιατρού της ΜΕΘ Α. Κ., σε πιθανότητα περιτονίτιδας εγκατεστημένη τουλάχιστον από την 10.12.2014, η οποία έπρεπε να αντιμετωπισθεί άμεσα χειρουργικά, καθόσον στις 10.12.2014 η ασθενής δεν ελάμβανε αντιπηκτική αγωγή, πλην ο κατηγορούμενος δεν το έπραξε την 10.12.2014, αλλά έπραξε αυτό στις 13.12.2014, χωρίς όμως να αιτιολογεί ποια ήταν η ενδεδειγμένη ιατρική πράξη τη συγκεκριμένη στιγμή και ενόψει των αναφερομένων συμπτωμάτων που παρουσίαζε η ασθενής, ούτε βέβαια αν ο ιατρός κατηγορούμενος έπραττε αυτή (άμεσα) θα αποφευγόταν ο θάνατος της Ε. Ζ., όλως ασαφώς αποδίδει την αυτόματη εντερική ισχαιμία και την εξ αυτής δημιουργία της ως άνω ρήξης του παχέος εντέρου στον σακχαρώδη διαβήτη από τον οποίο έπασχε η θανούσα, χωρίς να προσδιορίζει τις τιμές αυτού και την φαρμακευτική αγωγή που ελάμβανε ως και του αν μπορούσε στο στάδιο που υπήρχε να προκαλέσει αυτή τη σοβαρή και μοιραία εντερική ισχαιμία με τα αποτελέσματά της, ενόψει μάλιστα και του ότι οι προεγχειρητικές εξετάσεις που έγιναν στην ασθενή στις 4.12.2014, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης ήταν καλές και επέτρεπαν να υποβληθεί αυτή στην προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση. Επίσης, το Δικαστήριο της ουσίας για την αιτιολογία της απόφασής του δεν κάνει καμία αναφορά στο πόρισμα της διενεργηθείσας την 23.12.2014 ιατροδικαστικής έκθεσης νεκροψίας – νεκροτομής του Ιατροδικαστή Θ. Β. όπου ως αιτία θανάτου της Ε. Ζ. αναφέρεται “καθολική περιτονίτης απότοκος προηγηθείσας χειρουργικής επέμβασης”, και παρότι δεν αποδέχεται το ιατροδικαστικό πόρισμα δεν αιτιολογεί επαρκώς την αντίθετη δικανική του πεποίθηση παραθέτοντας συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που αποκλείουν το παραπάνω συμπέρασμα. Επίσης, δεν αναφέρει στα ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, ούτε προκύπτει από το περιεχόμενο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης η ιατρική πραγματογνωμοσύνη του πραγματογνώμονα ιατρού Φ. Σ., που ορίστηκε από τον Πταισματοδίκη Ιωαννίνων, ο οποίος καταλήγει μεν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ιατρική αμέλεια δέχεται ωστόσο ότι η ρήξη του παχέος εντέρου της θανούσας δεν ήταν αυτόματη, αλλά ιατρογενής οφειλόμενη σε τρώση από το χειρουργικό εργαλείο (trocar) του αναιρεσείοντος θεράποντος ιατρού της.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το δικάσαν δικαστήριο με ασαφή και ελλιπή αιτιολογία κατέληξε σε αθωωτική κρίση δεχόμενο ότι ο αναιρεσείων ιατρός ενήργησε έγκαιρα και κατά τους παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (legeartis) στην αντιμετώπιση της όλης κατάστασης της ασθενούς Ε. Ζ. μέχρι το θάνατό της, και ότι ως εκ τούτου, ο θάνατός της δεν οφείλεται σε αμέλειά του, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Ποιν.Δ’., λόγου αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ειδικότερα ότι αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση με τρόπο ελλιπή και ασαφή τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και που δικαιολογούν την κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για μη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα -κατηγορούμενο. Μετά δε την παραδοχή του λόγου αυτού η αναιρετική εμβέλεια του οποίου καλύπτει το σύνολο της προσβαλλόμενης απόφασης, παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 368 εδ. α’ περ. β’ και 511 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη δε και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση της παραγραφής μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και μετά την άσκηση της αναίρεσης, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, για το λόγο ότι ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ’ αυτή, ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναίρεσης από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. ο οποίος κρίθηκε βάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση η πράξη για την οποία κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος, ήτοι η ανθρωποκτονία από αμέλεια, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος και φέρεται ότι τελέστηκε την 19.12.2014. Το αξιόποινο του ως άνω εγκλήματος που είναι πλημμέλημα, εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής που συμπληρώθηκε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού από την τέλεσή του (19.12.2014) μέχρι τη διάσκεψη της υπόθεσης (22-12-2022) και δημοσίευση της παρούσας έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της οκταετούς παραγραφής. Λαμβανομένου δε περαιτέρω υπόψη ότι η παραδεκτώς ασκηθείσα αναίρεση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περιέχει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ. σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης, ήτοι της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που γίνεται δεκτός, πρέπει κατά το άρθρο 511 εδ γ’ του Κ.Ποιν.Δ., να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση και (κατ’ εφαρμογή του άρθρου 368 στοιχ. β’ του Κ.Ποιν.Δ.) να παύσει οριστικά η κατά του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ασκηθείσα ποινική δίωξη για την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, που φέρεται ότι τέλεσε την 19.12.2014 στα Ιωάννινα, μη συντρέχοντος λόγου παραπομπής της υπόθεσης στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθ. 103/2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ιωαννίνων.
ΠΑΥΕΙ οριστικά, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του Κ. Β. του Π. για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και συγκεκριμένα για το ότι: “Στα … την 19-12-2014 από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα των ενεργειών και των παραλείψεών του και έτσι επέφερε το αποτέλεσμα του θανάτου άλλου, αλλά και δεν απέτρεψε την επέλευση του αποτελέσματος αυτού, παρά το ότι είχε εκ του νόμου (σύμφωνα με τον κώδικα ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος και τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας), εκ της παράνομης προγενέστερης επικίνδυνης ενέργειας και εκ της από 04-12-2014 σύμβασης μετά του Ν.Π.Δ.Δ. του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων (Π.Γ.Ν.Ι.), ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο και δη να προβαίνει σε κάθε ενέργεια που επιβάλλεται από τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης και να επιδεικνύει το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος Κ. Β., ως θεράπων ιατρός της Ε. Ζ. και με την ιδιότητα του χειρουργού – επίκουρου καθηγητή της χειρουργικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, μαζί με την υπόλοιπη χειρουργική ομάδα αποτελούμενη, όπως προκύπτει από το πρακτικό χειρουργικής επέμβασης της 5ης-12-2014, από τους ιατρούς χειρουργούς Ρ. Δ. ως Α’ βοηθό, Π. Ν. ως Β’ βοηθό και με τη συμμετοχή των ιατρών χειρουργών Μ.. Π., Χ.. Μ. και του καθηγητή Χειρουργικής και Διευθυντή τής Χειρουργικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων, Χ. Κ., ο οποίος έφερε όλη την ευθύνη της επίβλεψης και του συντονισμού της πρώτης επέμβασης όσο και μετέπειτα μέχρι το θάνατο της ασθενούς, ανέλαβε να πραγματοποιήσει χειρουργική επέμβαση αδυνατίσματος με τη διενέργεια προγραμματισμένης λαπαροσκοπικής μερικής κάθετης γαστρεκτομής – sleevegastrectomy στην ανωτέρω ασθενή Ε. Ζ., η οποία έπασχε από νοσογόνο παχυσαρκία. Προέβη όμως στην επέμβαση αυτή κατά παράβαση των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της επιστήμης του και δεν ενήργησε σύμφωνα με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, ως θα εκτεθεί ακολούθως, με αποτέλεσμα τόσο με αλλεπάλληλες ενέργειες όσο και παραλείψεις του να προκαλέσει το θάνατο της ασθενούς, ο οποίος επήλθε την 19η-12-2014, αν και, ως ιατρός χειρουργός που ανέλαβε και συμμετείχε στη διενέργεια της ως άνω χειρουργικής επέμβασης, είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε όλες τις αντικειμενικώς επιβαλλόμενες εκ των ιδιότητάς του ενέργειες που θα εμπόδιζαν την επέλευση του θανάτου της ανωτέρω ασθενούς. Ειδικότερα: την 5η-12-2014, η ασθενής, Ε. Ζ., η οποία είχε προγραμματιστεί από τον θεράποντα ιατρό της χειρουργό κ. Κ. Β. (κατηγορούμενο) να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής, οδηγήθηκε στο χειρουργείο του ως άνω Νοσοκομείου, όπου της χορηγήθηκε γενική αναισθησία προκειμένου να ξεκινήσει η χειρουργική επέμβαση. Κατά τη διάρκεια αυτής συμμετείχαν στη χειρουργική ομάδα αρχικά οι ιατροί Κ. Β., Ρ. Δ. και Π. Ν.. Ειδικότερα, κατά την έναρξη της επέμβασης προκλήθηκε από τον ανωτέρω κατηγορούμενο ιατρό Κ. Β. τραυματισμός της νήστιδος (τμήματος του λεπτού εντέρου), τραυματισμός της κοιλιακής αορτής, με αποτέλεσμα μεγάλη απώλεια αίματος, και τραυματισμός του μείζονος επιπλόου, τα οποία αντιμετωπίστηκαν με ανοιχτή επείγουσα λαπαροτομία και τη συμβολή του αγγειοχειρουργού Μ.. Π. και των χειρουργών Χ.. Κ. και Χ.. Μ., ενώ επίσης, παρά το γεγονός ότι κατά τη διαδρομή της λαπαροσκοπικής επιμήκους γαστρεκτομής υπήρξε και 4ος τραυματισμός του εγκαρσίου τμήματος του παχέος εντέρου κατά τη μεσότητα αυτού, αυτός δεν έγινε αντιληπτός από τον κατηγορούμενο και δεν αντιμετωπίστηκε αυτός, ο οποίος παρέλειψε να διαγνώσει την τρώση αυτή, αν και όφειλε να το κάνει, και η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την εξέλιξη της περιτονίτιδας, τη σηπτική καταπληξία, την πολυοργανική ανεπάρκεια και τελικώς με το θάνατο της άτυχης Ε.. Η επέμβαση ολοκληρώθηκε περί ώρα 11.35′ της 5ης-12-2014 και η ασθενής οδηγήθηκε σε κωματώδη κατάσταση, διασωληνωμένη στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Π.Γ.Ν. Ιωαννίνων για περαιτέρω παρακολούθηση, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενη επί 14 ημέρες έως την ημέρα θανάτου της, τη 19η-12-2014. Και ενώ κατά τη διάρκεια της ως άνω μετεγχειρητικής νοσηλείας της στη Μ.Ε.Θ. του Νοσοκομείου και συγκεκριμένα την 10η-12-2014, με αξονική τομογραφία κοιλίας διαπιστώθηκαν παθογνωμονικά ευρήματα εν εξελίξει περιτονίτιδας με ενδοκοιλιακές συλλογές, ελεύθερο αέρα, εγκυστωμένες συλλογές και ρυπαρότητα του περιτοναϊκού λίπους, αυτά δεν αξιολογήθηκαν εγκαίρως από τον κατηγορούμενο που ήταν ο θεράπων ιατρός της ασθενούς, συνιστώντας παράλειψη του. Αποτέλεσμα της ως άνω παράλειψης ήταν η επιβαλλόμενη προσπάθεια χειρουργικής αντιμετώπισης της εν εξελίξει περιτονίτιδας να διενεργηθεί από τον κατηγορούμενο με μεγάλη καθυστέρηση, την 13η-12-2014, σε έδαφος σηπτικής καταπληξίας και επί εδάφους της λοιπής επιβάρυνσης λόγω τραυματισμού της κοιλιακής αορτής κάτωθεν της εκφύσεως των νεφρικών αρτηριών (μεγάλη διεγχειρητική αιμορραγία στις 5-12-2014) και των υπολοίπων τραυματισμών (νήστιδος και μείζονος επιπλόου), οδηγώντας στο θάνατο συνεπεία σηπτικής καταπληξίας, και πολυοργανικής ανεπάρκειας, που εν κατακλείδι συνδέονται αιτιωδώς με τους αμελείς ιατρικούς χειρισμούς, και διεγχειρητικούς τραυματισμούς κατά την επέμβαση της επιμήκους γαστρεκτομής της 5ης.12.2014 και κυριότατα με τη μη διάγνωση και αντιμετώπιση του 4ου τραυματισμού του εγκαρσίου τμήματος του παχέος εντέρου (με αποτέλεσμα να προκληθεί κοπρανώδης περιτονίτιδα), καθώς και με τη μεγάλη καθυστέρηση για επανεπέμβαση, προς αντιμετώπιση της περιτονίτιδας (και δη την 13η.12.2014), ενώ αυτή θα μπορούσε να έχει διαγνωστεί έστω από 10.12.2014, σύμφωνα με τα παθογνωμικά ευρήματα της αξονικής τομογραφίας κοιλίας”.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου 2022. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Ιανουαρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ