Αριθμός 1025/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α’ Ποινικό Τμήμα Διακοπών
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη-Παναγιώτα Λεβεντέλη Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Αναστασία Καραμανίδου, Ιωάννα Στρατσιάνη-Eισηγήτρια, Χριστίνα Τζίμα και ‘Αλκηστη Σιάννου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Ιουλίου 2025, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Κωσταρέλλου και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ρόδου, περί αναιρέσεως της υπ’αριθμ. 789/2024 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου. Με κατηγορουμένη την Μ.-Γ. Κ. του Ζ., κάτοικο …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Καβουριού και με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Κ. Ξ. του Ι., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο- Χρυσοβαλάντη Καραβελάκη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 1/2.6.2025 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ρόδου Γ. Κ. και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 633/2025.
Αφού άκουσε Α) Τον Αντεισαγγελέα ο οποίος αναφέρθηκε στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και πρότεινε να γίνει δεκτή και Β) τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 2-6-2025, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1/2025, αίτηση της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ρόδου (ασκηθείσα με δήλωση ενώπιον της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Ρόδου), κατόπιν παραγγελίας της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ρόδου, για αναίρεση της απόφασης με αριθμό 789/15-5-2024 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, με την οποία η κατηγορουμένη Μ. -Γ. Κ. του Ζ. κηρύχθηκε αθώα για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η προσβαλλομένη απόφαση καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο την 16-5-2025 και η αναίρεση ασκήθηκε την 2-6-2025 (άρθρα 464, 465,473 παρ. 3, 474 παρ. 1 εδ. α`, 504 παρ. 1, 505 παρ. 1β`, 506, 507 και 508 του ΚΠοινΔ), περιέχει δε παραδεκτό λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠοινΔ (εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή.
ΙΙ. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 464 ΚΠΔ ” Ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 506 ΚΠΔ, “Την αναίρεση αθωωτικών αποφάσεων μπορεί να ζητήσει: α) ο κατηγορούμενος, αν αθωώθηκε λόγω έμπρακτης μετάνοιας για όλους τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1, β) ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ή εφετών, κατά τις διακρίσεις του προηγούμενου άρθρου, αν η αθώωση οφείλεται σε εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης”. (ΑΠ1309/2024). Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ, εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (Ολ. ΑΠ 1/2020, Ολ. ΑΠ 3/2008, ΑΠ 622/2023, ΑΠ 904/2022, ΑΠ 587/2020, ΑΠ 20/2019). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Ολ. ΑΠ 1/2020, Ολ. ΑΠ 2/2019, Ολ. ΑΠ 3/2008, ΑΠ238/2025).
ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προέκυψε ότι η κατηγορουμένη Μ. – Γ. Κ. παραπέμφθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου για να δικαστεί ως υπαίτια του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης του άρθρου 363 ΠΚ, που φέρεται ότι τέλεσε στη Ρόδο, την 23-7-2017, σε βάρος του εγκαλούντα Κ. Ξ., ατομικά και ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρείας με την επωνυμία “… Ο.Ε.” και τον διακριτικό τίτλο “…”, καθόσον ανέφερε ενώπιον τρίτων, εν γνώσει του ψεύδους ότι” η εν λόγω εταιρεία είχε δήθεν κλείσει”, ”ότι δήθεν δεν υπάρχει διότι είχε πολύ παλιά αυτοκίνητα, τα οποία δήθεν δεν ήταν ασφαλισμένα”. Η κατηγορουμένη με την με αριθμό 830/2023 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου κρίθηκε ένοχη, της επιβλήθηκε δε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, η οποία ανεστάλη. Με την προσβαλλόμενη, με αριθμό 789/15-5-2024 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, η οποία εκδόθηκε επί ασκηθείσας από την κατηγορουμένη εφέσεως κατά της παραπάνω καταδικαστικής αποφάσεως, η τελευταία κηρύχθηκε αθώα για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης με το εξής διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ την κατηγορουμένη ΑΘΩΑ του ότι στη Ρόδο Δωδεκανήσου την 23-7-2017 με πρόθεση ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτου για ανώνυμη εταιρία, ορισμένο γεγονός που είναι σχετικό με τις επιχειρήσεις, την οικονομική κατάσταση ή γενικά τις εργασίες της ή με τα πρόσωπα που την διοικούν ή την διευθύνουν και που μπορεί να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία και γενικά στις επιχειρήσεις της. Ειδικότερα, ο παθών Κ. Ξ., τυγχάνει διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία … ΟΕ”, σκοπός της οποίας είναι η εκμίσθωση αυτοκινήτων. Λόγω του γεγονότος ότι ο παθών μετέφερε την επιχείρησή του σε άλλο χώρο από αυτόν που μέχρι πρότινος γνώριζαν οι πελάτες του κατά τον ως άνω χρόνο η υπήκοος Ιταλίας D. F. C. ζήτησε πληροφορίες από την κατηγορουμένη η οποία ενώπιον της τελευταίας D. F. C. αλλά και ενώπιον άλλων αγνώστων στην προανάκριση ισχυρίστηκε εν γνώσει της ψευδώς για τον εγκαλούντα ότι η εν λόγω εταιρεία δήθεν έχει κλείσει και ότι δήθεν δεν υπάρχει διότι είχε πολύ παλιά αυτοκίνητα τα οποία δεν ήταν ασφαλισμένα ενώ γνώριζε ούσα η ίδια επι πολλά χρόνια εκμισθώτρια του ακινήτου όπου λειτουργούσε ο εγκαλών την επιχείρησή του , αφενός μεν ότι τα ανωτέρω γεγονότα που ισχυρίστηκε σε βάρος του εγκαλούντος ως νομίμου εκπροσώπου της παραπάνω αναφερόμενης εταιρίας ήταν ψευδή μη ανταποκρινόμενα στην πραγματικότητα, καθόσον η συγκεκριμένη επιχείρηση μεταφέρθηκε δεν είχε σταματήσει τη λειτουργία της αλλά μεταφέρθηκε και εγκαταστάθηκε σε άλλο χώρο, και ο παθών δεν διέθετε στους πελάτες της επιχείρησης του παλιά και ανασφάλιστα οχήματα, αφετέρου δε οι ισχυρισμοί αυτοί μπορούσαν να βλάψουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εν λόγω εταιρία αφού παρουσίαζε ενώπιον τρίτων τον διαχειριστή και νόμιμο εκπρόσωπο αυτής ως αναξιόπιστο επιχειρηματία που εκμισθώνει στους πελάτες της ανασφάλιστα παλιά και συνεπώς επικίνδυνα ΙΧΕ αυτοκίνητα”. Για να καταλήξει στην ανωτέρω κρίση του, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά λέξη, τα ακόλουθα περιστατικά: Από την κατάθεση της ήδη αποβιώσασας υπηκόου Ιταλίας D. F. C., που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, προέκυψε ότι αυτή στις 23-7-2017 βρισκόταν για διακοπές στα Στεγνά της Ρόδου και αναζητούσε την εταιρία ενοικίασης αυτοκινήτων με την επωνυμία “… Ο.Ε.” και το διακριτικό τίτλο “…”, της οποίας ο εγκαλών είναι διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος. Όταν διαπίστωσε ότι τα γραφεία της εταιρίας είχαν εκκενωθεί, ρώτησε την κατηγορουμένη, που εργαζόταν σε παρακείμενο σούπερ μάρκετ, τι είχε συμβεί με την επιχείρηση αυτή. Τότε εκείνη της είπε ότι η επιχείρηση είχε κλείσει διότι είχε παλαιά αυτοκίνητα που δεν ήταν ασφαλισμένα και της πρότεινε να επικοινωνήσει η ίδια άμεσα για λογαριασμό της με την εταιρία ενοικίασης αυτοκινήτων “…” για να μισθώσει από εκεί αυτοκίνητο, πλην όμως η ίδια το απέφυγε, λέγοντας ότι έπρεπε να συνεννοηθεί με το σύζυγο της. Στη συνέχεια και ενώ ετοιμαζόταν να αποχωρίσει από το σημείο, συνάντησε τον εγκαλούντα, που έβγαινε από τα νέα γραφεία της επιχείρησης και τον ενημέρωσε για ότι είχε συμβεί. Η κατηγορουμένη αρνείται τα παραπάνω κατατεθέντα, ισχυριζόμενη ότι δε γνωρίζει την D. F. C., αλλά μόνον το σύζυγο της, τον οποίο γνώρισε το έτος 2022 στο ξενοδοχείο της μητέρας της. Ωστόσο, ο ισχυρισμός της αυτός δεν κρίνεται πειστικός, δεδομένου ότι η μάρτυρας αναφέρεται σε αυτή ονομαστικά και περιγράφει με λεπτομέρειες τη μεταξύ τους συνομιλία, αναφερόμενη και σε έτερη επιχείρηση εκμίσθωσης οχημάτων. Πέραν τούτων, η ίδια δεν είχε κάποιο λόγο να επιθυμεί να καταγγείλει ψευδώς την κατηγορουμένη, η δε γνωριμία της με τον εγκαλούντα στα πλαίσια μίας, έστω και με διάρκεια, επαγγελματικής συναλλαγής δεν αρκεί για να θέσει σε αμφιβολία την κατάθεση της. Τα ανωτέρω ισχυρισθέντα από την κατηγορουμένη είναι ψευδή, καθώς από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξαν παράπονα ή καταγγελίες σχετικά με την ποιότητα και την ασφάλιση των οχημάτων της επιχείρησης, η οποία ουδέποτε έκλεισε, αλλά απλώς μεταφέρθηκε σε άλλη διεύθυνση, γεγονός που η κατηγορουμένη γνώριζε, αφού εκμίσθωνε σε αυτή το ακίνητο που στεγαζόταν προηγουμένως, ήταν δε ικανά να βλάψουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία. Ωστόσο, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η κατηγορουμένη ουδόλως καταφέρθηκε κατά του κατηγορουμένου ως φυσικό πρόσωπο, αλλά κατά της επιχείρησης της οποίας είναι διαχειριστής. Άλλωστε και ο ίδιος ο εγκαλών στην κατάθεση του ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, αναφερόμενος στη ζημία που υπέστη την προσδιόρισε ως την απώλεια τζίρου της επιχείρησης του ως συνέπεια των ισχυρισμών της κατηγορουμένης. Περαιτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε ο ισχυρισμός ότι ο εγκαλών ταυτίζεται στη συνείδηση του καταναλωτικού κοινού με την επιχείρηση του, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για μία μικρή ατομική επιχείρηση, αλλά για ομόρρυθμη εταιρία που διαθέτει οκτώ καταστήματα, ως ο ίδιος κατέθεσε και χρησιμοποιεί το διακριτικό τίτλο “…” και όχι το επώνυμο του εγκαλούντος, σε κάθε περίπτωση δε οι συναλλαγές της στη συντριπτική πλειοψηφία τους αφορούν πελάτες που διαμένουν εκτός Ρόδου, συνεπώς δεν γνωρίζουν τον εγκαλούντα ως φυσικό πρόσωπο. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της, να αποδοθεί στην κατηγορουμένη η πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης επιχείρησης του άρθρου 364 ΠΚ, ως ίσχυε πριν την κατάργηση του με το Ν. 4619/2019. Εν συνεχεία δε, γενομένου δεκτού και του αυτοτελούς ισχυρισμού της κατηγορουμένης, πρέπει να κηρυχθεί αυτή αθώα, καθώς η προπεριγραφόμενη πράξη της δεν τυποποιείται πλέον στο Νόμο. Τούτο διότι μετά την εισαγωγή του ΝΠΚ, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται κατ’ άρθρο2 ΠΚ ως ευνοοϊκότερες για την κατηγορουμένη, η εξεταζόμενη πράξη δεν τυποποιείται ως αδίκημα. Σε κάθε περίπτωση δε, το αδίκημα του άρθρου 364ΠΚ αφορούσε τη συκοφαντική δυσφήμηση ανώνυμης εταιρίας και όχι ομόρρυθμης εταιρίας όπως εν προκειμένω. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν εξετάζεται εν προκειμένω εάν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 361 και 362 ΠΚ, δεδομένου ότι αυτά αναφέρονται σε φυσικά μόνον πρόσωπα”.
Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, εσφαλμένα εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 364 ΠΚ καθόσον δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη αυτή που εφήρμοσε στο πόρισμα της απόφασης του. Ειδικότερα το Δικαστήριο αφού δέχθηκε ότι η κατηγορουμένη ουδόλως καταφέρθηκε κατά του εγκαλούντος φυσικού προσώπου Κ. Ξ. διαδίδοντας εν γνώσει του ψεύδους, γεγονότα που μπορούν να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψή του και συνεπώς δεν τέλεσε το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης του άρθρου 363 ΠΚ και εν συνεχεία ότι τα γεγονότα που διέδωσε εν γνώσει του ψεύδους, μπορούσαν να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψη της επιχείρησης του, ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία “… Ο.Ε.” και τον διακριτικό τίτλο “…”, εν κατακλείδι με λογικό κενό έκρινε ότι συντρέχουν τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του ήδη καταργηθέντος με τον νόμο 4619/2019 αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης ανωνύμου εταιρείας τα της διατάξεως του άρθρου 364 ΠΚ. στην οποία και υπήγαγε τα όσα δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν.
Συνεπώς, το Δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε, με αποτέλεσμα η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσης.
IV. Ακολούθως τούτων, εφ’ όσον στην προσβαλλομένη απόφαση, σε σχέση με το αδίκημα, για το οποίο η κατηγορούμενη κηρύχθηκε αθώα υπάρχουν λογικά κενά και αντιφάσεις, που περιλαμβάνονται στον συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλομένης και ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ λόγος της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως και πρέπει κατά παραδοχή του, να γίνει δεκτή η κρινόμενη από 2-6-2025, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1/2025, αίτηση αναίρεσης του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ρόδου (ασκηθείσα με δήλωση ενώπιον της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Ρόδου) για αναίρεση της απόφασης με αριθμό 789/15-5-2024 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ –
Αναιρεί την απόφαση με αριθμό 789/15-5-2024 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου.
-Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν τη προσβαλλομένη απόφαση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιουλίου 2025. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Ιουλίου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ
Πηγή :areiospagos.gr
