ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 185/2023 Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης για κλοπή, λόγω ελλιπούς αιτιολογίας

Αριθμός 185/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη και Παρασκευή Τσούμαρη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 13 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή, λόγω κωλύματος του τακτικού Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Γεώργιου Σκιαδαρέση, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ε. Γ. του Ν., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Τριαντάφυλλο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 663/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την εταιρεία με την επωνυμία “…”, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην με αρ. πρωτ. 9308/19-10-2022 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1076/2022.
Αφού άκουσε Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε: 1) Να κηρυχθεί εν μέρει απαράδεκτη η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ως προς τους λόγους της παραβ. του αρ. 510 παρ. 1 Ε, Δ’ ν. ΚΠΔ, καθώς επίσης να γίνει τυπικά δεκτή για τον λόγο της απόλυτης ακυρότητας και να απορριφθεί κατ’ ουσία. 2) Ενόψει του έστω εν μέρει παραδεκτού της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, η υπ’ αριθμόν 663/2022 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και 3) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη με αρ. πρωτ. 9308/19-10-2022 αίτηση του Ε. Γ. του Ν., για αναίρεση της υπ’ αριθμ.663/2022 καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, έχει ασκηθεί νομότυπα, με δήλωση του αναιρεσείοντος που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του ΑΠ και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας των είκοσι ημερών από την καταχώριση της προσβαλλομένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο, που έλαβε χώρα στις 29-9-2022, αφού η ανωτέρω αίτηση αναίρεσης επιδόθηκε στις 19-10-2022 (άρθρα 464, 466, 473,474 και 504 του ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Σημειώνεται επίσης ότι από το με ημερομηνία 7-11-2022 αποδεικτικό επίδοσης, του επιμελητή της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Λ. Χ., προκύπτει ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθμ. 1076/2022 κλήση του, νόμιμα και εμπρόθεσμα, προκειμένου να εμφανισθεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης συνεδρίαση, όπου θα συζητηθεί η προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. πρωτ. 9308/2022 αίτηση του αναιρεσείοντος, η παρασταθείσα για την υποστήριξη της κατηγορίας στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, εταιρία με την επωνυμία “…”, πλην όμως η τελευταία δεν εμφανίστηκε.
Κατά την διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 372 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την 1-7-2019, όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Με την όμοια ως προς τα στοιχεία της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης του υπόψη εγκλήματος διάταξη του άρθρου 372 παρ.1 Π.Κ., υπό την ισχύ του από 1-7-2019 Π.Κ., επισύρεται για την πράξη αυτή ποινή φυλάκισης έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, ενώ, αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επισύρεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες προστατεύεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται η υπό του δράστη, με θετική ενέργεια, αφαίρεση από την φυσική κατοχή άλλου, ξένου, ολικά ή εν μέρει, κινητού πράγματος, μη ανήκοντος κατά κυριότητα σ’ αυτόν, αυτογνωμόνως και χωρίς την συναίνεση του έχοντος δικαίωμα ιδιοκτήμονος επ’ αυτού, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή του. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της επί του κινητού πράγματος υφισταμένης ξένης κατοχής και την θεμελίωση νέας επ’ αυτού κατοχής υπό του δράστη ή τρίτου προς τον σκοπό της παρανόμου ιδιοποιήσεώς του. Η αξία του αντικειμένου της κλοπής, δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως της, εφόσον δεν χαρακτηρίσθηκε ως κλοπή με αντικείμενο, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Για την αξία δε του αντικειμένου, της κλοπής, ως ιδιαίτερα μεγάλης, κρίνει κυριαρχικά το δικαστήριο της ουσίας, καθόσον ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου, ως μεγάλης ή μικρής, αποτελεί ζήτημα πραγματικό και κρίνεται κυριαρχικά από το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τις συνθήκες της αγοράς που διαμορφώνουν κάθε φορά την αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από την απλή συναλλακτική σύγκριση των οποίων συνάγεται περαιτέρω η ουσιαστική κρίση, αν αυτή (αξία) είναι ή όχι ιδιαιτέρως μεγάλη ή ευτελής (ΑΠ 31/2022, ΑΠ 425/2022, ΑΠ 707/2020, ΑΠ 1181/2019). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Όμως δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης της απόφασης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως και συγκρίσεως όλων των αποδεικτικών στοιχείων, διότι στις περιπτώσεις αυτές υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στην διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρίσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Τέλος, κατά το άρθρο 511 εδ. α του Κ.Π.Δ, “αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, οΆρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, όλους τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 510, εκτός από τον προβλεπόμενο στο στοιχείο Β’. Δεν επιτρέπεται όμως να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου”.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης με αριθμό 633/2022 αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ότι αποδείχθησαν, τα ακόλουθα: “…ο κατηγορούμενος στη … κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο έως τον Μάιο 2015 αφαίρεσε από την κατοχή άλλου ξένα ολικά κινητά πράγματα με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση τους και ειδικότερα με τον παραπάνω σκοπό αφαίρεσε από την επί της οδού … μάντρα οικοδομών ιδιοκτησίας της εταιρείας “…” τα αναφερόμενα αναλυτικώς στο διατακτικό της παρούσας απόφασης καταγεγραμμένα οικοδομικά υλικά η αξία των οποίων κατά το χρόνο της αφαίρεσης τους υπολειπόταν της αγοραίας αξίας που αναγράφεται στο κατηγορητήριο , αλλά ισούται με το 1/3 της αγοραίας τους αξίας, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Στο συμπέρασμα αυτό το Δικαστήριο καταλήγει μετά βεβαιότητας διότι τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο τιμολόγια Τ. και Κ. αφορούν σε ποσότητες μικρότερες των αφαιρεθέντων κινητών πραγμάτων, ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι αφορούν σε υλικά με ISO, όπως είναι της εταιρείας “…”.
Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο της αξιόποινης πράξης της κλοπής ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπο του οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 α’ και ε’ του Π.Κ., επέβαλε σ’ αυτόν ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ένοχο, για την πράξη της κλοπής ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, του ότι: Στη … κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο έως τον Μάιο 2015 αφαίρεσε από την κατοχή άλλου ξένα ολικά κινητά πράγματα με σκοπό την παράνομη ιδιοποίησή τους και ειδικότερα με τον παραπάνω σκοπό αφαίρεσε από την επί της οδού … μάντρα οικοδομών ιδιοκτησίας της εταιρείας “…” τα κάτωθι αναφερόμενα αναλυτικώς καταγεγραμμένα οικοδομικά υλικά η αξία των οποίων κατά το χρόνο της αφαίρεσής τους υπολειπόταν της αγοραίας αξίας που αναγράφεται στο κατηγορητήριο , αλλά ισούται με το 1/3 της αγοραίας τους αξίας, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, τα οποία περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό του, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κλοπής ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος. Ειδικότερα: α) ενώ σε κανένα σημείο του σκεπτικού της αλλά ούτε και του διατακτικού της δεν χαρακτηρίζεται η αξία των περιγραφομένων ως άνω αφαιρεθέντων από τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση, κινητών πραγμάτων, ως ιδιαίτερα μεγάλη, με συνέπεια να φαίνεται ότι συγκροτείται σε βάρος του τελευταίου το αδίκημα της απλής κλοπής, στην συνέχεια στο διατακτικό, εκτός του κειμένου της κατηγορίας, κηρύσσει αυτόν ένοχο ρητά για το αδίκημα της κλοπής ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, γεγονός που καθιστά την αιτιολογία προεχόντως αντιφατική, ασαφή για το τι εν τέλει από τα δύο επέλεξε και ουσιωδώς ελλιπή. β) Περαιτέρω με τις παραδοχές στο σκεπτικό και διατακτικό ότι η αξία των κάτωθι αναφερόμενων αναλυτικώς καταγεγραμμένων οικοδομικών υλικών, κατά τον χρόνο αφαίρεσή τους, υπολειπόταν της αγοραίας αξίας που αναγράφεται στο κατηγορητήριο, αλλά ισούται με το 1/3 της αγοραίας τους αξίας και με την καταχώρηση στην συνέχεια στο διατακτικό του σχετικού πίνακα όπου αναγράφεται ως συνολική αξία των ως άνω αφαιρεθέντων πραγμάτων το ποσό των 43.970,58 ευρώ, με παράθεση των επί μέρους αφαιρεθέντων υλικών, κατά ποσότητα (τεμάχια ή Μ2, τιμή μονάδος και σύνολο αξίας εκάστης ποσότητας), χωρίς καμία άλλη διευκρίνιση, δημιουργείται ασάφεια ως προς το συνολικό ποσό της αξίας των κλαπέντων υλικών, στοιχείο, που είναι αναγκαίο για την συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της αξιόποινης πράξης της κλοπής αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων. Και τούτο διότι γίνεται παραπομπή στην αναγραφόμενη στο κατηγορητήριο αγοραία αξία των κλοπιμαίων, χωρίς αυτή να προσδιορίζεται με συνέπεια να μην καθίσταται σαφές, αν η αγοραία αξία των κλοπιμαίων που δέχτηκε το δικαστήριο της ουσίας ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 43.970,58 ευρώ, όπως μνημονεύεται στο καταχωρηθέν στο διατακτικό κατηγορητήριο, ή στο 1/3 αυτού δηλ. στο ποσό των 16.656,86 ευρώ. Με τις ανωτέρω, ελλείψεις, αντιφάσεις και ασάφειες, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και νόμιμης βάσης, αφού ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 372 παρ. 1 του Π.Κ. δεν είναι εφικτός, υποπίπτοντας στις πλημμέλειες των αναιρετικών λόγων Δ’ και Ε’ της διατάξεως του άρθρου 510 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.
Πρέπει κατά συνέπεια, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα κατά την διάταξη του άρθρου 511 του Κ.Π.Δ., δεδομένου ότι η κρινομένη αίτηση είναι παραδεκτή, περιέχει παραδεκτούς λόγους αναίρεσης, ήτοι την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, υπό άλλες αιτιάσεις και την απόλυτη ακυρότητα από την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’, Δ’ και Ε’ του Κ.Π.Δ.), η εξέταση των οποίων παρέλκει και ο αναιρεσείων εμφανίστηκε στο ακροατήριο, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ.663/2022 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιανουαρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Φεβρουαρίου 2023.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Source :
To Top