ΔΕΕ : Ποινική διαπραγμάτευση για εγκλήματα που σχετίζονται με τη διακίνηση ναρκωτικών και το οργανωμένο έγκλημα – Δυνατότητα μείωσης των προβλεπόμενων ποινών

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 28ης Νοεμβρίου 2024 (*)

« Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Εγκλήματα και ποινές που ισχύουν στους τομείς της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος – Δυνατότητα μείωσης των προβλεπόμενων ποινών – Περιεχόμενο – Απόφαση-πλαίσιο 2004/757/ΔΕΥ – Άρθρα 4 και 5 – Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ – Άρθρα 3 και 4 – Εθνική ρύθμιση μη εφαρμόζουσα το δίκαιο της Ένωσης – Άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Ποινική διαδικασία κατά πλειόνων προσώπων – Συμφωνία κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης προβλεπόμενη στο εθνικό δίκαιο – Έγκριση από ad hoc δικαστικό σχηματισμό – Συναίνεση των λοιπών κατηγορουμένων »

Στην υπόθεση C‑432/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων, Βουλγαρία) με απόφαση της 28ης Ιουνίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Ιουνίου 2022, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά

PT,

παρισταμένης της:

Spetsializirana prokuratura,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο δευτέρου τμήματος, προεδρεύουσα του τρίτου τμήματος, N. Jääskinen και N. Piçarra (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλε:

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη S. Grünheid και τους M. Wasmeier και I. Zaloguin,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Δεκεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5 της αποφάσεως-πλαισίου 2004/757/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2004, για τη θέσπιση ελάχιστων διατάξεων σχετικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων και τις ποινές που ισχύουν στον τομέα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών (ΕΕ 2004, L 335, σ. 8), του άρθρου 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (ΕΕ 2008, L 300, σ. 42), του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, και των άρθρων 47 και 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κινηθείσας κατά του PT και λοιπών προσώπων που κατηγορούνται για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και/ή συμμετοχή σε δραστηριότητες εγκληματικής οργάνωσης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η Συνθήκη ΕΕ

3        Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.»

 Η απόφαση-πλαίσιο 2004/757

4        Το άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2004/757, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κυρώσεις», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα μέτρα που είναι αναγκαία ώστε τα εγκλήματα που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 να επισύρουν αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις.

Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα μέτρα που είναι αναγκαία ώστε τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 2 να επισύρουν μέγιστη στερητική της ελευθερίας ποινή διάρκειας μεταξύ ενός και τριών ετών τουλάχιστον.»

5        Το άρθρο 5 της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ελαφρυντικές περιστάσεις», προβλέπει τα εξής:

«Παρά το άρθρο 4, κάθε κράτος μέλος μπορεί να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι ποινές που αναφέρει το άρθρο 4 να είναι δυνατόν να μειώνονται όταν ο δράστης του εγκλήματος:

α)      θέτει τέρμα στις εγκληματικές δραστηριότητές του στον τομέα της διακίνησης ναρκωτικών και πρόδρομων ουσιών και

β)      παρέχει στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές πληροφορίες, τις οποίες δεν θα μπορούσαν άλλως να αποκτήσουν και οι οποίες βοηθούν τις εν λόγω αρχές:

i)      να αποτρέψουν ή να περιορίσουν τα αποτελέσματα του εγκλήματος·

ii)      να εντοπίσουν ή να παραπέμψουν στη δικαιοσύνη τους λοιπούς δράστες του εγκλήματος·

iii)      να ανεύρουν αποδεικτικά στοιχεία ή

iv)      να αποτρέψουν την τέλεση άλλων εγκλημάτων προβλεπομένων στα άρθρα 2 και 3.»

 Η απόφαση-πλαίσιο 2008/841

6        Το άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κυρώσεις», ορίζει στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, τα ακόλουθα:

«Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε:

α)      η αξιόποινη πράξη την οποία αναφέρει το στοιχείο α) του άρθρου 2 να τιμωρείται με μέγιστη ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον μεταξύ δύο και πέντε ετών· […]»

7        Το άρθρο 4 της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ιδιαίτερες περιστάσεις», προβλέπει τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος μπορεί να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε οι ποινές που αναφέρει το άρθρο 3 να μπορούν να μειωθούν ή ο δράστης να μπορεί να εξαιρεθεί της εφαρμογής τους, αν αυτός, για παράδειγμα:

α)      εγκαταλείψει την εγκληματική δραστηριότητα και

β)      παράσχει στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές πληροφορίες, τις οποίες δεν θα μπορούσαν άλλως να αποκτήσουν και οι οποίες τις βοηθούν:

i)      να αποτρέψουν, να παύσουν ή να περιορίσουν τα αποτελέσματα της αξιόποινης πράξης,

ii)      να προσδιορίσουν ή να παραπέμψουν στη δικαιοσύνη τους λοιπούς δράστες της αξιόποινης πράξης,

iii)      να εξεύρουν αποδεικτικά στοιχεία,

iv)      να στερήσουν την εγκληματική οργάνωση από αθέμιτους πόρους ή κέρδη που απορρέουν από τις εγκληματικές της δραστηριότητες, ή

v)      να αποτρέψουν την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων που αναφέρει το άρθρο 2.»

 Το βουλγαρικό δίκαιο

 Ο ΝΚ

8        Το άρθρο 55, παράγραφος 1, του Nakazatelen kodeks (ποινικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης (στο εξής: NK), ορίζει τα εξής:

«Εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές ή πλείονες ελαφρυντικές περιστάσεις και η ελαφρύτερη ποινή που προβλέπει ο νόμος αποδεικνύεται δυσανάλογη, το δικαστήριο:

1.      επιβάλλει ποινή μικρότερη από το κατώτατο όριο·

[…]».

9        Το άρθρο 321 του NK προβλέπει τα ακόλουθα:

«[…]

(2)      Η συμμετοχή σε [εγκληματική οργάνωση] τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ενός έως έξι ετών.

(3)      Όταν η [εγκληματική] οργάνωση είναι ένοπλη ή έχει συγκροτηθεί με σκοπό τον προσπορισμό περιουσιακού οφέλους ή τη διάπραξη των αξιόποινων πράξεων που ορίζονται στο […] άρθρο 354 a, παράγραφοι 1 και 2, […] επιβάλλονται οι ακόλουθες ποινές:

[…]

2.      για τις αξιόποινες πράξεις που ορίζονται στην παράγραφο 2: στερητική της ελευθερίας ποινή από τρία έως δέκα έτη.

[…]»

10      Το άρθρο 354 a, παράγραφος 1, του NK έχει ως εξής:

«Η παρασκευή, κατεργασία, προμήθεια ή κατοχή, χωρίς νόμιμη άδεια, ναρκωτικών ουσιών ή ανάλογων με αυτές ουσιών με σκοπό τη διακίνησή τους, ή η διακίνηση ναρκωτικών ουσιών ή ανάλογων με αυτές ουσιών τιμωρείται, αν πρόκειται για ιδιαιτέρως επικίνδυνες ναρκωτικές ή ανάλογες με αυτές ουσίες, με στερητική της ελευθερίας ποινή δύο έως οκτώ ετών και με χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες έως είκοσι χιλιάδες [βουλγαρικά λέβα (BGN) (2 260 έως 10 230 ευρώ περίπου)] και, για επικίνδυνες ναρκωτικές ή ανάλογες με αυτές ουσίες, με στερητική της ελευθερίας ποινή ενός έως έξι ετών και με χρηματική ποινή από δύο χιλιάδες έως δέκα χιλιάδες BGN [(1 020 έως 5 115 ευρώ περίπου)]. […]»

 Ο NPK

11      Το άρθρο 381 του Nakazatelno-protsesualen kodeks (κώδικα ποινικής δικονομίας), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης (στο εξής: NPK), το οποίο φέρει τον τίτλο «Συμφωνία κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της προδικασίας», ορίζει τα εξής:

«(1)      Κατά την περάτωση της ανάκρισης, μετά από αίτημα του εισαγγελέα ή του συνηγόρου, μπορεί να καταρτισθεί μεταξύ τους συμφωνία κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης. […]

[…]

(4)      Η συμφωνία μπορεί να καθορίζει την ποινή υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 55 του ΝΚ ακόμη και αν δεν συντρέχουν εξαιρετικές ή πλείονες ελαφρυντικές περιστάσεις.

(5)      Η συμφωνία καταρτίζεται εγγράφως και σε αυτήν αναγνωρίζονται τα ακόλουθα στοιχεία:

1.      (ότι) έχει τελεστεί πράξη, (ότι) η πράξη τελέστηκε από τον κατηγορούμενο, (ότι) η πράξη καταλογίζεται στον κατηγορούμενο, (ότι) η πράξη είναι αξιόποινη και ποιος είναι ο νομικός χαρακτηρισμός της.

2.      Ποιο είναι το είδος και το ύψος της ποινής που πρέπει να επιβληθεί.

[…]

(6)      Η συμφωνία υπογράφεται από τον εισαγγελέα και τον συνήγορο. Ο κατηγορούμενος υπογράφει τη συμφωνία αν την αποδέχεται, αφού δηλώσει ότι παραιτείται από την εκδίκαση της υπόθεσής του σύμφωνα με την τακτική διαδικασία.

(7)      Όταν η διαδικασία αφορά πλείονες κατηγορουμένους ή πλείονες αξιόποινες πράξεις, η συμφωνία μπορεί να συναφθεί από ορισμένους εκ των κατηγορουμένων ή για ορισμένες εκ των αξιόποινων πράξεων.

[…]»

12      Το άρθρο 383 του NPK, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνέπειες της συμφωνίας κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η εγκριθείσα από το δικαστήριο συμφωνία παράγει τα αποτελέσματα αποφάσεως έχουσας ισχύ δεδικασμένου.»

13      Το άρθρο 384 του ΝΡΚ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συμφωνία κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας», ορίζει τα εξής:

«(1)      Υπό τους όρους και σύμφωνα με τις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο μπορεί να εγκρίνει συμφωνία κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης η οποία έλαβε χώρα μετά την έναρξη της κύριας διαδικασίας, αλλά πριν από το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας.

[…]

(3)      Στις περιπτώσεις αυτές, η συμφωνία [κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης] εγκρίνεται μόνον εφόσον συναινέσουν όλοι οι μετέχοντες [στη διαδικασία].»

14      Το άρθρο 384 a του NPK, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απόφαση επί συμφωνίας συναφθείσας με ορισμένους εκ των κατηγορουμένων ή για μία εκ των αξιόποινων πράξεων», ορίζει τα εξής:

«(1)      Αν, μετά την έναρξη της κύριας διαδικασίας, αλλά πριν από το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, συναφθεί συμφωνία με έναν εκ των κατηγορουμένων ή για μία εκ των αξιόποινων πράξεων, το δικαστήριο αναστέλλει τη διαδικασία.

(2)      Επί της συναφθείσας συμφωνίας αποφαίνεται άλλος δικαστικός σχηματισμός […]

(3)      Ο δικαστικός σχηματισμός της παραγράφου 1 συνεχίζει την εκδίκαση της υπόθεσης μετά την έκδοση αποφάσεως επί της συμφωνίας.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Στις 25 Μαρτίου 2020 η Spetsializirana prokuratura (εισαγγελία ειδικών αρμοδιοτήτων, Βουλγαρία) άσκησε ενώπιον του Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικού δικαστηρίου ειδικών αρμοδιοτήτων, Βουλγαρία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, ποινική δίωξη κατά 41 προσώπων, μεταξύ των οποίων οι SD και PT, για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης και/ή συμμετοχή στις δραστηριότητες εγκληματικής οργάνωσης με αντικείμενο τη διακίνηση ναρκωτικών προς τον σκοπό προσπορισμού περιουσιακού οφέλους. Ο PT διώκεται για συμμετοχή στην εγκληματική αυτή οργάνωση και για κατοχή ναρκωτικών ουσιών με σκοπό τη διακίνηση, δυνάμει του άρθρου 321, παράγραφος 2, και παράγραφος 3, σημείο 2, και του άρθρου 354 a, παράγραφος 1, του NK.

16      Στις 19 Αυγούστου 2020 η υπόθεση αναπέμφθηκε στη Spetsializirana prokuratura (εισαγγελία ειδικών αρμοδιοτήτων) προκειμένου να θεραπευθούν τα δικονομικά ελαττώματα του κατηγορητηρίου.

17      Στις 26 Αυγούστου 2020, κατά το στάδιο της προδικασίας, ο εισαγγελέας και ο συνήγορος του SD συνήψαν συμφωνία δυνάμει της οποίας θα επιβαλλόταν στον SD ποινή ελαφρύτερη από την προβλεπόμενη στον νόμο, καθότι ο ως άνω κατηγορούμενος ομολόγησε την ενοχή του για τις απαγγελθείσες εις βάρος του κατηγορίες. Η εν λόγω συμφωνία ανέφερε το πλήρες ονοματεπώνυμο και τον εθνικό αριθμό ταυτότητας των 40 λοιπών κατηγορουμένων, από τους οποίους δεν είχε ζητηθεί να συναινέσουν για την έγκριση της συμφωνίας. Η συμφωνία εγκρίθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 2020 από δικαστικό σχηματισμό διαφορετικό από εκείνον που είχε αρχικώς επιληφθεί της υπόθεσης.

18      Στις 28 Αυγούστου 2020 η Spetsializirana prokuratura (εισαγγελία ειδικών αρμοδιοτήτων) υπέβαλε το κατηγορητήριο διορθωμένο και κινήθηκε εκ νέου η κύρια διαδικασία.

19      Στις 17 Νοεμβρίου 2020 ο εισαγγελέας και ο συνήγορος του PT συνήψαν συμφωνία κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, δυνάμει της οποίας θα επιβαλλόταν στον εν λόγω κατηγορούμενο, καθότι ομολόγησε την ενοχή του για τις εις βάρος του κατηγορίες, στερητική της ελευθερίας ποινή τριών ετών με πενταετή αναστολή. Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, AH κ.λπ. (Τεκμήριο αθωότητας) (C‑377/18, EU:C:2019:670), η συμφωνία αυτή τροποποιήθηκε, ώστε να παραλειφθούν το ονοματεπώνυμο και ο εθνικός αριθμός ταυτότητας των λοιπών κατηγορουμένων. Το διορθωμένο κείμενο της εν λόγω συμφωνίας έφερε επίσης ημερομηνία 17 Νοεμβρίου 2020.

20      Στις 18 Ιανουαρίου 2021 το αιτούν δικαστήριο διαβίβασε, σύμφωνα με το άρθρο 384 a του NPK, στον πρόεδρό του την αναφερόμενη στην προηγούμενη σκέψη συμφωνία κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, προκειμένου να ορισθεί άλλος δικαστικός σχηματισμός για την έκδοση αποφάσεως επί της συμφωνίας. Στις 21 Ιανουαρίου 2021 ο ορισθείς κατά τα ανωτέρω δικαστικός σχηματισμός απέρριψε την εν λόγω συμφωνία, με το σκεπτικό ότι ορισμένοι συγκατηγορούμενοι δεν είχαν συναινέσει, όπως απαιτείται κατά το άρθρο 384, παράγραφος 3, του NPK.

21      Στις 10 Μαΐου 2022 ο εισαγγελέας και ο συνήγορος του PT συνήψαν νέα συμφωνία κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, με πανομοιότυπο περιεχόμενο, και ζήτησαν από το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί της συμφωνίας αυτής χωρίς να ζητήσει τη συναίνεση των λοιπών κατηγορουμένων.

22      Στις 18 Μαΐου 2022 ο ορισθείς κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 384 a του NPK δικαστικός σχηματισμός απέρριψε τη συμφωνία της 10ης Μαΐου 2022, με το σκεπτικό ότι η έγκριση της συμφωνίας προϋποθέτει τη συναίνεση των 39 λοιπών κατηγορουμένων, σύμφωνα με το άρθρο 384, παράγραφος 3, του NPK.

23      Κατόπιν της ως άνω απόρριψης, ο εισαγγελέας, ο PT και ο συνήγορός του επιβεβαίωσαν, την ίδια ημέρα, τη βούλησή τους να συνάψουν συμφωνία κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης και ότι το αιτούν δικαστήριο, ενώπιον του οποίου προσκομίσθηκαν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, είναι αυτό που πρέπει να εγκρίνει τη συμφωνία χωρίς να ζητήσει τη συναίνεση των λοιπών κατηγορουμένων. Ωστόσο, ο εισαγγελέας εξέφρασε αμφιβολίες κατά πόσον το αιτούν δικαστήριο μπορεί να είναι αμερόληπτο κατά τη συνέχιση της διαδικασίας έναντι των λοιπών κατηγορούμενων, εάν έχει εγκρίνει την εν λόγω συμφωνία. Ο PT, από την πλευρά του, υποστηρίζει ότι η αδυναμία του να συνάψει τέτοιου είδους συμφωνία συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων που του παρέχει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ).

24      Όσον αφορά το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί αφορά αξιόποινες πράξεις εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής των αποφάσεων-πλαισίων 2004/757 και 2008/841 και, ως εκ τούτου, σε «τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ. Δεδομένου ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, σύμφωνα, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως-πλαισίου 2004/757, οι αξιόποινες αυτές πράξεις πρέπει να επισύρουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, η ποινική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές υπόκειται στις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και από το άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, επιπλέον, ότι οι διαδικασίες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο για τη σύναψη συμφωνίας κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης συνιστούν «εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης» κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, εν προκειμένω δε του άρθρου 5 της αποφάσεως-πλαισίου 2004/757 και του άρθρου 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατά πρώτον, αν το άρθρο 384a του NPK συνάδει με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και με το άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, καθότι, στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά πλειόνων κατηγορουμένων, η εν λόγω διάταξη του βουλγαρικού δικαίου απαιτεί να ορίζεται δικαστικός σχηματισμός διαφορετικός από εκείνον που έχει επιληφθεί της υπόθεσης, για να αποφανθεί επί συμφωνίας κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, συναφθείσας από έναν εκ των κατηγορουμένων κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας της ως άνω δίκης. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι σκοπός του άρθρου 384 a του NPK είναι να παράσχει στον δικαστικό σχηματισμό που εκδικάζει την υπόθεση επί της ουσίας τη δυνατότητα να συνεχίσει τη διαδικασία κατά των λοιπών κατηγορουμένων, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο απώλειας της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας του. Εντούτοις, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι υφίσταται προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αν τα αποδεικτικά στοιχεία που συνελέγησαν ενώπιον του αρχικώς επιληφθέντος της υπόθεσης δικαστικού σχηματισμού πρέπει να αξιολογηθούν από άλλο δικαστικό σχηματισμό.

26      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατά δεύτερον, αν το άρθρο 384, παράγραφος 3, του NPK συνάδει με το άρθρο 5 της αποφάσεως-πλαισίου 2004/757, το άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, καθώς και με τα άρθρα 47 και 52 του Χάρτη, καθότι όταν ένας εκ των κατηγορουμένων συνάπτει συμφωνία κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας ποινικής δίκης κατά πλειόνων κατηγορουμένων, η ως άνω διάταξη του βουλγαρικού δικαίου απαιτεί την ομόφωνη συναίνεση των λοιπών κατηγορουμένων προκειμένου να μπορεί να εγκριθεί μια τέτοια συμφωνία, όπερ δεν ισχύει κατά το στάδιο της προδικασίας τέτοιας δίκης.

27      Κατά το αιτούν δικαστήριο, με τη σύναψη και τη δικαστική έγκριση συμφωνίας κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, ο κατηγορούμενος επιτυγχάνει το τελικό αποτέλεσμα που επιδιώκει, ήτοι την επιβολή ελαφρύτερης ποινής από εκείνη που θα του επιβαλλόταν αν η υπόθεση αυτή είχε εκδικασθεί στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η απαίτηση ομόφωνης συναίνεσης των λοιπών κατηγορουμένων θα έθιγε τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, και θα περιόριζε επίσης την πρόσβαση σε «ένδικο βοήθημα», κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε αντίθεση προς την αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 52 του Χάρτη.

28      Κατά τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, εφόσον εγκρίνει τη συμφωνία κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης για τον PT, οφείλει, σύμφωνα με τη διάταξη της 28ης Μαΐου 2020, UL και VM (C‑709/18, EU:C:2020:411), να απόσχει από την εξέταση της κατηγορίας κατά των λοιπών κατηγορουμένων, προκειμένου να διασφαλίσει το δικαίωμά τους σε αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

29      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι απαντήσεις που θα δώσει το Δικαστήριο στα προδικαστικά ερωτήματα θα του παράσχουν, κατ’ ουσίαν, τη δυνατότητα να κρίνει αν μπορεί, ή και οφείλει, να εγκρίνει το ίδιο, όπως του ζητεί ο PT, τη συμφωνία που συνήψε ο PT κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, τούτο δε χωρίς τη συναίνεση των λοιπών κατηγορουμένων.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Στην περίπτωση ποινικής διαδικασίας που αφορά κατηγορία για πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, συνάδει με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και με το άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη εθνική νομοθεσία η οποία επιτάσσει ο έλεγχος του περιεχομένου συμφωνίας μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορουμένου να μη διενεργείται από το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχουν προσκομισθεί όλες οι αποδείξεις, αλλά από διαφορετικό δικαστήριο, όταν λόγος για τη θέσπιση της ανωτέρω επιταγής είναι η ύπαρξη και άλλων συγκατηγορουμένων οι οποίοι δεν έχουν συνάψει συμφωνία;

2)      Συνάδει με το άρθρο 5 της αποφάσεως-πλαισίου 2004/757, με το άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841, με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και με το άρθρο 52, σε συνδυασμό με το άρθρο 47, του Χάρτη, εθνική νομοθεσία που προβλέπει ότι έγκριση συμφωνίας η οποία περατώνει την ποινική διαδικασία χωρεί μόνον εφόσον έχουν συναινέσει σε αυτήν όλοι οι υπόλοιποι συγκατηγορούμενοι και οι συνήγοροι αυτών;

3)      Υποχρεούται το δικαστήριο, βάσει του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη, αφού έχει ελέγξει και εγκρίνει συμφωνία, να απόσχει από την εξέταση της κατηγορίας σε βάρος των λοιπών συγκατηγορουμένων, εάν έχει αποφανθεί επί της εν λόγω συμφωνίας με τρόπο κατά τον οποίον δεν έγινε αναφορά στη συμμετοχή των τελευταίων ούτε διατυπώθηκε κρίση επί της ενοχής τους;»

31      Με έγγραφο της 5ης Αυγούστου 2022, το Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι, κατόπιν νομοθετικής μεταρρύθμισης η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 27 Ιουλίου 2022, καταργήθηκε το Spetsializiran nakazatelen sad (ποινικό δικαστήριο ειδικών αρμοδιοτήτων) και ορισμένες εκ των υποθέσεων που υπάγονταν στην αρμοδιότητά του, συμπεριλαμβανομένης της υπόθεσης της κύριας δίκης, παραπέμφθηκαν, από την ημερομηνία αυτή, στο Sofiyski gradski sad (πλημμελειοδικείο Σόφιας).

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

32      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να εξακριβώσει αν έχει αρμοδιότητα ή αν είναι παραδεκτή η αίτηση που του έχει υποβληθεί (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ., C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 42, και της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 29).

 Επί της δυνατότητας εφαρμογής του Χάρτη

33      Το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη προβλέπει ότι οι διατάξεις του απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Η παράγραφος 2 του άρθρου 51 διευκρινίζει ότι οι διατάξεις του Χάρτη ουδόλως διευρύνουν τις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ορίζονται στις Συνθήκες.

34      Οι διατάξεις αυτές του Χάρτη επιβεβαιώνουν τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης έχουν εφαρμογή σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, πλην όμως όχι πέραν αυτών. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο μπορεί μόνο να ερμηνεύσει το δίκαιο της Ένωσης εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων οι οποίες του έχουν απονεμηθεί (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψεις 30 και 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Η φράση «όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης», κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, προϋποθέτει την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ πράξης του δικαίου της Ένωσης και του επίμαχου εθνικού μέτρου που να υπερβαίνει την εγγύτητα των σχετικών τομέων ή τις έμμεσες επιπτώσεις του ενός τομέα στον άλλο (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2014, Siragusa, C‑206/13, EU:C:2014:126, σκέψη 24, και της 29ης Ιουλίου 2024, protectus, C‑185/23, EU:C:2024:657, σκέψη 42).

36      Το Δικαστήριο κατέληξε στη μη εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης σε σχέση με εθνική κανονιστική ρύθμιση λόγω του γεγονότος ότι οι διατάξεις της Ένωσης στον σχετικό τομέα δεν επέβαλλαν καμία υποχρέωση στα κράτη μέλη όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη κατάσταση (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2014, Siragusa, C‑206/13, EU:C:2014:126, σκέψη 26, και της 10ης Ιουλίου 2014, Julián Hernández κ.λπ., C‑198/13, EU:C:2014:2055, σκέψη 35).

37      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων της νομολογίας πρέπει να κριθεί αν, όπως υποστηρίζει το αιτούν δικαστήριο, η βουλγαρική νομοθεσία που διέπει τη συμφωνία κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, και αν, ως εκ τούτου, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει τις διατάξεις του Χάρτη, στις οποίες αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο.

38      Κατά πρώτον, στον βαθμό που το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η συγκεκριμένη εθνική νομοθεσία συνιστά εφαρμογή του άρθρου 5 της αποφάσεως-πλαισίου 2004/757, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως αυτής, καθώς και του άρθρου 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ίδιας αποφάσεως, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις αυτές του δικαίου της Ένωσης συγκαταλέγονται στις πράξεις που θεσπίστηκαν βάσει του άρθρου 31, παράγραφος 1, ΕΕ, οι διατάξεις του οποίου περιλαμβάνονται πλέον στο άρθρο 83, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Το ως άνω άρθρο 4, παράγραφος 1, και το ως άνω άρθρο 3 περιέχουν ελάχιστες διατάξεις σχετικά με τις ποινές που επιβάλλονται για αξιόποινες πράξεις στους τομείς εγκληματικότητας που καλύπτονται αντιστοίχως από το πεδίο εφαρμογής των δύο ως άνω αποφάσεων-πλαισίων, ήτοι την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και το οργανωμένο έγκλημα.

39      Επομένως, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 32 και 33 των προτάσεών του, η εφαρμογή τους συνεπάγεται τη θέσπιση από τα κράτη μέλη νομοθετικών μέτρων που εμπίπτουν στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, όπως το άρθρο 321 και το άρθρο 354 a, παράγραφος 1, του ΝΚ. Αντιθέτως, στον τομέα του ποινικού δικονομικού δικαίου, στο οποίο εμπίπτουν, κατ’ ουσίαν, οι διατάξεις του βουλγαρικού δικαίου σχετικά με τη συμφωνία κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, ήτοι το άρθρο 384, παράγραφος 3, και το άρθρο 384 a του ΝΡΚ, ουδεμία νομοθετική πράξη της Ένωσης με αντικείμενο συμφωνίες αυτού του είδους έχει εκδοθεί βάσει του άρθρου 31 ΕΕ ή του άρθρου 82 ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει την αρμοδιότητα της Ένωσης στον τομέα του ποινικού δικονομικού δικαίου.

40      Ως εκ τούτου, η σχέση μεταξύ των μνημονευόμενων στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως διατάξεων του ουσιαστικού ποινικού δικαίου της Ένωσης και των διατάξεων του βουλγαρικού ποινικού δικονομικού δικαίου που διέπουν την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης συμφωνία κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης δεν υπερβαίνει την εγγύτητα ή τις έμμεσες επιπτώσεις των πρώτων επί των δευτέρων. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να διαπιστωθεί μεταξύ τους σύνδεσμος, κατά την έννοια της υπομνησθείσας στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας.

41      Κατά δεύτερον, το άρθρο 5 της αποφάσεως-πλαισίου 2004/757, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ελαφρυντικές περιστάσεις», και το άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ιδιαίτερες περιστάσεις», απλώς προβλέπουν ότι τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι ποινές τις οποίες αφορούν οι ως άνω αποφάσεις-πλαίσια να μπορούν να μειωθούν αν ο δράστης εγκαταλείψει την εγκληματική δραστηριότητα στους τομείς που καλύπτονται από τις εν λόγω αποφάσεις-πλαίσια και παράσχει στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές πληροφορίες, τις οποίες δεν θα μπορούσαν άλλως να αποκτήσουν και οι οποίες τις βοηθούν, μεταξύ άλλων, να προσδιορίσουν ή να παραπέμψουν στη δικαιοσύνη τους λοιπούς δράστες της αξιόποινης πράξης ή να εξεύρουν αποδεικτικά στοιχεία. Οι διατάξεις αυτές του δικαίου της Ένωσης δεν διευκρινίζουν ούτε τις διαδικασίες, ούτε τους όρους που διέπουν τη σύναψη συμφωνίας κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, ούτε, επιπλέον, επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να νομοθετήσουν στον τομέα αυτόν, αντιθέτως προς όσα επιτάσσει η προμνησθείσα στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως νομολογία για να μπορεί να θεμελιωθεί σύνδεσμος μεταξύ των εν λόγω διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και των διατάξεων του βουλγαρικού δικαίου που διέπουν τη συμφωνία κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης.

42      Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι οι διατάξεις του NPK σχετικά με τη σύναψη και την έγκριση συμφωνίας κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης και, ειδικότερα, το άρθρο 384, παράγραφος 3, και το άρθρο 384 a του NPK δεν συνιστούν «εφαρμογή», κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, των διατάξεων των αποφάσεων-πλαισίων 2004/757 και 2008/841.

43      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, κατά το μέρος που αφορούν το άρθρο 5 της αποφάσεως-πλαισίου 2004/757, το άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2008/841, το άρθρο 47, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 52 του Χάρτη.

 Επί της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ

44      Βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη καθιερώνουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος των ιδιωτών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, στα κράτη μέλη απόκειται να προβλέπουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων καθώς και διαδικασιών δυνάμενων να διασφαλίσουν τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο στους εν λόγω τομείς (αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 34, και της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Όσον αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, η διάταξη αυτή σκοπεί να διασφαλίσει την αποτελεσματική δικαστική προστασία στους «τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης», ανεξαρτήτως της περίπτωσης στην οποία τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο αυτό (αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 29, και της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ τυγχάνει ιδίως εφαρμογής στην περίπτωση κάθε εθνικού οργάνου δυνάμενου να αποφαίνεται, ως δικαιοδοτικό όργανο, επί ζητημάτων απτομένων της ερμηνείας ή της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και εμπιπτόντων, επομένως, σε τομείς που διέπονται από το δίκαιο αυτό (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 40, και της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Τούτο ισχύει στην περίπτωση του αιτούντος δικαστηρίου το οποίο καλείται, εν προκειμένω, να αποφανθεί επί ζητημάτων που άπτονται της ερμηνείας και της εφαρμογής των αποφάσεων-πλαισίων 2004/757 και 2008/841, οι οποίες μεταφέρθηκαν στη βουλγαρική έννομη τάξη με διατάξεις του ΝΚ, με συνέπεια το αιτούν δικαστήριο να πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

48      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ στην υπό κρίση υπόθεση.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

49      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία απονέμει σε ad hoc δικαστικό σχηματισμό, και όχι στον επιληφθέντα της υπόθεσης, την αρμοδιότητα να αποφανθεί επί συμφωνίας κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, συναφθείσας μεταξύ κατηγορουμένου και της εισαγγελικής αρχής κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας ποινικής δίκης, εφόσον διώκονται και άλλοι κατηγορούμενοι στο πλαίσιο της ίδιας δίκης.

50      Μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων της ίδρυσης, της σύνθεσης, των αρμοδιοτήτων και της λειτουργίας των εθνικών δικαστηρίων, εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, εντούτοις, κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως από το άρθρο 19 ΣΕΕ (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Η προβλεπόμενη στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει κατοχυρωθεί, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη. Επομένως, η τελευταία αυτή διάταξη πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη για την ερμηνεία του ως άνω άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Εξάλλου, σύμφωνα με την πρώτη περίοδο του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, τα δικαιώματα που περιλαμβάνει ο Χάρτης έχουν την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με τα αντίστοιχα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ. Βάσει της δεύτερης περιόδου της ίδιας διατάξεως, τούτο δεν εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία. Κατά τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ. Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση το Δικαστήριο οφείλει να προβεί σε ερμηνεία η οποία να διασφαλίζει επίπεδο προστασίας σύμφωνο με εκείνο που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Κάθε κράτος μέλος οφείλει, βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, να διασφαλίζει ότι τα όργανα τα οποία, ως «δικαστήρια» κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, καλούνται να αποφανθούν επί ζητημάτων που αφορούν την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και τα οποία, ως εκ τούτου, εντάσσονται στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης πληρούν τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ανεξαρτησία (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Euro Box Promotion κ.λπ., C‑357/19, C‑379/19, C‑547/19, C‑811/19 και C‑840/19, EU:C:2021:1034, σκέψεις 220 και 224, και της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψη 47).

54      Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση αποτελέσματος που δεν υπόκειται σε καμία προϋπόθεση, ιδίως όσον αφορά την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των δικαστηρίων τα οποία καλούνται να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, έχει άμεσο αποτέλεσμα το οποίο συνεπάγεται τη μη εφαρμογή οιασδήποτε εθνικής διατάξεως, νομολογίας ή πρακτικής αντίθετης προς τις εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο [απόφαση της 5ης Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών), C‑204/21, EU:C:2023:442, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

55      Η ως άνω απαίτηση περί ανεξαρτησίας περιλαμβάνει δύο πτυχές. Η πρώτη, εξωτερική πτυχή, προϋποθέτει ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους. Η δεύτερη πτυχή, εσωτερικής φύσεως, είναι παρεμφερής προς την έννοια της «αμεροληψίας» και συναρτάται προς την τήρηση ίσων αποστάσεων ως προς τους διαδίκους και τα αντιπαρατιθέμενα συμφέροντά τους σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς. Η πτυχή αυτή επιτάσσει την τήρηση αντικειμενικότητας και την απουσία κάθε συμφέροντος ως προς την επίλυση της διαφοράς πέραν της αυστηρής εφαρμογής των κανόνων δικαίου (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Hann-Invest κ.λπ., C‑554/21, C‑622/21 και C‑727/21, EU:C:2024:594, σκέψεις 50 και 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι ο εισαγγελέας ενημέρωσε το αιτούν δικαστήριο για τις αμφιβολίες του σχετικά με το κατά πόσον ο επιληφθείς της υπόθεσης της κύριας δίκης δικαστικός σχηματισμός θα είναι αμερόληπτος κατά τη συνέχιση της διαδικασίας έναντι των λοιπών κατηγορουμένων, εάν έχει εγκρίνει τη συμφωνία ποινικής διαπραγμάτευσης για τον PT.

57      Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 66 των προτάσεών του, όταν, όπως εν προκειμένω, πλείονες συγκατηγορούμενοι διώκονται για τη συμμετοχή τους στην ίδια εγκληματική οργάνωση και ένας εξ αυτών συνάπτει, κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας της δίκης, συμφωνία με την οποία ομολογεί την ενοχή του, ο ορισμός ad hoc δικαστικού σχηματισμού για την έκδοση αποφάσεως επί της συμφωνίας αυτής συνιστά μέτρο απονομής της δικαιοσύνης το οποίο μπορούν να προβλέπουν τα κράτη μέλη προκειμένου να διασφαλίσουν, ή και να ενισχύσουν, την τήρηση των απαιτήσεων περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας του δικαστικού σχηματισμού που καλείται να δικάσει τους κατηγορουμένους οι οποίοι δεν ομολόγησαν την ενοχή τους, απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

58      Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στην απόφασή του της 25ης Νοεμβρίου 2021, Mucha κατά Σλοβακίας (CE:ECHR:2021:1125JUD006370319, § 62 έως 64 και 66), έκρινε, συνακόλουθα, ότι υπάρχει παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ όσον αφορά την αρχή της αμεροληψίας και την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας στην περίπτωση κατά την οποία ο ίδιος δικαστικός σχηματισμός αποφάνθηκε, αρχικώς, επί των συμφωνιών περί ομολογίας της ενοχής όσον αφορά οκτώ κατηγορουμένους για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και, στη συνέχεια, επί του βασίμου κατηγορίας απαγγελθείσας κατά άλλου κατηγορουμένου για συμμετοχή στην ίδια εγκληματική οργάνωση, διότι οι αποφάσεις με τις οποίες εγκρίθηκαν οι συμφωνίες αυτές περιείχαν ειδική και εξατομικευμένη μνεία για τις πράξεις που αποδίδονταν στον τελευταίο αυτόν κατηγορούμενο και, ως εκ τούτου, προσέβαλαν το δικαίωμά του να τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρις αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο. Το ως άνω δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι αμφιβολίες σχετικά με την αμεροληψία του εν λόγω δικαστικού σχηματισμού ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένες.

59      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας στην οποία διώκονται πλείονες συγκατηγορούμενοι, ο ορισμός ad hoc δικαστικού σχηματισμού για την έκδοση αποφάσεως επί συμφωνίας κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης είναι ικανός να θίξει την αρχή της αμεσότητας της ποινικής διαδικασίας.

60      Η αρχή αυτή σημαίνει ότι όσοι έχουν την ευθύνη να αποφασίζουν για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου πρέπει, κατ’ αρχήν, να ακούσουν τους μάρτυρες αυτοπροσώπως και να αξιολογήσουν την αξιοπιστία τους, δεδομένου ότι ένα από τα σημαντικά στοιχεία μιας δίκαιης ποινικής δίκης είναι η δυνατότητα του κατηγορουμένου να αντιπαρατεθεί προς τους μάρτυρες ενώπιον του δικαστή ο οποίος εν τέλει θα εκδώσει απόφαση (πρβλ. απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Gambino και Hyka, C‑38/18, EU:C:2019:628, σκέψεις 42 και 43).

61      Εν προκειμένω, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 73 των προτάσεών του, ο ορισμός ad hoc δικαστικού σχηματισμού για την έκδοση αποφάσεως επί συμφωνίας κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν μπορεί να θίξει την αρχή της αμεσότητας της ποινικής διαδικασίας. Πράγματι, ο κατηγορούμενος, επιλέγοντας να ομολογήσει την ενοχή του, οικειοθελώς και έχοντας πλήρη γνώση των πράξεων που του αποδίδονται καθώς και των εννόμων αποτελεσμάτων της επιλογής του αυτής, παραιτείται, όπως προκύπτει από το άρθρο 381, παράγραφος 6, του NPK, «από την εκδίκαση της υπόθεσής του σύμφωνα με την τακτική διαδικασία» και από ορισμένα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν.

62      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία απονέμει σε ad hoc δικαστικό σχηματισμό, και όχι στον επιληφθέντα της υπόθεσης, την αρμοδιότητα να αποφανθεί επί συμφωνίας κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, συναφθείσας μεταξύ κατηγορουμένου και της εισαγγελικής αρχής κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας ποινικής δίκης, εφόσον διώκονται και άλλοι κατηγορούμενοι στο πλαίσιο της ίδιας δίκης.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

 Επί του παραδεκτού

63      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει, στις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι το σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, κατά το μέρος που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, είναι «εξαιρετικά λακωνικό» και δεν πληροί τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

64      Κατά πάγια νομολογία, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλονται από το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και νομικού πλαισίου το οποίο αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που του έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί [πρβλ. αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 61, και της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη εξέταση της κράτησης), C‑704/20 και C‑39/21, EU:C:2022:858, σκέψη 61].

65      Δεδομένου ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αποτελεί τη βάση της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, είναι απαραίτητο το εθνικό δικαστήριο να εξειδικεύει, στην εν λόγω αίτηση, το πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διαφορά της κύριας δίκης και να εξηγεί στοιχειωδώς τους λόγους για τους οποίους επέλεξε τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητεί την ερμηνεία, καθώς και για τη σχέση που, κατά το εν λόγω δικαστήριο, υφίσταται μεταξύ των διατάξεων αυτών και της εθνικής νομοθεσίας που έχει εφαρμογή επί της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Οι εν λόγω σωρευτικές απαιτήσεις παρατίθενται ρητώς στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας [πρβλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, C.F. (Φορολογικός έλεγχος), C‑430/19, EU:C:2020:429, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

66      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει επαρκώς κατά νόμον τις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης και παραθέτει λεπτομερώς τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις. Αναφέρει επίσης τους λόγους για τους οποίους διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον συνάδει, ειδικότερα, το άρθρο 384, παράγραφος 3, του NPK με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η απαίτηση περί συναίνεσης όλων των λοιπών κατηγορουμένων για την έγκριση συμφωνίας κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, συναφθείσας από έναν εκ των κατηγορουμένων αυτών, κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας ποινικής δίκης κατά πλειόνων συγκατηγορουμένων, περιορίζει «αδικαιολόγητα» το «ένδικο βοήθημα» που συνιστά, κατά την άποψή του, μια τέτοια συμφωνία για τον κατηγορούμενο, στον βαθμό που, με τη σύναψη και την έγκριση της συμφωνίας αυτής, ο εν λόγω κατηγορούμενος «επιτυγχάνει το τελικό αποτέλεσμα που επιδιώκει, ήτοι την επιβολή ελαφρύτερης ποινής από εκείνη που θα του επιβαλλόταν αν η υπόθεση αυτή είχε εκδικασθεί στο πλαίσιο τακτικής διαδικασίας». Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο περιορισμός αυτός είναι ικανός να θίξει «τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας».

67      Συνεπώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, όσον αφορά το συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πληροί τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας και, ως εκ τούτου, είναι παραδεκτή, κατά το μέρος που αφορά την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

 Επί της ουσίας

68      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία, στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά πλειόνων κατηγορουμένων για συμμετοχή στην ίδια εγκληματική οργάνωση, εξαρτά τη δικαστική έγκριση συμφωνίας κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, συναφθείσας μεταξύ ενός εκ των κατηγορουμένων και της εισαγγελικής αρχής κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας της δίκης αυτής, από τη συναίνεση όλων των λοιπών κατηγορουμένων.

69      Όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η απαίτηση αυτή «εξυπηρετεί το συμφέρον ορισμένων άλλων [συγκατηγορουμένων] κατά των οποίων ο PT θα μπορούσε να καταθέσει ως μάρτυρας μετά την έγκριση της συμφωνίας που τον αφορά». Εξάλλου, το εν λόγω δικαστήριο διευκρίνισε, απαντώντας σε αίτημα του Δικαστηρίου για παροχή διευκρινίσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του, ότι το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να δικάσει τους λοιπούς κατηγορούμενους «δεσμεύεται» από το περιεχόμενο συμφωνίας κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, την οποία συνήψε ένας εκ των κατηγορουμένων.

70      Υπό το πρίσμα αυτό, η απαίτηση περί συναίνεσης των λοιπών κατηγορουμένων εμπίπτει στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και στα δικαιώματα άμυνας που διαθέτουν. Ο σεβασμός των δικαιωμάτων αυτών συνιστά ένα από τα στοιχεία που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της θεμελιώδους αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, όπως και της έννοιας της «δίκαιης δίκης» κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ [πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών), C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψη 203].

71      Η θεμελιώδης αυτή αρχή του δικαίου της Ένωσης παραβιάζεται αν δικαστική απόφαση θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά και έγγραφα των οποίων οι διάδικοι ή ένας εξ αυτών δεν μπόρεσαν να λάβουν γνώση και επί των οποίων δεν είχαν, συνεπώς, τη δυνατότητα να λάβουν θέση (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1961, Snupat κατά Ανωτάτης Αρχής, 42/59 και 49/59, EU:C:1961:5, ειδική έκδοση 1954-1964, σ. 599, καθς και της 17ης Νοεμβρίου 2022, Harman International Industries, C‑175/21, EU:C:2022:895, σκέψη 63). Επιπλέον, οι αρχές της δίκαιης δίκης επιβάλλουν να σταθμίζονται, στις περιπτώσεις όπου τούτο ενδείκνυται, τα συμφέροντα της υπεράσπισης με εκείνα των μαρτύρων ή των θυμάτων που κλήθηκαν να καταθέσουν (απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Gambino και Hyka, C‑38/18, EU:C:2019:628, σκέψη 41).

72      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διατάξεις του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 384, παράγραφος 3, του NPK, σκοπός των οποίων είναι η διασφάλιση των εν λόγω δικαιωμάτων των κατηγορουμένων οι οποίοι, εφόσον δεν έχουν ομολογήσει την ενοχή τους, πρέπει να δικάζονται σε μεταγενέστερη ποινική διαδικασία, λαμβανομένων υπόψη όχι μόνον των στοιχείων που τους αφορούν, τα οποία ενδέχεται να περιλαμβάνονται στη συμφωνία κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης που συνήψε ο κατηγορούμενος ο οποίος ομολόγησε την ενοχή του, αλλά και των δηλώσεων στις οποίες αυτός θα μπορούσε να προβεί, υπό την ιδιότητα του μάρτυρα, ενώπιον του δικαστικού σχηματισμού που πρέπει να αποφανθεί επί της ποινικής ευθύνης των λοιπών κατηγορουμένων.

73      Βάσει του ανωτέρου σκεπτικού, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία, στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά πλειόνων κατηγορουμένων για συμμετοχή στην ίδια εγκληματική οργάνωση, εξαρτά τη δικαστική έγκριση συμφωνίας κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, συναφθείσας μεταξύ ενός εκ των κατηγορουμένων και της εισαγγελικής αρχής κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας της δίκης αυτής, από τη συναίνεση όλων των λοιπών κατηγορουμένων.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

74      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, δεδομένου ότι αυτό αφορά αποκλειστικά την ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

75      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία απονέμει σε ad hoc δικαστικό σχηματισμό, και όχι στον επιληφθέντα της υπόθεσης, την αρμοδιότητα να αποφανθεί επί συμφωνίας κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, συναφθείσας μεταξύ κατηγορουμένου και της εισαγγελικής αρχής κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας ποινικής δίκης, εφόσον διώκονται και άλλοι κατηγορούμενοι στο πλαίσιο της ίδιας δίκης.

2)      Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία, στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά πλειόνων κατηγορουμένων για συμμετοχή στην ίδια εγκληματική οργάνωση, εξαρτά τη δικαστική έγκριση συμφωνίας κατόπιν ποινικής διαπραγμάτευσης, συναφθείσας μεταξύ ενός εκ των κατηγορουμένων και της εισαγγελικής αρχής κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας της δίκης αυτής, από τη συναίνεση όλων των λοιπών κατηγορουμένων.

Source :
To Top