Οι δικονομικές αρχές της αναλογικότητας και του προσήκοντος βαθμού υπόνοιας ή δύναμης των ενδείξεων επιτάσσουν και ορίζουν ότι, όσο βαρύτερη είναι η καταγγελλόμενη πράξη, τόσο εντονότερος πρέπει να είναι ο βαθμός υπονοίας, δηλαδή δύναμης των ενδείξεων για την τέλεση του εξεταζομένου εγκλήματος
Το ζήτημα της ποινικής ευθύνης δικηγόρου για την παράθεση γεγονότων ή τη διατύπωση αξιολογικών κρίσεων του εντολέα του στο πλαίσιο υπόθεσης που έχει αναλάβει, ερμήνευσε ο Εισαγγελέας Εφετών κατά την εξέταση προσφυγής κατά απορριπτικής εισαγγελικής διάταξης (ΔιατΕισΕφΑθ 24-239/2024).
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το σκεπτικό του Εισαγγελέα Εφετών, ο δικηγόρος δεν υπέχει ποινική ευθύνη για την παράθεση γεγονότων ή τη διατύπωση αξιολογικών κρίσεων του εντολέα του, με την σύνταξη αγωγών, εγκλήσεων κλπ., που συντάσσονται με εντολή του εντολέως του και βρίσκονται μέσα στα πλαίσια της εντολής αυτής. Τούτο γίνεται δεκτό και όταν πρόκειται για λόγια του ιδίου του συνηγόρου και ασφαλώς ισχύει και στην περίπτωση υποβολής μήνυσης ή έγκλησης ή κατάθεσης αγωγής, προτάσεων ή σημειώματος, οπότε το περιεχόμενο αυτών των δικογράφων αποδίδεται πάντα στον εντολέα και όχι στον ίδιο τον συνήγορο.
Τα ανωτέρω νομολογούμενα προκύπτουν και βάσει του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013), όπου στο μεν άρθρο 5 περ. δ΄ ορίζεται ότι ο δικηγόρος «δεσμεύεται από το περιεχόμενο της εντολής που αποδέχτηκε», στο άρθρο 3 παρ. 1 διαλαμβάνεται ότι εκείνο που προέχει στην εντολή που δίδει ο εντολέας προς τον δικηγόρο «είναι το στοιχείο της εμπιστοσύνης του εντολέα του προς αυτόν» και στο άρθρο 37 παρ. 1, εν τέλει, ορίζεται με σαφήνεια ότι ο δικηγόρος αποδεχόμενος την εντολή έχει υποχρέωση να ενεργεί κατά την εντολή.
Όταν ο συνήγορος, ενεργώντας καλόπιστα και μη γνωρίζοντας την αναλήθεια εκείνων που εκθέτει ενώπιον των αρμοδίων δικαστικών οργάνων, ενεργεί σε εκτέλεση νομίμου καθήκοντος, έχει δεσμίαν αρμοδιότητα υλοποίησης της εντολής που έλαβε παρά του εντολέως του, και η όποια υποβολή στον Εισαγγελέα ή το Δικαστήριο της φερόμενης ως αναληθούς έγκλησης ή μηνυτήριας αναφοράς ή αγωγής κλπ δικογράφων, αποτελεί, τρόπον τινά, «υπηρεσιακή ενέργεια» και υποχρέωση, χωρίς να έχει τούτος τον υπερχειλή εκείνον δόλο που απαιτείται τόσο για το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης, όσο και για τα αδικήματα της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμησης. Διότι ο συνήγορος δεν ενεργεί εν προκειμένω «ιδίω ονόματι», αλλά ως δικηγόρος προς προστασία των συμφερόντων και υλοποίησης των επιθυμιών και υποδείξεων του εντολέως του και έχει σαφή υποχρέωση να υπερασπιστεί ενώπιον των δικαστηρίων τον εντολέα του, έστω κι αν γίνεται οξύς ή υπερβολικός στις εκφράσεις του.
Μόνο στην περίπτωση που ο δικηγόρος έχει προσωπική εμπλοκή με την υπόθεση, και πείθει λ.χ. άλλον να τελέσει άδικες πράξεις, τότε μόνον θεμελιώνεται ευθύνη του ως ηθικού αυτουργού.
Εν προκειμένω, ορθά κρίθηκε με την προσβαλλόμενη διάταξη του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών ότι δεν προκύπτουν, από τα εισφερθέντα αποδεικτικά μέσα, επαρκείς ενδείξεις για τέλεση από τον εγκαλούμενο δικηγόρο των αδικημάτων της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμησης,
Ο Εισαγγελέας Εφετών τόνισε, μάλιστα, πως οι δικονομικές αρχές της αναλογικότητας και του προσήκοντος βαθμού υπόνοιας ή δύναμης των ενδείξεων επιτάσσουν και ορίζουν ότι, όσο βαρύτερη είναι η καταγγελλόμενη πράξη, τόσο εντονότερος πρέπει να είναι ο βαθμός υπονοίας, δηλαδή δύναμης των ενδείξεων για την τέλεση του εξεταζομένου εγκλήματος και απαιτείται η μέγιστη (δικονομική) επιμέλεια και προσοχή για την διακρίβωση της συνδρομής του προσήκοντος βαθμού ενδείξεων περί την άσκηση της ποινικής δίωξης.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο βαθμός ενδείξεων ως προς τον εγκαλούμενο δικηγόρο είναι ιδιαίτερα ασθενής έως μηδενικός, κατά τρόπο που να μην ενδεικνύεται διόλου η βασιμότητα της καταγγελίας.
Δείτε αναλυτικά τη διάταξη στο sakkoulas-online.gr.