Επανάληψη ποινικής διαδικασίας και χρήση παράνομων ομολογιών συγκατηγορουμένων – Ανεπαρκής αιτιολογία και παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη

ΑΠΟΦΑΣΗ

Chaykovskyy κατά Ουκρανίας της 09.10.2025 (προσφ. αριθ. 48879/19)

see here

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων, Ουκρανός υπήκοος, καταδικάστηκε μαζί με τρεις συγκατηγορούμενους για σειρά σοβαρών εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένων ανθρωποκτονιών και ένοπλων ληστειών που διαπράχθηκαν από εγκληματική οργάνωση στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Οι συγκατηγορούμενοι προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ, το οποίο το 2016 διαπίστωσε παραβιάσεις του άρθρου 6 §§ 1 και 3 λόγω χρήσης καταθέσεων που ελήφθησαν χωρίς τη συνδρομή συνηγόρου και μη εξετασθέντων μαρτυριών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουκρανίας εκδίκασε την αίτηση επανάληψη διαδικασίας το 2019. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε μερικώς τις καταδίκες και παρέπεμψε ορισμένες κατηγορίες για επανεκδίκαση, ενώ επιβεβαίωσε άλλες. Κρίσιμο ζήτημα υπήρξε η χρήση ομολογιών των συγκατηγορουμένων Zakshevskiy και Sitnevskiy που είχαν ληφθεί χωρίς δικηγόρο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ομολογίες αυτές ήταν απαράδεκτες μόνο για τους ίδιους τους συγκατηγορουμένους, αλλά όχι για τον προσφεύγοντα, επικαλούμενο την αρχή της «εξατομίκευσης της ποινικής ευθύνης».

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η επανάληψη της διαδικασίας συνιστούσε επέκταση της αρχικής ποινικής διαδικασίας και ότι εφαρμόζονταν οι εγγυήσεις του άρθρου 6. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αποδοχή αποδεικτικών στοιχείων ως παραδεκτών για έναν κατηγορούμενο ενώ απορρίπτονταν ως απαράδεκτα για άλλον στην ίδια ποινική διαδικασία απαιτούσε λεπτομερή και επαρκή αιτιολογία, την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο απέτυχε να παράσχει.

Όσον αφορά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι υπήρχαν αντικειμενικά εμπόδια λόγω της αποθήκευσης του φακέλου της δικογραφίας σε κατεχόμενη από το 2014 περιοχή. Οι αρχές κατέβαλαν σημαντικές προσπάθειες για την ανάκτηση και αποκατάσταση της δικογραφίας συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας με τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού, και το Δικαστήριο έκρινε ότι έπραξαν ό,τι ήταν δυνατό υπό τις περιστάσεις.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 λόγω έλλειψης των εγγυήσεων δίκαιης δίκης και μη παραβίαση του άρθρου 6 όσον αφορά την εύλογη διάρκεια της διαδικασίας, επιδικάζοντας 3.600 ευρώ για ηθική βλάβη και 500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1967 και εκτίει ισόβια κάθειρξη στο Berdychiv της Ουκρανίας. Σύμφωνα με τις αποφάσεις των εγχώριων δικαστηρίων, στις αρχές του 2000 συστήθηκε εγκληματική οργάνωση που περιλάμβανε τον προσφεύγοντα και τους συγκατηγορουμένους του Zakshevskiy και Sitnevskiy, η οποία διέπραξε σειρά επιθέσεων σε τέσσερις περιοχές της Ουκρανίας.

Οι συγκατηγορούμενοι καταδικάστηκαν από το Περιφερειακό Εφετείο Donetsk, δικάζον ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Τα αποδεικτικά στοιχεία περιλάμβαναν προανακριτικές ομολογίες που έγιναν χωρίς την παρουσία δικηγόρου, οι οποίες αργότερα ανακλήθηκαν, καθώς και μη επαληθευμένες καταθέσεις μαρτύρων.

Το 2016, το ΕΔΔΑ εξέδωσε αποφάσεις στις υποθέσεις Zakshevskiy κατά Ουκρανίας (προσφ. αριθ. 7193/04) και Sitnevskiy και Chaykovskiy κατά Ουκρανίας (προσφ. αριθ. 48016/06 και 7817/07), διαπιστώνοντας παραβιάσεις του άρθρου 6 §§ 1 και 3 λόγω παραδοχής ενοχοποιητικών καταθέσεων που έγιναν απουσία δικηγόρου και χωρίς να ελεγχθούν και επαληθευτούν οι καταθέσεις.
Μετά τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, οι τρεις συγκατηγορούμενοι υπέβαλαν αιτήσεις στο Ανώτατο Δικαστήριο για επανάληψη διαδικασίας. Στις 17 Απριλίου 2019, η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου εξέδωσε απόφαση διακρίνοντας κάθε επεισόδιο εγκληματικής δραστηριότητας και εφαρμόζοντας την «αρχή της εξατομίκευσης της ποινικής ευθύνης».

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 § 1

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1 – Δίκαιη δίκη

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επανάληψη διαδικασίας ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου περιλάμβανε νέα εξέταση του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων βάσει των οποίων είχε καταδικαστεί ο προσφεύγων και συνιστούσε επέκταση της αρχικής ποινικής διαδικασίας.

Συνεπώς, εφαρμόζονταν οι εγγυήσεις του άρθρου 6.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αποδοχή αποδεικτικών στοιχείων ως παραδεκτών για έναν κατηγορούμενο ενώ απορρίπτονταν ως απαράδεκτα για άλλον στην ίδια ποινική διαδικασία με τα ίδια υποκείμενα πραγματικά περιστατικά απαιτούσε λεπτομερή αιτιολόγηση και ισχυρή επαρκή αιτιολογία. Το Ανώτατο Δικαστήριο απλώς αναφέρθηκε στην αρχή της «εξατομίκευσης της ποινικής ευθύνης» χωρίς να εξηγήσει πώς αυτή η αρχή εφαρμοζόταν στο παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων ή γιατί η παρανομία των αποδεικτικών στοιχείων δεν επηρέαζε το δίκαιο χαρακτήρα της καταδίκης του προσφεύγοντος.

Το Δικαστήριο τόνισε ότι η χρήση καταθέσεων που λήφθηκαν από τρίτα πρόσωπα κατά παραβίαση των δικαιωμάτων της Σύμβασης απαγορεύεται όχι μόνο όταν το θύμα της παραβίασης είναι ο κατηγορούμενος αλλά και όταν αφορά τρίτους. Η χρήση αποδεικτικών στοιχείων από συγκατηγορουμένους απουσία δικηγόρου απαιτεί από το Δικαστήριο να εξετάσει αν οι διαδικασίες ήταν συμβατές ή όχι με τις εγγυήσεις δίκαιης δίκης.

Άρθρο 6 § 1 – Εύλογη διάρκεια

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το βασικό ζήτημα ήταν αν οι αρχές ενήργησαν αρκετά γρήγορα για την εξεύρεση και αποκατάσταση της δικογραφίας όταν η πρόσβαση παρεμποδιζόταν από τη στρατιωτική σύγκρουση. Ο φάκελος βρισκόταν στις πρώην εγκαταστάσεις του Περιφερειακού Εφετείου Donetsk σε εδάφη εκτός ελέγχου της Κυβέρνησης από το 2014.

Οι αρχές έλαβαν εύλογα μέτρα: αποκατάσταση μέρους του φακέλου από έγγραφα που παρείχαν οι συγκατηγορούμενοι, μεταφορά εγγράφων από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, και αίτημα συνδρομής στη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού. Τον Δεκέμβριο 2018 ο φάκελος παρελήφθη στο πλαίσιο διαδικασίας μεταφοράς κρατουμένων από εδάφη εκτός ελέγχου της Κυβέρνησης.
Λαμβάνοντας υπόψη τα αντικειμενικά εμπόδια που αντιμετώπιζαν οι Ουκρανικές αρχές, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι έκαναν ό,τι ήταν στη διάθεσή τους υπό τις περιστάσεις για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση του προσφεύγοντος.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

“Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αποδοχή αποδεικτικών στοιχείων ως παραδεκτών στην υπόθεση ενός κατηγορουμένου ενώ απορρίπτονται ως απαράδεκτα στην υπόθεση άλλου κατηγορουμένου σε ποινική διαδικασία με τα ίδια υποκείμενα πραγματικά περιστατικά θα απαιτούσε, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ένα εγχώριο δικαστήριο να παράσχει λεπτομερή και ισχυρή αιτιολογία ” (παράγραφος 84).

ΣΧΟΛΙΟ

Η απόφαση αυτή συμβάλλει σημαντικά στη νομολογία για τη χρήση αποδεικτικών στοιχείων που λήφθηκαν κατά παραβίαση του άρθρου 6.
Η προσέγγιση του Δικαστηρίου ευθυγραμμίζεται με την υπόθεση Mehmet Zeki Doğan κατά Τουρκίας (αριθ. 2) της 13.02.2024 (προσφ. αριθ. 3324/19)], όπου διαπιστώθηκε παραβίαση λόγω χρήσης ενοχοποιητικών καταθέσεων συγκατηγορουμένων χωρίς δικηγόρο. Επίσης, ακολουθεί το σκεπτικό των αποφάσεων Yaremenko κατά Ουκρανίας (αριθ. 2) της 30.04.2015 (προσφ. αριθ. 66338/09) και Shabelnik κατά Ουκρανίας (αριθ. 2) της 01.06.2017 (προσφ. αριθ. 15685/11). Επίσης η διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 1 ενισχύει το πρότυπο δίκαιης δίκης που εφαρμόζεται σε επανάληψη διαδικασίας μετά από αποφάσεις του ΕΔΔΑ, όπως αναπτύχθηκε στην Moreira Ferreira v. Portugal (no. 2) [GC], αριθ. 19867/12, 11 Ιουλίου 2017 (https://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-175646).

Η κρίση του Δικαστηρίου ότι η αρχή της «εξατομίκευσης της ποινικής ευθύνης» δεν μπορεί από μόνη της να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση αποδεικτικών στοιχείων για συγκατηγορουμένους στην ίδια υπόθεση αντανακλά την προσέγγιση του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Cabrera García και Montiel Flores κατά Μεξικού της 26.11.2010 (Series C No. 220), όπου τονίστηκε ότι αποδεικτικά στοιχεία που λήφθηκαν παράνομα καθιστούν μη νόμιμη ολόκληρη τη διαδικασία.

Το ιδιαίτερο στοιχείο της παρούσας υπόθεσης είναι ότι το ΕΔΔΑ διαπιστώνει ότι η απλή επίκληση μιας γενικής νομικής αρχής ( «εξατομίκευσης της ποινικής ευθύνης») δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση των ίδιων αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ συγκατηγορούμενων. Η απόφαση αυτή αντανακλά την προσέγγιση που υιοθέτησε το Δικαστήριο στην υπόθεση Mehmet Zeki Doğan v. Türkiye (no. 2), αριθ. 3324/19, 13.02.2024, όπου επίσης το ΕΔΔΑ εξέτασε τη χρήση αποδεικτικών στοιχείων από συγκατηγορούμενους που ελήφθησαν χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου.

Η έμφαση του Δικαστηρίου στην ανάγκη λεπτομερούς αιτιολογίας όταν το ίδιο αποδεικτικό στοιχείο κρίνεται παραδεκτό για έναν κατηγορούμενο αλλά μη παραδεκτό για άλλον, είναι σύμφωνη με τη γενικότερη νομολογία του περί αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων, όπως αναπτύχθηκε στις υποθέσεις Ruiz Torija v. Spain, αριθ. 18390/91, 9 Δεκεμβρίου 1994 (https://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-57909) και Van de Hurk v. the Netherlands, αριθ. 16034/90, 19 Απριλίου 1994 (https://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-57878).

Συγκριτική Ανάλυση με νομολογία διεθνών δικαστηρίων

Η προσέγγιση του ΕΔΔΑ στην παρούσα υπόθεση μπορεί να συγκριθεί με τη νομολογία άλλων διεθνών και περιφερειακών δικαστηρίων ανθρωπίνων δικαιωμάτων:

Το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει ομοίως τονίσει τη σημασία της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων στις υποθέσεις Apitz Barbera et al. (“First Court of Administrative Disputes”) v. Venezuela, 5 Αυγούστου 2008, Series C No. 182 (https://www.corteidh.or.cr/docs/casos/articulos/seriec_182_ing.pdf) και Reverón Trujillo v. Venezuela, 30 Ιουνίου 2009, Series C No. 197 (https://www.corteidh.or.cr/docs/casos/articulos/seriec_197_ing.pdf).

Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (CCPR) έχει επίσης εξετάσει ζητήματα χρήσης αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν παράνομα σε υποθέσεις όπως η Nallaratnam Singarasa v. Sri Lanka, Communication No. 1033/2001, 21 Ιουλίου 2004.

Το Αφρικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Λαών έχει επίσης αναπτύξει νομολογία σχετικά με τη δίκαιη δίκη και το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων σε υποθέσεις όπως η Mohamed Abubakari v. Tanzania, αριθ. 007/2013, 3 Ιουνίου 2016.

Ωστόσο, η παρούσα υπόθεση ξεχωρίζει επειδή εστιάζει συγκεκριμένα στο πρόβλημα της διαφορετικής αντιμετώπισης των ίδιων αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ συγκατηγορούμενων στο πλαίσιο επανάληψης διαδικασίας που ακολουθεί απόφαση διεθνούς δικαστηρίου – ένα ζήτημα που δεν φαίνεται να έχει εξεταστεί εκτενώς από άλλα διεθνή δικαστήρια.

Η απόφαση παρέχει καθοδήγηση στα εθνικά δικαστήρια σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης αποδεικτικών στοιχείων που κρίθηκαν μη παραδεκτά για ορισμένους κατηγορούμενους αλλά χρησιμοποιήθηκαν και κατά άλλων συγκατηγορούμενων ως παραδεκτά στη συνέχεια, διευκρινίζοντας ότι η «εξατομίκευση της ποινικής ευθύνης» δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως γενική δικαιολογία για διαφορετική μεταχείριση των αποδεικτικών στοιχείων χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επίσης ενισχύει την αρχή ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που ελήφθησαν παράνομα από έναν κατηγορούμενο πρέπει γενικά να θεωρούνται μη παραδεκτά και για άλλους κατηγορούμενους στην ίδια υπόθεση, εκτός εάν υπάρχει ειδική και επαρκής αιτιολογία.

Το ΕΔΔΑ διευκρινίζει ότι η αποτελεσματική εκτέλεση μιας απόφασης του ΕΔΔΑ μπορεί να απαιτεί την εξέταση του αντικτύπου των διαπιστώσεων του όχι μόνο στον άμεσα ενδιαφερόμενο προσφεύγοντα αλλά και σε άλλα πρόσωπα που επηρεάζονται από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία.

Το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι σε υποθέσεις με πολλούς κατηγορούμενους και πολλαπλά συνδεδεμένα εγκλήματα, η χρήση αποδεικτικών στοιχείων από έναν κατηγορούμενο μπορεί να έχει επιπτώσεις στην καταδίκη άλλων, και αυτές οι επιπτώσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή και λεπτομερή αιτιολογία.

Τέλος ενώ το Δικαστήριο, εξισορροπώντας μεταξύ res judicata και δικαιοσύνης, αναγνωρίζει τη σημασία της ασφάλειας δικαίου, υπογραμμίζοντας ότι αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει διαδικαστικές ατέλειες που επηρεάζουν τη δίκαιη δίκη της διαδικασίας, που είναι θεμελιώδης αρχή.

To Top