Αρχή εκτέλεσης (για τη θεμελίωση του εγκλήματος της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, στο πλαίσιο πολιτικής δίκης κατά την τακτική διαδικασία), υπάρχει ήδη από την ολοκλήρωση των ενεργειών του διαδίκου μέχρι το κλείσιμο του φακέλου της υποθέσεως, μετά το οποίο θα υπάρξει αναγκαίως, κατά νόμον, ο ορισμός δικαστή για τη διαδικαστική εξέλιξη της υποθέσεως προς (τυπική) συζήτηση αυτής.


ΑΡΙΘΜΟΣ 498/2025

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ  ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ – ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγάπη Τζουλιαδάκη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνα Νάκου και Φώτιο Μουζάκη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες

Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2024 με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Παγώνας Ζάκκα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας)

[…]

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 […]

IV.  Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 386§1 του ΠΚ (ισχύοντος, από 01 -07-2019, βάσει του άρθρου 2 του Ν 4619/2019), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 92 του Ν 4855/2021 (ΦΕΚ Α’ 215/12-1 1-2021), «Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης, απαιτείται η συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: 1) Παράσταση, εκ μέρους του δράστη, προς άλλον, ψευδών γεγονότων, ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων. Το έγκλημα της απάτης μπορεί να συντελεστεί. με τρεις απαλλακτικούς τρόπους, δηλαδή, είτε με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε με αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών είτε με αθέμιτη παρασιώπηση αυτών. Οι εν λόγω τρόποι τέλεσης διαφέρουν, μεταξύ τους, ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενό τους και οι δύο πρώτοι, δηλαδή, η παράσταση ψευδών γεγονότων, ως αληθινών και η απόκρυψη των αληθινών συνιστουν καθένας τους θετική ενέργεια απατηλής συμπεριφοράς Ο δεύτερος – σε αντίθεση με τον πρώτο – προϋποθέτει, πάντοτε και άλλη αθέμιτη ενέργεια του δράστη, προγενέστερη ή σύγχρονη. συγκαλυπτική της αλήθειας, από τον άλλον, τον οποίο, στη συνέχεια, παραπλανά, με την αθέμιτη απόκρυψή της. Ο τρίτος τρόπος τέλεσης, δηλαδή, η παρασιώπηση των αληθινών, προϋποθέτει, ότι ο δράστης είχε υποχρέωση, είτε από το νόμο, είτε από τη  σύμβαση, είτε από προηγούμενη ενέργεια του, για ανακοίνωση των αληθινών και συνιστά απατηλή συμπεριφορά, που πραγματώνεται με παράλειψη. Η παραδοχή περισσοτέρων του ενός τρόπων τελέσεως, εφόσον αυτοί αλληλοαναιρούνται δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση της αποφάσεως και καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος, από τον Άρειο Πάγο, για το πώς συντελέστηκε η απάτη, η δε απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως, ελεγχόμενη για εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 386§1 ΠΚ ενώ τέτοια ασάφεια και αντίφαση δεν δημιουργούνται, όταν αναφέρονται οι δύο πρώτοι υπαλλακτικοί τρόποι τέλεσης της απάτης, εφόσον στο σκεπτικό ή στο διατακτικό εξειδικεύεται ο ένας τρόπος και η απλή αναφορά του άλλου δεν διαφοροποιεί τον τρόπο τέλεσης της πράξης, αλλ’ απλώς προσδιορίζει (εξειδικεύει) το δόλο του δράστη (ΑΠ 201/2021, ΑΠ 1269/2017, ΑΠ 2149/2014).    2) Λόγω της συμπεριφοράς αυτής του δράστη, πρόκληση ή διατήρηση πλάνης, σε άλλον (τον πλανηθέντα – εξαπατώμενο). Η πράξη εξαπάτησης μπορεί να γίνει, με οποιονδήποτε τρόπο, με έγγραφο ή προφορικά, ρητά, αλλά και σιωπηρά, δηλαδή, συναγόμενη, από τη συμπεριφορά του δράστη (ΑΠ 556/2020, ΑΠ 569/2012) και απαιτεί μία. έστω ελάχιστη, νοητική επικοινωνία, μεταξύ δράστη και θύματος. Η ψευδής παράσταση πρέπει να απευθύνεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, χωρίς όμως να είναι απαραίτητη και η προσωπική επικοινωνία δράστη και θυμάτων (ΑΠ 1874/2019, ΑΠ 201/2010). Πρέπει, συνεπώς, να απευθύνεται, σε εξατομικευμένο αποδέκτη ή αποδέκτες και όχι στο κοινό, γενικά και αόριστα, αφού μόνο τότε μπορεί να αξιολογηθεί η αμεσότητα της βλάβης καθενός και ο αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ της περιουσιακής διάθεσης και της βλάβης του. 3) Συνεπεία της παραπλανήσεως αυτής, επιχείρηση, υπό του πλανηθέντος, ορισμένης πράξεως (θετικής ή αποθετικής) που αποτελεί διάθεση περιουσίας είτε ιδίας, είτε και τρίτου, αφού για τη στοιχειοθέτηση του προκείμενου εγκλήματος, πέραν της ταυτότητας του παραπλανηθέντος και του επιχειρούντος τη ζημιογόνο ενέργεια (ΑΠ 762/2000), κατά τα λοιπά. δεν απαιτείται ταυτότητα του προσώπου του παραπλανηθέντος. προς το πρόσωπο του ζημιωθέντος αρκούντος ότι ο παραπλανηθείς έχει εξουσία διάθεσης της περιουσίας του ζημιωθέντος (παθόντος) είτε, από το νόμο είτε από σύμβαση, είτε «εν τοις πράγμασι» (ΑΠ 760/2000. ΑΠ 1924/1997, ΑΠ 978/1996). Ως περιουσία, νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου, που έχουν χρηματική αξία, βλάβη δε της περιουσίας, είναι η μείωση αυτής, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας, την οποία αυτή είχε, προ της διάθεσης, που προκλήθηκε, με την απατηλή συμπεριφορά και εκείνης, που απέμεινε, μετά από αυτήν Βλάβη της περιουσίας υπάρχει, έστω και αν ο παθών έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της 4) Συνεπεία της παραπάνω πράξεως διαθέσεως περιουσίας, επέλευση ζημίας στον παραπλανηθέντα ή κάποιο τρίτο, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συναφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει, σε περίπτωση μειωσεως η χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση, για την ανόρθωσή της ΑΠ 1063/2023 ΑΠ 11/2009, ΑΠ 110/2009, ΑΠ 149/2009) Συνεπώς, για τη συντέλεση του προκείμενου εγκλήματος, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ, αφενός της απατηλής ενέργειας του δράστη και της απ’ αυτήν δημιουργηθείσας πλάνης του παθόντος και αφετέρου της πλάνης αυτής και της ενέργειας, στην οποία παραπείσθηκε ο απατηθείς, η οττοία ενέχει περιουσιακή διάθεση, που επάγεται, αναγκαίως, περιουσιακή βλάβη του ίδιου ή τρίτου. Οπως γίνεται δεκτό, η ζημία ή βλάβη πρέπει να είναι το αναγκαίο, άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της συμπεριφοράς (πράξης, παράλειψης ή ανοχής), στην οποία – παραπλανηθείς – προέβη ο απατώμενος, το οποίο πηγάζει, άμεσα, από την ανωτέρω συμπεριφορά, διαφορετικά, σε περίπτωση, κατά την οποία η βλάβη αποτελεί τυχαίο επακόλουθο των ψευδών παραστάσεων, λόγω μεταγενεστέρους επελθόντων άλλων περιστατικών, δεν υφίσταται απάτη (ΑΠ 1362/1996, ΑΠ 609/1994 ΑΠ 610/1994). Ως τέτοια βλάβη, νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή μείωσής της, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσας περιουσιακής κατάστασης, όπως και η απειλή ή ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον. 5) Δόλος του δράστη και μάλιστα, βασικός, που συνίσταται στη βούληση ή στην αποδοχή παραπλανήσεως ή ζημιώσεως άλλου και πρόσθετος σκοπός του δράστη, να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον, παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγματοποίηση του εν λόγω οφέλους (ΑΠ 1074/2006. ΑΠ 961/2006, ΑΠ 830/2006). Σκοπός περιουσιακού οφέλους υπάρχει, όταν ο δράστης επιδιώκει την αύξηση της περιουσίας ή την οποιαδήποτε ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσιακής κατάστασης του ίδιου ή άλλου (ΑΠ 200/1988). Παράνομο, είναι το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος, όταν ο δράστης ή το άλλο πρόσωπο δεν έχει νόμιμη αξίωση, κατά του παθόντος (ΑΠ 492/1987, ΑΠ 193/1974, ΑΠ 49/1974). Ως «γεγονότα», κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 386 του ΠΚ, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα, που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται, ταυτόχρονα, με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, ο οποίος έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 872/2021, ΑΠ 1527/2009). Ως «παράσταση», κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου, θεωρείται η υπό του δράστη ανακοίνωση μιας σκέψης ή η βεβαίωση ή ο ισχυρισμός κάποιου «γεγονότος», υπό την            προεκτεθείσα έννοια. Χρόνος τέλεσης της αξιόποινης πράξης της απάτης, θεωρείται, βάσει του άρθρου 17 ΠΚ, εκείνος, κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλη συμπεριφορά του. δηλαδή, προέβη στην εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων, ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε (πείσθηκε) ο παθών ή τρίτος.     Είναι αδιάφορος, ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της περιουσιακής βλάβης του παθόντος,        με την  οποία ολοκληρώνεται η απάτη. καθώς και ο χρόνος           που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη ή ανοχή του παραπλανηθέντος (ΟλΑΠ 3/2019. ΟλΑΠ 1/2018, ΑΠ 51 1/2023, ΑΠ 465/2023, ΑΠ 131/2020, ΑΠ 107/2020). Σε κάθε περίπτωση, δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε, από την απάτη, δηλαδή, αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται, κατά τον χρόνο που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 316/2018, ΑΠ 209/2018, ΑΠ 1269/2017). Εξάλλου, λόγω της μη αναγκαίας ταύτισης του προσώπου που απατήθηκε και εκείνου που υπέστη τη βλάβη, η απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή, που δικάζει σε πολιτική δίκη, που αποτελεί ειδικότερη μορφή της απάτης του άρθρου 386 του ΠΚ, η οποία (απάτη) στοιχειοθετείται, όταν ο διάδικος σε πολιτική δίκη όχι μόνο προβάλλει ψευδή πραγματικό ισχυρισμό, αλλά, ταυτόχρονα, προσκομίζει, προς υποστήριξή του, εν γνώσει του ψευδή αποδεικτικά μέσα, όπως η εν γνώσει προσκόμιση και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, ανακριβών όμως κατά περιεχόμενο, με τα οποία παραπλανά το δικαστήριο και εκδίδει δυσμενή, για την περιουσία του αντιδίκου του δικαστική απόφαση, οπότε η απάτη στο Δικαστήριο είναι τετελεσμένη. Επομένως, απάτη στο δικαστήριο διαπράττει και εκείνος, ο οποίος, σε πολιτική δίκη, προσάγει και επικαλείται, προς υποστήριξη ψευδών ισχυρισμών, τους οποίους ο δικαστής υποχρεούται και αυτεπάγγελτα να ελέγξει, αποδεικτικά μέσα, μετά οποία διαμορφώνεται στο δικαστήριο πλανημένη κρίση, που μπορεί να βλάψει τρίτους. Τούτο, δε, γιατί και στην περίπτωση αυτή, υπάρχει παράσταση ψευδών γεγονότων, αφού μπορεί να εξαπατηθεί ο δικαστής από τα στοιχεία που προσάγονται για την απόδειξη των γεγονότων αυτών (ΑΠ 1 145/2022. ΑΠ 1392/2012). Επί της συνήθους (τακτικής) διαδικασίας, η προβολή ψευδών ισχυρισμών, μη αποδεικνυόμενων δια της προσαγωγής ψευδών ή πλαστών αποδεικτικών μέσων, δεν συνιστά απάτη, έστω κι αν οι ανωτέρω ισχυρισμοί έγιναν δεκτοί, από το Δικαστή, κατά παράβαση των καθηκόντων του. Η εν λόγω μη τέλεση απάτης στηρίζεται, στο ότι η αλήθεια των απλώς ψευδών ισχυρισμών, που δεν αποδεικνύονται, δια της προσαγωγής ψευδών ή πλαστών αποδεικτικών μέσων, όφειλε να ελεγχθεί, από τον Δικαστή, οπότε, στην περίπτωση αυτή αιτία της εσφαλμένης δικαστικής απόφασης – κρίσης, δεν είναι η εκ μέρους του διαδίκου επιχειρηθείσα παραπλάνηση του Δικαστή, αλλά η παράλειψη του ανωτέρω ελέγχου (ΑΠ 91/1994, ΑΠ 224/1987, ΑΠ 1461/1984) Τετελεσμένη, είναι η απάτη ενώπιον Δικαστηρίου, όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την επίκληση και προσαγωγή πλαστών ή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, εκδίδεται από το πολιτικό δικαστήριο οριστική απόφαση, υπερ των απόψεων του δράστη της απάτης, σε βάρος του αντιδίκου του. Σε περίπτωση που υποβάλλονται μεν στο δικαστήριο ψευδείς ισχυρισμοί του προσφεύγοντος, σ΄ αυτο με αγωγή. κλπ. χωρίς όμως, συνάμα, να προσκομίζονται με επίκληση προς απόδειξη αυτών, εν επιγνώσει, πλαστά ή νοθευμένα έγγραφα και εν γένει ψευδή αποδεικτικά στοιχεία, τότε δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου, ούτε σε μορφή απόπειρας, καθόσον, μόνη η προβολή αναληθούς ισχυρισμού, σε αγωγή, κ λ π., δεν συνιστά, κατά την έννοια του άρθρου 42§ 1 του ΠΚ, πράξη, περιέχουσα αρχή εκτελέσεως (ΑΠ 960/2018, ΑΠ 47/2007, ΑΠ 760/2005). 91/1994, ΑΠ 1 1 10/1975). Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 42§1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, πράξη που περιέχει αρχή εκτελέσεως θεωρούνταν εκείνη, με την οποία αρχίζει η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, καθώς και εκείνη η ενέργεια που τελεί σε τέτοια συνάφεια και οργανικό δεσμό με την πράξη, ώστε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να θεωρείται, κατά την κοινή αντίληψη, τμήμα αυτής που αμέσως οδηγεί στην πράξη, αν από οποιοδήποτε λόγο δεν ανακοπεί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 42 του ισχύσαντος, από 1-7- 2019, νέου ΠΚ, «1 Οποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε, με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). 2. Το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ατιμώρητη την απόπειρα πλημμελήματος για το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης όχι ανώτερη από ένα έτος ή μόνο χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας, εκτιμώντας όλες τις περιστάσεις τέλεσης του εγκλήματος. 3. Αν ο υπαίτιος απόπειρας ενός εγκλήματος που τιμωρείται βαρύτερα όταν έχει ορισμένο αποτέλεσμα (άρθρο 29), προκαλέσει με υπαιτιότητα του το αποτέλεσμα αυτό, τιμωρείται με την ποινή του εκ του αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος μειωμένη στο μέτρο του άρθρου 83, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη». Η αλλαγή της διατύπωσης στην παράγραφο 1 του άρθρου 42 ΠΚ, από «επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης», που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 42§ 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, με τη φράση «αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη» που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 42§ 1 του νέου ΠΚ, στοχεύει, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του Ν 4619/2019 (νέου Ποινικού Κώδικα), στο σαφέστερο προσδιορισμό του περιεχομένου της αρχής εκτέλεσης του εγκλήματος ώστε να είναι πλέον σαφές, ότι το έγκλημα μπορεί να θεωρηθεί, ότι βρίσκεται σε απόπειρα, μόνο όταν έχει πραγματωθεί ενα τμήμα της αντικειμενικής του υπόστασης Επομένως, μεταξύ της προγενέστερης διατύπωσης και της ήδη ισχύ ου σας. δεν υπάρχει ουσιώδης μεταβολή από την διαφορετική περιγραφή του ίδιου ουσιαστικά πράγματος δηλαδη της αρχής εκτέλεσης στην απόπειρα, που είναι η πράξη, με την οποία αρχίζει η πραγμάτωση της αντικειμενικής, υπόστασης του εγκλήματος, καθώς και εκείνη η ενέργεια, που τελεί σε τέτοια συνάφεια και οργανικό δεσμό με την πράξη, ώστε θεωρείται, κατά την κοινή αντίληψη, τμήμα αυτής που αμέσως οδηγεί στην πράξη, αν δεν ανακοπεί (ΑΠ 31/2022 ΑΠ 1288/2020) Στις περιπτώσεις εκείνων των εγκλημάτων, που ο ακριβής τροπος τέλεσης δεν περιγράφεται στον νόμο, αναλυτικά, νοείται, ότι ο δράστης αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στον νόμο πράξη, όταν εξαπολύσει, κατά του εννόμου αγαθού, την ενέργεια, η οποία, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι ικανή να επιφέρει την αξιόποινη βλάβη, αν δεν ανακοπεί από άλλη πράξη του ίδιου ή τρίτου ή από επιγενόμενο τυχαίο γεγονός (αιτιολογική έκθεση του Ν. 4619/2019. υπό το άρθρο 42, και ΑΠ 819/2022, ΑΠ 442/2021. ΑΠ 1846/2019) Με βάση τα προαναφερόμενα, απόπειρα απατης υπάρχει, από τη στιγμή που ο δράστης αρχίζει την προσπάθεια του να πείσει συγκεκριμένο πρόσωπο, με ψευδείς παραστάσεις, αρχίζει, δηλαδή, να επενεργεί στο νοητικό του άλλου, αναπτύσσοντας μία συγκεκριμένη σχέση επικοινωνίας μαζί του. Τότε, αρχίζει να «εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη», κατ’ άρθρο 42§1 του νέου ΠΚ ή παρεμφερώς, κατά την ΑιτΕκθΣχΠΚ 2019 (υπό άρθρο 42 ΠΚ, 14), πραγματώνει ένα τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Εντούτοις, δεν είναι δικαιοπολιτικά ορθό, να μένουν ατιμώρητοι δράστες, οι οποίοι τελούν υλικές πράξεις, που συνιστούν, από τη σκοπιά ενός τρίτου αντικειμενικού παρατηρητή, πράξεις επίθεσης, κατά του εννόμου αγαθού και οι οποίες είναι ικανές να προκαλέσουν, άμεσα και αιτιωδώς την πλάνη του θύματος και την εξαιτίας αυτής περιουσιακή διάθεση και περιουσιακή ζημία, εφόσον δεν ανακοπούν από άλλη πράξη ή από επιγενόμενο τυχαίο γεγονός, ακόμη κι αν δεν μπορούν, «τυπολατρικά», να θεωρηθούν, ως «τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης» του εγκλήματος. Τέτοιες πράξεις, όπως γίνεται δεκτό, συνιστούν απόπειρα, ως προς τα εγκλήματα, για τα οποία δεν περιγράφεται στο νόμο ειδικός τρόπος τέλεσης (π.χ. ανθρωποκτονία, σωματική βλάβη), ενώ, για τα εγκλήματα των οποίων ο τρόπος τέλεσης περιγράφεται ειδικά στο νόμο, όπως είναι η απάτη, προς όφελος εκείνου, ο οποίος έχει εκδηλώσει, με συγκεκριμένη υλική ενέργεια, την εγκληματική του βούληση, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ισχύσει κάτι διαφορετικό, μόνο και μόνο, επειδή η ειδική υπόσταση του εγκλήματος που τέλεσε, περιέχει ρητά τους τρόπους τέλεσης αυτού, σε σύγκριση με εκείνον, που τέλεσε έγκλημα, στην ειδική υπόσταση του οποίου δεν περιγράφεται ρητά ο τρόπος τέλεσης. Συνεπώς, νοείται απόπειρα απάτης και υπό την ισχύ του νέου ΠΚ, όταν ο δράστης τελεί πράξεις, που αν συνεχιστούν, χωρίς απρόοπτα εμπόδια και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα καταλήξουν άμεσα και αντικειμενικά στην πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος (ΑΠ 1846/2019). Εξάλλου, το άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4335/2015 και την τροποποίησή του με το άρθρο 12 ν 4842/2021  ορίζει ότι « Μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής κατά την παρ. 2 του άρθρου 215. οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές.».  Με τη διάταξη αυτή προβλέπεται διαφορετική αφετηρία για την έναρξη της προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων που είναι η λήξη της προθεσμίας για την επίδοσή της αγωγής, ώστε να άρει τη δικονομική ανισότητα που υπήρχε, σε βάρος του εναγόμενου, για την οποία είχε επικριθεί ο προηγούμενος νόμος. Ωστόσο το σταθερό χρονικό σημείο εξακολουθεί να είναι το αρχικό, δηλαδή η κατάθεση της αγωγής, διότι αυτό δεν αποκλείεται από τη νέα διάταξη Πράγματι, όμως, έχουμε επιμήκυνση αυτής της προθεσμίας, η οποία τρέπεται από 100 σε 120 ημέρες (αν αθροίσουμε προθεσμία επίδοσης και προθεσμία κατάθεσης προτάσεων) και για τον εναγόμενο, αν υπολογίσουμε από την \τελευταία ημέρα της προθεσμίας επίδοσης, τρέπεται από 70 σε 90 ημέρες. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 237 παρ. 1 εδ. β-ζ ΚΠολΔ. «Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής, καθώς και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους κατά το άρθρο 96. Σε περίπτωση έλλειψης των πληρεξουσίων εγγράφων εφαρμόζεται το άρθρο 227. Αν δεν κατατεθούν τα πληρεξούσια έγγραφα μέσα στην προθεσμία που θα ταχθεί, το δικαστήριο εκδίδει οριστική απόφαση επί της αγωγής. Το δικαστικό ένσημο κατατίθεται το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης Η προθεσμία του πρώτου εδαφίου παρατείνεται σε εκατόν είκοσι (120) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής για όλους τους διαδίκους αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό            η είναι άγνωστης διαμονής.» Τα πληρεξούσια έγγραφα προσκομίζονται παραδεκτά όχι μόνο     με τις προτάσεις αλλά και με την προσθήκη και με προφορική δήλωση στο ακροατήριο κατά την τυπική συζήτηση. Περαιτέρω, η προθεσμία παρατείνεται σε 120 ημέρες για όλους (ισότητα των όπλων των διαδίκων) σε περίπτωση που ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής Σε περίπτωση που το γεγονός αυτό επέλθει μετά την κατάθεση της αγωγής και πριν την επίδοση, δηλαδή αλλάξει διεύθυνση ο εναγόμενος και καταστεί αγνώστου διαμονής, τότε έχει το βάρος ο ενάγων να ενημερώσει το δικαστήριο, προσκομίζοντας στη γραμματεία σχετική βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή, ώστε να διαμορφωθούν σχετικώς οι προθεσμίες. Στο άρθρο 237 παρ. 3 ΚΠολΔ ορίζεται ότι: «Στην περίπτωση έκδοσης παραπεμπτικής απόφασης λόγω καθ’ ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας ή λόγω μη εισαγωγής της υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία, οι ως άνω προθεσμίες των ενενήντα (90) ή εκατόν είκοσι (120) ημερών για την κατάθεση των προτάσεων αρχίζουν από την κατάθεση της κλήσης για τον προσδιορισμό δικασίμου. Το ίδιο ισχύει, αν το δικαστήριο κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής. Στις περιπτώσεις των άρθρων 249 και 250 οι διάδικοι μπορούν να καταθέτουν συμπληρωματικές προτάσεις το αργότερο μέχρι τη νέα συζητηση της υπόθεσης, δίχως να προτείνονται νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα με την επιφύλαξη της παρ 5 του παρόντος.» Ειδικότερα, στην περίπτωση παραπομπής στο αρμόδιο δικαστήριο ή όταν είναι διαφορετική η προσήκουσα διαδικασία που υπάγεται η υπόθεση ή όταν κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση, προβλέπεται ρητά ότι οι προτάσεις κατατίθενται εντός 90 ή 120 ημερών από την κατάθεση της κλήσης και όχι από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση. Αντιθέτους, στην περίπτωση της αναστολής δίκης δυνάμει των άρθρων 249 και 250 ΚΠολΔ. διατηρείται η εκκρεμοδικία και δεν απαιτείται εκ νέου έναρξη της προθεσμίας του άρθρου 237 ΚΠολΔ για κατάθεση προτάσεων που ακολουθεί την αναστολή και η δικάσιμος ορίζεται με την κατάθεση της κλήσης, γιατί εδώ έχουμε μία συζήτηση που είνα’ συνέχεια της προηγούμενης, κατά το άρθρο 281 ΚΠολΔ Στην περίπτωση των άρθρων 249 και 250 ΚΠολΔ καθιερώνεται η δυνατότητα κατάθεσης συμπληρωματικών προτάσεων μέχρι τη νεα συζήτηση της υπόθεσης, χωρίς να είναι όμως επιτρεπτή η προβολή νέων ισχυρισμών και παραπέμπει το άρθρο 237 στην παραγραφο 5 ΚΠολΔ Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του μεταβατικού δικαίου (άρθρο 116 παρ. 1α του ν 4842/2021), η παραγραφος 1 του άρθρου 237 ΚΠολΔ εφαρμόζεται σε όσα ένδικα βοηθήματα και δικόγραφα κατατίθενται μετά την 1 1 2022. Επί τη βασει των ανωτέρω εν όλω νομικών παραδοχών, προκύπτει ότι, ειδικότερα, με τη μορφή που πήρε η τακτική διαδικασία, στην οποία επήλθαν και οι σημαντικότερες αλλαγές με τον ν. 4335/2015, όπως περαιτέρω κατά τα ανωτέρω τροποποιήθηκε, όπου εισήχθη ο έγγραφος τύπος (237 ΚΠολΔ), καθιστώντας την επ’ ακροατηρίω διαδικασία καθαρά τυπική, εφόσον με την κατάθεση των προτάσεων, μέσα στις προθεσμίες που προβλέπει ο νόμος, στις οποίες περιέχονται όλοι οι κρίσιμοι ισχυρισμοί και τα αποδεικτικά μέσα. ο διάδικος δύναται να υποβάλει τους ψευδείς ισχυρισμούς του και να προσκομίσει απατηλά αποδεικτικά μεσα και η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας. Επομένως, αρχή εκτέλεσης (για τη θεμελίωση του εγκλήματος της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, στο πλαίσιο πολιτικής δίκης κατά την τακτική διαδικασία), υπάρχει ήδη από την ολοκλήρωση των ενεργειών του διαδίκου μέχρι το κλείσιμο του φακέλου της υποθέσεως, μετά το οποίο θα υπάρξει αναγκαίως, κατά νόμον, ο ορισμός δικαστή για τη διαδικαστική εξέλιξη της υποθέσεως προς (τυπική) συζήτηση αυτής.

VI Στην προκειμένη περίπτωση, η διαφωνία, μεταξύ του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών και της Ανακρίτριας του 23ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, που ήρθη, με το προσβαλλόμενο, δια της παρούσας, υπ’ αριθμ. 703/06- 03-2024 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, υπέρ της άποψης της ανωτέρω Ανακρίτριας, εστιάσθηκε στο εάν η προβολή και επίκληση των περιεχομένων σε δικόγραφο προτάσεων διαδίκου, απευθυνόμενο προς το δικάζον, κατά τη τακτική διαδικασία. Μονομελές Πρωτοδικείο και καταγγελλόμενων, ως εν γνώσει ψευδών, ισχυρισμών παραστάσεων του διαδίκου αυτού, προς το εν λόγω Δικαστήριο υποστηριζόμενων, από προσαγόμενα ψευδή αποδεικτικά μέσα. είναι ικανή να στοιχειοθετήσει, αντικειμενικά: το έγκλημα της απόπειρας απάτης ενώπιον Δικαστηρίου Ειδικότερα, εν προκειμένω. με την. από 27-01-2023 έγκληση του η οποία εγχειρίσθηκε, ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών και ελαβε ABM: Ε 2023/611, καταγγέλθηκε, ότι η  εκ των εγκαλουμένων  αδελφή αυτού ****, με το δικόγραφο των, από 21-1 1-2022. προτάσεών της, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Τακτική Διαδικασία – Τμήμα Ενοχικό), που η ίδια υπέβαλε στο εν λόγω Δικαστήριο, ως εναγόμενη, με την. από 28-06-2022, με γενικό αριθμό κατάθεσης 64453/29-06-2022 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 5506/29-06-2022, αγωγή του ****  κατ’ αυτής, αλλά και μεταξύ άλλων εγγράφων με την υπ’ αριθμ. 1095/24-1 1-2022 ένορκη βεβαίωση του εκ των εγκαλουμένων – γιού της **** ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς **** , η οποία (ανωτέρω αγωγή), μάλιστα, πρόκειται να προσδιορισθεί. προς εκδίκαση, εντός του έτους 2025 (βλ. το. από 08-03-2023, μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου απάντηση του Προϊσταμένου του Τμήματος Δημοσίευσης Τακτικής Διαδικασίας του Πρωτοδικείου Αθηνών, προς το Τμήμα Προανάκρισης του Πταισματοδικείου Αθηνών), προσπάθησε να παραπλανήσει τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, υπέρ της βασιμότητας του προβαλλόμενου ισχυρισμού της, ότι η ίδια έθεσε, κατ’ απομίμηση, την υπογραφή του ανωτέρω εγκαλούντος, επί των καταγγελθεισών, ως πλαστών, δώδεκα (12) γραπτών εντολών μεταφοράς χρηματικών ποσών, συνολικού ύψους 191.511,60 δολαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχούν σε 133.550,47 ευρώ, από προσωπικούς τραπεζικούς λογαριασμούς του εγκαλούντος, σε κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς της ίδιας και του συζύγου της, *** , όχι αυθαίρετα, αλλά, έχοντας την – προς τούτο – συναίνεση του ανωτέρω εγκαλούντος, περί των οποίων κατέθεσε, ενόρκως, ο ανωτέρω γιός της,**** , με την προσκομισθείσα. από την ίδια, ως αποδεικτικό μέσο, υπ’ αριθμ. 1095/24-11-2022 ένορκη βεβαίωσή του. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, **** και έτσι να πείσει τον προαναφερόμενο Δικαστή, να απορρίψει την ανωτέρω εκκρεμή αγωγή, προς βλάβη της περιουσίας του ανωτέρω ενάγοντος και εγκαλούντος. υπερβαίνουσας το ποσό των 120.000,00 ευρώ και ανερχόμενης, συνολικά, στο ποσό των 133.550,47 ευρώ, με σκοπό να αποκομίσει η ίδια το αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος. Η άποψη της Ανακρίτριας του 23ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, υπέρ της οποίας το αναιρεσιβαλλόμενο, υπ’ αριθμ 703/06-03-2024, βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ήρε την αναφυείσα, μεταξύ αυτής και του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς, διαφωνία, συνίστατο στο ότι «Με δεδομένο δε, ότι η ως άνω αγωγή κατατέθηκε με τη νέα τακτική διαδικασία, κατά τα αναπτυσσόμενα στην υπό στοιχείο I νομική σκέψη που προηγήθηκε, στις 29 6.2022, οι στην οικεία δικη αντίδικοι, κατά το άρθρο 237ΚΠολΔ, υποχρεούντο σε κατάθεση προτάσεων μετά σχετικών, εντός ενενήντα (90) ημερών και πράγματι η εναγόμενη κατέθεσε στους Γραμματείς της Έδρας Τακτικής Διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών φάκελο προτάσεων μετά των σχετικών της εγγράφων. Σημειώνεται δε, ότι κατά τη διαδικαστική εξέλιξη της ως άνω αστικής υπόθεσης μετά το κλείσιμο των φακέλων δια της κατάθεσης προσθήκης- αντίκρουσης από τους αντιδίκους εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ως ανω καταληκτική ημερομηνία πέρατος των ενενήντα ημερών, ο οικείος φάκελος έπρεπε να διαβιβαστεί στον αρμόδιο Πρόεδρο Πρωτοδικών ώστε αυτός με σχετική πράξη του να καθορίσει ημερομηνία δικασίμου. Ως προς την αγωγή κατά την ημερομηνία άσκησης της ποινικής δίωξης (28 7.2023) δεν είχε οριστεί δικάσιμος. Εντούτοις, κατά το ανωτέρω διαδικαστικό στάδιο που κατατέθηκαν απο την πρώτη των κατηγορουμένων οι προτάσεις της και τα σχετικά της έγγραφα, κατά το οποίο δεν είχε καν προσδιορισθεί προς συζήτηση, πολλώ δε μάλλον συζητηθεί, η ως ανω αγωγή δεν νοείται δια της οικείας διαδικαστικής πράξης στοιχειοθέτηση αρχής εκτέλεσης της αποδιδόμενης αξιόποινης συμπεριφοράς της απάτης επί δικαστηρίω, καθώς, κατα την άποψή μας, υπάρχει αρχή εκτέλεσης της απατης στο δικαστήριο απο τη στιγμή που υπάρχει εξατομικευμένος αποδέκτης της πράξης εξαπάτησης, δηλαδή δικαστής και, συνεπώς η αρχή οριοθετείται με την προβολή (επίκληση) των ψευδών πραγματικών ισχυρισμών του δράστη κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, δια της συναφούς κατάθεσης και επίκλησης ψευδών αποδεικτικών μέσων, δεδομένου ότι ο αποδέκτης της πράξης εξαπάτησης εξατομικεύεται πλέον όταν η υπόθεση εισαχθεί προς συζήτηση στο ακροατήριο (βλ. ad hoc  … ΔιατΕισΕφΑΘ  και τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο III νομική σκέψη που προηγήθηκε). Σχετικά, μάλιστα, αφενός, σημειώνεται πως, όπως εξάγεται από την κοινή περί τα δικαστικά πράγματα πείρα, ο αρμόδιος για την κατάρτιση των υπηρεσιών των δικαστών Πρόεδρος, στο Πρωτοδικείο Αθηνών, στην τακτική του Μονομελούς, ορίζει τον δικαστή που θα αναλάβει την εκδίκαση κάθε πινακίου, το νωρίτερα μία εβδομάδα πριν την αντίστοιχη δικάσιμο, προκύπτοντος συναφώς του ότι ο Δικαστής που θα συζητήσει την ανωτέρω αγωγή, χωρίς την παρουσία των διαδίκων δυνητικά, δεν έχει ακόμα κατά πρόσωπο ορισθεί, αφετέρου, τονίζεται πως, κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση συζήτησης αστικής αγωγής, απόπειρα απάτης στο δικαστήριο συντρέχει εάν, παρά την προβολή ψευδών αποδεικτικών ισχυρισμών με την υποστήριξη ψευδών αποδεικτικών μέσων, ο δικαστής δεν παραπλανηθεί, και κατόπιν της συζήτησης της αγωγής, εκδώσει απορριπτική απόφαση ή αν δεν εκδώσει οριστική απόφαση υπέρ του δράστη (βλ. ΑΠ…. ) Περαιτέρω, η ανωτέρω παραδοχή περί μη κατάφασης αρχής εκτέλεσης απάτης επί δικαστηρίω στην ένδικη περίπτωση, που συνδέεται στενότερα με την αντικειμενική θεωρία για την έννοια της αρχής εκτέλεσης στην απόπειρα, βρίσκει στέρεο πραγματολογικό έρεισμα και στην κρατούσα κατά τη νομολογία ουσιαστική – αντικειμενική θεωρία του Frank (ή θεωρία της διευρυμένης αντικειμενικής υπόστασης), κατά την οποία αρχή εκτέλεσης συνιστά η ενέργεια εκείνη με την οποία αρχίζει να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, καθώς και εκείνη που τελεί σε τέτοια συνάφεια και οργανικό δεσμό με την πράξη, ώστε στη συγκεκριμένη περίπτωση να θεωρείται κατά την κοινή (ή φυσική) αντίληψη τμήμα της και στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ανακοπεί για οποιονδήποτε λόγο (βλ. ΑΠ ….). καθώς, ως καθίσταται σαφές από την κοινή δικαστηριακή πείρα, η προκατάθεση προτάσεων μετά αποδεικτικών μέσων στα πλαίσια της νέας τακτικής διαδικασίας, εντός ενενήντα ημερών από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής, δεν είναι νοητό να εκληφθεί ως τελούσα σε στενό οργανικό δεσμό με τη συζήτηση του αντίστοιχου δικογράφου, αφού παρά τη δυνατότητα διεξαγωγής της συζήτησης χωρίς την παράσταση των διαδίκων (εφόσον έχουν κατατεθεί από αυτούς προτάσεις) και της απουσίας δικονομικής ευχέρειας περί αναβολής (βλ. νέο άρθρο 237ΚΠολΔ). αυτή (η συζήτηση) δεν είναι κατά την κοινή αντίληψη βέβαιο ότι θα υλοποιηθεί, αφού μπορεί να προηγηθεί παραίτηση του ενάγοντος από το εισαγωγικό δικόγραφο ή απόσυρση της υπόθεσης λόγω απεργίας των δικαστικών γραμματέων. Κατόπιν όλων των παραπάνω, η από μέρους της κατηγορούμενης κατάθεση των προτάσεών της. μετα των φερόμενων ως ψευδών, ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων στη Γραμματεία της Έδρας Τακτικής Διαδικασίας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στην ένδικη περίπτωση, σε χρονο κατά τον οποίο δεν είχε ακόμη προσδιοριστεί ημερομηνία συζήτησης της εν λόγω αγωγής και συνακόλουθα δεν είχε εξατομικευθεί ο δικαστής που θα την εκδίκαζε. αποτελεί μη τιμωρητή προπαρασκευαστική πράξη απάτης επί δικαστηρίω, με επακόλουθο η οικεία ποινική δίωξη για τέλεση απόπειρας του συγκεκριμένου αδικήματος, η κίνηση της οποίας ερείδεται αποκλειστικά στα πραγματικά περιστατικά που διαλαμβάνονται στη σχετική με Α.Β.Μ. Ε23/611 από 27.1.2023 έγκληση και όχι σε μέλλοντα (βλ. τις υπό στοιχείο II νομικές παραδοχές του παρόντος διαβιβαστικού), να μην προσλαμβάνει νόμιμο ερεισμα. Η όποια αντίθετη ερμηνεία αντιβαίνει στην πάγια ως άνω νομολογία περί του ότι απόπειρα απάτης στο δικαστήριο συντρέχει, όταν ο δικαστής, παρά τα ενώπιον του κατατεθεντα ψευδή αποδεικτικά μέσα προς θεμελίωση αβάσιμων πραγματικών ισχυρισμών, δεν παραπλανήθηκε και, κατόπιν της συζήτησης της αγωγής, εξέδωσε απορριπτική απόφαση ή δεν εξέδωσε οριστική υπέρ του δράστη απόφαση Ακόμα, κατά λογική ακολουθία της ως άνω κρίσης μας περί απουσίας νομίμου ερείσματος της υπό εξέταση ποινικής δίωξης αναφορικά με την κακουργηματική πράξη της απόπεηρας απάτης επί δικαστηρίω με συνολικό όφελος/ζημία ποσού άνω των 120.000,00 ευρώ, καταλύεται ο δεσμός πραγματολογικής συνάφειας με τις λοιπές πράξεις αυτής (της δίωξης), πλημμεληματικού χαρακτήρα, της ψευδούς κατάθεσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης και της ηθικής αυτουργίας στις πράξεις αυτές και αναιρείται η χρεία διερεύνησης αυτών στο πλαίσιο της κύριας ανάκρισης, σημειούμενου συμπληρωματικώς του ότι γι’ αυτές, αν και θεμελιώνουν απειλή φυλάκισης ανώτερης των τριών μηνών, δεν υφίσταται εν τοις πράγμασι ανάγκη επιβολής περιοριστικών όρων εις βάρος των κατηγορουμένων (βλ. άρθρα 129,130 παρ 3, 246 παρ 3β’ και 282 του ΚΠοινΔ) ….»

Πλην όμως όπως προκύπτει από όσα διαλαμβάνονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ανωτέρω άποψη την οποία ενστερνίσθηκε το αναιρεσιβαλλόμενο, υπ’ αριθμ, 703/06-03-2024, βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, κρίνεται νομικά εσφαλμένη (και ανεξαρτήτως του ότι η άποψη αυτή υποστηρίζεται θεωρητικά), αφού, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 42 και 386§1 του ΠΚ η προβολή και επίκληση περιεχομένων σε δικόγραφο προτάσεων διαδίκου, απευθυνόμενο προς το δικάζον, κατά την τακτική διαδικασία, Μονομελές Πρωτοδικείο και καταγγελόμενων ως εν γνώσει ψευδών ισχυρισμών – παραστάσεων του διαδίκου αυτού, προς το εν λόγω Δικαστήριο, υποστηριζόμενων από προσαγόμενα ψευδή αποδεικτικά μέσα – συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του άρθρου 386§1 ΠΚ – σε αντίθεση προς τις απορρέουσες από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 42§1 και 386§1 εδ. β – α του ΠΚ παραδοχές του αναιρεσιβαλλόμενου βουλεύματος – θεμελιώνει, αντικειμενικά, το έγκλημα της απόπειρας απάτης ενώπιον Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από το εάν έχει ορισθεί (και υπό αυτή την έννοια είναι ή όχι εξατομικευμένο και γνωστό, κατά τον χρόνο προβολής και επίκλησης του ψευδούς ισχυρισμού – παράστασης προς το δικαστήριο) ο δικαστής που είναι επιφορτισμένος με την εκτίμηση και αξιολόγησή του και ανεξάρτητα από το εάν έχει ή όχι προσδιορισθεί ημερομηνία συζήτησης της ασκηθείσας αγωγής [όπως και ανεξαρτήτως των θεωρητικών προβληματισμών ως προς τα τυχόν νομικά ζητήματα που μπορεί να προκόψουν αναφορικά με τον χρόνο και τόπο τελέσεως του αδικήματος επί κηρύξεως αναρμοδιότητας του δικαστηρίου και παραπομπής της υποθέσεως προς εκδίκαση σε άλλο, ή τυχόν αναγκαστικής – από απρόβλεπτα γεγονότα – αναβολής συζητήσεως της υποθέσεως, παρά την αντίθετη πρόβλεψη του νόμου περί μη επιτρεπτού της αναβολής αυτής, η τυχόν εν τέλει παραπλανήσεως του δικαστή με τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα επιστηρίζοντα αυτούς αποδεικτικά μέσα] αφού, με την επίκληση – παράσταση ενός τέτοιου (ψευδούς) ισχυρισμού, ενώπιον Δικαστηρίου, το πρόσωπο που επικαλείται – παριστά αυτόν, έχοντας από πλευράς του πράξει κάθε τι αναγκαίο, για την  τέλεση του εγκλήματος χωρίς όμως την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος, ώστε να βρίσκεται σε εξέλιξη η αιτιώδης, προς επέλευση αυτού, διαδρομή και με την κατάσταση να έχει ξεφύγει από τα χέρια του, εξαρτώμενη, πλέον, από την πορεία των πραγμάτων, άρχισε, ήδη, την προσπάθεια του να πείσει τον δικάζοντα Δικαστή [ο οποίος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 237 του ΚΠολΔ, μπορεί να μην έχει ακόμη ορισθεί και εξατομικευθεί. αλλά είναι βέβαιο, ότι πρόκειται να ορισθεί – εξατομικευθεί, άμεσα, εντός των προθεσμιών, που προβλέπονται, από τίς διατάξεις του ανωτέρω άρθρου] σχετικά με το περιεχόμενο της ψευδούς παράστασης, αναπτύσσοντας συγκεκριμένη σχέση επικοινωνίας μαζί του και με την έννοια αυτή, άρχισε, ήδη  να  «εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη», κατ’ άρθρο 42§1 του νέου ΠΚ, πραγματώνοντας τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος της απόπειρας απάτης ενώπιον Δικαστηρίου Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, κρίνεται βάσιμος και συντρέχει εν προκειμένω ο προβλεπόμενος, από το άρθρο 484§ 1 στοιχ. β’ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 42 § 1 και 3 86 § 1 εδ. β’ – α’ του ΠΚ, που εφαρμόσθηκαν στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα (υπ’αριθμ. 703/6-3-2024 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών), το οποίο πρέπει να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ 485 παρ 1, και 519 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΕΧΕΤΑΙ την από 18/4/2024 και με αριθμό έκθεσης 16 αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως του με αριθμό 703/2024 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.

ΑΝΑΙΡΕΙ το προσβαλλόμενο βούλευμα.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2024 Και,

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2025.-

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top