ΑΠΟΦΑΣΗ
M.Ș.D. κατά Ρουμανίας της 03.12.2024 (προσφ. αριθ. 28935/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα διατηρούσε σχέση με τον V.C.A το 2016. Μετά λίγους μήνες χώρισαν. Η προσφεύγουσα ήταν τότε 18 ετών. Μετά τον χωρισμό τους ο πρώην σύντροφός της, που ήταν 20 ετών, έστειλε προσωπικές φωτογραφίες της σε μέλη της οικογένειας της και σε φίλους του αδελφού της. Επίσης δημοσίευσε τις φωτογραφίες αυτές και τα προσωπικά της στοιχεία, σε ιστοσελίδες συνοδών, με αποτέλεσμα να λαμβάνει κλήσεις από άτομα που ζητούσαν σεξουαλικές υπηρεσίες.
Η προσφεύγουσα κατήγγειλε αμέσως στις αρχές τις ενέργειες του V.C.A., αλλά η ποινική έρευνα και οι σχετικές διαδικασίες παρέμειναν σε εκκρεμότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρις ότου τέθηκε μέρος των αδικημάτων στο αρχείο και παραγράφηκε το αδίκημα της πλαστογραφίας μέσω υπολογιστή.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εγχώριο νομικό πλαίσιο ήταν ανεπαρκές, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να προστατεύσει την προσφεύγουσα από τη διαδικτυακή βία και ότι η έρευνα σχετικά με τους ισχυρισμούς της ήταν αναποτελεσματική, λόγω των υπερβολικών καθυστερήσεων, της συμπεριφοράς των αρχών, οι οποίες επέρριψαν μέρος της ευθύνης σ΄αυτήν, συμβάλλοντας έτσι στην «επαναθυματοποίησή» της, καθώς και της ρητής άρνησης της εισαγγελίας να συμμορφωθεί με απόφαση του δικαστηρίου για συνέχιση της υπόθεσης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε, ομόφωνα, παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8) και επιδίκασε 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη, 700 ευρώ για αποζημίωση και τα έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα M.Ș.D. είναι Ρουμάνα υπήκοος η οποία γεννήθηκε το 1997 και ζει στην Κραϊόβα (Ρουμανία).
Στα μέσα του 2016, σε ηλικία 18 ετών, η M.Ș.D. γνώρισε έναν 20χρονο τότε άνδρα, τον V.C.A., σε έναν ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης. Ανέπτυξαν σχέση η οποία έληξε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Μετά τον χωρισμό τους, ο V.C.A. έστειλε προσωπικές φωτογραφίες της M.Ș.D. στην οικογένειά της και στους φίλους του αδελφού της από ψεύτικους λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στη συνέχεια έβαλε τις ίδιες φωτογραφίες, μαζί με τα στοιχεία επικοινωνίας της, σε ιστοσελίδες συνοδών. Έλαβε κλήσεις στη συνέχεια από άτομα που ζητούσαν σεξουαλικές υπηρεσίες.
Η M.Ș.D. ισχυρίζεται επίσης ότι ο V.C.A. συμπεριφέρθηκε επιθετικά απέναντί της, την έσπρωξε και την απείλησε ότι θα εκτυπώσει τις φωτογραφίες και θα τις εκθέσει στο πανεπιστήμιό της. Στις 31 Οκτωβρίου 2016 η M.Ș.D. προέβη σε καταγγελίες στην αστυνομία. Άρχισε έρευνα, χωρίς καθορισμένο ύποπτο, για τα αδικήματα της απειλητικής συμπεριφοράς και της παραβίασης της ιδιωτικής ζωής. Κατά την ανάκριση ο V.C.A. αρνήθηκε ότι άσκησε βία, αλλά παραδέχθηκε ότι δημοσίευσε τις προσωπικές φωτογραφίες της M.Ș.D. σε ιστοσελίδες συνοδών και της έστειλε και στην οικογένειά της.
Στις 11 Δεκεμβρίου 2018 η M.Ș.D. κατήγγειλε στην εισαγγελία τον αστυνομικό I.T.A., ισχυριζόμενη μεροληψία και αντιεπαγγελματισμό. Ισχυρίστηκε ότι αυτός την είχε καλέσει επανειλημμένα και ότι ένα βράδυ σταμάτησε μπροστά της με το αυτοκίνητό του, καθώς εκείνη περπατούσε στο δρόμο και την είχε απειλήσει ότι είτε θα έκλεινε την έρευνα είτε θα της επέβαλε πρόστιμο αν αρνούνταν να συμμορφωθεί. Την αποθάρρυνε από το να προσλάβει δικηγόρο και προσπάθησε να την πείσει να αποσύρει την καταγγελία της. Όταν έφτασε στο αστυνομικό τμήμα, ο V.C.A., ο οποίος είχε επίσης κλητευθεί, ήταν εκεί, παρόλο που η προσφεύγουσα είχε ζητήσει ρητά από τον αστυνομικό I.T.A. να μην βρίσκονται εκεί μαζί.
Στις 14 Δεκεμβρίου 2018 δημοσιεύθηκε ένα διαδικτυακό άρθρο με τίτλο «Ο υπέρτατος εξευτελισμός», το οποίο δημοσιεύθηκε σχετικά με την υπόθεση της M.Ș.D.. Διοργανώθηκε δημόσια διαμαρτυρία για την υποστήριξή της.
Η έρευνα μεταφέρθηκε στην Υπηρεσία Εγκληματολογικών Ερευνών της Γενικής Διεύθυνσης Αστυνομίας του Βουκουρεστίου. Η προσφεύγουσα διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των δικαστηρίων για τη διάρκεια της έρευνας. Τον Ιούνιο του 2020 η έρευνα κατά του V.C.A. σχετικά με το αδίκημα της παραβίασης της ιδιωτικής ζωής έκλεισε επειδή οι φερόμενες πράξεις του δεν συνιστούσαν αδίκημα σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο, όσο δε αφορά το αδίκημα της πλαστογραφίας μέσω υπολογιστή, οι κατηγορίες αποσύρθηκαν και η έρευνα για την παρενόχληση και την απειλητική συμπεριφορά έκλεισε επειδή, ιδίως, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της παρενόχλησης δεν είχαν αποδειχτεί.
Μεταξύ άλλων, ο εισαγγελέας δήλωσε ότι με την αποστολή φωτογραφιών της με «άσεμνες πόζες» στον V.C.A. οικειοθελώς, η ίδια η M.Ș.D. είχε συμβάλει ουσιαστικά στη μετατροπή της σχέση με τον V.C.A. σε μια σχέση που είχε «επικεντρωθεί σε μια οξυμένη σεξουαλικότητα», και ότι η απαγγελία κατηγοριών αποτελούσε υπερβολική «τιμωρία» των πράξεων του V.C.A., οι οποίες είχαν υποκινηθεί από νεανική εκδίκηση και ζήλια. Ο εισαγγελέας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κοινωνική εργασία και η δημόσια συγγνώμη θα ήταν επαρκής επανόρθωση.
Η προσφεύγουσα προσέβαλε την απόφαση ενώπιον ανώτερου εισαγγελέα και στη συνέχεια ενώπιον δικαστηρίου. Το τελευταίο έκανε δεκτή την ένστασή της και διέταξε να συνεχιστεί η έρευνα σχετικά με το αδίκημα της πλαστογραφίας μέσω υπολογιστή. Το γραφείο του εισαγγελέα επέκρινε τη απόφαση του δικαστηρίου και αποφάσισε και πάλι να κλείσει την υπόθεση, λύση που δεν μπορούσε πλέον να ανατραπεί από το δικαστήριο διότι είχε παραγραφεί το αδίκημα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η M.Ș.D. υπέστη ζημία ως αποτέλεσμα των ενεργειών του V.C.A., με κίνητρο ουσιαστικά την εκδίκηση, όπως είχε επιβεβαιωθεί από τα ρουμανικά δικαστήρια. Οι ανακριτικές αρχές είχαν χαρακτηρίσει τις πράξεις αυτές ως «καταδικαστέες», τουλάχιστον εν μέρει. Το περιφερειακό δικαστήριο τις είχε χαρακτηρίσει «άκρως επικίνδυνες». Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι πράξεις αυτές ήταν σοβαρές και απαιτούσαν ποινική κύρωση. Επιπλέον, ήταν προς το δημόσιο συμφέρον και προς το συμφέρον των θυμάτων να υπάρχει ένδικο μέσο που θα επέτρεπε στο δράστη τέτοιων παραβιάσεων να εντοπιστεί και να προσαχθεί στη δικαιοσύνη.
Η M.Ș.D. υποστήριξε ότι το εθνικό νομικό σύστημα δεν είχε απαγορεύσει αποτελεσματικά όλες τις μορφές παρενόχλησης, ιδίως τη μη συναινετική διάδοση προσωπικών φωτογραφιών που είχαν αποκτηθεί νόμιμα. Επιπλέον, υποστήριξε ότι οι εθνικές αρχές δεν της είχαν παράσχει αποτελεσματική προστασία σε σχέση με την ηλεκτρονική παρενόχληση και ότι είχαν διεξαγάγει αναποτελεσματικά έρευνα.
Οι αρχές είχαν υποστηρίξει ότι ο σχετικός νόμος (άρθρο 226 § 2 του Ποινικού Κώδικα) δεν μπορούσε να εφαρμοστεί, καθώς είχε στείλει τις φωτογραφίες στον V.C.A. οικειοθελώς. Το Δικαστήριο, ωστόσο, σημείωσε τις μεταγενέστερες αλλαγές στο νόμο για την προστασία των θυμάτων της «πορνογραφικής εκδίκησης», οι οποίες είχαν τεθεί σε ισχύ πολύ αργά για να προστατευθεί η M.Ș.D. Σημειώνοντας ότι καμία άλλη ισχύουσα διάταξη δεν θα μπορούσε να την προστατεύσει, κατέληξε επομένως στο συμπέρασμα ότι το νομικό πλαίσιο στη Ρουμανία την εποχή εκείνη ήταν ανεπαρκές.
Όσον αφορά την ποινική έρευνα, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι σύμφωνα με τη Σύμβαση οι έρευνες έπρεπε να είναι άμεσες και διεξοδικές. Στην προκειμένη περίπτωση, η έρευνα είχε αρχίσει πάνω από έξι μήνες αφότου η M.Ș.D. είχε υποβάλει την καταγγελία της – ο V.C.A. είχε ανακριθεί μετά από 15 μήνες – η ποινική έρευνα εναντίον του είχε ξεκινήσει δύο χρόνια και πέντε μήνες μετά την καταγγελία και επτά μήνες αφότου είχε παραδεχθεί τις πράξεις του. Το Δικαστήριο δεν πείστηκε από τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης ότι η προσφεύγουσα ήταν υπεύθυνη για τις καθυστερήσεις. Οι αρχές είχαν παραλείψει να λάβουν μέτρα για την προστασία της από ενδεχόμενη περαιτέρω κακοποίηση και βία εκ μέρους του V.C.A., και να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία.
Μετά την ανάκριση του V.C.A. και την κατάθεση της M.Ș.D. οι αρχές παρέμεναν ακόμη αδρανείς. Η μεταφορά της υπόθεσης στην Υπηρεσία Εγκληματολογικών Ερευνών είχε πραγματοποιηθεί μόνο μετά την εμφάνιση στον Τύπο των καταγγελιών για παραπτώματα εκ μέρους των αρχών. Το ΕΔΔΑ σημείωσε την κριτική που άσκησε το Περιφερειακό Δικαστήριο στην έλλειψη ταχύτητας της εισαγγελίας, καθώς και τους «ακατανόητους» λόγους για την παύση της διαδικασίας σχετικά με τη κατηγορία της πλαστογραφίας μέσω υπολογιστή.
Συνολικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε έλλειψη αμεροληψίας και επιλήψιμη περιφρόνηση προς την προσφεύγουσα εκ μέρους της εισαγγελίας, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να θυματοποιηθεί και πάλι. Οι έρευνες για ορισμένες κατηγορίες είχαν περατωθεί λόγω παραγραφής, και το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές δεν είχαν συμμορφωθεί με την υποχρέωσή τους να διεξάγουν έρευνα πριν από την εκπνοή της παραγραφής αυτής. Η έρευνα, στο σύνολό της, δεν ήταν αποτελεσματική.
Δεδομένου του ανεπαρκούς νομικού πλαισίου που δεν είχε προστατεύσει την M.Ș.D. από τη βία στο διαδίκτυο και την αναποτελεσματική έρευνα σχετικά με τους ισχυρισμούς της M.Ș.D. το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8.
Άρθρο 14
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι ισχυρισμοί ήταν στενά συνδεδεμένοι με εκείνους του άρθρου 8, και έτσι δεδομένης της διαπίστωσής του όσον αφορά το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξετάσει τα γεγονότα αυτά από την άποψη του άρθρου 14.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρουμανία έπρεπε να καταβάλει στην M.Ș.D. 700 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 125 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.