ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βάρκα, Αλεξάνδρα Αποστολάκη-Εισηγήτρια, Ελευθέριο Σισμανίδη και Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίας Μασούρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ. Σ. του Θ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παύλο Τοπαλνάκο, για αναίρεση της 376/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης (Β’ Βαθμού). Με υποστηρίζοντες την κατηγορία τους: 1) Ι. Γ. του Τ. και 2) Δ. Σ. του Ν., κατοίκους Θεσσαλονίκης, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Το προαναφερόμενο Δικαστήριο με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που περιλαμβάνονται τόσο στην από 24-5-2023 και με αριθμό 8/2023 αίτησή του αναίρεσης που ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνου Αμπατζή και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 543/2023 όσο και στους από 24-10-2023 πρόσθετους λόγους αυτής που αναφέρονται στο σχετικό δικόγραφο.
Αφού άκουσε 1) την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης κατά συρροή και της συκοφαντικής δυσφήμισης κατά συρροή και να απορριφθούν οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης του από 24-10-2023 δικογράφου, και 2) τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 24-05-2023 αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Χ. Σ. του Θ., κατοίκου …, …, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 376/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και τον καταδίκασε σε συνολική ποινική φυλάκισης δύο (2) ετών για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης κατά συρροή και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατά συρροή με τριετή αναστολή, ασκήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος Παύλο Τοπαλνάκο, με δήλωση στον Γραμματέα του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 24-05-2023 (αριθμ. έκθ. 8/24- 05-2023), εντός της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 473 παρ. 2 και 3 του ΚΠοινΔ εικοσαήμερης προθεσμίας από τις 05-05-2023, οπότε η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού τμήματος του ανωτέρω δικαστηρίου. Επιπροσθέτως, ο αναιρεσείων κατέθεσε στις 25-10-2023 στο Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου το από 24-10-2023 δικόγραφο πρόσθετων λόγων για αναίρεση της ίδιας ως άνω καταδικαστικής απόφασης. Επομένως, η αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 473, 474 παρ. 1, 504 παρ. 1, 505 παρ. 1α, 509 του ΚΠοινΔ) και πρέπει να συνεκδικαστούν και να ερευνηθούν περαιτέρω. Σημειώνεται ότι οι υποστηρίζοντες την κατηγορία Ι. Γ. και Δ. Σ. δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο Δικηγόρο ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, παρότι έχουν κληθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, όπως προκύπτει από τα δύο (2) από 19-06- 2023 αποδεικτικά επίδοσης της Μαρίας Μιχαηλίδου, Επιμελήτριας Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ωστόσο η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθ. 515 § 2 του ΚΠοινΔ).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, η οποία (απόλυτη ακυρότητα) λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παράνομη παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει μόνο, όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του υποστηρίζοντος την κατηγορία οι όροι της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση του σχετικού δικαιώματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63, 64 και 66 ΚΠΔ, καθώς και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία, που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο άσκησης της παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας, κατά το άρθρο 67 του ίδιου ως άνω κώδικα, ο οποίος εξικνείται μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου ποινικού δικαστηρίου (ΑΠ 386/2022, ΑΠ 99/2022). Η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται από την μη προβολή αντιρρήσεων κατά της παράνομης παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας, αν από την ίδια διαδικασία προκύπτει έλλειψη νομιμοποίησης, η οποία ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και οδηγεί στην απόρριψη της παράστασης ως απαράδεκτης (ΑΠ 244/2023). Επίσης από τις διατάξεις των άρθρων 63 περ. β’ και 67 παρ. 1 του νέου ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι σε περίπτωση μη καταβολής εφάπαξ του παραβόλου (τέλους) για την παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας είτε κατά την προδικασία είτε το αργότερο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η παράσταση είναι παράνομη, επερχομένης, εντεύθεν, απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο (ΑΠ 215/2020), η προϋπόθεση δε αυτή (καταβολή του παραβόλου), με την ίδια συνέπεια σε περίπτωση μη τήρησής της (απαράδεκτο της πολιτικής αγωγής), προβλεπόταν και υπό την ισχύ του παλαιού ΚΠοινΔ. Κατά τις διατάξεις δε του άρθρου 42 παρ. 1 και 4 του παλαιού ΚΠοινΔ, όπως η τελευταία παράγραφος προστέθηκε με το άρθρ. 34 παρ. 1 Ν. 3346/2005 και αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 69 παρ. 1 Ν. 3659/2008, σε συνδυασμό με την παρ. 2 της ΥΑ 123827/23.12.2010 (ΦΕΚ Β’ 1991/23.12.2010), οι οποίες (διατάξεις) ίσχυαν κατά το χρόνο υποβολής των ένδικων από 29-07-2014 εγκλήσεων, το παράβολο της μήνυσης ανερχόταν στο ποσό των 100 ευρώ. Άλλωστε, κατά το άρθρο 63 εδ. β’ και γ’ του αυτού Κώδικα, όπως το β’ εδάφιο προστέθηκε με το άρθρ. 34 παρ. 3 Ν. 3346/2005, αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 69 παρ. 2 Ν. 3659/2008, σε συνδυασμό με την παρ. 3 της ΥΑ 123827/23.12.2010, και ήταν ομοίως σε ισχύ κατά τον ίδιο χρόνο υποβολής των εγκλήσεων (29-07-2014), το τέλος πολιτικής αγωγής ανερχόταν σε 50 ευρώ. Ήδη με το Ν 4620/2019 κυρώθηκε ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, με έναρξη ισχύος από την 1-7- 2019, με το άρθρο 63 εδ. β’ του οποίου ορίζεται, ότι το τέλος παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας ανέρχεται στο ποσό των 40 ευρώ. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη δικάσιμο της 01-10-2021 ενώπιον του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ο εγκαλών Ι. Γ. δήλωσε παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας κατά του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, καταθέτοντας το υπ’ αριθμ. 146982 παράβολο ποσού πενήντα (50) ευρώ, και έτσι παρέστη ως υποστηρίζων την κατηγορία κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 3097/2021 καταδικαστική απόφασή του. Επίσης, ο εγκαλών Δ. Σ., κατά τη δικάσιμο της 01-10-2021 ενώπιον του Γ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, και πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, δήλωσε παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας κατά του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, καταθέτοντας το υπ’ αριθμ. 146674 παράβολο ποσού πενήντα (50) ευρώ, και έτσι παρέστη ως υποστηρίζων την κατηγορία κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 3098/2021 καταδικαστική απόφασή του. Κατά των ανωτέρω πρωτόδικων αποφάσεων ο κατηγορούμενος άσκησε δύο εφέσεις, οι οποίες συνεκδικάστηκαν από το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση. Οι εγκαλούντες επανέλαβαν ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου τη δήλωση παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας, με την επίκληση των ίδιων παραβόλων, που είχαν κατατεθεί πρωτοδίκως. Από τα έγγραφα της δικογραφίας, που επιτρεπτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα εξής: Οι εγκαλούντες κατέθεσαν τις δύο (2) από 29-07-2014 εγκλήσεις τους στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών αυθημερόν, επισυνάπτοντας σ’ αυτές, ο μεν Ι. Γ. τα υπ’ αριθμ. 2875626, 2875625, 096810 παράβολα συνολικού ποσού (20 + 20 + 60 = 100) εκατό (100) ευρώ και το υπ’ αριθμ. 146982 παράβολο ποσού πενήντα (50) ευρώ, ο δε Δ. Σ. τα υπ’ αριθμ. 2875624, 2875623, 096807 παράβολα συνολικού ποσού (20 + 20 + 60) εκατό (100) ευρώ και το 146674 παράβολο ποσού πενήντα (50) ευρώ. Ως εκ τούτου, καθένας από τους εγκαλούντες κατέθεσε τόσο το ισχύον τότε παράβολο της μήνυσης ποσού 100 ευρώ, όσο και το τέλος παράστασης πολιτικής αγωγής ποσού 50 ευρώ, ενώ δήλωσαν ρητά με τις εγκλήσεις τους, ότι παρίστανται ως πολιτικώς ενάγοντες για τη χρηματική ικανοποίησή τους για την ηθική βλάβη, που υπέστησαν από τις εις βάρος τους πράξεις του κατηγορουμένου. Ενόψει τούτων και ιδίως της πλήρους καταβολής από τους εγκαλούντες τόσο του αναλογούντος ποσού για το παράβολο της μήνυσης όσο και αυτού για το παράβολο της πολιτικής αγωγής, οι τελευταίοι νομίμως παρέστησαν για την υποστήριξη της κατηγορίας ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, ενώ η αναγραφείσα αιτιολογία, από τους καταθέσαντες εγκαλούντες, στα υπ’ αριθμ. 146982 και 146674 παράβολα των 50 ευρώ, ότι αυτά αφορούν στην “υποβολή εγκλήσεως” αντί του ορθού, στην “παράσταση πολιτικής αγωγής”, οφείλεται σε προφανή παραδρομή των ίδιων, η οποία δεν ασκεί ουδεμία έννομη επιρροή. Επομένως, δεν συντρέχει η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171 παρ. 3 του ΚΠοινΔ και ο συναφής λόγος της αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο (ΑΠ 1332/2022, ΑΠ 445/2022, ΑΠ 530/2020). Για την πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει να προκύπτει, ότι το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ’ επιλογή, χωρίς να είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ενώ δεν απαιτείται να προσδιορίζεται, ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Επίσης, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης (άρθρ. 229 παρ. 1 του ΠΚ) και της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρ. 363-362 του ΠΚ) πρέπει, εκτός άλλων, να αναφέρονται σ’ αυτήν, για μεν την κατ’ άρθρο 229 παρ. 1 του ΠΚ ψευδή καταμήνυση, ότι η καταμήνυση ή ανακοίνωση ή αναφορά, είτε με τον τύπο του άρθρου 42 του ΚΠοινΔ είτε με κάθε τύπο προφορικής ή γραπτής καταγγελίας, έγινε ενώπιον αρμόδιας αρχής, αναφέρεται σε τέλεση από άλλον αξιόποινης πράξης ή πειθαρχικής παράβασης, αφορά άλλον που μπορεί να τιμωρηθεί από το ποινικό δικαστήριο ή να διωχθεί πειθαρχικά, είναι δε ψευδής, δηλαδή αντικειμενικά αναληθής, για δε την κατ’ άρθρ. 363-362 του ΠΚ πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, ισχυρισμός ή διάδοση ψευδούς γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, πρόσφορου να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, εν γνώσει του ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές. Ο δόλος του δράστη συνίσταται, καθόσον μεν αφορά στην ψευδή καταμήνυση, στη γνώση του, κατά το χρόνο της καταμήνυσης, ότι το περιεχόμενο της καταγγελίας του είναι αναληθές και ότι αφορά αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, καθώς και στη θέληση να περιέλθει η αναφορά στην αρχή και στο σκοπό του (υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση) να κινηθεί η ποινική ή πειθαρχική διαδικασία, ενώ είναι αδιάφορο, αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε, καθόσον δε αφορά στη συκοφαντική δυσφήμηση, ότι το γεγονός που διαδίδεται είναι ψευδές, εν γνώσει του διαδίδοντος αυτό. Ενδεχόμενος δόλος δεν αρκεί, σχετικά με το ψευδές των καταμηνυθέντων (ΑΠ 966/2022). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 366 παρ. 2 του νέου ΠΚ “Αν στις περιπτώσεις των άρθρων 362, 363 και 365 το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος είναι πράξη αξιόποινη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, αναστέλλεται η δίκη για τη δυσφήμηση έως το τέλος της ποινικής δίωξης. Θεωρείται αποδεδειγμένο ότι το γεγονός είναι αληθινό αν η απόφαση είναι καταδικαστική”. Στον προϊσχύσαντα ΠΚ στο εδ β’ της παρ. 2 του άρθρου 366, όπως η παρ. 2 -αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 2 του Ν 4596/2019, ΦΕΚ Α 32/26.2.2019 (άρθρο 6 της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ), τεκμαιρόταν, ότι το γεγονός που αφορά η δυσφήμηση είναι αληθινό, αν η απόφαση είναι καταδικαστική και ψευδές, αν η απόφαση είναι αθωωτική και στηρίζεται στο ότι δεν αποδείχθηκε ότι το πρόσωπο που είχε δυσφημισθεί τέλεσε την αξιόποινη πράξη, με τη δυνατότητα όμως ανταπόδειξης. Όποια και αν ήταν η απόφαση, παρήγαγε τεκμήριο που κάλυπτε όχι μόνο την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης αλλά και άλλες που συνέχονταν με αυτήν, όπως π.χ. της ψευδούς καταμήνυσης. Το τεκμήριο απαλείφθηκε από την αντίστοιχη διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα (άρθρ. 366 παρ. 2 εδ β’). Σύμφωνα με το εδ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 366 του νέου ΠΚ το γεγονός δεν τεκμαίρεται πλέον ως ψευδές σε περίπτωση αθώωσης του κατηγορουμένου.
Συνεπώς στις περιπτώσεις του άρθρου 366 παρ. 2 ΠΚ, κατά τις οποίες η απόφαση για το αξιόποινο γεγονός είναι αθωωτική (ή, κατά περίπτωση, εκδίδεται απαλλακτικό βούλευμα), στη δίκη για τη συκοφαντική δυσφήμηση η αλήθεια του γεγονότος εξετάζεται εξ αρχής με βάση την αρχή της ηθικής απόδειξης, χωρίς εισφορά τεκμηρίων από άλλη δίκη. Κατ’ επέκταση, το ίδιο ισχύει και για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, όταν αφορά στο ίδιο σε σχέση με τη συκοφαντική δυσφήμηση βιοτικό συμβάν. Άλλωστε, με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, και 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.), που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν 2462/1997, στο πλαίσιο της έννοιας της “δίκαιης δίκης” επί ποινικών υποθέσεων, καθιερώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου καθ’ όλα τα διαδικαστικά στάδια μέχρι να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση επί της δίωξης που ασκήθηκε εις βάρος του, κατοχυρώνεται, δηλαδή, το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να θεωρείται (τεκμαίρεται) αθώος, εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί νομίμως. Με βάση το δικαίωμα αυτό, η Πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου και όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του. Απόρροια του τεκμηρίου αθωότητας είναι η αρχή της επιείκειας προς τον κατηγορούμενο, η οποία επιβάλλει στο δικαστήριο εν αμφιβολία να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου (in dubio pro reo). Η παραβίαση του τεκμηρίου αυτού επάγεται, πέραν της αναίρεσης της απόφασης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, οπότε ιδρύεται και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ΚΠοινΔλόγος αναίρεσης (ΑΠ 1041/2022, ΑΠ 294/2022, ΑΠ 1289/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι η Πρόεδρος του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων δεν επέτρεψε τη διερεύνηση της αντικειμενικής υπόστασης των πράξεων της ψευδούς καταμήνυσης κατά συρροή και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατά συρροή, και δη αν το γεγονός που αφορά η δυσφήμηση είναι αληθινό ή ψευδές, θεωρώντας αυτό, όπως ρητά το ανέφερε κατά την προφορική διαδικασία στο ακροατήριο, ως ψευδές, λόγω της έκδοσης του υπ’ αριθμ. 152/2019 αμετάκλητου, απαλλακτικού για τους εγκαλούντες, βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (σελ. 5,6, 8,12, 14, 18, 22, 35 και 40 των πρακτικών της προσβαλλόμενης) και περιόρισε τον κατηγορούμενο και το συνήγορο του στην υποβολή ερωτήσεων προς τους υποστηρίζοντες την κατηγορία και τους μάρτυρες μόνο σε σχέση με το δόλο του κατηγορουμένου, ενώ επιπρόσθετα περιόρισε τον τελευταίο, κατά την απολογία του, να αναφερθεί μόνο στην υποκειμενική υπόσταση των πράξεων, για τις οποίες κατηγορείται, ήτοι στη συνδρομή ή μη του δόλου του. Ακολούθως, στο διατακτικό της προσβαλλόμενης διαλαμβάνεται, ως προς την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν τη βάση των αποδιδόμενων στον κατηγορούμενο αδικημάτων της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ψευδούς καταμήνυσης, ότι αυτά “είναι ψευδή, διότι δεν συνέβησαν, εφόσον, ενώ ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του εγκαλούντα για απλή συνέργεια σε απιστία κατά συναυτουργία με την επελθούσα περιουσιακή ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 30.000 ευρώ, το υπ’ αριθμόν 152/2019 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εναντίον του”. Ενόψει τούτων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και Δ’ του ΚΠοινΔ, λόγω της κατά τα ως άνω παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και έλλειψης της κατά τα ως άνω απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και οι συναφείς από 24-10-2023 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης του κατηγορουμένου πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι. Εξάλλου, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει, ότι: α) με την από 18-09-2015 πράξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης η δικογραφία, που σχηματίσθηκε κατόπιν της από 29-07-2014 έγκλησης του εγκαλούντος Ι. Γ. για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, μετά την προκαταρκτική εξέταση υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, προκειμένου να παρασχεθεί η σύμφωνη γνώμη για την αναβολή της ποινικής δίωξης κατ’ άρθρο 59 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, η οποία δόθηκε με την από 26-01-2016 πράξη του, και β) με την από 25-08-2016 πράξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης η δικογραφία, που σχηματίσθηκε κατόπιν της από 29-07-2014 έγκλησης του εγκαλούντος Δ. Σ. για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, μετά την προκαταρκτική εξέταση υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, προκειμένου να παρασχεθεί η σύμφωνη γνώμη για την αναβολή της ποινικής δίωξης κατ’ άρθρο 59 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, η οποία δόθηκε με την από 23-11-2016 πράξη του. Το χρονικό διάστημα της κατ’ άρθρο 59 παρ. 2 του ΚΠΔ αναστολής, που άρχισε με την έκδοση των ανωτέρω πράξεων του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και έπαυσε, αφότου το υπ’ αριθμ. 152/2019 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, απαλλακτικό για τους εγκαλούντες, κατέστη αμετάκλητο λόγω μη ασκήσεως κατ’ αυτού κανενός ενδίκου μέσου, δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση της παραγραφής και της αναστολής αυτής κατ’ άρθρο 113 ΠΚ και ως εκ τούτου οι ένδικες αξιόποινες πράξεις δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή.
Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά παραδοχή των πρόσθετων λόγων αναίρεσης και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, η σύνθεση του οποίου από δικαστές άλλους εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 376/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους εκτός από αυτούς, που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20-12-2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
