ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 682/2023 Ενδοοικογενειακή βία: Η απλή σωματική βλάβη σε βάρος συζύγου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί “εντελώς ελαφρά”

Αριθμός 682/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Βάρκα, Ελευθέριο Σισμανίδη και Λεωνίδα Χατζησταύρου-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαρτίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστοτέλη Χριστόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου P. R. του J., κατοίκου Τ. Γ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Αλεξανδρόπουλο, για αναίρεση της υπ’αριθ. 4798/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Δ. Κ. του Σ., κάτοικο Β. Α., η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη – Παλαιολόγο Παναγόπουλο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 12 Δεκεμβρίου 2022 κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Αθηνών, Βασιλικής Χαλικιά, έλαβε αριθμό Ε.Μ.: 147/2022 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1241/2022.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση με αριθμό ΕΜ 147/2022 αίτηση του αναιρεσείοντος P. R. του J. και της C., κατοίκου Τ. Γ., με δήλωσή του ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, στις 12-12-2022, για αναίρεση της υπ` αριθμ. 3816/2022 απόφασης του Β’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 464, 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1, 4, 476 παρ. 2, 504 παρ. 1 και 505 ΚΠΔ). Είναι, συνεπώς, αυτή τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3500/2006, “ενδοοικογενειακή βία θεωρείται η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του ΠΚ”. Κατά την παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου άρθρου, “οικογένεια θεωρείται η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους”, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου “θύμα ενδοοικογενειακής βίας θεωρείται κάθε πρόσωπο της προηγούμενης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος …”. Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του ως άνω νόμου, όπως ισχύει από 1-7-2019, μετά την τροποποίησή του ως προς την απειλούμενη ποινή με το άρθρο 463 παρ. 1, 2 ΠΚ, “το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 308 ΠΚ, ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδ. β’ της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή χρηματική ποινή”. Κατά δε το άρθρο 312 παρ. 2 και 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ, που καλύπτει το έγκλημα της ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος συζύγου ή συντρόφου, όποιος προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, τιμωρείται για την πράξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδάφιο α’, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη σύγκριση των άνω διατάξεων προκύπτει ότι στην προκείμενη περίπτωση, που η ένδικη πράξη της ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης φέρεται ότι τελέστηκε σε βάρος συζύγου στις 20-8-2018, εφαρμοστέα, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, είναι η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3500/2006, ως περιέχουσα ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, καθόσον, πέραν της απειλούμενης και από τις δύο διατάξεις ποινής φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους προβλέπει διαζευκτικά και τη χρηματική ποινή. Η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη διακρίνεται από τη σωματική βλάβη του άρθρου 308 του ΠΚ, ως προς το στοιχείο της τέλεσής της εντός του οικογενειακού πλαισίου και για τον λόγο αυτόν τιμωρείται αυστηρότερα. Ειδικότερα, ποινικοποιείται η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη υπό την έννοια της πρόκλησης από μέλος της οικογένειας σε άλλο μέλος αυτής απλής σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας ή εντελώς ελαφράς σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας μετά από συνεχή συμπεριφορά, με συνέπεια, αν η εντελώς ελαφρά σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας προξενήθηκε όχι μετά από συνεχή συμπεριφορά, δεν τιμωρείται κατά το παραπάνω άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3500/2006, αλλά κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ.1 εδ. β’ του ΠΚ (ΑΠ 446/2022). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 308 του παλαιού ΠΚ, υπό την ισχύ του οποίου φέρεται ότι τελέστηκε η ένδικη πράξη, “1. Όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι όλως ελαφρά τιμωρείται με κράτηση έως έξι (6) μήνες ή με πρόστιμο έως τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ”, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 308 παρ. 1 του νέου ΠΚ, ” Όποιος προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. Αν η κάκωση ή βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά, τιμωρείται με παροχή κοινωφελούς εργασίας”. Από τη σύγκριση των άνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν έχει αλλάξει η νομοτυπική μορφή της πράξης, όμως η διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. α’ του νέου ΠΚ για την απλή σωματική βλάβη είναι ευμενέστερη ως προς την προβλεπόμενη ποινή, δυσμενέστερη όμως ως προς την προβλεπόμενη στο εδ. β’ πράξη της εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης, αφού η πράξη φέρει τον χαρακτήρα πλημμελήματος (άρθρο 18 του νέου ΠΚ), ενώ κατά την αντίστοιχη διάταξη του προϊσχύσαντος ποινικού κώδικα έφερε χαρακτήρα πταίσματος (άρθρο 18 αυτού), τα πταίσματα δε ήδη έχουν καταργηθεί, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 468 του νέου ΠΚ. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το αδίκημα της σωματικής βλάβης, που θεσμοθετείται για να προστατευθεί η σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου, είναι υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, η αντικειμενική υπόσταση του οποίου περιλαμβάνει όχι μόνο ορισμένη ενέργεια αλλά και ορισμένο αποτέλεσμα, που συνίσταται είτε στην πρόκληση σωματικής κάκωσης, είτε στην πρόκληση βλάβης της υγείας του παθόντος και που διαβαθμίζεται, αναλόγως της σπουδαιότητας αυτής, σε απλή και σε εντελώς ελαφρά, η οποία, χωρίς να είναι επουσιώδης, έχει επιπόλαιες συνέπειες. Επομένως, για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω ιδιώνυμου εγκλήματος της ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης, απαιτείται πέραν της πρόκλησης σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας από ένα μέλος της οικογένειας σε άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας και δόλος του δράστη κατευθυνόμενος στην παραγωγή αυτών των αποτελεσμάτων (ΑΠ 1997/2019). Σωματική κάκωση είναι κάθε εξωτερική επενέργεια επί του σώματος, όπως τραύματα, εκδορές, οιδήματα, παραμορφώσεις, πόνος κλπ., ενώ βλάβη της υγείας κάθε διατάραξη των εσωτερικών λειτουργιών. Η συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης για το έγκλημα αυτό πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, ενόψει της διαβάθμισης της σωματικής βλάβης, αναλόγως της σπουδαιότητάς της, σε απλή, επικίνδυνη, βαριά και θανατηφόρα. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη ως προς τον προσδιορισμό με ακρίβεια του είδους της σωματικής κάκωσης ή της βλάβης της υγείας του παθόντος, προκειμένου να ελεγχθεί η ύπαρξη και ο χαρακτήρας της σωματικής βλάβης από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, προκειμένου να αποφανθεί για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για το είδος της σωματικής βλάβης που προξενήθηκε, δεν αρκείται στις αφηρημένες εκφράσεις της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν (ΑΠ 521/2022, ΑΠ 1279/2018). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επέλευσης ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), πράγμα που δεν συμβαίνει στην απλή σωματική βλάβη, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης της οποίας αρκεί απλός (κοινός) δόλος (ΑΠ 446/2022, ΑΠ 175/2022, ΑΠ 3/2021). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Β’ Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση των κατά το είδος τους μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων (ανωμοτί κατάθεση της υποστηρίζουσας την κατηγορία, αναγνωσθέντων πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, αναγνωσθέντων εγγράφων και απολογίας του κατηγορουμένου), δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο κατηγορούμενος και η εγκαλούσα- πολιτικώς ενάγουσα, διατηρώντας ερωτική σχέση από το 2011, είχαν τελέσει γάμο στις 27-3-2017 στην Τ. της Γ., από τον οποίο απέκτησαν ένα ανήλικο σήμερα τέκνο που γεννήθηκε στις 28-9-2017 στην Τουλούζη όπου διέμενε το ζευγάρι μετά το γάμο τους. Η έγγαμη συμβίωσή τους, δεν εξελίχθηκε ομαλά και διαταράχθηκε μετά τη γέννηση του τέκνου τους καθόσον βρισκόταν σε συνεχή διαφωνία για την ανατροφή και τη φροντίδα του βρέφους με τον κατηγορούμενο να επιδεικνύει ιδιαίτερα ερειστικό και ευέξαπτο χαρακτήρα. Μάλιστα για το λόγο αυτό επισκέφθηκαν και ειδικό σύμβουλο στην Τ. προκειμένου να βρουν λύση στις διαφωνίες τους που αφορά τη φροντίδα του βρέφους. Περί τον Ιούνιο του 2018 η εγκαλούσα μαζί με το ανήλικο τέκνο τους και κατόπιν συνεννόησης με τον σύζυγο της ήρθε στην Ελλάδα για καλοκαιρινές διακοπές και φιλοξενούνταν στο σπίτι της αδερφής της. Στις 18-8-2018 ήρθε στην Ελλάδα και ο κατηγορούμενος, στο σπίτι της αδερφής της εγκαλούσας, με σκοπό να μεταβούν σε ελληνικό νησί για διακοπές αυτός με την σύζυγό του και το τέκνο τους όπου θα συναντούσαν και μέλη της δικής του οικογένειας. Κατά το βράδυ της άφιξής του ο κατηγορούμενος ενοχλήθηκε από το γεγονός ότι δεν θα έκαναν μαζί με τη σύζυγο του μπάνιο το ανήλικο έντεκα μηνών τέκνο του και ότι το κρατούσε αγκαλιά η σύζυγος του και η αδερφή της . Στις 20-8-2018 οι διάδικοι αποφάσισαν να βγουν βραδινή βόλτα στο κέντρο της Αθήνας μαζί με το τέκνο τους, που έπρεπε όμως προηγουμένως να κοιμηθεί. Όμως το βρέφος δεν κοιμόταν, προσπάθησαν οι γονείς του εναλλάξ να το κοιμίσουν χωρίς αποτέλεσμα και για το λόγο αυτό δημιουργήθηκε μεγάλη ένταση μεταξύ των διαδίκων, διαπληκτίστηκαν, η εγκαλούσα του δήλωσε ότι υπό τις συνθήκες αυτές δεν θα πάνε, αυτή και το τέκνο τους, μαζί του διακοπές και ο κατηγορούμενος της επιτέθηκε λεκτικά στην αρχή και στη συνέχεια με τα χέρια του την έπιασε από το πρόσωπο και από το λαιμό της, την έσυρε στο σαλόνι του σπιτιού, αφήνοντας μόνο το βρέφος στο κρεβάτι, την ταρακουνούσε βίαια κρατώντας από τα ανωτέρω σημεία του σώματος της, ύστερα την “αγκάλιασε” και την έσφιξε δυνατά σέρνοντας στον διάδρομο, όπου βρισκόταν μια σκάλα κι ένα σκαμπό και κατά το σύρσιμο, με τις βίαιες κινήσεις του κατηγορουμένου, η εγκαλούσα χτύπησε και στη σκάλα. Στη συνέχεια η εγκαλούσα, μετά από προσπάθεια απελευθερώθηκε κι έτρεξαν και οι δύο στο δωμάτιο όπου είχαν αφήσει το βρέφος μόνο του, πάνω στο κρεβάτι απροστάτευτο. Τα ανωτέρω αντιλήφθηκαν από τις φωνές και τους θορύβους, η αδερφή της εγκαλούσας και ο σύντροφός της που επενέβησαν στο συμβάν. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος έφυγε για να πάρει καφέ και τσιγάρα, ενώ η εγκαλούσα φοβούμενη για τη σωματική της ακεραιότητα, μετέβη στο Κέντρο Υγείας Βύρωνα, όπου εξετάστηκε από γιατρό που πιστοποίησε την ύπαρξη εκδοράς δεξιάς παρειάς, εκδοράς δεξιάς τραχηλικής χώρας, εκδοράς πρόσθιας επιφάνειας αριστερής κνήμης και κατόπιν προέβη σε καταγγελία του συμβάντος στην αστυνομία. Στις 21-8-2018 η εγκαλούσα εξετάστηκε και από ιατροδικαστή ο οποίος διαπίστωσε αμυχή στην δεξιά παρειακή χώρα, μικροεκδορά στη δεξιά πλάγια άνω τραχηλική χώρα, μικρή εκχύμωση μετά αμυχής στην πρόσθια επιφάνεια στο άνω τριτημόριο της αριστερής κνήμης, καθώς και τρείς συρρέουσες υποσημαινόμενες εκχυμώσεις, καθέτως και εν συνεχεία φερόμενης στη μεσότητα αυτή, χαρακτηρίζοντας αυτές ως ελαφρά σωματική βλάβη δια θλώντος αμβλέος οργάνου προκληθείσα, συστήνοντας αποχή από τις ασχολίες της για μία ημέρα και καθόρισε το χρόνο νόσησης σε πέντε ημέρες. Επομένως ο κατηγορούμενος με την προπεριγραφείσα βίαιη συμπεριφορά του, ενεργώντας με σκοπό να προξενήσει σωματική βλάβη στην εγκαλούσα, προκάλεσε σ αυτήν απλή σωματική βλάβη. Ο χαρακτηρισμός “ελαφρές σωματικές βλάβες” που δόθηκε από τον ιατροδικαστή δεν καθιστά αυτές “εντελώς ελαφρές” κατά την έννοια του β’ εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 308 ΠΚ, διότι οι παραπάνω σωματικές βλάβες προκλήθηκαν σε ευπαθή σημεία του σώματος της εγκαλούσας όπως στο πρόσωπο και στην τραχηλική χώρα, από όπου την έπιασε ταρακουνώντας την δυνατά ενώ την έσερνε με βία στον διάδρομο της οικίας με αποτέλεσμα να χτυπήσει στη σκάλα που βρισκόταν στο σημείο αυτό και οι συνέπειες αυτών δεν είναι επιπόλαιες. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω το δικαστήριο κρίνει ότι η συγκεκριμένη σωματική βλάβη που προκάλεσε ο κατηγορούμενος στην εγκαλούσα στις 20-8-2018 είναι απλή σωματική βλάβη. Επομένως ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί πρόκλησης εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης που συνέβη άπαξ, με αίτημα την μεταβολή της κατηγορίας, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για απλή σωματική βλάβη”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης, με το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου (άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. α’ ΠΚ) και του επέβαλε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: “Στον Βύρωνα Αττικής στις 20-8-2018 Α) Με πρόθεση προξένησε σε άλλο μέλος της οικογένειας του σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του, δηλαδή ευρισκόμενος στην επί της οδού Κ. … οικία, επιτέθηκε στην εγκαλούσα σύζυγο του Κ. Δ. και με τα χέρια του την έπιασε με δύναμη από το πρόσωπο και ακολούθως την έσυρε βίαια στο σαλόνι, με αποτέλεσμα να την τραυματίσει και να της προκαλέσει σωματικές κακώσεις σε διάφορα σημεία του σώματός της…..”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α’, 27 παρ. 1 του ΠΚ, 6 παρ.1 του ν. 3500/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 308 παρ. 1 εδ α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, που να στερούν την απόφασή του από νόμιμη βάση. Eιδικότερα, αναφέρονται όλα τα αναγκαία, κατά νόμο, στοιχεία για τη νομοτυπική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, δηλαδή προσδιορίζονται με ακρίβεια ο τρόπος και οι περιστάσεις της συγκεκριμένης ως άνω πράξης, το είδος, η βαρύτητα των σωματικών κακώσεων και τα σημεία του σώματος, όπου επλήγη η παθούσα, ως και ο δόλος του κατηγορουμένου, που περιλάμβανε τη γνώση και θέληση πρόκλησης σωματικής κάκωσης. Οι επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που προβάλλονται με τους πρώτο και δεύτερο (κατά το πρώτο σκέλος του) λόγους της αίτησης αναίρεσης, περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψης νόμιμης βάσης ως προς την ενοχή και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 308 παρ.1 ΠΚ και 6 παρ.1 εδ α’ του ν. 3500/2006, είναι αβάσιμες, διότι: 1) Με πλήρη αιτιολογία και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι η επελθούσα στην παθούσα, σύζυγο του κατηγορουμένου, σωματική βλάβη δεν ήταν αυτή της εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης, αλλά της απλής σωματικής βλάβης, απορρίπτοντας τον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό του, περί χαρακτηρισμού της ένδικης πράξης του ως εντελώς ελαφράς. Ειδικότερα, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, α) ο κατηγορούμενος, αφού έπιασε με τα χέρια του την εγκαλούσα από το πρόσωπο και τον λαιμό της, την έσυρε στο σαλόνι του σπιτιού και την ταρακούνησε βίαια, ενώ, στη συνέχεια, την έσφιξε δυνατά και την έσυρε στο διάδρομο με βίαιες κινήσεις, οπότε το αριστερό της πόδι χτύπησε στη σκάλα και τραυματίσθηκε η αριστερή της κνήμη, β) εξαιτίας αυτών, προκλήθηκαν στην εγκαλούσα οι αναφερόμενες σωματικές βλάβες της, ήτοι εκδορές και εκχυμώσεις (και) σε ευπαθή σημεία του σώματός της (πρόσωπο και τραχηλική χώρα), από όπου την έπιασε ο κατηγορούμενος, ταρακουνώντας την δυνατά, ενώ την έσερνε με βία στον διάδρομο της οικίας, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί στη σκάλα. Βάσει αυτών και, ενόψει και του γεγονότος ότι συστήθηκε στην εγκαλούσα αποχή από τις ασχολίες της για μία ημέρα και καθορίσθηκε ο χρόνος νόσησης αυτής σε πέντε ημέρες, κρίθηκε ότι οι σωματικές βλάβες δεν ήταν επιπόλαιες. Το Δικαστήριο της ουσίας, με τις παραδοχές αυτές, ορθά αξιολόγησε ότι η ως άνω σωματική βλάβη συγκροτεί την έννοια της απλής και όχι της εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης. 2) Οι αναφορές δε στο μεν σκεπτικό ότι ο κατηγορούμενος έπιασε με τα χέρια του την εγκαλούσα από το πρόσωπο και τον λαιμό της, σύροντας αυτήν πρώτα στο σαλόνι του σπιτιού και μετά στον διάδρομο, ενώ στο διατακτικό ότι την έπιασε με δύναμη από το πρόσωπό της και την έσυρε βίαια στο σαλόνι, ουδόλως συνιστούν αντίφαση, διότι, όπως προεκτέθηκε, το αιτιολογικό και το διατακτικό της απόφασης αλληλοσυμπληρώνονται.
Συνεπώς, οι ανωτέρω, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, λόγοι είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 79 νέου ΠΚ : “1. Με την επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος με βάση τη βαρύτητα της πράξης και το βαθμό ενοχής του υπαιτίου γι’ αυτή. Το δικαστήριο σταθμίζει τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου και συνεκτιμά τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του. 2. Για την εκτίμηση της βαρύτητας της πράξης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του: α) τη βλάβη που αυτή προξένησε ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, β) τη φύση, το είδος και το αντικείμενο της πράξης, καθώς επίσης όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου, που συνόδευσαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή της. 3. Για την εκτίμηση του βαθμού ενοχής του υπαιτίου, το δικαστήριο εξετάζει: α) την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειάς του, β) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε, γ) τον χαρακτήρα του και τον βαθμό της ανάπτυξής του που επηρέασαν την πράξη, δ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του στο μέτρο που σχετίζονται με την πράξη, ε) τον βαθμό της δυνατότητας και της ικανότητάς του να πράξει διαφορετικά, στ) τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του. 4. Στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) το ότι αυτός διαδραμάτισε έναν σαφώς υποδεέστερο ρόλο σε πράξη που τελέστηκε από πολλούς, β) το ότι τέλεσε την πράξη σε δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση, γ) το ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει, δ) το ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος. 5. Στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) η κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης, β) η ιδιαίτερη σκληρότητα, γ) η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του θύματος, δ) το γεγονός ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του, ε) το ότι ο υπαίτιος διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο σε πράξη που τελέστηκε με συμμετοχή πολλών. 6. Στοιχεία που έχουν αξιολογηθεί από τον νομοθέτη για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής δεν λαμβάνονται από το δικαστήριο επιπροσθέτως υπόψη κατά την επιμέτρησή της. 7. Στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε”. Από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθ. 79 ΠΚ, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος, τον βαθμό ενοχής του κατηγορουμένου και την προσωπικότητά του (χαρακτήρα, ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις, βαθμό δυνατότητας και ικανότητάς του να πράξει διαφορετικά, διαγωγή του κατά και μετά την τέλεση της πράξης), στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει το δικαστήριο, στη σχετική με την ποινή απόφασή του, άλλη ειδικότερη αιτιολογία για τα στοιχεία αυτά (ΑΠ 1337/2020, 1376/2020, 479/2020). Δηλαδή, στις ανωτέρω διατάξεις του άρθρ. 79 ΠΚ περιλαμβάνονται γενικοί κανόνες για τον τρόπο επιμέτρησης της ποινής, η συγκεκριμενοποίηση της οποίας ανήκει στον δικαστή, στον οποίο παρέχονται τα κριτήρια του in concreto καθορισμού, βάσει των ως άνω διατάξεων και μάλιστα ενδεικτικώς. Η δε αιτιολογία της επιμέτρησης της ποινής συνδέεται με την αιτιολογία περί ενοχής, αφού τα στοιχεία, βάσει των οποίων καθορίζεται, ενυπάρχουν στην υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, στις οποίες εμπεριέχονται και τα ενδεικτικώς αναφερόμενα στοιχεία της διάταξης του άρθρ. 79 ΠΚ (ΑΠ 1378/2022, ΑΠ 13/2022). Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο διέλαβε στο σκεπτικό του, αναφορικά με την επιμέτρηση της ποινής, που επέβαλε, τα ακόλουθα επί λέξει: “Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ.3 του Ν. 4239/2014 και 79 του ΠΚ, που κυρώθηκε με τον νόμο Ν. 4619/2019 και ισχύει από 1-7-2019,όπως η παρ. 7 του άρθρου 79 αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 4637/18-11-2019, το Δικαστήριο για την επιμέτρηση της ποινής που θα εφαρμόσει σύμφωνα με το διατακτικό, μέσα στα όρια που διαγράφονται με τα παραπάνω άρθρα, αξιολογεί ευεργετικώς τη μέχρι την έκδοση της παρούσας απόφασης διάρκεια της ποινικής διαδικασίας και τις εξ αυτής επιπτώσεις σε βάρος του κατηγορουμένου, που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά του … και λαμβάνει περαιτέρω υπόψη του τις επί μέρους διατάξεις του ως άνω άρθρου 79 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 79 του ΠΚ (παρατίθεται ολόκληρο το ήδη ανωτέρω προεκτεθέν άρθρο 79 του ΠΚ). Στην προκειμένη περίπτωση, το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις του άρθρου 79 ΠΚ, όπως εκτίθενται αυτές στις περί ενοχής και περί αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων σκέψεις της παρούσας και ιδίως την ένταση του δόλου και τον βαθμό της ικανότητάς του να πράξει διαφορετικά, καθόσον αυτός έχει την ικανότητα να αντιληφθεί τον τρόπο συμπεριφοράς του έναντι των μελών της οικογένειάς του, κρίνει ότι πρέπει να του επιβληθεί ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών”. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτούμενη αιτιολογία, δηλαδή τους λόγους που δικαιολογούν, κατ’ άρθρο 79 ΠΚ, την κρίση του για την επιμέτρηση της επιβληθείσας ποινής, χωρίς να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει εσφαλμένα το άρθρ. 79 ΠΚ, αφού απέβλεψε σε όλα τα προβλεπόμενα από αυτό κριτήρια, για την εκτίμηση της βαρύτητας του τελεσθέντος εγκλήματος και στάθμισε όλες τις προϋποθέσεις, που προβλέπονται στον νόμο για την εκτίμηση της προσωπικότητας αυτού, όπως οι περιστάσεις εκτίθενται αναλυτικά στις περί της ενοχής και της αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων σκέψεις, επισημαίνοντας ιδιαίτερα την ένταση του δόλου του και τη δυνατότητά του, ενόψει των προσωπικών του ικανοτήτων, να επιδείξει διαφορετική συμπεριφορά έναντι των μελών της οικογένειάς του. Η επιμέρους δε αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι, λόγω των αντιφατικών παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την ύπαρξη και το είδος των σωματικών βλαβών, που επέφερε στην εγκαλούσα, προκλήθηκε και εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 79 ΠΚ, ως προς το ύψος της επιβληθείσας ποινής, είναι αβάσιμη, προεχόντως διότι, κατά τα ανωτέρω, ουδεμία αντίφαση υπάρχει στην απόφαση για το ανωτέρω ζήτημα. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, δεύτερος λόγος (κατά το δεύτερο σκέλος του) της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, κατ’ άρθρο 578 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθμό ΕΜ 147/2022 αίτηση του αναιρεσείοντος P. R. του J. και της C., κατοίκου Τ. Γ., με δήλωσή του ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών στις 12-12-2022, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 3816/2022 απόφασης του Β’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Απριλίου 2023.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Μαΐου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Σελίδα 18 της 682/2023 ποινικής απόφασης του Αρείου Πάγου

Πηγή : areiospagos.gr

To Top