Αριθμός 889/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Πρίγγουρη, Παρασκευή Τσούμαρη, Σταυρούλα Κουσουλού και Ευαγγελία Γιακουμάτου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Μαΐου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Νίκης – Αναστασίας Μουζάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γ. Β., για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ι. Δ. του Σ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Γιαλάογλου, για αναίρεση της απόφασης 281/2022 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ροδόπης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 2/2023 από 22.12.2023 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 49/2024.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, η οποία πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 2/2023 από 22.12.2023 αίτηση του κατηγορουμένου Δ. Ι. του Σ. και της Ξ., κατοίκου …, οδός …, για αναίρεση της με αριθμό 281/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης έχει ασκηθεί νομότυπα, με δήλωση από τον ίδιο τον κατηγορούμενο στον Γραμματέα του εκδόσαντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου (άρθρα 474 παρ.1 και 2 ΚΠΔ), συνταχθείσης σχετικής εκθέσεως και εμπρόθεσμα (καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης στο κατά το άρθρο 473 παρ.2 και 3 εδ.α’ του ΚΠΔ βιβλίο στις 06.12.2023), σύμφωνα με τα άρθρα 462 παρ.2, 464, 466 παρ.1 και 473 παρ.2 και 3, 504 παρ1 και 505 παρ.1 ΚΠΔ και περιέχει ως λόγους αναίρεσης, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ’ του ΚΠΔ ), την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, υπό τη μορφή της έλλειψης νόμιμης βάσης (άρθρο 510 παρ.1 στ.Ε’ του ΚΠΔ) και την απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, λόγω παραβίασης των δικαιωμάτων υπεράσπισης του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου (άρθρο 510 παρ.1 στ.Α’ σε συνδυασμό με άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ του ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων με αυτή λόγων.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.1 του ΚΠΔ “Εκτός από όσα ορίζονται στον κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών και στον κώδικα αυτόν, δεν μπορούν στην ίδια ποινική υπόθεση να ασκήσουν έργα ανακριτή, δικαστή, εισαγγελέα ή γραμματέα όσοι είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό…”. Κατά δε την παρ.2 του ίδιου ως άνω άρθρου “Από την άσκηση των παραπάνω έργων σε ποινική υπόθεση αποκλείεται επίσης: α)…β)…γ)…δ)…ε)…στ) ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ειδικά στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκτός αν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα (όπως η περίπτωση στ’ αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 παρ.2 του Ν.4637/2019)”. Από την άνω διάταξη προκύπτει ότι κώλυμα συμμετοχής δικαστή στην εκδίκαση υπόθεσης στο ακροατήριο υπάρχει και όταν έχει συμπράξει ο ίδιος δικαστής στην έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, αφού ήδη έχει εκφράσει γνώμη και είναι δυνατόν, από προκατάληψη, να μην κρίνει κατά τρόπο ανεπηρέαστο. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.ΔΑ., (που κυρώθηκε για πρώτη φορά από την Ελλάδα με το Ν.2329/1953 και εκ νέου με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος) καθιερώνεται “το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη”, όχι με την έννοια της ορθότητας της απόφασης, αλλά της έγκαιρης, ουσιαστικής και αδιάβλητης υπό διαδικαστικές (δικονομικές) εγγυήσεις, διεξαγωγής της δίκης, ώστε να είναι δυνατή η αντικειμενική αναζήτηση της αλήθειας και η έγκαιρη και αποτελεσματική προστασία του διαδίκου. Μία από τις εγγυήσεις αυτές είναι και η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με τον εθνικό νόμο και αποφαίνεται επί της βασιμότητας της ποινικής κατηγορίας, αν πρόκειται για ποινική υπόθεση. Άλλωστε, η ύπαρξη αντικειμενικού δικαστή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικότερης αρχής του κράτους δικαίου, που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερούμενες από αυτήν εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, ο οποίος έχει αξίωση να δικάζεται από αντικειμενικά αμερόληπτο δικαστή (ΑΠ 354/2018, ΑΠ 1717/2018, ΑΠ 42/2014, ΑΠ 1343/2011). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, καθίσταται σαφές ότι υπόνοια μεροληψίας μπορεί να προκληθεί και όταν ο δικαστής έχει επιληφθεί της εκδίκασης μιας υπόθεσης σε περισσότερα διαδικαστικά στάδια Ετσι, στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, αποκλείεται η συμμετοχή στη σύνθεση δικαστή που είχε μετάσχει σε σύνθεση που είχε εκδώσει το παραπεμπτικό βούλευμα, εκτός αν δεν είναι εφικτή η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα (ΑΠ 2509/2008, ΑΠ 2045/2008, ΑΠ 1366/1999). Η άποψη δε αυτή διευρύνεται από την νομολογία και στην περίπτωση προγενέστερης κρίσης του δικαστή επί του πραγματικού της ίδιας υπόθεσης, όταν δηλαδή πρόκειται για το ίδιο βιοτικό συμβάν, εφ’ όσον ταυτίζονται οι προϋποθέσεις της δικαστικής κρίσης (ΑΠ 1029/2011). Τέλος, η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων συνιστά κακή σύνθεση του δικαστηρίου κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδαφ.α’ ΚΠΔ, εκ της οποίας επέρχεται απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο (άρθρο 174 παρ.1 του ΚΠΔ) (πρβλ ΑΠ 225/2012) και δεν αφορά τη μη τήρηση των διατάξεων των παρ. 2 έως και 8 του άρθρου 17 Ν. 1756/1988, περί του Κανονισμού της εσωτερικής υπηρεσίας κάθε δικαστηρίου ( ήδη άρθρο 20 του Ν.4938/06.06.2022), η οποία καλύπτεται, αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία (ΑΠ 1717/2018, ΑΠ 6/2017, ΑΠ 68/2016).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο (3°) αναιρετικό λόγο ο αναιρεσείων προσδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι παρέλειψε να αποφανθεί σχετικά με τον πρώτο λόγο της έφεσης, που είχε ασκήσει κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης, με τον οποίο επικαλέσθηκε την απόλυτη ακυρότητα (174 παρ.1 ΚΠΔ), που προκλήθηκε στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης, το οποίο εξέδωσε την πρωτόδικη υπ’ αριθμ. 813/2020 καταδικαστική απόφαση, λόγω κακής σύνθεσης αυτού, αφού συγκροτήθηκε από τον Πλημμελειοδίκη Γεώργιο Καπετανίδη, μολονότι συνέτρεχε λόγος αποκλεισμού του, κατ’άρθρο 14 παρ.2 του ΚΠΔ, καθώς αυτός συμμετείχε και μάλιστα ως Εισηγητής, στη σύνθεση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ροδόπης, το οποίο εξέδωσε το 128/2019 παραπεμπτικό βούλευμα, με το οποίο ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο και ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, παραβιάζοντας έτσι, το δικαίωμα υπεράσπισής του (άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ’ του ΚΠΔ), αφού κρίνοντας εξ υπαρχής την ουσία της υπόθεσης, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία τον κήρυξε ένοχο για τις πράξεις α) της ηθικής αυτουργίας σε επικίνδυνη σωματική βλάβη και β) της παράνομης βίας, με χρόνο τέλεσης των πράξεων αυτών την 24.05.2017 και την 25.05.2017 και του επέβαλε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους για κάθε πράξη και συνολικά ποινή φυλάκισης 18 μηνών, του στέρησε τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και προκάλεσε έτσι, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, (άρθρο 510 παρ.1 στ.Α’ του ΚΠΔ σε συνδυασμό με 171 παρ.1 εδ.δ του ΚΠΔ), ενώ έπρεπε να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση, λόγω της κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου που την εξέδωσε και να αναπέμψει την υπόθεση στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ροδόπης, ώστε να μη στερηθεί αυτός του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.
Από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας μεταξύ των οποίων και του δικογράφου της της 85/2020 έφεσης του, προκύπτει ότι πράγματι ο ήδη αναιρεσείων και τότε εκκαλών, με ιδιαίτερο λόγο έφεσης, που διατυπώθηκε χειρογράφως στο οπισθόφυλλο της 85/2020 έφεσής του, κατά παραπομπή από το εμπρόσθιο φύλλο αυτής και αποτελεί παραδεκτό λόγο έφεσης, μολονότι στην παραπομπή αυτή δεν έχει τεθεί η υπογραφή του ιδίου και του Γραμματέα του εκδόσαντος την πρωτόδικη απόφαση Δικαστηρίου, εφόσον η έφεση έχει ασκηθεί παραδεκτώς, κατ’άρθρο 474 ΚΠΔ, με σύνταξη σχετικής έκθεσης νόμιμα υπογεγραμμένης στο εμπρόσθιο φύλλο αυτής από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα, ως εκκαλούντα και από τον Γραμματέα του εκδόσαντος την πρωτόδικη απόφαση Δικαστηρίου και εφόσον η έλλειψη των υπογραφών στην παραπομπή μπορεί να αποδοθεί χωρίς αμφιβολία στο αρμόδιο για τη σύνταξη της έκθεσης πρόσωπο του άρθρου 474 παρ.1 του ΚΠΔ και αφορά τον τύπο της έκθεσης (άρθρο 476 παρ.2Α του ΚΠΔ), προέβαλε την απόλυτη αυτή ακυρότητα που προκλήθηκε λόγω κακής σύνθεσης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης 281/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης προκύπτει ότι, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης, εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση και δίκασε εξ αρχής την υπόθεση, παραλείποντας να αποφανθεί σχετικώς με τον ιδιαίτερο αυτό λόγο έφεσης που αφορούσε την απόλυτη ακυρότητα που προκλήθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, λόγω κακής σύνθεσης αυτού, (άρθρο 171 παρ.1α του ΚΠΔ), ενώ όφειλε να τον προτάξει, να τον ερευνήσει και αν διαπίστωνε τη βασιμότητά του,- την οποία άλλωστε όφειλε να λάβει υπόψη του και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 174 παρ.1 ΚΠΔ)-, εφόσον πρόκειται για απόλυτη ακυρότητα (171 παρ.1α του ΚΠΔ), η οποία δεν καλύπτεται, αν δεν προταθεί μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, καθώς δεν πρόκειται για ακυρότητα του άρθρου 20 του Ν.4938/2022, -να εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση προς κρίση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, προκειμένου ο αναιρεσείων και τότε εκκαλών να μη στερηθεί του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Παραλείποντας δε να κρίνει τον προαναφερόμενο ιδιαίτερο λόγο έφεσης, παραβίασε το δικαίωμα υπεράσπισης του αναιρεσείοντος, (171 παρ.1 εδ.δ ΚΠΔ), αφού του στέρησε τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και προκάλεσε έτσι, απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στ.Α’ του ΚΠΔ σχετικός τρίτος λόγος αναίρεσης, Μετά ταύτα πρέπει, δεκτού γενομένου, ως βασίμου, του ως άνω τρίτου λόγου αναίρεσης, χωρίς έρευνα των λοιπών λόγων, η οποία παρέλκει, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο την υπόθεση (άρθρο 519 ΚΠΔ).
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 469 εδ.α του ΚΠΔ, “Αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ’ αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του, ωφελούν και βλάπτουν τους υπόλοιπους κατηγορουμένους”. Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης δικαιολογητικός λόγος της οποίας είναι η αρχή της ισότητας και η εναρμόνιση των ευνοϊκών αποτελεσμάτων για όλους τους συμμέτοχους, γενικές δε προϋποθέσεις για όλες τις άνω προβλεπόμενες περιπτώσεις εφαρμογής της ως άνω διάταξης του άρθρου αυτού είναι: α) να ασκήθηκε το ένδικο μέσο από συγκατηγορούμενο που δικαιούτο να ασκήσει αυτό και δεν κρίθηκε για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτο, β) οι προταθέντες από αυτόν λόγοι να μην άρμοζαν αποκλειστικά στο πρόσωπο του και γ) οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είτε δεν δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο, είτε δικαιούνται μεν, αλλά δεν το άσκησαν εντός της νομίμου προθεσμίας ή το άσκησαν και τούτο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Δηλαδή καθιερώνεται υπέρ του συγκατηγορουμένου του ασκήσαντος το ένδικο μέσο της αναίρεσης, επέκταση της ευνοϊκής κρίσεως του Αρείου Πάγου, αν οι λόγοι που έγιναν δεκτοί δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο αυτού που άσκησε παραδεκτά το ένδικο μέσο, το οποίο τελικά έγινε δεκτό και ως βάσιμο. Εάν συντρέχουν οι όροι αυτοί, εφόσον με το ασκηθέν ένδικο μέσο βελτιώθηκε η θέση αυτού που το άσκησε, ωφελούνται και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, αλλά μόνο για αντικειμενικούς λόγους που δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του ασκήσαντος το ένδικο μέσο και όχι για λόγους προσωπικούς. ΟΙ ωφελούμενοι κατά τα παραπάνω από το επεκτατικό αποτέλεσμα δικαιούνται και δεν υποχρεούνται να συμμετάσχουν στη δίκη ως διάδικοι, κατά τη συζήτηση του ενδίκου μέσου του άλλου και να ζητήσουν εφαρμογή του επεκτατικού αποτελέσματος και σε αυτούς, χωρίς να δικαιούνται να προβάλουν άλλους ιδίους λόγους, κυρίους ή προσθέτους, το δε δικαστήριο επεκτείνει και σε αυτούς αυτεπαγγέλτως το ευεργετικό αποτέλεσμα που προέκυψε από το ένδικο μέσο του αναιρεσείοντος.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατά τα ανωτέρω από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α’ ΚΠΔ τρίτος λόγος αναίρεσης του αναιρεσείοντος Δ. Ι. του Σ. για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, επειδή αυτό παρέλειψε να απαντήσει στον ιδιαίτερο λόγο της έφεσής του, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λόγω κακής σύνθεσης αυτού, επειδή συμμετείχε δικαστής από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως την ίδια υπόθεση, με την ιδιότητα του μέλους του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών με βούλευμα του οποίου παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, δεν αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, αλλά αφορά και στο πρόσωπο του συγκαταδικασθέντος συγκατηγορουμένου του Π. Α. του Ε. και της Α., κατοίκου …, ο οποίος είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο με το ίδιο βούλευμα και με την ίδια πρωτόδικη απόφαση, στη σύνθεση της οποίας συμμετείχε ο προαναφερόμενος Πλημμελειοδίκης Γεώργιος Καπετανίδης, καταδικάστηκε ως φυσικός αυτουργός της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, η δε κατ’αυτής έφεσή του απορρίφθηκε, ως ανυποστήρικτη, λόγω της απουσίας του, ενώ ο ίδιος δεν άσκησε αναίρεση. Επομένως, το ευεργετικό αποτέλεσμα της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης του αναιρεσείοντος Δ. Ι. του Σ. πρέπει να επεκταθεί, σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο, και στον εν λόγω ωφελούμενο συγκατηγορούμενου και συγκαταδικασθέντα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθμό 281/2022 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ροδόπης, ως προς τον αναιρεσείοντα Δ. Ι. του Σ.
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως την υπόθεση σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο.
Επεκτείνει το ως άνω αναιρετικό αποτέλεσμα της ένδικης αίτησης αναίρεσης και στον συγκαταδικασθέντα στην πρωτοβάθμια δίκη συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος Π. Α. του Ε. και της Α., κάτοικο …, οδός …
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
