ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ  840/2024 Λανθασμένη αναγνώριση ελαφρυντικού του πρότερου σύννομου βίου και νέα δίκη 

Αριθμός 840/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Κατσούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Παναγιώτα Πασσίση – Εισηγήτρια, Κωνσταντίνα Νάκου και Λεωνίδα Χατζησταύρου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σκιαδαρέση (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χ. Α., για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της απόφασης 39, 40 και 44/2022 του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας.

Με κατηγορούμενο τον Ε. Κ. του Π., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από το δικηγόρο Ελευθέριο Αθανασόπουλο, ο οποίος ορίστηκε δικηγόρος του με την υπ’ αριθμ. 193/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με υποστηρίζουσες την κατηγορία τις: 1) Β. Τ. του Α., που παρέστη με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ζωή Κωνσταντοπούλου και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο και 2) Α. Γ. του Ε., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Ζωή Κωνσταντοπούλου και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο.

Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9-12-2022 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δ. Χ., έλαβε αριθμό 67/2022 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1209/2022.

Αφού άκουσε Ι)Τoν Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης.
ΙΙ)Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των υποστηριζουσών την κατηγορία και

ΙΙΙ)Τον διορισθεντα δικηγόρο του κατηγορούμενου, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 εδ. α’ του ισχύοντος από 1.7.2019 νέου ΚΠΔ [ν. 4620/2019] ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507, κατά το οποίο η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώρηση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι ενός (1) μηνός από την καταχώριση αυτή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ.1 του ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, η Εισαγγελέας του ΑΠ με την από 9.12.2022 δήλωσή της ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό 67/2022 σχετική έκθεση, άσκησε νομότυπα και εμπρόθεσμα αναίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 εδ. α’ του ΚΠΔ, κατά της υπ’ αριθ. 39, 40 & 44/2022 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, η οποία καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο, κατ’ άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ, ειδικό βιβλίο στις 25.11.2022, κατά το μέρος της με το οποίο, στο πρόσωπο του κατηγορουμένου Ε. Κ. του Π., που κηρύχθηκε αμετάκλητα ένοχος για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, αναγνωρίστηκε ότι συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ (ν. 4619/2019), δηλαδή, ότι έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, με λόγους αναιρέσεως, α) την έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, β) την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και γ) την υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Θ’ του ισχ. ΚΠΔ). Είναι, επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
Από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι η διαδικαστική πορεία της υπό κρίση υποθέσεως έχει ως ακολούθως: Με την υπ’ αριθ. 43, 47, 61, 62, 63/2016, 1/2017, 11/2017, 18/2017, 26/2017, 37/2017, 38/2017, 52/2017, 53/2017, 54/2017, 55/2017, 56/2017, 57/2017, 69/2017, 75/2017, 76/2017, 77/2017, 78/2017, 79/2017, 80/2017, 8/2018, 9-10/2018, 18/2018, 24/2018, 25/2018, 26/2018, 27/2018, 35/2018, 36/2018, 37/18, 38/2018, 43/2018, 44/2018, 45/2018, 46/2028, 47/2018, 48/2018, 49/2018, 50/2018, 51/2018, 52/2018, 61/2018, 62/2018, 63/2018, 64/2018, 65/2018, 66/2018, 73/2018, 74- 75/2018, 76-77/2018, 87/2018, 8-9/2019, 10/2019, 11/2019, 12/2019, 21/2019, 29/2019, 30/2019, 31/2019, 39/2019, 40/2019, 41/2019, 47/2019, 48/2019, 53/2019, 54/2019 55/2019 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, ο ανωτέρω κατηγορούμενος Ε. Κ. του Π. κηρύχθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση (άμεσο δόλο) και καταδικάστηκε, μετά την αναγνώριση της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ, σε ποινή κάθειρξης δεκατριών (13) ετών, ενώ έπαυσε οριστικά η σε βάρος του ποινική δίωξη για παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία λόγω παραγραφής, ο δε τότε συγκατηγορούμενός του Β. Σ. του Δ. κηρύχθηκε αθώος για τη συνέργεια πριν και κατά την τέλεση στην αυτή πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Κατά της εν λόγω αποφάσεως ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε την υπ’ αριθ. 49/7.11.2019 αίτηση αναίρεσης κατά το μέρος της, με το οποίο, στο πρόσωπο του κατηγορουμένου Ε. Κ., που κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, αναγνωρίστηκε, ότι συντρέχει η, κατ’ άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’ του ΠΚ (ν. 4619/2019), ελαφρυντική περίσταση του πρότερου σύννομου βίου, με λόγους αναίρεσης α) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης [άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ]. Με την υπ’ αριθ. 99/2021 απόφαση του ΣΤ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που επιλήφθηκε της εν λόγω υπ’ αριθ. 49/7.11.2019 αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, έγινε δεκτός, κατά πλειοψηφία, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το ως άνω μέρος της, στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, απορριφθείσας κατά τα λοιπά της αιτήσεως αναιρέσεως, λόγω δε λήψης της απόφασης με πλειοψηφία μιας ψήφου, παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ ανωτέρω πρώτος λόγος της από 7.11.2019 αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της ως άνω υπ’ αριθ. 43, 47, 61, 62, 63/2016, 1, 11, 18, /2017,…55/2019 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, κατά το μέρος της με το οποίο στο πρόσωπο του καταδικασθέντος κατηγορουμένου Ε. Κ., αναγνωρίστηκε, ότι συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 περ. α’ του ισχ. ΠΚ (ν. 4619/2019), δηλαδή, ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα. Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. 2/2022 απόφαση της Β’ Τακτικής Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ο παραπεμφθείς ενώπιον αυτής ως άνω λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, έγινε δεκτός και η προαναφερόμενη απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας αναιρέθηκε εν μέρει, μόνον κατά το μέρος της με το οποίο αναγνωρίστηκε στον κατηγορούμενο Ε. Κ. η ως άνω ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του ισχ. ΠΚ (ν. 4619/2019) και, συνακόλουθα, κατά τη διάταξή της περί ποινής, και παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά το αναιρούμενο τμήμα της προς νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές και ενόρκους άλλους, εκτός εκείνων που είχαν δικάσει προηγουμένως την υπόθεση. Μετά τη νομότυπη εισαγωγή της υπόθεσης στο Δικαστήριο της παραπομπής, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 39, 40 & 44/28.6.2022 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, η οποία ήδη προσβάλλεται με την ένδικη αίτηση αναίρεσης, που άσκησε η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ως προς το μέρος της με το οποίο το Δικαστήριο (κατά πλειοψηφία) δέχθηκε και πάλι ότι στο πρόσωπο του κατηγορουμένου Ε. Κ., κηρυχθέντος, αμετακλήτως, ενόχου για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του ισχ. ΠΚ (ν. 4619/2019), ότι, δηλαδή, αυτός έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα. Με τις διατάξεις του άρθρου 84 με τίτλο “ελαφρυντικές περιστάσεις” του κυρωθέντος με το νόμο 4619/2019 και ισχύοντος από 1.7.2019 Ποινικού Κώδικα, μεταξύ άλλων ορίζονται τα ακόλουθα: “1. Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις. 2. Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρύ πλημμέλημα”. Η διάταξη αυτή (84 παρ. 2 περ. α’ ΠΚ) είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης του προϊσχύσαντος ΠΚ με την οποία ορίζετο “το ότι ο υπαίτιος έζησε ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή” [καθώς και της ήδη ισχύουσας αντίστοιχης διάταξης μετά το ν. 5090/2024, με την οποία υιοθετείται και πάλι το κριτήριο της “έντιμης” ζωής]. Κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης [όπως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης], είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου. Στην αιτιολογική έκθεση του περί κύρωσης του ποινικού κώδικα νόμου 4619/2019 και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο αυτής με τίτλο “ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ” εκτίθεται: “Στις διατάξεις των άρθρων 84 και 85 για τις ελαφρυντικές περιστάσεις και την επιρροή τους στην επιμέτρηση της ποινής επήλθαν οι ακόλουθες μεταβολές, προς άρση των αμφιλογιών που προκάλεσε η ερμηνεία και η εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων του ισχύοντος ΠΚ: (α) Αντί του κριτηρίου της προηγούμενης “έντιμης” ζωής τίθεται το ορθολογικότερο της “νόμιμης”, ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και η ασφαλής διαπίστωση εκείνου, το οποίο είναι νομικώς κρίσιμο στο κράτος δικαίου, στο οποίο ο ελεύθερος και υπεύθυνος πολίτης οφείλει τούτο μόνο, να συμμορφώνεται στο νόμο. Η εκπλήρωση απροσδιόριστων “ηθικών καθηκόντων” έχει φυσικοδικαιικό χαρακτήρα, ασυμβίβαστο με τη θετικότητα του ποινικού δικαίου”. Για την ίδια διάταξη που ενδιαφέρει στην προκείμενη υπόθεση (άρθρο 84 παρ. 2α ΠΚ) στο πέμπτο κεφάλαιο της εν λόγω αιτιολογικής έκθεσης με τίτλο “επιμέτρηση της ποινής” εκτίθεται: “Στο άρθρο 84 ακολουθείται κατ’ αρχήν η ρύθμιση της ισχύουσας διάταξης, με δύο ουσιώδεις τροποποιήσεις, που κατέστησαν αναγκαίες εξαιτίας της διάστασης απόψεων κατά την ερμηνεία του άρθρου 84, που υπονομεύει την αρχή της ασφάλειας δικαίου: α. Στην περ. α’ αντί του απροσδιόριστου κριτηρίου της “έντιμης” ζωής υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης της “νόμιμης” ζωής. Στο κράτος δικαίου ο πολίτης είναι ελεύθερος να διάγει, όπως ο ίδιος κρίνει, εφόσον δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικαστεί για ελαφρύ πλημμέλημα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β) “απαραβίαστη προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή. Το Δικαστήριο δικαιούται να ελέγξει μόνο τις περιστάσεις τέλεσης της αξιόποινης πράξης”. Κατά τη γραμματική ερμηνεία της κρίσιμης, για την εφαρμογή της διάταξης, λέξης “Σύννομη”, έτσι χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου όταν το τελευταίο καθόλη τη διάρκεια της ζωής του και μέχρι τη στιγμή της τέλεσης της αξιόποινης πράξης, σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιικών κανόνων που τα προστατεύουν, κατά την τέλεση πράξεων που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο συμμορφώνεται μ’ αυτόν, ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως εξαίρεση σ’ αυτήν τη σταθερή στάση της ζωής του, ως δυσάρεστη έκπληξη, ως γεγονός που ουδείς περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. Έτσι, ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση-υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε, το μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια. Συνακόλουθα, αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται αστικούς κανόνες, η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το Δικαστήριο, στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 ΚΠΔ, για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου, προκειμένου ν’ αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Για τη θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης, λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας [ΟλΑΠ 2/2022, 1663/2022, ΑΠ 755/2022]. Έτσι, όταν ο κατηγορούμενος δεν έχει τελέσει αξιόποινη πράξη ή έχει μεν καταδικαστεί, αλλά για ελαφρό πλημμέλημα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β) “απαραβίαστη” προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή, ενώ το δικάζον δικαστήριο για να αναγνωρίσει τη συνδρομή της συγκεκριμένης ελαφρυντικής περίστασης οφείλει να διαπιστώσει το σύννομο βίο του δράστη, διαγιγνώσκοντας στο πρόσωπό του το διαρκή σεβασμό του στα παραπάνω έννομα αγαθά και δικαιούμενο να ελέγξει μόνο τις περιστάσεις τέλεσης της εκδικαζόμενης αξιόποινης πράξης, στα πλαίσια των διατάξεων των άρθρων 177 και 178 του ΚΠΔ, με τις οποίες διασαφηνίζεται η υποχρέωσή του να εξετάζει και, μάλιστα, αυτεπαγγέλτως, κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, να καταλήξει στην κρίση ότι το δικαζόμενο έγκλημα εμφανίζεται ως εξαίρεση στην κατά τα ως άνω σταθερή στάση της ζωής του. Υπό την έννοια αυτή, η σύννομη ζωή του υπαιτίου αποδεικνύεται πρωτίστως με την απουσία από το ποινικό του μητρώο καταδικαστικών αποφάσεων, του λευκού ποινικού του μητρώου συνιστώντος αναμφίβολα ένα ισχυρό (μαχητό) τεκμήριο για την ύπαρξη προηγούμενης σύννομης ζωής, χωρίς, όμως, τούτο να αποτελεί και το μοναδικό κριτήριο για την ουσιαστική αξιολόγηση του πρότερου σύννομου βίου, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, η σύννομη ζωή δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο, αλλά με τον πραγματικό, διαρκή σεβασμό των κατά τα ως άνω προστατευόμενων στο κράτος δικαίου έννομων αγαθών, τα οποία αποτελούν το περιεχόμενο αυτού, σύμφωνα με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη “αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου”, δια της οποίας αναδεικνύεται η διαλεκτική σχέση και το αδιαίρετο της προσωπικής ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης [σελ. 3 αιτιολογικής έκθεσης του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ]. Τούτο προκύπτει και εξ αντιδιαστολής από την ίδια την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α’ του ΠΚ, κατά την οποία δεν αποκλείεται η αναγνώριση της συγκεκριμένης ελαφρυντικής περίστασης από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του υπαιτίου για ελαφρό πλημμέλημα, αλλά εναπόκειται στην κρίση του δικάζοντος δικαστηρίου να αξιολογήσει το τελεσθέν πλημμέλημα ως ελαφρό ή μη, συνεκτιμώντας παράλληλα και τις περιστάσεις τέλεσης του δικαζόμενου εγκλήματος και τη χρονική απόσταση της παλαιότερης καταδίκης από τη νέα εκδικαζόμενη πράξη [ΑΠ 127/2022, ΑΠ 368/2022]. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αναφορά της αξιολογικής συσχέτισης και σύγκρισης των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί δε λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η αιτιολογία δεν μπορεί να είναι ούτε “αντιφατική” ούτε “επιλεκτική”, να στηρίζεται, δηλαδή, σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν γι’ αυτήν, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί η αιτιολογία να κρίνεται ως εμπεριστατωμένη. Έτσι, για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της απόφασης δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ’ επιλογή.
Συνεπώς, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας όταν δεν είναι βέβαιο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη στο σύνολό τους κάποια έγγραφα, ή το συνολικό περιεχόμενο μαρτυρικών καταθέσεων. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων του κυρωθέντος με το ν. 4620/2019 νέου ΚΠΔ: 1) 177 παρ.1: “Οι δικαστές δεν ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, πρέπει όμως να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και που αφορά την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων αποδείξεων, αιτιολογώντας πάντοτε ειδικά και εμπεριστατωμένα με ποιά αποδεικτικά μέσα και με ποιούς συλλογισμούς σχημάτισαν τη δικανική τους κρίση” και 2) 178 παρ.2 εδ. α’: “Οι δικαστές και οι εισαγγελείς εξετάζουν αυτεπαγγέλτως όλα τα αποδεικτικά μέσα, που θεμελιώνουν την ενοχή ή κατατείνουν στην αθωότητα του κατηγορούμενου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής”. Η υποχρέωση για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 και 178 του ΚΠΔ. Το αποτέλεσμα της συνεκτίμησης, της συγκριτικής στάθμισης και της συναξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, καθόσον αφορά στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ο αναιρετικός έλεγχος επ’ αυτού εστιάζεται στο αν το Δικαστήριο πραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μερικών μόνον εξ αυτών [ΟλΑΠ 2/2022]. Η επιβαλλόμενη, ως άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη ή η αποδοχή του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός περί συνδρομής στο πρόσωπο του κηρυχθέντος ενόχου κατηγορουμένου ελαφρυντικής περίστασης, που θεσπίζεται από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Οι ελαφρυντικές περιστάσεις εμπίπτουν στην κατηγορία των “αορίστων νομικών εννοιών” και, κατ’ ακολουθίαν, η αποδοχή ή όχι αυτών ανάγεται μεν στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, πλην όμως η εξειδίκευση των εννοιών αυτών, δηλαδή αν τα προσαχθέντα και αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν ή όχι σε αυτές, ελέγχεται αναιρετικά. Στην περίπτωση παραδοχής των ελαφρυντικών περιστάσεων απαιτείται να εκτίθενται στην απόφαση τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία και επί των οποίων θεμελιώνονται οι γενόμενες δεκτές ελαφρυντικές περιστάσεις, για να μπορεί να κριθεί από τον Άρειο Πάγο αν όντως τα περιστατικά αυτά θεμελιώνουν τις περιστάσεις αυτές [ΟλΑΠ 2/2022]. Τέλος, λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το ως άνω Δικαστήριο της παραπομπής, μετά την ανάγνωση από την Πρόεδρο στο ακροατήριο των πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, που είναι ενσωματωμένα στην ως άνω υπ’ αριθ. 43, 47, 61, 62, 63/2016, 1, 11, 18, 26, 37, 38, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 69, 75, 76, 77, 78, 79, 80/2017, 8, 9-10, 18, 24, 25, 26, 27, 35, 36, 37, 38, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 73, 74-75, 76-77, 87/ 2018, 8-9, 10, 11, 12, 21, 29, 30, 31, 39, 40,41, 47, 48, 53, 54, 55/2019 καταδικαστική απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, καθώς και της υπ’ αριθ. 2/2022 απόφασης της ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η προαναφερθείσα απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ’ αριθ. 39, 40 & 44/2022 απόφασή του, δέχθηκε, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: “Στην προκειμένη περίπτωση, από την με αριθμό 43, 47, 61,62,63/16, 1/17, 11/17, 18/17, 26/17, 37/17, 38/17, 52/17, 53/17, 54/17, 55/17, 56/17, 57/17, 69/17, 75/17, 76/17, 77/17, 78,79,80/17, 8/18, 9-10/18, 18/18, 24/18, 25/18, 26/18, 27/18, 35/18, 36/18, 37/18, 38/18, 43/18, 44/18, 45/18, 46/18, 47/18, 48/18, 49/18, 50/18, 51/18, 52/18, 61/18, 62/18, 63/18, 64/18, 65/18, 66/18, 73/18, 74-75/18, 76-77/18, 87/18, 8-9/19, 10/19, 11/19, 12/19, 21/19, 29/19, 30/19, 31/19, 39/19, 40/19, 41/19, 47/19, 48/19, 53/19, 54/19, 55/19 απόφαση του ΜΟΕ Λαμίας και την με αριθμό 2/2022 απόφαση της ποινικής ολομέλειας του Αρείου Πάγου, προκύπτουν τα εξής: Η ανωτέρω απόφαση του ΜΟΕφ Λαμίας δέχθηκε ότι από την αποδεικτική διαδικασία είχαν αποδειχθεί τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι υπηρετούσαν με την ιδιότητα του Ειδικού Φρουρού της Ελληνικής Αστυνομίας στο Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων συνεχώς από το έτος 2000, στις 6-12-2008, εκτελώντας διατεταγμένη εποχούμενη υπηρεσία κατόπτευσης της περιοχής των Εξαρχείων, επέβαιναν στο με αριθμό κυκλοφορίας … περιπολικό όχημα του προαναφερόμενου Αστυνομικού Τμήματος με οδηγό τον πρώτο εξ αυτών, ήτοι τον Ε. Κ. [ήδη αναιρεσίβλητο] και συνοδηγό τον δεύτερο εξ αυτών, ήτοι τον Β. Σ. [μη διάδικο εν προκειμένω]. Στις 20:45:27 μ.μ. το Κέντρο ‘Α Άμεσης Δράσης δίδει εντολή προς το ως άνω πλήρωμα του περιπολικού οχήματος να μεταβεί στον αριθμό …, κατά τρόπο ώστε να επιληφθεί παράνομης στάθμευσης του με αριθμό κυκλοφορίας … ΙΧΕ αυτοκινήτου, το οποίο παρεμπόδιζε τη διέλευση πεζών (βλ. το με αρ. πρωτ. 2004/17/47/69- κγ’ έγγραφο του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας με θέμα παροχή στοιχείων των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών μεταξύ Κέντρου ΔΑΕ και οχήματος Εξαρχείων, στο οποίο αποτυπώνεται η εντολή του Κέντρου Άμεσης Δράσης: Όχημα Εξαρχείων, … ένα ΝΙSSΑΝ γκρι έχει σταθμεύσει πάνω στο πεζοδρόμιο και εμποδίζει τους πεζούς: …). Ακολούθως και μάλιστα στις 20:46:07 μ.μ. οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι ευρίσκονταν στην οδό …, ενημέρωσαν το Κέντρο ‘Α ‘Αμεσης Δράσης ότι έλαβαν το σχετικό σήμα (βλ. το ως άνω με αριθμό πρωτ. 2004/17/47/69-κγ έγγραφο της Διεύθυνσης Τεχνικών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας) και στη συνέχεια, αφού διέσχισαν την οδό … και ακολούθησαν πορεία προς τα δεξιά με κατεύθυνση … Οι κατηγορούμενοι υποστήριξαν ότι κατά τη διέλευσή τους από την οδό … δέχθηκαν σφοδρότατη επίθεση και συγκεκριμένα, είτε από αρκετά άτομα με μπουκάλια (βλ. την προανακριτική κατάθεση περί ώρα 04.40 πμ της 7.12.2008 και την συμπληρωματική προανακριτική απολογία του πρώτου κατηγορούμενου, που ελήφθη περί ώρα 13.00 μμ της 7.12.2008), είτε από δεκαπέντε (15) άτομα με πέτρες, μάρμαρα και διάφορα άλλα αντικείμενα (βλ. την από 10.12.2008 αυτοπρόσωπη απολογία του κατηγορουμένου ενώπιον του 9ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών, που διενήργησε την κύρια ανάκριση), είτε από τριάντα (30) άτομα με πέτρες, ξύλα, μπουκάλια, σίδερα, τασάκια, μάρμαρα και κροτίδες (βλ. τα απολογητικά υπομνήματα που κατέθεσαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι ενώπιον του ιδίου Ανακριτή και μάλιστα κατά την ίδια ημέρα με την αυτοπρόσωπη απολογία τους), πλην όμως οι ισχυρισμοί τους αυτοί δεν επιβεβαιώθηκαν από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας, δεδομένου άλλωστε ότι και οι μάρτυρες, μέλη της διμοιρίας Α 545 της Υποδιεύθυνσης Αποκατάστασης Τάξης, η οποία ήταν επιφορτισμένη με τη φύλαξη των κείμενων στον αριθμό … γραφείων του ΠΑΣΟΚ, ήτοι ο Α. Ρ. και ο Α. Δ., οι οποίοι εκείνη τη στιγμή εκτελούσαν χρέη σκοπού, δεν αντιλήφθηκαν κάτι τέτοιο (βλ. την κατάθεση του Α. Ρ. στο ακροατήριο, ο οποίος ανέφερε ότι: “Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων, ότι τους επιτέθηκαν στη … άτομα με μάρμαρα, καδρόνια, πέτρες, μολότοφ, εγώ δεν είχα τέτοιο ηχητικό ερέθισμα… Αν γινόταν επίθεση επί της … σε περιπολικό, τέτοιας έκτασης και έντασης που λένε οι κατηγορούμενοι στην απολογία τους από 15 άτομα με ξύλα, πέτρες, μάρμαρα, σίδερα, λογικά θα το άκουγα”). Ας σημειωθεί ότι τα όσα καταθέτουν οι ως άνω μάρτυρες για ήχο από πτώση αντικειμένου σε μεταλλική επιφάνεια δεν μπορεί να συνδυασθεί σε καμία περίπτωση με πτώση αντικειμένου στο συγκεκριμένο περιστατικό, καθόσον άλλωστε, όπως οι ίδιοι καταθέτουν, δεν είδαν κάτι τέτοιο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι οι κατηγορούμενοι αγνόησαν την εντολή του Κέντρου να μεταβούν στη … και να βεβαιώσουν την ως άνω τροχονομική παράβαση. Αντιθέτως, εισήλθαν, για αδιευκρίνιστους λόγους, και χωρίς να ενημερώσουν για την αλλαγή πορείας, το Κέντρο ‘Αμεσης Δράσης, στην οδό … και όταν έφτασαν στο σημείο, που η οδός αυτή τέμνεται με την οδό …, διαπίστωσαν ότι επί της οδού αυτής (…) και στο ύψος περίπου της συμβολής με την οδό … ευρίσκονταν 10-15 νεαρά άτομα. Ακολούθως, στάθμευσαν προσωρινά το όχημά τους στη συμβολή των οδών … και …, και αφού αποβιβάστηκαν από αυτό, στάθηκαν όρθιοι στην πλευρά, που βρίσκεται η θέση του συνοδηγού του οχήματος, και προκάλεσαν τα νεαρά άτομα με τα οποία ήλθαν σε φραστική και λεκτική διένεξη. Τα περιστατικά αυτά επιβεβαιώνουν με ενάργεια και σαφήνεια οι θαμώνες του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος με την επωνυμία “…”, που βρίσκεται στη συμβολή των οδών … και …, ήτοι ο Κ. Λ. και ο Ξ. Π., καθώς και ο αυτόπτης μάρτυρας Ε.-Ε. Τ., ο οποίος βρισκόταν στην οδό …, βλ. α) την κατάθεση του μάρτυρα Ξ. Π. στο ακροατήριο, ο οποίος ανέφερε ότι: “Κατέβηκαν κάτω οι δύο αστυνομικοί… Κατέβηκαν προς τον πεζόδρομο της …. Κατευθύνθηκαν προς … από τη … Οριακά στάθηκαν στη συμβολή. Από το περιπολικό απομακρύνθηκαν στο ένα μέτρο, μπροστά του. Δεν μετακινήθηκαν από αυτή τη θέση. Οι αστυνομικοί φάνηκαν ότι προκαλούσαν κάποιους από κάτω. Δεν θυμάμαι τη φράση…. Υπήρχαν κάποιες φωνές από το κάτω μέρος σαν απάντηση. Και οι δύο αστυνομικοί φώναζαν. Μετά υπήρξαν απαντήσεις από την κάτω πλευρά…. Οι κλήσεις των αστυνομικών προς τις φιγούρες δεν ήταν ευγενικές, ήταν αγοραίες. Δεν θυμάμαι φράσεις…”, β) την κατάθεση του μάρτυρα Κ. Λ. στο ακροατήριο, ο οποίος ανέφερε ότι: “Τους είδα τους αστυνομικούς έξω από το περιπολικό. Στέκονταν από την πλευρά του συνοδηγού στο περιπολικό οι αστυνομικοί. Στέκονταν στη … κοιτώντας προς …. Στέκονταν στη συμβολή … και …, Δίπλα- δίπλα στέκονταν. Πριν κατεβούν από το περιπολικό δεν άκουσα κάτι προς την πλευρά του περιπολικού. Θα είχα ακούσει αν συνέβαινε κάτι… Μου τράβηξαν την προσοχή οι φωνές των αστυνομικών. Δεν συγκράτησα κάτι επειδή δεν έδωσα αμέσως σημασία…. Το ύφος τους έδειχνε από τις φωνές ότι υπήρχε λεκτική αντιπαράθεση. Μιλάνε προς τη …. Φωνές ακούω από την άλλη πλευρά, όχι μια φωνή, όχι όμως πολλές. Φωνές που απαντούν στους αστυνομικούς… Το ύφος των αστυνομικών ήταν έντονο” και γ) την κατάθεση του Ε.-Ε. Τ., ο οποίος ανέφερε ότι: “Είδα να βγαίνουν δύο αστυνομικοί από το αυτοκίνητο. Δεν θυμάμαι αν βγήκαν ταυτόχρονα ή με διαφορά ο ένας από τον άλλον. Ανέβηκαν στο πλακόστρωτο της …. ‘Αρχισαν να βρίζουν όλους και να μας προκαλούν. Έλεγαν “ελάτε ρε μουνόπανα”. Αυτή τη φράση συγκράτησα. Εμείς δεν τους είχαμε δώσει καμιά αφορμή. Πριν αυτοί κατεβούν από το περιπολικό, εμείς δεν είχαμε κάνει κάτι. Η φωνή τους ήταν καθαρά εχθρική, ήταν δυνατή”. Η προαναφερόμενη εριστική και ανάρμοστη – για τους ανθρώπους που υπηρετούν στα Σώματα Ασφαλείας- συμπεριφορά του κατηγορουμένου, προκάλεσε την αντίδραση των νεαρών ατόμων, με αποτέλεσμα να εκτοξευθεί εναντίον τους μία πλαστική φιάλη, που χτύπησε στο καπό του περιπολικού και ένα γυάλινο αντικείμενο (βλ. σχετ. α) την κατάθεση του Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι ” Μετά από 2-3 λεπτά βλέπω να πέφτει στο καπό του περιπολικού ένα πλαστικό μπουκάλι. Το είδα να πέφτει και έκανε γκελ πάνω στο καπό. Ήρθε από τη μεριά της … το μπουκάλι. Το βλέπω εγώ το μπουκάλι, έπεσε στο καπό εμπρός. Πέρασε από το πλάι των αστυνομικών, δεν χρειαζόταν να κάνουν κίνηση για να το αποφύγουν. Άκουσα γυαλί να σπάει από την κατεύθυνση προς … και …. Δεν είδα τι έσπασε. Από τον ήχο του, μικρό πρέπει να ήταν το γυαλί. Δεν είδα άλλα αντικείμενα να πέφτουν. Το γυαλί δεν το είδα καθόλου, μόνο το άκουσα. Κοντά στους αστυνομικούς δεν είδα να πέφτει κάτι.” και β) την κατάθεση του Ξ. Π., ο οποίος ανέφερε ότι: (“‘Ακουσα ένα πλαστικό μπουκάλι να πέφτει και ένα γυαλί να σπάει. Δεν τα βλέπω. Ακούστηκε ένα πλαστικό μπουκάλι να πέφτει, αλλά εγώ συγκρατώ το γυαλί που σπάει. Μικρός ήταν ο ήχος του γυαλιού, όχι τζαμαρία να σπάει. Τα αντικείμενα προήλθαν από την κάτω μεριά, προς τους αστυνομικούς. Δεν είδα πού σπάει και τι σπάει”). Άλλα αντικείμενα, όπως μάρμαρα, πέτρες, καδρόνια, λοστοί και αυτοσχέδιες βόμβες μολότοφ προς την πλευρά των αστυνομικών δεν εκτοξεύθηκαν, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας, ότι έλαβε χώρα σε βάρος των κατηγορουμένων άλλης μορφής επιθετική ενέργεια από ομάδα ατόμων ή από τα ως άνω νεαρά άτομα. Εν μέσω της προκληθείσας φραστικής και λεκτικής αντιπαράθεσης, ο δεύτερος κατηγορούμενος Β. Σ. από απόσταση 25 περίπου μέτρων εκτόξευσε προς την πλευρά των νεαρών ατόμων, που βρίσκονταν επί της οδού …, μια χειροβομβίδα κρότου – λάμψης (βλ. την από 7-12-2008 έκθεση αυτοψίας, καθώς και την αριθμ. Πρωτ. 3022/14/5643-β/18-12-2008 Έκθεση Εργαστηριακής Εξέτασης του Εργαστηρίου Ανάλυσης Αυτοσχέδιων Εκρηκτικών – Εμπρηστικών Μηχανισμών της ΔΕΕ), η ρίψη της οποίας έγινε αντιληπτή α) από τον Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι “Την ώρα αυτή βλέπω τον έναν αστυνομικό να πετάει κάτι, δε μπορώ να πω ποιος από τους δύο. Βλέπω ότι ο ένας κάτι πετάει, αρχικά δεν κατάλαβα, από τον κρότο μετά κατάλαβα ότι ήταν χειροβομβίδα κρότου – λάμψης. Ο κρότος ήταν ισχυρός….Αυτοί ήσαν στην …, η κρότου λάμψης είχε κατεύθυνση προς τα κάτω, στη …. Είδα τη λάμψη να είναι εντός της …”, β) από τον Ξ. Π., ο οποίος ανέφερε ότι: “Μετά είδα ότι οι αστυνομικοί έριξαν μια χειροβομβίδα κρότου – λάμψης. ‘Ακουσα ένα “μπαμ” δυνατό και μετά είδα λάμψη. Έπεσε στη μέση της οδού …. Δεν μπόρεσα να δω ακριβώς αν έπεσε προς τα κάτω της οδού, γ) από τον αυτόπτη μάρτυρα Η. Τ., ο οποίος βρισκόταν στη συμβολή των οδών … και … και ο οποίος ανέφερε ότι: ” Η φραστική αντιπαράθεση διήρκεσε 1 – 2 λεπτά. Ακούσθηκε ένας κρότος και είδα τη λάμψη. Ο κρότος ήταν δυνατός. Φαντάζομαι ότι το πέταξαν οι αστυνομικοί, γιατί ήρθε από … προς …. Δεν έχω αμφιβολία ότι η βόμβα ρίχθηκε από τους αστυνομικούς. Έπεσε κοντά στο βιβλιοπωλείο “Ελληνικά Γράμματα” εντός της οδού …. Η χειροβομβίδα έπεσε πιο κοντά στους αστυνομικούς, απ’ ότι στα παιδιά” και δ) την εξέταση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ε. Τ. ο οποίος ανέφερε ότι: “Οι αστυνομικοί πέταξαν κάτι προς εμάς που έκανε κρότο και έβγαλε λάμψη. Πριν πέσει η κροτίδα αυτή, ήρεμα ήσαν εκεί, δεν υπήρχε ένταση. Δεν πλησίασε κοντά σε μας η κρότου – λάμψης, δεν πρέπει να έφθασε στο “…”. Οι αστυνομικοί μετά την κροτίδα, μπήκαν στο αυτοκίνητο και έφυγαν, ανέβηκαν τη ….” Στη συνέχεια, οι κατηγορούμενοι επιβιβάστηκαν στο περιπολικό όχημα και μέσω της οδού … κατευθύνθηκαν στην οδό … Στη συμβολή των οδών αυτών ο πρώτος κατηγορούμενος Ε. Κ. στάθμευσε με αιφνίδια και νευρική κίνηση προσωρινά το όχημα, ενώ αμέσως μετά ο δεύτερος κατηγορούμενος Β. Σ. εξήλθε του περιπολικού και εισήλθε στην οδό …, προκειμένου να ελέγξει το χώρο (βλ. την κατάθεση του Α. Δ., ο οποίος αναφέρει ότι: “Προς αυτή την κατεύθυνση που πήγε ο συνοδηγός δεν είδα άλλο άτομο. Μία κίνηση έκανε ο αστυνομικός, εγώ την λέω αναγνωριστική”, πλην όμως μετά από χρονικό διάστημα δύο ή τριών δευτερολέπτων επανήλθε με γοργό βηματισμό και επιβιβάστηκε στο περιπολικό όχημα. Ακολούθως, ο πρώτος κατηγορούμενος στάθμευσε εκ νέου προσωρινά το περιπολικό όχημα στην οδό …, και μάλιστα στο δεξιό άκρο αυτής, όπου βρίσκονταν οι αστυφύλακες της διμοιρίας Α. Ρ. και Α. Δ. Εκείνη τη χρονική στιγμή, ο δεύτερος κατηγορούμενος Β. Σ. απευθύνθηκε με έντονο ύφος στον Α. Δ., λέγοντάς του “κατεβείτε κάτω”. Κατόπιν τούτων, ο Ε. Κ. οδήγησε το περιπολικό όχημα στην απέναντι πλευρά της οδού … και στάθμευσε τούτο πλησίον της εισόδου του κείμενου εκεί χώρου στάθμευσης. Στη συνέχεια, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι αποβιβάστηκαν του περιπολικού, χωρίς να σταματήσουν μπροστά στους συναδέρφους τους, εκ των οποίων μάλιστα ο Α. Δ. τους προέτρεψε να αναμένουν, απευθύνοντας προς αυτούς τη φράση “περιμένετε, έχω διαβιβάσει” και κατευθύνθηκαν με έντονο βηματισμό προς τη συμβολή των οδών … και … και μέσω της τελευταίας οδού προς την οδό …, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο πρώτος κατηγορούμενος προπορευόταν του δεύτερου κατηγορούμενου κατά 4 έως 5 περίπου μέτρα τουλάχιστον έως την γωνία του χώρου στάθμευσης, που εφάπτεται στην οδό … (βλ. την κατάθεση στο ακροατήριο του Α. Δ.). Στο σημείο τούτο πρέπει να αναφερθεί ότι οι αστυφύλακες, οι οποίοι εκείνη τη στιγμή εκτελούσαν χρέη σκοπού στα ευρισκόμενα στον αριθμό … γραφείων του ΠΑΣΟΚ, ήτοι ο Φ. Σ., ο Α. Ρ. και ο Α. Δ., δεν διαπίστωσαν φθορές στο περιπολικό (βλ. σχετ. α) την κατάθεση του Φ. Σ., ο οποίος ανέφερε ότι: “Εξωτερικά, δεν πρόσεξα να είχε κάτι επάνω του το περιπολικό, αν δηλαδή είχε κτυπήματα και φθορές, θα πρέπει να είναι έντονο για να το προσέξω… ηχητικό ερέθισμα επίθεσης σε περιπολικό δεν είχα… Πιθανόν είναι ότι δεν είχε τίποτα από ζημιές το περιπολικό, γι’ αυτό δεν το πρόσεξα”, β) την κατάθεση του Α. Ρ., ο οποίος ανέφερε ότι: “Πάνω στο περιπολικό δεν είδα μπουκάλια σπασμένα. Δεν είδα σπασμένα γυαλιά στην οροφή του περιπολικού…. Να υπήρχαν γυαλιά στην οροφή του και να μην τα είδα, πιστεύω πως όχι” και γ) την κατάθεση του Α. Δ., ο οποίος ανέφερε ότι: (“Οπτική επαφή με το περιπολικό είχα, βλέπω την αριστερή του πλευρά. Ζημιές και κτυπήματα στο περιπολικό δεν το παρατήρησα αν είχε στη β’ φάση. Ήμουν στο πεζοδρόμιο εγώ και στάθμευσε μπροστά μου. Βαριά βλάβη εξωτερική στο περιπολικό δεν είδα. Τα περιπολικά του συγκεκριμένου τμήματος, λόγω συνεχών εμπλοκών τους σε επεισόδια, βαθουλώματα ή γδαρσίματα έχουν στο φτερό. Κάτι που να μου κάνει εντύπωση πάνω στο περιπολικό δεν είδα. Δεν είδα μαυρίλα ή σπασμένα γυαλιά να έχουν πέσει πάνω του, δεν παρατήρησα εγώ κάποια υλική ζημιά στο περιπολικό και από συναδέρφους δεν αναφέρθηκε κάτι, ότι δηλαδή να είδαν ζημιά στο περιπολικό. Δεν διαπίστωσα εγώ μικροφθορές στο περιπολικό, όπως λέει το διαβιβαστικό για φθορές στη λαμαρίνα”), γεγονός, που σε συνδυασμό με τα προδιαληφθέντα καταδεικνύει με τον πλέον σαφή και αδιάψευστο τρόπο, ότι δεν υπήρξε σφοδρή επίθεση εναντίον του περιπολικού και κίνδυνος “να καούν ζωντανοί” οι κατηγορούμενοι, όπως οι τελευταίοι διατείνονται με το απολογητικό τους υπόμνημα. Στη συνέχεια και μετά την απομάκρυνσή τους από τους άνδρες της διμοιρίας, οι κατηγορούμενοι μέσω της οδού … κατευθύνθηκαν προς τη συμβολή των οδών … και …. Στο σημείο τούτο πρέπει να τονισθεί, ότι στη συγκεκριμένη περιοχή τη δεδομένη χρονική στιγμή, όπως προκύπτει και από το οπτικοακουστικό υλικό της Λ. Β., δεν παρατηρούνταν καταστάσεις επιθετικότητας, ταραχών και επικινδυνότητας, αντιθέτως μάλιστα στη συμβολή των οδών αυτών κινούνταν ανενόχλητα αρκετά αυτοκίνητα. Και ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή τίποτα δεν προμήνυε ότι θα υπάρξουν επεισόδια και αναταραχές, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι πυροδότησαν με την εμφάνισή τους και την προκλητική εκ νέου συμπεριφορά τους ένταση και διαπληκτισμό με τα άτομα, που βρίσκονταν στην οδό …. Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι εμφανίστηκαν με γοργό βηματισμό, στάθηκαν στη συμβολή των οδών … και … και ενεργώντας κυρίως από λόγους εγωισμού και υπεροψίας, άρχισαν να προκαλούν τα ευρισκόμενα στην οδό … 10 έως 15 νεαρά άοπλα άτομα με την εκτόξευση ιδιαίτερα καταφρονητικών λέξεων και φράσεων. Τα προαναφερόμενα περιστατικά έγιναν αντιληπτά από α) τη Λ. Β., κάτοικο διαμερίσματος επί της οδού …, η οποία κινητοποιήθηκε από κάποιον κρότο, ο οποίος προερχόταν κατά λογική ακολουθία από τη χειροβομβίδα κρότου λάμψης, που είχε εκτοξεύσει νωρίτερα ο Β. Σ., και εξήλθε στο μπαλκόνι της οικίας της, προκειμένου να διαπιστώσει τι είχε γίνει έχοντας μαζί της τη μηχανή λήψης Video, την οποία και είχε ενεργοποιήσει και η οποία ανέφερε ότι: ” Όταν τους είδα να έρχονται οι αστυνομικοί ήταν δίπλα – δίπλα. Ο βηματισμός τους ήταν γοργός, χωρίς να τρέχουν, ούτε να περπατάνε. Είχαν ένα τέμπο βιαστικό. Φαίνονταν ότι είχαν σκοπό, είχαν κάποιο προορισμό. Στο ύψος της … σταμάτησαν στο τελείωμα του πεζόδρομου, σχεδόν στο μέσον της οδού … κατά το πλάτος αυτής. Σταμάτησαν κάτω από τον πεζόδρομο της …. Προκάλεσαν οι αστυνομικοί. ‘Ακουσα κάτι σαν “ελάτε ρε μουνιά” προς τα παιδιά….Μου έκανε εντύπωση ότι ήλθαν οι αστυνομικοί με τα πόδια και ότι προκαλούσαν, έκαναν μια χειρονομία, έδειξαν τα γεννητικά τους όργανα, χωρίς να μπορώ να το πω με ακρίβεια αυτό, έχει περάσει χρόνος από τότε… Η όλη στάση τους ήταν προκλητική, μη αρμόζουσα σε αστυνομία”, β) τον Ξ. Π., ο οποίος ανέφερε ότι “Μεταξύ τους οι αστυνομικοί ήταν σε απόσταση 1 – 1,5 μ στο ίδιο ύψος σχεδόν. Το σώμα τους ήταν ίσιο, τα πόδια τους ήταν στέρεα, γερά στο έδαφος. Εκεί αρχίζουν οι φωνές από την πλευρά των αστυνομικών, μονόλογος, έντονος και υβριστικός. Άκουσα πεντακάθαρα τη φράση “ελάτε ρε, ελάτε τώρα ρε μουνιά”. Εγώ μια φωνή άκουσα. Δεν μπορώ να πω ότι την είπαν και οι δύο. Πεντακάθαρα ακούστηκε η φράση “ελάτε τώρα ρε μουνιά”, γ) τον Κ. Λ., ο οποίος κατέθεσε ότι “Σταματούν στην … στον πεζόδρομο πάνω, στην αρχή του πεζόδρομου. Αριστερά είναι ο πιο αδύνατος, δεξιά ο πιο εύσωμος. Έχουν απόσταση μισό μέτρο μεταξύ τους, είναι δίπλα – δίπλα… Μιλούσαν σε επιθετικό τόνο. Συγκράτησα τις φράσεις: “ελάτε ρε μουνιά”, “ελάτε να σας δείξουμε”, “ελάτε αν σας τολμάει”. Και οι δύο αστυνομικοί τις λένε….Στοιχεία επιθετικότητας οι αστυνομικοί παρουσίαζαν έντονα, έδειχναν οργή. Η συμπεριφορά τους ήταν εξαιρετικά επιθετική. Προκαλούσαν φόβο σε αυτούς που τους έβλεπαν και σε σχέση με όσα έλεγαν. Υποθέτω ότι προκάλεσαν και την οργή της άλλης πλευράς”, δ) την εξέταση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ε. Τ., ο οποίος ανέφερε ότι: “Οι δύο αστυνομικοί ξαναγύριζαν μετά από 1-2 λεπτά, εγώ τους είδα όταν ήταν επί … και …. Δεν τους είδα να έρχονται, τους είδα να είναι στάσιμοι, τους είδα όταν είχαν ανέβει στην …, πάνω στο πεζοδρόμιο. Δεν πλησίασαν προς εμάς. Και οι δύο μαζί ήσαν, δίπλα – δίπλα, σχετικά κοντά ο ένας με τον άλλον. Και πάλι επιθετικοί ήταν οι αστυνομικοί τη δεύτερη φορά. Έλεγαν: “Θα σας δείξουμε, ελάτε ρε”. Εγώ είμαι σε απόσταση 60 μέτρα από τους αστυνομικούς, Τις φράσεις αυτές, δεν μπορώ να πω αν τις έλεγαν και οι δύο ή ο ένας. Παρόμοια αντίδραση υπήρξε από την πλευρά μας. Ειπώθηκε “φύγετε από εδώ”, “τι θέλετε εδώ”, ε) τον Η. Τ., ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, βρισκόταν στη συμβολή των οδών … και …, και κατέθεσε ότι “δεν τους είδα να έρχονται, τους είδα να στέκονται. Δίπλα – δίπλα ήσαν. Δεν θυμάμαι αν κάποιος ήταν μπροστά ή πίσω. Όταν ήλθαν εκεί άκουσα φωνές πάλι από το μέρος των αστυνομικών, φώναζαν δυνατά και έβριζαν, είπαν “ελάτε ρε μουνόπανα”. Την απηύθυναν προς τα παιδιά τη φράση αυτή. Έλεγαν κι άλλα που δεν θυμάμαι. Προς τα παιδιά που ήσαν στη … και … το είπαν….Εγώ αυτές τις φράσεις που είπα συγκράτησα. Από την πλευρά των παιδιών απάντηση στις βρισιές υπήρξε σε έντονο τόνο. Φώναζαν τα παιδιά, δεν συγκράτησα τί είπαν. Φώναζαν ταυτόχρονα με τους αστυνομικούς και δεν συγκράτησα τι έλεγαν. Όση ώρα ήμουν εκεί, μόνο λεκτική ήταν η αντιπαράθεση.”, στ) τον Βασίλειο Παλαμάρα (ένοικο διαμερίσματος επί της οδού …), ο οποίος κατέθεσε ότι: “όταν έρχονται και στέκονται εκεί οι αστυνομικοί και λίγο πριν φθάσουν υπήρξε βωμολοχία, έβριζαν από τα 5-10 μ πριν φθάσουν εκεί που στάθηκαν. Ενώ είναι σε πορεία βρίζουν, πριν ακόμα έλθουν. Έβλεπαν με πρόσωπο προς …. Εγώ δεν βλέπω προς ποιους απευθύνονται. Έλεγαν “ελάτε ρε μουνάρες”. Δεν άκουσα άλλη βρισιά. Έκαναν χειρονομίες οι αστυνομικοί, έδειχναν τα γεννητικά τους όργανα. Εγώ πρόσεξα τον ένα, τον πιο γεροδεμένο γιατί σε αυτόν εστίασα. Από την κάτω μεριά δεν ακούσθηκαν βρισιές. Δεν άκουσα βρισιές από την κάτω πλευρά” και ζ) τον Ν. Ρ. φίλο του Α. Γ., ο οποίος, στις 7-12-2008 κατέθεσε προανακριτικά ότι, “….με το που είδαμε τους αστυνομικούς άρχισαν να βρίζουν και εμένα και τον Α. και αυτούς που ήταν πίσω μας. Έλεγαν οι αστυνομικοί “Θα σας γαμήσουμε την Παναγία, ελάτε να σας δείξουμε ποιος είναι ο μάγκας” και άλλα τέτοια. Τα παιδιά πίσω μας φώναζαν “κάντε πίσω, άστο διάολο” στους αστυνομικούς”. Η έλευση των κατηγορουμένων και η προαναφερθείσα προκλητική συμπεριφορά τους επέφερε ως αποτέλεσμα την αντίδραση των νεαρών ατόμων, που βρίσκονταν επί της οδού …, με απώτερη συνέπεια την κλιμάκωση των φραστικών αντεγκλήσεων και της ανταλλαγής καταφρονητικών λέξεων και φράσεων, στις οποίες μετείχαν ο ανήλικος, γεννηθείς στις …1993, Α. Γ. και ο συνομήλικος φίλος του Ν. Ρ., οι οποίοι είχαν εξέλθει από την εσοχή πολυκατοικίας στη συμβολή της οδού … με την οδό … και προς την κατεύθυνση της οδού …, όπου βρίσκονταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά επιβεβαίωσε και ο εξετασθείς μάρτυρας στο ακροατήριο Η. Τ., ο οποίος ανέφερε ότι: “Εκεί που κάθεται ο Α. είναι με τον Ρ. Τον είδα να βγαίνει από το υπόστεγο τον Α. μαζί με τον Ρ. την ώρα που ανταλλάσσονται βρισιές. Εγώ είδα ότι βγαίνουν όταν βρίζονται με τους αστυνομικούς… Τα παιδιά ήταν σε απόσταση 20 μ. μπροστά από μένα. Εγώ ήμουν πιο κοντά στα παιδιά απ’ ότι στους αστυνομικούς. Δεν συγκράτησα τις βρισιές των παιδιών. Δεν συμμετείχαμε ούτε εγώ ούτε ο αδερφός μου στα παιδιά που έβριζαν. Ο Ρ. και ο Α. έβριζαν, δε θυμάμαι να έκαναν κάτι άλλο……”. Στο σημείο τούτο πρέπει να λεχθεί ότι οι κατηγορούμενοι διατείνονται ότι δέχθηκαν σφοδρή επίθεση με τσίγκινα τασάκια, μάρμαρα, πέτρες, λοστούς και αυτοσχέδιες βόμβες μολότοφ, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, αντιθέτως διαψεύστηκε και καταρρίφθηκε από τις καταθέσεις των μαρτύρων και συγκεκριμένα: α) του Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι “Δεν γινόταν κάτι εκεί απ’ όσο βλέπω, στην περιοχή δεν ήσαν σε εξέλιξη επεισόδια βίας. Δεν ακούω ούτε βλέπω να πέφτουν αντικείμενα. Μολότοφ δεν είδα ούτε άκουσα. Κατά τη δεύτερη φάση δεν αντιλήφθηκα τίποτα από ομάδα 30 ατόμων. Δεν αντιλήφθηκα ότι υπήρξε κίνδυνος ζωής για τους αστυνομικούς από ομάδες ατόμων ή από αντικείμενα…. Στις 9 το βράδυ το οδόστρωμα της … ήταν καθαρό, δε θυμάμαι να είχε κάτι, όπως αντικείμενα, ξύλα, σίδερα, κλπ”, β) του Ξ. Π., ο οποίος ανέφερε ότι: “Σε αυτή τη φάση δεν άκουσα να πέφτει κάτι. Υπάρχει ένταση φωνών χωρίς να πέφτουν αντικείμενα σε αυτή τη φάση την δεύτερη….”, γ) της Λ. Β., η οποία ανέφερε ότι: “Πριν βγάλουν τα όπλα δεν υπήρξε κάποιο γεγονός που να τους προκάλεσε τρόμο ή τους δημιούργησε την αίσθηση του κινδύνου. Δεν υπήρξε μολότοφ ούτε οχλαγωγία προς το μέρος τους. Δεν διαπίστωσα ότι βρίσκονταν (υπό συνθήκες άμυνας), δ) του Ε. Ζ. (θαμώνα του καταστήματος “…”, ο οποίος ανέφερε ότι: “Πριν πυροβολήσει δεν διαπίστωσα κάποιο γεγονός που να απειλεί την σωματική του ακεραιότητα. Δεν είδα να πέφτουν σίδερα, καδρόνια, μολότοφ σίγουρα όχι. Διακινδύνευση των αστυνομικών, επίθεση, περιστατικό που να δικαιολογεί τρόμο ή ανησυχία ή φυγή δεν υπήρξε” και ε) του Β. Π., ο οποίος ανέφερε ότι: “Πριν πυροβολήσει δεν διαπίστωσα κάποιο γεγονός που να απειλεί τη σωματική του ακεραιότητα. Δεν είδα να πέφτουν σίδερα, καδρόνια, μολότοφ, σίγουρα όχι διακινδύνευση των αστυνομικών, επίθεση, περιστατικό που να δικαιολογεί τρόμο ή ανησυχία ή φυγή δεν υπήρξε” και “…. Αντικείμενα είμαι σίγουρος ότι δεν έπεσαν προς την αστυνομία. Δεν άκουσα κάτι, να σπάει μπουκάλι, όπως είπαν οι άλλοι ερωτηθέντες μάρτυρες. Μολότοφ δεν είδα να πέφτει. Αν είχε πέσει, θα το έβλεπα. Επεισόδια σε εξέλιξη εκεί γύρω δεν αντιλήφθηκα…. Αν έσπασε μπουκάλι πριν τον πυροβολισμό, δεν άκουσα. Δεν είδα κάτι να πέφτει προς τη μεριά των αστυνομικών. Δεν άκουσα να πέφτει κάτι τσίγκινο, ούτε είδα….”. Από τις παραπάνω καταθέσεις, σε συνδυασμό με το οπτικοακουστικό υλικό της Λ. Β., προκύπτει ότι στο χρονικό σημείο των φραστικών και λεκτικών αντιπαραθέσεων, δεν έλαβε χώρα σφοδρή επίθεση σε βάρος των κατηγορουμένων με τα αντικείμενα του είδους που επικαλέστηκαν οι τελευταίοι (κατηγορούμενοι), ήτοι με πέτρες, ξύλα, μάρμαρα και άλλα βαριά αντικείμενα. Εξάλλου, το υπερασπιστικό οικοδόμημα των κατηγορουμένων περί ρίψης και έκρηξης αυτοσχέδιων βομβών καταρρίφθηκε με τα όσα ο πρώτος κατηγορούμενος Ε. Κ. απολογούμενος κατέθεσε, ο οποίος δήλωσε ότι “οι αντιφάσεις ως προς τις μολότοφ, είναι γιατί στο μυαλό μου έχω από το παρελθόν επιθέσεις με μολότοφ εναντίον μας.”. Επομένως, είναι απολύτως βέβαιο ότι, ούτε ρίψη, ούτε έκρηξη βομβών μολότοφ έλαβε χώρα, παρά τα όσα ψευδώς και παραπλανητικά είχαν ισχυριστεί οι κατηγορούμενοι κατά την κύρια ανάκριση. Το μόνο που γίνεται δεκτό είναι ότι σε βάρος των αστυνομικών εκτοξεύθηκε αποκλειστικά και μόνο ένα πλαστικό μπουκάλι με νερό, το οποίο προερχόταν από άτομο που βρισκόταν πίσω από τον Α. Γ. (βλ. την κατάθεση του Η. Τ., ο οποίος ανέφερε ότι: “Ξαφνικά είδα το μπουκάλι με το νερό, από την πλευρά που ήταν ο Α., ο Ρ. και το άλλο παιδί. Το μπουκάλι εγώ το είδα στον αέρα. Από την πλευρά των παιδιών προήλθε το πλαστικό μπουκάλι. Με νερό ήταν. Προς τους αστυνομικούς και λίγα μέτρα μπροστά τους σκάει, δεν τους έφτασε. Δεν άκουσα να σπάει γυάλινο αντικείμενο” Ακολούθως, και ενώ εξελισσόταν με αύξουσα ένταση η ως άνω περιγραφείσα αντιπαράθεση των κατηγορουμένων με τα άτομα που βρίσκονταν στην οδό …, ο Ε. Κ., έχοντας σταθεί στη συμβολή της οδού … με την οδό … και μάλιστα περίπου στο μέσο του ρήθρου αυτής, έχοντας δίπλα και δεξιά του (με μέτωπο προς την οδό …) τον Β. Σ. και ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, έσυρε από τη θήκη του το ημιαυτόματο πιστόλι του τύπου … 9 επί 19 με αριθμό …, διαμετρήματος 9 mm και αμέσως αφού σκόπευσε προς το μέρος των νεαρών ατόμων, τα οποία βρίσκονταν επί της οδού … και σε απόσταση 25 έως 30 μέτρων από τον ίδιο, πυροβόλησε επαναληπτικά δύο φορές (βλ. σχετ. α) την κατάθεση το ακροατήριο του Ξ. Π., ο οποίος ανέφερε ότι: “Είδα να βγάζει ο πιο ψηλός και σωματώδης το όπλο, να στοχεύει και να πυροβολεί. Το όπλο το κρατάει με το δεξί χέρι ευθεία μπροστά. … Τον βλέπω υπό γωνία εγώ, βλέπω την πλάτη του και την αριστερή του πλευρά. Τον βλέπω διαγώνια και δεξιά εγώ. Το δεξί του χέρι το συγκρατεί με το αριστερό, δεν ήταν λυγισμένο. Τη φλόγα από το όπλο του είδα να φεύγει εμπρός, όχι πάνω, ούτε κάτω. Άκουσα δύο πυροβολισμούς. Ένα μεγάλο “μπαμ” ήταν, συνεχόμενο. Δεν είχα εμπόδιο στην οπτική μου επαφή με τον πρώτο αστυνομικό. Το δεξί του χέρι το βλέπω από τον αγκώνα και κάτω. Δεν έχω δει την κίνηση να βγάζει το όπλο. Το αριστερό συγκρατούσε, το είδα καθαρά…. Έβγαλε το δεξί χέρι μπροστά προτεταμένο και το αριστερό να σταθεροποιεί το δεξί, ίσως να έχει μια ελαφριά γωνία. Δε μπορώ ακριβώς να προσδιορίσω σε ποιο σημείο το στήριξε, κοντά στον καρπό ή στην παλάμη, όχι όμως στον αγκώνα. Το δεξί χέρι το βλέπω όταν κάνει την έκταση, από τον αγκώνα και μετά. Το δεξί είναι προτεταμένο απόλυτα σε ευθεία γραμμή. Δεν έχει κλίση προς τα πάνω το χέρι. Δεν μπορώ να δω τι κατεύθυνση έχει το όπλο. Το δεξί του χέρι το βλέπω από την εσωτερική του πλευρά. Σαν ένα θόρυβο άκουσα τον πυροβολισμό. Είδα μια φλόγα από την εκπυρσοκρότηση. Η κατεύθυνση της λάμψης νομίζω ότι ήσαν στην ίδια κατεύθυνση, ευθεία,” β) την κατάθεση στο ακροατήριο του Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι: “Η φραστική αντιπαράθεση κρατάει 2-3 λεπτά. Τότε αυτός που ήταν δεξιά, ο πιο εύσωμος αστυνομικός, τραβάει το όπλο σημαδεύοντας προς τα άτομα που ήσαν στη …. … Δίπλα – δίπλα ήταν όταν ο ένας έβγαλε το όπλο. Το βλέπω εγώ το δεξί του χέρι από τη στιγμή που το τεντώνει ευθεία μπροστά. Δεν το τείνει προς επάνω, δεν το λυγίζει στον αγκώνα. Όσο μπορώ να δω είναι ευθεία το χέρι του σε σχέση με τον νοητό άξονα του δρόμου. Το βλέπω το χέρι του περίπου στο ύψος του αγκώνα. Με το αριστερό χέρι συγκρατεί το δεξί. Το βλέπω ολόκληρο το αριστερό χέρι. Περίπου τη μισή παλάμη ή τον μισό καρπό πιάνει με το αριστερό, το δεξί χέρι. Το όπλο σε σχέση με τον καρπό του είναι στην ίδια ευθεία… Την ώρα που προτείνει το όπλο εστιάζω σε αυτόν και όχι προς την άλλη πλευρά. Πυροβόλησε δύο φορές απανωτά. Είδα λάμψη δύο φορές…”, γ) την κατάθεση στο ακροατήριο του Ε. Ζ. , ο οποίος ανέφερε ότι “Ενώ συνεχιζόταν οι φωνές εκατέρωθεν, ο ένας αστυνομικός, αυτός που ήταν στα δεξιά, έβγαλε το όπλο και τέντωσε τα χέρια μπροστά, απέναντι στα άτομα που ήταν στην κάτω πλευρά- Το δεξί του χέρι κράταγε το όπλο και το αριστερό χέρι κρατούσε το δεξί. Το αριστερό χέρι δεν ήταν τεντωμένο όπως το δεξί, Και τα δύο χέρια του τεντωμένα ήσαν, απλά δεν μπορώ να πω αν ήταν το ίδιο τεντωμένα. Το αριστερό δεν στήριζε τον αγκώνα αλλά το τελείωμα του δεξιού χεριού. Το όπλο δεν θυμάμαι ακριβώς, αλλά ήταν σε ευθεία, όχι προς τα πάνω ούτε και προς τα κάτω. Άκουσα δύο πυροβολισμούς, κοντά ο ένας με τον άλλον Το χέρι του σε σχέση με το σώμα του, είναι περίπου στο ύψος του στήθους. Έτσι όπως κρατούσε το όπλο, το πού στόχευε δεν μπορώ να το πω… Είδα λάμψη μετά τον πυροβολισμό, μια λάμψη θυμάμαι… δ) την κατάθεση στο ακροατήριο της Λ. Β. η οποία ανέφερε ότι: “Στόχευσαν ευθεία οι αστυνομικοί. Εγώ δεν έχω κοιτάξει από την άλλη πλευρά. Δεν το περίμενα αυτό, να βγάλουν όπλο…. Δεν είχε κατεύθυνση ο πυροβολισμός προς τον ουρανό, ούτε διαγώνια. Ευθεία πυροβόλησαν. Είχαν λίγο λυγισμένα τα όπλα και τα χέρια. Δεν είδα λάμψη κατά τον πυροβολισμό. Άκουσα δύο πυροβολισμούς συνεχόμενους “μπαμ μπαμ”. Δεν είδα από ποιο όπλο βγήκαν.”, ε) την κατάθεση στο ακροατήριο του Β. Π., ο οποίος ανέφερε ότι “κάποια στιγμή ο πιο εύσωμος έβγαλε το όπλο και πυροβόλησε δύο φορές. Και με τα δύο χέρια το κράτησε το όπλο. Από πάνω, από ψηλά όπως είμαι, και τα δύο χέρια του είδα. Όλο το χέρι βλέπω. Τα χέρια του είναι ενωμένα όταν κρατούν το όπλο. Κατεύθυνση είχαν προς την οδό …. Τα πόδια ήταν λίγο ανοικτά και ελαφρά λυγισμένα. Από ψηλά φαινόταν καθαρά. Υπήρχε φως από τις λάμπες του δρόμου και στη …. Στόχευσε ευθεία… Πυροβόλησε δύο φορές… Είδα και τις δύο λάμψεις. Είδα δύο λάμψεις όταν πυροβόλησε”, στ) την κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα Π. Β., ο οποίος ευρισκόταν στην οδό … και ο οποίος ανέφερε ότι: “Ο αστυνομικός είχε όπλο στο δεξί του χέρι και πυροβόλησε προς …. Ολόκληρο το χέρι του είδα από την εξωτερική πλευρά. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν κρατούσε και με τα δύο του χέρια το όπλο. Θυμάμαι ένα χέρι και το όπλο, με το δεξί να κρατάει το όπλο. Σε σχέση με το δρόμο το χέρι του ήταν παράλληλα προς το δρόμο….Μπροστά, ευθεία το κρατούσε το όπλο” και ζ) την ενώπιον του 9ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών κατάθεση του Ν. Ρ., στις 19.12.2008, ο οποίος ανέφερε ότι μετά τη ρίψη της πλαστικής φιάλης νερού προς τους αστυνομικούς, ο πιο ψηλός από αυτούς έβγαλε το όπλο από τη θήκη του και κρατώντας το και με τα δύο χέρια ευθεία εμπρός, σημάδεψε παίρνοντας θέση βολής και σκύβοντας λίγο, πυροβολώντας εν συνεχεία τρεις φορές. Πλέον τούτου, προέκυψε ότι μια από τις βολίδες ακολούθησε κατωφερή πορεία σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, έχοντας κατεύθυνση προς τα δεξιά, σε σχέση με τον οριζόντιο άξονα και τη θέση του βάλλοντος Ε. Κ.. Στην πορεία της προσέκρουσε πλαγίως (και όχι με την αιχμή της) στην τρίτη κατά σειρά, πακτωμένη διακοσμητική μπάλα από μπετόν, που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά της οδού … και σε απόσταση 2,64 μέτρων από το άκρο αυτής (με μέτωπο από την οδό … προς την οδό …) και, αφού υπέστη ενιαία και συνεχόμενη παραμόρφωση (επιπεδοποίηση – αποπλάτυνση) κατά τον επιμήκη άξονα πρόσκρουσής της στη μπάλα, εποστρακίστηκε (βλ. την υπ’ αρ. πρωτ. 3022/13/20/525-γ’/16-12-2008 Έκθεση Εργαστηριακής Πραγματογνωμοσύνης του Τμήματος Εργαστηρίων Πυροβόλων Όπλων και Ιχνών Εργαλείων της ΔΕΕ) και ακολουθώντας πορεία προς τα αριστερά σε σχέση με τον οριζόντιο άξονα και τη θέση της τσιμεντένιας μπάλας και ανωφερή ως προς το οριζόντιο επίπεδο, έπληξε δευτερογενώς τον Α. Γ., ο οποίος βρισκόταν στο μέσον της οδού … και μάλιστα στο ύψος της πινακίδας του καταστήματος με την επωνυμία “…”, με όλες τις πιθανές αποκλίσεις προς τις κατευθύνσεις του ορίζοντα, οι οποίες δεν κατέστη δυνατό με ακρίβεια να προσδιοριστούν, χωρίς όμως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, το θύμα να βρέθηκε σε κάποια από τις απεικονιζόμενες στο σχεδιάγραμμα της έκθεσης αυτοψίας θέσεις Α και Β δεδομένου ότι τόσο το θύμα, όσο και ο βάλλων, κατά τη στιγμή του πυροβολισμού κινούνταν ασύντακτα στο χώρο (βλ. (Α) α) Την κατάθεση στο ακροατήριο του Η. Τ., ο οποίος ανέφερε ότι: “ο Γ. ήταν απέναντι από το κατάστημα “…” περίπου στο μέσον της … και κατά το μήκος της”, β) την κατάθεση στο ακροατήριο του Ε. Τ., ο οποίος κατέθεσε πρωτοδίκως ότι το θύμα “έπεσε μπροστά στο ύψος του καταστήματος “…”, στις μπάλες κοντά”, γ) την προανακριτική κατάθεση του Ν. Ρ., ο οποίος εξεταζόμενος ισχυρίστηκε πως μαζί με το θύμα βρέθηκαν στη μέση του πεζοδρόμου της οδού … και ότι σε απόσταση 15-20 μέτρων είδαν τους δύο αστυνομικούς, καθώς και δ) την κατάθεση του τελευταίου (Ν. Ρ.) ενώπιον του 9ου Ανακριτή Αθηνών, στις 19.12.2008, όπου εξεταζόμενος ισχυρίστηκε ότι μαζί με το θύμα βρέθηκαν στο μέσο της οδού …, δίπλα στο κατάστημα “…” και συγκεκριμένα στο ύψος της αρχής της πινακίδας, (Β) Την υπ’ αριθμ. Πρωτ. 3022/ 13/20525 – ια/12-1-2009 Έκθεση Βλητικής Διερεύνησης του Τμήματος Εργαστηρίων Πυροβόλων Όπλων και Ιχνών Εργαλείων της ΔΕΕ, στην οποία επισημαίνεται η δυσκολία ακριβούς προσδιορισμού της θέσης βάλλοντα(ο)ς και θύματος και της κατεύθυνσης της βολίδας και επιπροσθέτως διατυπώνεται ευθέως η άποψη, ότι ενόψει της κίνησης του βάλλοντα(ο)ς και του βαλλομένου, μπορούν να δοθούν απαντήσεις που να ανταποκρίνονται σε περισσότερες από μία εκδοχές και ερμηνείες (σελ. 7 παρ Ζ), καθώς και (Γ) την κατάθεση στο ακροατήριο του Γ. Ρ., τεχνικού συμβούλου της πολιτικής αγωγής, ο οποίος ανέφερε ότι (… “η πιθανολόγηση των σημείων Α και Β, ως σημείων προσδιορισμού του θύματος, είναι παρακινδυνευμένη, ενώ οι τρεις θέσεις του θύματος (Α, Β, C), όπως και οι ενδιάμεσες, είναι πιθανές και οποιαδήποτε μετακίνηση σημαίνει και αντίστοιχη μετακίνηση του βάλλοντα(ο)ς”). Η βολίδα έπληξε τον ανήλικο στο αριστερό ημιθωράκιο μεταξύ 4 cm και 5 cm πλευράς σε ύψος 1, 33 cm από τα κάτω άκρα του, με πορεία από μπροστά άνω και αριστερά, προς τα πίσω κάτω και δεξιά, σε γωνία 30 μοιρών, προκαλώντας του τυφλό τραύμα θώρακος (διαμπερή τρώση θωρακικής αορτής, πρόσθιας μοίρας του περικαρδίου και της καρδίας) εξαιτίας δε αυτού, ως μόνης ενεργού αιτίας, επήλθε αμέσως ο θάνατός του (βλ. την υπ’ αρ. πρωτ. 2135/17-12-2008 Ιατροδικαστική Έκθεση Νεκροψίας – Νεκροτομής του Χ. Λ.). Το ότι η μοιραία βολίδα ακολούθησε τη διαδρομή που προαναφέρθηκε, προκύπτει αδιαμφισβήτητα από τη συνδυαστική ερμηνεία των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκαν στο πλαίσιο της κύριας ανάκρισης, περιλαμβάνοντας την ενδελεχή εξέταση ευρέος φάσματος στοιχείων, ιδίως της με αριθμό πρωτ. 3022/13/ 20525-ια/12.1.2009 Έκθεσης Βλητικής Διερεύνησης του Τμήματος Εργαστηρίων Πυροβόλων Όπλων και Ιχνών Εργαλείων της ΔΕΕ (βλ. αυτήν καθώς και τα συνημμένα σε αυτή σχεδιαγράμματα 1-3 ως προς τις θέσεις βάλλοντος και θύματος) και τις υπ’ αριθμ. Πρωτ. 3022/12/991-η/12-1-2009 Έκθεση Εργαστηριακής Εξέτασης του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικής Μικροσκοπίας της Δ.Ε.Ε, από την οποία προέκυψε ότι το χημικό στοιχείο μόλυβδος της βολίδας ανιχνεύθηκε στην κρίσιμη πακτωμένη μπάλα από μπετόν, όπως επίσης και τα χημικά στοιχεία χαλκός και ψευδάργυρος, προερχόμενα από το κράμα επένδυσης της σφαίρας (βλ. την Έκθεση Εργαστηριακής Εξέτασης και ιδίως σελ. 4 αυτής). Η συνδυαστική ερμηνεία των εν λόγω εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης γεννά υψηλό βαθμό βεβαιότητας, ότι τα περιστατικά έλαβαν χώρα όπως ανωτέρω εκτέθηκαν, οι δε γνωμοδοτήσεις των τεχνικών συμβούλων της πολιτικής αγωγής και των κατηγορουμένων, οι οποίες έχοντας σε κάθε περίπτωση την αποδεικτική ισχύ εγγράφων και μη συνιστώσες ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, εκτιμώνται ανάλογα (Γνμδ ΕισΑΠ 7/2008 Ποιν Δνη 2009, 296), δεν αμφισβητούν, αλλά αποδέχονται τα ευρήματα αυτά (βλ. ειδικότερα 1) την από 22-1-2009 Έκθεση Υποβολής Παρατηρήσεων επί των γενόμενων πραγματογνωμοσυνών του ειδικού ιατροδικαστή Σ. Μ. και του πραγματογνώμονα ειδικού σε θέματα πυροβόλων όπλων Γ. Ρ., τεχνικών συμβούλων της πολιτικώς ενάγουσας (διεξοδικά δε τις σελ. 24, 29-30, 32 αυτής) και 2) την από 20.1.2009 Ιατροδικαστική Έκθεση του Ιατροδικαστή Μ. Μ., τεχνικού συμβούλου των κατηγορουμένων (και διεξοδικά τις σελ 6 και 8 αυτής). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί το γεγονός ότι τα ενδύματα και τα υποδήματα του θύματος εξετάστηκαν εργαστηριακά και δεν ανιχνεύτηκαν υπολείμματα εύφλεκτης ύλης σε αυτά (βλ. σχετ. την από 18.12.2008 Έκθεση Εργαστηριακής Εξέτασης του Ε. Κ. και Χ. Χ.), στοιχείο το οποίο σε συνδυασμό με το ότι το θύμα απομακρύνθηκε για αρκετά μέτρα συρόμενο στο έδαφος από παρευρισκόμενους, καταδεικνύει με τον πλέον αδιάψευστο και σαφή τρόπο, ότι δεν υπήρξε στο σημείο εκείνο ούτε έκρηξη, αλλά ούτε και διασπορά εύφλεκτης ύλης από αυτοσχέδιες βόμβες και ως εκ τούτου καταρρίπτεται και για το λόγο αυτό ο σχετικός ισχυρισμός των κατηγορουμένων. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι η πτώση του Α. Γ. έγινε άμεσα αντιληπτή από παρευρισκομένους αυτόπτες μάρτυρες (βλ. σχετ. α) την κατάθεση του Η. Τ., ο οποίος κατέθεσε ότι “Άκουσα το “μπαμ” και μετά είδα τον Α. να πέφτει. Μπροστά και αριστερά μου τον είχα τον Α.. Τον έβλεπα τον Α.. Όταν έπεσε έβγαλε μια φωνή πόνου, ακούστηκε ένα “αα”, β) την ενώπιον του 9ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών κατάθεση του Ν. Ρ., στις 19.12.2008, ο οποίος κατέθεσε ότι “όταν δέχθηκε τη σφαίρα έβγαλε ένα αχ, όχι όμως πολύ δυνατή φωνή. Εγώ πάντως το άκουσα. Όταν τον σέρναμε προς τα πίσω και ο κόσμος κατάλαβε τι έγινε, ακούστηκαν δυνατές φωνές “χτυπήθηκε το παιδί, φέρτε έναν γιατρό, πάρτε το 166.”, γ) την κατάθεση του Ε. Τ., ο οποίος στις 12.2.2009, ισχυρίστηκε ενώπιον του 9ου Ανακριτή Αθηνών, ότι “εγώ αμέσως πήγα προς αυτόν και μαζί με ένα άλλο παιδί τραβήξαμε τον Α. προς τα πίσω, μέχρι τη ……ενώ ήμουν απασχολημένος με τον Α., όταν σε κάποια στιγμή σήκωσα το κεφάλι, οι αστυνομικοί είχαν φύγει. Πάντως ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί φώναζε πολύ δυνατά “το χτυπήσανε το παιδί, ένα γιατρό” . Είμαι σίγουρος ότι οι αστυνομικοί μπορούσαν να ακούσουν αυτές τις φωνές. Παρ’ όλα αυτά σηκώθηκαν και έφυγαν χωρίς να δώσουν καμία βοήθεια”, δ) την κατάθεση του Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι “Είδα ένα άτομο να πέφτει …Δεν μπορώ να διακρίνω σε ποιον πυροβολισμό έπεσε το θύμα. Έπεσε ελαφριά δεξιά στις μπάλες, προς το μέσον της … Την ώρα που έπεσε το θύμα το είδα. Απείχα 20-25 μέτρα από το θύμα εγώ. Ο αστυνομικός ήταν πιο κοντά στο θύμα, όχι εγώ. Την ώρα που πέφτει, οι αστυνομικοί στέκονταν εκεί, στην κορυφή της …. Δεν μπορώ να πω μέτρα…Αντιλήφθηκα αμέσως ότι κάποιος έπεσε κάτω στο έδαφος, αλλά δεν πήγε το μυαλό μου στο κακό, ότι είχε κτυπηθεί άτομο. Είδα ότι τον τραβούσε ένας από το χέρι προς τα πίσω. Θεώρησα ότι δεν ήσαν πραγματικά πυρά, ότι ήσαν πλαστικά. Σίγουρα μπορούσαν οι αστυνομικοί να αντιληφθούν ότι κάποιος έπεσε, δεν είχαν κάποιο εμπόδιο στην ορατότητα που να τους εμποδίζει να δουν ότι κάποιος έπεσε. Οι λάμπες φωτισμού εξασφάλισαν πλήρη ορατότητα. Σίγουρα είδε το αποτέλεσμα του πυροβολισμού. Ο Α. έπεσε κατευθείαν με τους πυροβολισμούς. Θα μπορούσαν να κατευθυνθούν οι αστυνομικοί προς το άτομο που έπεσε, δεν υπήρχε εμπόδιο ανάμεσα…Όσο σίγουρος είμαι ότι είδα το παιδί να πέφτει, τόσο σίγουρος είμαι ότι μπορούσαν να το δουν και αυτοί. Έφευγαν με κανονικό βήμα και συνήθη, ήσυχα. Ο τρόπος που αποχώρησαν προφανώς δεν δικαιολογείται, αφού πρέπει να κατάλαβαν ότι κτύπησαν κάποιον….”, ε) την κατάθεση του Ξ. Π., ο οποίος κατέθεσε ότι “Δεν μπορώ να ξέρω αν υπήρχαν άλλα άτομα μπροστά από τη φιγούρα που έσπρωχναν, πίσω τους φαίνονταν κάποιες φιγούρες, λίγο, από δίπλα. Δεν μπορώ να ξέρω πού ήταν, πού στέκονταν η φιγούρα που έσερνε αυτόν που έπεσε. Η φιγούρα πού δέχθηκε τη βολή αν είχε ξεχωρίσει, δεν μπορώ να το πω, ούτε ποιος ήταν εμπρός, πίσω ή δίπλα. Εγώ βλέπω ένα σύνολο από φιγούρες προς τα κάτω. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν κάποιος ήταν πιο μπροστά από τους άλλους. Διάσπαρτοι ήσαν. Έχω μια ενιαία εικόνα των σκιών. Δεν είδα την πτώση του παιδιού κάτω, ήταν σε αρκετή απόσταση από μένα. Αυτός που δέχθηκε τη βολή δεν τον άκουσα να λέει κάτι, είναι μακριά η απόσταση. Οι κινήσεις έδειχναν μια αναστάτωση μετά τον πυροβολισμό. Οι αστυνομικοί ήταν πιο κοντά σε αυτόν που έπεσε. Φαντάζομαι ότι ο αστυνομικός είδε το άτομο που έπεσε και το τραβούσαν πίσω. Έκαναν μεταβολή οι αστυνομικοί και έφυγαν…Στοιχείο ότι το είδαν το θύμα να πέφτει δεν έχω, λογικά πρέπει να το είδαν”, στ) την κατάθεση του Ε. Ζ., ο οποίος ανέφερε ότι “θυμάμαι ότι κοίταξα στο βάθος της … και είδα ένα σώμα στο έδαφος και ένα σώμα να τραβάει το πεσμένο σώμα. Έναν είδα εγώ να τον τραβάει. Τον τράβηξε προς τα δεξιά…. Τον είδα πεσμένο στο βάθος, εκεί που ήσαν τα άτομα, προς τη ……Δεν μπορώ να πω πού έπεσε ακριβώς, ήταν πιο κοντά στη … πάντως…. ‘Οσο έσερναν το σώμα άκουγα ουρλιαχτά. Όταν οι αστυνομικοί είχαν ανέβει τη … και πλησίαζαν τη … άκουσα κάποιον να φωνάζει “δολοφόνοι”. Δεν είδα ποιος το είπε, το πιθανότερο ήταν να ελέχθη από άτομο που ήταν στο χώρο της καφετέριας. Νομίζω πως ναι, μπορούσαν να την ακούσουν οι αστυνομικοί αυτή τη φράση, “δολοφόνοι”…. Πεσμένο το είδα το θύμα, πριν δεν το είχα δει. Θυμάμαι την εικόνα του πυροβολισμού και μετά την εικόνα ενός ατόμου πεσμένου κάτω. Είδα το άτομο στο έδαφος και σχεδόν είδα τους αστυνομικούς να περνάνε από δεξιά μου. Από μπροστά μου για δευτερόλεπτα πέρασαν”, ζ) την κατάθεση της Λ. Β., η οποία ανέφερε ότι: “Εγώ τρόμαξα όταν άκουσα πυροβολισμό. Τραβήχτηκα πίσω και μετά αμέσως ξαναβγήκα μπροστά και τους είδα να φεύγουν. Δεν κοίταξα κι εγώ να δω τι κτύπησαν. ‘Ακουσα ομιλίες ότι κτύπησαν ένα παιδί. Δεν φώναζαν δυνατά. Μου έδωσαν την εντύπωση ότι κάτι συνέβη. Αυτό δευτερόλεπτα από την αποχώρησή τους. Μετά άκουσα κάποιον να λέει ότι κτυπήθηκε ένα παιδί. Την ώρα που το ακούω αυτό, οι αστυνομικοί δεν είναι στο οπτικό μου πεδίο.” και η) την κατάθεση του Β. Π., ο οποίος ανέφερε ότι “δεν άκουσα κάποιον εκεί μετά τον πυροβολισμό να απευθύνεται προς αστυνομικούς και να τους αποδοκιμάζει, ο ψιλικατζής από κάτω μου είπε ότι τους αποκάλεσε, τους φώναξε “δολοφόνοι” όταν έφευγαν. Έχει πεθάνει τώρα ο ψιλικατζής”. Από τις παραπάνω καταθέσεις, κατά τρόπο απολύτως βέβαιο και σαφή, προκύπτει ότι και οι δύο κατηγορούμενοι είχαν αντιληφθεί ότι ένα τουλάχιστον άτομο είχε πληγεί από τους πυροβολισμούς του Ε. Κ., καθόσον η πτώση του θύματος υπήρξε ακαριαία και η αντίδραση των φίλων του που έσπευσαν να τον ανασηκώσουν και να τον μετακινήσουν ήταν άμεση, ενώ η εικόνα του θύματος και η κηλίδα αίματος στο θώρακά του, που επίσης έγιναν άμεσα αντιληπτές, προκάλεσαν αναστάτωση και ταραχή στους παρευρισκόμενους, που εκδηλώθηκε με κραυγές αγωνίας, ουρλιαχτά και απεγνωσμένες εκκλήσεις για παροχή βοήθειας, γεγονότα που δεν ήταν δυνατόν να διαφύγουν της προσοχής των κατηγορουμένων. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι παρά τις κραυγές και τις αγωνιώδεις εκκλήσεις του πλήθους για την ειδοποίηση ασθενοφόρου, οι κατηγορούμενοι αποχώρησαν επιδεικνύοντας πλήρη αδιαφορία και απάθεια για το αποτέλεσμα της πράξης τους. Το ως άνω συμπέρασμα εξάγεται τόσο από το οπτικοακουστικό υλικό, που προσκόμισε η Λ. Β., όσο και από τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων, οι οποίοι αναφερόμενοι στα μετά τη χρήση του όπλου περιστατικά, χαρακτηριστικά σκιαγραφούν την απαθή και προκλητική συμπεριφορά των κατηγορουμένων (βλ. α) την κατάθεση του Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι “Σε λίγο γύρισαν και έφυγαν περπατώντας με βηματισμό σταθερό και αργό, συνηθισμένο βηματισμό. Μαζί αποχώρησαν. Πρώτα ήταν ο πιο εύσωμος, ουσιαστικά όμως, ταυτόχρονα αποχώρησαν…. Μεταξύ τους όταν αποχωρούν δε μιλούν, δεν διαπληκτίζονται. Μου έκανε εντύπωση αυτό. Κατά την αποχώρηση δεν υπήρξε πυροβολισμός. Όταν γύρισαν να φύγουν δεν υπήρξε κάτι εναντίον των αστυνομικών. Οι φιγούρες στη … δεν μετακινήθηκαν κατά των αστυνομικών, ούτε και αντικείμενα έπεσαν εναντίον τους κατά την αποχώρησή τους….Έφυγαν με κανονικό βήμα και συνήθη, ήσυχα. Ο τρόπος που αποχώρησαν προφανώς δεν δικαιολογείται, αφού πρέπει να κατάλαβαν ότι κτύπησαν κάποιον.”, β) την κατάθεση του Ξ. Π., ο οποίος κατέθεσε ότι “Έκαναν μεταβολή οι αστυνομικοί και έφυγαν. Μαζί έφυγαν, δεν προπορευόταν κάποιος. Πριν πέσει ο πυροβολισμός ο κοντός αστυνομικός είναι στην περιοχή. Τους ξαναβλέπω σαν ενιαία εικόνα στην αποχώρηση. Μπροστά μας πέρασαν, στο 1,5 μ, μισό βήμα ο ένας μπρος από τον άλλο. Κανονικό βηματισμό είχαν, κανονικά αποχώρησαν. Όταν έφευγαν οι αστυνομικοί, δεν μπορώ να πω σε τι κατάσταση ήσαν. Δεν φαίνονταν πανικόβλητοι ή αλαφιασμένοι. Δεν συνομίλησαν μεταξύ τους όταν πέρασαν από μπροστά μας. Αν διαπληκτίζονταν θα είχαν έντονη φωνή, σίγουρα δεν διαπληκτίζονταν, θα τους άκουγα. Δεν υπήρξε περίπτωση που να έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή των αστυνομικών””, γ) την κατάθεση του Ε. Ζ., ο οποίος ανέφερε ότι “….Ενόσω αποχωρούσαν, δεν έγινε κάτι απειλητικό σε βάρος τους, ούτε έπεσε κάτι εναντίον τους. Όταν γύρισαν να φύγουν, έφυγαν περπατώντας με ήρεμο τρόπο, δεν είχαν βιαστικό περπάτημα. Δεν θυμάμαι πώς έφυγαν μεταξύ τους. Ταυτόχρονη ήταν η αποχώρησή τους.”, δ) την κατάθεση του Β. Π., ο οποίος κατέθεσε ότι: “Μετά τον πυροβολισμό γύρισαν για να φύγουν, τους είδα που γύρισαν την πλάτη και έκαναν ένα – δύο βήματα. Τότε μπαίνω μέσα στο σπίτι με σκοπό να κατέβω στο δρόμο. Δίπλα – δίπλα αποχωρούν. Κανονικό βηματισμό είχαν, όχι τρέξιμο.. Δεν είδα να απειλούνται οι αστυνομικοί από ανθρώπους ή από αντικείμενα. Από την ώρα που ήρθαν μέχρι που έφυγαν δεν τους απείλησε κάτι… “. ε) την κατάθεση της Λ. Β., η οποία ανέφερε ότι “Οι αστυνομικοί πυροβόλησαν και έφυγαν ταυτόχρονα, αλλά όχι ο ένας δίπλα στον άλλο. Πρώτα ο ένας και μετά ο άλλος. Χωρίς να είμαι σίγουρη, νομίζω ότι μπροστά ήταν ο πιο ψηλός και ο άλλος πίσω. Σχεδόν ταυτόχρονα έφυγαν οι αστυνομικοί, με απόσταση μεταξύ τους. Κατά την αποχώρησή τους δεν άκουσα πυροβολισμό. Ήρεμα αποχώρησαν, σαν να πήγαιναν βόλτα. Δεν έτρεξαν. Όταν έφυγαν προς τα πάνω, έφευγαν περπατώντας, ο ένας γύρισε και κοίταξε προς τα πίσω. Μου έδωσαν την εντύπωση μιας ήρεμης αποχώρησης. Αυτό μου έκανε φοβερή εντύπωση. Δεν τους κυνήγησε κανείς τους αστυνομικούς, όλοι στράφηκαν προς το παιδί.” και στ) την κατάθεση του Η. Τ., ο οποίος κατέθεσε ότι: “Όταν έφευγαν οι αστυνομικοί, δεν προπορευόταν κάποιος, με αργό βήμα έφευγαν και σίγουρα δεν έτρεχαν. Από τις κινήσεις τους δεν αντιλήφθηκα ότι φοβήθηκαν οι αστυνομικοί, ούτε και υπήρξε γεγονός που να απειλήθηκε η ζωή τους.”. Η ανάρμοστη και προκλητική συμπεριφορά, όμως, των κατηγορουμένων δεν είχε ολοκληρωθεί, καθόσον, όταν αυτοί κατευθύνονταν προς την οδό …, και ενώ διέρχονταν παραπλεύρως των ανδρών της διμοιρίας ΥΑΤ, μολονότι ερωτήθηκαν από κάποιους από αυτούς για το τι συνέβη, ωστόσο τους αγνόησαν επιδεικτικά, δεν τους ενημέρωσαν, ούτε για τις συνθήκες εμπλοκής τους στο περιστατικό, ούτε για τη χρήση όπλου, ούτε για την πλήξη ατόμου, επιπροσθέτως δε, τους προσπέρασαν, με γοργό βηματισμό και εν τέλει επιβιβάστηκαν στο περιπολικό όχημά τους με κατεύθυνση προς το ΑΤ Εξαρχείων (βλ. α) την κατάθεση του Α. Ρ., ο οποίος ανέφερε ότι “Όταν τους είδαμε εμείς για πρώτη φορά στη …, επέστρεφαν. Πέρασαν από δίπλα μας. Δεν σταμάτησαν. Κάποιοι από τη διμοιρία, περισσότεροι από ένας, τους ρώτησαν νομίζω, τι έγινε. Δεν απάντησαν οι κατηγορούμενοι, έφυγαν με γρήγορο βηματισμό, ούτε τρέξιμο, ούτε βάδιν… Από τη διμοιρία πετάχτηκαν άτομα και ρώτησαν τους κατηγορουμένους τι συμβαίνει. Δεν πήραμε απόκριση…” και β) την κατάθεση του Α. Δ., ο οποίος ανέφερε ότι “Όταν διασταυρωνόμαστε με τους κατηγορουμένους σίγουρα ένας συνάδερφος, αλλά μπορεί και περισσότεροι, τους ρώτησε τι έγινε…. Δεν απάντησαν οι κατηγορούμενοι στην ερώτηση…Εγώ τους βλέπω τους κατηγορουμένους στη …, όταν επιστρέφουν. Δεν υπάρχει κάτι εκείνη τη χρονική στιγμή που να εμπνέει φόβο, το αντίθετο, ασφάλεια μάλλον… Εκείνη την ώρα δεν έγινε επεισόδιο, γι’ αυτό υποχωρήσαμε.”. Στο σημείο τούτο επισημαίνεται ακόμη ότι και οι δύο κατηγορούμενοι απέφευγαν να δώσουν το στίγμα τους στο Κέντρο ‘Αμεση(ς) Δράσης, παρά τις αγωνιώδεις εκκλήσεις του αξιωματικού υπηρεσίας και το σπουδαιότερο, απέφευγαν, τόσο να ενημερώσουν για τη χειροβομβίδα της κρότου λάμψης και του όπλου, όσο και για την πλήξη ανθρώπου, την οποία ασφαλώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, έχουν αντιληφθεί. Ενδεικτικό της συμπεριφοράς τους μάλιστα είναι και το γεγονός, ότι δεν εκτελούσαν συστηματικά την εντολή που έλαβαν, ακόμη και με τη μορφή παράκλησης να επικοινωνήσουν μέσω των κινητών τηλεφώνων τους [βλ. το με αριθμό πρωτ. 2004/ 17/ 47/ 69 – κγ ” έγγραφο της Διεύθυνσης Τεχνικών (5° Τμήμα Τεχνολογικών Συστημάτων (41) του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας με θέμα παροχή στοιχείων των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών μεταξύ Κέντρου ΔΑΕ και οχήματος Εξαρχείων, στο οποίο αποτυπώνεται η εντολή του Κέντρου ‘Αμεσης Δράσης: “Παρακαλώ με τον υπεύθυνο ιεραρχικά ανώτερό τους Ταξίαρχο, ο οποίος επιμόνως ζητούσε την επικοινωνία. Ανακεφαλαιώνοντας, καθίσταται σαφές από τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, ότι οι κατηγορούμενοι, αν και είχαν εντολή να βεβαιώσουν τροχονομική παράβαση επί της οδού Λεωφ. …, αγνόησαν αυτήν (εντολή) και για λόγους αδιευκρίνιστους διήλθαν την οδό …, όπου στη συμβολή αυτής με την οδό …, στάθμευσαν προσωρινά το περιπολικό όχημα και επιδίωξαν να προκαλέσουν τα ευρισκόμενα νεαρά άτομα επ’ αυτής (…), τα οποία ήταν περίπου δέκα (10) με δεκαπέντε (15). Η επιδίωξή τους αυτή τελεσφόρησε, καθόσον ακολούθησαν φραστικές αντιπαραθέσεις μεταξύ αυτών (των αστυνομικών) και των νεαρών ατόμων. Αποδείχθηκε ακόμη, ότι αφενός τα νεαρά άτομα εκτόξευσαν εναντίον των αστυνομικών μία πλαστική φιάλη και ένα γυάλινο αντικείμενο, και ότι αφετέρου οι αστυνομικοί εκτόξευσαν προς την πλευρά των νεαρών ατόμων μια χειροβομβίδα κρότου-λάμψης. ‘Αλλα αντικείμενα προς την πλευρά των αστυνομικών δεν εκτοξεύθηκαν, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο δικογραφίας ότι έλαβε χώρα σε βάρος των κατηγορουμένων άλλης μορφής επιθετική ενέργεια, από ομάδα ατόμων ή από τα ευρισκόμενα εκεί νεαρά άτομα. Περαιτέρω όμως εδώ, θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Ναι μεν, προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος χρησιμοποίησε το όπλο του και πυροβόλησε προς εκτόνωση του θυμού του και από στείρα ικανοποίηση της, κακώς εννοούμενης υπερηφάνειας του, αν όχι του, κατά την αυθαίρετη εκτίμηση του ιδίου, θιγέντος “ανδρικού φιλότιμου” και προς ικανοποίηση του ανδρισμού του με την πιο επικίνδυνη επίδειξη αυτοπεποίθησης, επιδιώκοντας άμεσα το θάνατο του θύματος, πλην όμως ο θυμός – οργή, που ένιωθε ο πρώτος κατηγορούμενος γενικά για όλους τους συγκεντρωμένους νέους, που βρίσκονταν απέναντί του, δεν απέκλειε την ήρεμη ψυχική σκέψη, εξαιτίας της προκληθείσας σε βάρος του (ήπιας, λεκτικής κυρίως) επίθεσης, γιατί αυτή δεν ήταν επικίνδυνη για τη σωματική του ακεραιότητα ή τη ζωή του, ώστε να τον περιάγει σε τρόμο ή πανικό και να αδρανοποιηθεί έτσι η ήρεμη σκέψη του, η οποία υπήρχε και δεν εξέλειψε κατά το στάδιο, που χρησιμοποίησε το όπλο του και αυτή η ήρεμη σκέψη τον οδήγησε και στη λήψη και εκτέλεση της απόφασης να πυροβολήσει κατά πλήθους. Αυτός επίσης, γνώριζε πολύ καλά, λόγω της ιδιότητάς του ως αστυνομικός, ότι μπορούσε να αποκρούσει τη συγκεκριμένη επίθεση, μεταχειριζόμενος, όπως και είχε διδαχθεί και εκπαιδευθεί να κάνει, αρχικά με απλά μέτρα αντιμετώπισης της επίθεσης, όπως γνωστοποίηση της ιδιότητάς του και πρόσκληση προς τους νέους, είτε υπαναχώρησή τους από την επίθεση, είτε να συμμορφωθούν αποχωρώντας από την περιοχή και σε περίπτωση που αυτά τα μέτρα απέβαιναν άκαρπα, τότε να χρησιμοποιήσει ηπιότερα, της σκόπευσης με όπλο, μέτρα εκφοβισμού, όπως πυροβολισμό στον αέρα. Εξάλλου, απολύτως ήρεμη ψυχική κατάσταση σπανίως υπάρχει, αλλά η μικρή και απότομη ταραχή δεν ομοιάζει καθόλου προς την απότομη και αιφνίδια υπερένταση συναισθήματος ή πάθους και δεν θεωρείται επομένως ότι υπάρχει τέτοιος βρασμός, όταν η ανθρωποκτονία τελέσθηκε υπό την επίδραση κάποιας συνηθισμένης οργής ή απλού διαπληκτισμού, διότι τα αίτια αυτά, ως ασήμαντα και μηδαμινά, δεν αιτιολογούν ανθρωποκτόνο πράξη (ΜΟΕΦ Πειρ 27- 31/1995 ΠΧρ ΜΕ, 350, ΑΠ 628/1986 Π.Χρ. ΛΣΤ, 706, ΑΠ 425/1979 Π.Χρ ΚΘ, 567). Στην προκειμένη περίπτωση τα συναισθήματα, από τα οποία εμφορούνταν ο πρώτος κατηγορούμενος δεν ανέκυψαν ούτε αιφνιδίως, ούτε είχαν μεγάλη ένταση, ούτε ήσαν ανεξέλεγκτα, αφού ήδη πριν τη χρήση του όπλου του κατά τη διάρκεια της τελευταίας επίθεσης, αυτός έχει ήδη δεχθεί λίγο πριν επίθεση (φραστική αλλά και με αντικείμενα), όταν διήλθε τη διασταύρωση των οδών … και … με το περιπολικό και ως εκ τούτου ήταν προϊδεασμένος για το ενδεχόμενο “επαναληπτικής” επίθεσης, όταν επέστρεψε πεζός. Ο πρώτος κατηγορούμενος όμως επέστρεψε με σταθερό και γοργό βηματισμό, όπως ανέφεραν αρκετοί μάρτυρες, γεγονός που αποδεικνύει ότι αυτός είχε συναισθηματική ψυχραιμία. Το γεγονός ότι ο ως άνω κατηγορούμενος ήταν ψύχραιμος και είχε αυτοπεποίθηση και δεν τελούσε σε πανικό, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι από τη μακρόχρονη θητεία του στο ΑΤ Εξαρχείων, γνώριζε ότι η οδός … συγκαταλέγεται μεταξύ άλλων οδών σε μια περιοχή με υψηλή εγκληματικότητα, συνιστάμενη αυτή στην “συστηματική” επιθετική δραστηριοποίηση αντιεξουσιαστών, οπότε μεταβαίνοντας εκεί, γνώριζε τους ενδεχόμενους κινδύνους, λόγω της ιδιαιτερότητας της περιοχής. Επιπλέον, την προαναφερθείσα ήρεμη ψυχική κατάσταση του πρώτου κατηγορούμενου κατά τη στιγμή του πυροβολισμού δεν την αναιρεί το γεγονός, ότι έκανε χρήση του όπλου του, μόλις το έβγαλε από τη θήκη του και δεν το κρατούσε (άπραγος) στο χέρι του, έστω και για ελάχιστα λεπτά – λίγα δευτερόλεπτα, γιατί και όταν η λήψη της απόφασης για θανάτωση άλλου και η εκτέλεσή της πραγματοποιείται με κάποια ταχύτητα, δεν αποκλείεται η ήρεμη ψυχική κατάσταση (βλ. ΑΠ 600/1982 Π. Χρ ΑΓ, 35). Κατ’ ακολουθία τούτων, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου περί ύπαρξης βρασμού ψυχικής ορμής στην προκειμένη περίπτωση. Στη συνέχεια, οι αστυνομικοί επιβιβάστηκαν στο περιπολικό όχημα, ανήλθαν την οδό … και στάθμευσαν κατά τα προαναφερόμενα στην οδό …. Η παρουσία τους εκεί έγινε αντιληπτή από τα μέλη της διμοιρίας που εκτελούσαν χρέη σκοπού, και οι οποίοι, όπως κατέθεσαν στο ακροατήριο, δεν διαπίστωσαν φθορές στο περιπολικό, πράγμα, που σε συνδυασμό με τα προαναφερόμενα, καταδεικνύει με τον πλέον σαφή και κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν υπήρξε σφοδρή ή ακόμη και ήπια επίθεση εναντίον των αστυνομικών και του περιπολικού, όπως οι τελευταίοι διατείνονται. Αμέσως μετά, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, χωρίς να ενημερώσουν το Κέντρο ‘Αμεσης Δράσης για τους σκοπούς τους και χωρίς να απαντούν στις κλήσεις του, κατευθύνθηκαν πεζοί προς τη συμβολή των οδών … και …, όπου άρχισαν να υβρίζουν τα νεαρά άτομα (βλ ως άνω) και ο πρώτος εξ’ αυτών αδικαιολόγητα, αναιτιολόγητα και χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση για χρήση πυροβόλου όπλου και επιπλέον χωρίς να υφίσταται, όπως θα εκτεθεί και παρακάτω, σε βάρος τους επίθεση ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου, έσυρε από τη θήκη του το όπλο, σκόπευσε με ανθρωποκτόνο πρόθεση, όπως επίσης θα αναλυθεί κατωτέρω, εναντίον των δέκα – δεκαπέντε νεαρών ατόμων, με αποτέλεσμα να προκαλέσει το θάνατο του Α. Γ. Επιπλέον, όσα εκτέθηκαν, σε συνδυασμό και με το οπτικοακουστικό υλικό της Λ. Β., η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητήθηκε, φανερώνουν: α) ότι αμέσως πριν τους πυροβολισμούς δεν υπήρξαν επιθετικές ενέργειες σε βάρος των κατηγορουμένων, δεδομένου ότι ούτε ακούγονταν θόρυβοι, ιδιαίτερα δε προερχόμενοι από εκρήξεις αυτοσχέδιων βομβών (όπως παραπλανητικά ισχυρίστηκε ο πρώτος κατηγορούμενος ανακριτικά, αναφερόμενος συγκεκριμένα σε έκρηξη μολότοφ, η οποία εξερράγη σε απόσταση δύο (2) μέτρων από αυτόν και τον συνάδερφό του), ούτε μετακινούνταν άτομα με σκοπό την επίθεση προς την πλευρά, που βρίσκονταν οι κατηγορούμενοι, ενώ παράλληλα κατά το χρόνο που προηγήθηκε των πυροβολισμών, υφίστατο ήπια κυκλοφορία οχημάτων στην οδό …, την οποία οι οδηγοί διέρχονταν αμέριμνοι και ανενόχλητοι, β) ότι κατά το χρόνο των πυροβολισμών δεν εκδηλώθηκε επίθεση σε βάρος των κατηγορουμένων από σύσσωμη ομάδα αναρχικών με κροτίδες, βόμβες μολότοφ και άλλα βαριά αντικείμενα, όπως αβασίμως και παραπλανητικά ισχυρίστηκαν οι κατηγορούμενοι απολογούμενοι και γ) ότι κατά το χρόνο αμέσως μετά τους πυροβολισμούς, δεν έλαβε χώρα επιθετική συμπεριφορά εναντίον τους. Αποδείχθηκε, ακόμη, από τις ως άνω μαρτυρικές καταθέσεις σε συνδυασμό και με το οπτικοακουστικό υλικό, ότι μετά τους πυροβολισμούς οι κατηγορούμενοι στέκονται απαθείς με μέτωπο προς την οδό …, έχοντας αντιληφθεί την πτώση ανθρώπου, αφού είχαν την ίδια οπτική εικόνα με τους μάρτυρες, που προαναφέρθηκαν και ακολούθως, αποχωρούν με προκλητικά απαθή και ψύχραιμο τρόπο από τη συμβολή των οδών … και … και μάλιστα με σταθερό, αλλά όχι έντονο βηματισμό, που δεν συνοδεύεται από κινήσεις, που να μαρτυρούν, ότι βρίσκονταν σε κατάσταση ταραχής, πανικού, φόβου για τη ζωή τους ή εν πάση περιπτώσει σε κατάσταση υπερδιέγερσης των συναισθημάτων τους. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονισθεί ότι η ως άνω αποχώρησή τους καταδεικνύει ακόμη περισσότερο την έλλειψη επιθετικής σε βάρος τους συμπεριφοράς, καθόσον, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, εάν δέχονταν επίθεση ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή σωματικής βλάβης, θα αποχωρούσαν τουλάχιστον με ταχύτητα. Εξάλλου, από την ανάλυση που προηγήθηκε, καθίσταται βέβαιο, ότι οι κατηγορούμενοι επιχείρησαν με τους κατά καιρούς επικαλούμενους ισχυρισμούς τους να παραπλανήσουν τις ανακριτικές αρχές, τα δικαστικά συμβούλια αλλά και το Δικαστήριο, προκειμένου να προσδώσουν στα πραγματικά περιστατικά άλλες διαστάσεις. Συγκεκριμένα, ο Ε. Κ. απολογούμενος ανέφερε ότι δέχθηκαν στην οδό … σφοδρή επίθεση από ομάδα ατόμων, που εκτόξευαν εναντίον τους πέτρες, μάρμαρα και άλλα αντικείμενα, πλην όμως κάτι τέτοιο ουδέποτε έλαβε χώρα. Σημειώνεται ακόμη, ότι στις απολογίες, που έδωσε διαδοχικά κατά την αυτεπάγγελτη αστυνομική προανάκριση, αλλά και κατά την κύρια ανάκριση που διενεργήθηκε, αναβάθμισε την ένταση της εναντίον τους αρχικής επίθεσης για να δώσει έμφαση στα πραγματικά περιστατικά (βλ. την απολογία του “ακριβές είναι ότι δημιούργησα την ένταση μεγαλύτερη, να αποδώσω κάτι περισσότερο στους επιτιθέμενους, ήθελα να δώσω ένταση στο επεισόδιο για να αμυνθώ… .”) και ότι επικαλέστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι βρισκόταν σε κατάσταση πανικού κατά το χρόνο που πυροβόλησε, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν επιβεβαιώθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε και η απαθής και αδιάφορη στάση του κατηγορουμένου απέναντι στο έννομο αγαθό της ζωής και από το γεγονός ότι μολονότι αντιλήφθηκε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, την πτώση του θύματος, ωστόσο αυτός σκεπτόταν τη διαδικασία Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης που θα ακολουθούσε λόγω ακριβώς της χρήσης του όπλου (βλ. την απολογία του “σκεφτόμουν τι θα ακολουθούσε, ολόκληρη διαδικασία με ΕΔΕ λόγω της χρήσης του όπλου…Την ΕΔΕ σκέφτηκα μετά τον πυροβολισμό”). Από τα προαναφερθέντα γίνεται φανερό ότι ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ομόφωνα ένοχος ανθρωποκτονίας από πρόθεση, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και μάλιστα με την επισήμανση ότι είχε ευθύ, ήτοι άμεσο δόλο κατά την τέλεση της παραπάνω εγκληματικής πράξης και όχι ενδεχόμενο δόλο, δοθέντος ότι τέτοια μεταβολή επιτρέπεται (βλ. ΑΠ 1100/1988 Ποιν Χρ ΛΘ, 181). Η ως άνω κρίση εξάγεται: α) από τους ωθούντες την ενέργειά του λόγους και συγκεκριμένα από την ακατάσχετη επιθυμία του να προκαλέσει με κάθε τρόπο τα άοπλα νεαρά άτομα και να κάνει επίδειξη ισχύος, εμφορούμενος από την ασφάλεια που του παρείχε η κατοχή του ατομικού του οπλισμού και χωρίς προηγουμένως να έχει προκληθεί (βλ. την κατάθεση του Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι “Στοιχεία επιθετικότητας οι αστυνομικοί παρουσίαζαν έντονα, έδειχναν οργή. Η συμπεριφορά τους ήταν εξαιρετικά επιθετική. Προκαλούσαν φόβο σε αυτούς που τους έβλεπαν και σε σχέση με όσα έλεγαν.”), β) από τις προηγηθείσες σχετικές απειλές, με τις οποίες εξέφρασε ρητώς ότι είχε ανθρωποκτόνο πρόθεση, καθόσον απηύθυνε στα νεαρά άτομα τις φράσεις “ελάτε τώρα ρε μουνιά”, “ελάτε να σας δείξουμε”, “ελάτε αν σας τολμάει”, “θα σας γαμήσουμε την Παναγία, ελάτε να σας δείξουμε ποιος είναι ο μάγκας” (βλ. σχετικά την κατάθεση του Ξ. Π., ο οποίος ανέφερε ότι: “Άκουσα πεντακάθαρα τη φράση “ελάτε ρε, ελάτε τώρα ρε μουνιά” Πεντακάθαρα ακούσθηκε η φράση “ελάτε τώρα ρε μουνιά”, την κατάθεση του Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι “Μιλούσαν σε επιθετικό τόνο. Συγκρό(ά)τησα τις φράσεις: “ελάτε ρε μουνιά”, “ελάτε να σας δείξουμε”, “ελάτε αν σας τολμάει”. Και οι δύο αστυνομικοί τις λένε… Στοιχεία επιθετικότητας οι αστυνομικοί παρουσίαζαν έντονα, έδειχναν οργή. Η συμπεριφορά τους ήταν εξαιρετικά επιθετική. Προκαλούσαν φόβο σε αυτούς που τους έβλεπαν και σε σχέση με όσα έλεγαν”, την κατάθεση του Ε. Τ., ο οποίος ανέφερε ότι: “Έλεγαν Θα σας δείξουμε, ελάτε ρε,”, την κατάθεση του Η. Τ., ο οποίος κατέθεσε ότι: “Όταν ήλθαν εκεί άκουσα φωνές πάλι από το μέρος των αστυνομικών, φώναζαν δυνατά και έβριζαν, είπαν “ελάτε ρε μουνόπανα”. Την απηύθυναν προς τα παιδιά τη φράση αυτή.”, την κατάθεση του Β. Π., ο οποίος ανέφερε ότι “όταν έρχονται και στέκονται εκεί οι αστυνομικοί και λίγο πριν φθάσουν υπήρξε βωμολοχία, έβριζαν από τα 5 – 10 μέτρα πριν φθάσουν εκεί που στάθηκαν. Έλεγαν “ελάτε ρε μουνάρες”. Δεν άκουσα άλλη βρισιά. Έκαναν χειρονομίες οι αστυνομικοί, έδειχναν τα γεννητικά τους όργανα.” και την προανακριτική κατάθεση του Ν. Ρ., ο οποίος κατέθεσε: “Έλεγαν οι αστυνομικοί ‘Θα σας γαμήσουμε την Παναγία, ελάτε να σας δείξουμε ποιος είναι ο μάγκας” οι οποίες καταδεικνύουν σε συνδυασμό με τα κατωτέρω αναφερόμενα το σκοπό του πρώτου κατηγορουμένου να αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή, γ) από το μέσο (όπλο) που χρησιμοποίησε, το οποίο ήταν επικίνδυνο, δραστικό και πρόσφορο κατά την κοινή πείρα που και ο ίδιος διέθετε, να προκαλέσει το θάνατο από την κοντινή απόσταση, από την οποία πυροβόλησε, και μάλιστα χωρίς προηγουμένως να προειδοποιήσει για τη χρήση πυροβόλου όπλου, δ) από την εγγύτητα της απόστασης μεταξύ του δράστη και του θύματος, η οποία κατά προσέγγιση, ανερχόταν, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, με κάθε πιθανή απόκλιση, σε είκοσι πέντε (25) με τριάντα (30) περίπου μέτρα (ΑΠ 347/2009,….), σε συνδυασμό με τον αριθμό των πυροβολισμών (ΑΠ 657/2010….), καθόσον ο δράστης σκόπευσε ευθεία και πυροβόλησε όχι μία, αλλά δύο (2) επαναληπτικές (συνεχόμενες) φορές εναντίον των νεαρών ατόμων, που προηγουμένως σκόπευσε, και όχι “στον αέρα”, (βλ. σχετ. α) την κατάθεση στο ακροατήριο του Ξ. Π., ο οποίος ανέφερε ότι: “Είδα να βγάζει ο πιο ψηλός και σωματώδης το όπλο, να στοχεύει και να πυροβολεί. Το όπλο το κρατάει με το δεξί χέρι ευθεία μπροστά, χωρίς διαγώνια. Το δεξί του χέρι το συγκρατεί με το αριστερό, δεν ήταν λυγισμένο. Τη φλόγα από το όπλο του είδα να φεύγει εμπρός, όχι πάνω, ούτε κάτω. ‘Ακουσα δύο πυροβολισμούς. Ένα μεγάλο “μπαμ” ήταν, συνεχόμενο. Δεν είχα εμπόδιο στην οπτική μου επαφή με τον πρώτο αστυνομικό. Το δεξί του χέρι το βλέπω όταν κάνει την έκταση, από τον αγκώνα και κάτω. Δεν έχω δει την κίνηση να βγάζει το όπλο. Το αριστερό συγκρατούσε, το είδα καθαρά…. Έβγαλε το δεξί χέρι μπροστά, προτεταμένο και το αριστερό να σταθεροποιεί το δεξί, ίσως να έχει μια ελαφριά γωνία. Το δεξί του χέρι το βλέπω όταν κάνει την έκταση, από τον αγκώνα και μετά. Το δεξί είναι προτεταμένο απόλυτα σε ευθεία γραμμή. Δεν έχει κλίση προς τα πάνω το χέρι…. Είδα μια φλόγα από την εκπυρσοκρότηση.. Η κατεύθυνση της λάμψης νομίζω ότι ήσαν στην ίδια κατεύθυνση, ευθεία.” β) την κατάθεση στο ακροατήριο του Κ. Λ., ο οποίος ανέφερε ότι: “…αυτός που ήταν δεξιά, ο πιο εύσωμος αστυνομικός, τραβάει το όπλο σημαδεύοντας προς τα άτομα που ήσαν στη ……. Με το δεξί του χέρι έβγαλε το όπλο.. Το βλέπω εγώ το δεξί του χέρι από τη στιγμή που το τεντώνει ευθεία μπροστά. Δεν το τείνει προς επάνω, δεν το λυγίζει στον αγκώνα. Όσο μπορώ να δω είναι ευθεία το χέρι του σε σχέση με τον νοητό άξονα του δρόμου. Το βλέπω το χέρι του περίπου στο ύψος του αγκώνα. Με το αριστερό χέρι συγκρατεί το δεξί. Το βλέπω ολόκληρο το αριστερό χέρι. Περίπου τη μισή παλάμη ή τον μισό καρπό πιάνει με το αριστερό, το δεξί χέρι. Το όπλο σε σχέση με τον καρπό του είναι στην ίδια ευθεία… Την ώρα που προτείνει το όπλο εστιάζω σε αυτόν και όχι προς την άλλη πλευρά. Πυροβόλησε δύο φορές απανωτά. Είδα λάμψη δύο φορές…) “γ) την κατάθεση στο ακροατήριο του Ε. Ζ., ο οποίος κατέθεσε ότι: “Ενώ συνεχίζονταν οι φωνές εκατέρωθεν, ο ένας αστυνομικός, αυτός που ήταν στα δεξιά, έβγαλε το όπλο και τέντωσε τα χέρια μπροστά, απέναντι στα άτομα που ήταν στην κάτω πλευρά. Το δεξί του χέρι κράταγε το όπλο και το αριστερό χέρι κρατούσε το δεξί. Το αριστερό χέρι δεν ήταν τεντωμένο όπως το δεξί. Και τα δύο χέρια του τεντωμένα ήσαν, απλά δεν μπορώ να πω αν ήσαν το ίδιο τεντωμένα. Το αριστερό δεν στήριζε τον αγκώνα αλλά το τελείωμα του δεξιού χεριού. Το όπλο δεν θυμάμαι ακριβώς αλλά ήταν σε ευθεία, όχι προς τα πάνω ούτε και προς τα κάτω. ‘Ακουσα δύο πυροβολισμούς, κοντά ο ένας με τον άλλον…. Το χέρι του σε σχέση με το σώμα του, είναι περίπου στο ύψος του στήθους. Έτσι όπως κρατούσε το όπλο, το πού στόχευε δεν μπορώ να το πω…. Είδα λάμψη μετά τον πυροβολισμό, μια λάμψη θυμάμαι…” δ) την κατάθεση στο ακροατήριο της Λ. Β., η οποία ανέφερε ότι: “Στόχευσαν ευθεία οι αστυνομικοί. Εγώ δεν έχω κοιτάξει από την άλλη πλευρά. Δεν το περίμενα αυτό, να βγάλουν όπλο… Δεν είχε κατεύθυνση ο πυροβολισμός προς τον ουρανό, ούτε διαγώνια. Ευθεία πυροβόλησαν. Είχαν λίγο λυγισμένα τα πόδια και τα χέρια. Δεν είδα λάμψη κατά τον πυροβολισμό. ‘Ακουσα δύο πυροβολισμούς συνεχόμενους, “μπαμ μπαμ”. Δεν είδα από ποιο όπλο βγήκαν” ε) την κατάθεση στο ακροατήριο του Β. Π., ο οποίος κατέθεσε ότι: “Κάποια στιγμή ο πιο εύσωμος έβγαλε το όπλο και πυροβόλησε δυο φορές. Και με τα δυο χέρια το κράτησε το όπλο. Από πάνω, από ψηλά όπως είμαι και τα δυο χέρια του είδα. Όλο το χέρι βλέπω. Τα χέρια του είναι ενωμένα όταν κρατούν το όπλο. Κατεύθυνση είχαν προς την οδό …. Τα πόδια ήταν λίγο ανοικτά και ελαφρά λυγισμένα. Από ψηλά φαινόταν καθαρά. Υπήρχε φως από τις λάμπες του δρόμου και στη …. Στόχευσε ευθεία… Πυροβόλησε δυο φορές… Είδα και τις δύο λάμψεις όταν πυροβόλησε” στ) την κατάθεση του Π. Β., ο οποίος ανέφερε ότι: “Ο αστυνομικός είχε όπλο στο δεξί του χέρι και πυροβόλησε προς …. Ολόκληρο το χέρι του είδα από την εξωτερική πλευρά. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν κρατούσε και με τα δυο του χέρια το όπλο. Θυμάμαι ένα χέρι και το όπλο, με το δεξί να κρατάει το όπλο. Σε σχέση με το δρόμο το χέρι του ήταν παράλληλα προς το δρόμο… μπροστά, ευθεία το κρατούσε το όπλο” και ζ) την ενώπιον του 9ου Τακτικού Ανακριτή Αθηνών κατάθεση του Ν. Ρ., στις 19.12.2008, ο οποίος κατέθεσε ότι, μετά τη ρίψη της φιάλης νερού προς τους αστυνομικούς ο πιο ψηλός από αυτούς έβγαλε το όπλο από τη θήκη του και κρατώντας το και με τα δύο χέρια ευθεία εμπρός σημάδεψε παίρνοντας θέση βολής και σκύβοντας λίγο, πυροβολώντας εν συνεχεία τρεις φορές και τέλος η) την απολογία του πρώτου κατηγορουμένου, ο οποίος ανέφερε ότι: “Δύο φορές πυροβολούμε όταν θέλουμε να σκοπεύσουμε… Πάνω στη σύγχυση, εγώ βλέπω το όπλο μπροστά μου κάθετα. Όταν πυροβολείς στον αέρα, ο πυροβολητής δεν βλέπει το όπλο… Το όπλο το είχα στο οπτικό μου πεδίο και κοίταζα ευθεία προς τα άτομα που επιτίθενται… Ο αγκώνας ήταν ψηλά, δεν θυμάμαι ακριβώς σε ποιο ύψος. Βλέπω αυτούς που είναι απέναντι από το όπλο μου, δεν μπορώ να δω τι ηλικία έχουν, δεν έχω δώσει σημασία στη διάπλασή τους, πλήθος έβλεπα πίσω από το όπλο μου… Το πρόσωπό μου είναι στραμμένο προς τους συγκεντρωμένους όταν πυροβολώ… Η φορά του σώματός μου την ώρα που πυροβολώ είναι προς το μέρος των επιτιθέμενων.,. Με κάλυπτε ο Σ. με το να είναι πίσω μου… Έχω μπροστά την κάνη του όπλου όταν πυροβολώ και βλέπω κτίριο και όπλο, ουρανό δεν βλέπω. Πριν τον πυροβολισμό από μένα τα άτομα ήσαν σε απόσταση 10-15 μ. και πίσω… Έχω θυμώσει που χρησιμοποίησα όπλο και γιατί δεν ήλθε δίπλα μας η διμοιρία. Δεν ξέρω γιατί δεν τους είπα για τον πυροβολισμό, το μόνο που σκεπτόμουν ήταν να απομακρυνθώ… Όταν μπήκαμε στο περιπολικό, δεν ενημερώσαμε το κέντρο για τον πυροβολισμό. Σκέφτηκα ότι θα ενημερώσω σε 1 -2 λεπτά το τμήμα όταν πάμε εκεί, δεν το θεώρησα άμεσο να ενημερώσω το κέντρο, αφού θα το έκανα στο τμήμα, δεν το αξιολόγησα τόσο άμεσο… Δεν ξέρω γιατί δεν το έκανα μέσα στο περιπολικό αυτό… Αμέλειά μας είναι ότι δεν ενημερώσαμε), γεγονός που φανερώνει την άκαμπτη βούλησή του να αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή), ζ) από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η πράξη, ήτοι χωρίς να υπάρξει σε βάρος τους σφοδρή επίθεση ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου από άτομα του αναρχικού ή αντιεξουσιαστικού χώρου, όπως αβάσιμα διατείνονται, ούτε όμως υπήρξε εναντίον τους εκ μέρους των νεαρών ατόμων οποιαδήποτε πρόκληση γεγονός που καταδεικνύει, επιπλέον, ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είχε σταθμίσει τη σημασία και τις συνέπειες της πράξης του, η) από το γεγονός ότι ο ίδιος μαζί με τον δεύτερο κατηγορούμενο επεδίωξαν να έλθουν εκ νέου σε αντιπαράθεση με τα νεαρά άτομα, που ευρίσκονταν στην οδό …, χωρίς προηγουμένως να ειδοποιήσουν το Κέντρο ‘Αμεσης Δράσης για τους σκοπούς τους και χωρίς να αναμένουν τη συνδρομή της διμοιρίας και θ) από τη φυγή του μετά την πράξη, ήτοι ότι μαζί με τον δεύτερο κατηγορούμενο αποχώρησε με προκλητικά απαθή και ψύχραιμο τρόπο από τη συμβολή των οδών … και …, καθόσον ο βηματισμός τους ήταν σταθερός και συνεχόμενος αλλά όχι έντονος (Α.Π. 205/2007, ΝΟΜΟΣ, Α.Π.362/2006 Ποιν. Δικ. 2006, 982, ΑΠ 1955/2001 Ποιν Λογ. 2001, 2419). Το γεγονός ότι η βολίδα εποστρακίστηκε στην τρίτη κατά σειρά πακτωμένη μπάλα, με άμεση συνέπεια ο Α. Γ. να πληγεί δευτερογενώς και όχι πρωτογενώς, δεν μπορεί να μεταβάλει τη μορφή του ανθρωποκτόνου δόλου του πρώτου κατηγορουμένου (από άμεσο σε ενδεχόμενο), καθόσον αυτός πυροβόλησε από απόσταση 25 με 30 περίπου μέτρα με ανθρωποκτόνο σκοπό, αλλά απέτυχε αυτού αρχικά πρωτογενώς, καθόσον τα νεαρά άτομα στη θέα του όπλου εκινούντο ασύντακτα στο χώρο προκειμένου να λάβουν μέτρα προφύλαξης. Σημειωτέον, ότι ο πρώτος κατηγορούμενος αρνούμενος την κατηγορία, ισχυρίζεται ότι πυροβόλησε δυο φορές στον αέρα προς εκφοβισμό των νεαρών ατόμων προκειμένου να επιτύχει την απομάκρυνσή τους, κατά τρόπο ώστε να απεγκλωβιστεί. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι αβάσιμος, αφού αν πράγματι πυροβολούσε στον αέρα για εκφοβισμό και όχι με ανθρωποκτόνο πρόθεση, δεν θα στόχευε ευθεία με προτεταμένο το δεξί του χέρι, αντιθέτως αν πράγματι ήθελε μόνο τον εκφοβισμό των νεαρών ατόμων θα έστρεφε την κάνη του όπλου σχεδόν κάθετα προς τον ουρανό και εκεί θα πυροβολούσε (βλ. ΕΔΔΑ Υπόθεση Οgur κατά Τουρκίας [20-5-1999] παρ. 83), πράγμα το οποίο ουδόλως αποδείχθηκε, δεδομένου ότι εάν η βολίδα προσέκρουε σε τοίχο ψηλά κτίριο ή μπαλκόνι και εφόσον δεν είχε εισχωρήσει σε αυτόν λόγω σαθρότητας, η παραμόρφωσή της θα ήταν διαφορετική και η πύλη εισόδου της στο σώμα του θύματος θα είχε διαφορετικές διαστάσεις (βλ. την κατάθεση του Ιατροδικαστή Χ. Λ. ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) και επιπρoσθέτως διότι ένας πυροβολισμός θα ήταν αρκετός προς εκφοβισμό και όχι δύο οι οποίοι ερρίφθησαν προς την πλευρά όπου βρίσκονταν τα νεαρά άτομα. Τέλος, σε κάθε περίπτωση, όλες οι προαναφερθείσες περιστάσεις – συνθήκες, υπό τις οποίες πυροβόλησε ο πρώτος κατηγορούμενος δεν δικαιολογούν την επικαλούμενη από τον ίδιο βάσιμη πεποίθησή του, ότι δεν θα επέλθει ο θάνατος κάποιου – οποιουδήποτε προσώπου από αυτά, που βρίσκονταν απέναντί του. Μία τέτοια πεποίθηση θα δικαιολογούνταν ύστερα από πυροβολισμό “απόλυτα” στον αέρα (δηλαδή σε εξακριβωμένο με ασφάλεια και αδιαμφισβήτητο τρόπο ανοιχτό σημείο – ουρανό), ενέργεια που δεν επέλεξε ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος σχεδόν ευθυγράμμισε παράλληλα, και όχι κάθετα, προς το έδαφος το δεξί του χέρι. Λιγότερο βάσιμη, σε σχέση με τα ανωτέρω, θα ήταν η πεποίθηση του κατηγορουμένου, ότι δεν θα επερχόταν ο θανάσιμος τραυματισμός ανθρώπου, αν τυχόν επέλεξε να πυροβολήσει προς το έδαφος και προς αντίθετη με το ιστάμενο στη θέση Α θύμα, όπως ισχυρίσθηκε εμμέσως ο συνήγορος αυτού, ισχυρισμός δηλαδή, που προέκυπτε από σχετικές ερωτήσεις του ανωτέρω προς διάφορους μάρτυρες, διότι η αναμφισβήτητη σκληρή επιφάνεια του πεζοδρόμου (στρωμένη με πλακάκια) και οι πακτωμένες διακοσμητικές μπάλες, επίσης αδιαμφισβήτητα σκληρή επιφάνεια, αφού είναι κατασκευασμένες από τσιμέντο και βρίσκονται και στις δύο πλευρές της οδού … μεγιστοποιούν, αν όχι “εξασφαλίζουν” το ενδεχόμενο εποστρακισμού της βολίδας και πολύ λιγότερο την ενσφήνωση αυτής, αφού μία τέτοια προοπτική (ενσφήνωση) προϋποθέτει επαφή της βολίδας με μαλακό αντικείμενο, όπως για παράδειγμα είναι το χώμα, η άμμος, το νερό (στο οποίο δεν ενσφηνώνεται ακριβώς, δηλαδή με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, (βλ. Σελίδα 29 από την από 22.1.2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης Ρ. – Μ.). Αν γινόταν δεκτή η παραδοχή ότι ο πρώτος κατηγορούμενος επέλεξε να πυροβολήσει προς την “ενοχοποιούμενη” διακοσμητική μπάλα, έχοντας την πεποίθηση ότι θα πετύχει ακίνδυνη για ανθρώπινο στόχο βολή, αυτή η πεποίθηση είναι άκρως ριψοκίνδυνη και παράλογη για έναν στοιχειωδώς εχέφρονα άνθρωπο, διότι το σχήμα του συγκεκριμένου αντικειμένου, οδηγεί με ασφάλεια στη σκέψη, ότι υπάρχει βάσιμος κίνδυνος εξοστρακισμού και ανεξέλεγκτης στη συνέχεια πορείας της βολίδας. Εξάλλου, η ανωτέρω διακοσμητική μπάλα ήταν πλησιέστερα στο θύμα από το δράστη, διότι απέχει από το σημείο Α (θέση θύματος) 10,25 εκ., ενώ από το σημείο Κ. (θέση δράστη) απέχει 17-18,75 εκ., οπότε σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται βάσιμη πεποίθηση αποφυγής του ενδεχόμενου θανάσιμου τραυματισμού ανθρώπου. Σε περίπτωση που ο παραπάνω κατηγορούμενος διακατέχονταν από συναισθήματα ευχής ή ελπίδας αποφυγής του συγκεκριμένου αποτελέσματος, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, δεν θεμελιώνεται νομικά, ο ισχυρισμός περί ενσυνείδητης αμέλειας, με την έννοια της ευχής της ελπίδας αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, διότι κατά την έχουσα βαρύνουσα σημασία άποψη μερίδας της νομολογίας (Α.Π. 1530/2008, Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου 2008, 574, Απόφαση Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού (ΒGΗ) της 8-5-2001 – ISLR 137/01 (LG Μunchen II) ΝStZ 2001, 6475 38 Ν.Β./2002.561) την οποία και το παρόν Δικαστήριο ενστερνίζεται, η επίδειξη-τήρηση επικίνδυνης συμπεριφοράς (όπως η χρήση όπλου), έστω και με την ελπίδα αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, καταδεικνύει ότι σπουδαιότερη για το δράστη είναι η επίτευξη του τελικού σκοπού του (π.χ. η επίδειξη ανδρισμού, ικανοποίηση εγωισμού) παρά η διαφύλαξη του εννόμου αγαθού, του οποίου πιθανολογείται ως ενδεχόμενο – προβλέπεται η βλάβη. ‘Αλλωστε τον πρώτο κατηγορούμενο δεν τον διακατείχε ούτε πεποίθηση ούτε ελπίδα ή ευχή περί μη επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος, αφού ο ίδιος κατά την απολογία του στο ακροατήριο ανέφερε: “όπου και να πυροβολήσεις και στον αέρα, η σφαίρα μπορεί να χτυπήσει κάποιον”, όπως επίσης ανέφερε “Στην άσφαλτο μπορεί να ενσφηνωθεί. Πάντα όμως υπάρχει ο κίνδυνος εξοστρακισμού” και ως εκ τούτου και των παραπάνω αναφορών αποδεικνύεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος προέβλεψε ως ενδεχόμενη συνέπεια το θανάσιμο τραυματισμό ανθρώπου και από πυροβολισμό στον αέρα, μολονότι ο ίδιος δεν πυροβόλησε στον αέρα, καθόσον κατά τη διάρκεια της απολογίας του ανέφερε με σαφήνεια, ότι το όπλο το έστρεψε προς το πλήθος των ανθρώπων, επί της οδού …, όπως προαναφέρθηκε, απορριπτόμενου εντεύθεν, ως αβασίμου κατ’ ουσίαν, του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού του περί ενσυνείδητης αμέλειας αυτού”. Στη συνέχεια το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την απόφαση και τα πρακτικά της, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι: “Στην Αθήνα, στις 6.12.2008, ενεργώντας με πρόθεση (άμεσο δόλο), βρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, σκότωσε άλλον και, συγκεκριμένα, την προαναφερόμενη ημερομηνία, στις 21.05 περίπου, στα Εξάρχεια, στην συμβολή των οδών … και …, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ως ειδικού φρουρού της αστυνομίας, με το όπλο του, ημιαυτόματο πιστόλι τύπου … 9X19 με αριθμό …, διαμετρήματος 9 mm, στόχευσε προς το μέρος του ανήλικου Α.- Α. Γ., στήριξε με το αριστερό του χέρι το δεξί του χέρι που κρατούσε το όπλο και πυροβόλησε δύο φορές απανωτά, από απόσταση είκοσι οκτώ περίπου μέτρων, με αποτέλεσμα μία από τις βολίδες να προσκρούσει στην τρίτη κατά σειρά πακτωμένη τσιμεντένια μπάλα από αυτές που βρίσκονται στη δεξιά πλευρά της οδού … (ως προς παρατηρητή με μέτωπο την οδό …), στην οποία η βολίδα εποστρακίστηκε και έπληξε τον Α.-Α. Γ. στο αριστερό του ημιθωράκιο, προκαλώντας του τυφλό τραύμα του θώρακος, από το οποίο, ως μόνη ενεργό αιτία, επήλθε ο θάνατός του”. Επίσης το Δικαστήριο αφού απέρριψε ομόφωνα το αίτημα του κατηγορουμένου για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 εδ.γ,δ,ε και 3 ΠΚ, δέχθηκε ομόφωνα το αίτημά του για αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2α Π.Κ. και τον καταδίκασε ομόφωνα σε ποινή κάθειρξης δεκατριών (13) ετών. Με την 2/2022 απόφαση της ποινικής ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η αμέσως παραπάνω απόφαση αναιρέθηκε εν μέρει και συγκεκριμένα μόνο κατά τη διάταξή της που αφορά την αναγνώριση στον κατηγορούμενο της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2α Π.Κ. και συνακόλουθα και ως προς αυτήν της επιβληθείσας ποινής και παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά το εν λόγω αναιρεθέν μέρος της για νέα συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που συγκροτήθηκε από άλλους δικαστές και ενόρκους, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, κατά τα προαναφερθέντα”.
Ακολούθως, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας, ως δικαστήριο της παραπομπής, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του [με αριθ. 39, 40 & 44/2022], δέχθηκε, κατά πλειοψηφία των τεσσάρων (4) ενόρκων, ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσίβλητος έζησε σύννομα ως το χρόνο που τέλεσε το ως άνω έγκλημα, κάνοντας δεκτό τον, εκ νέου, προβληθέντα, δια των συνηγόρων του, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αυτοτελή ισχυρισμό του περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του νέου ΠΚ (ν. 4619/2019), με την ακόλουθη, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: “Τη συνδρομή των στοιχείων του άρθρου 84 παρ.2α’ του Ν. 4619/2019 επικαλέσθηκε ο κατηγορούμενος, διότι πριν την τέλεση του παρόντος αδικήματος δεν έχει καταδικασθεί σε κανένα αδίκημα (ούτε ελαφρύ πλημμέλημα), έχει λευκό ποινικό μητρώο, έζησε έντιμο ατομικό, και οικογενειακό βίο, υπήρξε καλός σύζυγος και αφοσιωμένος πατέρας στα τρία τέκνα του, ήταν πάντα χρήσιμο στη κοινωνία μέλος, αφού άσκησε με ευσυνειδησία, αυταπάρνηση και συνέπεια το λειτούργημα του αστυνομικού και επιβραβεύθηκε για την ευδόκιμη άσκηση των καθηκόντων του με απονομή επαίνου, είναι αιμοδότης και στα πλαίσια των οικονομικών δυνατοτήτων του προσέφερε φαγητό και τσιγάρα στους κρατούμενους στο κρατητήριο του αστυνομικού τμήματος, όπου υπηρετούσε. Θεωρούμε ότι ο κατηγορούμενος, πρέπει να τύχει αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 2α ΠΚ, αφού η ύπαρξη και μόνον λευκού ποινικού μητρώου αποτελεί εαυτή λόγο χορήγησης του σχετικού ελαφρυντικού. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 84 παρ.2α, του νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019), όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικασθεί για ελαφρύ πλημμέλημα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β) απαραβίαστη προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή. Η κατάφαση του ως άνω ελαφρυντικού μπορεί να γίνει με βάση το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, στο οποίο βεβαιώνονται αμετάκλητες καταδίκες για αξιόποινες πράξεις, οπότε η έλλειψη τέτοιων καταδικών στο παρελθόν, αποτελεί στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση του ελαφρυντικού, εάν δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει το αντίθετο. Αυτό σημαίνει ότι με τον νέο ΠΚ απαιτείται μόνο η μη διάπραξη αξιόποινης πράξης ή έστω ύπαρξη καταδίκης για ελαφρύ πλημμέλημα. Δηλαδή ένα υποκειμενικό στοιχείο αυτό του σύννομου βίου που αποδεικνύεται πρώτιστα από το ποινικό μητρώο. Με τον τρόπο αυτό υποχρεώνεται ο δικαστής να αναγνωρίσει αυτό το ελαφρυντικό σε όσους έχουν λευκό ποινικό μητρώο. Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν υποδειγματικός οικογενειάρχης και δεν είχε στο παρελθόν την παραμικρή επίμεμπτη από κοινωνική και κυρίως ποινική άποψη, συμπεριφορά. Το τελευταίο γεγονός καταμαρτυρεί το λευκό ποινικό μητρώο του, στο οποίο δεν υπάρχει καμία απολύτως εγγραφή για τέλεση οποιασδήποτε αξιόποινης πράξης. Ως αστυνομικός εκτέλεσε, από την ημέρα που προσλήφθηκε ως ειδικός φρουρός το έτος 2000, μέχρι την ημέρα που τέλεσε τις επιδικαζόμενες πράξεις και συνελήφθη για αυτές, με ευσυνειδησία, συνέπεια, αυταπάρνηση και υπηρεσιακή προσήλωση στο καθήκον το λειτούργημά του, γεγονός που αποδεικνύεται από την έλλειψη οποιασδήποτε πειθαρχικής τιμωρίας ακόμα και άτυπης (προφορικής) επίπληξης, παρά το γεγονός ότι υπηρετούσε στην ιδιαίτερα επικίνδυνη περιοχή των Εξαρχείων, στην Αθήνα. Αντιθέτως αυτός το έτος 2007, επιβραβεύθηκε με έπαινο, με απόφαση του Διευθυντή της Αστυνομίας Αθηνών, διότι κρίθηκε ότι επέδειξε υψηλό αίσθημα ευθύνης, καθόσον συνέβαλε στην εξάρθρωση κυκλώματος εμπορίας ναρκωτικών. Η αντίθετη δε άποψη που εδράζεται στην ύπαρξη μαρτυρικών καταθέσεων που αναφέρουν για εξυβριστική και προκλητική συμπεριφορά του κατηγορουμένου έναντι του παρέας νεαρών και του θύματος, εντάσσεται στο ίδιο επεισόδιο που κατέληξε στον θανάσιμο τραυματισμό του θύματος και δεν αφορά στην προηγούμενη από το συμβάν ζωή του κατηγορουμένου, αφού μάλιστα απέχει ελάχιστα λεπτά από αυτό, ώστε να μπορέσει να αξιολογηθεί αρνητικά στην χορήγηση από το Δικαστήριο του ανωτέρω ελαφρυντικού του σύννομου βίου. Με βάση επομένως, τα παραπάνω δεδομένα, πρέπει να αναγνωρισθεί στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του προτέρου σύννομου βίου (άρθρο 84 παρ. 2 εδ.α του νέου ΠΚ).”.
Με αυτά που δέχθηκε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας (που δίκασε ως δικαστήριο της παραπομπής) με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ’ αριθ. 39, 40 & 44/2022 απόφασή του, ως προς το προσβαλλόμενο μέρος της για αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του ισχύοντος ΠΚ (ν. 4619/2019), δεν διέλαβε σ’ αυτήν την επιβαλλόμενη από τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ νέου ΠΚ (ν. 4619/2019). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις, στο περί ενοχής σκεπτικό, παραδοχές της ως άνω απόφασης του Δικαστηρίου, η τέλεση εκ μέρους του κατηγορουμένου της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, για την οποία κρίθηκε αμετάκλητα ένοχος, δεν ήταν άκρως εξαιρετική και περιστασιακή, όλα δε τα πραγματικά περιστατικά που, επίσης, δέχθηκε στο σκεπτικό του ότι προηγήθηκαν της ανθρωποκτονίας, ως και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε το αδίκημα, αποκαλύπτουν προηγούμενη συμπεριφορά του κατηγορουμένου ενδεικτική της προσωπικότητάς του, υποδηλώνουσα έλλειψη σεβασμού αυτού σε έννομα αγαθά και που, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην παρατεθείσα, στην υπ’ αριθ. 2/2022 απόφαση της ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (που ασχολήθηκε με την υπόθεση), σκέψη, σχετικά με το νομικό αυτό ζήτημα, λαμβάνονται υπόψη για τη θεμελίωση του σύννομου βίου, οι παραδοχές δε της απόφασης επί της ενοχής επιβάλλεται να συνέχονται μ’ αυτές που περιλαμβάνονται στο σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου της παραπομπής επί του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρότερου σύννομου βίου. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της ως άνω απόφασης επί της ενοχής, έγιναν δεκτά, κατά λέξη και αποσπασματική αναφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που αφορούν τη συμπεριφορά και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, ήδη αναιρεσιβλήτου, πριν και κατά την τέλεση της πράξης της ανθρωποκτονίας: “Οι κατηγορούμενοι με την ιδιότητα του Ειδικού Φρουρού, στις 6.12.2008, εκτελώντας διατεταγμένη εποχούμενη υπηρεσία κατόπτευσης της περιοχής των Εξαρχείων, επέβαιναν σε περιπολικό όχημα με οδηγό τον πρώτο εξ αυτών ήτοι τον Ε. Κ. και συνοδηγό τον δεύτερο ήτοι τον Β. Σ. Στις 20:45:27 μ.μ. το Κέντρο Άμεσης Δράσης δίδει εντολή προς το, ως άνω, πλήρωμα του περιπολικού να μεταβεί στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας για να επιληφθεί παράνομης στάθμευσης. Οι κατηγορούμενοι αγνόησαν την εντολή, εισήλθαν για αδιευκρίνιστους λόγους, χωρίς να ενημερώσουν για την αλλαγή πορείας το Κέντρο, στην οδό … και όταν έφθασαν στο σημείο που η οδός αυτή τέμνεται με την οδό … διαπίστωσαν ότι επί της οδού αυτής, στο ύψος που τέμνεται με την οδό …, ευρίσκοντο 10-15 νεαρά άτομα. Στάθμευσαν προσωρινά το όχημά τους, στάθηκαν όρθιοι στην πλευρά που βρίσκεται η θέση του συνοδηγού του οχήματος και προκάλεσαν τα νεαρά άτομα, με τα οποία ήλθαν σε φραστική και λεκτική διένεξη. Η εριστική και ανάρμοστη συμπεριφορά των κατηγορουμένων προκάλεσε την αντίδραση των νεαρών ατόμων, με αποτέλεσμα να εκτοξευθεί εναντίον τους μια πλαστική φιάλη, που κτύπησε στο καπό του περιπολικού και ένα γυάλινο αντικείμενο. Δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα σε βάρος των κατηγορουμένων άλλης μορφής επιθετική ενέργεια από ομάδα ατόμων, ή από τα, ως άνω, νεαρά άτομα. Εν μέσω της προκληθείσας φραστικής και λεκτικής αντιπαράθεσης, ο δεύτερος κατηγορούμενος από απόσταση 25 περίπου μέτρων εκτόξευσε προς την πλευρά των νεαρών ατόμων που βρίσκονταν στην οδό … μία χειροβομβίδα κρότου – λάμψης. Οι κατηγορούμενοι μέσω της οδού … κατευθύνθηκαν προς την οδό …. Και ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή τίποτε δεν προμήνυε ότι θα υπάρξουν επεισόδια και αναταραχές, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι πυροδότησαν με την εμφάνισή τους και την προκλητική εκ νέου συμπεριφορά τους, ένταση και διαπληκτισμό. Στάθηκαν στη συμβολή των οδών … και … και ενεργώντας κυρίως από λόγους εγωϊσμού και υπεροψίας, άρχισαν να προκαλούν τα ευρισκόμενα στην οδό … 10 έως 15 νεαρά άτομα, με την εκτόξευση ιδιαίτερα καταφρονητικών λέξεων και φράσεων. Η έλευση των κατηγορουμένων και η προαναφερθείσα συμπεριφορά τους επέφερε ως αποτέλεσμα την αντίδραση των νεαρών ατόμων με απώτερη συνέπεια την κλιμάκωση των φραστικών αντεγκλήσεων και την ανταλλαγή καταφρονητικών λέξεων και φράσεων. Ακολούθως και ενώ εξελισσόταν με αύξουσα ένταση η, ως άνω, περιγραφείσα αντιπαράθεση των κατηγορουμένων με τα άτομα που βρίσκονταν στην οδό …, ο Ε. Κ. ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση την 21.05 ώρα περίπου, έσυρε από τη θήκη του το ημιαυτόματο πιστόλι και αμέσως, αφού σκόπευσε προς το μέρος των νεαρών ατόμων, που βρίσκονταν σε απόσταση 25-30 μέτρων από τον ίδιο, πυροβόλησε επαναληπτικά δύο φορές. Μία από τις βολίδες ακολούθησε κατωφερή πορεία σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, στην πορεία της προσέκρουσε πλαγίως, και όχι με την αιχμή της, στην τρίτη κατά σειρά πακτωμένη διακοσμητική μπάλα από μπετόν, και αφού υπέστη ενιαία και συνεχόμενη παραμόρφωση, εποστρακίστηκε και ακολουθώντας πορεία προς τα αριστερά σε σχέση με τον οριζόντιο άξονα και τη θέση της τσιμεντένιας μπάλας και ανωφερή ως προς το οριζόντιο επίπεδο, έπληξε δευτερογενώς τον Α. Γ., ο οποίος βρισκόταν στο μέσον της οδού …, με όλες τις πιθανές αποκλίσεις προς τις κατευθύνσεις του ορίζοντα, οι οποίες δεν κατέστη δυνατό με ακρίβεια να προσδιοριστούν, δεδομένου ότι τόσο το θύμα, όσο και ο βάλλων κατά τη στιγμή του πυροβολισμού κινούνταν ασύντακτα στο χώρο. Η βολίδα έπληξε τον ανήλικο στο αριστερό ημιθωράκιο, προκαλώντας του τυφλό τραύμα θώρακος, εξαιτίας δε αυτού ως μόνης ενεργού αιτίας επήλθε αμέσως ο θάνατός του”. Για τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά κατέθεσαν μάρτυρες ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ήτοι, η πολιτικώς ενάγουσα Β. Τ. και οι μάρτυρες Λ. Β., Ξ. Π., Κ./νος Λ., Η. Τ., Ε. Ζ., Β. Π., Τ. Τ. και αναγνώσθηκαν, επίσης, μια προανακριτική κατάθεση και μια κατάθεση ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αυτοπτών μαρτύρων, ήτοι η από 7.12.2008 προανακριτική κατάθεση του Ν. Ρ. και η κατάθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ε. Ε. Τ. Όμως, στο ως άνω σκεπτικό της προσβαλλομένης επί του αυτοτελούς ισχυρισμού της συνδρομής του πρότερου σύννομου βίου, ουδεμία συγκεκριμένη αναφορά υπάρχει στα εν λόγω περιστατικά, καθώς και στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, τα οποία εισφέρθηκαν στην ακροαματική διαδικασία, γεγονός που επιβάλλεται από την υποχρέωση του Δικαστηρίου για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων. Αντιθέτως, αγνοήθηκαν, για την ενδιαφέρουσα κρίση, τη σαφήνεια, την πληρότητα και επάρκεια της αιτιολογίας της απόφασης, πραγματικά περιστατικά αποκαλυπτικά της συμπεριφοράς και της εν γένει προσωπικότητας του κατηγορουμένου, προκύπτοντα και γενόμενα δεκτά στην κύρια επί της ενοχής απόφαση, με τα οποία έπρεπε να συνέχεται η αιτιολογία. Περιστατικά που υποδηλώνουν εδραιωμένη θρασύτητα και έλλειψη σεβασμού σε έννομα αγαθά και δικαιώματα της τιμής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των τρίτων, λαβόντα χώρα πριν από την τέλεση της πράξης της ανθρωποκτονίας, όπως ο, χωρίς κανένα λόγο, χωρίς καμία πρόκληση από τα επί της οδού … νεαρά άτομα, μετά από αντίθετη με τις συγκεκριμένες υπηρεσιακές εντολές μετάβαση στο χώρο του εγκλήματος και μετά από ψύχραιμη προσέγγιση της ομάδας των νεαρών προσώπων, μεταξύ των οποίων και ο παθών Α.-Α. Γ., προπηλακισμός αυτών, με τις καταφρονητικές εκφράσεις και τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, “ελάτε ρε μουνιά”, “τις μάνες σας”, “ελάτε ρε μουνιά, μουνόπανα να σας γαμήσουμε”, “μουνιά, μουνόπαιδα, ελάτε να γαμήσουμε εσάς και τις μανάδες σας”, “ελάτε ρε μουνάρες”, “τις μάνες σας κωλόπαιδα”, “θα σας γαμήσουμε τη Παναγία, ελάτε να σας δείξουμε ποιός είναι ο μάγκας”, “ελάτε ρε μουνάρες” και η επίδειξη των γεννητικών οργάνων από τον ίδιο. Τα περιστατικά αυτά, λαβόντα, μάλιστα, χώρα υπό τις εκτεθείσες συνοδευτικές περιστάσεις, πριν από την τέλεση της πράξης της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, και τα οποία, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με την υπ’ αριθ. 2/2022 απόφαση της ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που ασχολήθηκε με την υπόθεση, στην παρατεθείσα σ’ αυτήν σκέψη ως προς το νομικό αυτό ζήτημα, λαμβάνονται υπόψη για τη θεμελίωση του σύννομου βίου, ήταν στοιχεία αρνητικά για την αναγνώριση της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης, γιατί, συστηματικά αυτά αξιολογούμενα από το δικαστήριο, θα διέγνωσκε το τελευταίο για τον κατηγορούμενο, προσωπικότητα, χαρακτήρα και συμπεριφορά εμπεριέχουσα έλλειψη πραγματικού σεβασμού των έννομων αγαθών στην καθημερινή ζωή. Είναι αναμφισβήτητο, συνακολούθως των τελευταίων, και προκύπτει τούτο και από το όλο περιεχόμενο των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκαν, στο οικείο κεφάλαιο της αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυπταν τα αμέσως προηγούμενα πραγματικά περιστατικά και δη οι ως άνω καταθέσεις της πολιτικώς ενάγουσας Β. Τ. και των μαρτύρων Λ. Β., Ξ. Π., Κ. Λ., Η. Τ., Ε. Ζ., Β. Π., Τ. Τ., η από 7.12.2008 προανακριτική κατάθεση του Ν. Ρ. και η κατάθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ε. – Ε. Τ. Παρόλο που οι καταθέσεις αυτές αντιστρατεύονται την εξενεχθείσα κρίση του Δικαστηρίου για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης από το άρθρο 84 παρ.2α του ν.ΠΚ, δεν αιτιολογεί τούτο, με επάρκεια και σαφήνεια στην κρίση του, μετά τη συναξιολόγησή τους, τη μη αποδοχή και απόρριψή τους, αλλά παραθέτει την αόριστη και εντελώς ασαφή παραδοχή ότι “η αντίθετη άποψη που εδράζεται στην ύπαρξη μαρτυρικών καταθέσεων που αναφέρουν για εξυβριστική και προκλητική συμπεριφορά του κατηγορουμένου έναντι του(της) παρέας νεαρών και του θύματος, εντάσσεται στο ίδιο επεισόδιο που κατέληξε στο θανάσιμο τραυματισμό του θύματος και δεν αφορά στην προηγούμενη από το συμβάν ζωή του κατηγορουμένου, αφού μάλιστα απέχει ελάχιστα λεπτά από αυτό, ώστε να μπορέσει να αξιολογηθεί αρνητικά στην χορήγηση από το Δικαστήριο του ανωτέρω ελαφρυντικού του σύννομου βίου”. Η έλλειψη, όμως, αυτή, η οποία δεν καλύπτεται από την παράθεση στο περί ενοχής σκεπτικό, αποσπασμάτων των καταθέσεων των ανωτέρω αυτοπτών μαρτύρων, ούτε από την ως άνω αόριστη αναφορά στο σκεπτικό της προσβαλλομένης “στην ύπαρξη μαρτυρικών καταθέσεων που αναφέρουν για εξυβριστική και προκλητική συμπεριφορά του κατηγορουμένου έναντι του(της) παρέας νεαρών και του θύματος,”, τις οποίες δεν εξειδικεύει, καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την, εκ μέρους του Δικαστηρίου μετά βεβαιότητας, λήψη υπόψη όλων των αποδεικτικών μέσων και περαιτέρω για το λειτουργικό συσχετισμό και τη συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων αυτών, έχει δε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κενών, τα οποία καθιστούν την αιτιολογία ανεπαρκή, ελλιπή και μη ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και τη διάταξη του άρθρου 139 του ΚΠΔ, με, συνακόλουθη, συνέπεια η ποινή που, λόγω της παραδοχής της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως, επιβλήθηκε στον ήδη αναιρεσίβλητο να μην ευθυγραμμίζεται με τη συνταγματική αρχή της αναλογίας. Περαιτέρω, το Δικαστήριο της παραπομπής στη σχετική κρίση του για την παραδοχή του σύννομου βίου του ήδη αναιρεσιβλήτου, διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό του την ανωτέρω παραδοχή ότι “η αντίθετη άποψη που εδράζεται στην ύπαρξη μαρτυρικών καταθέσεων που αναφέρουν για εξυβριστική και προκλητική συμπεριφορά του κατηγορουμένου έναντι του(της) παρέας νεαρών και του θύματος, εντάσσεται στο ίδιο επεισόδιο που κατέληξε στο θανάσιμο τραυματισμό του θύματος και δεν αφορά στην προηγούμενη από το συμβάν ζωή του κατηγορουμένου, αφού μάλιστα απέχει ελάχιστα λεπτά από αυτό, ώστε να μπορέσει να αξιολογηθεί αρνητικά στην χορήγηση από το Δικαστήριο του ανωτέρω ελαφρυντικού του σύννομου βίου”, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ ΠΚ [όπως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλομένης], καθόσον, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην παρατεθείσα, στην υπ’ αριθ. 2/2022 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (που ασχολήθηκε με την υπόθεση αυτή), σκέψη ως προς το νομικό αυτό ζήτημα, όπως προεκτέθηκε, για τη θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης, λαμβανομένων, μάλιστα, υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέστηκε αυτή.
Από τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 2 του νέου ΚΠΔ συνάγεται, ότι αν η νέα συζήτηση της υπόθεσης διατάχθηκε ύστερα από αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε από τον καταδικασθέντα ή προς όφελός του, ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής η νέα συζήτηση διεξάγεται εξαρχής μεν, αν αναιρέθηκε η απόφαση εξ ολοκλήρου, κατά το μέρος δε που αναιρέθηκε, όταν η αναίρεση υπήρξε μερική, διότι, στη δεύτερη περίπτωση, κατά τα λοιπά μέρη της αναιρεθείσας απόφασης, για τα οποία δεν προβλήθηκαν λόγοι αναίρεσης ή οι τυχόν προβληθέντες απορρίφθηκαν από την αναιρετική απόφαση, η προσβληθείσα απόφαση κατέστη αμετάκλητη (άρθρο 546 ΚΠΔ), οπότε και δεν επιτρέπεται νέα συζήτηση επί των μερών τούτων, γι’ αυτό και όταν προτείνονται λόγοι αναίρεσης, κατά των τοιούτων μερών, τυγχάνουν, κατ’ άρθρο 57 ΚΠΔ, απαράδεκτοι, αφού προσκρούουν στο γεννηθέν δεδικασμένο περί αυτών, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι τα προσβαλλόμενα κεφάλαια είναι αυτοτελή και η υπόστασή τους δεν εξαρτάται από το αναιρεθέν μέρος. Ειδικότερα, αν αναιρεθεί καταδικαστική απόφαση, μόνο ως προς τη συνδρομή κάποιας ελαφρυντικής περίστασης στο πρόσωπο του κατηγορουμένου που έχει καταδικαστεί για ορισμένη αξιόποινη πράξη, συνακόλουθα δε και ως προς την ποινή γι’ αυτήν, έχει κριθεί πλέον αμετάκλητα η ενοχή ως προς την τέλεση της πράξης αυτής, αλλά και ως προς τυχόν έτερη ελαφρυντική περίσταση που η αναιρεθείσα απόφαση είχε δεχθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας στο οποίο παραπέμπεται κατά το άρθρο 519 ΚΠΔ η υπόθεση, περιορίζεται στην εξέταση μόνο της συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης για την οποία αναιρέθηκε η προηγούμενη καταδικαστική απόφαση και συνακόλουθα, αν υπάρξει ανάγκη, στην επιμέτρηση της ποινής. Τούτων παρέπεται ότι το Δικαστήριο της παραπομπής επιβάλλεται να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση, από την οποία καθορίζονται και τα όρια της εξουσίας του, η παραβίαση των οποίων συνιστά υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ νέου ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, η οποία υπάρχει όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή έχει μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν, όμως, οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά το νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίζει χωρίς να έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση που παραλείπει να αποφασίσει, αν και υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας [ΑΠ 96/2021]. Όπως δε, ειδικότερα, προκύπτει από την παρ. 1 του ως άνω άρθρου 524 του νέου ΚΠΔ, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 161 του ν. 4855/2021 και ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης του Δικαστηρίου της παραπομπής, οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση, ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Ενδεχόμενη δε παραβίαση του “δεδικασμένου” επί επιλυθέντος νομικού ζητήματος στοιχειοθετεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ ισχ. ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της απόφασης για υπέρβαση εξουσίας [ΑΠ 731/2022, ΑΠ 96/2021, ΑΠ 255/2017].
Εν προκειμένω, με την ως άνω υπ’ αριθ. 43, 47, 61, 62, 63/2016, 1, 11, 18, 26, 37, 38, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 69, 75, 76, 77, 78, 79, 80/2017, 8, 9, 10, 18, 24, 25, 26, 27, 35, 36, 37, 38, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 73, 74, 75, 76, 77, 87/2018, 8, 9, 10, 11, 12, 21, 29, 30, 31, 39, 40, 41, 47, 48, 53, 54, 55/2019 απόφασή του το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας κήρυξε ένοχο τον ήδη αναιρεσίβλητο για την πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση (άμεσο δόλο) και του επέβαλε, μετά την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του ισχ. ΠΚ (ν. 4619/2019), ποινή κάθειρξης δεκατριών (13) ετών. Ειδικότερα, το Δικαστήριο δέχθηκε ομόφωνα τον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου ήδη αναιρεσιβλήτου περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης με την ακόλουθη, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: “Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019), που άρχισε να ισχύει από 1.7.2019 (άρθρο 2 ως άνω νόμου) “1. Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις περιπτώσεις που συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις”, ενώ κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου “Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα”. Με τον ως άνω νέο Ποινικό Κώδικα υπήρξε η αντικατάσταση στο άρθρο 84 παρ 2 εδ. α’ της απροσδιόριστης έννοιας του “προτέρου έντιμου βίου” από την δεκτική βεβαίωσης έννοια του πρότερου σύννομου βίου (νόμιμης ζωής). Όπως μάλιστα επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση του Νέου Ποινικού Κώδικα (βλ. σελ. 22 αιτιολογικής έκθεσης), επήλθε ουσιώδης τροποποίηση “η οποία κατέστη αναγκαία εξαιτίας της διάστασης απόψεων κατά την ερμηνεία του άρθρου 84, που υπονομεύει την αρχή της ασφάλειας δικαίου.” Ειδικότερα, κατά την αιτιολογική έκθεση “αντί του απροσδιόριστου κριτηρίου της έντιμης ζωής υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο νόμιμης ζωής. Στο κράτος δικαίου ο πολίτης είναι ελεύθερος να διάγει, όπως ο ίδιος κρίνει, εφόσον δεν παραβιάζει επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικασθεί για ελαφρύ πλημμέλημα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ.1 εδ. β)’ απαραβίαστη προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή. Η κατάφαση του ως άνω ελαφρυντικού μπορεί να γίνει με βάση το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, στο οποίο βεβαιώνονται αμετάκλητες καταδίκες για αξιόποινες πράξεις, οπότε η έλλειψη τέτοιων καταδικών στο παρελθόν, αποτελεί στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση του ελαφρυντικού, εάν δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει το αντίθετο. Η προϊσχύουσα διάταξη απαιτούσε τη θετική αξιολογική κρίση του δικαστή για τη συνολική συμπεριφορά του κατηγορουμένου, προκειμένου να αναγνωσθεί [ενν. αναγνωρισθεί] το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου. Σήμερα ο πρότερος “έντιμος” βίος έχει αντικατασταθεί από τον πρότερο “σύννομο” βίο, εξέλιξη που διευρύνει υποχρεωτικά το εύρος της αναγνώρισής του.
Συνεπώς, μεταξύ των αλλαγών του Κώδικα ήταν και η κατάργηση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου από αυτό του σύννομου βίου. Αυτό σημαίνει ότι ενώ στον προηγούμενο ΠΚ χρειαζόταν για να μειωθεί η ποινή να αποδειχθεί έντιμος ατομικός, οικογενειακός, επαγγελματικός και κοινωνικός βίος, δηλαδή μια θετική και όχι απαθής στάση στην κοινωνία, τώρα με τον νέο ΠΚ απαιτείται μόνο η μη διάπραξη αξιόποινης πράξης (με την έννοια της παράβασης επιτακτικών ή απαγορευτικών κανόνων δικαίου) ή έστω ύπαρξη καταδίκης για ελαφρό πλημμέλημα. Δηλαδή ένα υποκειμενικό στοιχείο αυτό του έντιμου βίου, το οποίο έκρινε ο δικαστής, αντικαταστάθηκε από αντικειμενικό στοιχείο, τον σύννομο βίο που αποδεικνύεται πρώτιστα από το ποινικό μητρώο. Με τον τρόπο αυτό υποχρεώνεται ο δικαστής να αναγνωρίσει αυτό το ελαφρυντικό σε όσους έχουν λευκό ποινικό μητρώο. Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είναι παντρεμένος με τη Μ. Χ., από το έτος 1999 και έχει αποκτήσει τρία τέκνα, την Α., που έχει γεννηθεί το έτος 2001, την Όλγα, που έχει γεννηθεί το έτος 2003 και τον Π. που έχει γεννηθεί το έτος 2004. Αυτός καταγόταν από φτωχή μικροαστική οικογένεια. Ο πατέρας ήταν ξυλουργός και η μητέρα του, ιδιωτική υπάλληλος. Ήταν δε το τελευταίο από τα τρία παιδιά της οικογένειας. Αποφοίτησε από το Λύκειο το έτος 1989 και στη συνέχεια μέχρι το έτος 1991 φοίτησε στη σχολή ΩΜΕΓΑ στην Αθήνα στο τμήμα χειριστή ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αυτός ήταν υποδειγματικός οικογενειάρχης και δεν είχε στο παρελθόν τη παραμικρή επίμεμπτη από κοινωνική και κυρίως ποινική άποψη, συμπεριφορά. Το τελευταίο γεγονός καταμαρτυρεί το λευκό ποινικό μητρώο του, στο οποίο δεν υπάρχει καμία απολύτως εγγραφή για τέλεση οποιασδήποτε αξιόποινης πράξης. Είχε μία μετρημένη κοινωνική ζωή, ήταν συγκροτημένο άτομο, αγαπητός στους συγχωριανούς του (κατάγεται από τη Μάνη Μεσσηνίας), στους συναδέλφους του και στους φίλους του, με μερικούς από τους οποίους πραγματοποιούσε εκδρομές στην ελληνική φύση, σεβόταν τους γονείς του και τις δύο νοητικά καθυστερημένες αδερφές του, εκ των οποίων η μία έχει ήδη αποβιώσει, καλύπτοντας επίσης και όλα τα έξοδά τους. Ως αστυνομικός εκτέλεσε, από την ημέρα που προσλήφθηκε ως ειδικός φρουρός το έτος 2000 μέχρι την ημέρα που τέλεσε τις επιδικαζόμενες πράξεις και συνελήφθη για αυτές, με ευσυνειδησία, συνέπεια, αυταπάρνηση και υπηρεσιακή προσήλωση στο καθήκον το λειτούργημά του, γεγονός που αποδεικνύεται από την έλλειψη οποιασδήποτε πειθαρχικής τιμωρίας ακόμα και άτυπης (προφορικής) επίπληξης, παρά το γεγονός ότι υπηρετούσε στην ιδιαίτερα επικίνδυνη περιοχή των Εξαρχείων, στην Αθήνα. Αντιθέτως αυτός το έτος 2007, επιβραβεύθηκε με έπαινο, με απόφαση του Διευθυντή της Αστυνομίας Αθηνών, διότι κρίθηκε ότι επέδειξε υψηλό αίσθημα ευθύνης, καθόσον συνέβαλε στην εξάρθρωση κυκλώματος εμπορίας ναρκωτικών. Ήταν ανέκαθεν ευγενικός, φίλεργος-φιλόπονος, καθόσον πριν ενταχθεί στο Αστυνομικό Σώμα, αυτός εργαζόταν στο ξυλουργείο του πατέρα του, απασχόληση που αγάπησε και άσκησε με μεράκι και ζήλο, για όσο καιρό (σημαντικό από άποψη χρονικής διάρκειας) την εξάσκησε, περίπου από το έτος 1991 μέχρι το έτος 1999, την οποία όμως δεν συνέχισε λόγω του ότι δεν ήταν προσοδοφόρα, στα στενά πλαίσια του τόπου καταγωγής του. Είναι δε αιμοδότης εκ πεποιθήσεως, καθόσον ευαισθητοποιήθηκε να δίνει αίμα, επειδή έχει σπάνια ομάδα αίματος (ρέζους 0 αρνητικό) και περαιτέρω, στα επιτρεπτά πλαίσια των οικονομικών του δυνατοτήτων, δεδομένου ότι είναι τρίτεκνος, η σύζυγός του δεν εργάζεται και δεν έχει ατομική ή οικογενειακή περιουσία, συντηρούμενος ο ίδιος και η οικογένειά του από το μισθό του, ενόσω ήταν αστυνομικός εν ενεργεία συμπεριφέρονταν με ευγένεια και καλοσύνη και προσέφερε στους κρατούμενους στο κρατητήριο του αστυνομικού τμήματος τσιγάρα και φαγητό, διακατεχόμενος από γνήσια αισθήματα φιλαλληλίας, εκπληρουμένης έτσι και της απαιτήσεως της νομολογίας να επιδεικνύει ο κατηγορούμενος, ο οποίος αιτείται το σχετικό ελαφρυντικό, θετική και επωφελή για την κοινωνία δράση, ενώ κάθε άλλη απαίτηση αναφορικά με ενέργειες εντασσόμενες στο κοινωνικώς επωφελές πλαίσιο συμπεριφοράς του πρώτου κατηγορουμένου, δεν απαιτείται, αλλά και θα ήταν άδικη και υπερβολική από δικαιοπολιτική άποψη. Από όλη δε τη ψυχοδυναμική της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, όπως αυτή ξεδιπλώθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, προκύπτει ότι αυτός δεν είναι μία εγκληματική προσωπικότητα και ένας ανάλγητος άνθρωπος. Με βάση επομένως, τα παραπάνω δεδομένα, ομόφωνα, πρέπει να αναγνωρισθεί στον πρώτο κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του προτέρου συννόμου βίου (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. α Π.Κ.)”. Κατά της εν λόγω αποφάσεως ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε την ως άνω υπ’ αριθ. 49/7.11.2019 αίτηση αναίρεσης κατά το μέρος της, με το οποίο αναγνωρίστηκε στον κηρυχθέντα ένοχο για ανθρωποκτονία με πρόθεση κατηγορούμενο, η προαναφερόμενη ελαφρυντική περίσταση, με λόγους αναίρεσης α) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης [άρθ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ]. Με την υπ’ αριθ. 99/2021 απόφαση του ΣΤ’ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, που επιλήφθηκε της άνω αιτήσεως αναιρέσεως, παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια αυτού, λόγω λήψης της απόφασης με πλειοψηφία μιας ψήφου, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, απορριφθείσας κατά τα λοιπά αυτής. Με την υπ’ αριθ. 2/2022 απόφαση της Β’ Τακτικής Ποινικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ο παραπεμφθείς ενώπιόν της λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’του ΚΠΔ για έλλειψη αιτιολογίας καθόσον αφορά την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α ΠΚ, έγινε δεκτός και η προαναφερθείσα υπ’αριθ. 43, 47, 61, 62, 63/2016,….55/2019 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, αναιρέθηκε εν μέρει, μόνο κατά το μέρος της με το οποίο αναγνωρίστηκε στον κηρυχθέντα ένοχο για ανθρωποκτονία με πρόθεση κατηγορούμενο η ως άνω ελαφρυντική περίσταση, και, συνακόλουθα, κατά τη διάταξή της περί ποινής, παραπέμφθηκε δε η υπόθεση κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από Δικαστές και ενόρκους άλλους εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, με τις ακόλουθες νομικές σκέψεις ως προς την ερμηνευόμενη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ: “….Κατά την γραμματική ερμηνεία της κρίσιμης για την εφαρμογή της διάταξης λέξης “Σύννομη” έτσι χαρακτηρίζεται η ζωή του ατόμου όταν το τελευταίο καθόλη τη διάρκεια της ζωής του και μέχρι την στιγμή της τέλεσης της αξιόποινης πράξης, σέβεται τα έννομα αγαθά με την τήρηση των δικαιικών κανόνων που τα προστατεύουν, κατά την τέλεση πράξεων που ρυθμίζονται από σχετικό νόμο συμμορφώνεται μ’ αυτόν ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως εξαίρεση σε αυτή τη σταθερή στάση της ζωής του, ως δυσάρεστη έκπληξη, ως γεγονός που ουδείς περίμενε από τον συγκεκριμένο δράστη. Έτσι ο σύννομος βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο αλλά με την από πεποίθηση – υποταγή στη νομιμότητα ως προς όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς του, κατάσταση που δεν εξασφαλίζεται με την ανυπαρξία καταδίκης του για αξιόποινη πράξη. Άλλωστε το μεν η παραβίαση των νόμων δεν θεμελιώνει πάντοτε αξιόποινη πράξη το δε πολλάκις αξιόποινες πράξεις παραμένουν στην αφάνεια. Συνακόλουθα αν κάποιος παραβιάζει ή δεν σέβεται αστικούς κανόνες η συνδρομή στο πρόσωπό του της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν έχει έρεισμα στο νόμο, το δε λευκό ποινικό μητρώο απλά συνεκτιμάται από το Δικαστήριο στα πλαίσια που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 177 και 178 Κ.Π.Δ. για τον σχηματισμό της δικανικής του κρίσης για την ύπαρξη του σύννομου βίου προκειμένου ν’ αποφανθεί επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού. Από τον συνδυασμό όλων όσων προεκτέθηκαν είναι φανερό πως για την θεμελίωση του σύννομου βίου λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του κηρυχθέντος ενόχου μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξης λαμβανομένων μάλιστα υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη και επί πλέον προϋπόθεση της αποδοχής ή μη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού είναι η επιβλητέα σε εκατέρα των περιπτώσεων ποινή να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. …. Όμως οι μειωτικές της ποινής ελαφρυντικές περιστάσεις και η διάγνωσή τους δεν προηγούνται της επιμέτρησης της ποινής αλλά είναι προϊόν της επιμέτρησης που προκύπτει κατά και από την διεξαγωγή αυτής (επιμέτρησης). Αυτό σημαίνει ιδίως ότι για την μείωση της ποινής λόγω ελαφρυντικής περίστασης δεν φτάνει in cocreto άνευ άλλου τινός η παραδοχή κάποιου μεμονωμένου λόγου ελάφρυνσης αλλά απαιτείται η διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει του συνόλου των κανονιστικών παραδειγμάτων του νόμου και της δυνατότητας ενός αναλογικού, αν χρειαστεί χειρισμού των, υπολείπεται σημαντικά κατά την ποινική της απαξία σε σχέση με τον μέσο όρο των παρεμφερών υποθέσεων. Έτσι, όταν η ποινή, μετά την αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης, τελεί σε προφανή δυσαναλογία με την βαρύτητα του εγκλήματος και την ποινική απαξία της πράξης ως και την επελθούσα από το έγκλημα βλάβη, η αρχή της αναλογικότητας παραβιάζεται. …Σύμφωνα με τις στο περί ενοχής σκεπτικό παραδοχές της προσβαλλόμενης κατά την κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας η τέλεση εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου της αξιόποινης πράξης για την οποία κρίθηκε ένοχος δεν ήταν άκρως εξαιρετική και περιστασιακή, όλα δε τα πραγματικά περιστατικά που επίσης δέχθηκε στο σκεπτικό του ότι προηγήθηκαν της ανθρωποκτονίας ως και οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε το αδίκημα, που αποκαλύπτουν προηγούμενη συμπεριφορά του κατηγορουμένου ενδεικτική της προσωπικότητάς του υποδηλώνουσα έλλειψη σεβασμού αυτού σε έννομα αγαθά και που σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγηθείσα σκέψη της παρούσης λαμβάνονται υπόψη για την θεμελίωση του σύννομου βίου οι παραδοχές της προσβαλλόμενης επί της ενοχής επιβάλλετο να συνέχονται μ’ αυτές που περιλαμβάνονται στο σκεπτικό της απόφασης του επί του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρότερου σύννομου βίου. Όμως στο τελευταίο ουδεμία αναφορά υπάρχει στα εν λόγω περιστατικά καθώς και στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, τα οποία εισφέρθηκαν στην ακροαματική διαδικασία γεγονός που επιβάλλεται από την υποχρέωση του Δικαστηρίου για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων. Η έλλειψη αυτή η οποία δεν καλύπτεται από την παράθεση στο περί ενοχής σκεπτικό, αποσπασμάτων των καταθέσεων των ανωτέρω αυτοπτών μαρτύρων, καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την εκ μέρους του Δικαστηρίου μετά βεβαιότητας, λήψη υπόψη όλων των αποδεικτικών μέσων και περαιτέρω για τον λειτουργικό συσχετισμό και την συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων αυτών, έχει δε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κενών τα οποία καθιστούν την αιτιολογία ανεπαρκή, ελλιπή και μη ειδική και εμπεριστατωμένη όπως απαιτείται από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και την διάταξη του άρθρου 139 του Κ.Π.Δ. με συνακόλουθη συνέπεια η ποινή που λόγω της παραδοχής της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης επιβλήθηκε στον ήδη αναιρεσίβλητο να μην ευθυγραμμίζεται με τη συνταγματική αρχή της αναλογίας κατά τα εκτιθέμενα αναλυτικά γι’ αυτήν στην προηγηθείσα σχετική νομική σκέψη”. Επακολούθησε η νομότυπη εισαγωγή της υποθέσεως στο Δικαστήριο της παραπομπής και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 39,40 & 44/2022 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, η οποία ήδη προσβάλλεται με την ένδικη αίτηση αναίρεσης ως προς το μέρος της με το οποίο το Δικαστήριο, κατά πλειοψηφία, δέχθηκε και πάλι ότι στο πρόσωπο του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσιβλήτου (που κηρύχθηκε αμετάκλητα ένοχος για ανθρωποκτονία με πρόθεση), συντρέχει η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του ισχύοντος ΠΚ, δηλαδή ότι έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της ήδη αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου της παραπομπής, με την οποία, κατά τα προεκτεθέντα, έγινε και πάλι δεκτός, κατά πλειοψηφία των τεσσάρων ενόρκων, ο εκ νέου προβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ήδη αναιρεσιβλήτου, περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ ΠΚ, αναφέρεται κατά πιστή μεταφορά, ότι: “Τη συνδρομή των στοιχείων του άρθρου 84 παρ.2α’ του Ν. 4619/2019 επικαλέσθηκε ο κατηγορούμενος, διότι πριν την τέλεση του παρόντος αδικήματος δεν έχει καταδικασθεί σε κανένα αδίκημα (ούτε ελαφρύ πλημμέλημα), έχει λευκό ποινικό μητρώο, έζησε έντιμο ατομικό, και οικογενειακό βίο, υπήρξε καλός σύζυγος και αφοσιωμένος πατέρας στα τρία τέκνα του, ήταν πάντα χρήσιμο στη κοινωνία μέλος, αφού άσκησε με ευσυνειδησία, αυταπάρνηση και συνέπεια το λειτούργημα του αστυνομικού και επιβραβεύθηκε για την ευδόκιμη άσκηση των καθηκόντων του με απονομή επαίνου, είναι αιμοδότης και στα πλαίσια των οικονομικών δυνατοτήτων του προσέφερε φαγητό και τσιγάρα στους κρατούμενους στο κρατητήριο του αστυνομικού τμήματος, όπου υπηρετούσε. Θεωρούμε ότι ο κατηγορούμενος, πρέπει να τύχει αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 2αΠΚ, αφού η ύπαρξη και μόνον λευκού ποινικού μητρώου αποτελεί εαυτή λόγο χορήγησης του σχετικού ελαφρυντικού. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 84 παρ.2α, του νέου Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019), όταν δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη ή έχει καταδικασθεί για ελαφρύ πλημμέλημα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β) απαραβίαστη προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή. Η κατάφαση του ως άνω ελαφρυντικού μπορεί να γίνει με βάση το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, στο οποίο βεβαιώνονται αμετάκλητες καταδίκες για αξιόποινες πράξεις, οπότε η έλλειψη τέτοιων καταδικών στο παρελθόν, αποτελεί στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση του ελαφρυντικού, εάν δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει το αντίθετο. Αυτό σημαίνει ότι με τον νέο ΠΚ απαιτείται μόνο η μη διάπραξη αξιόποινης πράξης ή έστω ύπαρξη καταδίκης για ελαφρύ πλημμέλημα. Δηλαδή ένα υποκειμενικό στοιχείο αυτό του σύννομου βίου που αποδεικνύεται πρώτιστα από το ποινικό μητρώο. Με τον τρόπο αυτό υποχρεώνεται ο δικαστής να αναγνωρίσει αυτό το ελαφρυντικό σε όσους έχουν λευκό ποινικό μητρώο. Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν υποδειγματικός οικογενειάρχης και δεν είχε στο παρελθόν την παραμικρή επίμεμπτη από κοινωνική και κυρίως ποινική άποψη, συμπεριφορά. Το τελευταίο γεγονός καταμαρτυρεί το λευκό ποινικό μητρώο του, στο οποίο δεν υπάρχει καμία απολύτως εγγραφή για τέλεση οποιασδήποτε αξιόποινης πράξης. Ως αστυνομικός εκτέλεσε, από την ημέρα που προσλήφθηκε ως ειδικός φρουρός το έτος 2000, μέχρι την ημέρα που τέλεσε τις επιδικαζόμενες πράξεις και συνελήφθη για αυτές, με ευσυνειδησία, συνέπεια, αυταπάρνηση και υπηρεσιακή προσήλωση στο καθήκον το λειτούργημά του, γεγονός που αποδεικνύεται από την έλλειψη οποιασδήποτε πειθαρχικής τιμωρίας ακόμα και άτυπης (προφορικής) επίπληξης, παρά το γεγονός ότι υπηρετούσε στην ιδιαίτερα επικίνδυνη περιοχή των Εξαρχείων, στην Αθήνα. Αντιθέτως αυτός το έτος 2007, επιβραβεύθηκε με έπαινο, με απόφαση του Διευθυντή της Αστυνομίας Αθηνών, διότι κρίθηκε ότι επέδειξε υψηλό αίσθημα ευθύνης, καθόσον συνέβαλε στην εξάρθρωση κυκλώματος εμπορίας ναρκωτικών. Η αντίθετη δε άποψη που εδράζεται στην ύπαρξη μαρτυρικών καταθέσεων που αναφέρουν για εξυβριστική και προκλητική συμπεριφορά του κατηγορουμένου έναντι του(της) παρέας νεαρών και του θύματος, εντάσσεται στο ίδιο επεισόδιο που κατέληξε στον θανάσιμο τραυματισμό του θύματος και δεν αφορά στην προηγούμενη από το συμβάν ζωή του κατηγορουμένου, αφού μάλιστα απέχει ελάχιστα λεπτά από αυτό, ώστε να μπορέσει να αξιολογηθεί αρνητικά στην χορήγηση από το Δικαστήριο του ανωτέρω ελαφρυντικού του σύννομου βίου. Με βάση επομένως, τα παραπάνω δεδομένα, πρέπει να αναγνωρισθεί στον κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του προτέρου σύννομου βίου (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. α’ τον νέου ΠΚ)”. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λαμίας, που δίκασε ως δικαστήριο της παραπομπής, με την ως άνω υπ’ αριθ. 39,40 & 44/2022 απόφασή του ως προς το προσβαλλόμενο μέρος της, υπερέβη την εξουσία του, αφού αγνόησε και παρέβλεψε την (γνωστή σ’ αυτό) κρίση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που ασχολήθηκε με την ίδια υπόθεση, όπως αυτή εκφράστηκε επί του επιλυθέντος νομικού ζητήματος στην προεκδοθείσα υπ’ αριθ. 2/2022 απόφασή της, και ενέμεινε στην εσφαλμένη, κατά τα προεκτεθέντα, ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του ν.ΠΚ (ν. 4619/2019), [όπως αυτή ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης], παρά την προβλεπόμενη από το νόμο (άρθ. 524 παρ. 1 τελ. εδ. του ν.ΚΠΔ) δέσμευσή του από την παραπάνω κρίση ως προς το συγκεκριμένο επιλυθέν νομικό ζήτημα. Μετά από αυτά, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Θ’ του ν.ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 περ.α’ του ν.ΠΚ, και για υπέρβαση εξουσίας, όσον αφορά το μέρος της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 39, 40 & 44/2022 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, με το οποίο αναγνωρίστηκε στον κηρυχθέντα ένοχο για την πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση κατηγορούμενο Ε. Κ. του Π., η από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’ του ν.ΠΚ (ν. 4619/2019) ελαφρυντική περίσταση του ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, είναι βάσιμοι. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η, ασκηθείσα από την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αναίρεση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το περί αναγνωρίσεως της άνω ελαφρυντικής περίστασης μέρος της και, συνακόλουθα, κατά την περί ποινής διάταξή της, και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, συγκροτούμενο από Δικαστές και ενόρκους άλλους εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθ. 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ’ αριθ. 39, 40 & 44/2022 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, κατά το μέρος της με το οποίο αναγνωρίστηκε στον κηρυχθέντα ένοχο για ανθρωποκτονία με πρόθεση κατηγορούμενο Ε. Κ. του Π., η από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’ του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ (ν. 4619/2019), [όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης] ελαφρυντική περίσταση του ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, και, συνακόλουθα, κατά την περί ποινής διάταξή της.

Και Παραπέμπει την υπόθεση κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από Δικαστές και ενόρκους άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου 2024.

Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2024.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top