Παρατηρήσεις της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων στο Νομοσχέδιο του Υπ. Δικαιοσύνης για τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

                ΕΝΩΣΗ                                                     

   ΔΙΚΑΣΤΩΝ   &   ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ                                

        ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

        ΚΤΙΡΙΟ 6 –ΓΡΑΦΕΙΟ 210

             ΤΗΛ: 213 2156114

      e-mail: endikeis@otenet.gr

                                                                                                         Αθήνα, 15-09-2025

                                                                                                         Αρ. πρωτ.:  381

ΠΡΟΣ

Τη ΔΙΑΡΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ, ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «Καθορισμός αδικημάτων και κυρώσεων σε βάρος φυσικών και νομικών προσώπων για παραβίαση των περιοριστικών μέτρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενσωμάτωση Οδηγίας (ΕE) 2024/1226 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Απριλίου 2024 σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων για την παραβίαση των περιοριστικών μέτρων της Ένωσης και την τροποποίηση της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/1673 και λοιπές διατάξεις»

Άρθρο 16 ΣχΝ

          Με το άρθρο 16 ΣχΝ τροποποιούνται οι διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 2 και 21 παρ. 1 ΚΠΔ. Ειδικότερα, το άρθρο 16 παρ. 1 ΣχΝ προσθέτει στην παρ. 2 του άρθρου 16 ΚΠΔ νέα περ. α΄, με την οποία προβλέπεται ρητά το δικαίωμα εξαίρεσης δικαστικών προσώπων στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης και καθορίζεται η προθεσμία για την υποβολή της σχετικής αίτησης. Πρέπει αρχικά να παρατηρηθεί ότι το δικαίωμα αυτό κατά την προκαταρκτική εξέταση ουδέποτε αμφισβητήθηκε στην θεωρία και νομολογία και συνεπώς η νέα διάταξη δεν επιφέρει ουσιαστική αλλαγή στο υφιστάμενο καθεστώς. Ωστόσο, προβληματική φαίνεται η πρόβλεψη προθεσμίας υποβολής της αίτησης, η οποία κατά την προτεινόμενη διάταξη εκτείνεται μέχρι και 10 ημέρες πριν την ορισθείσα δικάσιμο. Αρχικά παρατηρείται ότι η νέα διάταξη δεν διευκρινίζει αν ως «ορισθείσα δικάσιμος» νοείται η αρχική δικάσιμος που ορίζεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα ή και η τυχόν νέα δικάσιμος που θα καθορισθεί (σε περίπτωση αναβολής) από το δικαστήριο· θα πρέπει, λοιπόν, να διευκρινιστεί το ζήτημα αυτό με σαφέστερη διατύπωση της διάταξης. Επίσης, παρατηρείται ότι η πρόβλεψη δυνατότητας υποβολής αίτησης εξαίρεσης σε χρόνο μετά την λήξη του διαδικαστικού σταδίου στο οποίο αφορά και το οποίο στην πράξη μπορεί να απέχει και πολλούς μήνες είναι προβληματική και αν συνδυαστεί και με την προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 21 παρ. 1 ΚΠΔ μπορεί στην πράξη να προκαλέσει αδιέξοδα, κίνδυνο παραγραφής των εγκλημάτων και απώλεια σημαντικών αποδεικτικών μέσων. Ιδιαίτερα πρέπει να επισημανθεί ότι η προτεινόμενη ρύθμιση δεν λαμβάνει υπόψη και έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 175 ΚΠΔ, κατά τις οποίες οι ακυρότητες (απόλυτες και σχετικές) της προδικασίας μπορούν να προταθούν μόνο μέχρι το τέλος της προδικασίας (δηλ. μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο), διαφορετικά καλύπτονται. Πρέπει, λοιπόν, να γίνει δεκτό ότι η υποβολή της αίτησης εξαίρεσης στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης μπορεί να υποβληθεί το αργότερο μέχρι την κίνηση (με οποιονδήποτε τρόπο) της ποινικής δίωξης. Πάντως, οι πιο πάνω επισημάνσεις φανερώνουν την αδικαιολόγητη τροποποίηση των σχετικών διατάξεων του ΚΠΔ για ένα ζήτημα που έχει αντιμετωπιστεί με ορθό τρόπο από την νομολογία, ώστε η εκ νέου επέμβαση σε ένα βασικό θεσμικό νομοθέτημα να δημιουργεί προβλήματα και να επιτείνει την ανασφάλεια δικαίου, δυσχεραίνοντας στην πράξη την αφομοίωση των νέων διατάξεων.

          Περισσότερο προβληματική φαίνεται η διάταξη του νέου εδ. β΄ που προστίθεται στην παρ. 1 του άρθρου 21 ΚΠΔ, με το άρθρο 1 παρ. 2 ΣχΝ, με την οποία προβλέπεται η κατά κανόνα αυτοδίκαιη ακυρότητα των πράξεων που ενήργησε ο εξαιρεθείς δικαστικός λειτουργός ήδη πριν την υποβολή της αίτησης εξαίρεσης. Η προτεινόμενη ρύθμιση δεν λαμβάνει υπόψη τη λειτουργία του θεσμού της εξαίρεσης και την διάκρισή του από τον θεσμό του αποκλεισμού. Έτσι, με την νέα διάταξη νοθεύεται ο θεσμός της εξαίρεσης με στοιχεία από τον θεσμό του αποκλεισμού. Η ανικανότητα άσκησης των δικαστικών καθηκόντων, εφόσον δεν συντρέχει λόγος αποκλεισμού, προϋποθέτει υποβολή σχετικής αίτησης από τον διάδικο και δεν ανατρέχει στο παρελθόν. Διευκρινίζεται εδώ ότι η κριτική στην προτεινόμενη ρύθμιση αφορά σε περιπτώσεις εξαίρεσης που δεν αποτελούν ταυτόχρονα και λόγο αποκλεισμού. Επισημαίνεται, επίσης, ότι η νέα διάταξη δεν διαχωρίζει τους λόγους εξαίρεσης σε εκείνους που υπήρχαν κατά την διενέργεια των προηγούμενων ανακριτικών πράξεων και εκείνους που ανέκυψαν μετά την διενέργειά τους. Για παράδειγμα με την προτεινόμενη ρύθμιση είναι ανοικτό το ενδεχόμενο ο ανακριτής που ολοκληρώνει μετά από πολλούς μήνες την κύρια ανάκριση και συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος εξαίρεσης που ανέκυψε μετά το πέρας όλων των ανακριτικών ενεργειών (π.χ. λόγω συμμετοχής σε συναφή πολιτική δίκη ή λόγω φιλονικίας με διάδικο που προκλήθηκε μετά την ολοκλήρωση των ανακριτικών ενεργειών), να εξαιρεθεί και ταυτόχρονα να ακυρωθούν όλες οι ανακριτικές του ενέργειες. Έτσι, όμως, προκαλείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ποινική διαδικασία, κίνδυνος απώλειας αποδεικτικών μέσων και παραγραφής των εγκλημάτων. Αξίζει εδώ να τονιστεί ότι και κατά το γερμανικό δίκαιο σε καμία περίπτωση η υποβολή και παραδοχή αίτησης εξαίρεσης δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση των πράξεων που ενήργησε σε προηγούμενο χρόνο το δικαστικό πρόσωπο. Μάλιστα κατά τον γερμανικό ΚΠΔ ζήτημα ακυρότητας τίθεται μόνο μετά την παραδοχή της αίτησης εξαίρεσης και όχι από την υποβολή της σχετικής αίτησης, όπως προβλέπει το ισχύον άρθρο 19 του ελληνικού ΚΠΔ (βλ. αναλυτικά για τα ζητήματα αυτά Α.Τριανταφύλλου, η αμεροληψία του δικαστή στην ποινική δίκη, 2024, σελ. 163 επ.). Η πρωτοτυπία του έλληνα νομοθέτη να ακυρώνονται όλες οι πράξεις που προηγούνται της υποβολής αίτησης εξαίρεσης είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε νέκρωση ιδίως του σταδίου της προδικασίας και θα δώσει αφορμή για καταχρηστικές αιτήσεις εξαίρεσης. Η προοπτική να απορρίπτονται στην πράξη αιτήσεις εξαίρεσης, που καταρχήν έχουν στοιχεία βασιμότητας, με μοναδικό στόχο την αποτροπή παρέλκυσης της διαδικασίας δεν μπορεί να αποκλειστεί. Κατόπιν όλων αυτών προτείνεται η απάλειψη της άστοχης αυτής διάταξης.

          Άρθρο 17 ΣχΝ

          Σε σχέση με την προτεινόμενη ρύθμιση του νέου εδ. δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 51 ΚΠΔ παρατηρείται ότι κινείται σε σωστή κατεύθυνση, καθώς προβλέπει ρητά την υποχρέωση του ανακριτικού υπαλλήλου να ενημερώσει τον εγκαλούντα για την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου. Ωστόσο, ελλείπει από την συγκεκριμένη διάταξη η κύρωση σε περίπτωση που ο ανακριτικός υπάλληλος δεν προβεί στην σχετική ενημέρωση. Προτείνεται η συμπλήρωση της νέας διάταξης, ώστε να προβλεφθεί ότι σε περίπτωση που δεν βεβαιώνεται στην πράξη κατάθεσης της έγκλησης η ενημέρωση αυτή, η έγκληση δεν μπορεί να απορριφθεί για τον λόγο αυτό, παρά μόνο εφόσον ενημερωθεί από τον αρμόδιο εισαγγελέα για την υποχρέωση καταβολής του παραβόλου και του δοθεί επαρκής προθεσμία για την κατάθεσή του.

          Προβληματική, ωστόσο εμφανίζεται η συνεχιζόμενη νομοθετική συρρίκνωση της εγγυητικής παρέμβασης του εισαγγελέα εφετών. Η απόρριψη της έγκλησης για τυπικούς λόγους (έλλειψη παραβόλου, ανάκληση έγκλησης) είναι αλήθεια ότι στην πράξη δεν δημιουργεί σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα ούτε απαιτεί ιδιαίτερη απασχόληση των εισαγγελικών λειτουργών, ώστε να δικαιολογηθεί η απόρριψη των εγκλήσεων με απλή σημείωση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και ο αποκλεισμός του δικαιώματος του εγκαλούντος για προσφυγή στον εισαγγελέα εφετών. Προτείνεται η απάλειψη των σχετικών νέων ρυθμίσεων του ΣχΝ.

          Άρθρο 18 ΣχΝ

          Με το άρθρο 18 ΣχΝ προστίθεται στο άρθρο 100 ΚΠΔ νέα παρ. 3, επαναλαμβάνοντας την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 101 παρ. 3 προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950, όπως είχε προστεθεί με το άρθρο 12 Ν. 423/2014. Η διάταξη εκείνη του προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950 ορθά είχε χαρακτηριστεί ανεφάρμοστη ως προφανώς αντίθετη τόσο στο άρθρο 20 παρ. 1 Συντ. που κατοχυρώνει το δικαίωμα ακρόασης του κατηγορουμένου όσο και στο άρθρο 5 παρ. 4 ΕΣΔΑ, που εγγυάται σε όσους έχουν συλληφθεί και κρατούνται το δικαίωμα να προσφύγουν στο δικαστήριο και να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της κράτησής τους. Η διάταξη του άρθρου 101 παρ. 3 προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950 και η επανάληψή της στην προτεινόμενη νέα παρ. 3 του άρθρου 100 ΚΠΔ εντάσσεται στην (προφανώς ανεπιτυχή) προσπάθεια ενσωμάτωσης στην εθνική μας νομοθεσία της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ, στο άρθρο 7 παρ. 4 της οποίας υπάρχει πράγματι αντίστοιχη επιφύλαξη, η οποία μεταφέρθηκε στο ελληνικό δίκαιο με απλή αντιγραφή της. Η Οδηγία αυτή έχει σκοπό να θεσπίσει ελάχιστους προστατευτικούς για τον κατηγορούμενο κανόνες, ενώ παράλληλα αναγνωρίζει τη δυνατότητα των κρατών μελών να επεκτείνουν τα προβλεπόμενα σ’ αυτή δικαιώματα, προκειμένου να παρέχεται ψηλότερο επίπεδο προστασίας και σε περιστάσεις που δεν ρυθμίζει η Οδηγία ρητά (βλ. έτσι τον αριθμό 40 του Προοιμίου της Οδηγίας αυτής). Επομένως, η επιφύλαξη του άρθρου 7 παρ. 4 της Οδηγίας αφορά κυρίως κράτη μέλη που προέβλεπαν περιορισμό στα δικαιώματα του κατηγορουμένου· σε καμία περίπτωση δεν είχε σκοπό την οπισθοδρόμηση και την ελαχιστοποίηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (βλ. σχετ. και Α.Ζαχαριάδη, όψεις της παραβίασης του δικαιώματος υπεράσπισης στην ποινική δίκη, Αρμ (2017), σελ. 519, ο οποίος ορθά επισημαίνει ότι με τη νέα αυτή διάταξη του άρθρου 101 παρ. 3 ΚΠΔ/1950 επαναφερόταν στην ουσία και μάλιστα αδιακρίτως για όλα τα εγκλήματα η διάταξη του άρθρου 106 ΚΠΔ/1950, που προέβλεπε τη λεγόμενη «κλειστή ή μυστική ανάκριση»). Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές ορθά είχε επισημανθεί υπό το προγενέστερο καθεστώς ότι, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα του έλληνα νομοθέτη να τροποποιεί τις σχετικές διατάξεις πρωτογενώς, εισάγοντας περιορισμούς στο δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της υπόθεσης, η εισαγωγή του περιορισμού αυτού με τον Ν. 4236/2014, που είχε ως αποκλειστικό σκοπό την προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2012/13/ΕΕ, ήταν ανεπίτρεπτη και εξ αυτού του λόγου έπρεπε η διάταξη του άρθρου 101 παρ. 3 προϊσχύσαντος ΚΠΔ/1950 να θεωρείται ανίσχυρη (βλ. έτσι Η.Αναγνωστόπουλο, δικαιώματα των κατηγορουμένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση- Οι Οδηγίες 2010/64/ΕΕ και 2012/13/ΕΕ, 2017, σελ. 141 και 167-168). Οι πιο πάνω επισημάνσεις ισχύουν και για την προτεινόμενη ρύθμιση της νέας παρ. 3 του άρθρου 100 ΚΠΔ και συνεπώς κρίνεται ορθό να απαλειφθεί το άρθρο 18 από το ΣχΝ.

Πηγή :ende.gr

To Top