ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 1159/2023  Αναίρεση καταδίκης.  Δεν εφαρμόστηκε σωστά το άρθρο 85 ΠΚ 

Αριθμός 1159/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Κατσούλη, Δημήτριο Τράγκα, Ελένη Μπερτσιά και Παναγιώτα Πασσίση – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ελένης Καρκαμπούνα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Α., για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης Κ. Κ. του Π., κρατούμενης στο Κατάστημα Κράτησης …, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γερασιμούλα Σιμωνετάτου, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 1559/2021 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου …. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την εταιρία “Τ. E. Α.”, νομίμως εκπροσωπούμενη, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παντελή Γιαννακούρα. Το Πενταμελές Εφετείο … με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10-3-2022 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 307/22.

Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 10.3.2022 αίτηση της Κ. Κ. του Π., ήδη κρατούμενης στο Κατάστημα Κράτησης …, για αναίρεση της, καταχωρισθείσας στο ειδικό βιβλίο (άρθρο 473§2 ΚΠΔ) στις 4.3.2022, υπ’ αριθ. 1559/2021 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου …, με την οποία κηρύχθηκε ένοχη και καταδικάστηκε, σε δεύτερο βαθμό, σε συνολική ποινή κάθειρξης έντεκα (11) ετών για τις αξιόποινες πράξεις 1) της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, 2) της απάτης κατ’ εξακολούθηση, εκ της οποίας η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, και 3) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’ εξακολούθηση, ασκήθηκε, νομοτύπως, με δήλωση (μέσω του παραστάντος στη δευτεροβάθμια συζήτηση συνηγόρου της) που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 16.3.2022, και εμπροθέσμως (άρθ. 473 παρ. 2, 474 παρ. 2Α σε συνδ. με άρθ. 466 παρ. 2 του νέου ΚΠΔ) περιέχει δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ (σε συνδ. με άρθ. 171 παρ. 1δ’), Δ’, Ε’ και Θ’ του νέου ΚΠΔ (απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως-έλλειψη νόμιμης βάσης και υπέρβαση εξουσίας). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το ν. 3424/2005, “με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα….”. Η έννοια της “εγκληματικής δραστηριότητας”, που προβλέπεται κατά την ως άνω διάταξη, προσδιορίζεται στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων που απαριθμούνται περιοριστικά στο στοιχείο α’ του άρθρου 1 του ν. 2331/1995. Στη συνέχεια, με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3424/2005 το στοιχείο α’ του άρθρου 1 ν. 2331/1995 αντικαταστάθηκε, και πλέον για την εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου αυτού του νόμου ο όρος “εγκληματικές δραστηριότητες” έχει την έννοια, ότι περιλαμβάνει τα εκεί αναφερόμενα δεκαέξι τον αριθμό καλούμενα βασικά εγκλήματα, περιγράφοντας, εκτός των άλλων, ως βασικό έγκλημα και “κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ” (βλ. περίπτωση ii του στοιχ. α’του άρθ. 1 ν. 2331/1995). Έτσι, τα εγκλήματα της κακουργηματικής πλαστογραφίας με συνολικό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, καθώς και της κακουργηματικής απάτης εκ της οποίας η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, τιμωρούμενες με ποινή κάθειρξης έως δέκα (10) έτη, δεν περιλαμβάνονται μεν ονομαστικά στην έννοια της “εγκληματικής δραστηριότητας”, όμως καλύπτονται από την περίπτωση ii του στοιχείου α’ του άρθρου 1 ν. 2331/1995, η οποία προστέθηκε μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάστασή του και, συνεπώς, υπάγονται στην έννοια της “εγκληματικής δραστηριότητας”. Επίσης, με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 3424/2005, καταργήθηκε το στοιχείο β’ του άρθρου 1 του ν. 2331/95 και προστέθηκε νέο στοιχείο β’ με τίτλο “νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες” που προβλέπει, ότι συνιστούν νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις, μεταξύ των οποίων η μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της, καθόσον μάλιστα αφορά την τελευταία κατά τους ως άνω νόμους τοιαύτη (πράξη συγκαλυπτική της προηγηθείσας εγκληματικής δραστηριότητας) αποτελεί η τοποθέτηση εσόδων στον χρηματοπιστωτικό τομέα (ΑΠ 1177/2019, ΑΠ 2044/2010), ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του, η απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας, όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή ευρίσκεται ή αποκτήθηκε, κλπ. Έτσι με το ν. 3424/2005 εισήχθη μία σημαντική αλλαγή, η οποία συνίσταται στο ότι δεν αρκεί πλέον ο ενδεχόμενος δόλος του υπαιτίου ως προς την προέλευση της προς νομιμοποίηση περιουσίας, αλλά απαιτείται ο δράστης να γνωρίζει ως βέβαιο ότι η περιουσία που νομιμοποιεί προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα. Δηλαδή υποκειμενικά το έγκλημα προϋποθέτει άμεσο δόλο ως προς την προέλευση της περιουσίας. Επί υποθέσεων τελεσθεισών υπό το καθεστώς ισχύος του ν. 2331/1995 εφαρμοστέος είναι, ως ευμενέστερος, ο ν. 3424/2005 που αξιώνει τη συνδρομή άμεσου δόλου για την υποκειμενική συγκρότηση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων. Κατά δε το άρθρο 1 στοιχείο γ’ του ν. 2331/1995, ως “περιουσία” ορίζονται περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία, που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (“ξέπλυμα βρώμικου χρήματος”), προϋποθέτει αντικειμενικά μεν (εναλλακτικά) μετατροπή ή μεταβίβαση, απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας που προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, απόκρυψη ή συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, την προέλευση και την κυριότητα τέτοιας περιουσίας, συμμετοχή σε μία από τις ανωτέρω πράξεις κλπ, υποκειμενικά δε τον προαναφερθέντα δόλο, ως προς την παράνομη προέλευση των εσόδων, επί πλέον δε στον πρώτο τρόπο τέλεσης του εγκλήματος, δηλαδή τη μετατροπή ή μεταβίβαση περιουσίας, και σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης της περιουσίας αυτής, ή παροχής συνδρομής σε άλλον, που εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του. Απαιτείται, δηλαδή, σκοπός δημιουργίας σύγχυσης ως προς το νομιμοποιούμενο αντικείμενο ή το πρόσωπο του δράστη που το εξασφάλισε. Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικά μικτό και με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, έγκλημα δηλαδή σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην επιδίωξη συγκάλυψης της προέλευσης περιουσίας ή παροχής σε άλλον συνδρομής για συγκάλυψη. Προϋποθέτει επίσης, την τέλεση ενός άλλου (βασικού) εγκλήματος, (εγκληματική δραστηριότητα), εκ του οποίου κάποιος (υπαίτιος ή άλλος) αποκόμισε παράνομα έσοδα (περιουσία). Όταν δε αυτουργός της πράξης είναι το ίδιο πρόσωπο, συρρέει με εκείνο πραγματικά, αφού πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά κατά τα στοιχεία τους εγκλήματα, με διακεκριμένη και διαφορετική καθένα απαξία. Κατ’ εξοχήν ο νόμος τιμωρεί τις πράξεις συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης, εκείνου που απέκτησε ο ίδιος περιουσία από εγκληματικές δραστηριότητες, ενώ τον άλλον (εκτός από τον αποκτήσαντα), τον θεωρεί συνεργό και τον τιμωρεί ως αυτουργό της πράξης. Η βασική δε αυτή εγκληματική δραστηριότητα, η οποία αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή να πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς το χρόνο και τους δράστες αυτής, έστω και αν δεν έχουν κατηγορία ή η σχετική πράξη έχει υποκύψει σε παραγραφή και να αποδεικνύεται με την απαιτούμενη δικανική βεβαιότητα, καθόσον η τέλεσή της αποτελεί στοιχείο συγκρότησης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ΑΠ 286/2019). Περαιτέρω, με το άρθρο 3 παρ. 1 του ως άνω νόμου 3424/2005 αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 2 ν. 2331/1995 και με τα στοιχεία α’ και δ’ ορίσθηκε ότι “α. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. β…. γ…. δ. Η ποινική ευθύνη για βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α, β και γ της παραγράφου αυτής (εδ. α’). Όμως, στις περιπτώσεις αυτές, ο υπαίτιος τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των πράξεων των ανωτέρω στοιχείων α’, β’ και γ’ αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή από άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης (εδ. β’)… Αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή κατ’ αυτού ή τρίτου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό το βασικό έγκλημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος (εδ. δ’)…” . Με τη νέα, δεύτερη, από τις ως άνω διατάξεις (στοιχ. δ’), δεν θεσμοθετείται για πρώτη φορά το αξιόποινο της πράξης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και στην περίπτωση κατά την οποία το πρόσωπο του δράστη αυτής ταυτίζεται με εκείνο του δράστη του βασικού εγκλήματος. Το αξιόποινο της συμπεριφοράς του υπαιτίου της νομιμοποίησης εσόδων και δράστη ταυτοχρόνως του βασικού εγκλήματος προκύπτει από τους σαφείς ορισμούς του άρθρου 2 παρ. 1 ν. 2331/1995, με τη νέα δε διάταξη επαναβεβαιώνεται η προϊσχύσασα. Με τη μεταγενέστερη εν λόγω ποινική διάταξη (στοιχ. δ εδ. α’ της παρ. 1 του άρθ. 2 ν. 2331/1995) κρίθηκε ότι ο κολασμός του φυσικού ή ηθικού αυτουργού του βασικού εγκλήματος και για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα είναι ενδεδειγμένος μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η τέλεση του εν λόγω εγκλήματος από αυτόν είχε ενταχθεί “στο συνολικό σχεδιασμό της εγκληματικής του δραστηριότητας”. Έτσι, η διάταξη αυτή ως θέτουσα πρόσθετο όρο για τον κολασμό του δράστη του βασικού εγκλήματος, και επομένως αφορά μόνο αυτόν, είναι απλώς ηπιότερη, αναφορικώς προς την προηγούμενη και ως τοιαύτη εφαρμοστέα κατά το άρθρο 2 του ΠΚ και για τα εγκλήματα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, τα οποία τελέσθηκαν πριν από την έναρξη εφαρμογής του ν. 3424/13.12.2005, ήτοι 13/12/2005 (ΑΠ 1177/2019, ΑΠ 286/2019, ΑΠ 461/2011). Κατά συνέπεια, για να τιμωρηθεί κάποιος και για τα δύο εγκλήματα, δηλαδή τόσο για το προαπαιτούμενο ή βασικό έγκλημα, όσο και για τη μεταγενέστερη νομιμοποίηση πρέπει και τα δύο εγκλήματα να αποτελούν τμήματα ή μέρη ενός καθολικού σχεδίου, ως συστηματική σειρά ενεργειών που καθορίζεται από τη σχέση ηγουμένου προς επόμενο, με την έννοια ότι το προαπαιτούμενο ή άλλως “βασικό” συντελείται για να επακολουθήσει η αυτοτελής εγκληματική συμπεριφορά που συνιστά νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (ΑΠ 1177/2019, ΑΠ 286/2019, ΑΠ 1386/2010). Περαιτέρω, από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 (και πριν από την ισχύ του ν. 3424/2005) προέκυπτε ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με το δράστη της νομιμοποίησης, μόνο στην περίπτωση της νομιμοποίησης προς το σκοπό παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, διότι, κάνοντας μνεία ο νομοθέτης για παροχή συνδρομής σε ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, αναφερόταν προφανώς σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι και το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρθρου 1 του ν. 2331/1995 και στην περίπτωση αυτή αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον υπαίτιο του εγκλήματος της νομιμοποίησης. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει και δεδομένου ότι χρησιμοποιεί την έκφραση “όποιος”, ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμα και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα, και γι’ αυτό δεν θα πρέπει να γίνεται συσταλτική ερμηνεία του, αφού έχει θεσπιστεί για την αντιμετώπισή του. Ο ν. 3424/2005, όπως αναφέρθηκε, εμπεριέχει ευμενέστερες διατάξεις για τους υπαίτιους πράξεων νομιμοποίησης από εγκληματικές δραστηριότητες, καθόσον το μεν θέτει πρόσθετο όρο για την τιμωρία του δράστη του βασικού εγκλήματος το δε απαιτεί τον προεκτεθέντα δόλο. Ακόμη, είναι επιεικέστερος και από τον επακολουθήσαντα ν. 3691/5.8.2008 [οι διατάξεις του οποίου, σημειωτέον, δεν μεταβλήθηκαν κατά το περιεχόμενό τους με το μεταγενέστερο ν. 4557/30.7.2018], αφού α) στο άρθ. 3 περ. ιη’ του ν. 3691/2008, όπως η περίπτωση αυτή αναριθμήθηκε σε ιθ’με την παρ. 1 του άρθ. 77 ν. 3842/2010 και στη συνέχεια σε κ’ με την παρ. 2 του άρθ. 8 ν. 4021/2012, ορίζεται ως εγκληματική δραστηριότητα – “βασικό αδίκημα”, “κάθε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος” (ανεξαρτήτως δηλ. ποσού), ενώ το άρθρο 1 στοιχείο α περ. II του ν. 2331/95, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθ. 2 παρ.1 του ν. 3424/2005, προέβλεπε ποσό τουλάχιστον 15.000 ευρώ και β) στο άρθρο 45 παρ.1α του ν. 3691/2008, που ορίζει τις ποινικές κυρώσεις, προβλέπεται ότι “με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες” (προβλέπεται, δηλαδή, εκτός από τη στερητική της ελευθερίας ποινή που απειλούσε ο ν. 3424/2005 και χρηματική ποινή). Ακόμη, το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων, τελείται (και) με τη χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όταν ο δράστης ενεργεί ατομικά και προβαίνει είτε ο ίδιος προσωπικά είτε μέσω άλλου προσώπου, αλλά για λογαριασμό του ιδίου, σε κατάθεση των χρημάτων που απέκτησε από την εγκληματική δραστηριότητα, σε προσωπικό του λογαριασμό ή σε κοινό με άλλο πρόσωπο λογαριασμό ή ακόμη και σε λογαριασμό συναυτουργού ή συμμετόχου στην ως άνω εγκληματική δραστηριότητα (ΑΠ 1308/2019) και οι λογαριασμοί αυτοί ενδεχομένως να περιλαμβάνουν και χρήματα προερχόμενα από νόμιμες πηγές.
Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, η πράξη του γίνεται με σκοπό την πρόκληση σύγχυσης και αβεβαιότητας ως προς την προέλευση των παράνομων εσόδων, με απώτερο στόχο την απόκτηση “νόμιμου τίτλου” γι’ αυτά, ώστε να εμφανίζονται ως νόμιμα. Τέλος, ναι μεν στο δυσμενέστερο στο σύνολό του ν. 3691/5.8.2008 και συγκεκριμένα στο άρθρο 2 παρ. 2 στοιχ. δ’ αυτού τυποποιείται για πρώτη φορά ως τρόπος τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων “η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σ’ αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα”, δηλαδή ότι μπορεί να θεωρηθεί η απλή και μόνο κατάθεση, κατά τα προεκτεθέντα, σε Τράπεζα του προϊόντος ενός εγκλήματος, εφόσον αποδεικνύεται και η συνδρομή του σκοπού πρόσδοσης νομιμοφάνειας στα έσοδα αυτά, ως αυτοτελής πράξη νομιμοποίησης εσόδων, όμως και υπό το κράτος της ισχύος του προηγούμενου νόμου, που ως επιεικέστερος στο σύνολό του διέπει την κρινόμενη περίπτωση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παρ.1 του ΠΚ, δεν αποκλειόταν η νομιμοποίηση εσόδων που προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα, να γίνει με κατάθεση αυτών σε Τράπεζα, εφόσον ο δράστης, με τον τρόπο αυτό, συγκάλυπτε την παράνομη προέλευση των εσόδων που προέρχονταν από παράνομη δραστηριότητα και το γνώριζε με σκοπό να προσδώσει στα εν λόγω έσοδα νομιμοφανή υπόσταση μέσω του τραπεζικού συστήματος (ΑΠ 286/2019, ΑΠ 1177/2019, ΑΠ 469/2018). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά ούτε αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους. Η συνδρομή του δόλου, κατ’ αρχήν, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνο δε όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα είτε η “εν γνώσει” ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω “σκοπού” (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως), ο δόλος απαιτεί ειδική αιτιολογία. Η, κατά τα ανωτέρω, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προαναφερθέντα λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνο για την περί της ενοχής δικαστική απόφαση, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία κρίση, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς, ήτοι εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής, εφόσον όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ευνοϊκότερο για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα, χωρίς να αρκεί η αναφορά της διατάξεως που το προβλέπει ή η επανάληψη της εκφράσεως του νόμου. Διαφορετικά, το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, ακόμη δε περισσότερο να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, εφόσον προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο. Ισχυρισμοί, όμως, οι οποίοι αποτελούν άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλά υπερασπιστικά επιχειρήματα δεν είναι αυτοτελείς υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια και, συνακόλουθα, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αποφανθεί επ’ αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Έτσι, η υπό του κατηγορουμένου άρνηση του νομικού χαρακτηρισμού της πράξεως, που του αποδίδεται, και η επίκληση από μέρους του διαφορετικού (ηπιότερου) νομικού χαρακτηρισμού δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό αλλά άρνηση της κατηγορίας, όπως κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά της στοιχεία εξειδικεύεται στην απόφαση. Εξάλλου, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδίως, όταν συντρέχουν οι αναφερόμενες στην εν λόγω διάταξη περιπτώσεις. Η υπέρβαση εξουσίας διακρίνεται σε θετική και αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, με αριθμό 1559/2021, το Πενταμελές Εφετείο …, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτήν, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: “Η κατηγορουμένη προσελήφθη στις 11.5.1998 ως υπάλληλος της εγκαλούσας – πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “Τ. Ε. Α. Ε.”, […]. Η ανωτέρω αρχικά τοποθετήθηκε στο Κατάστημα …, απασχολούμενη στην εξυπηρέτηση πελατών, ενώ από το έτος 2003 και μετά κατείχε θέση υποδιευθύντριας και στη συνέχεια διευθύντριας διαφόρων Καταστημάτων της εγκαλούσας στην … τον Μάιο δε του έτους 2007 τοποθετήθηκε ως υποδιευθύντρια στο Κατάστημα …, θέση την οποία κατείχε μέχρι τις 22.5.2008, οπότε τέθηκε σε διαθεσιμότητα εξαιτίας της αποκάλυψης των κατωτέρω αναφερομένων αξιοποίνων πράξεων. Κατά το χρονικό διάστημα από 30.12.2003 έως 15.5.2008, η κατηγορουμένη, εκμεταλλευόμενη τη θέση της ως διευθύντριας ή υποδιευθύντριας Καταστημάτων της εγκαλούσας, προέβαινε σε αναλήψεις ποσών από λογαριασμούς πελατών της Τράπεζας άνευ σχετικής εντολής των τελευταίων και άνευ άλλου νομίμου λόγου χρέωσης των λογαριασμών τους. Τα ποσά που αναλάμβανε η κατηγορουμένη, είτε τα κρατούσε η ίδια είτε τα κατέθετε σε λογαριασμούς του επιχειρηματία Ν. Χ., ο οποίος ήταν πελάτης της Τράπεζας και είχε συνάψει ερωτική σχέση μαζί της, ή σε λογαριασμούς εταιρειών συμφερόντων του τελευταίου ή τρίτων. Προκειμένου να επιτύχει τις αναλήψεις χρημάτων από λογαριασμούς πελατών της Τράπεζας και τις αντίστοιχες καταθέσεις σε λογαριασμούς του Χ. ή τρίτων, η κατηγορουμένη παριστούσε εν γνώσει της ψευδώς στους υφισταμένους της ταμίες, ότι οι δικαιούχοι των λογαριασμών που χρεώνονταν, είτε είχαν προσέλθει νωρίτερα στο Κατάστημα και είχαν υπογράψει τα σχετικά δελτία ανάληψης και κατάθεσης είτε της είχαν δώσει προφορική εντολή να προβεί στην ανάληψη και στην κατάθεση και θα προσέρχονταν αργότερα να υπογράψουν τα σχετικά δελτία. Περαιτέρω, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η κατηγορουμένη προέβαινε σε μεταφορές ποσών από λογαριασμούς πελατών της Τράπεζας προς λογαριασμούς του Ν. Χ. ή εταιρειών συμφερόντων του ιδίου ή τρίτων, προκειμένου δε να επιτύχει τούτο, προέβαινε σε εν γνώσει της ψευδείς παραστάσεις προς τους υφισταμένους της ταμίες σχετικά με την ύπαρξη εντολής των συγκεκριμένων πελατών προς αυτή για μεταφορά χρημάτων. Κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, η κατηγορουμένη προέβαινε σε χρεώσεις λογαριασμών πελατών, προκειμένου να εκδοθούν από την εγκαλούσα τραπεζικές επιταγές πληρωτέες σε διαταγή του πελάτη, τις οποίες η κατηγορουμένη οπισθογραφούσε, θέτοντας στη θέση της οπισθογράφησης την υπογραφή του πελάτη κατ’ απομίμηση, εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση αυτού και στη συνέχεια παρέδιδε αυτές στον Ν. Χ.. ή τις κατέθετε σε λογαριασμούς του ιδίου ή τρίτων, προς επίτευξη δε του σκοπού της προέβαινε σε εν γνώσει της ψευδείς παραστάσεις προς τους υφισταμένους της ταμίες σχετικά με την ύπαρξη εντολής των συγκεκριμένων πελατών προς αυτή για έκδοση επιταγών με αντίστοιχη χρέωση των λογαριασμών τους. Επίσης, με τον ίδιο σκοπό, παριστούσε εν γνώσει της ψευδώς στους υπαλλήλους της εγκαλούσας ότι ο κομιστής των επιταγών, στις οποίες αυτή είχε θέσει πλαστές υπογραφές στη θέση της οπισθογράφησης, τις είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση και ότι αυτές έφεραν την πραγματική υπογραφή του πελάτη της Τράπεζας και έτσι οι ανωτέρω υπάλληλοι πείθονταν και προέβαιναν στη σχετική συναλλαγή. Ειδικότερα, προκειμένου να παραπλανήσει τον εκάστοτε ταμία που πραγματοποιούσε τις προαναφερόμενες αναλήψεις, καταθέσεις και χρεώσεις λογαριασμών, αλλά και κάθε τρίτο που τυχόν διενεργούσε έλεγχο των ως άνω συναλλαγών, η κατηγορουμένη κατήρτιζε πλαστά δελτία ανάληψης και κατάθεσης, πλαστές εντολές μεταφοράς χρημάτων, καθώς και πλαστές εντολές έκδοσης τραπεζικών επιταγών σε βάρος λογαριασμών πελατών της εγκαλούσας Τράπεζας. Περαιτέρω, κατά τις ημέρες που διενεργούσε παράνομα αναλήψεις ή μεταφορές χρημάτων από λογαριασμούς πελατών της Τράπεζας, η κατηγορουμένη προέβαινε συγχρόνως στην κατάρτιση πλαστών τίτλων αντίστοιχου ποσού, ήτοι τίτλων είτε προθεσμιακής κατάθεσης είτε επένδυσης σε προϊόντα της εγκαλούσας, τους οποίους παρέδιδε στους πελάτες. Αντίγραφα δε των πλαστών τίτλων που είχε καταρτίσει και παραδώσει σε πελάτες της Τράπεζας, προκειμένου να τους πείσει ότι έχουν επενδύσει τα χρήματά τους σε προϊόντα της εγκαλούσας, διατηρούσε η κατηγορουμένη στην οικία της και τα παρέδωσε στους ελεγκτές της Τράπεζας όταν αποκαλύφθηκε η δράση της. Οι επιμέρους πράξεις πλαστογραφίας, στις οποίες προέβη η κατηγορουμένη κατά το χρονικό διάστημα από 30.12.2003 έως 15.5.2008, είναι οι εξής: Την 30-12-2003 κατήρτισε πλαστή εντολή μεταφοράς ποσού 200.000 ευρώ από τον με αριθ. 0026.0049.72.0100276618 λογαριασμό του Π. Μ. (εφεξής Π.Μ.) προς την Ν. E. Α., χρηματιστηριακή εταιρεία στην οποία είχε κωδικό ο Ν. Χ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη μεταφορά και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και στον ανωτέρω δικαιούχο του πιστωθέντος χρηματιστηριακού κωδικού ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 17.02.2004 κατήρτισε πλαστή εντολή μεταφοράς ποσού 300.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.19.0100784804 λογαριασμό του Π.Μ. προς την Ν. E. Α., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη μεταφορά και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και στον δικαιούχο του πιστωθέντος χρηματιστηριακού κωδικού (Ν. Χ..) ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 26.05.2004 κατήρτισε πλαστή εντολή μεταφοράς ποσού 212.500 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.19.0100784804 λογαριασμό του Π.Μ. προς την Ν. E. Α., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη μεταφορά και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και στον δικαιούχο του πιστωθέντος χρηματιστηριακού κωδικού (Ν.. Χ..) ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 01.07.2004 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 155.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.17.0100796752 λογαριασμό του Π.Μ. και της ΑΚ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 01.10.2004 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 32.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.17.0100796752 λογαριασμό του Π.Μ. και της ΑΚ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει, στον εαυτό της και σε τρίτον ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 02-03-2005 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 120.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.0100276618 λογαριασμό του Π.Μ. και της ΑΚ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 02.03.2005 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 10.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ. και της ΑΚ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 27.05.2005 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 100.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0Ί 00207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη. Αυθημερόν κατήρτισε πλαστό δελτίο κατάθεσης ποσού 100.000 ευρώ, με το οποίο ο Π.Μ. φερόταν να καταθέτει το ανωτέρω ποσό στον υπ’ αριθ. 0026.0244.11.0100798195 λογαριασμό του Ν. Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας ότι ο Π.Μ. είχε δώσει εντολή να γίνει η κατάθεση αυτή και έτσι να προσπορίσει ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος στον ανωτέρω (Ν.. Χ..). Την 31.03.2006 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 150.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και αυθημερόν κατήρτισε πλαστό δελτίο κατάθεσης ποσού 150.000 ευρώ, με το οποίο ο Π.Μ. φερόταν να καταθέτει το ανωτέρω ποσό στον υπ’ αριθ. 0026.0998.16.0200028398 λογαριασμό της Ε. Τ. σε πίστωση σχετικού λογαριασμού που τηρούσε στην τελευταία ο Ν. Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας ότι ο Π.Μ. είχε δώσει εντολή να γίνει η κατάθεση αυτή και έτσι να προσπορίσει ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος στον εαυτό της και στον Ν. Χ… Την 31.03.2006 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 41.017,23 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και αυθημερόν κατήρτισε πλαστό δελτίο κατάθεσης ποσού 41.017,23 ευρώ, με το οποίο ο Π.Μ. φερόταν να καταθέτει το ανωτέρω ποσό στον υπ’ αριθ. 0026.0998.16.0200028398 λογαριασμό της Ε. Τ. σε πίστωση σχετικού λογαριασμού που τηρούσε στην τελευταία ο Ν. Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας ότι ο Π.Μ. είχε δώσει εντολή να γίνει η κατάθεση αυτή και έτσι να προσπορίσει ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος στον εαυτό της και στον Ν. Χ… Την 13.12.2006 κατήρτισε πλαστή εντολή μεταφοράς ποσού 100.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0412.84.0200007282 λογαριασμό του Μ. Ξ. (εφεξής Μ.Ξ.) προς τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0101128533 λογαριασμό του Γ. Χ. (εφεξής Γ.Χ.)., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη μεταφορά και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον – ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 24.01.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 200.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 26.01.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 37.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ. Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 12.02.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 7.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0178.81.0100395876 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επί αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ. με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 01.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 37.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 07.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 19.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 15.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 14.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0178.81.0100395876 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 15.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 8.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.78.0100629591 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 16.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 5.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.770101128533 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 19.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 2.500 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0101128533 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 23.03.2007 κατήρτισε πλαστή πρόωρη μερική ανάληψη ποσού προθεσμιακής κατάθεσης ύψους 40.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.024412.0700014747 λογαριασμό προθεσμίας των πελατών Γ.Χ. και, Δ. Χ. (εφεξής Δ.Χ.) και πίστωσης αυτού στον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0101128533 λογαριασμό του Γ.Χ. θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη Γ.Χ. Την πλαστογραφία αυτή τέλεσε προκειμένου να διευκολύνει την ανάληψη του ποσού αυτού από τον λογαριασμό στον οποίο μεταφέρθηκε και αυθημερόν κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 40.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0101128533 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη. Την 27.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 64.768,05 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0101128533 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη. Την 27.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 40.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 28.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 16.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη. Την 03.04.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 100.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100015983 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να επιτύχει να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 25.04.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 50.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.78.0100629591 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 25.04.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 12.306,31 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 14.05.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 62.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 16.05.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 79.196,84 ευρώ από τον με αριθ. 0026.0412.83.0100015983 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επί αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 07-06-2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 20.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 08.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 30.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0178.81.0100395876 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 15.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 40.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 15.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 10.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 15.06.2007 κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 85.000 ευρώ, με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0412.82.0100006077 λογαριασμού του Σ. Ν. (εφεξής Σ.Ν.), θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Σ.Ν με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, που προέβησαν στην έκδοση της επιταγής, ότι ο πελάτης είχε υποβάλει σχετική αίτηση. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 003116780-2 ισόποση επιταγή, έκδοσης της εγκαλούσας τράπεζας, σε διαταγή του Σ.Ν. Στη συνέχεια έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη, προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, στην οποία κατατέθηκε η επιταγή, αλλά και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας που την πλήρωσε ότι ο τελευταίος κομιστής αυτής την είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση και εν συνεχεία την κατέθεσε στον με αριθμό λογαριασμό 00260003080200207517, που τηρεί στην τράπεζα η χρηματιστηριακή εταιρία Π. Α., σε πίστωση του κωδικού 71647 που ανήκει στον Ν. Χ.., προσπορίζοντας σε αυτόν ισόποσο περιουσιακό όφελος. Την 21.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 4.100 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.78.0100629591 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 22.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 6.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0178.81.0100395876 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 22.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 4.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.78.0100629591 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 22.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 5.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 25-06-2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 1.492 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100017904 λογαριασμό των Ν. Γ. (εφεξής Ν.Γ.) και Ε.Γ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Ε.Γ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 25.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 25.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100017904 λογαριασμό των Ν.Γ. και Ε.Γ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Ν.Γ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 25.06.2007 κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 60.000 ευρώ με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100017904 λογαριασμού των ΝΤ. και Ε.Γ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Ν.Γ. με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, που προέβησαν στην έκδοση της επιταγής, ότι ο πελάτης είχε υποβάλει σχετική αίτηση. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 003116794-2 ισόποση επιταγή, έκδοσης της εγκαλούσας, σε διαταγή του ΝΓ. Στη συνέχεια έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας στην οποία κατατέθηκε η επιταγή, αλλά και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας, που την πλήρωσε, ότι ο τελευταίος κομιστής αυτής την είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση. Ακολούθους, παρέδωσε την επιταγή σε άγνωστο άτομο, το οποίο με τη σειρά του την κατέθεσε στον λογαριασμό 042001681169 της Λ. Τ., με σκοπό να προσπορίσει στον δικαιούχο του λογαριασμού ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 25.06.2007 κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 40.000 ευρώ με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100017904 λογαριασμού των Ν.Γ. και Ε,Γ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Ν.Γ, με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, που προέβησαν στην έκδοση της επιταγής, ότι ο πελάτης είχε υποβάλει σχετική αίτηση. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 003 116793-4 ισόποση επιταγή, έκδοσης της εγκαλούσας τράπεζας, σε διαταγή του Ν.Γ. και εν συνεχεία έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη, προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, στην οποία κατατέθηκε η επιταγή, αλλά και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας, που την πλήρωσε, ότι ο τελευταίος κομιστής αυτής την είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση. Ακολούθως, παρέδωσε την επιταγή στον Ν. Χ.., ο οποίος την κατέθεσε στον λογαριασμό στην τράπεζα Μ. Ε. με αριθμό 111717, προσπορίζοντας έτσι ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 40.000 ευρώ. Την 25.06.2007 κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 95.000 ευρώ, με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100017904 λογαριασμού των Ν.Γ. και Ε.Γ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Ν.Γ. με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, που προέβησαν στην έκδοση της επιταγής, ότι ο πελάτης είχε υποβάλει σχετική αίτηση. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 003116795-1 ισόποση επιταγή, έκδοσης της εγκαλούσας τράπεζας, σε διαταγή του ΝΓ. Στη συνέχεια έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη, προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, στην οποία κατατέθηκε η επιταγή, αλλά και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας, που την πλήρωσε, ότι ο τελευταίος κομιστής αυτής την είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση. Ακολούθως, παρέδωσε την επιταγή στον Ν. Χ.. ο οποίος την κατέθεσε σε λογαριασμό της Τράπεζας …, προσπορίζοντας έτσι ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 03.07.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 10.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100017904 λογαριασμό των Ν.Γ. και Ε.Γ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Ν.Γ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 13.07.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 4.891,02 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στη σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 20-07-2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 9.874,68 ευρώ από τον 0026.0214.15.0100979487 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 20.07.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 4.973 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 24.07.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 2.263 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.72.0101193921 λογαριασμό της Έ. Μ. (εφεξής Ε.Μ.), θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Ε.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 10.08.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 7.902,80 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0214.15.0100979487 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 05.10.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 29.184,28 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0214.15.0100979487 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 12.10.2007 κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 300.000 ευρώ, με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμού του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, που προέβησαν στην έκδοση της επιταγής, ότι ο πελάτης είχε υποβάλει σχετική αίτηση. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 03354096-9 ισόποση επιταγή, έκδοσης της εγκαλούσας τράπεζας, σε διαταγή του Π.Μ. Στη συνέχεια έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, στην οποία κατατέθηκε η επιταγή, αλλά και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας, που την πλήρωσε, ότι ο τελευταίος κομιστής αυτής την είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση. Ακολούθως, παρέδωσε την επιταγή στον Ν. Χ.., ο οποίος με τη σειρά του την κατέθεσε στον λογαριασμό 0627986409 της Μ. Ε. Τ. Α., προσπορίζοντας έτσι ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 12.10.2007 κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 128.500 ευρώ με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμού του Π.Μ. θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Π Μ. με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, που προέβησαν στην έκδοση της επιταγής, ότι ο πελάτης είχε υποβάλει σχετική αίτηση. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 03354097-7 ισόποση επιταγή έκδοσης της εγκαλούσας τράπεζας σε διαταγή του Π.Μ. Στη συνέχεια έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, στην οποία κατατέθηκε η επιταγή, αλλά και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας, που την πλήρωσε, ότι ο τελευταίος κομιστής αυτής την είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση. Ακολούθως, παρέδωσε την επιταγή στον Ν. Χ.., ο οποίος την κατέθεσε στον λογαριασμό 0627986409 της Μ. Ε. Τ. Α., προσπορίζοντας έτσι ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 05.11.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 20.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 05.11.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 35.530,63 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.770100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 07.11.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 35.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 03.12.2007 κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 70.000 ευρώ, με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμού του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π Μ. με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, που προέβησαν στην έκδοση της επιταγής ότι ο πελάτης είχε ζητήσει αυτήν. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 03354222-8 ισόποση επιταγή, έκδοσης της εγκαλούσας τράπεζας σε διαταγή του Π.Μ. Στη συνέχεια έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη, προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, στην οποία κατατέθηκε η επιταγή, αλλά και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας, που την πλήρωσε, ότι ο τελευταίος κομιστής αυτής την είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση. Ακολούθως παρέδωσε την εν λόγω επιταγή στον Ν. Χ.., ο οποίος την κατέθεσε στον λογαριασμό 0627986409 της Μ. Ε. Τ. Α.., και έτσι προσπόρισε σ’ αυτόν ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 03.12.2007 κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 70.000 ευρώ, με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμού του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, που προέβησαν στην έκδοση της επιταγής ότι ο πελάτης είχε ζητήσει αυτήν. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 03354223-6 ισόποση επιταγή, έκδοσης της εγκαλούσας τράπεζας, σε διαταγή του Π.Μ. Στη συνέχεια έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, στην οποία κατατέθηκε η επιταγή, αλλά και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας, που την πλήρωσε, ότι ο τελευταίος κομιστής αυτής την είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση. Ακολούθως, παρέδωσε την εν λόγω επιταγή στον Ν. Χ.., ο οποίος την κατέθεσε στον λογαριασμό 0627986409 της Μ. Ε. Τ. Α.. και έτσι προσπόρισε σ’ αυτόν ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 03.12.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 50.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 06.12.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 12.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0214.15.0100979487 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 17.12.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 15.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.01002071793 λογαριασμό του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 24.12.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 22.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.01002071793 λογαριασμό του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 24.12.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 16.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0056.02.0200352391 λογαριασμό του Σ. Ν. (εφεξής Σ.Ν.), θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Σ.Ν., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 07.01.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 39.180,55 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0412.82.0100006077 λογαριασμό του Σ.Ν., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Ν.Σ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 21.01.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 10.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.005602.0200352391 λογαριασμό του Σ.Ν., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Σ.Ν., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 29.01.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 60.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.72.0100293610 λογαριασμό του Ν. Γ. (εφεξής Ν.Γ.), θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Ν.Γ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 30.01.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 53.966 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.72.0100293610 λογαριασμό του Ν.Γ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Ν.Γ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 31.01.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 50.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.72.0100293610 λογαριασμό του Ν.Γ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Ν.Γ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 12.02.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 15.676 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101377177 λογαριασμό της Σ. Φ. (εφεξής Σ.Φ.), θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Σ.Φ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 13.02.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 24.789,82 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101377177 λογαριασμό της Σ.Φ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Σ.Φ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στη σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 15.02.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 60.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101377177 λογαριασμό της Σ.Φ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Σ.Φ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 19.02.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 53.490 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101377177 λογαριασμό της Σ.Φ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Σ.Φ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 27.02.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 20.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 06.03.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 59.800 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101599087 λογαριασμό της Έ. Μ. (εφεξής Ε.Μ.), θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Ε.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 11.03.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 50.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101599087 λογαριασμό της Ε.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Ε.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει, τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στη σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 14.03.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 80.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0025.41.0100448349 λογαριασμό του Π. Δ. (εφεξής Π.Δ.), θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Δ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 19.03.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 10.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ. θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 07.04.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 21.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101599087 λογαριασμό της Ε.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Ε.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 08.04.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 51.600 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.72.0100276618 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 10.04.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 28.630,51 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0214.15.0100979487 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 10.04.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 104.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.72.0100276618 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στη συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 14.04.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 23.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 22.04.2008 κατήρτισε πλαστή εντολή μεταφοράς ποσού 17.250 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0214.16.0101053210 λογαριασμό της Κ. Μ. (εφεξής Κ.Μ.) προς τον υπ’ αριθ. 0026.0214.15.0200281836 λογαριασμό του Ν. Χ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή της Κ.Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την μεταφορά και έτσι να προσπορίσει στον Ν. Χ.. ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 22.04.2008 κατήρτισε πλαστή εντολή μεταφοράς ποσού 13.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0056.02.0200352391 λογαριασμό του Σ.Ν. προς τον υπ’ αριθ. 0026.0214.15.0200281836 λογαριασμό του Ν. Χ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Σ.Ν. με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την μεταφορά και έτσι να προσπορίσει στον Ν. Χ.. ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 06.05.2008 κατήρτισε πλαστή εντολή μεταφοράς ποσού 10.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0056.02.0200352391 λογαριασμό του Σ.Ν. προς τον υπ’ αριθ. 0026.0214.13.0200281352 λογαριασμό της εταιρίας «Α. Ε. Ε. Α.”, συμφερόντων του Ν. Χ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Σ.Ν. με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την μεταφορά και έτσι να προσπορίσει στην προαναφερόμενη εταιρία ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 09.05.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 15.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στη σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 09.05.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 4.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101599087 λογαριασμό της Ε.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Ε.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 09.05.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 7.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.79.0100370108 λογαριασμό της Σ.Φ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Σ.Φ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 12.05.2008 κατήρτισε πλαστή εντολή μεταφοράς ποσού 6.250 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0056.02.0200352391 λογαριασμό του Σ.Ν. προς τον υπ’ αριθ. 0026.0214.15.020028183 λογαριασμό του Ν. Χ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Σ.Ν., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την μεταφορά και έτσι να προσπορίσει στον Ν. Χ.. ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος.Την 13.05.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 14.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0025.41.0100448349 λογαριασμό του Π.Δ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Δ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Το συνολικό δε ύψος του παράνομου περιουσιακού οφέλους που προσπόρισε στον εαυτό της, στον Ν. Χ.. και σε τρίτους από την τέλεση του ως άνω κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος ανέρχεται στο ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων τριακοσίων εβδομήντα τριών χιλιάδων-εκατόν σαράντα ενός και δώδεκα λεπτών (4.373.141,12) ευρώ. Εκτός από τις ανωτέρω περιπτώσεις απάτης που τελέστηκαν με την κατάρτιση και χρήση των προαναφερόμενων πλαστών εγγράφων και την παράσταση των ως άνω ψευδών γεγονότων, η κατηγορουμένη παρέστησε εν γνώσει της ψευδή γεγονότα ως αληθή σε πελάτες της εγκαλούσας Τράπεζας σχετικά με τη δήθεν επένδυση των χρημάτων τους σε προϊόντα της τελευταίας, καθώς και στους υπαλλήλους της Τράπεζας σχετικά με την ύπαρξη εντολής των πελατών προς αυτή για ανάληψη ή μεταφορά χρημάτων ή έκδοση επιταγής και στις ακόλουθες περιπτώσεις, για τις οποίες δεν προέκυψε ότι κατήρτισε και χρησιμοποίησε πλαστά έγγραφα, οι πράξεις δε αυτές, από τις οποίες προξενήθηκε στην εγκαλούσα Τράπεζα περιουσιακή ζημία συνολικού ποσού 336.884 ευρώ, είναι οι εξής: α) στις 2-8-2006 προέβη σε πρόωρη μερική ανάληψη, ύψους 50.000 Ευρώ από την προθεσμιακή κατάθεση του Γ. Χ. και στη συνέχεια μετέφερε το ανωτέρω ποσό στην Ε. Τ. Ε. Α..Ε.. με αιτιολογία στην πίστωση 29363, ήτοι σε κωδικό του Ν. Χ., β) στις 15-3-2007 κατέθεσε στον λογαριασμό της Π./Α. με αιτιολογία 71647 (χρηματιστηριακός κωδικός του Ν. Χ.) επιταγή που είχε εκδώσει και της είχε παραδώσει ο Ι. Β., ποσού 242.634 Ευρώ, αντί η σχετική επιταγή, που εξοφλήθηκε στο κατάστημα …, να κατατεθεί σε λογαριασμό του Β., γ) στις 5-5-2008 προέβη σε ανάληψη ποσού 4750 Ευρώ από τον με αριθμό 214/0101053210 λογαριασμό της Κ. Μ., δ) στις 15-5-2008 προέβη με ανυπόγραφο αναληπτήριο σε ανάληψη ποσού 20.000 Ευρώ από τον με αριθ. 49/0200175050 λογαριασμό του Χ. Κ. και ε) στις 15-5-2008 προέβη με ανυπόγραφο αναληπτήριο σε ανάληψη ποσού 19.500 Ευρώ από τον με αριθ. 214/020028044 λογαριασμό της Σ. Ν..
Συνεπώς, το συνολικό όφελος που προσπόρισε η κατηγορουμένη στον εαυτό της, στον Ν. Χ.. και σε τρίτους και η συνολική ζημία της εγκαλούσας Τράπεζας, η οποία αποζημίωσε όλους τους πελάτες της, ανέρχεται στο ποσό των (4.373.141,12 + 336.884 =) 4.710.025,12 ευρώ και κατά το κατηγορητήριο 4.700.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από 30.12.2003 έως 15.5.2008, η κατηγορουμένη τέλεσε το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, εντασσόμενο στο συνολικό σχεδιασμό δράσης της, κάνοντας χρήση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σ’ αυτόν και τη διακίνηση μέσω αυτού και με τη μεταβίβαση χρηματικών ποσών, με σκοπό τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής τους και την πρόσδοση νομιμοφάνειας στα εν λόγω έσοδα. Το συνολικό ποσό ανέρχεται σε 2.943.026,23 ευρώ, προερχόταν δε από τις προπεριγραφείσες κακουργηματικές πράξεις της πλαστογραφίας και της απάτης που τέλεσε η κατηγορουμένη. Ειδικότερα, τα ποσά που ανέλαβε η κατηγορουμένη με τις εν λόγω κακουργηματικές πράξεις από τους προαναφερθέντες λογαριασμούς πελατών της εγκαλούσας, πιστώθηκαν από την ίδια σε λογαριασμούς τρίτων προσώπων, όπως του Ν. Χ. και του Δ. Τ., ατομικούς ή κοινούς με άλλα πρόσωπα, ή σε λογαριασμούς εταιρειών συμφερόντων των δύο τελευταίων ή σε λογαριασμούς της χρηματιστηριακής εταιρείας με την επωνυμία “Π.. Α..Π.”, στην οποία οι τελευταίοι διατηρούσαν κωδικούς, ενώ στην περίπτωση των επιταγών που έφεραν στη θέση της οπισθογράφησης πλαστές υπογραφές τεθείσες από την κατηγορουμένη, η τελευταία παρέδιδε αυτές σε τρίτα πρόσωπα, κυρίως δε στον Ν. Χ.., προκειμένου να τις εισπράξουν ή να τις καταθέσουν σε τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Η ως άνω εγκληματική συμπεριφορά της κατηγορουμένης εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης που αυτή εξαρχής είχε καταστρώσει, πραγματώθηκε δε με τη χρήση εκ μέρους της τελευταίας του χρηματοπιστωτικού τομέα, με την τοποθέτηση και τη διακίνηση μέσω αυτού των χρημάτων τρίτων προσώπων – πελατών της εγκαλούσας Τράπεζας, την με σκοπό τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής τους και την πρόσδοση νομιμοφάνειας στα εν λόγω έσοδα. Με τον τρόπο αυτό, η κατηγορουμένη κατόρθωσε να αποκτήσει παράνομο περιουσιακό όφελος, τόσο η ίδια όσο και ο ήδη αποβιώσας Ν. Χ., προσδίδοντας νομιμοφάνεια στα ως άνω προερχόμενα από την εγκληματική της δραστηριότητα έσοδα, τα οποία με τη μεταβίβαση/κατάθεσή τους σε λογαριασμούς τρίτων προσώπων αναμειγνύονταν με τα χρήματα αυτών, τα οποία προέρχονταν και από νόμιμες πηγές. Συγκεκριμένα, οι επιμέρους πράξεις νομιμοποίησης που τέλεσε η κατηγορουμένη, έχουν ως εξής: Την 30.12.2003 μετέφερε χρηματικό ποσό 200.000 ευρώ από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας τράπεζας στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή 21860 της χρηματιστηριακής εταιρίας Ν., Ν.. Χ…, ενώ ενημέρωσε ψευδώς τον πελάτη της άνω τράπεζας ότι τα χρήματα του τοποθετήθηκαν σε προθεσμιακή κατάθεση. Την 17-2-2004 μετέφερε χρηματικό ποσό 300.000 ευρώ από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας τράπεζας στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή 22877 της χρηματιστηριακής εταιρίας Ν., Ν.. Χ…, ενώ ενημέρωσε ψευδώς τον πελάτη της άνω τράπεζας ότι τα χρήματα του τοποθετήθηκαν σε προθεσμιακή κατάθεση. Την 26-5-2004 μετέφερε χρηματικό ποσό 212.500 ευρώ από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας τράπεζας στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή 22877 της χρηματιστηριακής εταιρίας Ν., Ν.. Χ…, ενώ ενημέρωσε ψευδώς τον πελάτη της άνω τράπεζας ότι τα χρήματα του τοποθετήθηκαν σε προθεσμιακή κατάθεση. Την 1-7-2004 μετέφερε χρηματικό ποσό 155.000 ευρώ από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας τράπεζας στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή 2809 της χρηματιστηριακής εταιρίας Ν. Ν.. Χ…. Την 2-3-2005 αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 120.000 ευρώ από τον υπ’αριθ. 0026.0049.72.0100276618 λογαριασμό του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι η πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή. Επίσης αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 10.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.72.0100276618 λογαριασμό του Π.M. θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι η πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, τα άνω ποσά, ήτοι συνολικά ποσό 130.000 ευρώ πίστωσε στον υπ’ αριθ. 244/0100798195 λογαριασμό που τηρούσε ο Δ. Τ. από κοινού με το Ν. Χ.. στην εγκαλούσα. Την 27.5.2005 αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 100.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, το άνω ποσό, πίστωσε στον υπ’ αριθ. 244/0100798195 λογαριασμό που τηρούσε ο Δ. Τ. από κοινού με το Ν. Χ.. στην εγκαλούσα. Την 31-3-2006 μετέφερε χρηματικό ποσό 150.000 ευρώ από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας τράπεζας στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή 29363 της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία “Ε. Τ. Ε. Α..Ε..” Ν. Χ… Την 31.3.2006 μετέφερε χρηματικό ποσό 41.017,23 ευρώ από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας τράπεζας στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή 29363 της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία “Ε. Τ. Ε. Α..Ε..” Ν. Χ… Την 2-8-2006 μετέφερε χρηματικό ποσό 50.000 ευρώ από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας τράπεζας στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή 29363 της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία “Ε. Τ. Ε. Α..Ε..” Ν. Χ… Την 29.11.2006, πίστωσε το ποσό των 247.500 ευρώ, προερχόμενο από τις άνω αναφερόμενες εγκληματικές δραστηριότητες σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί στην τράπεζα η εταιρία “Π.. Α..Π.”, στη δε εντολή προς πίστωση αναγράφηκε ως κωδικός του πιστούμενου λογαριασμού πελάτη της εταιρίας ο αριθμός 71647, που ανήκε στο Ν. Χ… Εκ του άνω ποσού το ποσό των 220.000 ευρώ πιστώθηκε την 30-11-2006 από την άνω εταιρία στον υπ’ αριθ. 412/0200002570 κοινό λογαριασμό που τηρούσαν ο Δ. Τ. με το Ν. Χ.. στην εγκαλούσα, το δε ποσό των 27.500 παρέμεινε πιστωμένο στον κωδικό του Ν. Χ.. Την 30-11-2006, πίστωσε με το ποσό των 100.000 ευρώ, προερχόμενο από τις άνω αναφερόμενες εγκληματικές δραστηριότητες, στον τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί στην εγκαλούσα η εταιρία “Π.. Α..Π.”, στη δε εντολή προς πίστωση αναγράφηκε ως κωδικός του πιστούμενου λογαριασμού πελάτη της εταιρίας ο αριθμός 71647, που ανήκε στο Ν. Χ… Εκ του άνω ποσού το ποσό των 90.000 ευρώ πιστώθηκε την 1.12.2006 από την άνω εταιρία στον υπ’ αριθ. 412/0200002570 κοινό λογαριασμό που τηρούσαν ο Δ. Τ. με τον Ν. Χ.. στην εγκαλούσα και το ποσό των 10.000 ευρώ παρέμεινε πιστωμένο στον κωδικό του Ν. Χ.. Την 1.3.2007, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 37.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, το άνω ποσό πίστωσε στον υπ’ αριθ. 412/0200002570 λογαριασμό που τηρούσε ο Δ. Τ. από κοινού με το Ν. Χ.. στην εγκαλούσα. Την 7-3-2007, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 19.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, το άνω ποσό πίστωσε στον υπ’ αριθ. 412/0200002570 κοινό λογαριασμό των Δ. Τ. και του Ν. Χ. στην εγκαλούσα. Την 15.3.2007, αφού εξέδωσε πλαστή τραπεζική επιταγή, η οποία φερόταν ως συρόμενη από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας εταιρίας, την εμφάνισε αυθημερόν στο κατάστημα … της τελευταίας, η επιταγή εξοφλήθηκε και το ποσό της επιταγής κατατέθηκε προσαυξημένο κατά το ποσό των 5.366 ευρώ στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή με κωδικό 71647 της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία Π.. Α..Π., Ν. Χ… Το συνολικό ποσό της συναλλαγής ανήλθε σε 242.634 ευρώ. Εν συνεχεία, η άνω εταιρία πίστωσε με το ανωτέρω ποσό τον υπ’ αριθ. 412/0200002570 κοινό λογαριασμό που τηρούσαν στην εγκαλούσα οι Ν. Χ. και Δ. Τ.. Την 15.3.2007 μετέφερε χρηματικό πόσο 8.000 ευρώ από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας τράπεζας στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή με κωδικό 71647 της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία Π.. Α..Π., Ν. Χ… Την 15-3-2007, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 14.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0178.81.0100395876 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, το άνω ποσό πίστωσε στον υπ’ αριθ. 104/0200195381 λογαριασμό που τηρούσε ο Δ. Τ. στην εγκαλούσα. Την 16-3-2007, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 5.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.770101128533 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, το ποσό αυτό πίστωσε στον υπ’ αριθ. 104/0200195381 λογαριασμό που τηρούσε ο Δ. Τ. στην εγκαλούσα. Την 19-3-2007, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 2.500 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.01128533 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, το άνω ποσό πίστωσε στον υπ’ αριθ. 412/0200002570 κοινό λογαριασμό που τηρούσαν ο Δ. Τ. με το Ν. Χ.. στην εγκαλούσα. Την 23-3-2007, αφού κατήρτισε πλαστή πρόωρη μερική ανάληψη ποσού προθεσμιακής κατάθεσης ποσού 40.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.024412.0700014747 λογαριασμό των πελατών Γ.Χ. και Δ.Χ. και πίστωσης αυτού στον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0101128533 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή, αυθημερόν δε κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 40.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.01128533 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, εκ του ποσού αυτού ποσό 19.300 ευρώ, πίστωσε στον υπ’ αριθ. 412/0200002570 κοινό λογαριασμό που τηρούσαν ο Δ. Τ. με το Ν. Χ.. στην εγκαλούσα. Την 15-6-2007 εξέδωσε πλαστή τραπεζική επιταγή ποσού 85.000 ευρώ, η οποία φερόταν ως συρόμενη από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας εταιρίας, την εμφάνισε αυθημερόν σε κατάστημα της τελευταίας, η επιταγή εξοφλήθηκε και το ποσό της επιταγής κατατέθηκε στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή 71647 της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία Π.. Α..Π., Ν. Χ… Την 21-6-2007, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 4.100 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.78.0100629591 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, εκ του ποσού αυτού ποσό 4.075 ευρώ, πίστωσε στον υπ’ αριθ. 412/0200002570 κοινό λογαριασμό που τηρούσαν ο Δ. Τ. με το Ν. Χ.. στην εγκαλούσα. Την 25-6-2007, αφού εξέδωσε πλαστή τραπεζική επιταγή ποσού 40.000 ευρώ, η οποία φερόταν ως συρόμενη από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας, την επιταγή κατέθεσε στον τραπεζικό λογαριασμό με αριθ. 111717 της τράπεζας Μ. και εξοφλήθηκε. Την 25.6.2007, αφού εξέδωσε πλαστή τραπεζική επιταγή ποσού 60.000 ευρώ, η οποία φερόταν ως συρόμενη από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας, την επιταγή κατέθεσε στον τραπεζικό λογαριασμό με αριθ. 04200165009 της Λ. Τ., δικαιούχος του οποίου ήταν ο Ν. Χ., και εξοφλήθηκε. Την 25-6-2007, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 25.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100017904 λογαριασμό των Ν.Γ. και Ε.Γ., θέτοντας πλαστή υπογραφή του Ν.Γ., ανέλαβε το άνω ποσό και την 26.6.2007 το κατέθεσε στο λογαριασμό της εταιρίας Π.. Α..Π. με την αιτιολογία 70523 (ο τελευταίος κωδικός ανήκει στην εταιρία “V. Α..Ε.., συμφερόντων του Δ. Τ. του Α.). Την 25-6-2007, κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 95.000 ευρώ, με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100017904 λογαριασμού των Ν.Γ. και Ε.Γ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Ν.Γ. με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας ότι ο πελάτης είχε υποβάλει σχετική αίτηση. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 003116795-1 ισόποση επιταγή, έκδοσης της εγκαλούσας, σε διαταγή του Ν.Γ., στη συνέχεια έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής πλαστή υπογραφή του πελάτη, ακολούθως η επιταγή εξοφλήθηκε στην Τράπεζα … και κατέθεσε σε λογαριασμό του Δ. Τ. το άνω ποσό. Την 12-10-2007, αφού εξέδωσε πλαστή τραπεζική επιταγή ποσού 300.000 ευρώ, η οποία φερόταν ως συρόμενη από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας εταιρίας, την επιταγή κατέθεσε στον τραπεζικό λογαριασμό με αριθμό 00627986409 της τράπεζας Μ., δικαιούχος του οποίου ήταν ο Ν. Χ., και εξοφλήθηκε. Την 12-10-2007, αφού εξέδωσε πλαστή τραπεζική επιταγή ποσού 128.500 ευρώ, η οποία φερόταν ως συρόμενη από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας εταιρίας, την επιταγή κατέθεσε στον τραπεζικό λογαριασμό με αριθ. 00627986409 της τράπεζας Μ., δικαιούχος του οποίου ήταν ο Ν. Χ., και εξοφλήθηκε. Την 3-12-2007, αφού εξέδωσε πλαστή τραπεζική επιταγή ποσού 70.000 ευρώ, η οποία φερόταν ως συρόμενη από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας εταιρίας, την επιταγή κατέθεσε στον τραπεζικό λογαριασμό με αριθ. 00627986409 της τράπεζας Μ., δικαιούχος του οποίου ήταν ο Ν. Χ., και εξοφλήθηκε. Την 3-12-2007, αφού εξέδωσε πλαστή τραπεζική επιταγή ποσού 70.000 ευρώ, η οποία φερόταν ως συρόμενη από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας εταιρίας, την επιταγή κατέθεσε στον τραπεζικό λογαριασμό με αριθ. 00627986409 της τράπεζας Μ., δικαιούχος του ήταν ο Ν. Χ., και εξοφλήθηκε. Την 15-2-2008, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης 60.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101377177 λογαριασμό της Σ.Φ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι η πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή του άνω ποσού πίστωσε στον υπ’ αριθ. 104/0200195381 λογαριασμό που τηρούσε ο Δ. Τ. στην εγκαλούσα το ποσό των 5.000 ευρώ. Την 19-2-2008, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 53.490 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101377177 λογαριασμό της Σ.Φ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι η πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, εκ του άνω ποσού πίστωσε στον υπ’ αριθ. 104/0200195381 λογαριασμό που τηρούσε στην εγκαλούσα ο Δ. Τ. το ποσό των 16.500 ευρώ. Την 8-4-2008, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 51.600 ευρώ από τον υπ’αριθ. 0026.0049.72.0100276618 λογαριασμό του Π.Μ,. θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή εκ του άνω ποσού πίστωσε στον υπ’ αριθ. 104/0200195381 λογαριασμό που τηρούσε ο Δ. Τ. στην εγκαλούσα το ποσό των 10.500 ευρώ. Από τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά γεγονότα προκύπτει ότι η κατηγορουμένη τέλεσε τις εξής αξιόποινες πράξεις: 1) Πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ. 2) Απάτη κατ’ εξακολούθηση, εκ της οποίας η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ. 3) Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες εντασσόμενες στο συνολικό σχεδιασμό δράσης, με χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν και τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα, τελεσθείσα κατ’ εξακολούθηση, παρά τα όσα αντίθετα αβασίμως ισχυρίζεται η κατηγορουμένη περί α) απορρόφησης της απάτης από την πλαστογραφία του άρθρου 216 παρ. 3 Π.Κ. και β) μη στοιχειοθέτησης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις”. Στη συνέχεια, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας κήρυξε την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα ένοχη, με την (ήδη αναγνωρισθείσα και πρωτοδίκως) ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’του νέου ΠΚ και, επιπλέον, με την ελαφρυντική περίπτωση της μη εύλογης διάρκειας της ποινικής διαδικασίας του άρθρου 84 παρ. 3 του νέου ΠΚ, για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις και της επέβαλε ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών για καθεμία από τις πρώτη (πλαστογραφία) και δεύτερη (απάτη) και ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών για την τρίτη πράξη (νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες), με το ακόλουθο διατακτικό: “
Κηρύσσει την παραπάνω κατηγορουμένη ένοχη του ότι: Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 30.12.2003 μέχρι 15.5.2018 (το ορθό 2008) με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα, ήτοι: Α) Με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος κατήρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Με την πράξη της αυτή σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό της και σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ ήταν στέλεχος της εγκαλούσας – πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “Τ. Ε. E.-E. Α..Ε.. και ήδη “Τ. Ε. Α..Ε.., η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός …) και ειδικότερα διευθύντρια σε Κατάστημα της ως άνω Τράπεζας και υποδιευθύντρια του Καταστήματος … αυτής, κατήρτιζε πλαστά δελτία ανάληψης και κατάθεσης, πλαστές εντολές μεταφοράς, καθώς και πλαστές εντολές έκδοσης τραπεζικών επιταγών σε βάρος λογαριασμών πελατών, στα οποία (έγγραφα) έθετε κατ’ απομίμηση τις υπογραφές πελατών της Τράπεζας με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και ειδικότερα, τους ταμίες και λοιπούς υπαλλήλους της εγκαλούσας Τράπεζας, οι οποίοι ενεργούσαν συναλλαγές βάσει των πλαστών εγγράφων, ενώπιον των οποίων γινόταν από αυτήν η χρήση των εν λόγω πλαστών εγγράφων, ότι οι δικαιούχοι των λογαριασμών είχαν δώσει εντολές ανάληψης από αυτούς ή έκδοσης επιταγών με χρέωση των λογαριασμών τους ή μεταφοράς ποσών με χρέωση των λογαριασμών τους σε λογαριασμούς του Ν. Χ. ή κατάθεσης των ποσών σε τρίτους, τους υπαλλήλους άλλων Τραπεζών ότι οι κομιστές των επιταγών τις είχαν αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση από τους δικαιούχους, καθώς και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας Τράπεζας, πληρώτριας των επιταγών, ότι ο κομιστής τους είχε αποκτήσει αυτές με νόμιμη οπισθογράφηση, ενώ στην πραγματικότητα είχε αυτή θέσει την υπογραφή στη θέση της οπισθογράφησης κατ’ απομίμηση των υπογραφών των δικαιούχων των λογαριασμών, εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση των τελευταίων. Ειδικότερα, οι επιμέρους πράξεις πλαστογραφίας (δελτίων ανάληψης από τραπεζικούς λογαριασμούς, εντολών μεταφοράς ποσών μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών, αιτήσεων έκδοσης τραπεζικών επιταγών, δελτίων κατάθεσης σε τραπεζικούς λογαριασμούς) της κατηγορουμένης, κατά το χρονικό διάστημα από 30.12.2003 μέχρι 15.5.2008, είναι οι εξής: Την 30-12-2003 κατήρτισε πλαστή εντολή μεταφοράς ποσού 200.000 ευρώ από τον με αριθ. 0026.0049.72.0100276618 λογαριασμό του Π. Μ. (εφεξής Π.Μ.) προς την N. E. Α., χρηματιστηριακή εταιρεία στην οποία είχε κωδικό ο Ν. Χ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη μεταφορά και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και στον ανωτέρω δικαιούχο του πιστωθέντος χρηματιστηριακού κωδικού ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 17.02.2004 κατήρτισε πλαστή εντολή μεταφοράς ποσού 300.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.19.0100784804 λογαριασμό του Π.Μ. προς την N. E. Α., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη μεταφορά και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και στον δικαιούχο του πιστωθέντος χρηματιστηριακού κωδικού (Ν. Χ..) ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 26.05.2004 κατήρτισε πλαστή εντολή μεταφοράς ποσού 212.500 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.19.0100784804 λογαριασμό του Π.Μ. προς την N. E. Α., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη μεταφορά και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και στον δικαιούχο του πιστωθέντος χρηματιστηριακού κωδικού (Ν.. Χ..) ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 01.07.2004 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 155.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.17.0100796752 λογαριασμό του Π.Μ. και της ΑΚ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 01.10.2004 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 32.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.17.0100796752 λογαριασμό του Π.Μ. και της ΑΚ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει, στον εαυτό της και σε τρίτον ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 02.03.2005 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 120.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.0100276618 λογαριασμό του Π.Μ. και της Α.Κ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 02.03.2005 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 10.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ. και της Α.Κ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 27.05.2005 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 100.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη. Αυθημερόν κατήρτισε πλαστό δελτίο κατάθεσης ποσού 100.000 ευρώ, με το οποίο ο Π.Μ. φερόταν να καταθέτει το ανωτέρω ποσό στον υπ’ αριθ. 0026.0244.11.0100798195 λογαριασμό του Ν. Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας ότι ο Π.Μ. είχε δώσει εντολή να γίνει η κατάθεση αυτή και έτσι να προσπορίσει ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος στον ανωτέρω (Ν.. Χ..). Την 31.03.2006 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 150.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και αυθημερόν κατήρτισε πλαστό δελτίο κατάθεσης ποσού 150.000 ευρώ, με το οποίο ο Π.Μ. φερόταν να καταθέτει το ανωτέρω ποσό στον υπ’ αριθ. 0026.0998.16.0200028398 λογαριασμό της Ε. Τ. σε πίστωση σχετικού λογαριασμού που τηρούσε στην τελευταία ο Ν. Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας ότι ο Π.Μ. είχε δώσει εντολή να γίνει η κατάθεση αυτή και έτσι να προσπορίσει ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος στον εαυτό της και στον Ν. Χ… Την 31.03.2006 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 41.017,23 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και αυθημερόν κατήρτισε πλαστό δελτίο κατάθεσης ποσού 41.017,23 ευρώ, με το οποίο ο Π.Μ. φερόταν να καταθέτει το ανωτέρω ποσό στον υπ’ αριθ. 0026.0998.16.0200028398 λογαριασμό της Ε. Τ. σε πίστωση σχετικού λογαριασμού που τηρούσε στην τελευταία ο Ν. Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας ότι ο Π.Μ. είχε δώσει εντολή να γίνει η κατάθεση αυτή και έτσι να προσπορίσει ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος στον εαυτό της και στον Ν. Χ… Την 13.12.2006 κατήρτισε πλαστή εντολή μεταφοράς ποσού 100.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0412,84.0200007282 λογαριασμό του Μ. Ξ. (εφεξής Μ.Ξ.) προς τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0101128533 λογαριασμό του Γ. Χ. (εφεξής Γ.Χ.), θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη μεταφορά και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 24.01.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 200.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 26.01.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 37.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ. Χ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 12.02.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 7.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0178.81.0100395876 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επί αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ. με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 01.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 37.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Μ.Ξ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 07.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 19.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Μ.Ξ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 15.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 14.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0178.81.0100395876 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 15.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 8.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.78.0100629591 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 16.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 5.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.770101128533 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 19.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 2.500 ευρώ από τον υπ’ αριθ.0026.0049.77.0101128533 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της και σε τρίτον παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 23.03.2007 κατήρτισε πλαστή πρόωρη μερική ανάληψη ποσού προθεσμιακής κατάθεσης, ύψους 40.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.024412.0700014747 λογαριασμό προθεσμίας των πελατών Γ.Χ. και Δ. Χ. (εφεξής Δ.Χ.) και πίστωσης αυτού στον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0101128533 λογαριασμό του Γ.Χ. θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη Γ.Χ. Την πλαστογραφία αυτή τέλεσε προκειμένου να διευκολύνει την ανάληψη του ποσού αυτού από τον λογαριασμό στον οποίο μεταφέρθηκε και αυθημερόν κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 40.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0101128533 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη. Την 27.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 64.768,05 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0101128533 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη. Την 27.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 40.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 28.03.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 16.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη. Την 03.04.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 100.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100015983 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να επιτύχει να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 25.04.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 50.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.78.0100629591 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 25.04.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 12.306,31 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 14.05.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 62.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 16.05.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 79.196,84 ευρώ από τον με αριθ. 0026.0412.83.0100015983 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επί αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 07.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 20.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 08.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 30.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0178.81.0100395876 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος.Την 15.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 40.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 15.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 10.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 15.06.2007 κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 85.000 ευρώ, με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0412.82.0100006077 λογαριασμού του Σ. Ν. (εφεξής Σ.Ν.), θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Σ.Ν. με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, που προέβησαν στην έκδοση της επιταγής, ότι ο πελάτης είχε υποβάλει σχετική αίτηση. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 003116780-2 ισόποση επιταγή, έκδοσης της εγκαλούσας τράπεζας, σε διαταγή του Σ.Ν. Στη συνέχεια έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη, προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, στην οποία κατατέθηκε η επιταγή, αλλά και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας που την πλήρωσε ότι ο τελευταίος κομιστής αυτής την είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση και εν συνεχεία την κατέθεσε στον με αριθμό λογαριασμό 00260003080200207517, που τηρεί στην τράπεζα η χρηματιστηριακή εταιρία Π. Α., σε πίστωση του κωδικού 71647 που ανήκει στον Ν. Χ.., προσπορίζοντας σε αυτόν ισόποσο περιουσιακό όφελος. Την 21.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 4.100 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.78.0100629591 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 22.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 6.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0178.81.0100395876 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 22.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 4.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.78.0100629591 λογαριασμό του Γ.Χ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 22.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 5.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 25-06-2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 1.492 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100017904 λογαριασμό των Ν. Γ. (εφεξής Ν.Γ.) και Ε.Γ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Ε.Γ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 25.06.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 25.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100017904 λογαριασμό των Ν.Γ. και Ε.Γ.. θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Ν.Γ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 25.06.2007 κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 60.000 ευρώ με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100017904 λογαριασμού των NT. και Ε.Γ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Ν.Γ. με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, που προέβησαν στην έκδοση της επιταγής, ότι ο πελάτης είχε υποβάλει σχετική αίτηση. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 003116794-2 ισόποση επιταγή, έκδοσης της εγκαλούσας, σε διαταγή του Ν.Γ. Στη συνέχεια έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας στην οποία κατατέθηκε η επιταγή, αλλά και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας, που την πλήρωσε, ότι ο τελευταίος κομιστής αυτής την είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση. Ακολούθως, παρέδωσε την επιταγή σε άγνωστο άτομο, το οποίο με τη σειρά του την κατέθεσε στον λογαριασμό 042001681169 της Λ. Τ., με σκοπό να προσπορίσει στον δικαιούχο του λογαριασμού ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 25.06.2007 κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 40.000 ευρώ με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100017904 λογαριασμού των Ν.Γ. και Ε.Γ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Ν.Γ., με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, που προέβησαν στην έκδοση της επιταγής, ότι ο πελάτης είχε υποβάλει σχετική αίτηση. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 003 116793-4 ισόποση επιταγή, έκδοσης της εγκαλούσας τράπεζας, σε διαταγήν του Ν.Γ. και εν συνεχεία έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη, προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, στην οποία κατατέθηκε η επιταγή, αλλά και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας, που την πλήρωσε, ότι ο τελευταίος κομιστής αυτής την είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση. Ακολούθως, παρέδωσε την επιταγή στον Ν. Χ.., ο οποίος την κατέθεσε στον λογαριασμό στην τράπεζα M. Ε. με αριθμό 111717, προσπορίζοντας έτσι ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 40.000 ευρώ. Την 25.06.2007 κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 95.000 ευρώ, με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100017904 λογαριασμού των Ν.Γ. και Ε.Γ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Ν.Γ. με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, που προέβησαν στην έκδοση της επιταγής, ότι ο πελάτης είχε υποβάλει σχετική αίτηση. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 003116795-1 ισόποση επιταγή, έκδοσης της εγκαλούσας τράπεζας, σε διαταγή του Ν.Γ. Στη συνέχεια έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη, προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, στην οποία κατατέθηκε η επιταγή, αλλά και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας, που την πλήρωσε, ότι ο τελευταίος κομιστής αυτής την είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση. Ακολούθως, παρέδωσε την επιταγή στον Ν. Χ.. ο οποίος την κατέθεσε σε λογαριασμό της Τράπεζας …, προσπορίζοντας έτσι ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 03.07.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 10.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100017904 λογαριασμό των Ν.Γ. και Ε.Γ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Ν.Γ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 13.07.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 4.891,02 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στη σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 20-07-2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 9.874,68 ευρώ από τον 0026.0214.15.0100979487 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 20.07.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 4.973 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 24.07.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 2.263 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.72.0101193921 λογαριασμό της Έ. Μ. (εφεξής Ε.Μ.), θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Ε.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 10.08.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 7.902,80 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0214.15.0100979487 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 05.10.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 29.184,28 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0214.15.0100979487 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 12.10.2007 κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 300.000 ευρώ, με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμού του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, που προέβησαν στην έκδοση της επιταγής, ότι ο πελάτης είχε υποβάλει σχετική αίτηση. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 03354096-9 ισόποση επιταγή, έκδοσης της εγκαλούσας τράπεζας, σε διαταγή του Π.Μ. Στη συνέχεια έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, στην οποία κατατέθηκε η επιταγή, αλλά και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας, που την πλήρωσε, ότι ο τελευταίος κομιστής αυτής την είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση. Ακολούθως, παρέδωσε την επιταγή στον Ν. Χ.., ο οποίος με τη σειρά του την κατέθεσε στον λογαριασμό 0627986409 της M. Ε. Τ. Α., προσπορίζοντας έτσι ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 12.10.2007 κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 128.500 ευρώ με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμού του Π.Μ. θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Π.Μ. με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, που προέβησαν στην έκδοση της επιταγής, ότι ο πελάτης είχε υποβάλει σχετική αίτηση. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 03354097-7 ισόποση επιταγή έκδοσης της εγκαλούσας τράπεζας σε διαταγή του Π.Μ. Στη συνέχεια έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, στην οποία κατατέθηκε η επιταγή, αλλά και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας, που την πλήρωσε, ότι ο τελευταίος κομιστής αυτής την είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση. Ακολούθως, παρέδωσε την επιταγή στον Ν. Χ.., ο οποίος την κατέθεσε στον λογαριασμό 0627986409 της M. Ε. Τ. Α., προσπορίζοντας έτσι ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 05.11.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 20.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 05.11.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 35.530,63 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.770100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 07.11.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 35.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 03.12.2007 κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 70.000 ευρώ, με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμού του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π Μ. με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, που προέβησαν στην έκδοση της επιταγής ότι ο πελάτης είχε ζητήσει αυτήν. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 03354222-8 ισόποση επιταγή, έκδοσης της εγκαλούσας τράπεζας σε διαταγή του Π.Μ. Στη συνέχεια έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη, προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, στην οποία κατατέθηκε η επιταγή, αλλά και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας, που την πλήρωσε, ότι ο τελευταίος κομιστής αυτής την είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση. Ακολούθως παρέδωσε την εν λόγω επιταγή στον Ν. Χ.., ο οποίος την κατέθεσε στον λογαριασμό 0627986409 της M. Ε. Τ. Α.., και έτσι προσπόρισε σ’ αυτόν ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 03.12.2007 κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 70.000 ευρώ, με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμού του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, που προέβησαν στην έκδοση της επιταγής ότι ο πελάτης είχε ζητήσει αυτήν. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 03354223-6 ισόποση επιταγή, έκδοσης της εγκαλούσας τράπεζας, σε διαταγή του Π Μ. Στη συνέχεια έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής αυτής πλαστή υπογραφή του πελάτη προκειμένου να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας, στην οποία κατατέθηκε η επιταγή, αλλά και τους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας, που την πλήρωσε, ότι ο τελευταίος κομιστής αυτής την είχε αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση. Ακολούθως, παρέδωσε την εν λόγω επιταγή στον Ν. Χ.., ο οποίος την κατέθεσε στον λογαριασμό 0627986409 της M. Ε. Τ. Α.. και έτσι προσπόρισε σ’ αυτόν ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 03.12.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 50.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος.Την 06.12.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 12.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0214.15.0100979487 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 17.12.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 15.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.01002071793 λογαριασμό του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 24.12.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 22.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.01002071793 λογαριασμό του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 24.12.2007 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 16.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0056.02.0200352391 λογαριασμό του Σ. Ν. (εφεξής Σ.Ν.), θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Σ.Ν., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 07.01.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 39.180,55 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0412.82.0100006077 λογαριασμό του Σ.Ν., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Ν.Σ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 21.01.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 10.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.005602.0200352391 λογαριασμό του Σ.Ν., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Σ.Ν., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 29.01.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 60.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.72.0100293610 λογαριασμό του Ν. Γ. (εφεξής Ν.Γ.), θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Ν.Γ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 30.01.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 53.966 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.72.0100293610 λογαριασμό του Ν.Γ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Ν.Γ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 31.01.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 50.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.72.0100293610 λογαριασμό του Ν.Γ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Ν.Γ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 12.02.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 15.676 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101377177 λογαριασμό της Σ. Φ. (εφεξής Σ.Φ.), θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Σ.Φ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 13.02.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 24.789,82 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101377177 λογαριασμό της Σ.Φ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Σ.Φ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στη σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 15.02.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 60.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101377177 λογαριασμό της Σ.Φ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Σ.Φ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 19.02.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 53.490 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101377177 λογαριασμό της Σ.Φ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Σ.Φ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 27.02.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 20.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 06.03.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 59.800 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101599087 λογαριασμό της Έ. Μ. (εφεξής Ε.Μ.), θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Ε.Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 11.03.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 50.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101599087 λογαριασμό της Ε.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Ε.Μ, με σκοπό να παραπλανήσει, τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στη σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 14.03.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 80.000 Ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0025.41.0100448349 λογαριασμό του Π. Δ. (εφεξής Π.Δ.), θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Δ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 19.03.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 10.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ. θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 07.04.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 21.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101599087 λογαριασμό της Ε.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Ε.Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 08.04.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 51.600 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.72.0100276618 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 10.04.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 28.630,51 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0214.15.0100979487 λογαριασμό του Μ.Ξ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Μ.Ξ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 10.04.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 104.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.72.0100276618 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στη συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 14.04.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 23.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π. Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 22.04.2008 κατήρτισε πλαστή εντολή μεταφοράς ποσού 17.250 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0214.16.0101053210 λογαριασμό της Κ. Μ. (εφεξής Κ.Μ.) προς τον υπ’ αριθ. 0026.0214.15.0200281836 λογαριασμό του Ν. Χ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή της Κ.Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την μεταφορά και έτσι να προσπορίσει στον Ν. Χ.. ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 22.04.2008 κατήρτισε πλαστή εντολή μεταφοράς ποσού 13.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0056.02.0200352391 λογαριασμό του Σ.Ν. προς τον υπ’ αριθ. 0026.0214.15.0200281836 λογαριασμό του Ν. Χ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Σ.Ν. με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την μεταφορά και έτσι να προσπορίσει στον Ν. Χ.. ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 06.05.2008 κατήρτισε πλαστή εντολή μεταφοράς ποσού 10.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0056.02.0200352391 λογαριασμό του Σ.Ν. προς τον υπ’ αριθ. 0026.0214.13.0200281352 λογαριασμό της εταιρίας «Α. Ε. Ε. Α.”, συμφερόντων του Ν. Χ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Σ.Ν. με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την μεταφορά και έτσι να προσπορίσει στην προαναφερόμενη εταιρία ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 09.05.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 15.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Μ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στη σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 09.05.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 4.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101599087 λογαριασμό της Ε.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Ε.Μ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 09.05.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 7.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.79.0100370108 λογαριασμό της Σ.Φ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή της Σ.Φ., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι η πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 12.05.2008 κατήρτισε πλαστή εντολή μεταφοράς ποσού 6.250 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0056.02.0200352391 λογαριασμό του Σ.Ν. προς τον υπ’ αριθ. 0026.0214.15.020028183 λογαριασμό του Ν. Χ., θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Σ.Ν., με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την μεταφορά και έτσι να προσπορίσει στον Ν. Χ.. ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Την 13.05.2008 κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 14.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0025.41.0100448349 λογαριασμό του Π.Δ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Π.Δ, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της τράπεζας, που προέβη στην σχετική συναλλαγή, ότι ο πελάτης είχε ζητήσει την ανάληψη και έτσι να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του ανωτέρω εγκλήματος, το συνολικό όφελος που προσπόρισε η κατηγορουμένη στον εαυτό της, στον Ν. Χ.. και σε τρίτους και η συνολική ζημία της εγκαλούσας Τράπεζας, η οποία αποζημίωσε όλους τους πελάτες της, υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 Ευρώ και ανέρχονται στο ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων τριακοσίων εβδομήντα τριών χιλιάδων εκατόν σαράντα ενός και δώδεκα λεπτών (4.373.141,12) ευρώ. Β) Με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια και άλλοι παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, το δε περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ ήταν στέλεχος της εγκαλούσας – πολιτικώς ενάγουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τ. E. E. – E. Α..Ε.. και ήδη «Τ.» E. Α..Ε..”, η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός …) και ειδικότερα διευθύντρια σε Κατάστημα της ως άνω Τράπεζας και υποδιευθύντρια του Καταστήματος … αυτής, παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στους αρμοδίους ταμίες και λοιπούς υπαλλήλους της εγκαλούσας Τράπεζας, οι οποίοι ενεργούσαν συναλλαγές βάσει των ανωτέρω υπό στοιχ. Α αναφερομένων πλαστών εγγράφων, τα οποία η ίδια είχε καταρτίσει, ενώπιον των οποίων υπαλλήλων γινόταν από αυτήν η χρήση των εν λόγω πλαστών εγγράφων, ότι οι δικαιούχοι των λογαριασμών είχαν δώσει εντολές ανάληψης από αυτούς ή έκδοσης επιταγών με χρέωση των λογαριασμών τους ή μεταφοράς ποσών με χρέωση των λογαριασμών τους σε λογαριασμούς του Ν. Χ. ή κατάθεσης των ποσών σε τρίτους, επίσης παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στους υπαλλήλους άλλων τραπεζών ότι οι κομιστές των επιταγών τις είχαν αποκτήσει με νόμιμη οπισθογράφηση από τους δικαιούχους, ενώ στην πραγματικότητα αυτή τις είχε οπισθογραφήσει, καθώς και στους υπαλλήλους της εγκαλούσας τράπεζας, πληρώτριας των επιταγών, ότι ο κομιστής τους είχε αποκτήσει αυτές με νόμιμη οπισθογράφηση. Αποτέλεσμα τούτου, ήταν να πεισθούν οι αρμόδιοι τραπεζικοί υπάλληλοι να προβούν στις σχετικές συναλλαγές και να βλαβεί η περιουσία της Τράπεζας, με αντίστοιχη ωφέλεια της ίδιας, του Ν. Χ. και τρίτων, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω υπό στοιχ. Α. Επίσης, η κατηγορουμένη με σκοπό να αποκομίσει η ίδια και άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος παριστούσε εν γνώσει της ψευδώς στους πελάτες της εγκαλούσας Τράπεζας ότι με την ανάληψη ή με οιαδήποτε άλλη συναλλαγή επένδυαν τα χρήματά τους προθεσμιακά ή με άλλο τρόπο σε προϊόντα της Τράπεζας, παρέδιδε δε σ’ αυτούς και πλαστούς τίτλους που εμφάνιζαν ότι είχε γίνει δήθεν η επένδυση σε προϊόν της Τράπεζας, κυρίως με τη μορφή προθεσμιακής κατάθεσης, πράγμα που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Περαιτέρω, πέραν των περιπτώσεων απάτης που τελέσθηκαν με την κατάρτιση και χρήση των ως άνω πλαστών εγγράφων, η κατηγορουμένη παρέστησε εν γνώσει της ψευδή γεγονότα σαν αληθή σε πελάτες της εγκαλούσας ή σε υπαλλήλους της εγκαλούσας και άλλων Τραπεζών, κατά τους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους, και δη ότι με ενέργειές της επενδύονται τα χρήματα των πελατών σε προϊόντα της εγκαλούσας (στις περιπτώσεις αυτές δεν προέκυψε κατάρτιση και χρήση πλαστών εγγράφων), αποκομίζοντας παράνομο περιουσιακό όφελος με βλάβη της περιουσίας της εγκαλούσας, που ανέρχονται (όφελος και βλάβη) στο συνολικό ποσό των 336.884 Ευρώ και δη: α) στις 2.8.2006 προέβη σε πρόωρη μερική ανάληψη ύψους 50.000 Ευρώ από την προθεσμιακή κατάθεση του Γ. Χ. και στη συνέχεια μετέφερε το ανωτέρω ποσό στην Ε. Τ. Ε. Α..Ε.. με αιτιολογία στην πίστωση 29363, ήτοι σε κωδικό του Ν. Χ., β) στις 15-3-2007 κατέθεσε στο λογαριασμό της Π./Α. με αιτιολογία 71647 (χρηματιστηριακός κωδικός του Ν. Χ.) επιταγή που είχε εκδώσει και της είχε παραδώσει ο Ι. Β., ποσού 242.634 Ευρώ, αντί η σχετική επιταγή, που εξοφλήθηκε στο κατάστημα …, να κατατεθεί σε λογαριασμό του Β., γ) στις 5.5.2008 προέβη σε ανάληψη ποσού 4750 Ευρώ από τον με αριθμό 214/0101053210 λογαριασμό της Κ. Μ., δ) στις 15-5-2008 προέβη με ανυπόγραφο αναληπτήριο σε ανάληψη ποσού 20.000 Ευρώ από τον με αριθ. 49/0200175050 λογαριασμό του Χ. Κ. και ε) στις 15.5.2008 προέβη με ανυπόγραφο αναληπτήριο σε ανάληψη ποσού 19.500 Ευρώ από τον με αριθ. 214/020028044 λογαριασμό της Σ. Ν.. Το συνολικό όφελος που προσπόρισε στον εαυτό της, στον Ν. Χ.. και σε τρίτους και η συνολική ζημία της εγκαλούσας Τράπεζας, η οποία αποζημίωσε όλους τους πελάτες της, ανέχεται στο ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων επτακοσίων χιλιάδων (4.700.000) ευρώ. Γ) Τέλεσε το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, εντασσόμενο στο συνολικό σχεδιασμό δράσης, κάνοντας χρήση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σ’ αυτόν και τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων και με τη μεταβίβαση χρηματικών ποσών, με σκοπό τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής τους και την πρόσδοση νομιμοφάνειας στα εν λόγω έσοδα. Το συνολικό ποσό ανέρχεται σε 2.943.026,23 Ευρώ, που προερχόταν από εγκληματική δραστηριότητα και συγκεκριμένα από τις ανωτέρω υπό στοιχ. Α και Β πράξεις, τις οποίες είχε διαπράξει η κατηγορουμένη. Ειδικότερα: Στις 30.12.2003 μετέφερε χρηματικό ποσό 200.000 ευρώ από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας τράπεζας στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή 21860 της χρηματιστηριακής εταιρίας N., Ν.. Χ…, ενώ ενημέρωσε ψευδώς τον πελάτη της άνω τράπεζας ότι τα χρήματα του τοποθετήθηκαν σε προθεσμιακή κατάθεση. Την 17-2-2004 μετέφερε χρηματικό ποσό 300.000 ευρώ από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας τράπεζας στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή 22877 της χρηματιστηριακής εταιρίας N., Ν.. Χ…, ενώ ενημέρωσε ψευδώς τον πελάτη της άνω τράπεζας ότι τα χρήματα του τοποθετήθηκαν σε προθεσμιακή κατάθεση. Την 26-5-2004 μετέφερε χρηματικό ποσό 212.500 ευρώ από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας τράπεζας στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή 22877 της χρηματιστηριακής εταιρίας N., Ν.. Χ…, ενώ ενημέρωσε ψευδώς τον πελάτη της άνω τράπεζας ότι τα χρήματάα του τοποθετήθηκαν σε προθεσμιακή κατάθεση. Την 1-7-2004 μετέφερε χρηματικό ποσό 155.000 ευρώ από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας τράπεζας στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή 2809 της χρηματιστηριακής εταιρίας N. Ν.. Χ…. Την 2-3-2005 αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 120.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.72.0100276618 λογαριασμό του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι η πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή. Επίσης αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 10.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.72.0100276618 λογαριασμό του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι η πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, τα άνω ποσά, ήτοι συνολικά ποσό 130.000 ευρώ πίστωσε στον υπ’ αριθ. 244/0100798195 λογαριασμό που τηρούσε ο Δ. Τ. από κοινού με το Ν. Χ.. στην εγκαλούσα.Την 27.5.2005 αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 100.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0100207793 λογαριασμό του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, το άνω ποσό, πίστωσε στον υπ’ αριθ. 244/0100798195 λογαριασμό που τηρούσε ο Δ. Τ. από κοινού με το Ν. Χ.. στην εγκαλούσα. Την 31-3-2006 μετέφερε χρηματικό ποσό 150.000 ευρώ από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας τράπεζας στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή 29363 της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία “Ε. Τ. Ε. Α..Ε..” Ν. Χ… Την 31.3.2006 μετέφερε χρηματικό ποσό 41.017,23 ευρώ από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας τράπεζας στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή 29363 της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία “Ε. Τ. Ε. Α..Ε..” Ν. Χ… Την 2-8-2006 μετέφερε χρηματικό ποσό 50.000 ευρώ από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας τράπεζας στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή 29363 της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία “Ε. Τ. Ε. Α..Ε..” Ν. Χ… Την 29.11.2006, πίστωσε το ποσό των 247.500 ευρώ, προερχόμενο από τις άνω αναφερόμενες εγκληματικές δραστηριότητες σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί στην τράπεζα η εταιρία “Π.. Α..Π.”, στη δε εντολή προς πίστωση αναγράφηκε ως κωδικός του πιστούμενου λογαριασμού πελάτη της εταιρίας ο αριθμός 71647, που ανήκε στο Ν. Χ… Εκ του ως άνω ποσού το ποσό των 220.000 ευρώ πιστώθηκε την 30-11-2006 από την άνω εταιρία στον υπ’ αριθ. 412/0200002570 κοινό λογαριασμό που τηρούσαν ο Δ. Τ. με το Ν. Χ.. στην εγκαλούσα, το δε ποσό των 27.500 παρέμεινε πιστωμένο στον κωδικό του Ν. Χ.. Την 30-11-2006, πίστωσε με το ποσό των 100.000 ευρώ, προερχόμενο από τις άνω αναφερόμενες εγκληματικές δραστηριότητες, στον τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί στην εγκαλούσα η εταιρία “Π.. Α..Π.”, στη δε εντολή προς πίστωση αναγράφηκε ως κωδικός του πιστούμενου λογαριασμού πελάτη της εταιρίας ο αριθμός 71647, που ανήκε στο Ν. Χ… Εκ του άνω ποσού το ποσό των 90.000 ευρώ πιστώθηκε την 1.12.2006 από την άνω εταιρία στον υπ’ αριθ. 412/0200002570 κοινό λογαριασμό που τηρούσαν ο Δ. Τ. με τον Ν. Χ.. στην εγκαλούσα και το ποσό των 10.000 ευρώ παρέμεινε πιστωμένο στον κωδικό του Ν. Χ.. Την 1-3-2007, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 37.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Μ.Ξ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, το άνω ποσό πίστωσε στον υπ’ αριθ. 412/0200002570 λογαριασμό που τηρούσε ο Δ. Τ. από κοινού με το Ν. Χ.. στην εγκαλούσα. Την 7-3-2007, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 19.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0244.13.0100944356 λογαριασμό του Μ.Ξ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, το άνω ποσό πίστωσε στον υπ’ αριθ. 412/0200002570 κοινό λογαριασμό των Δ. Τ. και του Ν. Χ. στην εγκαλούσα. Την 15.3.2007, αφού εξέδωσε πλαστή τραπεζική επιταγή, η οποία φερόταν ως συρόμενη από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας εταιρίας, την εμφάνισε αυθημερόν στο κατάστημα … της τελευταίας, η επιταγή εξοφλήθηκε και το ποσό της επιταγής κατατέθηκε προσαυξημένο κατά το ποσό των 5.366 ευρώ στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή με κωδικό 71647 της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία Π.. Α..Π., Ν. Χ… Το συνολικό ποσό της συναλλαγής ανήλθε σε 242.634 ευρώ. Εν συνεχεία, η άνω εταιρία πίστωσε με το ανωτέρω ποσό τον υπ’ αριθ. 412/0200002570 κοινό λογαριασμό που τηρούσαν στην εγκαλούσα οι Ν. Χ. και Δ. Τ.. Την 15.3.2007 μετέφερε χρηματικό ποσό 8.000 ευρώ από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας τράπεζας στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή με κωδικό 71647 της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία Π.. Α..Π., Ν. Χ… Την 15-3-2007, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 14.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0178.81.0100395876 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, το άνω ποσό πίστωσε στον υπ’ αριθ. 104/0200195381 λογαριασμό που τηρούσε ο Δ. Τ. στην εγκαλούσα. Την 16-3-2007, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 5.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.770101128533 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή του Γ.Χ, με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, το ποσό αυτό πίστωσε στον υπ’ αριθ. 104/0200195381 λογαριασμό που τηρούσε ο Δ. Τ. στην εγκαλούσα. Την 19-3-2007, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 2.500 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.01128533 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, το άνω ποσό πίστωσε στον υπ’ αριθ. 412/0200002570 κοινό λογαριασμό που τηρούσαν ο Δ. Τ. με το Ν. Χ.. στην εγκαλούσα. Την 23-3-2007, αφού κατήρτισε πλαστή πρόωρη μερική ανάληψη ποσού προθεσμιακής κατάθεσης ποσού 40.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.024412.0700014747 λογαριασμό των πελατών Γ.Χ. και Δ.Χ. και πίστωσης αυτού στον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.0101128533 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή, αυθημερόν δε κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 40.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.77.01128533 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, εκ του ποσού αυτού ποσό 19.300 ευρώ, πίστωσε στον υπ’ αριθ. 412/0200002570 κοινό λογαριασμό που τηρούσαν ο Δ. Τ. με το Ν. Χ.. στην εγκαλούσα. Την 15-6-2007 εξέδωσε πλαστή τραπεζική επιταγή ποσού 85.000 ευρώ, η οποία φερόταν ως συρόμενη από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας εταιρίας, την εμφάνισε αυθημερόν σε κατάστημα της τελευταίας, η επιταγή εξοφλήθηκε και το ποσό της επιταγής κατατέθηκε στον δικαιούχο του κωδικού αριθμού επενδυτή 71647 της χρηματιστηριακής εταιρίας με την επωνυμία Π.. Α..Π., Ν. Χ… Την 21-6-2007, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 4.100 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.78.0100629591 λογαριασμό του Γ.Χ, θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, εκ του ποσού αυτού ποσό 4.075 ευρώ, πίστωσε στον υπ αριθ. 412/0200002570 κοινό λογαριασμό που τηρούσαν ο Δ. Τ. με το Ν. Χ.. στην εγκαλούσα. Την 25-6-2007, αφού εξέδωσε πλαστή τραπεζική επιταγή ποσού 40.000 ευρώ, η οποία φερόταν ως συρόμενη από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας εταιρίας, την επιταγή κατέθεσε στον τραπεζικό λογαριασμό με αριθ. 111717 της τράπεζας Μ. και εξοφλήθηκε. Την 25.6.2007, αφού εξέδωσε πλαστή τραπεζική επιταγή ποσού 60.000 ευρώ, η οποία φερόταν ως συρόμενη από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας εταιρίας, την επιταγή κατέθεσε στον τραπεζικό λογαριασμό με αριθ. 04200165009 της Λ. Τ., δικαιούχος του οποίου ήταν ο Ν. Χ., και εξοφλήθηκε. Την 25.6.2007, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 25.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100017904 λογαριασμό των Ν.Γ. και Ε.Γ, θέτοντας πλαστή υπογραφή του Ν.Γ, ανέλαβε το άνω ποσό και την 26.6.2007 το κατέθεσε στο λογαριασμό της εταιρίας Π.. Α..Π. με την αιτιολογία 70523 (ο τελευταίος κωδικός ανήκει στην εταιρία “V. Α..Ε..”, συμφερόντων του Δ. Τ. του Α.). Την 25-6-2007, αφού κατήρτισε πλαστή αίτηση έκδοσης τραπεζικής επιταγής ποσού 95.000 ευρώ, με χρέωση του υπ’ αριθ. 0026.0412.83.0100017904 λογαριασμού των Ν.Γ. και Ε.Γ, θέτοντας επ’ αυτής πλαστή υπογραφή του Ν.Γ. με σκοπό να παραπλανήσει τους υπαλλήλους της τράπεζας ότι ο πελάτης είχε υποβάλει σχετική αίτηση. Συνεπεία της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 003116795-1 ισόποση επιταγή, έκδοσης της εγκαλούσας, σε διαταγή του Ν.Γ., στη συνέχεια έθεσε επί της οπίσθιας όψης της επιταγής πλαστή υπογραφή του πελάτη, ακολούθως η επιταγή εξοφλήθηκε στην Τράπεζα … και κατέθεσε σε λογαριασμό του Δ. Τ. το άνω ποσό. Την 12-10-2007, αφού εξέδωσε πλαστή τραπεζική επιταγή ποσού 300.000 ευρώ, η οποία φερόταν ως συρόμενη από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας εταιρίας, την επιταγή κατέθεσε στον τραπεζικό λογαριασμό με αριθμό 00627986409 της τράπεζας Μ., δικαιούχος του οποίου ήταν ο Ν. Χ., και εξοφλήθηκε. Την 12-10-2007, αφού εξέδωσε πλαστή τραπεζική επιταγή ποσού 128.500 ευρώ, η οποία φερόταν ως συρόμενη από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας εταιρίας, την επιταγή κατέθεσε στον τραπεζικό λογαριασμό με αριθ. 00627986409 της τράπεζας Μ., δικαιούχος του οποίου ήταν ο Ν. Χ., και εξοφλήθηκε. Την 3-12-2007, αφού εξέδωσε πλαστή τραπεζική επιταγή ποσού 70.000 ευρώ, η οποία φερόταν ως συρόμενη από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας εταιρίας, την επιταγή κατέθεσε στον τραπεζικό λογαριασμό με αριθ. 00627986409 της τράπεζα Μ., δικαιούχος του οποίου ήταν ο Ν. Χ., και εξοφλήθηκε. Την 3-12-2007, αφού εξέδωσε πλαστή τραπεζική επιταγή ποσού 70.000 ευρώ, η οποία φερόταν ως συρόμενη από λογαριασμό πελάτη της εγκαλούσας εταιρίας, την επιταγή κατέθεσε στον τραπεζικό λογαριασμό με αριθ. 00627986409 της τράπεζας Μ., δικαιούχος του ήταν ο Ν. Χ., και εξοφλήθηκε. Την 15-2-2008, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης 60.000 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101377177 λογαριασμό της Σ.Φ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι η πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή του άνω ποσού πίστωσε στον υπ’ αριθ. 104/0200195381 λογαριασμό, που τηρούσε ο Δ. Τ. στην εγκαλούσα, το ποσό των 5.000 ευρώ. Την 19-2-2008, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 53.490 ευρώ από τον υπ’ αριθ. 0026.0049.73.0101377177 λογαριασμό της Σ.Φ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι η πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή, εκ του ως άνω ποσού πίστωσε στον υπ’ αριθ. 104/0200195381 λογαριασμό, που τηρούσε στην εγκαλούσα ο Δ. Τ., το ποσό των 16.500 ευρώ. Την 8-4-2008, αφού κατήρτισε πλαστό δελτίο ανάληψης ποσού 51.600 ευρώ από τον υπ’ αριθ.0026.0049.72.0100276618 λογαριασμό του Π.Μ., θέτοντας επ’ αυτού πλαστή υπογραφή, με σκοπό να παραπλανήσει τον υπάλληλο της εγκαλούσας ότι ο πελάτης είχε ζητήσει τη συναλλαγή εκ του ως άνω ποσού πίστωσε στον υπ’ αριθ. 104/0200195381 λογαριασμό, που τηρούσε ο Δ. Τ. στην εγκαλούσα, το ποσό των 10.500 ευρώ. Στις ως άνω ενέργειες προέβη η κατηγορουμένη, έχοντας σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα και για να συγκαλύψει την αληθινή προέλευσή τους”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο …, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας για την αξιόποινη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’ εξακολούθηση, για την οποία καταδικάστηκε και για την οποία και μόνο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. Συγκεκριμένα, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ’ εξακολούθηση, με παράθεση όλων των στοιχείων, που συγκροτούν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος τούτου, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Δικαστήριο της ουσίας έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις προπαρατεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1 στοιχ. α ii, β’του ν.2331/1995, όπως τούτο αντικ. με το άρθ. 2 του ν. 3424/2005, 2 παρ. 1 στοιχ. α’και στοιχ. δ’εδ. α’και β’του ν. 2331/1995, όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με άρθ. 3 παρ. 1 του ν. 3424/2005, τις οποίες, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 94 παρ. 1, 98 παρ.2, 216 παρ. 3-1 και 386 παρ. 1 εδ. β’-α’ του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, διαλαμβάνεται: α) Η πραγμάτωση από την αναιρεσείουσα των δύο βασικών εγκλημάτων, ήτοι της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, και της απάτης κατ’ εξακολούθηση, εκ της οποίας η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, τα οποία (βασικά εγκλήματα) εξατομικεύονται και προσδιορίζονται επαρκώς ως προς τον τρόπο, το χρόνο, τις λοιπές περιστάσεις τέλεσης των κατ’ ιδίαν πράξεων πλαστογραφίας και απάτης και τα επιμέρους ποσά που προήλθαν από τις εξακολουθητικές αυτές εγκληματικές δραστηριότητες, β) ο τρόπος τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’ εξακολούθηση (για το οποίο και μόνο πλήττεται με την αίτηση αναιρέσεως η προσβαλλόμενη απόφαση), κατά χρόνο και λοιπές περιστάσεις και δη ότι η αναιρεσείουσα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα (από 30.12.2003 έως 8.4.2008) προέβη σε κατ’ ιδίαν πράξεις νομιμοποίησης των εσόδων, συνολικού ποσού 2.943.026,23 ευρώ, εν γνώσει της ότι αυτά προήλθαν από την προηγηθείσα εγκληματική της δραστηριότητα, ήτοι από τις κακουργηματικές πράξεις της πλαστογραφίας και της απάτης, κάνοντας χρήση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σ’ αυτόν και τη διακίνηση μέσω αυτού χρηματικών ποσών, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση αυτών και να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση σ’ αυτά, γ) ο ακριβής χρόνος τέλεσης των μερικότερων πράξεων νομιμοποίησης των εν λόγω εσόδων, με την αναλυτική περιγραφή των συγκεκριμένων πράξεων τοποθέτησης και διακίνησης εντός του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι οποίες οδηγούσαν αιτιακά σε πρώτο στάδιο στην αποσύνδεση των επίδικων εσόδων από τα ως άνω εγκλήματα, από τα οποία προήλθαν, και στη συνέχεια, μέσω της συγκεκριμένης πράξης διακίνησης, στην παρουσία τους ως προερχόμενων από νόμιμη πηγή [κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, τα, προσδιοριζόμενα με ακρίβεια, ποσά που ανέλαβε η αναιρεσείουσα από τους προαναφερθέντες λογαριασμούς πελατών της υποστηρίζουσας την κατηγορία Τράπεζας, δυνάμει της προηγηθείσας εγκληματικής δραστηριότητάς της, πιστώθηκαν, μεταφέρθηκαν και κατατέθηκαν, κατά περίπτωση, από την ίδια (αναιρεσείουσα) στους παραπάνω λογαριασμούς των συγκεκριμένων προσώπων (φυσικών και εταιρειών), ατομικούς ή κοινούς με άλλα πρόσωπα], πράξεων, δηλαδή, που οδήγησαν στην παρείσφρηση στη νόμιμη οδό κυκλοφορίας των επίδικων εσόδων κατά τρόπο που η παράνομη προέλευσή τους να μη μπορεί να ανιχνευθεί με ευχέρεια, δ) ότι με τις επιμέρους πράξεις νομιμοποίησης συνέτρεχε και σκοπός συγκάλυψης της αληθινής προέλευσης των χρημάτων, δοθέντος, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη σχετική νομική σκέψη, ότι η τοποθέτηση των άνω εσόδων στο χρηματοπιστωτικό τομέα, συνιστά πράξη συγκαλυπτική της προηγηθείσας εγκληματικής δραστηριότητας, ε) με αιτιολογική επάρκεια, ότι η πραγμάτωση των δύο βασικών εγκλημάτων της κακουργηματικής πλαστογραφίας και της κακουργηματικής απάτης, καθώς και αυτή του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων ήταν προσχεδιασμένα και αποτελούσαν τμήματα ενός καθολικού σχεδίου, που, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, η αναιρεσείουσα είχε “εξ αρχής καταστρώσει”, στ) με την προσήκουσα νομική προσέγγιση έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, τα οποία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και ως προς το θέμα της διακριτότητας ανάμεσα στα ως άνω βασικά εγκλήματα και στο έγκλημα της νομιμοποίησης των προελθόντων από αυτά εσόδων, με σαφήνεια δε και πληρότητα διαλαμβάνεται ότι οι κακουργηματικές πράξεις της πλαστογραφίας και της απάτης, οι οποίες αποτελούν τα βασικά εγκλήματα και η τέλεση των οποίων είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, για την οποία κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα, είναι πράξεις με χωριστή απαξία, συρρέουσες πραγματικά με τη νομιμοποίηση, κατά τα εκτιθέμενα στην οικεία νομική σκέψη, και ζ) η συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας, δηλαδή του απαιτούμενου άμεσου δόλου αυτής, η οποία, σαφώς, γνώριζε ότι τα επίδικα έσοδα που νομιμοποίησε, προέρχονταν από τις συγκεκριμένες εγκληματικές της δραστηριότητες, με αιτιολογική δε επάρκεια και η συνδρομή του υπερχειλούς δόλου αυτής, ότι, δηλαδή, τέλεσε την πράξη της νομιμοποίησης κατ’ εξακολούθηση με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση των παρανόμως προελθόντων εσόδων και να προσδώσει νομιμοφάνεια σ’ αυτά, αφού, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, η ίδια ήταν που προέβη, όπως προαναφέρθηκε, στις συγκεκριμένες πράξεις δια του χρηματοπιστωτικού συστήματος που οδήγησαν στην παρείσφρηση στη νόμιμη οδό κυκλοφορίας των εν λόγω εσόδων. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες καθόσον: 1) Ακόμη και υπό την ισχύ του ν. 2331/1995, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το ν. 3424/2005, αλλά και μετά την τροποποίησή του με αυτόν, αποκλείονταν η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με το δράστη της νομιμοποιήσεως αυτών, μόνο στην περίπτωση της νομιμοποιήσεως προς το σκοπό παροχής συνδρομής σε τρίτο πρόσωπο, που ενεχόταν σε εγκληματική δραστηριότητα, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, όχι δε και στις λοιπές περιπτώσεις, 2) η απλή τοποθέτηση στο χρηματοπιστωτικό τομέα εσόδων που προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα στοιχειοθετούσε την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων και πριν από την ισχύ του δυσμενέστερου ν. 3691/2008, έστω και αν δεν προβλεπόταν ρητώς, 3) για την πληρότητα της αιτιολογίας ως προς τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, για την οποία και μόνο πλήττεται με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται κατά ποιο τρόπο η, κατά τα ανωτέρω, χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, προσέδωσε νομιμοφανή υπόσταση στα συγκεκριμένα παρανόμως κτηθέντα έσοδα, εάν, δηλαδή, και πώς παρήχθη, με την, εντός αυτού διακίνηση αυτών, νόμιμος τίτλος που να δικαιολογεί την απόκτηση των ως άνω ποσών ως προερχόμενων από νόμιμες δραστηριότητες, αρκεί δε η παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα επιδίωκε να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στα παράνομα έσοδα μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος (ΑΠ 469/2018). Ωστόσο, αιτιολογείται ότι οι συγκεκριμένες πράξεις διακίνησης των χρημάτων μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος από την αναιρεσείουσα, ήταν πρόσφορες να καταστήσουν τα ως άνω έσοδα νομιμοφανή και προσέδωσαν σ’ αυτά την επιδιωκόμενη νομιμοφάνεια, αφού, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, αυτά με τη μεταβίβαση/κατάθεσή τους στους λογαριασμούς τρίτων προσώπων αναμειγνύονταν με τα χρήματα αυτών, τα οποία προέρχονταν και από νόμιμες πηγές (σελ. 54 της προσβαλλομένης), 4) τα στοιχεία του ένδικου εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα των δύο βασικών κακουργηματικών πράξεων πλαστογραφίας και απάτης, που τέλεσε προηγουμένως η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, καθόσον, όπως αμέσως προεκτέθηκε, τα έσοδα, που προήλθαν από τις εγκληματικές αυτές δραστηριότητές της, τα διακίνησε μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος ώστε με τη μεταβίβαση και κατάθεση αυτών στους λογαριασμούς των ως άνω συγκεκριμένων προσώπων, να εμφανίζονται ως νόμιμα. Σημειώνεται, ότι η διηγηματική αναφορά από την αναιρεσείουσα του γεγονότος ότι ουδέν ποσό από τα ως άνω έσοδα βρέθηκε σε δικό της λογαριασμό, αλυσιτελώς αναφέρεται, καθόσον η θεσμοθέτηση, ως τρόπου τέλεσης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σ’ αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων προερχόμενων από εγκληματικές δραστηριότητες, ουδόλως απαιτεί για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος οι όποιες τραπεζικές συναλλαγές να γίνονται στο όνομα του ίδιου του δράστη, αφού, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη σχετική νομική σκέψη, αρκεί να αποδεικνύεται η συνδρομή του σκοπού πρόσδοσης νομιμοφάνειας στα έσοδα αυτά μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος (ΑΠ 871/2020). Κατ’ ακολουθίαν τούτων, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’και Δ’ του ΚΠΔ, λόγοι υπό στοιχ. 1 και 2 Α [κατά τα σχετικά σκέλη του] της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους, υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, μόνο κατά το μέρος που κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα για κατ’ εξακολούθηση νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, είναι αβάσιμοι. Επίσης, ο υπό στοιχ. 2 Γ’ αναιρετικός λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’του ΚΠΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι, απορρίπτοντας σιωπηρά τον ισχυρισμό της περί φαινομενικής συρροής των πράξεων της πλαστογραφίας και της απάτης, υπέπεσε στην πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος, διότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό υπό την εκτεθείσα στη μείζονα σκέψη έννοια, αλλά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό (ΑΠ 717/2020, ΑΠ 1550/2016), στον οποίο το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, πολλώ μάλλον να τον αιτιολογήσει ειδικά. Ωστόσο, εφόσον το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε αιτιολογημένα, κατά τα προεκτεθέντα, ότι η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα τέλεσε στην προκείμενη περίπτωση τις κακουργηματικές πράξεις της πλαστογραφίας και της απάτης, απορρίπτοντας ρητώς τον ισχυρισμό της περί απορρόφησης της απάτης από την πλαστογραφία του άρθρου 216 παρ. 3 ΠΚ, επιβάλλοντας για κάθε αληθινά συρρέουσα πράξη, ανά μια ποινή, και εφαρμόζοντας, στη συνέχεια, για τον καθορισμό συνολικής ποινής τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του νέου ΠΚ, απάντησε δια της περί ενοχής αποφάσεώς του, ρητώς, απορριπτικά στον ανωτέρω ισχυρισμό αυτής. Κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, “παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του”, σύμφωνα δε με το άρθρο 14 παρ.2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.), που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2462/1997, “κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”. Με τις ως άνω διατάξεις, στα πλαίσια της έννοιας της “δίκαιης δίκης” επί ποινικών υποθέσεων, καθιερώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορούμενου καθόλα τα διαδικαστικά στάδια μέχρι να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση επί της διώξεως που ασκήθηκε σε βάρος του, κατοχυρώνεται, δηλαδή, το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να θεωρείται (τεκμαίρεται) αθώος, εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί νομίμως. Κατ’ αυτό, η Πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου και όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του. Απόρροια του τεκμηρίου αθωότητας είναι η αρχή της επιείκειας προς τον κατηγορούμενο, η οποία επιβάλλει να αποφανθεί το δικαστήριο, εν αμφιβολία, υπέρ του κατηγορούμενου (in dubio pro reo). Η παραβίαση του τεκμηρίου αυτού επάγεται, πέραν της αναιρέσεως της αποφάσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, οπότε ιδρύεται και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης.
Εν προκειμένω, οι προπαρατεθείσες παραδοχές του Δικαστηρίου της ουσίας σχετικά με την ενοχή της αναιρεσείουσας για την ως άνω πράξη της τελεσθείσας κατ’ εξακολούθηση νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, δεν συνιστούν αντιστροφή της υποχρέωσης του Δικαστηρίου της ουσίας προς απόδειξη της ενοχής ούτε μετακύλιση στην κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα του βάρους αποδείξεως της αθωότητάς της και ουδόλως αποτελούν παραβίαση του κατοχυρωμένου, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, τεκμηρίου αθωότητας αυτής, αφού από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας ανελέγκτως το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, κατέληξε στην κρίση περί της ενοχής της με την προεκτεθείσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Άλλωστε, σαφώς προκύπτει από το σκεπτικό της ως άνω αποφάσεως ότι η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε, διότι αποδείχθηκε η ενοχή της και όχι, διότι αυτή δεν κατόρθωσε να αποδείξει την αθωότητά της, ενώ από τις προεκτεθείσες παραδοχές της απόφασης αυτής ουδόλως προκύπτει ότι παρέμεινε στο Δικαστήριο της ουσίας οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ενοχή της, που θα έπρεπε να ερμηνευθεί υπέρ αυτής, κατ’ εφαρμογή της αρχής “in dubio pro reo”, παρά τα περί του αντιθέτου, αβασίμως, υποστηριζόμενα από την ίδια. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, ο υποστηρίζων τα αντίθετα δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, κατά το σχετικό σκέλος του, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ιδίου Κώδικα, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας της αναιρεσείουσας, είναι αβάσιμος. Αυτοτελείς ισχυρισμοί, κατά την προεκτεθείσα έννοια, η απόρριψη των οποίων επιβάλλεται, κατά τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά τα άρθρα 83 και 85 του ίδιου Κώδικα, ποινής, την τυχόν συνδρομή των οποίων, βεβαίως, το Δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υπόθεσης, ερευνά και αυτεπαγγέλτως, χωρίς όμως να είναι υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περίστασης. Ελαφρυντική δε περίσταση θεωρείται, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. ε’ του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ (ν. 4619/2019), και το ότι “ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του”. Η αναγνώριση της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης, ακόμη και κατά την κράτησή του. Όμως, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης η απλή καλή και συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά και δη εργασία, δημιουργία οικογένειας και ομαλή οικογενειακή ζωή, διότι η καλή συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας, αλλά απαιτούνται πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσης του υπαιτίου και μάλιστα για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος υπεράσπισης της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας, μετά του οποίου η τελευταία παρίστατο στο Δικαστήριο της ουσίας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο μετά την απαγγελία της απόφασης περί ενοχής για τα δύο βασικά αδικήματα και για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ανέπτυξε προφορικά και κατέθεσε εγγράφως (και) τον αυτοτελή ισχυρισμό (που ενδιαφέρει εν προκειμένω) περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπο της κατηγορουμένης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε` του ΠΚ, επικαλούμενος για τη θεμελίωσή του επί λέξει τα ακόλουθα: “… Από τις υπό κρίση πράξεις έως σήμερα δεν έχω απασχολήσει με κανένα τρόπο το Νόμο, δεν έχω υποπέσει σε καμία απολύτως παράβαση και έχω αφοσιωθεί στην οικογένειά μου, προσπαθώντας να συνέλθω από το σοκ της αυτοκτονίας του Χ. που δυστυχώς με άφησε μόνη μου αντιμέτωπη με τις πράξεις που αυτός με παρέπεισε να πράξω. Μεταστροφή του χαρακτήρα μου δεν θα μπορούσε κανείς εύκολα να διαγνώσει καθώς είμαι ένας άνθρωπος εκ βαθέων ηθικός και καλόβουλος καθ’ όλη τη ζωή μου που μοναδικό στίγμα μου είναι οι πράξεις στις οποίες παραπείσθηκα να πράξω από τον τότε σύντροφό μου Χ…. Συγκεκριμένα, δεν μπόρεσα ποτέ να ξεπεράσω τον χαμό του Χ. ειδικά εξαιτίας του αποτρόπαιου τρόπου του θανάτου του (πυροβόλησε ο ίδιος το κεφάλι του). Κατόπιν αυτού του γεγονότος αλλά και του τρομερού στιγματισμού μου από την αποκάλυψη των υπό κρίση περιστατικών μέχρι σήμερα, δεν κατάφερα να προσληφθώ σε εργασία παρά τα τρομακτικά προσόντα μου. Αντιθέτως πένομαι, στηρίζομαι οικονομικά μόνο από τον αδερφό μου και είμαι ψυχικά ασταθής. Συντετριμμένη και αναμένοντας… τη Δίκη μου επέλεξα να αφιερώσω τη ζωή μου στην ανιψιά μου προσφέροντας τις παιδαγωγικές μου γνώσεις στο παιδί εδώ και 12 χρόνια αλλά και ελαφραίνοντας έτσι τον αδελφό μου από τα έξοδα που θα αναλογούσαν σε ιδιαίτερα μαθήματα και σε κάποια γυναίκα να βρίσκεται με το παιδί όσο αυτός και η γυναίκα του εργάζονται. Αφιέρωσα κυριολεκτικά τα 12 χρόνια αυτά στη συνολική διαπαιδαγώγηση του παιδιού αυτού ευρισκόμενη σε συνεχή επαφή με τους καθηγητές της, μελετώντας μαζί του για όλο το δημοτικό και το γυμνάσιο σχολείο και γενικότερα αποτελώντας για αυτό μια “δεύτερη μητέρα”. Ο δεσμός με το παιδί αυτό είναι μάλιστα τόσο ισχυρός… Η ανιψιά μου έχει εξαιτίας της βοήθειάς μου άριστες επιδόσεις στο σχολείο (…) και έχει σχηματίσει μια πραγματικά άριστη προσωπικότητα…”. Το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον εν λόγω αυτοτελή ισχυρισμό με την εξής αιτιολογία (σελ. 80 της προσβαλλομένης) “Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης, δεν προέκυψε ότι αυτή για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τις πράξεις της επέδειξε θετική προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική συμπεριφορά, η οποία είναι ενδεικτική όχι μόνο έλλειψης παραβατικότητας, αλλά ατόμου που αποτίναξε το παρελθόν και άλλαξε τρόπο ζωής, αλλ’ αντιθέτως προέκυψε ότι μετά τις πράξεις της και μέχρι σήμερα επιδεικνύει απλώς καλή και συνήθη συμπεριφορά, διάγοντας μία ομαλή οικογενειακή ζωή χωρίς παραβατικότητα. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης περί συνδρομής στο πρόσωπο αυτής της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε’ ΠΚ”. Με το ανωτέρω εκτεθέν περιεχόμενό του ο εν λόγω ισχυρισμός, χωρίς ειδικότερη αναφορά σε συγκεκριμένη θετική συμπεριφορά της αναιρεσείουσας δηλωτική της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσής της επί μακρό χρονικό διάστημα μετά την τέλεση των πράξεων, είναι αόριστος και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, πολύ δε περισσότερο να διαλάβει ειδική αιτιολογία για την απόρριψή του. Παρά ταύτα, το δικαστήριο απέρριψε αιτιολογημένα τον ισχυρισμό αυτόν, με το να δεχθεί ότι δεν συντρέχουν οι, κατά τα προεκτεθέντα, απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε’ΠΚ. Επομένως ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, υπό στοιχ. 2 Β λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού για αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπο της κατηγορουμένης/αναιρεσείουσας της άνω ελαφρυντικής περίστασης, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 1 του νέου ΠΚ “η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 83 εδ. α’ περ. δ’του ίδιου Κώδικα [όπως αναριθμήθηκε η περ. γ’ του εν λόγω άρθρου με το άρθρο 7 του ν. 4855/2021] “όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής:… δ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή κάθειρξη έως έξι έτη….”. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 85 παρ. 1 του νέου ΠΚ (Συρροή λόγων μείωσης της ποινής) “όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής, ως εξής:…. γ) το ένα έτος, σε έξι μήνες….”. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση συρροής περισσότερων της μιας ελαφρυντικών περιστάσεων ή του ενός λόγων μείωσης της ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 ΠΚ, το δικαστήριο, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν καθεστώς, μειώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ΠΚ ποινής. Με τον τρόπο αυτόν διαμορφώνεται ένα ευρύτερο πλαίσιο ποινής, μέσα στο οποίο ο δικαστής μπορεί να συνεκτιμήσει τους περισσότερους λόγους μείωσης της ποινικής κύρωσης. Στην προκείμενη περίπτωση, ενόψει ότι στην αναιρεσείουσα αναγνωρίσθηκαν δύο ελαφρυντικές περιστάσεις, η μία εκ του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του ΠΚ και η δεύτερη εκ του ιδίου άρθρου με την παρ. 3 (ελαφρυντική περίπτωση της μη εύλογης διάρκειας της ποινικής διαδικασίας, μη οφειλόμενης σε υπαιτιότητά της) συνέτρεχε, κατ’ άρθρο 85 ΠΚ, νόμιμος λόγος για περαιτέρω μείωση της ήδη μειωμένης, κατά το άρθρο 83 εδ. α’ περ. δ’ ποινής της, πλην, όμως, από την απουσία οποιασδήποτε σχετικής σκέψης στην αιτιολογία της, επί της ποινής, απόφασης και αναφοράς στη διάταξη του άρθρου 85 ΠΚ, δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση των επιβληθεισών στην κατηγορουμένη-αναιρεσείουσα ποινών, ήτοι της καθείρξεως έξι (6) ετών για την πράξη της πλαστογραφίας, της καθείρξεως έξι (6) ετών για την πράξη της απάτης και της φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, προέβη στην περαιτέρω μείωση των ήδη μειωμένων κατά το άρθρο 83 ΠΚ ποινών της. Επομένως, υφίσταται ασάφεια, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 85 του νέου ΠΚ κατά την επιμέτρηση των επιβληθεισών στην αναιρεσείουσα ποινών και ο σχετικός, υπό στοιχ. 2 Δ αναιρετικός λόγος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ (κατ’ ορθή εκτίμηση), με τον οποίο η αναιρεσείουσα πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 85 του νέου ΠΚ, είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα α) ως προς τη διάταξή της περί επιβολής στην αναιρεσείουσα μειωμένης, κατά το άρθρο 83 ΠΚ, ποινής, το κατώτατο όριο της οποίας πρέπει να μειωθεί περαιτέρω, κατ’ άρθρο 85 παρ. 1 ΠΚ, και β) αναγκαίως, ως προς τη διάταξη περί συνολικής ποινής, να παραπεμφθεί, στη συνέχεια, η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για νέα, ως προς αυτό, εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την εν μέρει αναιρούμενη απόφαση, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθ. 519 ΚΠΔ) και να απορριφθεί, κατά τα λοιπά, η από 10.3.2022 αίτηση αναίρεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθ. 1559/2021 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου … α) ως προς τη διάταξή της περί επιβολής, στην αναιρεσείουσα Κ. Κ. του Π., κρατούμενης στο Κατάστημα Κράτησης …, μειωμένης, κατά το άρθρο 83 ΠΚ, ποινής, το κατώτατο όριο της οποίας πρέπει να μειωθεί περαιτέρω, κατά το άρθρο 85 παρ. 1 ΠΚ, και β) αναγκαίως, ως προς τη διάταξη περί συνολικής ποινής.

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος, για νέα, ως προς αυτό, εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την εν μέρει αναιρούμενη απόφαση, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 10.03.2022 [ασκηθείσα δια δηλώσεως και επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 16.3.2022] αίτηση της Κ. Κ. του Π., κρατούμενης στο Κατάστημα Κράτησης …, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1559/2021 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου ….

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Σεπτεμβρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή :

areiospagos.gr

To Top