ΔΕΕ 63/2024 Προδικαστική παραπομπή σχετικά με το καθεστώς πρόσφυγα και την επιρροή σοβαρού μη πολιτικού εγκλήματος που διαπράχθηκε εκτός χώρας ασύλου, σύμφωνα με την Οδηγία 2011/95/ΕΕ και το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2025 (*)

« Προδικαστική παραπομπή – Πολιτική ασύλου – Καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ – Άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποκλεισμός από το καθεστώς του πρόσφυγα – Λόγοι – Διάπραξη σοβαρού μη πολιτικού εγκλήματος εκτός της χώρας ασύλου πριν ο ενδιαφερόμενος γίνει δεκτός ως πρόσφυγας – Σημασία του γεγονότος ότι η ποινή έχει εκτιθεί »

Στην υπόθεση C‑63/24 [Galte] (i),

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας) με απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2024, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Ιανουαρίου 2024, στο πλαίσιο της δίκης

K. L.

κατά

Migracijos departamentas prie Lietuvos Respublikos vidaus reikalų ministerijos,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, S. Rodin, N. Piçarra, O. Spineanu-Matei και N. Fenger, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: L. Medina

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις V. Kazlauskaitė-Švenčionienė και E. Kurelaitytė,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs και M. Van Regemorter,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και R. Kanitz,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Bénard και την O. Duprat-Mazaré,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και A. Hanje,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις F. Blanc, M. Debieuvre και J. Jokubauskaitė,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9), σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του K. L. και του Migracijos departamentas prie Lietuvos Respublikos vidaus reikalų ministerijos (τμήματος μετανάστευσης που υπάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικών της Δημοκρατίας της Λιθουανίας) (στο εξής: τμήμα μετανάστευσης), σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να χορηγήσει στον K. L. το καθεστώς πρόσφυγα.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το διεθνές δίκαιο

3        Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954. Συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων που συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης).

4        Το άρθρο 1, ΣΤ, της Σύμβασης της Γενεύης ορίζει τα εξής:

«Αι διατάξεις της Σύμβασης ταύτης δεν εφαρμόζονται επί προσώπων διά τα οποία υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύη τις ότι:

[…]

β)      έχουν διαπράξει σοβαρόν αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου ευρισκόμενα εκτός της χώρας της εισδοχής πριν γίνουν ταύτα δεκτά ως πρόσφυγες υπό της χώρας ταύτης·

[…]».

5        Το άρθρο 33 της Σύμβασης ορίζει τα εξής:

«1.      Ουδεμία Συμβαλλομένη Χώρα θα απελαύνη ή θα επαναπροωθή, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, πρόσφυγας, εις τα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή ελευθερία αυτών απειλούνται δια λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων.

2.      Το εκ της παρούσης διατάξεως απορρέον ευεργέτημα δεν δύναται πάντως να επικαλήται πρόσφυξ όστις, διά σοβαράς αιτίας, θεωρείται επικίνδυνος εις την ασφάλειαν της χώρας ένθα ευρίσκεται ή όστις, έχων τελεσιδίκως καταδικασθή δι’ ιδιαιτέρως σοβαρόν αδίκημα, αποτελεί κίνδυνον διά την χώραν.»

 Το δίκαιο της Ένωσης

6        Η αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2011/95 έχει ως εξής:

«Η σύμβαση της Γενεύης […] [αποτελεί] τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού καθεστώτος για την προστασία των προσφύγων.»

7        Το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρείται ότι:

[…]

β)      έχει διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα εκτός της χώρας ασύλου πριν γίνει δεκτός ως πρόσφυγας, ήτοι πριν από τον χρόνο έκδοσης άδειας διαμονής βασισμένης στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα· οι ιδιαίτερα σκληρές πράξεις, έστω και αν διαπράττονται με υποτιθέμενο πολιτικό στόχο, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως σοβαρά μη πολιτικά εγκλήματα·

[…]».

8        Το άρθρο 21, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη σέβονται την αρχή της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τις διεθνείς τους υποχρεώσεις.»

 Το λιθουανικό δίκαιο

9        Το άρθρο 86, παράγραφος 1, του Lietuvos Respublikos įstatymas dėl užsieniečių teisinės padėties Nr. IX‑2206 (νόμου IX‑2206 της Δημοκρατίας της Λιθουανίας περί του νομικού καθεστώτος των αλλοδαπών), της 29ης Απριλίου 2004 (Žin., 2004, αριθ. 73-2539), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

«Το καθεστώς πρόσφυγα χορηγείται στον αιτούντα άσυλο ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, ευρίσκεται εκτός του κράτους της ιθαγένειάς του και δεν δύναται ή φοβάται να θέσει εαυτόν υπό την προστασία του εν λόγω κράτους ή εάν δεν έχει υπηκοότητα οιουδήποτε ξένου κράτους και ευρίσκεται εκτός του κράτους της προηγούμενης συνήθους διαμονής του και, για τους ανωτέρω λόγους, δεν δύναται ή φοβάται να επιστρέψει σε αυτό, εφόσον δεν εμπίπτει στους λόγους εξαίρεσης του άρθρου 88, παράγραφοι 1 και 2, του παρόντος νόμου.»

10      Το άρθρο 88, παράγραφος 2, σημείο 3, του ως άνω νόμου ορίζει τα εξής:

«Το καθεστώς πρόσφυγα δεν χορηγείται σε αιτούντα άσυλο ο οποίος πληροί τα κριτήρια του άρθρου 86, παράγραφος 1, του παρόντος νόμου εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι, πριν από την είσοδό του στη Δημοκρατία της Λιθουανίας, έχει διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα (οι ιδιαίτερα σκληρές πράξεις, έστω και αν διαπράττονται με υποτιθέμενο πολιτικό στόχο, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως σοβαρά μη πολιτικά εγκλήματα) ή έχει κριθεί ένοχος πράξεων αντίθετων προς τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών ή έχει υποκινήσει ή άλλως συμμετάσχει στη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων ή πράξεων.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

11      Στις 17 Φεβρουαρίου 2022 ο K. L., υπήκοος τρίτης χώρας, αφού διέσχισε παρανόμως τα σύνορα μεταξύ Λευκορωσίας και Λιθουανίας, υπέβαλε αίτηση ασύλου και προσωρινής άδειας διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος. Δήλωσε ότι είχε καταδικαστεί αναίτια τρεις φορές από τις αρχές της χώρας καταγωγής του, ο δε πραγματικός λόγος για τις καταδίκες αυτές ήταν η δράση του στην πολιτική αντιπολίτευση. Ο K. L. είχε εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του διότι οι αρχές επιβολής του νόμου είχαν ανακρίνει άλλα πρόσωπα, γεγονός το οποίο είχε ερμηνεύσει ως ένδειξη ότι ετοιμάζονταν περαιτέρω ποινικές διαδικασίες σε βάρος του για τη διάδοση πολιτικών πληροφοριών και την οργάνωση συγκεντρώσεων.

12      Το τμήμα μετανάστευσης έκρινε ότι ο K. L. μπορούσε να υπαχθεί στο καθεστώς πρόσφυγα στη Λιθουανία. Συγκεκριμένα, κατά το τμήμα μετανάστευσης, δεδομένου ότι ο ενδιαφερόμενος είχε επικρίνει δημοσίως τις αρχές της χώρας καταγωγής του, ήταν πιθανό να υποστεί διώξεις εκεί. Κατά το εν λόγω τμήμα, η σύλληψη του K. L. στη χώρα αυτή και η ποινική δίωξή του λόγω των δημοσιεύσεών του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν αναμενόμενη.

13      Τούτου λεχθέντος, λαμβανομένων υπόψη των ποινικών διαδικασιών που είχαν κινηθεί σε βάρος του K. L. στο παρελθόν και του ύψους των ποινών που του είχαν επιβληθεί, το τμήμα μετανάστευσης θεώρησε ότι αυτός είχε διαπράξει αδικήματα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα», κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, σημείο 3, του νόμου IX‑2206 της Δημοκρατίας της Λιθουανίας περί του νομικού καθεστώτος των αλλοδαπών, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης.

14      Ως εκ τούτου, με απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2023, το τμήμα μετανάστευσης απέρριψε την αίτηση διεθνούς προστασίας του K. L. Ωστόσο, του χορήγησε προσωρινή άδεια διαμονής λόγω της απαγόρευσης απομάκρυνσής του προς τη χώρα καταγωγής του, όπου θα μπορούσε να διωχθεί εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων.

15      Με απόφαση της 30ής Μαρτίου 2023, το Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο του Βίλνιους, Λιθουανία) απέρριψε την προσφυγή του K. L. ως αβάσιμη. Το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, επιλήφθηκε της εφέσεως που άσκησε ο K. L. κατά της ανωτέρω αποφάσεως.

16      Ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, ο K. L. υποστηρίζει ότι έχει ήδη εκτίσει την ποινή στην οποία είχε καταδικαστεί για το αδίκημα λόγω του οποίου το τμήμα μετανάστευσης αρνήθηκε να του αναγνωρίσει το καθεστώς πρόσφυγα. Επικαλούμενος δημοσιεύσεις της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR), ο K. L. υποστηρίζει ότι η ρήτρα αποκλεισμού από το καθεστώς πρόσφυγα που περιλαμβάνεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 δεν έχει πλέον εφαρμογή.

17      Το τμήμα μετανάστευσης, εκτιμώντας ότι από την οδηγία 2011/95 και από τη λιθουανική νομοθεσία δεν προκύπτει σαφής ορισμός της έννοιας του «σοβαρού μη πολιτικού εγκλήματος», στηρίχθηκε, αφενός, στο έγγραφο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) του Οκτωβρίου 2021, με τίτλο «Πρακτικός οδηγός της EASO σχετικά με τον αποκλεισμό για σοβαρά (μη πολιτικά) εγκλήματα», προκειμένου να χαρακτηρίσει ένα από τα αδικήματα που διέπραξε ο ενδιαφερόμενος ως «σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα», και, αφετέρου, στη σελίδα 35 του εγγράφου της EASO του Ιανουαρίου 2017, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρακτικός οδηγός: Αποκλεισμός», προκειμένου να συναγάγει, για την περίπτωση στην οποία ο αιτών διεθνή προστασία έχει εκτίσει την ποινή του, ότι η αρμόδια αρχή διαθέτει διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95.

18      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η σημασία της περιστάσεως αυτής δεν έχει διευκρινιστεί μέχρι σήμερα, ούτε με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 2010, B και D, C‑57/09 και C‑101/09 (EU:C:2010:661), και της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Ahmed, C‑369/17 (EU:C:2018:713), με τις οποίες παρέχονται διευκρινίσεις ως προς το περιεχόμενο του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, ούτε με τα έγγραφα της EASO. Το έγγραφο του Ιανουαρίου 2016, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποκλεισμός: άρθρα 12 και 17 της οδηγίας περί αναγνωρίσεως (2011/95/ΕΕ)», δεν λαμβάνει θέση, ενώ εκείνο του Οκτωβρίου 2021, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πρακτικός οδηγός της EASO σχετικά με τον αποκλεισμό για σοβαρά (μη πολιτικά) εγκλήματα», δεν περιλαμβάνει εξαντλητικό κατάλογο κριτηρίων για τον προσδιορισμό ενός σοβαρού εγκλήματος.

19      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο, το οποίο εκτιμά ότι η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής δεν σχετίζεται, από τη φύση της, με τη βαρύτητα της πράξεως που τέλεσε ο αιτών διεθνή προστασία ή με την ατομική ευθύνη του, διερωτάται ως προς τις συνέπειες της περιστάσεως αυτής επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, λαμβανομένου υπόψη του σημείου 157 του εγγράφου HCR/1P/4/FRE/REV.4 της HCR, του Φεβρουαρίου 2019, με τίτλο «Εγχειρίδιο για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το πρωτόκολλο του 1967 για το καθεστώς των προσφύγων», καθώς και της σελίδας 35 του εγγράφου της EASO του Ιανουαρίου 2017 με τίτλο «Πρακτικός οδηγός: Αποκλεισμός», από τα οποία προκύπτει, κατά το αιτούν δικαστήριο, ότι το γεγονός ότι ο αιτών διεθνή προστασία έχει ήδη εκτίσει την ποινή του, έχει τύχει χάριτος ή έχει λάβει αμνηστία μπορεί να έχει σημασία για την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως.

20      Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 18 του Χάρτη, το δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένων των κανόνων της Σύμβασης της Γενεύης και σύμφωνα με τη Συνθήκη ΕΕ και τη Συνθήκη ΛΕΕ. Το Δικαστήριο, με τη σκέψη 50 της αποφάσεως της 2ας Μαΐου 2018, K. και H. F. (Δικαίωμα διαμονής και ισχυρισμοί περί εγκλημάτων πολέμου) (C‑331/16 και C‑366/16, EU:C:2018:296), έκρινε ότι οι λόγοι αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1, τμήμα ΣΤ, της Σύμβασης της Γενεύης και στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 προβλέφθηκαν με σκοπό να αποκλείονται από το καθεστώς του πρόσφυγα τα πρόσωπα εκείνα τα οποία δεν κρίνονται άξια της προστασίας που αυτό συνεπάγεται.

21      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η υποχρεωτική συνεκτίμηση, για τους σκοπούς του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της ως άνω οδηγίας, της εκτέλεσης επιβληθείσας ποινής, της απονομής χάριτος ή της χορήγησης αμνηστίας θα μπορούσε να αντιβαίνει στον εν λόγω σκοπό. Συγκεκριμένα, η συνεκτίμηση αυτή θα μπορούσε να θέσει σε δεύτερη μοίρα την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως ή της ατομικής ευθύνης του αιτούντος άσυλο.

22      Τούτου λεχθέντος, οι λόγοι αποκλεισμού, ως εξαιρέσεις ή περιορισμοί στην εφαρμογή ανθρωπιστικών κανόνων, πρέπει, κατά το αιτούν δικαστήριο, να ερμηνεύονται με ιδιαίτερη προσοχή. Συναφώς, το σημείο 18 του εγγράφου EC/47/SC/CRP.29 της εκτελεστικής επιτροπής της UNHCR, της 30ής Μαΐου 1997, με τίτλο «Σημείωμα σχετικά με τις ρήτρες αποκλεισμού», αναφέρεται στην απαίτηση σταθμίσεως του διαπραχθέντος εγκλήματος με τη σοβαρότητα των διώξεων στις οποίες ο ενδιαφερόμενος πιθανώς θα εκτεθεί στη χώρα καταγωγής του. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η απαίτηση αυτή πληρούται όταν, όπως εν προκειμένω, η αρχή της μη επαναπροώθησης διασφαλίζεται έναντι του αιτούντος ακόμη και στην περίπτωση που δεν του χορηγηθεί άσυλο.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Lietuvos vyriausiasis administracinis teismas (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Λιθουανίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας [2011/95], σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του [Χάρτη], την έννοια ότι, κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν οι πράξεις προσώπου, το οποίο πληροί κατά τα λοιπά τα κριτήρια για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα, καλύπτονται από τον προβλεπόμενο στο ως άνω άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, λόγο αποκλεισμού από το καθεστώς του πρόσφυγα, υφίσταται υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη η ήδη εκτιθείσα από το εν λόγω πρόσωπο ποινή, η χορηγηθείσα σε αυτό χάρη ή αμνηστία ή οποιαδήποτε άλλη περίσταση παρόμοιας φύσεως;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

24      Προκαταρκτικώς, παρατηρείται ότι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι ο αιτών διεθνή προστασία στην υπόθεση της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι εξέτισε την ποινή για το έγκλημα για το οποίο το τμήμα μετανάστευσης αρνήθηκε να του χορηγήσει το καθεστώς πρόσφυγα. Υπό το πρίσμα των πληροφοριών που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, δεν τίθεται ζήτημα απονομής χάριτος ή χορήγησης αμνηστίας.

25      Επομένως, όσον αφορά τις περιστάσεις αυτές, η απάντηση του Δικαστηρίου στο υποβληθέν ερώτημα δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

26      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 18 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι, κατά την εκτίμηση του κατά πόσον οι πράξεις αιτούντος διεθνή προστασία, ο οποίος κατά τα λοιπά πληροί τα κριτήρια υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα, καλύπτονται από τον προβλεπόμενο στο ως άνω άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, λόγο αποκλεισμού από το εν λόγω καθεστώς, οι αρχές και, ενδεχομένως, τα αρμόδια δικαστήρια του οικείου κράτους μέλους πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι ο αιτών έχει εκτίσει την ποινή στην οποία καταδικάστηκε για τις πράξεις που τέλεσε.

27      Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρείται ότι έχει διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα εκτός της χώρας ασύλου πριν γίνει δεκτός ως πρόσφυγας.

28      Κατά πάγια νομολογία, σύμφωνα με τις επιταγές τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας, το γράμμα διάταξης του δικαίου της Ένωσης η οποία, όπως το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο [πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2023, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα), C‑402/22, EU:C:2023:543, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

29      Συναφώς, δεδομένου ότι ούτε το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ούτε κάποια άλλη διάταξη της οδηγίας ορίζει τον όρο «ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα», ο όρος αυτός πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη συνήθη έννοιά του στην καθομιλουμένη, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου χρησιμοποιείται και των σκοπών της ρύθμισης στην οποία εντάσσεται [πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2023, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα), C‑402/22, EU:C:2023:543, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

30      Κατά πρώτον, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ο προβλεπόμενος σε αυτό λόγος αποκλεισμού αποσκοπεί στην τιμωρία πράξεων που διαπράχθηκαν στο παρελθόν (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, B και D, C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661, σκέψη 103).

31      Όσον αφορά τη συνήθη έννοια των χρησιμοποιούμενων όρων, μολονότι η λέξη «έγκλημα» παραπέμπει σε πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν, ήτοι στον χρόνο τέλεσης του εγκλήματος αυτού, ο προσδιορισμός «σοβαρό» προσθέτει ένα στοιχείο εκτίμησης το οποίο, αντιθέτως, μπορεί να μεταβληθεί με την πάροδο του χρόνου. Επομένως, δεν αποκλείεται η εκτίμηση της σοβαρότητας μιας αξιόποινης πράξης να είναι διαφορετική κατά τον χρόνο τελέσεώς της απ’ ό,τι κατά τον χρόνο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας.

32      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη συστηματική ερμηνεία, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 18 του Χάρτη, το δικαίωμα ασύλου διασφαλίζεται τηρουμένων, μεταξύ άλλων, των κανόνων της Σύμβασης της Γενεύης.

33      Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2011/95, η Σύμβαση της Γενεύης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού καθεστώτος για την προστασία των προσφύγων. Επομένως, οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας πρέπει να ερμηνεύονται όχι μόνον υπό το πρίσμα της όλης οικονομίας της, αλλά και σύμφωνα με τη συγκεκριμένη Σύμβαση [πρβλ. απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 2024, Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Μεταγενέστερη μεταβολή θρησκεύματος), C‑222/22, EU:C:2024:192, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

34      Στο πλαίσιο αυτό, λαμβανομένης υπόψη της αποστολής την οποία η Σύμβαση της Γενεύης αναθέτει στην HCR, τα έγγραφα που αυτή εκδίδει έχουν ιδιαίτερη σημασία [απόφαση της 16 Ιανουαρίου 2024, Intervyuirasht organ na DAB pri MS (Γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας), C‑621/21, EU:C:2024:47, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

35      Όσον αφορά το άρθρο 1, ΣΤ, στοιχείο βʹ, της εν λόγω Σύμβασης, του οποίου το γράμμα είναι ανάλογο εκείνου του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, το σημείο 157 του εγγράφου HCR/1P/4/FRE/REV.4 της UNHCR του Φεβρουαρίου 2019, με τίτλο «Εγχειρίδιο για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το πρωτόκολλο του 1967 για το καθεστώς των προσφύγων», αναφέρει ότι «[τ]ο γεγονός ότι το πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα έχει ήδη εκτίσει την ποινή του ή έχει τύχει χάριτος ή αμνηστίας θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη».

36      Κατά τρίτον, ο σκοπός των λόγων αποκλεισμού κατά την οδηγία 2011/95 συνίσταται στη διαφύλαξη της αξιοπιστίας του συστήματος διεθνούς προστασίας που αυτή προβλέπει, τηρουμένης της Σύμβασης της Γενεύης (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, B και D, C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661, σκέψη 115).

37      Συναφώς, πρώτον, το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας επιδιώκει διττό σκοπό, ο οποίος συνίσταται στο να αποκλείονται από το καθεστώς του πρόσφυγα τα πρόσωπα εκείνα που δεν κρίνονται άξια της προστασίας που αυτό συνεπάγεται, καθώς και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο η χορήγηση του καθεστώτος αυτού να επιτρέπει σε αυτουργούς ορισμένων σοβαρών εγκλημάτων να απαλλάσσονται από την ποινική τους ευθύνη [πρβλ. απόφαση της 2ας Μαΐου 2018, K. και H. F. (Δικαίωμα διαμονής και ισχυρισμοί περί εγκλημάτων πολέμου), C‑331/16 και C‑366/16, EU:C:2018:296, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

38      Η συνεκτίμηση, όμως, του γεγονότος ότι ο αιτών διεθνή προστασία έχει εκτίσει την ποινή στην οποία καταδικάστηκε για τις πράξεις που τέλεσε δεν αντιβαίνει στον διττό αυτό σκοπό. Συγκεκριμένα, αφενός, ο αποκλεισμός από το καθεστώς του πρόσφυγα ενός προσώπου που έχει ήδη εκτίσει την ποινή που του επιβλήθηκε για το επίμαχο έγκλημα δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τον σκοπό που συνίσταται στην αποτροπή του ενδεχομένου να αποφύγει το εν λόγω πρόσωπο την ποινική ευθύνη του για το συγκεκριμένο έγκλημα. Αφετέρου, όσον αφορά τον σκοπό που συνίσταται στον αποκλεισμό από το καθεστώς πρόσφυγα των προσώπων εκείνων που δεν κρίνονται άξια της προστασίας που αυτό συνεπάγεται, η τέλεση σοβαρών αδικημάτων σε ορισμένη χρονική στιγμή της ζωής ενός προσώπου δεν καθιστά κατ’ ανάγκην το πρόσωπο αυτό ανάξιο διεθνούς προστασίας στο διηνεκές, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ άλλων, η πιθανή επανένταξή του.

39      Δεύτερον, ο αποκλεισμός από το καθεστώς του πρόσφυγα για τον λόγο που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 σχετίζεται με τη σοβαρότητα των πράξεων που τελέσθηκαν, η οποία πρέπει να είναι τέτοιου βαθμού ώστε ο ενδιαφερόμενος να μην μπορεί νομίμως να ζητήσει την προστασία που περιλαμβάνει το καθεστώς του πρόσφυγα (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, B και D, C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661, σκέψη 108).

40      Κατά πάγια νομολογία, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους μπορεί να επικαλεστεί τον λόγο αποκλεισμού που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας μόνον αφού προβεί, για κάθε περίπτωση ατομικά, σε εκτίμηση των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών των οποίων έχει λάβει γνώση, προκειμένου να κρίνει αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι οι πράξεις που τέλεσε ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά τα κριτήρια υπαγωγής στο ζητούμενο καθεστώς, εμπίπτουν στον συγκεκριμένο λόγο αποκλεισμού, για τη δε εκτίμηση της σοβαρότητας του επίμαχου αδικήματος απαιτείται πλήρης εξέταση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης [πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2023, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα), C‑402/22, EU:C:2023:543, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

41      Επομένως, η απόφαση αποκλεισμού ενός προσώπου από το καθεστώς του πρόσφυγα δεν πρέπει να λαμβάνεται αυτομάτως (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2010, B και D, C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661, σκέψεις 91 και 93, καθώς και της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Ahmed, C‑369/17, EU:C:2018:713, σκέψη 49).

42      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, o αποκλεισμός από το καθεστώς του πρόσφυγα, δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, ούτε προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος συνιστά ενεστώτα κίνδυνο για το κράτος μέλος υποδοχής [πρβλ. απόφαση της 2ας Μαΐου 2018, K. και H. F. (Δικαίωμα διαμονής και ισχυρισμοί περί εγκλημάτων πολέμου), C‑331/16 και C‑366/16, EU:C:2018:296, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία] ούτε απαιτεί έλεγχο αναλογικότητας συνεπαγόμενο την εκ νέου αξιολόγηση του βαθμού σοβαρότητας των τελεσθεισών πράξεων (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, B και D, C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661, σκέψη 109) δεν αντιτίθεται στη συνεκτίμηση του γεγονότος ότι ο ενδιαφερόμενος έχει εκτίσει την ποινή του, προκειμένου να διαπιστωθεί αν αυτός εμπίπτει στον ως άνω λόγο αποκλεισμού.

43      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το γεγονός ότι ο αιτών διεθνή προστασία έχει εκτίσει την ποινή του συνιστά στοιχείο το οποίο πρέπει κατ’ ανάγκην να λαμβάνεται υπόψη από την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους κατά την εκ μέρους της εξέταση όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης.

44      Τούτου λεχθέντος, διευκρινίζεται ότι, όπως επισήμαναν, κατ’ ουσίαν, η Λιθουανική, η Γαλλική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, το ως άνω γεγονός δεν συνιστά, αφ’ εαυτού, εμπόδιο για την εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95.

45      Πράγματι, το γεγονός ότι έχει εκτίσει την ποινή του αποτελεί μία μόνον από τις περιστάσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να κριθεί αν ο αιτών διεθνή προστασία πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στον λόγο αποκλεισμού που προβλέπει η εν λόγω διάταξη. Προκειμένου να εκτιμήσει τη σοβαρότητα του επίμαχου αδικήματος, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να εξετάσει, μεταξύ άλλων, το είδος της εν λόγω πράξεως, την επαπειλούμενη και επιβληθείσα ποινή, το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την αξιόποινη συμπεριφορά, τη συμπεριφορά του ενδιαφερομένου κατά την περίοδο αυτή και την τυχόν μεταμέλεια που επέδειξε.

46      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι ο αποκλεισμός προσώπου από το καθεστώς του πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας δεν συνεπάγεται τη λήψη θέσης όσον αφορά το διακριτό ζήτημα αν το πρόσωπο αυτό πρέπει να απελαθεί προς τη χώρα καταγωγής του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, B και D, C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661, σκέψη 110)

47      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 18 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι, κατά την εκτίμηση του κατά πόσον οι πράξεις αιτούντος διεθνή προστασία, ο οποίος κατά τα λοιπά πληροί τα κριτήρια υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα, καλύπτονται από τον προβλεπόμενο στο ως άνω άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, λόγο αποκλεισμού από το εν λόγω καθεστώς, οι αρχές και, ενδεχομένως, τα αρμόδια δικαστήρια του οικείου κράτους μέλους πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι ο αιτών έχει εκτίσει την ποινή στην οποία καταδικάστηκε για τις πράξεις που τέλεσε, χωρίς ωστόσο η περίσταση αυτή να εμποδίζει, αφ’ εαυτής, τον αποκλεισμό του αιτούντος από το καθεστώς του πρόσφυγα δυνάμει της εν λόγω διατάξεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

48      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 18 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει την έννοια ότι:

κατά την εκτίμηση του κατά πόσον οι πράξεις αιτούντος διεθνή προστασία, ο οποίος κατά τα λοιπά πληροί τα κριτήρια υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα, καλύπτονται από τον προβλεπόμενο στο ως άνω άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, λόγο αποκλεισμού από το εν λόγω καθεστώς, οι αρχές και, ενδεχομένως, τα αρμόδια δικαστήρια του οικείου κράτους μέλους πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι ο αιτών έχει εκτίσει την ποινή στην οποία καταδικάστηκε για τις πράξεις που τέλεσε, χωρίς ωστόσο η περίσταση αυτή να εμποδίζει, αφ’ εαυτής, τον αποκλεισμό του αιτούντος από το καθεστώς του πρόσφυγα δυνάμει της εν λόγω διατάξεως.

(υπογραφές)

Πηγή : curia.europa.eu

To Top