ΑΡΙΘΜΟΣ 261/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου και Παρασκευή Τσούμαρη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αδαμαντίας Οικονόμου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Θ. Κ. του Κ. , κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Θεοχάρη Δαλακούρα και Στέργιο Γιαλάογλου, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 394/2019 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης. Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αρ. 51/13-7-2020 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 786/2020.

Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως και τους πληρεξουσίους δικηγόρους του αναιρεσείοντα, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση με αρ. 51/13-7-2020 αίτηση του Θ. Κ. του Κ. , για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 394/2019 καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, έχει ασκηθεί νομότυπα, με δήλωση του αιτούντος, ενώπιον του γραμματέα του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου και εμπρόθεσμα (άρθρα 464,473 παρ.2 και 3, 474, 504 του ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει, να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ουσίαν.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 390 του Π.Κ. “1. Όποιος κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης προκαλεί εν γνώσει του βέβαιη ζημία στην περιουσία άλλου της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας, απαιτείται αντικειμενικώς α) πρόσωπο που έχει την επιμέλεια ή διαχείριση της περιουσίας άλλου, η τελευταία ιδιότητα μπορεί να πηγάζει από δικαιοπραξία (λ.χ. σύμβαση εντολής, πληρεξουσιότητας, εργασίας) ή εκ του νόμου (όπως στην περίπτωση διαχειριστή νομικού προσώπου) και πρέπει να υπάρχει στο δράστη κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, ενώ η επιμέλεια ή διαχείριση μπορεί να αφορά σε όλη την περιουσία ή σε μέρος της ή και σε μία μόνο πράξη, β) πράξη ή παράλειψη προκαλούσα ζημία στην περιουσία άλλου. Η πράξη πρέπει να εμφανίζεται ως εξωτερική και δικαιοπρακτική και, κατά κανόνα, τέτοιο χαρακτήρα έχουν οι δικαιοπραξίες (λ.χ. πώληση, δωρεά, μίσθωση κτλ), οι οιονεί δικαιοπραξίες (λ.χ. όχληση, καταγγελία κτλ), οι διαδικαστικές πράξεις (λ.χ. ομολογία αγωγής, παραίτηση από δικόγραφο κτλ), οι δικαιοπρακτικές παραλείψεις (λ.χ. σιωπηρή ανανέωση σύμβασης διαρκείας κτλ), χωρίς να αρκεί η ενέργεια υλικών πράξεων, αλλά πρέπει να υπάρχει δυνατότητα πρωτοβουλίας και λήψης αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη του διαχειριστή και η πράξη ή η παράλειψη να επιφέρει ζημία στην ξένη περιουσία, χωρίς όμως σκοπό ιδιοποίησης. Αντίθετα, δεν συνιστούν διαχειριστικές πράξεις εσωτερικές ενέργειες με υλικό ή και δικαιοπρακτικό χαρακτήρα (λ.χ. διαχειριστής διαγράφει αρχείο πελατών, λαμβάνει χωρίς δικαίωμα άτοκο δάνειο από το ταμείο της εταιρείας και μηνιαία αντιμισθία υψηλότερη από την εγκριθείσα κτλ). Έτσι, αν η ζημία γίνει με εσωτερική ενέργεια, η οποία δεν εμφανίζεται εξωτερικά ως διαχειριστική πράξη, όπως με ιδιοποίηση ή καταστροφή ξένου πράγματος λαμβάνει τον χαρακτήρα της υπεξαίρεσης ή της φθοράς. Ως περιουσία νοείται η κινητή ή ακίνητη, την οποία ο δράστης διαχειρίζεται ή έχει την επιμέλειά της, γι` αυτό και, όταν πρόκειται περί περιουσίας νομικού προσώπου η περιουσία είναι ξένη για τον διαχειριστή, η δε ζημία μπορεί να είναι θετική ή αποθετική. Συνιστά ζημία και η διακινδύνευση, η οποία πρέπει να προκαλείται με την κατάχρηση της παραπάνω εξουσίας του δράστη και δεν αίρεται η ζημία εκ του ότι ο ζημιωθείς έχει αξίωση αποζημίωσης. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που πρέπει να είναι άμεσος, καθόσον η διατύπωση του παραπάνω άρθρου, είναι “με γνώση”, ήτοι πρόκειται για έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση επαγωγής της ζημίας, δηλαδή της βλάβης της περιουσίας, αρκούσης και πιθανότητας ως προς την επέλευση του κινδύνου, ενώ τα κίνητρα και ο περαιτέρω σκοπός είναι αδιάφορα και δεν απαιτείται σκοπός οφέλους, όπως νοσφισμού. Τέλος, η ζημία πρέπει να οφείλεται στην παραβίαση των κανόνων της επιμελούς διαχείρισης (ΑΠ 593/2019).

Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 375 παρ.1 του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του, ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου, ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ένα έτος και χρηματική ποινή. Κατά δε την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, αν η αξία του αντικειμένου στην παράγραφο 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, απαιτούνται αντικειμενικά: α) Το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, δηλαδή το κινητό πράγμα, να είναι ξένο με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει κατά το αστικό δίκαιο σε άλλον, και όχι στον δράστη, β) Η κατοχή του κινητού πράγματος να έχει περιέλθει στον δράστη με οποιονδήποτε τρόπο κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, γ) Παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, δηλαδή πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) με την οποία αυτός εκδηλώνει την πρόθεση του να ενσωματώσει το ξένο πράγμα στην ιδιοκτησία του, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς σχετικό δικαίωμα από τον νόμο ή από δικαιοπραξία, που να παρέχει στον δράστη δικαιολογητική αιτία ιδιοποίησης, δ) Συνδρομή μίας από τις περιοριστικά αναφερόμενες στην παρ. 2 του άρθρου 375 ΠΚ περιπτώσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται και η περίπτωση που ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το κινητό πράγμα στον δράστη λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου ή ως διαχειριστή ξένης περιουσίας.

Ως εμπίστευση νοείται η παράδοση της κατοχής του πράγματος σε πρόσωπο που έχει τις προαναφερόμενες ιδιότητες, οι οποίες παρέχουν στον ιδιοκτήτη την προσδοκία ότι η κατοχή θα ασκηθεί για λογαριασμό του και ότι το πράγμα θα αποδοθεί σ’ αυτόν.

Ο εντολοδόχος νοείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 επ. ΑΚ, δηλαδή πρέπει μεταξύ αυτού και του παθόντος να υπάρχει σύμβαση εντολής. Ενώ ως διαχειριστής ξένης περιουσίας νοείται εκείνος που ενεργεί (όχι απλώς υλικές αλλά) νομικές διαχειριστικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα την οποία αντλεί από τον νόμο ή από σύμβαση. Επιπλέον απαιτείται το πράγμα να περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ακόμη ως διαχειριστής ξένης περιουσίας μπορεί να είναι και εκείνος που εν τοις πράγμασι (de facto) ασκεί διαχείριση. Για τη στοιχειοθέτηση δε της υποκειμενικής υπόστασης της υπεξαίρεσης, απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια παράνομης ιδιοποίησης του πράγματος με την παραπάνω έννοια δηλαδή και με την κατακράτηση ή την άρνηση της απόδοσής του στον ιδιοκτήτη (ΑΠ 710/2016).

Μεταξύ των ανωτέρω αδικημάτων δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή κατ’ιδέαν συρροή, όταν η περιουσιακή ζημία της απιστίας ταυτίζεται με το αντικείμενο της υπεξαίρεσης. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει απιστία, διότι η ιδιοποίηση δεν συνιστά εξωτερική ενέργεια που απαιτείται κατά τα προεκτεθέντα για την συνδρομή της απιστίας. Αντίθετα υφίσταται αληθινή πραγματική συρροή μεταξύ των δύο ανωτέρω αδικημάτων όταν η περιουσιακή ζημία, δεν ταυτίζεται με το αντικείμενο της υπεξαίρεσης. Με άλλα λόγια το αδίκημα της απιστίας διακρίνεται από εκείνο της υπεξαίρεσης, διότι για την στοιχειοθέτηση του πρώτου, απαιτείται επέλευση βλάβης στην περιουσία τρίτου προσώπου, χωρίς σκοπό νοσφισμού, ο οποίος αποτελεί κεντρικό στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της υπεξαίρεσης. Λεκτέο τέλος ότι το έγκλημα της απιστίας τελεί κατά κανόνα σε σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού με αυτό της υπεξαίρεσης, όταν το υλικό αντικείμενο της πρώτης ταυτίζεται με την περιουσιασκή βλάβη της υπεξαίρεσης, καθόσον στην περίπτωση αυτή η τελευταία διαπράττεται με υλική πράξη και όχι με πράξη διαχείρισης όπως απαιτεί η προαναφερθείσα διάταξη (ΑΠ 532/2011, 69/2007,187/2006,2266/2002).
Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` Κ.Ποιν.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, με αριθμό 394/2019, απόφασής του, το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα επί λέξει πραγματικά περιστατικά: ” Με την υπ’αριθμ. 17895/5-11-1996 πράξη του συμβολαιογράφου Ξάνθης Μ. Τ. , όπως αυτή διορθώθηκε και επαναλήφθηκε με την υπ’ αριθμ. 18000/30-12-1996 πράξη του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, ιδρύθηκε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “ETAIPΙA ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΞΑΝΘΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΟΤΑ” και το διακριτικό τίτλο “Ε.Α.ΠΑ.Ξ Α.Ε. ΟΤΑ”, με έδρα την Ξάνθη, η οποία καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών (ΜΑΕ) του Τμήματος Εμπορίου της Νομαρχίας Ξάνθης και η σχετική ανακοίνωση της καταχώρισης δημοσιεύθηκε νόμιμα στο υπ’αριθμ. 246/21-1-1997 ΦΕΚ (Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ). Οι καταστατικοί σκοποί της εταιρίας αφορούσαν “την παραγωγή, αναπαραγωγή, υποβοήθηση, διαχείριση και υλοποίηση των προϋποθέσεων, μέσων, διαδικασιών της ενδογενούς ανάπτυξης στην περιοχή της Παλιάς Ξάνθης του Δήμου Ξάνθης ειδικότερα, αλλά και ευρύτερα στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Αποβλέπει στην δημιουργία προϋποθέσεων και την υλοποίηση προγραμμάτων και έργων για τη σύμμετρη και ολοκληρωμένη ανάπτυξη της πόλης της Ξάνθης και του νομού Ξάνθης από οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική, πολιτική και πολιτιστική άποψη, Η επιδίωξη και υλοποίηση της ολοκληρωμένης τοπικής ανάπτυξης θα συντελείται εντός του πλαισίου του στρατηγικού σχεδιασμού της εταιρίας στην προοπτική μιας άριστης αξιοποίησης ανθρώπινων και υλικών πόρων. Πόρων (ανθρώπινων, υλικών, χρηματικών) του ενδογενούς και ευρωπαϊκού, διεθνικού δυναμικού, ιδιωτικού και κοινωνικού τομέα (τοπικό, περιφερειακό, εθνικό επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης)..”. Οι καταστατικοί της εταιρίας σκοποί, συμπληρωνόταν με τους καταστατικούς στόχους και τους άξονες δράσης για την επίτευξη των στόχων, όπως ειδικότερα αναφέρονται τα ως άνω στο άρθρο 3 του καταστατικού αυτής. Το κατά την ίδρυση της εταιρίας μετοχικό της κεφάλαιο ορίστηκε σε 30.000.000 δραχμές, διαιρούμενο σε 3.000 μετοχές, ονομαστικής αξίας 10.000 δραχμών εκάστη. Μέτοχοι της εταιρίας, κατά την ιδρυτική της πράξη, ήταν: 1) ο Δήμος Ξάνθης, ήτοι ΟΤΑ α’ Βαθμού, που έλαβε 1.140 μετοχές, 2) η Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης Ξάνθης (Δ.Ε.Υ.Α.Ξ.), ήτοι ν.π.ι.δ. κοινωφελούς χαρακτήρα(άρθρο Ιπαρ.1 ν.1069/1980, που ανήκει στα νομικά πρόσωπα του άρθρου 263 Α ΠΚ, ως εξυπηρετούν με αποκλειστική εκμετάλλευση την παροχή νερού στους δημότες [βλ.σχ.ΑΠ 876/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]), που έλαβε 870 μετοχές, 3) το Συμβούλιο Περιοχής 1ης Εδαφικής Περιφέρειας Νομού Ξάνθης, ήτοι όργανο ΟΤΑ α’ Βαθμού, που αποσκοπούσε στην κοινή εξυπηρέτηση των Ο.Τ.Α. – μελών του (άρθρο 214 πδ 410/1995 (ΔΚΚ), βλ.σχ. για τη νομική φύση των Συμβουλίων Περιοχής ΣτΕ 26/1997 ΑρχΝ 2000.437), που έλαβε 300 μετοχές, 4) η Εταιρία Αξιοποίησης Περιουσίας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, ήτοι ειδικό νομικό πρόσωπο διφυούς χαρακτήρα, με σκοπό τη διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας του Πανεπιστημίου(άρθρο 3 παρ.7 ν.1268/1982 και πδ 108/1989), με μετοχικό κεφάλαιο εκφραζόμενο σε μία μόνο μετοχή, λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια στις συναλλαγές με τρίτους, αλλά τελούν υπό τον πλήρη ιδιοκτησιακό έλεγχο και εποπτεία του Πανεπιστημίου (ν.π.δ.δ.) και ως εκ τούτου εξυπηρετούν δημόσιο σκοπό (βλ.σχ. ΑΠ 1330/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ που δέχεται ότι έχει το χαρακτήρα ν.π.δ.δ.), που έλαβε 300 μετοχές, 5) η Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Νομού Ξάνθης (Τ.Ε.Δ.Κ.), ήτοι όργανο ΟΤΑ α’ βαθμού, που αποσκοπούσε στην κοινή εξυπηρέτηση των Ο.Τ.Α. – μελών του (άρθρο 206 πδ 410/1995 (ΔΚΚ), βλ.σχ. για τη νομική φύση των Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων ΣτΕ 27/2006 ΧρΙΔ 2006.522), που έλαβε 150 μετοχές, 6) η Ιερά Μητρόπολη Ξάνθης, ήτοι ν.π.δ.δ. (άρθρο 1 παρ.4 ν.590/1977), που έλαβε 150 μετοχές και 7) το Βιοτεχνικό- Βιομηχανικό-Εμπορικό Επιμελητήριο Ξάνθης, ήτοι ν.π.δ.δ. (άρθρο 1 παρ.1 ν.2081/1992), που έλαβε 90 μετοχές. Η παραπάνω αναπτυξιακή εταιρία λειτούργησε από την ίδρυσή της μέχρι και τον Οκτώβριο του έτους 2012, που λύθηκε και τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης (ΦΕΚ 3996-1/23-10-2012, όπου δημοσιεύθηκε η απόφαση της Γ.Σ. περί θέσεως της εταιρίας σε εκκαθάριση). Κατά το χρονικό διάστημα από 7-5-2001 μέχρι 19-4-2010 ο πρώτος κατηγορούμενος Θ. Κ. είχε την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου της εν λόγω εταιρίας και ασκούσε ουσιαστική εκπροσωπευτική και διαχειριστική εξουσία. Κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα υπεύθυνος ταμείου και Διευθυντής της ΕΑΠΑΞ ΑΕ ΟΤΑ ήταν ο έτερος κατηγορούμενος Γ. Δ., οικονομολόγος. Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς τους περί μη ανάμιξής τους στη διαχείριση της εταιρίας, σε αγαστή συνεργασία και μετά από συνεννόηση, ασχολούνταν με τα λειτουργικά και οικονομικά ζητήματα της εν λόγω εταιρίας και ήταν γνώστες των λογιστικών παραμέτρων και των οικονομικών δεδομένων της, επιβοηθούντος σ’αυτό του μορφωτικού τους επιπέδου και της κύριας επαγγελματικής τους ενασχόλησης, ασχέτως αν προς διευκόλυνση του έργου του δευτέρου κατηγορουμένου, ως οικονομικού διευθυντού της εταιρίας, υπήρχε συνεργασία με εξωτερικούς συνεργάτες- λογιστές, η οποία πάντως περιοριζόταν κατά κύριο λόγο στην καταχώριση παραδιδόμενων σ’αυτούς παραστατικών και στον υπολογισμό των βάσει αυτών αποδοτέων φόρων, χωρίς οι εξωτερικοί συνεργάτες να συμμετέχουν στην τήρηση των οικονομικών καταστάσεων και να εμπλέκονται στα οικονομικά δεδομένα της εταιρίας και την ταμειακή της διαχείριση (βλ. μαρτυρικές καταθέσεις των λογιστών Α. Ι. και Τ. Ε. και της υπαλλήλου της ΕΑΠΑΞ ΑΕ ΟΤΑ Ε. Φ. ). Η εν λόγω εταιρία, ως προεκτέθηκε, παρείχε κυρίως υπηρεσίες σε ΟΤΑ α’ βαθμού και τα εξαρτώμενα απ’αυτούς νομικά πρόσωπα, είχε κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της κύκλο εργασιών κατά σύνολο πολλών εκατομμυρίων ευρώ και τηρούσε υποχρεωτικά από το νόμο βιβλία Γ’ κατηγορίας του ΚΒΣ (πδ 186/1992), ενώ η επίσημη φορολογική κατάστασή της απεικονιζόταν κερδοφόρα. Ειδικότερα στο υπ’αριθμ. πρωτ. …/20-2- 2014 έγγραφο της ΔΟΥ Ξάνθης, στο οποίο αναφέρεται ότι η “ΕΑΠΑΞ Α.Ε. ΟΤΑ” εμφάνιζε κέρδη ισολογισμού ποσού 227.755,66 ευρώ για το διαχειριστικό έτος 2005, ποσού 299.383,64 ευρώ για το διαχειριστικό έτος 2006, ποσού 43.757,16 ευρώ για το διαχειριστικό έτος 2007, ποσού 64.202,68 ευρώ για το διαχειριστικό έτος 2008 και ποσού 71.314,35 ευρώ για το διαχειριστικό έτος 2009, παρότι όμως στις εκθέσεις των ελεγκτών της εταιρίας για τα διαχειριστικά έτη 2002 και 2003 σημειωνόταν ότι τα ίδια κεφάλαια της εταιρίας έχουν καταστεί αρνητικά και συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 47 και 48 ν.2190/1920 περί λύσης και εκκαθάρισης της εταιρίας. Κατόπιν εγγράφων αναφορών της αντιπολίτευσης του Δήμου Ξάνθης, που αρχικά αφορούσαν άλλη δημοτική επιχείρηση (“ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΝΕΟΥ ΞΕΝΙΑ- ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΥ ΞΑΝΘΗΣ Α.Ε”), ομοίως λειτουργούσα υπό τη μορφή της ανωνύμου εταιρίας, στην οποία μέτοχοι ήταν ο Δήμος Ξάνθης με ποσοστό 50,5% και η Ε.Α.ΠΑ.Ξ Α.Ε ΟΤΑ με ποσοστό 49,5%, της οποίας την διαχειριστική εξουσία ασκούσε ομοίως ο πρώτος κατηγορούμενος, με εισαγγελική παραγγελία, που δόθηκε στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης, ζητήθηκε και ο διαχειριστικός- οικονομικός έλεγχος και της Ε.Α.ΠΑ.Ξ Α.Ε. ΟΤΑ, από την αρμόδια υπηρεσία. Με την υπ’αριθμ. ΔΕΚΟ A … /16.05.2011 έγγραφη εντολή ελέγχου της Διεύθυνσης Επιθεώρησης ΔΔ, ΝΠ και ΔΕΚΟ-Τμήμα Α’ της Γενικής Διεύθυνσης Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών, πραγματοποιήθηκε διαχειριστικός έλεγχος της ως άνω εταιρίας για τις διαχειριστικές χρήσεις των ετών 2002 έως και 2010. Για τη διενέργεια του ελέγχου ο αρμόδιος Οικονομικός Επιθεωρητής έλαβε υπόψη του τα επιδειχθέντα τηρούμενα βιβλία της εταιρίας (ισοζύγιο λογαριασμών γενικού- αναλυτικών καθολικών, βιβλίο απογραφής και ισολογισμού, δημοσιευμένους ισολογισμούς, παραστατικά στοιχεία κλπ), επιπλέον δε την 10-8-2011 προέβη στην εξαγωγή λογιστικού υπολοίπου του βιβλίου του ταμείου και στην καταμέτρηση των μετρητών που του παραδόθηκαν και διαπίστωσε αρχικό έλλειμμα 22.032,58 ευρώ. Στη συνέχεια προέβη σε κατ’ έτος διαχειριστικό έλεγχο των οικονομικών δεδομένων της εταιρίας και εν τέλει συντάχθηκε η με αρ. πρωτ. ΕΜΠ …/11.04.2012 Πορισματική Έκθεση του Οικονομικού Επιθεωρητή της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Δ. Δ. , που κατέληξε στα εξής ελεγκτικά πορίσματα: α) κατά τη λειτουργία της επιχείρησης παρατηρήθηκε γενικευμένη πλημμέλεια και προχειρότητα στην τήρηση και ενημέρωση των βιβλίων της ελεγχόμενης, με ιδιαίτερη ένταση στο ευαίσθητο και σημαντικό στοιχείο των λογαριασμών που αφορούν στη διαχείριση των χρηματικών διαθεσίμων της ελεγχόμενης (μετρητά ταμείου και υπόλοιπα τραπεζικών λογαριασμών), β) υπήρξαν επαναλαμβανόμενες τροποποιήσεις και λανθασμένες μεταφορές από το τέλος μίας χρήσης στην αρχή της επόμενης χρήσης, των λογιστικών υπολοίπων βασικών λογαριασμών που αναφέρονται στο ταμείο, τις υποχρεώσεις και τις απαιτήσεις της ελεγχομένης επιχείρησης, γεγονός που δυσχέραινε τον έλεγχο, εφόσον δεν υφίστατο ασφαλής βάση εκκίνησης των υπολογισμών για τον προσδιορισμό των πραγματικών δεδομένων κάθε διαχειριστικού έτους, γ) μη σύνταξη και καταχώρηση απογραφής για πολλά ελεγχόμενα έτη, καθώς και μη ύπαρξη κανενός ανάλογου προγενέστερου διαχειριστικού, οικονομικού ή τακτικού φορολογικού ελέγχου στο ίδιο χρονικό διάστημα, ελλείψεις που συνέτειναν στη δυσχέρανση του ελέγχου, δ) ανακριβής σύνταξη και μη επίδειξη της απαιτούμενης επιμέλειας και συνέπειας στη λογιστική αποτύπωση των πραγματικών δεδομένων και στις οικονομικές καταστάσεις (ισολογισμοί, αποτελέσματα εκμετάλλευσης), με ειδικότερο αποτέλεσμα τα δημοσιευμένα κατ’ έτος στοιχεία να μην αντανακλούν την πραγματική εικόνα της αληθινής οικονομικής κατάστασης της ελεγχόμενης, κυρίως στο θέμα των ταμειακών δεδομένων(υπόλοιπα μετρητών και τραπεζικών λογαριασμών), τα οποία δημοσιευμένα στον ισολογισμό αποδίδουν την ευρωστία ή μη της επιχείρησης, προς γνώση των τρίτων, ε) υπήρξαν κατά διαστήματα αδικαιολόγητες και μη προβλεπόμενες μεταφορές ποσών μετρητών από εταίρους, με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζεται η πραγματική και ακριβής εικόνα της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, στ) οι συνεχείς, μεταγενέστερες του κανονικού χρόνου, εγγραφές δαπανών μη προβλεπόμενων στο νόμο στα βιβλία της ελεγχόμενης εταιρίας, οι οποίες διόγκωναν το υφιστάμενο έλλειμμα, ζ) αποτύπωση διαφορετικών υπολοίπων των ίδιων λογαριασμών σε οικονομικές καταστάσεις και βιβλία που οδηγούν, κατά περίπτωση, ακόμη και σε τετραπλή αναντιστοιχία (διαφορετικών ποσών υπολοίπων) των εγγραφών που υπάρχουν για τον ίδιο λογαριασμό (σε λογιστικά βιβλία, ισολογισμούς ΦΕΚ, βιβλίο απογραφών/ισολογισμών και extrait τραπεζικών λογαριασμών). Στην ίδια πορισματική έκθεση, μετά από διασταύρωση των οικονομικών παραμέτρων των δημοσιευμένων ισολογισμών και των βιβλίων της εταιρίας με επίσημα παραστατικά στοιχεία (υπόλοιπα λογαριασμών στις Τράπεζες), διαπιστώνεται ότι για τις διαχειριστικές περιόδους των ετών 2002, 2003, 2004 και 2006 υφίστανται αρνητικές διαφορές μεταξύ των πραγματικών υπολοίπων των καταθέσεων όψεως (βάσει των εγγράφων των τραπεζών) και αυτών των βιβλίων και του ισολογισμού (για το διαχειριστικό έτος 2002 αρνητική διαφορά ποσού 1.660,66 ευρώ, για το διαχειριστικό έτος 2003 αρνητική διαφορά ποσού 1.425,75 ευρώ, για το διαχειριστικό έτος 2004 αρνητική διαφορά ποσού 131,90 ευρώ και για το διαχειριστικό έτος
2006 αρνητική διαφορά ποσού 171,19 ευρώ). Κατά τις ίδιες διαχειριστικές περιόδους, αλλά και για τη διαχειριστική περίοδο του έτους 2005, σύμφωνα με τους δημοσιευμένους ισολογισμούς της εταιρίας, εμφανίζονται ως υπόλοιπα μετρητών στο ταμείο της αδικαιολόγητα μεγάλα ποσά σε σχέση με τις καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς (φέρεται ότι διατηρεί η εταιρία μετρητά στο ταμείο της στο τέλος του διαχειριστικού έτους 2002 ποσού 108.039,75 ευρώ, στο τέλος του διαχειριστικού έτους 2003 ποσού 92.477,54 ευρώ, στο τέλος του διαχειριστικού έτους 2004 ποσού 398.376,47 ευρώ, στο τέλος του διαχειριστικού έτους 2005 ποσού 123.144,44 ευρώ και στο τέλος του διαχειριστικού έτους 2006 ποσού 604.791,83 ευρώ). Για τη διαχειριστική περίοδο του έτους 2007 στην ίδια πορισματική έκθεση διαπιστώνεται αρνητική διαφορά μεταξύ των πραγματικών υπολοίπων των καταθέσεων όψεως (30.520,83 ευρώ) και των αποτυπώσεων στα βιβλία και τους ισολογισμούς της εταιρίας (182.710,29 ευρώ) ποσού 151.943,07 ευρώ, ενώ ως υπόλοιπα μετρητών στο ταμείο της, κατά τις εγγραφές των βιβλίων της, εμφανίζεται το υπέρογκο ποσό των 955.718,26 ευρώ. Μάλιστα χαρακτηριστικό της δόλιας διαχείρισης είναι το γεγονός ότι ενώ κατά την 31-12-2007 (κλείσιμο χρήσης 2007) ως υπόλοιπο μετρητών ταμείου αναγράφεται ποσό 955.718,26 ευρώ, την 1-1-2008 (έναρξη νέας χρήσης 2008) το ίδιο υπόλοιπο στα βιβλία της εταιρίας είναι 179.099,57 ευρώ, δηλαδή έχει μειωθεί αυθαίρετα κατά το ποσό των 776.618,69 ευρώ. Για τη διαχειριστική περίοδο έτους 2008 στην ίδια πορισματική έκθεση διαπιστώνονται τα εξής: ενώ στις εγγραφές των βιβλίων της εταιρίας, ως υπόλοιπα του λογαριασμού “Πελάτες” κατά την 31-12-2007 αναγράφεται το ποσό των 863.286,1 1 ευρώ, στη νέα χρήση μεταφέρεται όχι το ως άνω ποσό, αλλά μετά από αναιτιολόγητη λογιστική παρέμβαση αυτό των 488.559,28 ευρώ, ήτοι μειωμένο κατά το ποσό των 374.726,83 ευρώ, ενώ στις εγγραφές των βιβλίων της εταιρίας, ως υπόλοιπα του λογαριασμού “Χρεώστες Διάφοροι” κατά την 31-12-2007 αναγράφεται το ποσό των 158.242,26 ευρώ στη νέα χρήση μεταφέρεται μηδενικό ποσό. Οι ίδιες μεθοδεύσεις (αναιτιολόγητη και αυθαίρετη μείωση υπολοίπου λογαριασμών) για την ίδια διαχειριστική περίοδο παρατηρείται και σε άλλες περιπτώσεις, με αποτέλεσμα η μείωση του υπολοίπου των σχετικών λογαριασμών να ανέρχεται στο συνολικό ποσό του 1.187.285,86 ευρώ. Για τη διαχειριστική περίοδο έτους 2009 από τον έλεγχοι των αντιγράφων των τραπεζικών λογαριασμών με τις εγγραφές στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας διαπιστώνεται διαφορά μεταξύ των πραγματικών υπολοίπων των καταθέσεων όψεως (396.408,46 ευρώ) και των αποτυπώσεων στα βιβλία και στους ισολογισμούς (432.596,09 ευρώ), δηλαδή πλεόνασμα ύψους 36.187,63 ευρώ. Διαπιστώνεται επίσης, όπως και στην προηγούμενη χρήση, μεταβολή υπολοίπων λογαριασμών μεταξύ 31-12-2008/1-1-2009 ως εξής : α) Λογαριασμός “Προμηθευτές”, υπόλοιπο κλεισίματος 45.828,48 ευρώ, υπόλοιπο έναρξης 23.291,35 ευρώ (διαφορά -22.537,13 ευρώ), β) Λογαριασμός ΦΠΑ, υπόλοιπα κλεισίματος 33.858,04 ευρώ, υπόλοιπο έναρξης -0- ευρώ (διαφορά – 33.858,04 ευρώ), δ) Λογαριασμός ΙΚΑ, υπόλοιπο κλεισίματος 41.895,33 ευρώ, υπόλοιπο έναρξης -0- ευρώ(διαφορά -41.895,33 ευρώ), ήτοι συνολικά αρνητική διαφορά ποσού 98.290,50 ευρώ. Επίσης διαπιστώνεται μείωση του Ταμείου με εκταμιεύσεις – απολήψεις συνολικού ποσού 579.497,34 ευρώ, οι οποίες έφεραν ως γενική αιτιολογία “εγγραφές τακτοποίησης”, ενώ από τον έλεγχο των στοιχείων του Ταμείου προέκυψε αδικαιολόγητη διαφοροποίηση του υπολοίπου μεταξύ κλεισίματος χρήσης 2009 – έναρξης χρήσης 2010 και ειδικότερα το υπόλοιπο την 31-12-2009 από 159.550,94 ευρώ μετατράπηκε σε 247.851,67 ευρώ, την 1-1-2010, δηλαδή έλαβε χώρα αναιτιολόγητη και αυθαίρετη αύξηση του ποσού του Ταμείου κατά 88.300,73 ευρώ. Για την περίοδο από 1-1-2010 μέχρι 16-4-2010, οπότε κατά τα ανωτέρω ο πρώτος κατηγορούμενος έπαυσε να ασκεί τη διαχειριστική εξουσία, διαπιστώνεται ενδιάμεση ανακρίβεια μεταξύ των αναγραφομένων στα βιβλία ως υπολοίπου των τραπεζικών λογαριασμών (404.213,89 ευρώ) και αυτού που προκύπτει από τα αντίγραφα κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών (293.905,40 ευρώ), ήτοι διαφορά ποσού 110.338,49 ευρώ. Στην ίδια πορισματική έκθεση διαπιστώνεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Θ. Κ. έκανε χρήση της υπ’ αριθμ. … πιστωτικής εταιρικής κάρτας της Τράπεζας Κύπρου, την οποία κατά το χρονικό διάστημα από 3-12-2004 έως τον Απρίλιο του έτους 2010 με χρεώσεις, που ταυτόχρονα αποτέλεσαν και εγγραφές του ταμείου της εταιρίας κατά την 1-12-2010, συνολικού ποσού 88.967,98 ευρώ, στην πλειοψηφία τους άσχετες με τη λειτουργία της εταιρίας όπως ειδικότερα θα αναπτυχθεί παρακάτω για το συγκεκριμένο κονδύλιο (βλ. την από 31-1-2014 επιστολή της Τράπεζας Πειραιώς-Υπ/μα Ξάνθης με την κίνηση και την αιτιολογία των χρεώσεων της πιστωτικής κάρτας, από την οποία προκύπτουν αγορές προσωπικών ειδών, αλλά και διαμονές σε ξενοδοχεία, προφανώς άσχετες με τις εργασίες της “ΕΑΠΑΞ Α.Ε. ΟΤΑ”, σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και εντός Ελλάδας), οι δε δαπάνες από τη χρήση της πιστωτικής κάρτας που δικαιολογήθηκαν βάσει παραστατικών καλύπτουν το ποσό των 8.300,21 ευρώ ως προς την συνολικώς αντιστοιχούσα στον πρώτο κατηγορούμενο δαπάνη καθώς και το ποσό των 33.650 ευρώ, που ενεγράφη ως οφειλή της ΕΑΠΑΞ προς αυτόν για αμοιβή του για παροχή νομικών υπηρεσιών ως νομικού συμβούλου της εταιρίας. Σύμφωνα λοιπόν με την με αριθμ. πρωτ. ΕΜΠ …/11.04.2012 Πορισματική Έκθεση του Οικονομικού Επιθεωρητή της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Δ. Δ. διαπιστώνεται: α) ότι λείπει συνολικό ποσό 118.839,48 ευρώ από τους τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρίας, το οποίο αν πραγματικά είχε αναληφθεί για την κάλυψη υποχρεώσεών της θα έπρεπε να καταχωρηθεί στα βιβλία της βάσει αποδεικτικών φορολογικών στοιχείων, β)ότι υπάρχει αρνητική συνολική διαφορά των μετρητών του ταμείου της εταιρίας ποσού 684.406,58 ευρώ, επιπλέον δε ο ίδιος Οικονομικός Επιθεωρητής διαπίστωσε, κατά τον έλεγχο που διενήργησε, σωρεία φορολογικών παραβάσεων και προς τούτο απέστειλε αναλυτικό δελτίο πληροφοριών προς την αρμόδια ελεγκτική αρχή (Δ.Ο.Υ. Ξάνθης) για τις δικές της νόμιμες ενέργειες. Ο Θ. Κ. , που εν τω μεταξύ, μετά την άσκηση σε βάρος του ποινικής δίωξης, απέκτησε την ιδιότητα του κατηγορουμένου, αμφισβήτησε τα πορίσματα του διαχειριστικού ελέγχου της εταιρίας και κατά την πρώτη του απολογία, ενώπιον της Ανακρίτριας Ξάνθης, ζήτησε τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης για τα κρίσιμα διαχειριστικά έτη 2007, 2008, 2009, κατά τα οποία και παρατηρήθηκαν οι περισσότερες αυθαίρετες αυξομειώσεις των οικονομικών δεδομένων της εταιρίας. Ενόψει αυτού, η Ανακρίτρια Ξάνθης, με την υπ’αριθμ. 51/2014 διάταξή της, με τη σύμφωνη γνώμη και του Εισαγγελέα, διόρισε ως πραγματογνώμονες τους Ε. Α. και Δ. Δ. , Οικονομικούς Επιθεωρητές του Υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου, αφού ελέγξουν επιτοπίως τα λογιστικά στοιχεία της εταιρίας, τα παραστατικά στοιχεία των συναλλαγών της, τα νεότερα στοιχεία που προσκόμισε ο πρώτος κατηγορούμενος και όσα άλλα ήθελε συλλέξουν οι ίδιοι, και αφού συνεκτιμήσουν τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο ως άνω κατηγορούμενος, να διενεργήσουν λογιστική πραγματογνωμοσύνη για τη διαπίστωση και καταγραφή της θέσης του ταμείου της Ε.Α.ΠΑ.Ξ Α.Ε. ΟΤΑ για τα έτη 2007,2008,2009. Οι πραγματογνώμονες, προκειμένου να ανεύρουν και να παραλάβουν τα λογιστικά βιβλία της εταιρίας σε μορφή φυσικού και ηλεκτρονικού αρχείου, καθώς και τα παραστατικά στοιχεία και έγγραφα, μετέβησαν την 13-11-2014, την 14-11-2014 και την 18-11-2014 στην έδρα της τελούσας ήδη σε καθεστώς εκκαθάρισης ελεγχομένης εταιρίας, οπότε και ενημερώθηκαν από τους εκκαθαριστές της ότι από τις τότε υφιστάμενες στον χώρο τρεις συσκευές ηλεκτρονικών υπολογιστών είχαν αφαιρεθεί όλα τα σε ηλεκτρονική μορφή τηρούμενα λογιστικά αρχεία της εταιρείας, ενώ ο φάκελος με τις εκτυπώσεις των ισοζυγίων (με τις ανά λογαριασμό εγγραφές) που τους παραδόθηκε, δεν περιελάμβανε, παρά το συνεχόμενο του αύξοντα αριθμού σελίδων εκτύπωσης, τις εγγραφές που αφορούσαν ειδικά τη δωδεκάμηνη περίοδο από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2007 έως τον Αύγουστο του έτους 2008, η οποία αποτελούσε την πλέον κρίσιμη περίοδο για τον υπολογισμό των διαθεσίμων του ταμείου της εταιρίας, σημειούμενου αφενός μεν ότι το μεγαλύτερο έλλειμμα (αρνητική διαφορά σε τραπεζικές καταθέσεις μεταξύ των πραγματικών υπολοίπων των καταθέσεων όψεως και των αποτυπώσεων στα βιβλία και τους ισολογισμούς της εταιρίας ποσού 151.943,07 ευρώ και αυθαίρετη μεταφερόμενη στη νέα χρήση μείωση υπολοίπου μετρητών ταμείου κατά το ποσό των 776.618,69 ευρώ) εντοπίσθηκε με την αρχική πορισματική έκθεση διενέργειας εκτάκτου διαχειριστικού ελέγχου, κατά τα προεκτεθέντα, στη διαχειριστική περίοδο έτους 2007, αφετέρου δε ότι οι μέχρι τότε αιτιάσεις του πρώτου κατηγορουμένου ως προς τον μη ορθό υπολογισμό του ελλείμματος αναφερόταν στην ίδια διαχειριστική περίοδο. Παρά την αφαίρεση και απόκρυψη λογιστικών στοιχείων της ελεγχομένης εταιρίας, παράνομες πράξεις που καταμηνύθηκαν στον Εισαγγελέα Ξάνθης με την 20-11-2014 έγγραφη αναφορά των διορισθέντων εκκαθαριστών της εν λόγω εταιρίας Β. Ξ. , δικηγόρου και Κ. Τ. , λογιστή, οι διορισθέντες πραγματογνώμονες αξιοποίησαν τα οικονομικά, στοιχεία της ελεγχομένης εταιρίας που τους παρέδωσαν οι εκκαθαριστές, τα στοιχεία που επισυνάφθηκαν στην προηγηθείσα έκθεση διαχειριστικού ελέγχου, τα στοιχεία που τους προσκόμισε ο πρώτος κατηγορούμενος, τα στοιχεία συναλλαγών που συγκέντρωσαν από τους συναλλαχθέντες με την εταιρία, εκ των οποίων οι περισσότερες συναλλαγές αφορούσαν τον Δήμο Ξάνθης και τα ΝΠΔΔ αυτού, καθώς και τις τραπεζικές κινήσεις των λογαριασμών της εταιρίας. Η ελεγκτική τους επαλήθευση, με βάση τα στοιχεία που είχαν στη διάθεσή τους, αφορούσε τον συνολικό προσδιορισμό του πρωτοβάθμιου λογαριασμού με κωδικό “38” και τίτλο “χρηματικά διαθέσιμα” και στη συνέχεια με δεδομένο ότι τόσο η κίνηση όσο και το υπόλοιπο του δευτεροβάθμιου λογαριασμού με κωδικό “38.03” και τίτλο “καταθέσεις όψεως” προκύπτει από τα EXTRAIT των τραπεζών κατ’ αδιαμφισβήτητο τρόπο, προσδιόρισαν την κίνηση και το λογιστικό υπόλοιπο που έπρεπε να εμφανίζεται στον λογαριασμό με κωδικό “38.00.00” και τίτλο “ταμείο κεντρικού”. Εν τέλει δε, υπό τις προφανείς εγγενείς δυσχέρειες, λόγω της ανακρίβειας των οικονομικών στοιχείων τόσο στα ισοζύγια, όσο και στις δημοσιευμένες χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρίας, συνέταξαν την από 8-6-2015 έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, κατά τη σύνταξη της οποίας δεν υπολογίσθηκαν, χάριν επιείκειας αλλά και ασφάλειας, εισπράξεις που δεν έχουν καταχωρηθεί στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας και δεν έχουν κατατεθεί στους τραπεζικούς λογαριασμούς όψεως που διατηρούσε, επιπροσθέτως δε θεωρήθηκαν κατά τεκμήριο ότι όλες οι αναλήψεις από τους λογαριασμούς όψεως της εταιρίας χρησιμοποιήθηκαν για την εξόφληση υποχρεώσεών της, οι ως άνω δε παράμετροι καταδήλως οδηγούν σε ευμενέστερα αποτελέσματα, ως προς το τελικό πόρισμα, για τον καθορισμό του ύψους του ελλείμματος του ταμείου της εταιρίας. Σύμφωνα δε με τα τελικά συμπεράσματα της έκθεσης λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, της σύνταξης της οποίας προηγήθηκε η κοινοποίηση του σχετικού καταρτισθέντος σχεδίου στον πρώτο κατηγορούμενο, ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να εκθέσει και δια του τεχνικού συμβούλου του, που κατά δικονομική του ευχέρεια είχε διορίσει, τις θέσεις του, δια της υποβολής υπομνήματος και δια της προσκομιδής τυχόν πρόσθετων στοιχείων που επιθυμούσε και αφού λήφθηκαν υπόψη και οι ισχυρισμοί και τα στοιχεία που προσκόμισε ο πρώτος κατηγορούμενος, κατά το στάδιο της σύνταξης του προσχεδίου, διαπιστώθηκε ότι, πλέον των πορισμάτων που καταγράφονται στην υπ’αριθμ. ΕΜΠ …/11.04.2012 Πορισματική Έκθεση, με αφετηρία το λογιστικό υπόλοιπο του ταμείου της εταιρίας, που αναγράφεται στον συνταχθέντα την 31-12-2006 ισολογισμό της, που δημοσιεύθηκε νόμιμα (υπ’αριθμ. 7622/11-7-2007 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ-ΕΠΕ) και κατά νόμο απεικονίζει την πραγματική οικονομική κατάσταση της εταιρίας, υφίσταται διαφορά από την απογραφή έναρξης 1-1-2007 ποσού 604.791,83 ευρώ, διαφορά που προσδιορίσθηκε κατά τη διαχειριστική χρήση 1-1-2007 έως 31-12-2007 ποσού 205.095,78 ευρώ, διαφορά που προσδιορίσθηκε κατά τη διαχειριστική χρήση 1-1-2008 έως 31-12-2008 ποσού 81.263,82 ευρώ, διαφορά που προσδιορίσθηκε κατά τη διαχειριστική χρήση 1-1-2009 έως 31- 12-2009 ποσού 432.425,98 ευρώ, ήτοι κατά σύνολο για τα ως άνω τρία διαχειριστικά έτη υφίσταται διαφορά ποσού 1.323.577,41 ευρώ, σημειουμένου δε ότι και σε περίπτωση που ως αφετηρία για τον υπολογισμό της διαφοράς ήθελε εκληφθεί το ποσό των 238.647.65 ευρώ, ως υπόλοιπο των μετρητών που έπρεπε να βρίσκεται στο ταμείο της εταιρίας την 31-12- 2006, με βάση το ισοζύγιο της εταιρίας (και όχι με βάση τον δημοσιευμένο ισολογισμό), που όμως (το ισοζύγιο) δεν αποτελεί υποκείμενη σε επίσημη δημοσίευση κατάσταση λογιστικών εγγραφών και πάλι οι πραγματογνώμονες προσδιορίζουν τη συνολική διαφορά για τα ως άνω έτη στο ποσό των 957.433,23 ευρώ. Στο ως άνω έλλειμμα ποσού 1.323.577,41 ευρώ πρέπει να προστεθεί και η διαφορά που προκύπτει κατά την επιμέρους ενδιάμεση διαχειριστική περίοδο από 1-1-2010 μέχρι 16-4-2010 (κατά την ως άνω ημερομηνία ο πρώτος κατηγορούμενος έπαυσε να ασκεί τη διαχειριστική εξουσία της εταιρίας), η ως άνω δε διαφορά υπολογίζεται στο ποσό των 78.996,04 ευρώ. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τον διαχειριστικό έλεγχο της εταιρίας, κατά την 31-12-2007, με βάση τα οικονομικά δεδομένα της εταιρίας, όπως αυτά ελέγχθηκαν από τους πραγματογνώμονες, στο ταμείο της έπρεπε να υπήρχε λογιστικό υπόλοιπο καταμετρούμενο σε μετρητά κατά τη φυσική απογραφή την ως άνω ημεροχρονολογία ποσού 988.987,18 ευρώ, πλην όμως ως υπόλοιπο στον ισολογισμό της 31-12-2007 καταγράφηκε το ποσό των 179.099,57 ευρώ, ήτοι διαφορά ποσού 809.887,61 ευρώ, προερχόμενη κατά το ποσό των 604.791,83 ευρώ από την απογραφή έναρξης (υπόλοιπο 1-1-2007), το οποίο, με βάση τον δημοσιευμένο ισολογισμό κατά το τέλος της χρήσης του έτους 2006, καίτοι εμφανιζόταν ως χρηματικό διαθέσιμο (μετρητά) την 1-1-2007 στο ταμείο της εταιρείας, εν τούτοις δεν υπήρχε στην πραγματικότητα και κατά το ποσό των 205.095,78 ευρώ, προερχόμενο από την ταμειακή διαχείριση της περιόδου από 1-1-2007 έως 31-12-2007. Κατά τη διαχειριστική περίοδο έτους 2008, από τα λογιστικά βιβλία της εταιρίας, προκύπτει εγγραφή εξόφλησης οφειλής της προς την ΟΜΙΚΡΟΝ ΕΠΕ ποσού 81.263,82 ευρώ, χωρίς όμως να αποδεικνύεται η πληρωμή από κανένα παραστατικό στοιχείο, αλλά και χωρίς να αποδεικνύεται το υπαρκτό της συναλλαγής και κατά το ποσό τούτο προσδιορίζεται η διαφορά (έλλειμμα) της διαχειριστικής χρήσης από 1-1- 2008 έως 31-12-2008. Κατά τη διαχειριστική περίοδο έτους 2009, καταχωρήθηκε πληρωμή με αιτιολογία “Δήμος Πιερέων” συνολικού ποσού 273.000 ευρώ, πλην όμως, μετά από διασταύρωση, διαπιστώθηκε εγγράφως ότι ο ως άνω Δήμος ουδέποτε εισέπραξε το ποσό αυτό κατ’έτος 2009, κατά την ίδια διαχειριστική περίοδο καταχωρήθηκαν εγγραφές(σε πίστωση του λογαριασμού ταμείο κεντρικού) ποσού 125.775,98 ευρώ, για τις οποίες δεν αποδεικνύονται οι αντίστοιχες πληρωμές από μισθοδοσία, καθώς και συμψηφιστική εγγραφή, αφορώσα τον συμψηφισμό της αμοιβής του πρώτου κατηγορουμένου ως νομικού συμβούλου της εταιρίας με δαπάνες χρήσης της πιστωτικής κάρτας, καταχωρηθείσα ως πίστωση στον λογαριασμό ταμείου, χωρίς να αποδεικνύεται η αντίστοιχη πληρωμή ποσού 33.650 ευρώ, αφού στην υπ’αριθμ. ΕΜΠ …/11.04.2012 Πορισματική Έκθεση αναφέρεται ότι την 1-12-2010 έχουν διενεργηθεί χωριστές εγγραφές στα βιβλία της εταιρίας για την εξόφληση της πιστωτικής κάρτας και για την αμοιβή του πρώτου κατηγορουμένου ως νομικού συμβούλου για τα έτη 2007,2008 και 2009, ήτοι μετά τις ως άνω καταχωρήσεις προέκυψε διαφορά (έλλειμμα) της διαχειριστικής χρήσης από 1-1-2009 έως 31-12-2009, κατά το συνολικό ποσό των 432.425,98 ευρώ. Κατά την περίοδο από 1-1-2010 μέχρι 16-4-2010, όταν ο πρώτος κατηγορούμενος απώλεσε την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρίας, με βάση τα οικονομικά στοιχεία αυτής, την 1-1-2010 στο ταμείο της έπρεπε να υπήρχε λογιστικό υπόλοιπο καταμετρούμενο σε μετρητά κατά τη φυσική απογραφή την ως άνω ημεροχρονολογία ποσού 159.550,94 ευρώ, όπως είχε καταγραφεί στο δημοσιευμένο ισολογισμό της 31-12-2009 (χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ως βάση υπολογισμού των μετρητών του ταμείου η αναιτιολόγητη και αυθαίρετη αύξηση του ποσού του Ταμείου στην έναρξη της χρήσης 2010 κατά το ύψος των 88.300,73 ευρώ, λογιστική μεθόδευση που καταγράφεται στην υπ’αριθμ. ΕΜΠ … /11-04-2012 Πορισματική Έκθεση), προστιθεμένων δε στο ως άνω ποσό μετρητών ταμείου των χρεώσεων της περιόδου 1-1-2010 έως 16-4-2010(εισπράξεις, αναλήψεις μετρητών από όψεως κλπ) ποσού 214.697,90 ευρώ, το σύνολο χρεώσεων της ως άνω περιόδου ανέρχεται στο ποσό των 374.248,84 ευρώ, αφαιρουμένων δε από το τελευταίο ποσό των πιστώσεων της περιόδου από 1-1-2010 έως 16-4-2010 (πληρωμές κλπ) ποσού 295.082,80 ευρώ, απομένει λογιστικό υπόλοιπο ταμείου κατά την 16-4- 2010, όταν ο πρώτος κατηγορούμενος απώλεσε την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρίας, ποσού 79.166,04 ευρώ. ‘Όμως, κατά τη φυσική καταμέτρηση του ταμείου της εταιρίας κατά την ως άνω ημεροχρονολογία, όπως προκύπτει από το από 16-4-2010 πρακτικό παραλαβής-παραδόσεως ταμείου, ανευρέθη μόνον το ποσό των 170 ευρώ (γεγονός που επιρρωνύει την θέση ότι ουδέποτε ως μετρητά στο ταμείο της εταιρίας υπήρχαν τα υπέρογκα ποσά που αναγραφόταν στις οικονομικές καταστάσεις της εταιρίας) και συνεπώς η διαφορά ταμείου κατά την ως άνω περίοδο (1-1-2010 έως 16-4-2010) ανέρχεται στο ποσό των 78.996,04 ευρώ(79.166,04 ευρώ- 170 ευρώ). Περαιτέρω, ο πρώτος κατηγορούμενος, ως προεκτέθηκε κατά την έκθεση των διαπιστώσεων της υπ’αριθμ. ΕΜΠ … /11-04-2012 Πορισματικής Έκθεσης, κατ’επανάληψη χρησιμοποίησε από 3-12-2004 μέχρι 16-4-2010 την πιστωτική εταιρική κάρτα, επιβαρύνοντας τον αντίστοιχο τραπεζικό λογαριασμό που τηρούνταν στην Τράπεζα Κύπρου και αντίστοιχα το ταμείο της εταιρίας με δαπάνες συνολικού ποσού 80.667,77 ευρώ( 88.967,98 ευρώ οι εγγραφές που αφορούν τη χρήση της πιστωτικής εταιρικής κάρτας από τον πρώτο κατηγορούμενο – 8.300,21 ευρώ που δικαιολογήθηκαν με παραστατικά στοιχεία), που καταχωρήθηκαν την 1-12-2010 ως εγγραφές στο ταμείο της εταιρίας, χωρίς όμως οι εγγραφές αυτές να δικαιολογούνται από παραστατικά στοιχεία και να αφορούν δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν προς το σκοπό της εκτέλεσης του έργου της εταιρίας, αλλά για προσωπικές του αποκλειστικά ανάγκες, πλην του ποσού των 33.650 ευρώ για το οποίο ήδη έγινε λόγος παραπάνω αλλά θα αναπτυχθεί και στη συνέχεια. Για να καταδειχθεί δε ο τρόπος της ζημιογόνας διαχειριστικής δράσης του πρώτου κατηγορουμένου επισημαίνονται, πέραν των προαναφερθεισών, κατά την παράθεση ως άνω των διαπιστώσεων της υπ’αριθμ. ΕΜΠ … /11.04,2012 Πορισματικής Έκθεσης, αυθαίρετων και ανακριβών λογιστικών εγγραφών στα τηρούμενα βιβλία, οι οποίες βρίσκονταν εν γνώσει του σε αναντιστοιχία με τους δημοσιευμένους ισολογισμούς, κατ’ ιδίαν διαχειριστικές πράξεις του, όπως αυτές αναφέρονται στα οικεία σημεία της από 8-6-2015 έκθεσης λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, που αφορούν καταχώριση στα βιβλία της εταιρίας εισπράξεων από το Δήμο Ξάνθης και τα εποπτευόμενα απ’αυτόν νομικά πρόσωπα, που υπολείπονται κατά πολύ των πράγματι εκταμιευθέντων και καταβληθέντων ποσών, καθώς και καταχώριση δαπανών για αμοιβή εργατών με αιτιολογία “τέντες παζαριού”, καίτοι οι εργάτες αυτοί δεν εμφανίζονται στη μισθοδοσία της εταιρίας και δεν προκύπτει ο τρόπος που επιλέχθηκαν ήτοι εάν υπήρχε προηγούμενη απόφαση του ΔΣ για τη δαπάνη αυτή, ο χρόνος εργασίας τους κλπ., ενώ τα αντίστοιχα έσοδα της εταιρίας από τη δραστηριότητα αυτή καταχωρήθηκαν στα λογιστικά βιβλία της, κατ’ απόκρυψη των πραγματικών εισπράξεων. Από τις ως άνω διαπιστώσεις των διαχειριστικών ελέγχων της εταιρίας και τη συνεκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, προκύπτει ότι η διαχείρισή της από τον πρώτο κατηγορούμενο ήταν αδιαφανής, με μεθοδευμένες απ’αυτόν αλλοιώσεις και αποκρύψεις των οικονομικών της δεδομένων, που εν τέλει συνοδεύθηκαν και με εξαφάνιση κρίσιμων στοιχείων για τη λογιστική παρακολούθηση της οικονομικής της κατάστασης, προκειμένου να διευκολυνθεί η διασπάθιση της περιουσίας της επιχείρησης. Εξάλλου, ο πρώτος κατηγορούμενος, προκειμένου να πραγματοποιήσει και να συγκαλύψει τις προπεριγραφείσες παράνομες πράξεις του, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της εκνόμου δράσεώς του, προέβαινε σε αυθαίρετες και ετεροχρονισμένες λογιστικές εγγραφές στα τηρούμενα βιβλία της εταιρίας, που βρισκόταν εν γνώσει του σε αναντιστοιχία με τους δημοσιευμένους ισολογισμούς, οι οποίοι με ευθύνη του συντάσσονταν, κατά παράβαση των αρχών της σαφήνειας (αποτύπωση σαφούς εικόνας της πραγματικής οικονομικής κατάστασης της εταιρίας, βλ. ΕφΑΘ 145/2012 ΔΕΕ 2012.464), της αλήθειας (απεικόνιση αληθούς οικονομικής κατάστασης της εταιρίας, βλ. ΑΠ 809/2001 ΕΕμπΔ2003.81) και της συνέχειας (απαγόρευση μεταβολών των προηγούμενων εγγραφών από χρήση σε χρήση), που διέπουν τη σύνταξη του ισολογισμού και του λογαριασμού “αποτελέσματα χρήσης”, μη απεικονίζοντας την πραγματική οικονομική κατάσταση της εταιρίας, απέκρυπτε έσοδα και καταχωρούσε ανύπαρκτες δαπάνες, δεν ενημέρωνε το ΔΣ της εταιρίας για τη διαχείριση που διενεργούσε, ώστε μόνος του και προς ίδιον όφελος να ελέγχει και να διαχειρίζεται το ταμείο της, υπέδειξε την κατάρτιση εξ’ υπαρχής πλαστών ετήσιων εκθέσεων των ελεγκτών, ως κατωτέρω θα αναφερθεί, προκειμένου να αποφύγει τους ελέγχους από την εποπτεύουσα διοικητική αρχή και προκειμένου να δίδεται στους τρίτους εικόνα της καλής διαχείρισης και της οικονομικής ευρωστίας της εταιρίας και όσον αφορά την ελάττωση της περιουσίας της εταιρίας από τη χρήση της πιστωτικής κάρτας και την αντίστοιχη ισόποση παράνομη ιδιοποίηση του αναληφθέντος συνολικά ποσού, δεν προέβαινε σε εγγραφές των πιστώσεων στο ταμείο της εταιρίας κατά το χρόνο πραγματοποίησης των δαπανών, αλλά αυτές εγγράφηκαν, κατόπιν υπόδειξής του προς τη νέα διοίκηση της εταιρίας, την 1-12-2010, καίτοι αφορούσαν προηγούμενα διαχειριστικά έτη, προκειμένου να δικαιολογηθεί το έλλειμμα του ταμείου της επιχείρησης και η παράνομη κατακράτηση των ιδιοποιηθέντων ποσών. Παρά τη διαπίστωση όμως όλων των ως άνω ατασθαλιών και της εγκληματικής οικονομικής διαχείρισης της ΕΑΠΑΞ ΑΕ, από τον πρώτο κατηγορούμενο, ενόψει και της νέας νομοτυπικής μορφής του άρθρου 390 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Νέο Ποινικό Κώδικα, η οποία απαιτεί βέβαιη πλέον ζημία προς στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος, το Δικαστήριο άγεται από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία στην κρίση ότι ο κατηγορούμενος, εν γνώσει του προκάλεσε στην ΕΑΠΑΞ ΑΕ την οικονομική διαχείριση της οποίας ασκούσε, βέβαιη ζημία ύψους 128.281,59 ευρώ. Ειδικότερα ο πρώτος κατηγορούμενος με την ως άνω ιδιότητα του και τη διαχειριστική του εξουσία, κατά το χρονικό διάστημα από 3-12-2004 μέχρι 16-4-2010, προέβη σε ατασθαλίες οικονομικές και λογιστικές σε βάρος της ΕΑΠΑΞ ΑΕ, πλην όμως πλήρης απόδειξη βέβαιης ζημίας υφίσταται για το ως άνω ποσό. Συγκεκριμένα τη διαχειριστική περίοδο έτους 2008, ο πρώτος κατηγορούμενος προέβη σε εγγραφή στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας, περί δήθεν εξόφλησης οφειλής της ΕΑΠΑΞ προς την ΟΜΙΚΡΟΝ ΕΠΕ, ποσού 81.263,82 ευρώ που όμως σχετικά δεν αποδείχθηκε ούτε το υποστατό της εν λόγω εταιρίας ούτε βέβαια οποιαδήποτε καταβολή συνοδευόμενη από αντίστοιχο παραστατικό. Κατά το παραπάνω λοιπόν ποσό προσδιορίζεται η διαφορά (έλλειμμα) της διαχειριστικής χρήσης από 1-1-2008 έως 31-12-2008. Κατά τη διαχειριστική περίοδο έτους 2009 και δη την 30-12-2009, ο πρώτος κατηγορούμενος καταχώρησε συμψηφιστική εγγραφή, ύψους 33.650 ευρώ, ως οφειλή της ΕΑΠΑΞ προς αυτόν για αμοιβή του για παροχή νομικών υπηρεσιών ως νομικού συμβούλου της εταιρίας με δαπάνες χρήσης της πιστωτικής κάρτας της εταιρίας, αντίστοιχου ποσού, το οποίο ποσό το Δικαστήριο δέχεται ότι πράγματι αντιστοιχούσε σε αντίστοιχη οφειλή της ΕΑΠΑΞ ΑΕ προς τον κατηγορούμενο, για αμοιβή νομικών υπηρεσιών. Περαιτέρω όμως ο πρώτος κατηγορούμενος, προκειμένου να δικαιολογήσει τα ποσά που ο ίδιος χρέωσε για προσωπικά του έξοδα, στην πιστωτική κάρτα της εταιρίας προέβη την 1-12-2010 σε τρεις εγγραφές ποσού 20.398,70 ευρώ καθεμία, ήτοι συνολικά ποσού 61.196,10 ευρώ, με αιτιολογία ότι κάθε επιμέρους ποσό αφορά νομική του αμοιβή για τα έτη 2007, 2008 και 2009. ‘Ητοι το έτος 2010 και λίγο πριν την παύση της ως άνω Ιδιότητας του στην ΕΑΠΑΞ, καταχωρεί εγγραφή για προγενέστερα έτη, μάλιστα δε και για το έτος 2009 ενώ ήδη είχε καταχωρήσει για το έτος αυτό σχετική εγγραφή ύψους 33.650 ευρώ κατά τα προαναφερόμενα. Αν δε ευσταθούσε ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου περί συνυπολογισμού των δαπανών μέσω πιστωτικής κάρτας με την αμοιβή του, δεν θα πραγματοποιούνταν την 1-12-2010 ξεχωριστές εγγραφές στα βιβλία της επιχείρησης κατά ποσά 18.099,17 ευρώ, 17.739,54 ευρώ και 18.059 ευρώ για την εξόφληση της πιστωτικής κάρτας, εγγραφές οι οποίες έγιναν κατά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της αυτοτέλειας των εταιρικών χρήσεων και με σκοπό τη συγκάλυψη του παράνομου χαρακτήρα της εκ μέρους του “εν λευκώ” χρήσης της εταιρικής πιστωτικής κάρτας για ίδιες καταναλωτικές ανάγκες, ξένες με τους σκοπούς της δημοτικής επιχείρησης, ως προεκτέθηκε. Ενόψει των παραπάνω η βέβαιη οικονομική ζημία που αποδείχθηκε ότι υπέστη η ΕΑΠΑΞ από την εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορουμένου υπό την διαχειριστική του ιδιότητα και δη κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης ανέρχεται στο ποσό των (81.263,82+80.667-33.650=) 128.280,82 ευρώ. Υπό τις παραπάνω πραγματικές παραδοχές προέκυψε, σε βαθμό πλήρους και με βεβαιότητα δικανικής πεποίθησης, ότι ο πρώτος κατηγορούμενος τέλεσε, τόσο την υποκειμενική όσο και η αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται και συγκεκριμένα ήδη της απιστίας του άρθρου 390 παρ. 1 ΠΚ όπως αναλυτικά η πράξη αυτή περιγράφεται λεπτομερώς στο διατακτικό της παρούσας και συνακόλουθα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής”.
Στην συνέχεια, το παραπάνω δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε κατά πλειοψηφία ένοχο τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα για την πράξη της απιστίας κατ’εξακολούθηση για την οποία μετά την αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 α του Π.Κ., του επέβαλε ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών με το ακόλουθα διατακτικό: ” ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Θ. Κ. ένοχο κατά πλειοψηφία του ότι κατά το χρονικό διάστημα από 3-12-2004 έως την 16-4-2010, έχων την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας με την επωνυμία “ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΞΑΝΘΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΟΤΑ” και το διακριτικό τίτλο “Ε.Α.ΠΑ.Ξ Α.Ε. ΟΤΑ”, η οποία είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που ιδρύθηκε με βάση τις διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και στην οποία μετείχε, μεταξύ άλλων ν.π.δ.δ, ΟΤΑ α’ βαθμού με ποσοστό υπερβαίνον το 50%, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ελάττωσε εν γνώσει του, για να ωφεληθεί ο ίδιος, τη δημοτική περιουσία της ως άνω επιχείρησης, της οποίας η διαχείριση του ήταν εμπιστευμένη, προκαλώντας σ’ αυτή βέβαιη ζημία το αντικείμενο δε της πράξης έχει συνολική αξία ποσού ευρώ 128.280,82. Πιο συγκεκριμένα, ως διευθύνων σύμβουλος της δημοτικής επιχείρησης “Ε.Α.ΠΑ.Ξ Α.Ε. ΟΤΑ”, που κατά κύριο λόγο διαχειριζόταν χρήματα ΟΤΑ α’ βαθμού από την εκτέλεση των συναπτομένων μεταξύ τους προγραμματικών συμβάσεων, την 31-12-2007, την 31-12-2008, την 31-12- 2009 και την 16-4-2010, ελάττωσε εν γνώσει του, κατά τα αντίστοιχα διαχειριστικά έτη (2006-2009 και ως την 16.4.2010) την περιουσία της ως άνω δημοτικής επιχείρησης κατά τα κάτωθι χρηματικά ποσά, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή του λόγω της παραπάνω ιδιότητάς του και τα οποία ωφελήθηκε ο ίδιος, ενσωματώνοντάς τα στην περιουσία του. Ειδικότερα ο πρώτος κατηγορούμενος με την ως άνω ιδιότητα του και τη διαχειριστική του εξουσία, κατά το χρονικό διάστημα από 3-12-2004 μέχρι 16-4-2010, προέβη σε ατασθαλίες οικονομικές και λογιστικές σε βάρος της ΕΑΠΑΞ ΑΕ, πλην όμως πλήρη απόδειξη βέβαιης ζημίας υφίσταται για το ως άνω ποσό. Συγκεκριμένα τη διαχειριστική περίοδο έτους 2008, ο πρώτος κατηγορούμενος προέβη σε εγγραφή στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας, περί δήθεν εξόφλησης οφειλής της ΕΑΠΑΞ προς την OMΙKPON ΕΠΕ, ποσού 81.263,82 ευρώ που όμως σχετικά αποδείχθηκε ότι δεν ήταν υπαρκτή η εν λόγω εταιρία ούτε οποιαδήποτε βέβαια καταβολή συνοδευόμενη από αντίστοιχο παραστατικό. Κατά το παραπάνω λοιπόν ποσό προσδιορίζεται η διαφορά (έλλειμμα) της διαχειριστικής χρήσης από 1-1-2008 έως 31-12-2008. Περαιτέρω, ο πρώτος κατηγορούμενος, κατ’επανάληψη χρησιμοποίησε από 3-12-2004 μέχρι 16-4-2010 την πιστωτική εταιρική κάρτα, επιβαρύνοντας τον αντίστοιχο τραπεζικό λογαριασμό που τηρούνταν στην Τράπεζα Κύπρου και αντίστοιχα το ταμείο της εταιρίας με δαπάνες συνολικού ποσού 80.667,77 ευρώ( 88.967,98 ευρώ οι εγγραφές που αφορούν τη χρήση της πιστωτικής εταιρικής κάρτας από τον πρώτο κατηγορούμενο – 8.300,21 ευρώ που δικαιολογήθηκαν με παραστατικά στοιχεία), που καταχωρήθηκαν την 1-12-2010 ως εγγραφές στο ταμείο της εταιρίας, χωρίς όμως οι εγγραφές αυτές να δικαιολογούνται από παραστατικά στοιχεία και να αφορούν δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν προς το σκοπό της εκτέλεσης του έργου της εταιρίας, αλλά για προσωπικές του αποκλειστικά ανάγκες, πλην του ποσού των 33.650 ευρώ που ορθά συμψήφισε με απαίτηση του, για νομικές συμβουλές που ο ίδιος παρείχε στην ΕΑΠΑΞ. Ενόψει των παραπάνω η βέβαιη οικονομική ζημία που αποδείχθηκε ότι υπέστη η ΕΑΠΑΞ από την εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορουμένου υπό την διαχειριστική του ιδιότητα και δη κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης ανέρχεται στο ποσό των (81.263.82+80.667-33.650=) 128.280.82 ευρώ”.
Με τις ως άνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας, ήχθη όπως προαναφέρθηκε σε καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση για το αδίκημα της απιστίας κατ’ εξακολούθηση με προκληθείσα βέβαιη ζημία, που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 128.280,82 ευρώ, σε βάρος της εταιρίας με την επωνυμία ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΞΑΝΘΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΟΤΑ και με τον διακριτικό τίτλο Ε.Α.Π.Α.Ξ ΑΕ ΟΤΑ, της οποίας είχε την διαχείριση. Ειδικότερα, δέχτηκε το ως άνω Δικαστήριο ότι η συνολική ως άνω βέβαιη ζημία σε βάρος της προαναφερόμενης εταιρίας, προκλήθηκε από τις ακόλουθες μερικότερες πράξεις του αναιρεσείοντος ήτοι: α) ζημία ύψους 81.263,82 ευρώ, που προκλήθηκε με την ανακριβή εγγραφή στα λογιστικά της βιβλία, περί δήθεν εξόφλησης οφειλής της εταιρίας αυτής, προς την εταιρία ΟΜΙΚΡΟΝ ΕΠΕ, του ανωτέρω ποσού των 81.263,82 ευρώ, που όμως δεν αποδείχτηκε ούτε το υποστατό της εν λόγω εταιρίας, ούτε βέβαια οποιαδήποτε καταβολή συνοδευόμενη από αντίστοιχο παραστατικό, στο ποσό δε αυτό προσδιορίζεται και η διαφορά (έλλειμα) του ταμείου της ως άνω εταιρίας για την διαχειριστική χρήση από 1-1-2008 έως 31-12-2008 και β) ζημία ύψους 47.017,98 ευρώ, που προκλήθηκε ως ακολούθως: ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, που είχε την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου της ως άνω εταιρίας, κατά το χρονικό διάστημα από 3-12-2004 έως τον Απρίλιο του 2010 έκανε χρήση της με αρ. … πιστωτικής εταιρικής κάρτας της Τράπεζας Κύπρου και στο ίδιο αυτό διάστημα έγιναν με αυτή χρεώσεις ύψους 88.967,98 ευρώ, οι οποίες όμως στην πλειοψηφία τους είναι άσχετες με την λειτουργία της εταιρίας, αφού έγιναν για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών του αναιρεσείοντος. Ό αναιρεσείων σε σχέση με τις ανωτέρω χρεώσεις από την χρήση της προαναφερόμενης εταιρικής πιστωτικής κάρτας δικαιολόγησε με παραστατικά δαπάνες ύψους 8.300 ευρώ. Για την συγκάλυψη δε του, από την χρήση της πιστωτικής κάρτας και την αντίστοιχη ισόποση παράνομη ιδιοποίηση του αναληφθέντος συνολικά ποσού, δεν προέβαινε σε εγγραφές των πιστώσεων στο ταμείο της εταιρίας, κατά τον χρόνο πραγματοποίησης των δαπανών, αλλά αυτές εγγράφηκαν κατόπιν υπόδειξής του προς την νέα διοίκηση της εταιρίας, την 1-12-2010, καίτοι αφορούσαν προηγούμενα διαχειριστικά έτη, προκειμένου να δικαιολογηθεί το έλλειμα του ταμείου της επιχείρησης και η παράνομη κατακράτηση των ιδιοποιηθέντων ποσών. Τέλος δέχτηκε το δικαστήριο ότι η καταχωρηθείσα από τον αναιρεσείοντα στα βιβλία της ως άνω εταιρίας συμψηφιστική εγγραφή ύψους 33.650 ευρώ, ως οφειλή της ΕΑΠΑΞ προς αυτόν για αμοιβή του από την παροχή νομικών υπηρεσιών, ως νομικού συμβούλου της εταιρίας με τις προαναφερόμενες δαπάνες από την χρήση της ανωτέρω πιστωτικής, αντιστοιχούσε πράγματι σε αντίστοιχη οφειλή της ΕΑΠΑΞ προς αυτόν για αμοιβή νομικών υπηρεσιών. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές έκρινε στην συνέχεια οτι η προκληθείσα από την ως άνω αιτία ζημία στην ΕΑΠΑΞ ανήλθε στο ποσό των (88.967-8.300-33.650) 47.017,98 ευρώ. Οι ως άνω παραδοχές όμως, για την υπό στοιχείο (β) μερικότερη πράξη δεν στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του προβλεπόμενου από την διάταξη του άρθρου 390 ΠΚ αδικήματος της απιστίας, αλλά το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 375 του ΠΚ αδίκημα της υπεξαίρεσης. Και τούτο διότι η χρήση από τον αναιρεσείοντα της εταιρικής πιστωτικής κάρτας και η χρέωση αυτής με το παραπάνω ποσό για την κάλυψη προσωπικών του αναγκών, έγινε, όπως δέχεται και η προσβαλλομένη απόφαση, με σκοπό νοσφισμού της περιουσίας της εταιρίας της οποίας ήταν διαχειριστής, ο οποίος αποτελεί κεντρικό στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της υπεξαίρεσης και όχι αυτού της απιστίας. Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι στον αναιρεσείοντα είχε αποδοθεί και η διάπραξη του αδικήματος της υπεξαίρεσης κατ’εξακολούθηση, η αξία του αντικειμένου της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, σε βάρος της ιδίας παραπάνω εταιρίας και για το ίδιο χρονικό διάστημα και μία από τις μερικότερες πράξεις του κατ’εξακολούθηση αυτού εγκλήματος, ήταν και η ανωτέρω με την επανειλημμένη χρήση της παραπάνω εταιρικής πιστωτικής κάρτας για την κάλυψη προσωπικών αναγκών, ιδιοποίηση του προαναφερθέντος ποσού των 80.677 (88.967-8.300)ευρώ. Για την πράξη αυτή όμως, με την προσβαλλόμενη απόφαση έπαυσε οριστικά η εναντίον του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη, λόγω μη υποβολής, εντός της οριζόμενης στο άρθρο 464 του Π.Κ. προθεσμίας, της απαιτούμενης δηλώσεως της ως άνω εταιρίας ότι επιθυμεί την πρόοδο της δίκης, αφού μετά την 1-7-2019, για την αξιόποινη πράξη της παράβασης του άρθρου 375 παρ.1 και 2 του Π.Κ., απαιτείται έγκληση. Μεταξύ δε των δύο αυτών αδικημάτων, όπως εκτέθηκε στην νομική σκέψη που αναπτύχθηκε στην αρχή της παρούσης, δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή κατ’ ιδέαν συρροή, όταν η περιουσιακή ζημία της απιστίας ταυτίζεται με το αντικείμενο της υπεξαίρεσης όπως στην προκειμένη περίπτωση και το έγκλημα της απιστίας τελεί κατά κανόνα σε σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού με αυτό της υπεξαίρεσης, καθόσον στην περίπτωση αυτή η τελευταία διαπράττεται με υλική πράξη και όχι με πράξη διαχείρισης. Συνακόλουθα, η ως άνω ζημία των 47.017,98 ευρώ, θα μπορούσε να ερευνηθεί μόνο στα πλαίσια του αδικήματος της υπεξαίρεσης, για την οποία στην προκειμένη περίπτωση έπαυσε η δίωξη, όπως προεκτέθηκε και όχι στα πλαίσια αυτού της απιστίας. Επομένως, εσφαλμένα εφαρμόστηκε από την προσβαλλομένη απόφαση για την ανωτέρω μερικότερη υπό στοιχείο (β) πράξη η διάταξη του άρθρου 390 του ΠΚ, κατά τον βάσιμο περί τούτου εκ του άρθρου 510 του Κ.Ποιν.Δ. παρ.1 στοιχ.Ε’ σχετικό δεύτερο λόγο της κρινομένης αιτήσεως και πρέπει δεκτού γενομένου του λόγου αυτού να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και δεδομένου ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης, αφού δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά για τον αναιρεσείοντα το ως άνω έγκλημα για την μερικότερη αυτή πράξη, να κηρυχθεί αθώος αυτής, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 518 του Κ.Ποιν.Δ. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του ΠΚ το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β’, 370 εδ. β’ και 511 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής, υποχρεούται να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ’ αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, η ζημία από την πράξη της απιστίας για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, χωρίς να υπολογιστεί το ποσό της υπό στοιχείο (β) μερικότερης πράξης, ανέρχεται στο ποσό των 81.263,82 ευρώ. Στο ύψος όμως του ποσού αυτού η ως άνω ζημία στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω αδικήματος της παρ.1 εδ. α’ του άρθρου 390 του Π.Κ. σε βαθμό πλημμελήματος και όχι αυτή της παρ.1 εδ.β του ιδίου άρθρου σε βαθμό κακουργήματος. Από τον χρόνο όμως τελέσεως της πράξεως αυτής, η οποία φέρεται τελεσθείσα κατά τη διαχειριστική περίοδο του έτους 2008 και μέχρι την εκδίκαση της υπό κρίση αναίρεσης, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας, με συνέπεια να εξαλείφθηκε με παραγραφή το αξιόποινο της πράξεως αυτής. Επομένως, αφού η ένδικη αίτηση αναίρεσης περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως ο οποίος κρίθηκε και βάσιμος κατά τα ανωτέρω, πρέπει, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αυτής, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του ως άνω κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος, για την υπό στοιχείο (α) μερικότερη πράξη της απιστίας, λόγω παραγραφής.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’αρ. 394/2019 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης.

Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα Θ. Κ. του Κ. του ότι: Στην Ξάνθη κατά το χρονικό διάστημα από 3-12-2004 έως την 16-4-2010, έχων την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας με την επωνυμία “ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΞΑΝΘΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΟΤΑ” και το διακριτικό τίτλο “Ε.Α.ΠΑ.Ξ Α.Ε. ΟΤΑ”, η οποία είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που ιδρύθηκε με βάση τις διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και στην οποία μετείχε, μεταξύ άλλων ν.π.δ.δ, ΟΤΑ α’ βαθμού με ποσοστό υπερβαίνον το 50%, ελάττωσε εν γνώσει του, για να ωφεληθεί ο ίδιος, τη δημοτική περιουσία της ως άνω επιχείρησης, της οποίας η διαχείριση του ήταν εμπιστευμένη, προκαλώντας σ’ αυτή βέβαιη ζημία ύψους 47.017,98 ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, με την ως άνω ιδιότητά του, κατ’επανάληψη χρησιμοποίησε από 3-12-2004 μέχρι 16-4-2010 την πιστωτική εταιρική κάρτα, επιβαρύνοντας τον αντίστοιχο τραπεζικό λογαριασμό που τηρούνταν στην Τράπεζα Κύπρου και αντίστοιχα το ταμείο της εταιρίας με δαπάνες συνολικού ποσού 80.667,77 ευρώ( 88.967,98 ευρώ οι εγγραφές που αφορούν τη χρήση της πιστωτικής εταιρικής κάρτας από τον πρώτο κατηγορούμενο – 8.300,21 ευρώ που δικαιολογήθηκαν με παραστατικά στοιχεία), που καταχωρήθηκαν την 1-12-2010 ως εγγραφές στο ταμείο της εταιρίας, χωρίς όμως οι εγγραφές αυτές να δικαιολογούνται από παραστατικά στοιχεία και να αφορούν δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν προς το σκοπό της εκτέλεσης του έργου της εταιρίας, αλλά για προσωπικές του αποκλειστικά ανάγκες, πλην του ποσού των 33.650 ευρώ που ορθά συμψήφισε με απαίτηση του, για νομικές συμβουλές που ο ίδιος παρείχε στην ΕΑΠΑΞ.

Παύει οριστικά την κατά του ως άνω αναιρεσείοντος Θ. Κ. του Κ. , ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για την πράξη της απιστίας, που φέρεται τελεσθείσα από αυτόν κατά τη διαχειριστική περίοδο του έτους 2008 και ειδικότερα για το ότι “Στην Ξάνθη, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, έχων την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας με την επωνυμία “ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΞΑΝΘΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΟΤΑ” και το διακριτικό τίτλο “Ε.Α.ΠΑ.Ξ Α.Ε. ΟΤΑ”, η οποία είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που ιδρύθηκε με βάση τις διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και στην οποία μετείχε, μεταξύ άλλων ν.π.δ.δ., ΟΤΑ α’ βαθμού με ποσοστό υπερβαίνον το 50%, ελάττωσε εν γνώσει του, τη δημοτική περιουσία της ως άνω επιχείρησης, της οποίας η διαχείριση του ήταν εμπιστευμένη, προκαλώντας σ’ αυτή βέβαιη ζημία ύψους 81.263,82 ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, ως διευθύνων σύμβουλος της δημοτικής επιχείρησης “Ε.Α.ΠΑ.Ξ Α.Ε. ΟΤΑ”, που κατά κύριο λόγο διαχειριζόταν χρήματα ΟΤΑ α’ βαθμού από την εκτέλεση των συναπτομένων μεταξύ τους προγραμματικών συμβάσεων, προέβη σε εγγραφή στα λογιστικά βιβλία της εταιρίας, περί δήθεν εξόφλησης οφειλής της ΕΑΠΑΞ προς την OMΙKPON ΕΠΕ, ποσού 81.263,82 ευρώ που όμως σχετικά αποδείχθηκε ότι δεν ήταν υπαρκτή η εν λόγω εταιρία ούτε οποιαδήποτε βέβαια καταβολή συνοδευόμενη από αντίστοιχο παραστατικό. Κατά το παραπάνω λοιπόν ποσό προσδιορίζεται η διαφορά (έλλειμμα) της διαχειριστικής χρήσης της ως άνω επιχείρησης από 1-1-2008 έως 31-12-2008″.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Ιανουαρίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Φεβρουαρίου 2022.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top