Αριθμός 1531/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Κουβίδου, Βασίλειο Μαχαίρα, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου και Ελευθέριο Σισμανίδη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 05 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Παναγιωτόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης Ε. Τ. του Γ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ξανθάκη, για αναίρεση της υπ’αριθ.86/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων ….
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων … με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Δεκεμβρίου 2021 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 27.12.2021, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 11674/2021 και στους από 21.02.2022 και 19.09.2022 πρόσθετους λόγους αναίρεσης, που αναφέρονται στα σχετικά (2) δικόγραφα τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 51/2022.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να επιβληθούν τα έξοδα στην αναιρεσείουσα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η κρινόμενη από 27-12-2021 δήλωση (αίτηση) της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, Ε. Τ. του Γ. και Σ., κατοίκου … … (οδός …), για αναίρεση της υπ’ αρ. 86/19-10-2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων …, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και καταδίκασε αυτήν (αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη), για την πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, για ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές, συνολικής αξίας άνω των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,00 €), μετά από την αναγνώριση στο πρόσωπό της των ελαφρυντικών περιστάσεων του πρότερου σύννομου βίου και της ειλικρινούς μετανοίας (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’ και δ’ αντιστοίχως του Π.Κ.), σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα, αυτοπροσώπως από την ίδια (αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη), με επίδοση της ανωτέρω δήλωσής της στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 27-12-2021 (αρ. γενικού πρωτ. της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου 11674/27-12-2021), και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. εικοσαήμερης προθεσμίας από τότε που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού τμήματος του ανωτέρω Εφετείου, λαμβανομένου υπόψη ότι η ανωτέρω καταχώρηση έγινε την 6-12-2021, με αριθμό 56, σε συνδυασμό με το ότι η τελευταία ημέρα της παραπάνω εικοσαήμερης προθεσμίας (26-12-2021) ήταν, κατά το ισχύον ημερολόγιο, εξαιρετέα, συγκεκριμένα δε η αργία της δεύτερης ημέρας των Χριστουγέννων [άρθρο 1 περ. 11 στοιχ. α’ και περ. 12 της από 29-12-1980 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας “περί καθιερώσεως πενθημέρου εβδομάδος εργασίας των εν γένει δημοσίων υπηρεσιών και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων”, που κυρώθηκε με το Ν. 1157/1981 “Περί κυρώσεως της από 29-12-1980 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας “περί καθιερώσεως πενθημέρου εβδομάδος εργασίας των εν γένει δημοσίων υπηρεσιών και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων” και τροποποιήσεως διατάξεων ταύτης” (Φ.Ε.Κ. 126/12-5-1981, τεύχος πρώτο)], με συνέπεια η ως άνω προθεσμία άσκησής να έχει επεκταθεί έως την επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα (27-12-2021), κατά την οποία και ασκήθηκε (άρθρα 168 παρ. 1 εδ. γ’, 466 παρ. 1, 473 παρ. 1, 2, 3 και 474 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ.). Επίσης, οι από 21-2-2022 και 19-9-2022 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, κατά της ίδιας ως άνω απόφασης, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 509 του Κ.Ποιν.Δ.) με την κατάθεσή τους, αυτοπροσώπως από την ίδια την αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, στην αρμόδια Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αλεξοπούλου, για την οποία (κατάθεση) συντάχθηκαν οι σχετικές από 21-2-2022 και 19-9-2022 εκθέσεις. Η παραπάνω δήλωση (αίτηση) αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής είναι παραδεκτοί, καθόσον περιέχουν σαφείς και ορισμένους λόγους, συνιστάμενους σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και έλλειψη νόμιμης βάσης, με την εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Επομένως, η ανωτέρω αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι της, πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ αυτών συναφείας, να ερευνηθεί δε περαιτέρω η υπόθεση κατ’ ουσίαν. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει, παρά την απουσία του πολιτικώς ενάγοντος – υποστηρίζοντος την κατηγορία, Ελληνικού Δημοσίου, σαν να ήταν όμως και αυτό παρόν (άρθρο 515 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.), καθόσον κλητεύθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 2-2-2022 αποδεικτικό επίδοσης της επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Ανδριάνας Σκορδάκη, που έχει επισυναφθεί στο φάκελο της δικογραφίας, σύμφωνα με το οποίο του επιδόθηκε η υπ’ αρ. 51/2022, με ημερομηνία 2-2-2022, κλήση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που παρέλαβε η Πάρεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Μ. Γ., προκειμένου να παραστεί στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 9-3-2022, κατά την οποία εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Α. Κ., η εκδίκαση της υπόθεσης όμως αναβλήθηκε με την υπ’ αρ. 346/9-3-2022 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (5-10-2022), στην οποία δεν εμφανίστηκε, κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου εκθέματος, αλλά ούτε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο.
ΙΙ. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 17, 18 και 19 του Ν. 2523/1997 “Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις” προκύπτει ότι τα εγκλήματα φοροδιαφυγής που προβλέπονται στις ανωτέρω διατάξεις, αναφέρονται περιοριστικά και αφορούν μόνο: α) στην παράλειψη υποβολής ή στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17 παρ. 1), β) στη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18 παρ. 1) και γ) στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19 παρ. 1). Ειδικότερα κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 και 4 του ανωτέρω Ν. 2523/1997, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, που είναι εφαρμοστέες στην κρινόμενη υπόθεση, ως ισχύουσες κατά τον χρόνο τέλεσης των μερικότερων πράξεων φοροδιαφυγής που αποδίδονται στην αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη (χρονικό διάστημα από 28-1-2010 έως 31-5-2010), όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Ειδικά, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000,00 €), και β) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατό πενήντα χιλιάδες ευρώ (150.000,00 €). Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου (19 του Ν. 2523/1997), το αδίκημα που προβλέπεται με αυτό είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του ανωτέρω νόμου, ενώ κατά την παράγραφο 3, θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται, επίσης, ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από εκείνα που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. Περαιτέρω, εικονικό, κατά την παράγραφο 4, είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από εκείνα που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.). Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρεία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε, για τους σκοπούς του ανωτέρω νόμου, ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. Εξάλλου, με το Ν. 4174/2013 θεσπίστηκε κώδικας φορολογικών στοιχείων, ενώ με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015 με τον τίτλο “Εγκλήματα φοροδιαφυγής – Ποινικές Κυρώσεις”, τα άρθρα 66 και 67 του Δωδέκατου Κεφαλαίου του Μέρους Α’ του Ν. 4174/2013 αναριθμήθηκαν σε 72 και 73, το Κεφάλαιο Δωδέκατο αναριθμήθηκε σε Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο, τα άρθρα 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75 και 76 αναριθμήθηκαν σε 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81 και 82, προστέθηκε δε νέο Κεφάλαιο Δωδέκατο με τον τίτλο “ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ – ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ”, με το άρθρο 71 δε καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 17, 18, 19, 20 και 21 του Ν. 2523/1997. Ήδη με το άρθρο 71 παρ. 4 του Ν. 4987/2022 “Κύρωση Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας” (Φ.Ε.Κ. 206/4-11-2022, τεύχος πρώτο) οι ανωτέρω διατάξεις του Ν. 4174/2013 καταργήθηκαν, ως προς το αδίκημα δε της έκδοσης πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων, στην παράγραφο 5 του άρθρου 66 του ανωτέρω Ν. 4987/2022 ορίζονται τα εξής: “Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών ή χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 57 του Π.Κ., εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παρ. 1 έως και 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 57 του Π.Κ., εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή κάθειρξη έως έξι (6) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παρ. 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρισθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώριση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται επίσης ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη που αναγράφονται στο στοιχείο είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρεία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του Κώδικα ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. Δεν είναι εικονικό για τον λήπτη το φορολογικό στοιχείο το οποίο αφορά πραγματική συναλλαγή, αν το πρόσωπο του εκδότη είναι διαφορετικό από αυτό που αναγράφεται στο στοιχείο. (…)”, όμοιου δε περιεχομένου ήταν και η ταυτάριθμη διάταξη του Ν. 4174/2013, όπως είχε προστεθεί με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, με μόνη διαφοροποίηση ως προς την ποινική κύρωση για την έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων, ειδικότερα δε την προσθήκη στις διατάξεις του άρθρου 66 παρ. 5 του Ν. 4987/2022, όταν η αξία των ανωτέρω εικονικών ή νοθευμένων φορολογικών στοιχείων δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων, της απειλής χρηματικής ποινής, διαζευκτικά, κατ’ άρθρο 57 του ισχύοντος Π.Κ., με την ποινή φυλάκισης, όταν δε υπερβαίνει το ανωτέρω όριο την απειλή ποινής φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους ή κάθειρξης έως έξι (6) έτη, αντί της κάθειρξης έως δέκα (10) έτη που προέβλεπε η καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. β’ στοιχ. β’ του Ν. 4174/2013. Η παραπάνω διαφοροποίηση ως προς την ποινική κύρωση ουσιαστικά δεν υπάρχει, αφού οι απειλούμενες ποινές τόσο στις διατάξεις του άρθρου 66 παρ. 5 του Ν. 4174/2013 όσο και σε εκείνες του άρθρου 66 παρ. 5 του Ν. 4987/2022 κατ’ αποτέλεσμα είναι ίδιες, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων των παρ. 2 και 3 του άρθρου 463 του ισχύοντος Π.Κ., όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 61 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 (Φ.Ε.Κ. 246/10-12-2021, τεύχος πρώτο), κατά τις οποίες “2. Όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται ποινή φυλάκισης, προστίθεται διαζευκτικά και η χρηματική ποινή, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 57 του παρόντος Κώδικα. 3. Όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83 περ. δ’. Η πράξη διατηρεί τον κακουργηματικό χαρακτήρα της”, κατά το άρθρο 83 περ. δ’ του ισχύοντος Π.Κ. δε, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο), “Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής: (…) δ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα (10) έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή κάθειρξη έως έξι (6) έτη, (…)”. Από τις εν λόγω δε διατάξεις από τις οποίες με σαφήνεια συνάγεται ότι πράξη της φοροδιαφυγής, με τη μορφή της έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων, όταν η αξία τους υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,00 €), και υπό την ισχύ του Ν. 4987/2022 διατηρεί τον κακουργηματικό χαρακτήρα της, όπως και κατά την ισχύ του Ν. 4174/2013. Από την σύγκριση των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της φοροδιαφυγής, με τη μορφή της έκδοσης ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων ή τη νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών (Τ.Π.Υ.), απαιτείται, αντικειμενικά μεν έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων, υποκειμενικά δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και επί νόθευσης της μη γνησιότητας αυτών, περαιτέρω δε τη θέληση του δράστη να προβεί στην έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή από αυτόν εικονικών φορολογικών στοιχείων ή στη νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων, χωρίς να απαιτείται σκοπός του (δράστη) για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης ως πρόσθετο στοιχείο, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος, εκτός αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για την τέλεση ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία πράξη ως αυτουργός ή συμμέτοχος, η οποία, στην περίπτωση αυτή, συρρέει φαινομενικά με τις πράξεις που διαλαμβάνονται στις παραγράφους 1 έως 4 του ίδιου, ως άνω, άρθρου και τυποποιούνται ως φορολογικά αδικήματα (Α.Π. 1782/2019). Η νέα ρύθμιση του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. β’ στοιχ. β’, η οποία προστέθηκε στο Ν. 4174/2013 “Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις”, ίσχυε δε κατά το χρόνο της προσβαλλόμενης απόφασης (19-10-2021), κατά το μέρος που ορίζει, ότι όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά και πλαστά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) … και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη [ουσιαστικά φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή κάθειρξη έως έξι (6) έτη, ύστερα από την ισχύ του άρθρου 463 παρ. 3 του Π.Κ., κατά τα προαναφερόμενα], όταν το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες ευρώ (200.000,00 €), είναι επιεικέστερη της προϊσχύσασας διάταξης, σύμφωνα με την οποία, για την σε βαθμό κακουργήματος δίωξη της συγκεκριμένης πράξης, η αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων έπρεπε να υπερβαίνει το ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €), η απειλούμενη ποινή δε, κατά το ανώτατο όριό της [κάθειρξη έως δέκα (10) έτη] είναι η ίδια με εκείνην της προηγούμενης διάταξης, όπως ίσχυε κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο, που επίσης προέβλεπε κάθειρξη έως δέκα (10) έτη (Α.Π. 1634/2018), επιεικέστερη δε είναι και η ήδη ισχύουσα διάταξη του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. β’ στοιχ. β’ του Ν. 4987/2022, η οποία ρητά προβλέπει για την ανωτέρω κακουργηματική πράξη της φοροδιαφυγής φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους ή κάθειρξη έως έξι (6) έτη.
ΙΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αρκεί, όμως, η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου για την αιτιολογία, η πληρότητα της οποίας εξασφαλίζεται, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 139 και 177 του Κ.Ποιν.Δ., όταν γίνεται αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που δέχθηκε το δικαστήριο για να καταλήξει στην κρίση του με βάση συγκεκριμένους συλλογισμούς για κάθε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Για την πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει να προκύπτει ότι το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ’ επιλογή, χωρίς να είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ενώ δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχάς, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα της φοροδιαφυγής, με τη μορφή της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, για την στοιχειοθέτηση του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλό δόλο (Α.Π. 1155/2021). Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ειδικότερα δε η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται, ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 455/2022, Α.Π. 611/2020). Περαιτέρω, η ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να υπάρχει και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, οι οποίοι τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής, με την προϋπόθεση ότι αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και έχουν αναπτυχθεί προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (Ολ. Α.Π. 2/2005, Α.Π. 95/2020). Αν, όμως, το Δικαστήριο δεν απαντήσει σε αυτοτελή ισχυρισμό, που έχει προβληθεί παραδεκτά, δηλαδή εγγράφως με καταχώρησή του στα πρακτικά και με προφορική ανάπτυξή του στο ακροατήριο, τότε ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος της έλλειψης ακρόασης που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (Α.Π. 884/2017). Ωστόσο, ισχυρισμοί, οι οποίοι αποτελούν άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλά υπερασπιστικά επιχειρήματα, δεν είναι αυτοτελείς, υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια, ως εκ τούτου δε το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αποφανθεί επ’ αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Έτσι, η άρνηση από τον κατηγορούμενο της στοιχειοθέτησης στο πρόσωπό του της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης, που του αποδίδεται, δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά άρνηση της κατηγορίας, όπως κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά της στοιχεία εξειδικεύεται στην απόφαση, αλλά αρνητικός αυτής (κατηγορίας), στον οποίο το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως την απορριπτική κρίση του (Α.Π. 881/2020). Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη σχετική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν προέβη σε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται με πλάγιο τρόπο, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, το οποίο περιέχεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, ανάγεται δε στα στοιχεία θεμελίωσης και στην ταυτότητα του σχετικού εγκλήματος, υπάρχουν ελλείψεις, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του ουσιαστικού ποινικού νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Α.Π. 1308/2020). IV. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 86/19-10-2021 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων …, που την εξέδωσε δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των ειδικά μνημονευόμενων αποδεικτικών μέσων (ένορκες καταθέσεις μάρτυρα κατηγορίας και μαρτύρων υπεράσπισης της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων στο ακροατήριο), δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: “Στην Καλαμάτα, κατά το χρονικό διάστημα από 25/01/2010 έως 01/07/2010, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος η κατηγορουμένη αποδέχθηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, η δε συνολική αξία των εικονικών αυτών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ. Ειδικότερα, κατά τον ανωτέρω αναφερόμενο χρόνο, ενώ διατηρούσε ατομική επιχείρηση (φυσικό πρόσωπο Τ. Ε. του Γ.), με αντικείμενο εργασιών υπηρεσίες φύλαξης και λιανικό εμπόριο ειδών κοσμηματοποιίας και επιτραπέζιων ρολογιών, έδρα την Καλαμάτα οδός … ΔΟΥ …, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος έλαβε – αποδέχθηκε και καταχώρισε στα τηρούμενα βιβλία της συνολικά πενήντα εννιά (59) εικονικά Τιμολόγια Παροχής Υπηρεσιών, συνολικής αξίας πλέον ΦΠΑ 1.022.837,40 ευρώ (849.444 + 173.393,40), από την ατομική επιχείρηση (φυσικό πρόσωπο) “…”, με έδρα στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής επί των οδών … και ΑΦΜ … ΔΟΥ Ν. Φιλαδέλφειας. Πλέον συγκεκριμένα: Για τη χρήση του έτους 2010 έλαβε – αποδέχθηκε και καταχώρισε στα τηρούμενα βιβλία της ατομικής επιχείρησής της από την επιχείρηση (φυσικό πρόσωπο) “…”, τα εξής εικονικά φορολογικά στοιχεία -τιμολόγια παροχής υπηρεσιών: 1) το Τ.Π.Υ. Α14/25-1-2010 αξίας 13.308,96 €, 2) το Τ.Π.Υ Α15/25-1-2010 αξίας 14.829,78 €, 3) το Τ.Π.Υ Α16/ 25-1-2010 αξίας 12.259,38 €, 4) το Τ.Π.Υ. Α17/25-1-2010 αξίας 11.181,24 €, 5) το Τ.Π.Υ. 171/29-1-2010 αξίας 10.481,52 €, 6) το Τ.Π.Υ. 172/29-1-2010 αξίας 13.373,22 €, 7) το Τ.Π.Υ. 173/29-1-2010 αξίας 12.709,20 €, 8) το Τ.Π.Υ. 174/29-1-2010 αξίας 14.872,62 €, 9) το Τ.Π.Υ 175/29-1-2010 αξίας 14.879,76 €, 10) το Τ.Π.Υ. 176/29-1-2010 αξίας 14.879,76 €, 11) το Τ.Π.Υ. 177/29-1-2010 αξίας 14.879,76 €, 12) το Τ.Π.Υ. 178/29-1-2010 αξίας 12.266,52€, 13) το Τ.Π.Υ. 182/29-1-2010 αξίας 11.816,70 €, 14) το Τ.Π.Υ. 184/10-2-2010 αξίας 12.502,14 €, 15) το Τ.Π.Υ. A18/27-2-2010 αξίας 13.258,98 €, 16) το A19/27-2-2010 αξίας 12.473,58 €, 17) το Τ.Π.Υ. A20/28-2-2010 αξίας 14.080,08 €, 18) το Τ.Π.Υ. A21/28-2-2010 αξίας 13.280,40 €, 19) το Τ.Π.Υ. αξίας 14.851,20 €, 20) το Τ.Π.Υ. Α26/28-2-2010 αξίας 14.151,48 €, 21) το Τ.Π.Υ. Α27/28-2-2010 αξίας 11.659,62 €, 22) το Τ.Π.Υ. αξίας 12.395,04 €, 23) το Τ.Π.Υ. Α190/28-1-2010 αξίας 13.551,76 €, 24) το Τ.Π.Υ. 191/28-2-2010 αξίας 14.879,76 €, 25) το Τ.Π.Υ. 192/28-2-2010 αξίας 14.879,76 €, 26) το Τ.Π.Υ. 193/28-2-2010 αξίας 14.851,20 €, 27) το Τ.Π.Υ. 194/28-2-2010 αξίας 14.394,24 €, 28) το Τ.Π.Υ. 196/10-3-2010 αξίας 11.773,86 €, 29) το Τ.Π.Υ. Α29/26-3-2010 αξίας 12.429.12 €, 30) το Τ.Π.Υ. Α30/26-3-2010 αξίας 14.759,58 €, 31) το Τ.Π.Υ. A31/26-3-2010 αξίας 14.701,50 €, 32) το Τ.Π.Υ. Α32/26-3-2010 αξίας 14.520 €, 33) το Τ.Π.Υ. Α33/26-3-2010 αξίας 14.520 €, 34) το Τ.Π.Υ. Α34/26-3-2010 αξίας 14.520 €, 35) το Τ.Π.Υ. Α39/29-3-2010 αξίας 14.788,62 €, 36) το Τ.Π.Υ. Α40/29-3-2010 αξίας 14.991,90 €, 37) το Τ.Π.Υ. Α41/29-3-2010 αξίας 13.706,88 €, 38) το Τ.Π.Υ. Α42/29-3-2010 αξίας 14.490,96 €, 39) το Τ.Π.Υ. Α43/29-3-2010 αξίας 7.332,60 €, 40) το Τ.Π.Υ. 201/26-4-2010 αξίας 14.759,58 €, 41) το Τ.Π.Υ. 202/26-4-2010 αξίας 14.868,48 €, 42) το Τ.Π.Υ. 203/26-4-2010 αξίας 14.970,12 €, 43) το Τ.Π.Υ. 204/24-4-2010 αξίας 14.991,90 €, 44) το Τ.Π.Υ. 205/26-4-2010 αξίας 14.991,90 €, 45) το Τ.Π.Υ. 206/26-4-2010 αξίας 14.897,52 €, 46) το Τ.Π.Υ. 207/26-4-2010 αξίας 14.999,16 €, 47) το Τ.Π.Υ. 208/26-4-2010 αξίας 14.999,16 €, 48) το Τ.Π.Υ. 209/26-4-2010 αξίας 14.897,52 €, 49) το Τ.Π.Υ. 210/26-4-2010 αξίας 14.955,60 €, 50) το Τ.Π.Υ. 211/26-4-2010 αξίας 14.853,96 €, 51) το Τ.Π.Υ. 212/26-4-2010 αξίας 22.179,30 €, 52) το Τ.Π.Υ. 219/29-04-2010 αξίας 29.025,48 €, 53) το Τ.Π.Υ. 220/29-4-2010 αξίας 47.901,48 €, 54) το Τ.Π.Υ. 225/30-4-2010 αξίας 50.340,84 €, 55) το Τ.Π.Υ. 236/24-5-2010 αξίας 14.142,48 €, 56) το Τ.Π.Υ. 237/24-5-2010 αξίας 14.774,10 €, 57) το Τ.Π.Υ. 238/24-5-2010 αξίας 14.737,80 €, 58) το Τ.Π.Υ. 244/28-5-2010 αξίας 59.626,38 € και το 59) το Τ.Π.Υ. Β23/01-07-2010 αξίας 80.442 ευρώ. Τα παραπάνω φορολογικά στοιχεία της ατομικής επιχείρησης του Π. Δ., που αποδέχθηκε η κατηγορουμένη, εκδόθηκαν για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους για τους εξής λόγους: Α) ενώ η ατομική επιχείρηση του Δ.Μ. δήλωνε ότι είχε έδρα σε μισθωμένο ακίνητο στην Ν. Φιλαδέλφεια Αττικής, επί των οδών …, ?) από την από 19-7-2011 υπεύθυνη δήλωση του εκμισθωτή του μισθίου (ισόγειο γραφείο, εμβαδού 25 περίπου τ.μ.) Ε. Μ. και την από 19-9-2011 υπεύθυνη δήλωση του μεσολαβητή στην κατάρτιση της μίσθωσης θείου του Κωνσταντίνου Μ., προκύπτει ότι η μίσθωση αυτού αφορούσε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα (περίπου 25 ημέρες) και ότι είναι άγνωστο αν έγινε ποτέ χρήση του για τον εν λόγω σκοπό, ??) από την από 19-9-2011 αυτοψία που πραγματοποίησαν οι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ … και την από 16-3-2011 αυτοψία που διενήργησε το ΙΚΑ Ν. Φιλαδέλφειας στο χώρο αυτό και τις πληροφορίες που συλλέχτηκαν από τους ένοικους της πολυκατοικίας προκύπτει ότι το γραφείο ήταν κενό και ότι δεν είχε λειτουργήσει ποτέ ως έδρα επιχείρησης με το παραπάνω αντικείμενο και ???) από τον έλεγχο που διενήργησαν οι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ … στην ελεγχόμενη εταιρία “… Ε.Ε.”, η οποία εδρεύει στην Καλαμάτα, επί των οδών …, βρέθηκαν έξω από το γραφείο της, σε ειδική κρύπτη στο δάπεδο του διαδρόμου του ακαλύπτου χώρου της πολυκατοικίας, κατόπιν συνδρομής του Εισαγγελέα και των αστυνομικών αρχών …, θεωρημένη κατάσταση του βιβλίου εσόδων και εξόδων χωρίς καμία εγγραφή και κλασσέρ με εργατικά και καταστάσεις προσλήψεων – αποχωρήσεων προσωπικού της ατομικής επιχείρησης του Δ. Π., Β) ενώ η επιχείρηση αυτή είχε αποχωρήσει από την ως άνω διεύθυνση μετά από 25 ημέρες δεν είχε δηλώσει μέχρι τις 11-8-2010 καμία μεταβολή στην Δ.Ο.Υ. Ν. Φιλαδέλφειας, Γ) ενώ η ίδια δήλωνε ως προμηθευτής επτά επιχειρήσεων, ότι είχε εκδώσει για τις συναλλαγές μαζί τους 169 τιμολόγια και ότι αυτές ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 1.899.010 ευρώ: ?) δεν είχε υποβάλλει συγκεντρωτικές καταστάσεις τιμολογίων στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., ??) δήλωνε ακαθάριστα έσοδα στη δήλωση φόρου εισοδήματος και στις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ 12.650 ευρώ, ???) δεν έχει τηρήσει το βιβλίο εσόδων και εξόδων και ?v) δεν έχει υποβάλει δηλώσεις φόρου μισθωτών υπηρεσιών (περιοδικές και οριστικές παροχές), Δ) ενώ μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2009 είχε εκδώσει 70 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών φυλάξεων κτιρίων δεν δήλωνε κατά το διάστημα αυτό απασχόληση προσωπικού, Ε) ενώ τον Οκτώβριο, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του έτους 2009 δήλωνε απασχόληση 123 εργαζομένων, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους είχε εκδώσει τιμολόγια υπηρεσιών φύλαξης συνολικής αξίας χωρίς ΦΠΑ 475.976 ευρώ, για την πραγματοποίηση των οποίων απαιτούνταν 264 τουλάχιστον εργαζόμενοι, δεδομένου ότι κάθε ώρα φύλαξης αποτιμάται το ανώτερο σε 7,00 ευρώ, ότι το ωράριο των εργαζομένων ανέρχεται σε 8 ώρες ημερησίως και ότι πραγματοποιήθηκαν 69.970,80 ώρες φύλαξης, ΣΤ) ενώ είχε υποβάλλει στο ΙΚΑ Ν. Φιλαδέλφειας αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις για απασχόληση προσωπικού, ποτέ δεν είχε καταβάλει τις εισφορές τους, συνολικού ποσού τουλάχιστον 425.564 ευρώ, Ζ) Ενώ φέρεται ότι έχει καταρτίσει ιδιωτικά συμφωνητικά για την προφορά κάποιων υπηρεσιών, αυτά είναι ασαφή ως προς το είδος των υπηρεσιών, τις ώρες παροχής, την αναλογούσα αμοιβή και τον αριθμό του απασχολούμενου προσωπικού, όπως και τα εκδοθέντα τιμολόγια, Η) ενώ φέρεται να έχει κάνει έναρξη εργασιών στις 16-7-2009, να θεωρεί βιβλία και στοιχεία, να υποβάλει αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις απασχόλησης προσωπικού: ?) στην από 29-11-2011 υπεύθυνη δήλωσή του προς το ΣΔΟΕ … ο Π. Δ. αναφέρει ότι δεν έχει κάνει τίποτα, ότι είχε καφενείο μέχρι που αρρώστησε και ότι όλα τα έχει κάνει κάποιος Σ. μαζί με την ξαδέρφη της γυναίκας του Τ., ??) από την δια γυμνού οφθαλμού επισκόπηση των εκδοθέντων από αυτόν τιμολογίων προκύπτει ότι ο γραφικός χαρακτήρας του εκδότη τους είναι όμοιος με το γραφικό χαρακτήρα του εκδότη των τιμολογίων της κατηγορουμένης και ???) από καταθέσεις και τρίτων προσώπων (εργαζομένων) προκύπτει η ύπαρξη σχέσης της κατηγορούμενης με την τελευταία. Τα παραπάνω στοιχεία αναφέρονται στην έκθεση ελέγχου – επεξεργασίας εφαρμογής διατάξεων ΠΔ 186/92 (ΚΒΣ) [Αριθ.Εντολής Ελέγχου Επεξεργ. 1917/11,
Αριθμός Υ.Σ.Ε: 725/11, Ημερομηνία Ελέγχου: 10/11/11,
Αριθμός Υπόθεσης: 1348/11] των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ της Υποδιεύθυνσης … Γ. Β. και Α. Τ., και προκύπτουν τόσο από τον έλεγχο που διενήργησαν στην ατομική επιχείρηση της κατηγορούμενης και σε άλλες επιχειρήσεις στο Νομό … που αποδέχθηκαν φορολογικά στοιχεία της ατομικής επιχείρησης του Π. Δ. οι ίδιοι και τις καταθέσεις τους στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αλλά και του Δικαστηρίου τούτου, όσο και από τον έλεγχο που διενήργησαν στην ατομική επιχείρηση του Π. Δ. και σε άλλες επιχειρήσεις που αποδέχθηκαν φορολογικά της στοιχεία οι ΣΔΟΕ Αττικής και Δυτικής Ελλάδος και το ΙΚΑ Ν. Φιλαδέλφειας, που κλήθηκαν σε συνδρομή. Εξάλλου, και για την κατηγορουμένη δεν αποδείχθηκε ότι διατηρούσε επιχείρηση της οργάνωσης, της υποδομής, του μεγέθους και της δυναμικότητας που επικαλείται (μεγάλος αριθμός συμβάσεων σε όλη την Ελλάδα με γνωστές επιχειρήσεις κλπ), ώστε να έχει ανάγκη μίσθωσης εξειδικευμένου προσωπικού για την παροχή υπηρεσιών φύλαξης, δεδομένου ότι και τα βιβλία της δικής της ατομικής επιχείρησης βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στην έδρα της εταιρείας “… Ε.Ε.”, ενώ αυτή είχε έδρα στην Καλαμάτα επί της οδού … και η ίδια δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει κάποιο έγγραφο στοιχείο για την πληρωμή της μεγάλης αξίας των περισσοτέρων τιμολογίων (π.χ. των υπ’ αριθ. 44/28-5-2010 και Β23/1-7-2010, αξίας 59.626,38 και 80.442, αντίστοιχα, ευρώ), αφού κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας τέτοιου μεγέθους υποχρεώσεις δεν εκπληρώνονται με μετρητά, αλλά με αναλήψεις και καταθέσεις, μεταφορές σε τραπεζικούς λογαριασμούς, έκδοση επιταγών, αποδοχή συναλλαγματικών κλπ. Κατόπιν όλων αυτών, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορούμενη της πράξης που της αποδίδεται, που αφορά τη χρήση του έτους 2010, η οποία έλαβε χώρα στις 23-01-2012 (ημερομηνία θεώρησης του πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον Προϊστάμενο της Περιφερειακής Διεύθυνσης Πελοποννήσου της Σ.Δ.Ο.Ε). Ωστόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πρέπει να αναγνωρισθούν στην κατηγορούμενη α) η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α’ του ΠΚ, ήτοι του ότι αυτή έζησε σύννομα έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, καθόσον αυτή έχει λευκό ποινικό μητρώο (βλ. το από 16.09.2021 αντίγραφο ποινικού μητρώου) και β) η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ’ του ΠΚ, καθόσον αυτή επιδίωξε να μειώσει τις συνέπειες της πράξης της, προβαίνοντας σε διοικητική επίλυση των προστίμων που της επιβλήθηκαν, για την αποδοχή των εικονικών φορολογικών στοιχείων του Π. Δ. κατά τη χρήση του έτους 2009, γενομένων δεκτών ως ουσιαστικά βάσιμων των σχετικών προβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών της. Ο δε ισχυρισμός της περί αναγνώρισης και της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. β’, περί μη ταπεινών αιτίων τυγχάνει απορριπτέος ως αορίστως προβαλλόμενος.”. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε την αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη ένοχη για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της φοροδιαφυγής, με τη μορφή της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων [για ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές, κατ’ εξακολούθηση, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,00 €)], και την καταδίκασε, αφού αναγνώρισε στο πρόσωπό της τη συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων του πρότερου σύννομου βίου και της ειλικρινούς μετανοίας (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’ και δ’ αντιστοίχως του Π.Κ.), σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό: ”
Κηρύσσει την κατηγορούμενη ένοχη, του ότι: Στην Καλαμάτα, κατά το χρονικό διάστημα από 25/01/2010 έως 01/07/2010, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος αποδέχθηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους, η δε συνολική αξία των εικονικών αυτών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ. Ειδικότερα κατά τον ανωτέρω αναφερόμενο χρόνο, ενώ διατηρούσε ατομική επιχείρηση (φυσικό πρόσωπο Τ. Ε. του Γ.), με αντικείμενο εργασιών υπηρεσίες φύλαξης, λιανικό εμπόριο ειδών κοσμηματοποϊίας, επιτραπέζιων ρολογιών και έδρα στη Καλαμάτα οδός … (ΑΦΜ … ΔΟΥ …), με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος έλαβε – αποδέχθηκε και καταχώρισε στα τηρούμενα βιβλία της ανωτέρω επιχείρησης συνολικά πενήντα εννιά (59) εικονικά Τιμολόγια Παροχής Υπηρεσιών συνολικής αξίας πλέον ΦΠΑ 1.022.837,40 ευρώ (849.444 + 173.393,40), από την επιχείρηση (φυσικό πρόσωπο) “…”, με έδρα στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής επί της οδού … (ΑΦΜ … ΔΟΥ Ν. Φιλαδέλφειας). Πλέον συγκεκριμένα: Για τη χρήση του έτους 2010 έλαβε – αποδέχθηκε και καταχώρισε στα τηρούμενα βιβλία της ατομικής επιχείρησης (φυσικό πρόσωπο) “Τ. Ε. του Γ.” από την επιχείρηση (φυσικό πρόσωπο) “…”, τα εξής εικονικά φορολογικά στοιχεία – τιμολόγια παροχής υπηρεσιών: 1) το Τ.Π.Υ. Α14/25-1-2010 αξίας 13.308,96 €, 2) το Τ.Π.Υ. Α15/25-1-2010 αξίας 14.829,78 €, 3) το Τ.Π.Υ Α16/25-1-2010 αξίας 12.259,38 €, 4) το Τ.Π.Υ. Α17/25-1-2010 αξίας 11.181,24 €, 5) το Τ.Π.Υ. 171/29-1-2010 αξίας 10.481,52 €, 6) το Τ.Π.Υ. 172/29-1-2010 αξίας 13.373,22 €, 7) το Τ.Π.Υ. 173/29-1-2010 αξίας 12.709,20 €, 8) το Τ.Π.Υ 174/29-1-2010 αξίας 14.872,62 €, 9) το Τ.Π.Υ. 175/29-1-2010 αξίας 14.879,76 €, 10) το Τ.Π.Υ 176/29-1-2010 αξίας 14.879,76 €, 11) το Τ.Π.Υ 177/29-1-2010 αξίας 14.879,76 €, 12) το Τ.Π.Υ 178/29-1-2010 αξίας 12.266,52 €, 13) το Τ.Π.Υ 182/29-1-2010 αξίας 11.816,70 €, 14) το Τ.Π.Υ. 184/10-2-2010 αξίας 12.502,14 €, 15) το Τ.Π.Υ Α18/27-2-2010 αξίας 13.258,98 €, 16) το Τ.Π.Υ Α19/27-2-2010 αξίας 12.473,58 €, 17) το Τ.Π.Υ. Α20/28-2-2010 αξίας 14.080,08 €, 18) το Τ.Π.Υ. Α21/28-2-2010 αξίας 13.280,40 €, 19) το Τ.Π.Υ Α25/28-2-2010 αξίας 14.851,20 €, 20) το Τ.Π.Υ Α26/28-2-2010 αξίας 14.151.48 €, 21) το Τ.Π.Υ Α27/28-2-2010 αξίας 11.659,62 €, 22) το Τ.Π.Υ Α189/28-2-2010 αξίας 12.395,04 €, 23) το Τ.Π.Υ Α190/28-1-2010 αξίας 13.551,72 €, 24) το Τ.Π.Υ 191/28-2-2010 αξίας 14.879,76 €, 25) το Τ.Π.Υ 192/28-2-2010 αξίας 14.879,76 €, 26) το Τ.Π.Υ 193/28-2-2010 αξίας 14.851,20 €, 27) το Τ.Π.Υ. 194/28-2-2010 αξίας 14.394,24 €, 28) το Τ.Π.Υ. 196/10-3-2010 αξίας 11.773,86 €, 29) το Τ.Π.Υ. Α29/26-3-2010 αξίας 12.429,12 €, 30) το Τ.Π.Υ Α30/26-3-2010 αξίας 14.759,586, 31) το Τ.Π.Υ. Α31/26-3-2010 αξίας 14.701,50 €, 32) το Τ.Π.Υ. Α32/26-3-2010 αξίας 14.520 €, 33) το Τ.Π.Υ. Α33/26-3-2010 αξίας 14.520 €, 34) το Τ.Π.Υ. Α34/26-3-2010 αξίας 14.520 €, 35) το Τ.Π.Υ Α39/29-3-2010 αξίας 14.788,62 €, 36) το Τ.Π.Υ. Α40/29-3-2010 αξίας 14.991,90 €, 37) το Τ.Π.Υ. Α41/29-3-2010 αξίας 13.706,88 €, 38) το Τ.Π.Υ. Α42/29-3-2010 αξίας 14.490,96 €, 39) το Τ.Π.Υ. Α43/29-3-2010 αξίας 7.332,60 €, 40) το Τ.Π.Υ 201/26-4-2010 αξίας 14.759,58 €, 41) το Τ.Π.Υ. 202/26-4-2010 αξίας 14.868.48 €, 42) το Τ.Π.Υ. 203/26-4-2010 αξίας 14.970,12 €, 43) το Τ.Π.Υ. 204/24-4-2010 αξίας 14.991,90 €, 44) το Τ.Π.Υ. 205/26-4-2010 αξίας 14.991,90 €, 45) το Τ.Π.Υ. 206/26-4-2010 αξίας 14.897,52 €, 46) το Τ.Π.Υ. 207/26-4-2010 αξίας 14.999,16 €, 47) το Τ.Π.Υ. 208/26-4-2010 αξίας 14.999,16 €, 48) το Τ.Π.Υ. 209/26-4-2010 αξίας 14.897,52 €, 49) το Τ.Π.Υ. 210/26-4-2010 αξίας 14.955,60 €, 50) το Τ.Π.Υ. 211/26-4-2010 αξίας 14.853,96 €, 51) το Τ.Π.Υ. 212/26-4-2010 αξίας 22.179,30 €, 52) το Τ.Π.Υ. 219/29-04-2010 αξίας 29.025,48 €, 53) το Τ.Π.Υ. 220/29-4-2010 αξίας 47.901,48 €, 54) το Τ.Π.Υ. 225/30-4-2010 αξίας 50.340,84 €, 55) το Τ.Π.Υ. 236/24-5-2010 αξίας 14.142,48 €, 56) το Τ.Π.Υ 237/24-5-2010 αξίας 14.774,10 €, 57) το Τ.Π.Υ. 238/24-5-2010 αξίας 14.737,80 €, 58) το Τ.Π.Υ. 244/28-5-2010 αξίας 59.626,38 € και το 59) το Τ.Π.Υ. Β23/01-07-2010 αξίας 80.442 ευρώ. Εξάλλου, τα ανωτέρω αναφερόμενα φορολογικά στοιχεία, που αποδέχθηκε για λογαριασμό της ατομικής επιχείρησης (φυσικό πρόσωπο) “Τ. Ε. του Γ.”, συνολικής αξίας πλέον ΦΠΑ 1.022.837,40 ευρώ (849.444 + 173.393,40), είναι εικονικά και αφορούν ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολο τους, δοθέντος του πορίσματος της Έκθεσης Ελέγχου – Επεξεργασίας εφαρμογής διατάξεων ΠΔ 186/92 (ΚΒΣ) [Αριθ. Εντ. Ελεγχ. Επεξεργ.:1917/11,
Αριθμός Υ.Σ.Ε. 725/11, Ημερομηνία ελέγχου: 10/11/11,
Αριθμός Υπόθεσης: 1348/11]. Η διαπίστωση του παραπάνω αδικήματος έλαβε χώρα στις 23-01-2012 (ημερομηνία θεώρησης του πορίσματος του φορολογικού ελέγχου από τον Προϊστάμενο της Περιφερειακής Διεύθυνσης Πελοποννήσου της Σ.Δ.Ο.Ε). V. Με τις ανωτέρω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο III νομική σκέψη, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της φοροδιαφυγής, με τη μορφή της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων (για ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές), κατ’ εξακολούθηση, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,00 €)], όπως η έννοιά του εκτενώς αναπτύχθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙΙ νομική σκέψη, για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, με παράθεση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος τούτου, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 12 παρ. 1, 14, 18, 26 εδ. α’, 27 παρ. 1, 51, 52, 53, 79, 84 παρ. 2 περ. α’ και δ’, 98 του Π.Κ., 66 – 71 του Ν. 4174/2013, όπως προστέθηκαν με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, 463 παρ. 3 του νέου Π.Κ., ήδη δε των διατάξεων του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. β’ στοιχ. β’ του Ν. 4987/2022, που προβλέπει την ίδια ποινική κύρωση, κατά τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙΙ νομική σκέψη, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και, συνεπώς, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, καθόσον αφορά τα ανωτέρω φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια παροχής υπηρεσιών) διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι σύμφωνα με την υπό στοιχεία Αριθ. Εντολής Ελέγχου 1917/11 έκθεση ελέγχου – επεξεργασίας εφαρμογής διατάξεων ΠΔ 186/92 (ΚΒΣ), που συνέταξαν οι υπάλληλοι της Υποδιεύθυνσης … του Σ.Δ.Ο.Ε. Γ. Β. και Α. Τ., το πόρισμα της οποίας θεωρήθηκε την 23-1-2012 από τον Προϊστάμενο της Περιφερειακής Διεύθυνσης Πελοποννήσου του Σ.Δ.Ο.Ε., η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα, η οποία διατηρούσε ατομική επιχείρηση στην Καλαμάτα (οδός …), με αντικείμενο εργασιών υπηρεσίες φύλαξης, λιανικό εμπόριο ειδών κοσμηματοποϊίας, επιτραπέζιων ρολογιών (Α.Φ.Μ. … Δ.Ο.Υ. …), αποδέχθηκε τα παραπάνω φορολογικά στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα από 25-1-2010 έως 1-7-2010, που ήταν εικονικά, καθόσον οι αναφερόμενες σ’ αυτά συναλλαγές ήταν ανύπαρκτες, στο σύνολό τους, η καθαρή δε αξία αυτών ανέρχεται συνολικά στο ποσό των οκτακοσίων σαράντα εννέα χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ (849.444.00 €), πλέον φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), ύψους εκατό εβδομήντα τριών χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και σαράντα λεπτών του ευρώ (173.393,40 €), δηλαδή συνολικής αξίας ενός εκατομμυρίου είκοσι δύο χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα επτά ευρώ και σαράντα λεπτών του ευρώ (849.444,00 € + 173.393,40 € = 1.022.837,40 €). Περαιτέρω, το δικαστήριο της ουσίας δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει το είδος της παροχής υπηρεσιών που αφορούσαν τα ανωτέρω φορολογικά στοιχεία, όπως αβασίμως αιτιάται η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, καθόσον, κατά τις παραδοχές της πληττόμενης απόφασης αποδέχθηκε τα εν λόγω φορολογικά στοιχεία και τα καταχώρισε, εν γνώσει της εικονικότητάς τους, στα φορολογικά βιβλία της ανωτέρω ατομικής της επιχείρησης, χωρίς να έχει οποιαδήποτε συναλλαγή με τον εκδότη αυτών, δηλαδή αφορούσαν, στο σύνολό τους, ανύπαρκτες συναλλαγές, αιτιολογεί με επιχειρήματα την ανυπαρξία των συναλλαγών αυτών, ενώ τα ως άνω φορολογικά στοιχεία εξατομικεύονται επαρκώς, ως προς την ταυτότητά τους, με την αναφορά στην πληττόμενη απόφαση του αριθμού, της ημερομηνίας έκδοσης και της αξίας καθενός από αυτά. Εξάλλου, το δικαστήριο της ουσίας δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως τον δόλο της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, διότι αυτός (δόλος) ενυπάρχει, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο I
ΙΙ νομική σκέψη, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙΙ νομική σκέψη, προκύπτει δε από τις αναφερόμενες ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, αφού από το νόμο δεν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για τη θεμελίωση της υποκειμενικής του υπόστασης. Περαιτέρω, δεν ήταν αναγκαίο να διευκρινίζεται αναλυτικά στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης από ποιο ή ποια συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η παραδοχή της για την τέλεση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης της φοροδιαφυγής, με τη μορφή της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ’ εξακολούθηση, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,00 €), από την αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, αφού, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα υπό στοιχείο I
ΙΙ νομική σκέψη, δεν ελέγχεται αναιρετικώς η εκτίμηση και η εσφαλμένη ή ορθή αξιολόγηση των αποδείξεων, ως αναγόμενη στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, η αιτίαση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης ότι το δικαστήριο της ουσίας παντελώς αναιτιολόγητα απέρριψε τον ισχυρισμό της σχετικά με την μη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης στο πρόσωπό της του ανωτέρω αδικήματος της φοροδιαφυγής, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη και καταδικάστηκε στην προαναφερθείσα ποινή φυλάκισης, επικαλούμενη ότι τα παραπάνω φορολογικά στοιχεία αφορούν υπαρκτές συναλλαγές, στο σύνολό τους, είναι απορριπτέα. Τούτο δε διότι ο ανωτέρω ισχυρισμός περί μη στοιχειοθέτησης της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης του ανωτέρω αδικήματος της φοροδιαφυγής, δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, στον οποίο το δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως την απορριπτική κρίση του, η αιτιολογία δε της απόρριψης του εν λόγω, αρνητικού της κατηγορίας, ισχυρισμού, ως ουσιαστικά αβάσιμου, εμπεριέχεται στην προαναφερθείσα κύρια επί της ενοχής αιτιολογία της απόφασης, με την οποία καταφάσκεται η από μέρους της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης τέλεση του εγκλήματος της φοροδιαφυγής, με τη μορφή της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, συνολικής αξίας άνω των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,00 €). Εξάλλου, η αιτίαση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης ότι το δικαστήριο της ουσίας κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. β’ του Ν. 4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας) την κήρυξε ένοχη για το παραπάνω φορολογικό αδίκημα, λαμβάνοντας υπόψη για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασής του, το σύνολο της αξίας των ανωτέρω φορολογικών στοιχείων, συμπεριλαμβάνοντας και τον φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), αντί να λάβει υπόψη του μόνον την καθαρή αξία αυτών, είναι απορριπτέα, καθόσον αλυσιτελώς προβάλλεται, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά τις παραδοχές της πληττόμενης απόφασης, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η καθαρή αξία των εν λόγω εικονικών φορολογικών στοιχείων, που αποδέχθηκε η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, υπερβαίνει, και μάλιστα κατά πολύ, το ποσό των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,00 €), που απαιτείται για τη θεμελίωση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, σε βαθμό κακουργήματος, για την οποία κηρύχθηκε ένοχη και καταδικάστηκε, κατά τα προαναφερόμενα, συγκεκριμένα δε ανέρχεται στο ποσό των οκτακοσίων σαράντα εννέα χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ (849.444.00 €). Περαιτέρω, η αιτίαση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας οι υπ’ αρ. 73/2012 και 74/2012 αποφάσεις επιβολής προστίμου του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. …, από τις οποίες αποδεικνύεται, κατά τους ισχυρισμούς της, ότι τα παραπάνω φορολογικά στοιχεία αφορούν υπαρκτές συναλλαγές, αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον όπως προκύπτει, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών του δικαστηρίου της ουσίας, που συντάχθηκαν για τη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα ανωτέρω έγγραφα δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριό του (δικαστηρίου της ουσίας). Επομένως, ο σχετικός λόγος του κύριου δικογράφου της κρινόμενης αίτησης και του δικογράφου των πρόσθετων λόγων της, με τον οποίο η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη επιχειρεί να θεμελιώσει τους από το άρθρο 510 αρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικούς λόγους αντιστοίχως της έλλειψης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, με την εκ πλαγίου παραβίασή της, λόγω ελλιπούς και ασαφούς αιτιολογίας ως προς την θεμελίωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της ανωτέρω αξιόποινης πράξης στο πρόσωπό της, για την οποία κηρύχθηκε ένοχη και καταδικάστηκε στην προαναφερθείσα στερητική της προσωπικής της ελευθερίας ποινή, είναι αβάσιμος και επομένως απορριπτέος. Οι εμπεριεχόμενοι, στον ανωτέρω αναιρετικό λόγο, ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, περί επιλεκτικής εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων και μη λήψης υπόψη των κρίσιμων για την υποστήριξη των θέσεών της αποδεικτικών μέσων, καθώς και οι λοιπές αιτιάσεις περί την εκτίμηση των αποδείξεων, που συνιστούν αμφισβήτηση των εις βάρος της ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού της πορίσματος, λαμβανομένου υπόψη του ότι αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται, ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙΙΙ νομική σκέψη. VI. Από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ. (άρθρο δεύτερο του ανωτέρω Ν. 4619/2020), με την οποία ορίζεται ότι “Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”, προκύπτει ότι καθιερώνεται με αυτήν η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι τον χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, είναι δε επιεικέστερος ο νόμος, ο οποίος, στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα, οδηγεί στην ευμενέστερη ποινική μεταχείριση του κατηγορουμένου. Εξάλλου, στην παράγραφο 5 του άρθρου 66 του ήδη ισχύοντος από 4-11-2022 Ν. 4987/2022 (Φ.Ε.Κ. 206/4-11-2022, τεύχος πρώτο), ορίζονται τα εξής: “Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών ή χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 57 του Π.Κ., εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παρ. 1 έως και 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 57 του Π.Κ., εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή κάθειρξη έως έξι (6) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παρ. 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρισθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώριση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται επίσης ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη που αναγράφονται στο στοιχείο είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρεία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του Κώδικα ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. Δεν είναι εικονικό για τον λήπτη το φορολογικό στοιχείο το οποίο αφορά πραγματική συναλλαγή, αν το πρόσωπο του εκδότη είναι διαφορετικό από αυτό που αναγράφεται στο στοιχείο. (…)”, όμοιου δε περιεχομένου ήταν και η ταυτάριθμη διάταξη του Ν. 4174/2013, όπως είχε προστεθεί με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, που έχει καταργηθεί με το άρθρο 71 παρ. 4 του Ν. 4987/2022, η οποία προέβλεπε ουσιαστικά την ίδια ποινική κύρωση, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙΙ νομική σκέψη. Από τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι η διάταξη του ανωτέρω άρθρου 66 παρ. 5 περ. β’ του Ν. 4174/2013, που προστέθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, έγινε ηπιότερη ως προς την ποινή υπό την ισχύ του νέου Π.Κ., λαμβανομένου υπόψη του ότι η ποινή που μπορεί να επιβληθεί στον κατηγορούμενο, όταν κηρύσσεται ένοχος για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, κυμαίνεται από ένα (1) έτος φυλάκιση έως έξι (6) έτη κάθειρξη (Α.Π. 162/2021), ρύθμιση η οποία ρητά πλέον θεσπίστηκε με το άρθρο 66 παρ. 5 εδ. β’ στοιχ. β’ του ήδη ισχύοντος Ν. 4987/2022. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 85 παρ. 1 του ισχύοντος Π.Κ., “Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ως εξής: α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία, β) τα δύο έτη σε ένα, γ) το ένα έτος, σε έξι μήνες και δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή”. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η συνδρομή περισσότερων λόγων μείωσης της ποινής ή η συνδρομή αυτών με ελαφρυντικές περιστάσεις ή η συνδρομή περισσότερων ελαφρυντικών περιστάσεων, επιφέρει, πλέον, περαιτέρω μείωση της επιβαλλόμενης ποινής (διπλή μείωση), στο πλαίσιο που ορίζει η διάταξη του άρθρου 85 παρ. 1 του ισχύοντος Π.Κ., εφαρμοζομένης της αρχής της αναλογικότητας (Α.Π. 1973/2019). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης υπάρχει, που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 511 του Κ.Ποιν.Δ.), όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά νόμο όροι ή παραλείπει να αποφανθεί για ζήτημα που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του. Στην πρώτη περίπτωση που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (Ολ. Α.Π. 3/2005, Α.Π. 648/2021). Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι στην περίπτωση μερικής αναίρεσης, αν δεν θίγεται η περί ενοχής διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτή καθίσταται αμετάκλητη και δεν τίθεται ζήτημα εξάλειψης του αξιόποινου της πράξης, λόγω παραγραφής (άρθρο 524 του Κ.Ποιν.Δ., Α.Π. 594/2021, Α.Π. 227/2020). VII. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως έχει ήδη εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙV σκέψη, η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη κηρύχθηκε ένοχη με την προσβαλλόμενη απόφαση και καταδικάσθηκε, ύστερα από την αναγνώριση στο πρόσωπό της των ελαφρυντικών περιστάσεων του πρότερου σύννομου βίου και της ειλικρινούς μετανοίας (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’ και δ’ αντιστοίχως του Π.Κ.), σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, όπως δε προκύπτει από το σκεπτικό της, όπου γίνεται μνεία των διατάξεων, με βάση τις οποίες οδηγήθηκε το δικαστήριο της ουσίας στην ανωτέρω απόφασή του, αναφέρει, κατά πιστή μεταφορά: “Επειδή η πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορούμενη προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα: 1, 12 παρ. 1, 14, 18, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 51, 53, 76, 79, 84 παρ. 2 α’ και 2 δ’, 98 του Ποιν. Κωδ. και άρθρα 66 – 71 του Ν. 4174/2013, όπως προστ. με το άρθρ. 8 του Ν. 4337/2015, καθώς και το άρθρο 463 παρ. 3 του νέου ΠΚ.”, έλαβε υπόψη του και εφάρμοσε, για τη μείωση της ποινής που επέβαλε σε βάρος της (αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης), μόνον τις ανωτέρω διατάξεις, ειδικότερα δε εκείνες που αφορούν την αναγνώριση των ανωτέρω ελαφρυντικών περιστάσεων του πρότερου σύννομου βίου και της ειλικρινούς μετανοίας (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’ και ε’ αντιστοίχως του Π.Κ.), καθώς και την πρόβλεψη του άρθρου 463 παρ. 3 του ισχύοντος Π.Κ. περί επιβολής μειωμένης ποινής, κατά το άρθρο 83 περ. γ’ του Π.Κ., όπως ίσχυε, κατά το χρόνο δημοσίευσης της πληττόμενης απόφασης, ήδη 83 περ. δ’, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 463 με το άρθρο 61 παρ. 1 του Ν. 4871/2021 (Φ.Ε.Κ. 246/10-12-2021, τεύχος πρώτο), για τα κακουργήματα που προβλέπονται στους ειδικούς ποινικούς νόμους και η απειλούμενη γι’ αυτά ποινή είναι κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, χωρίς όμως να λάβει υπόψη του και να εφαρμόσει και τη διάταξη του άρθρου 85 παρ. 1 του Π.Κ., που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (19-10-2021), η οποία ήταν εφαρμοστέα στην κρινόμενη υπόθεση, ως επιεικέστερη για την αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, καθόσον οδηγούσε σε διπλή μείωση της απειλούμενης σε βάρος της ποινής, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VI νομική σκέψη, δεδομένου ότι συνέτρεχαν λόγος μείωσης της ποινής (άρθρο 463 παρ. 3 του Π.Κ.) και ελαφρυντικές περιστάσεις (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’ και δ’ του Π.Κ.). Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, συνέτρεχε στην ένδικη υπόθεση περίπτωση εφαρμογής της ανωτέρω ευμενέστερης ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 85 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ., ως προς την ποινή που επιβλήθηκε σε βάρος της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, την οποία παρέλειψε να εφαρμόσει το δικαστήριο της ουσίας, υπερβαίνοντας αρνητικά την εξουσία του, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο VI νομική σκέψη, αναιρετικός λόγος που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 511 του Κ.Ποιν.Δ.). VIII. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, λαμβανομένου υπόψη ότι στην κρινόμενη υπόθεση ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. αυτεπαγγέλτως ερευνώμενος αναιρετικός λόγος της υπέρβασης εξουσίας, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την επιμέτρηση της επιβληθείσας σε βάρος της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης ποινής, χωρίς να ερευνηθεί ο προβαλλόμενος με το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αναιρετικός λόγος για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ.), ως προς την επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε σε βάρος της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, η έρευνα του οποίου παρέλκει, πλέον, ως αλυσιτελής (Α.Π. 817/2020), καθόσον η αναιρετική εμβέλεια του ανωτέρω λόγου της υπέρβασης εξουσίας καλύπτει όλες τις διατάξεις της πληττόμενης απόφασης που αφορούν την επιμέτρηση της ποινής, ακολούθως δε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 519 και 522 [όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 159 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο)] του Κ.Ποιν.Δ., να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το ανωτέρω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, απορριπτομένων, κατά τα λοιπά, της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, κατά ένα μέρος, την υπ’ αρ. 86/19-10-2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων … (Β’ Βαθμού), συγκεκριμένα δε ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την επιμέτρηση της επιβληθείσας σε βάρος της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά: α) την από 27-12-2021 δήλωση (αίτηση) της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, Ε. Τ. του Γ. και Σ., κατοίκου … … (οδός …), για αναίρεση της υπ’ αρ. 86/19-10-2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων …, που ασκήθηκε με επίδοσή της στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 27-12-2021 (αρ. γενικού πρωτ. της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου 11674/27-12-2021), και β) τους από 21-2-2022 και 19-9-2022 πρόσθετους λόγους αναίρεσης της ανωτέρω αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, που ασκήθηκαν με τα από 21-2-2002 και 19-9-2022 δικόγραφα αντιστοίχως, που κατατέθηκαν στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, για την κατάθεσής τους δε συντάχθηκαν αντιστοίχως οι από 21-2-2022 και 19-9-2022 εκθέσεις ενώπιον της Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αλεξοπούλου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Νοεμβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Σελίδα 37 της 1531/2022 ποινικής απόφασης του Αρείου Πάγου