ΑΠΟΦΑΣΗ
Τσιώλης κατά Ελλάδας της 19.11.2024 (αριθμ. προσφ. 51774/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για επέκταση του ιχθυοτροφείου του στον Αμβρακικό Κόλπο. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος απέρριψε την αίτηση, κρίνοντας ότι η ιχθυοτροφική μονάδα βρισκόταν σε ειδική ζώνη προστασίας των υγροτόπων του Αμβρακικού Κόλπου και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή αποζημίωσης. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών την απέρριψε. Στη συνέχεια άσκησε αίτηση Αναίρεσης.
Το ΣτΕ απέρριψε την Αίτηση Αναίρεσής του , λόγω μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του παραδεκτού, σύμφωνα με το Ν. 3900/2010.
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να αποφεύγουν την υπερβολική τυπολατρία που αντιβαίνει στην απαίτηση εξασφάλισης πρακτικού και αποτελεσματικού δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα για υπερβολική τυπολατρία του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγω της νομολογιακής προσέγγισης που ακολουθεί το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο κατά την εφαρμογή της διαδικασίας των απαιτήσεων του παραδεκτού για την απόρριψη των λόγων αναίρεσης.
Το ΣτΕ δεν μπορεί να απαιτεί την προσκόμιση νομολογίας εκ μέρους του αναιρεσείοντος όταν το σύνολο των αποφάσεων των διοικητικών και εθνικών εν γένει δικαστηρίων, δεν δημοσιεύονται σε κανένα επίσημο έντυπο ή σε προσβάσιμη βάση δεδομένων στην οποία ο διάδικος ή ο δικηγόρος του να έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το ΣτΕ ερμηνεύοντας την επίμαχη απαίτηση χωρίς να λάβει υπόψη τα πρακτικά εμπόδια που αντιμετώπισε ο αναιρεσείων όσον αφορά την πρόσβαση στην νομολογία, υιοθέτησε μια υπερβολική τυπολατρική προσέγγιση, που δεν ήταν αναγκαία για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου ή την ορθή απονομής της δικαιοσύνης. Με τον τρόπο αυτό προσβλήθηκε ο πυρήνας και η ουσία του θεμελιώδους δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και καταδίκασε την χώρα μας σε καταβολή 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη του προσφεύγοντος.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 παρ. 1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
«..5. Με την με’ αριθμόν 255/1981 απόφαση του Νομάρχη Άρτας χορηγήθηκε στον προσφεύγοντα επίσημη άδεια ίδρυσης ιχθυοτροφείου σε 44.087 τ.μ. ιδιόκτητου ακινήτου, δίπλα στον Αμβρακικό κόλπο. Μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο προσφεύγων για άδεια επέκτασης του ιχθυοτροφείου στα υπόλοιπα 26.771 τετραγωνικά μέτρα του ακινήτου απορρίφθηκε με το υπ’ αριθμόν 10725/1992 έγγραφο του Υπουργείου Περιβάλλοντος που εκδόθηκε στις 29 Μαΐου 1992. Το έγγραφο αυτό ανέφερε ότι το ιχθυοτροφείο βρισκόταν στην ειδική ζώνη προστασίας υγροτόπων (στο εξής: ζώνη Α) του Αμβρακικού κόλπου και ότι το ιχθυοτροφείο του εξαιρούνταν από τις δραστηριότητες που επιτρέπονταν στη ζώνη αυτή.
6. Την 1η Νοεμβρίου 2004 ο προσφεύγων άσκησε αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, (i) διαπιστώνοντας ότι λόγω των προαναφερθεισών εξελίξεων, όλες οι κατασκευαστικές εργασίες και δραστηριότητες που σχετίζονται με την ιχθυοκαλλιέργεια είχαν παύσει και (ii) ζητώντας αποζημίωση από το Ελληνικό Δημόσιο σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα συνολικού ποσού 923.562,05 ευρώ για αποζημίωση και ηθική βλάβη που φέρεται να που προκλήθηκε από την παράλειψη των αρμόδιων κρατικών οργάνων να εκδώσουν προεδρικό διάταγμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 22 § 4 του ν. 1650/1986. Ένα τέτοιο διάταγμα θα έπρεπε να καθορίζει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία επιδίκασης χρηματικής αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες ακινήτων επί των οποίων είχαν επιβληθεί περιορισμοί για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος οι οποίοι ήταν υπερβολικά επαχθείς και παρεμπόδιζαν την άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Το ζητούμενο ποσό υπολογίστηκε με βάση την αξία της περιουσίας του (όπως υπολογίστηκε από τον προσφεύγοντα) και την υποτιθέμενη απώλεια κερδών μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1999 και 31ης Οκτωβρίου 2004.
Επικουρικώς, ο προσφεύγων ζήτησε μετην αγωγή του (επικουρική βάση) το ποσό των 474.092,05 ευρώ ως αποζημίωση για τον περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας του βάσει του άρθρου 22 § 1 του νόμου 1650/1986.
Με την υπ’ αριθμόν 6211/2006 απόφαση το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε ως αβάσιμη την προσφυγή του προσφεύγοντος σχετικά με τη μη έκδοση ΠΔ από το Δημόσιο. Περαιτέρω κήρυξε απαράδεκτη την επικουρική αγωγή του για αποζημίωση βάσει του άρθρου 22 § 1 του νόμου αριθ. 1650/1986 με την αιτιολογία ότι ο προσφεύγων παρέλειψε πρώτα να ζητήσει αποζημίωση από την αρμόδια διοικητική αρχή.
Ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της απόρριψης της επικουρικής βάσης της αγωγής του (άρθρο 22 § 1 του ν. 1650/1986). Το Εφετείο Αθηνών απέρριψε την έφεση με την υπ’ αριθμόν 3882/2007 απόφασή του, με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση.
Στη συνέχεια, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, με την απόφασή του αριθ. 4283/2013 έκανε δεκτή την αίτηση Αναίρεσης που άσκησε ο προσφεύγων και αναίρεσε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Έκρινε ότι οι ιδιοκτήτες ακινήτων στα οποία είχαν επιβληθεί περιορισμοί είχαν το δικαίωμα να ασκήσουν ευθεία αγωγή (ευθεία αγωγή) κατά του Δημοσίου σύμφωνα με το άρθρο 22 § 1 του Ν. 1650/1986 ζητώντας αποζημίωση για το γεγονός ότι στερήθηκαν ουσιαστικά τη δυνατότητα να θέσουν τα αντίστοιχα ακίνητά τους στη χρήση για την οποία προορίζονται (λόγω ουσιώδους στέρησης της χρήσης ιδιοκτησίας κατά τον προορισμό της), χωρίς να απαιτείται προηγουμένως να έχει υποβάλει αίτηση αποζημιώσεως ενώπιον των διοικητικών αρχών. Η μη έκδοση του προαναφερθέντος προεδρικού διατάγματος από το κράτος (βλ. παρ. 6 ανωτέρω) είχε ως αποτέλεσμα την αποφυγή της υποχρέωσής του να αποζημιώσει τους ιδιοκτήτες ακινήτων στα οποία είχαν επιβληθεί περιορισμοί. Αυτό ήταν αντίθετο προς την αρχή της ισότητας όσον αφορά τα δημόσια τέλη, την αρχή της αναλογικότητας και το δικαίωμα ιδιοκτησίας σύμφωνα με τη Σύμβαση και το Σύνταγμα. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο ανέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο Αθηνών για νέα απόφαση.
11. Με την υπ’ αριθμόν 6432/2014 απόφασή του, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών απέρριψε την έφεση του προσφεύγοντος, κρίνοντας ότι η αξίωσή του για αποζημίωση βάσει του άρθρου 22 § 1 του Ν. 1650/1986 είχε παραγραφεί. Έκρινε ότι, κατά την έννοια του άρθρου 22 § 1 του Ν. 1650/1986, το δικαίωμα του ιδιοκτήτη ακινήτου στο οποίο είχαν επιβληθεί περιορισμοί λόγω της θέσης του στη Ζώνη Α ́ να αξιώσει αποζημίωση γεννήθηκε «ελλείψει ειδικής διάταξης, μετά την παρέλευση εύλογου χρονικού διαστήματος (εύλογος χρόνος) από την επιβολή του εν λόγω περιοριστικού μέτρου (πρβλ. αποφάσεις 2165/2013, 80/2013, 2707/2009, 323/2009, 325-6/2009, 3000/2005 (επταμελής σύνθεση), 3146/1986 (Ολομέλεια) του ΣτΕ, ΕΔΔΑ 28.11.2011 Φιξ κατά Ελλάδας της 12.07.2011, αρ. 1001/09).
12. Το δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι το άρθρο 90 § 1 του Ν. 2362/1995 προέβλεπε πενταετή παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Το άρθρο 91 του ίδιου νόμου όριζε ότι η προθεσμία αυτή άρχιζε από το τέλος του οικονομικού έτους εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση αυτή και μπορούσε να ασκηθεί η δικαστική επιδίωξή της. Το δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι, δεδομένου ότι η αίτηση του προσφεύγοντος για άδεια επέκτασης του ιχθυοτροφείου είχε απορριφθεί το 1992 (βλ. σκέψη 5 παραπάνω), το δικαίωμά του να ζητήσει αποζημίωση είχε γεννηθεί και είχε καταστεί δικαστικώς επιδιώξιμο μετά την παρέλευση «εύλογου χρονικού διαστήματος» πέντε ετών μετά την απόρριψη. Το δικαστήριο δήλωσε ότι η αξίωση του προσφεύγοντος είχε γεννηθεί έτσι στα τέλη του 1997. Προσέθεσε ότι, λαμβανομένης υπόψη της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής που είχε αρχίσει τότε, η αξίωσή του είχε ήδη παραγραφεί κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής του το 2004.
- Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣτΕ
- 13. Από την 1η Ιανουαρίου 2011, το άρθρο 12 § 1 του Ν. 3900/2010 τροποποίησε το άρθρο 53 § 3 του ΠΔ 18/1989 και εισήγαγε νέα νομοθετική διάταξη που διέπει το παραδεκτό των αιτήσεων αναίρεσης (για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. σκέψη 35 κατωτέρω· βλ. επίσης Aigaion Oil κατά Ελλάδας (decision) της 02.10.2018, αριθ. 3714/16, § 15, 2 Οκτωβρίου 2018, και Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας της 02.06.2016, αρ. 18880/15, §§ 14-25).
- Με αίτηση αναίρεσης που άσκησε στις 29 Ιουνίου 2015 ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων, εκπροσωπούμενος από δικηγόρο, ζήτησε την αναίρεση της απόφασης με αριθμ. 6432/2014.
Α) Επί της Αίτησης Αναίρεσης του προσφεύγοντος
- Επί των λόγων αναίρεσης
α) Επί του πρώτου λόγου αναίρεσης
15. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η απόφαση του Εφετείου Αθηνών – το οποίο είχε κρίνει ότι η αγωγή του είχε παραγραφεί λόγω της λήξης της σχετικής πενταετούς προθεσμίας παραγραφής που είχε αρχίσει μετά την παρέλευση του «εύλογου χρονικού διαστήματος» των πέντε ετών μετά την απόρριψη της αίτησής του για άδεια επέκτασης του ιχθυοτροφείου του – στερούνταν επαρκούς αιτιολογίας και είχε βασιστεί σε εσφαλμένη ερμηνεία του σχετικού νόμου. Υποστήριξε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η αξίωσή του στηριζόταν στην αδικοπρακτική ευθύνη του κράτους και όχι σε αξίωση που απορρέει άμεσα από συγκεκριμένη νομική διάταξη. Επιπλέον, σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, μια περίοδος πέντε ετών αποτελούσε «εύλογο χρονικό διάστημα» μόνο όσον αφορά την ανάκληση διοικητικών αποφάσεων – η οποία δεν ίσχυε στην περίπτωσή του. Δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, όσον αφορά την περίπτωσή του, ως «εύλογη προθεσμία» νοείται – υπό το πρίσμα της σχετικής νομολογίας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου – χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών. Λαμβανομένης υπόψη της συστηματικής παράλειψης των αρχών να εκδώσουν το ΠΔ που προβλέπεται από το άρθρο 22 § 4 του Ν. 1650/1986 για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από τη συνεχή παρεμπόδιση της σκοπούμενης χρήσης της περιουσίας του, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η «εύλογη περίοδος» ανέρχεται σε τουλάχιστον επτά έτη από την επέλευση του εν λόγω επαχθούς μέτρου. Τούτο θα σήμαινε ότι η εύλογη προθεσμία είχε πράγματι αρχίσει το 1992 και διήρκεσε μέχρι το 1999, μετά το πέρας του οποίου είχε αρχίσει η πενταετής προθεσμία παραγραφής. Επομένως, η προθεσμία παραγραφής έληγε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2004 και, ως εκ τούτου, η αγωγή δεν είχε ακόμη παραγραφεί έως τις 10 Νοεμβρίου 2004, ημερομηνία άσκησής της από τον ενάγοντα. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση ερμήνευσε εσφαλμένα τα άρθρα 90 και 91 του Ν. 2362/1995, άρθρο 22 §§ 1 και 4 του ν. 1650/1986 και άρθρο 24 § 6 του Συντάγματος.
β) Επι του δευτέρου λόγου αναίρεσης
16. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι, ενόψει του γεγονότος ότι ο νόμος δεν προέβλεπε σαφή, προκαθορισμένη προθεσμία παραγραφής βάσει αντικειμενικών κριτηρίων για την ευθεία αξίωση βάσει του άρθρου 24 § 6 του Συντάγματος και του άρθρου 22 §§ 1 και 4 του νόμου 1650/1986, η προθεσμία παραγραφής ήταν είκοσι έτη, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του άρθρου 249 του Αστικού Κώδικα. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση ερμήνευσε εσφαλμένα τις σχετικές διατάξεις.
γ) Επί του τρίτου λόγου αναίρεσης
17. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι το Εφετείο είχε διαπιστώσει με την απόφαση αριθ. 6432/2014 ότι, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν. 1650/1986, το δικαίωμα του ιδιοκτήτη ακινήτου στο οποίο είχαν επιβληθεί περιορισμοί να απαιτήσει αποζημίωση γεννήθηκε «ελλείψει ειδικής διάταξης, μετά την παρέλευση “εύλογου χρονικού διαστήματος” μετά το εν λόγω περιοριστικό μέτρο» (βλ. σκέψη 11 ανωτέρω), και ότι η σχετική προθεσμία παραγραφής άρχισε μετά την προθεσμία αυτή. Υποστήριξε περαιτέρω ότι το εθνικό δίκαιο δεν ήταν επαρκώς προβλέψιμο και ακριβές όσον αφορά το σημείο έναρξης της προθεσμίας παραγραφής όσον αφορά το είδος της αξίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 24 § 6 του Συντάγματος και στο άρθρο 22 §§ 1 και 4 του Ν. 1650/1986. Κανένας ενδιαφερόμενος δεν μπορούσε να γνωρίζει εκ των προτέρων (βάσει αντικειμενικών και προκαθορισμένων κριτηρίων) το ακριβές σημείο ενάρξεως της εν λόγω προθεσμίας παραγραφής: δεν υπήρχε ειδική νομική διάταξη που να ρυθμίζει το σημείο αυτό και, για να καλυφθεί το κενό αυτό, θεωρήθηκε ότι η προθεσμία αυτή άρχιζε μετά την παρέλευση «εύλογης προθεσμίας» – αφηρημένη έννοια που δεν ήταν επαρκώς προβλέψιμη. Το δικαστήριο θεώρησε ότι μια «εύλογη περίοδος» ανέρχεται σε πέντε χρόνια. Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η διάρκεια της προθεσμίας αυτής δεν μπορούσε να είναι γνωστή εκ των προτέρων και δεν στηριζόταν σε αντικειμενικά κριτήρια, αλλά εξαρτιόταν μάλλον από την ευρεία διακριτική ευχέρεια που διέθεταν συναφώς τα δικαστήρια.
18. Ο προσφεύγων διευκρίνισε επίσης ότι, κατά τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο χρόνος έναρξης των προθεσμιών παραγραφής πρέπει να ορίζονται σαφώς και να συνδέονται με συγκεκριμένα, αντικειμενικά και προκαθορισμένα πραγματικά περιστατικά που ήταν εκ των προτέρων γνωστά. Όταν ο καθορισμός της ημερομηνίας από την οποία ένας διάδικος μπορούσε να διεκδικήσει τα χρέη του εξαρτιόταν από τυχαία και απρόβλεπτα γεγονότα εκτός της σφαίρας επιρροής του, οι επιταγές του κράτους δικαίου ήταν δύσκολο να ικανοποιηθούν. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι δεν υπήρχε πάγια νομολογία επαρκώς προσβάσιμη σε διάδικο, όπως θα αναφερόταν στο σχετικό τμήμα σχετικά με το παραδεκτό (της αίτησης αναίρεσης του εν λόγω διαδίκου) όσον αφορά τον καθορισμό της διάρκειας αυτής της «εύλογης προθεσμίας» (η οποία θα μπορούσε να υπερβαίνει τα πέντε έτη). Όσον αφορά μία μόνο αξίωση, ένα δικαστήριο θα μπορούσε να αποφανθεί ότι η περίοδος αυτή ήταν μεγαλύτερη από πέντε έτη και ένα άλλο δικαστήριο θα μπορούσε να αποφανθεί ότι ήταν ακριβώς πέντε έτη.
Ως εκ τούτου, διαφορετικοί διάδικοι βρίσκονταν σε διαφορετικές καταστάσεις όσον αφορά το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας παραγραφής, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο τα διάφορα δικαστήρια άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια. Κατά συνέπεια, η διαπίστωση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου – δηλαδή, ότι (i) η προθεσμία παραγραφής είχε αρχίσει μετά την παρέλευση «εύλογης προθεσμίας» (η οποία είχε αυθαίρετα και χωρίς κατάλληλη αιτιολογία καθοριστεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο σε πέντε έτη) μετά την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και (ii) η ερμηνεία από το εν λόγω δικαστήριο των διατάξεων περί παραγραφής (άρθρα 90 και 91 του Ν. 2362/1995) – ήταν αντίθετη προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης και ως εκ τούτου θα πρέπει να θεωρηθεί άκυρη.
- Επί των επιχειρημάτων προς στήριξη του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης του προσφεύγοντος
α) Επί του παραδεκτού του πρώτου λόγου αναίρεσης
19. Σε χωριστό τμήμα της αίτησης αναίρεσης με τίτλο «Παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης (άρθρο 53 § 3 του ΠΔ 18/1989, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 § 1 του Ν. 3900/2010)», ο προσφεύγων προέβαλε, προς στήριξη του παραδεκτού του πρώτου λόγου αναίρεσης, ότι (i) η διαπίστωση του Εφετείου ότι η προθεσμία παραγραφής είχε αρχίσει μετά την παρέλευση της «εύλογης προθεσμίας» των πέντε ετών από την έκδοση του εγγράφου παύσης του Υπουργείου ήταν αντίθετη με την απόφαση αριθ. 749/2011 του ΣτΕ (ii) η διαπίστωση του Εφετείου ότι πέντε έτη πρέπει να αποτελούν την «εύλογη προθεσμία» σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 261/1968 ήταν αντίθετη με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου αριθ. 832/1983, 3550/1988, 1283/1993, 384/2012, 2616/2002, 2695/2012, 1211/2011, 2919/2007 και 2251/2002 και – ιδίως – 2566/2002 που είχαν δεχθεί ότι η παρέλευση επτά ετών συνιστούσε «εύλογο» χρονικό διάστημα, και iii) άλλως, σε κάθε άλλη περίπτωση, δεν υπήρχε νομολογία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου επί των εν λόγω νομικών ζητημάτων.
β) Επί του παραδεκτού του δεύτερου λόγου αναίρεσης
20. Επιπλέον, προς στήριξη του παραδεκτού του δεύτερου λόγου αναίρεσης, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι: «Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, πρέπει να ισχύσει αυτό που αναφέρθηκε αμέσως παραπάνω».
γ) Επί του παραδεκτού του τρίτου λόγου αναίρεσης
21. Όσον αφορά τον τρίτο λόγο αναίρεσης, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η απόφαση του Εφετείου με αριθ. 6432/2014 ήταν «αντίθετη με την απόφαση Forminster Enterprises Limited κατά Τσεχικής Δημοκρατίας της 09.10.2008(αριθ. 38238/04, § 65,), Κοκκίνης κατά Ελλάδαςτης 06.11.2008. (αρ. 45769/06, §§ 34-35) και Ρεβελιώτης κατά Ελλάδας της 04.12.2008 (αρ. 48775/06 )».
- Άλλα επιχειρήματα σχετικά με τις προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης και της πρόσβασης σε δικαστήριο22. Τέλος, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι ήταν υπερβολικά τυπολατρικό και άσκοπο να απαιτείται (για τους σκοπούς του παραδεκτού) – στο πλαίσιο της αίτησης αναίρεσης – να υποστηρίζεται ότι η απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ήταν αντίθετη προς τη νομολογία ή ότι δεν υπήρχε σχετική νομολογία. Τα επιχειρήματά του ήταν τα εξής:
α) η νομολογία δεν συνιστά πραγματικό περιστατικό το οποίο ο διάδικος οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει. Αντιθέτως, αφορούσε την ερμηνεία των σχετικών νομικών κανόνων – τους οποίους ο δικαστής γνώριζε ήδη (jura novit curia). Υπήρχε αμάχητο τεκμήριο ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο γνώριζε τη νομολογία του και ότι η επίκληση της σχετικής νομολογίας από διάδικο στο πλαίσιο της αίτησης αναίρεσης δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί ως προς το δημόσιο συμφέρον – δεδομένου μάλιστα ότι η παράλειψη αυτή καθιστούσε το ένδικο βοήθημα απαράδεκτο.
β) η βάση δεδομένων νομολογίας των διοικητικών δικαστηρίων ήταν προσβάσιμη μόνο σε δικαστές και όχι σε πολίτες και δικηγόρους. Άλλες διαθέσιμες βάσεις δεδομένων περιείχαν μόνον επιλογή μέρους της νομολογίας. Επομένως, είχε υποχρέωση να αναλάβει ένα αδύνατο έργο.
γ) σε αντίθεση με τους νόμους, η νομολογία δεν δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα ή σε άλλο ισοδύναμο μέσο, πράγμα που θα εξασφάλιζε την πλήρη δημοσιοποίησή της.
δ) η επίμαχη υποχρέωση συνιστούσε άσκοπη και αδύνατη διατύπωση και, ως εκ τούτου, παραβίαζε προδήλως τις αρχές της δημόσιας δίκης (αρχή της δημοσιότητας) και της αναλογικότητας.
ε) η υποχρέωση είχε οδηγήσει σε απρόσφορα αποτελέσματα – ήτοι: i) είχε εμποδίσει τους διαδίκους να επικαλεστούν νομολογία την οποία προηγουμένως (δηλαδή κατά τον χρόνο άσκησης της αιτήσεως αναίρεσης) δεν γνώριζαν ή η οποία είχε διαπιστωθεί μεταγενέστερα, ii) είχε ως αποτέλεσμα το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο να κηρύξει απαράδεκτο ένδικο βοήθημα που είχε κατοχυρωθεί στο Σύνταγμα με την αιτιολογία ότι ο διάδικος δεν είχε επικαλεστεί νομολογία την οποία είχε λάβει γνώση το Δικαστήριο, και iii) σε περίπτωση που ένας διάδικος υποστήριζε ότι δεν υπήρχε σχετική νομολογία σχετικά με το επίμαχο νομικό ζήτημα και το εν λόγω δικαστήριο διαπίστωσε ότι, αντιθέτως, υπήρχε πράγματι νομολογία σύμφωνα με την οποία το επίμαχο νομικό ζήτημα είχε επιλυθεί με τρόπο αντίθετο από εκείνον με τον οποίο είχε επιλυθεί το νομικό ζήτημα στην υπόθεση του διαδίκου, θα κήρυττε απαράδεκτη μια τέτοια αίτηση αναίρεσης αντί να την δεχθεί. Σε περίπτωση που ο διάδικος ισχυριζόταν ότι υπήρχε νομολογία που ερχόταν σε αντίθεση με την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι η νομολογία που επικαλέστηκε ο διάδικος δεν αφορούσε το επίμαχο νομικό ζήτημα και το ίδιο το δικαστήριο στη συνέχεια επικαλείτο νομολογία που ερχόταν σε αντίθεση με την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, θα κήρυττε και πάλι απαράδεκτη την αίτηση αναίρεσης, iv) οδηγούσε στο παράλογο και αντιφατικό αποτέλεσμα ότι, σε περίπτωση που ένα δικαστήριο διαπιστώσει πράγματι την ύπαρξη αντιφατικής νομολογίας, δεν αίρει την ανασφάλεια δικαίου αν ο προσφεύγων δεν επικαλεστεί τη νομολογία αυτή – έστω και αν η νομολογία αυτή ήταν σε κάθε περίπτωση γνωστή στο Δικαστήριο.
στ) η πρόσβαση σε νομίμως συσταθέν δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε εμποδιστεί, κατά παράβαση των άρθρων 6 § 1 και 15 της Σύμβασης.
- Ο προσφεύγων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, “λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η αίτηση αναίρεσης [είχε] ασκηθεί κατά τρόπο παραδεκτό […]”.
- Η απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου αριθ. 115/2017 επί της αιτήσεως αναίρεσης του προσφεύγοντος για νομικά ζητήματα
- Στις 16 Ιανουαρίου 2017, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, με την απόφασή του 115/2017, απέρριψε την αίτηση αναίρεσης του προσφεύγοντος.
- Επί των προϋποθέσεων παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης
- 25. Το δικαστήριο αυτό έκρινε εξαρχής ότι, για να κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο αναιρεσείων όφειλε να τεκμηριώσει με συγκεκριμένα και συγκεκριμένα επιχειρήματα, τα οποία θα έπρεπε να περιέχονται στη σχετική αίτηση αναίρεσης, ότι i) καθένας από τους λόγους αναίρεσης ήγειρε συγκεκριμένο νομικό ζήτημα το οποίο ήταν κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς που υποβλήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, και (ii) όσον αφορά αυτό το νομικό ζήτημα, είτε δεν υπήρχε νομολογία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου είτε οι διαπιστώσεις της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν αντίθετες προς την τότε ισχύουσα νομολογία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή τελεσίδικης απόφασης διοικητικών δικαστηρίων. Υπό την έννοια αυτή, ως «νομολογία» νοείται η νομολογία που είχε διατυπωθεί για το ίδιο κρίσιμο νομικό ζήτημα και όχι για ανάλογο ή παρεμφερές νομικό ζήτημα.
- 26. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο επισήμανε ότι ο αναιρεσείων πρέπει να επικαλείται ειδικώς απόφαση ανώτατου δικαστηρίου ή διοικητικών δικαστηρίων και να υποστηρίζει (και να τεκμηριώνει τα επιχειρήματά του) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αντίθετη προς την απόφαση αυτή ως προς το ίδιο νομικό ζήτημα, ήτοι όσον αφορά την ερμηνεία νομικής διάταξης ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου. Όσον αφορά την έλλειψη νομολογίας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, αυτή δεν θα μπορούσε να αφορά την επάρκεια της αιτιολογίας σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Αντιθέτως, έπρεπε να αφορά αποκλειστικά την ερμηνεία μιας νομικής διάταξης ή μιας γενικής αρχής που μπορούσε να εφαρμοστεί γενικά – ανεξαρτήτως του αν η ερμηνεία αυτή είχε διατυπωθεί στο τμήμα της απόφασης που περιέχει τις σχετικές νομικές διατάξεις (μείζων πρόταση του δικανικού συλλογισμού) ή στο τμήμα που περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που γίνονται δεκτά και τον νομικό χαρακτηρισμό τους (ελάσσων πρόταση τουδικανικού συλλογισμού). Στη συνέχεια, η αίτηση αναίρεσης θα πρέπει να θεωρείται παραδεκτή και να εξετάζεται στο μέτρο που αφορά συγκεκριμένο νομικό ζήτημα επί του οποίου υπάρχει «αντίφαση» (αντίθεση) – υπό την προϋπόθεση ότι αυτό κρίνεται αναγκαίο για την επίλυση ολόκληρης της υπόθεσης.
- Επιπλέον, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο επισήμανε ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού αποσκοπούσαν στη μείωση του μεγάλου αριθμού υποθέσεων των οποίων είχε επιληφθεί και στις οποίες δεν ανέκυπταν σοβαρά ή επιλυμένα νομικά ζητήματα. Αυτό έγινε προκειμένου να μπορέσει να εξυπηρετήσει καλύτερα την κύρια αποστολή του ως ανώτατου δικαστηρίου: να ενοποιήσει κατά τη λειτουργία του ως ακυρωτικού δικαστηρίου την αντίστοιχη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων και να επιταχύνει την απονομή της δικαιοσύνης. Διασφαλίστηκε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, δεδομένου ότι είχε εκδοθεί τελεσίδικη εκδίκαση μιας υπόθεσης από τα διοικητικά δικαστήρια σε προηγούμενους βαθμούς, ενώ οι απαιτήσεις πρόσβασης σε ακυρωτικό δικαστήριο θα μπορούσαν να είναι πιο επίσημες. Ως εκ τούτου, απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος ότι το άρθρο 53 του ΠΔ με αριθ. 18/1989 του στέρησε την πρόσβαση σε δικαστήριο και ότι η ερμηνεία του άρθρου αυτού ήταν υπερβολικά στενή και αντίθετη προς τα άρθρα 6 και 15 της Σύμβασης (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω). Απέρριψε ως αβάσιμα τα επιχειρήματά του ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού συνιστούσαν μια υπερβολικά τυπολατρική και άσκοπη διατύπωση.
- Επί του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης
α) Επί του πρώτου λόγου αναίρεσης
28. Στη συνέχεια, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτο τον πρώτο λόγο (βλ. σκέψεις 15 και 19 ανωτέρω), κρίνοντας πρώτον ότι η απόφαση με αριθ. 749/2011 του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου δεν αφορούσε το ίδιο νομικό ζήτημα σχετικά με το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας παραγραφής αξίωσης αποζημίωσης βάσει του άρθρου 24 § 6 του Συντάγματος. Η απόφαση αφορούσε το ανάλογο ζήτημα της έναρξης της προθεσμίας παραγραφής όσον αφορά αξίωση αποζημίωσης στηριζόμενη στην αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου. Δεύτερον, η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με αριθ. 6432/2014 δεν είχε στηρίξει το συμπέρασμά του ότι η πενταετία πρέπει να αποτελεί «εύλογη περίοδο» στον Ν. 261/68.
β) Επί του δευτέρου λόγου αναίρεσης
29. Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο (δηλαδή, ότι, δεδομένου ότι ο νόμος δεν προέβλεπε σαφώς προθεσμία παραγραφής όσον αφορά την αξίωση βάσει του άρθρου 24 § 6 του Συντάγματος, θα έπρεπε να ισχύει εικοσαετής προθεσμία παραγραφής – βλ. σκέψεις 16 και 20 ανωτέρω), το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο τον κήρυξε απαράδεκτο επειδή το νομικό ζήτημα δεν είχε προσδιοριστεί με ανεξάρτητο και ακριβή τρόπο και δεν είχε αποδειχθεί πώς αυτό το νομικό ζήτημα ήταν καθοριστική για την επίλυση της επίμαχης διαφοράς.
γ) Επί του τρίτου λόγου αναίρεσης
30. Όσον αφορά τον τρίτο λόγο αναίρεσης (ήτοι την προβαλλόμενη έλλειψη προβλεψιμότητας και σαφήνειας του εθνικού δικαίου όσον αφορά το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας παραγραφής της αξίωσης του προσφεύγοντος – βλ. σκέψεις 17-18 και 21 ανωτέρω), το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι, ανεξαρτήτως του παραδεκτού ή μη της αίτησης αναίρεσης λόγω αντίφασης της απόφασης δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – «αυτός ο ισχυρισμός περί αντίφασης με αποφάσεις του ΕΔΔΑ (οι οποίες [στην πραγματικότητα] δεν αφορούσαν το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα επί του οποίου η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου [είχε] αποφανθεί)» πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος….
- ΣΧΕΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
- Για μια λεπτομερή επισκόπηση και ανακεφαλαίωση της σχετικής πρακτικής και κριτικής που διατυπώθηκε λίγο μετά την ψήφιση του Ν. 3900/2010, το Δικαστήριο παραπέμπει στην απόφασή του στην υπόθεση Παπαϊωάννου(ό.π., §§ 16-25).37. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αποφάνθηκε στη νομολογία του σχετικά με τις προϋποθέσεις παραδεκτού που ορίζονται στο άρθρο 53 § 3 του ΠΔ με αριθ. 18/1989 ότι ο ίδιος ο αναιρεσείων είναι υπεύθυνος να αποδείξει – μέσω συγκεκριμένων και συγκεκριμένων ισχυρισμών που πρέπει να περιληφθούν στην αίτηση αναιρέσεως – ότι καθένας από τους λόγους αναίρεσης εγείρει συγκεκριμένο νομικό ζήτημα. Τα θέματα αυτά αφορούν την ερμηνεία νομικής διάταξης ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου που είναι ζωτικής σημασίας για την επίλυση της διαφοράς. Ως προς τα ζητήματα αυτά είτε δεν πρέπει να υπάρχει νομολογία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου είτε οι σχετικές διαπιστώσεις της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να αντιβαίνουν στη μη ανατραπείσα νομολογία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή σε αμετάκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Η νομολογία αυτή είναι εκείνη που έχει διατυπωθεί για το ίδιο κρίσιμο νομικό ζήτημα (η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς) και όχι για ανάλογο ή παρόμοιο ζήτημα (βλ. πχ αποφάσεις με αριθ. 4163/2012, 3964/2014, 439/2018 και 488/2018). Αυτό το νομικό ζήτημα επί του οποίου αποφάνθηκαν τα δικαστήρια πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των σχετικών διαφορών ενώπιον των δικαστηρίων αυτών (βλ. πχ. αποφάσεις αριθ. 2301/2011, 3374/2011 και 439/2018).
- Όταν ο αναιρεσείων επικαλείται έλλειψη νομολογίας όσον αφορά λόγο αναίρεσης, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έχει δεχθεί τον εν λόγω ισχυρισμό ως παραδεκτό, όταν έχει διατυπωθεί με ακρίβεια και έχει προσδιοριστεί το νομικό ζήτημα που εγείρεται (βλ. πχ. αποφάσεις με αριθ. 266/2016, 96/2016 και 162/2021). Ένας λακωνικός ισχυρισμός ότι γενικά δεν υπάρχει νομολογία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, χωρίς συγκεκριμένο προσδιορισμό των νομικών ζητημάτων, θεωρείται αόριστος και, ως εκ τούτου, ανεπαρκής για τη θεμελίωση του παραδεκτού (βλ. πχ. αποφάσεις με αριθ. 2317/2015 και 2325/2015). Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι το επιχείρημα του αναιρεσείοντος (προς στήριξη του παραδεκτού αίτησης αναίρεσης) ότι δεν υπάρχει νομολογία σχετική με τους προβαλλόμενους λόγους της αντίστοιχης αίτησης αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο εάν προβλήθηκε κατά τρόπο αόριστο (ήτοι: με απλή παραπομπή στους λόγους αναίρεσης), χωρίς να προσδιορίζει αυτοτελώς και επακριβώς τα νομικά ζητήματα που εγείρει καθένας από τους λόγους αναίρεσης και χωρίς να αποδεικνύει τη λυσιτέλεια καθενός από τα ζητήματα αυτά για την έκβαση της εν λόγω αναιρετικής διαδικασίας (βλ. πχ. Αποφάσεις με 446/2014, 436/2014 και 475/2015).
- Μετά την έκδοση της απόφασης με αριθμ. 115/2017, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι η «νομολογία άλλου ανωτάτου δικαστηρίου» πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από την οποία προκύπτει επαρκώς σαφής η ερμηνεία διάταξης της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της. Τούτο συνέβη δεδομένου ότι, όσον αφορά την ερμηνεία της Σύμβασης, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου έχουν ανάλογη σημασία και βαρύτητα με τη νομολογία των εθνικών ανωτάτων δικαστηρίων και ότι η αντίφαση μιας προσβαλλόμενης απόφασης με τη νομολογία του ΕΔΔΑ πρέπει να τεκμαίρεται ότι εγείρει σοβαρό νομικό ζήτημα σχετικά με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δικαιολόγησε την εξέταση [του σοβαρού νομικού ζητήματος] από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθότητα και η ενοποίηση της νομολογίας όσον αφορά την εφαρμογή και την ερμηνεία της Σύμβασης από τα διοικητικά δικαστήρια (βλ. π.χ. αποφάσεις 167/2017 και 2987/2017). Επιπλέον, κρίθηκε στη συνέχεια (για παράδειγμα, στις αποφάσεις με αριθ. 88/2018, 1070/2019, 956/2021) ότι κάθε σχετική νομολογία που θα μπορούσε να υποστηρίξει ένας αναιρεσείων έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά όχι μόνο ρητή ερμηνεία του δικαστηρίου, αλλά και ερμηνεία που θα μπορούσε να συναχθεί έμμεσα αλλά σαφώς και η οποία περιλαμβανόταν είτε στο τμήμα της απόφασης που περιέχει τις σχετικές νομικές διατάξεις (μείζων πρόταση του δικανικού συλλογισμού) ή στο μέρος που περιέχει τα αποδεκτά πραγματικά περιστατικά και τη νομική ταξινόμησή τους (ελάσσων πρόταση του δικανικού συλλογισμού)».
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
- ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΟΣ
- Ο προσφεύγων απεβίωσε στις 8 Ιουνίου 2019 μετά την κατάθεση της υπό κρίση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου. Η κόρη και κληρονόμος του, κα Λαμπρινή Τσιώλη, ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι επιθυμούσε να συνεχίσει τη διαδικασία. Το Δικαστήριο δέχεται ότι έχει έννομο συμφέρον να συνεχίσει την αίτηση στη θέση της εκλιπούσας προσφεύγουσας.
- ΕΙΚΑΖΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 § 1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
- Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι στερήθηκε δίκαιης δίκης λόγω της απόρριψης από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο των επιχειρημάτων του προς στήριξη του παραδεκτού της αίτησής του αναίρεσης και ότι η απόρριψη αυτή δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη. …………….
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
α) Γενικές αρχές
- Το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει τις καταγγελίες του προσφεύγοντος από την άποψη του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, όπως διασφαλίζεται από το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης (βλ. Kurşun κατά Τουρκίας, αριθ. 22677/10, § 93, 30 Οκτωβρίου 2018, και Cañete de Goñi κατάΙσπανίας, αριθ. 55782/00, § 33, ΕΔΔΑ 2002-VIII). Παραπέμπει, συναφώς, στην ανακεφαλαίωση της νομολογίας του σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη στην υπόθεση Zubac κατά Κροατίας ([GC] αριθ. 40160/12, §§ 76-79, 5 Απριλίου 2018).
- Ειδικότερα, το άρθρο 6 της Σύμβασης δεν υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να συστήσουν εφετεία ή ακυρωτικά δικαστήρια. Ωστόσο, όπου υπάρχουν τέτοια δικαστήρια, πρέπει να τηρούνται οι εγγυήσεις του άρθρου 6 – για παράδειγμα, η εγγύηση στους διαδίκους ενός πραγματικού δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη για τον καθορισμό των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεών τους (ibid. § 80, με περαιτέρω παραπομπές). Ωστόσο, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί του κατά πόσον οι πολιτικές επιλογές στις οποίες προέβησαν τα συμβαλλόμενα μέρη και καθορίζουν τους περιορισμούς της πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι κατάλληλες ή όχι. Η αποστολή του περιορίζεται στο να καθορίσει εάν οι επιλογές στον τομέα αυτό έχουν συνέπειες σύμφωνες με τη Σύμβαση.
- Ομοίως, ο ρόλος του Δικαστηρίου δεν είναι να επιλύει διαφορές σχετικά με την ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου που ρυθμίζει την πρόσβαση αυτή, αλλά να ελέγχει αν τα αποτελέσματα μιας τέτοιας ερμηνείας είναι συμβατά με τη Σύμβαση (όπ.π., § 81, με περαιτέρω παραπομπές). Ο τρόπος με τον οποίο το άρθρο 6 § 1 εφαρμόζεται στα εφετεία ή στα ακυρωτικά δικαστήρια εξαρτάται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σχετικής διαδικασίας και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των διαδικασιών που διεξάγονται σύμφωνα με την εσωτερική έννομη τάξη και ο ρόλος του ακυρωτικού δικαστηρίου σε αυτές. § 82, με περαιτέρω παραπομπές).
- Είναι παγιωμένο στη νομολογία του Δικαστηρίου ότι η «υπερβολική τυπολατρία» μπορεί να αντιβαίνει στην απαίτηση εξασφάλισης πρακτικού και αποτελεσματικού δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Αυτό συμβαίνει συνήθως σε περιπτώσεις που περιλαμβάνουν ιδιαίτερα αυστηρή ερμηνεία ενός δικονομικού κανόνα, εμποδίζοντας την εξέταση της αγωγής του προσφεύγοντος επί της ουσίας, με τον επακόλουθο κίνδυνο παραβίασης του δικαιώματός του για αποτελεσματική προστασία των δικαστηρίων (αυτόθι, § 97). Η αξιολόγηση μιας καταγγελίας υπερβολικής τυπολατρίας στις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων θα είναι συνήθως το αποτέλεσμα της εξέτασης της υπόθεσης στο σύνολό της, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης αυτής (ibid., § 98). Κατά την εκτίμηση αυτή, το Δικαστήριο έχει συχνά τονίσει τα ζητήματα της «ασφάλειας δικαίου» και της «ορθής απονομής της δικαιοσύνης» ως δύο κεντρικά στοιχεία για τη διάκριση μεταξύ υπερβολικής τυπολατρίας και αποδεκτής εφαρμογής των διαδικαστικών διατυπώσεων. Ειδικότερα, έχει κρίνει ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε διακστήριο θίγεται όταν οι κανόνες παύουν να εξυπηρετούν τους σκοπούς της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και, αντιθέτως, συνιστούν ένα είδος εμποδίου που εμποδίζει το διάδικο να επιτύχει την επί της ουσίας εκδίκαση της υπόθεσής του από το αρμόδιο δικαστήριο (βλ. για παράδειγμα, Zubac, ό.π., § 98,Kart κατά Τουρκίας[GC] της 03.12.2009, αρ. 8917/05, § 79, Arrozpide Sarasola κ.λπ. κατά Ισπανίας της 23.10.2018, αριθ. 65101/16 κ.λπ., § 98 και Ευσταθίου κ.α. κατά Ελλάδας της 27.07.2006, αρ. 36998/02, § 24).
- Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του, το άρθρο 6 απαιτεί από τα εθνικά δικαστήρια να αιτιολογούν επαρκώς τους λόγους στους οποίους βασίζονται οι αποφάσεις τους (βλ. Ramos Nunes de Carvalho e Sá κατάΠορτογαλίας [GC] της 06.11.2018 αριθ. 55391/13 κλπ § 185). Χωρίς να απαιτείται λεπτομερής απάντηση σε κάθε επιχείρημα, η υποχρέωση αυτή προϋποθέτει ότι ένας διάδικος σε δικαστική διαδικασία μπορεί να αναμένει συγκεκριμένη και ρητή απάντηση στους ισχυρισμούς που είναι καθοριστικοί για την έκβαση της εν λόγω διαδικασίας (αυτόθι, § 185, με περαιτέρω παραπομπή).
- Ο βαθμός στον οποίο ισχύει η υποχρέωση αιτιολόγησης μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τη φύση της απόφασης. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη, μεταξύ άλλων, η ποικιλία των ισχυρισμών που μπορεί να προβάλει ένας διάδικος ενώπιον των δικαστηρίων και οι διαφορές που υφίστανται στα συμβαλλόμενα κράτη όσον αφορά τις νομοθετικές διατάξεις, τους εθιμικούς κανόνες, τις νομικές γνωμοδοτήσεις και την παρουσίαση και σύνταξη των αποφάσεων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το ζήτημα του κατά πόσον ένα δικαστήριο παραβίασε την υποχρέωση αιτιολόγησης, που απορρέει από το άρθρο 6 § 1, μπορεί να κριθεί μόνο υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υπόθεσης (βλ. Gorou κατά Ελλάδας της 20.03.2009 (αρ. 2)[GC], αρ. 12686/03, § 37, με περαιτέρω παραπομπές).
β) Εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση
63. Η διαφορά στην παρούσα υπόθεση αφορά το δικαίωμα αποζημίωσης όταν έχουν επιβληθεί περιορισμοί ιδιοκτησίας για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναίρεσης του προσφεύγοντος λόγω μη τήρησης των προϋποθέσεων του παραδεκτού. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η πρόσβαση του προσφεύγοντος σε δικαστήριο με σκοπό τον προσδιορισμό των πολιτικών του δικαιωμάτων περιορίστηκε έτσι από την απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου.
- i) Θεμιτός σκοπός
- Οι προϋποθέσεις παραδεκτού που πρέπει να πληρούνται για την άσκηση αίτησης αναίρεσης καθορίζονται στο άρθρο 53 παρ. 3, του ΠΔ με αριθ. 18/1989, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 § 1 του Ν. 3900/2010. Απαιτούσαν από τον αναιρεσείοντα να προβάλει συγκεκριμένα επιχειρήματα (τα οποία έπρεπε να περιληφθούν στην αίτηση αναίρεσης) σχετικά με i) την έλλειψη νομολογίας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου ή ii) το γεγονός ότι η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ήταν αντίθετη προς τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή με τελεσίδικη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (βλ. σκέψεις 13 και 35 ανωτέρω). Η τροποποίηση εισήχθη προκειμένου να επιταχυνθούν σημαντικά οι δικαστικές διαδικασίες και να μειωθεί ο μεγάλος αριθμός αιτήσεων αναίρεσης που δεν εγείρουν σημαντικά νομικά ζητήματα (όπως εξηγείται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αριθ. 3900/2010 – βλ. σκέψη 35 ανωτέρω).
- Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έχει αναπτύξει νομολογία σχετικά με τις προαναφερθείσες απαιτήσεις (βλ. σκέψεις 25-26 και 37-38 ανωτέρω). Συνήγαγε, για παράδειγμα, από το άρθρο 53 § 3 ότι ο αναιρεσείων – όταν προβάλλει «κάθε λόγο αναίρεσης» – θα πρέπει να εγείρει ένα «συγκεκριμένο νομικό ζήτημα» για το οποίο είτε δεν θα πρέπει να υπάρχει σχετική νομολογία είτε τα σχετικά πορίσματα της προσβαλλόμενης απόφασης θα πρέπει να είναι αντίθετα προς τη νομολογία που θα πρέπει να είναι «κρίσιμη για την επίλυση της διαφοράς». Απαιτούσε επίσης οι αποφάσεις που αφορούν το ίδιο κρίσιμο νομικό ζήτημα να θεωρούνται ότι αποτελούν σχετική «νομολογία» – και όχι απλώς αποφάσεις που αφορούν ανάλογο ή παρόμοιο ζήτημα. Επιπλέον, απαιτείτο από τον αναιρεσείοντα να μνημονεύσει ειδικώς την απόφαση, για το ίδιο νομικό ζήτημα, στην οποία η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αντίθετη.
- Το Δικαστήριο κρίνει ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού, όπως ερμηνεύονται από τη νομολογία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, αποσκοπούσαν στη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και στην παροχή στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της δυνατότητας να ασκεί αποτελεσματικά τα δικαιοδοτικά του καθήκοντα (βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση Παπαϊωάννου, § 41). Το Δικαστήριο κρίνει περαιτέρω ότι επιδίωκαν επίσης τον θεμιτό σκοπό της διατήρησης του ρόλου του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου στη διασφάλιση της ενοποίησης της νομολογίας και, ως εκ τούτου, της συμμόρφωσης με την αρχή της ασφάλειας δικαίου (βλ. σκέψη 56 ανωτέρω, βλ. επίσης Trevisanato κατάΙταλίας της 15.09.2016, αρ. 32610/07, §§ 36-37).
- Το ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί στη συνέχεια είναι αν η εφαρμογή των απαιτήσεων αυτών στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης αναίρεσης του προσφεύγοντος, ήταν ανάλογη προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς ή αν έθιγε την ίδια την ουσία του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος στη δικαιοσύνη, όπως εγγυάται το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης.
- ii) Αναλογικότητα του περιορισμού
α)Επί της απορρίψεως του τρίτου λόγου αναίρεσης
- Μολονότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αμφισβητήσει τη νομική συλλογιστική που ακολούθησε το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο κατά την ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι, κατά την εφαρμογή δικονομικών κανόνων, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να αποφεύγουν την υπερβολική τυπολατρία που μπορεί να αντιβαίνει στην απαίτηση εξασφάλισης πρακτικού και αποτελεσματικού δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο προσφεύγων, κατά την προβολή του τρίτου λόγου για την άσκηση αναίρεσης, έθεσε το ζήτημα ότι το εθνικό δίκαιο, όπως εφαρμόστηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο σε σχέση με την αξίωσή του, δεν ήταν επαρκώς προβλέψιμο και ακριβές όσον αφορά την έναρξη της προθεσμίας παραγραφής. Επικαλέστηκε το γεγονός ότι ακολούθησε την παρέλευση μιας «εύλογης περιόδου» – μια αφηρημένη έννοια που δημιούργησε αβεβαιότητα. Υποστήριξε ότι αυτό ήταν αντίθετο με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης και τα πορίσματα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ήταν αντίθετα με τις αποφάσεις Forminster Enterprises Limited, Ρεβελιώτηκαι Κοκκίνη (βλ. σκέψεις 17-18 και 21 ανωτέρω). Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως αβάσιμο, κρίνοντας ότι οι αναφερθείσες αποφάσεις «δεν [αφορούσαν] το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα επί του οποίου [είχε] αποφανθεί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου» (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω).
- Το Δικαστήριο παρατηρεί περαιτέρω ότι οι προαναφερθείσες υποθέσεις Κοκκίνης και Ρεβελιώτηαφορούσαν προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας λόγω του τρόπου με τον οποίο τα αρμόδια δικαστήρια είχαν ερμηνεύσει και εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο κατά τον καθορισμό της ημερομηνίας από την οποία οι προσφεύγοντες μπορούσαν να λάβουν αναδρομική καταβολή των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων. Η σχετική περίοδος θεωρήθηκε ότι ξεκίνησε από τη στιγμή που τα δικαστήρια είχαν αποφασίσει τελικά για τις υποθέσεις των προσφευγόντων και όχι από το πολύ προγενέστερο χρονικό σημείο κατά το οποίο οι διοικητικές αρχές είχαν απορρίψει παράνομα τα αιτήματα των προσφευγόντων για την καταβολή των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων. Το κριτήριο αυτό, το οποίο εξαρτούσε την καταβολή από τη δραστηριότητα των ίδιων των διοικητικών δικαστηρίων, φαινόταν τυχαίο και ικανό να οδηγήσει σε αντιφατικά και ανεπαρκώς αιτιολογημένα αποτελέσματα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το κράτος δικαίου – μία από τις θεμελιώδεις αρχές μιας δημοκρατικής κοινωνίας και εγγενής σε όλα τα άρθρα της Σύμβασης – απαιτεί το σημείο έναρξης ή λήξης των προθεσμιών παραγραφής να είναι σαφώς καθορισμένο και να συνδέεται με συγκεκριμένα και αντικειμενικά γεγονότα. Από την άλλη, όταν ο καθορισμός της ημερομηνίας από την οποία ένας διάδικος μπορεί να επιδιώξει τις αξιώσεις του εξαρτάται από «τυχαία, απρόβλεπτα γεγονότα εκτός της σφαίρας επιρροής του», οι επιταγές του κράτους δικαίου είναι δύσκολο να ικανοποιηθούν (βλ. προαναφερθείσες υποθέσεις Κοκκίνης, § 34, και Ρεβελιώτη, § 32).
- Δεν απόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει το βάσιμο του υπό κρίση λόγου αναίρεσης. Εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να αποφανθούν επί τέτοιων ζητημάτων. Το Δικαστήριο περιορίζεται στην παρατήρηση ότι δεν είναι αναγκαίο να διενεργηθεί τέτοια εξέταση προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί – ιδίως εκείνοι που αφορούν τις αποφάσεις του Δικαστηρίου που παραθέτει ο προσφεύγων – ήταν εν πάση περιπτώσει λυσιτελείς (βλ. mutatis mutandis, Nikolay Genov κατά Βουλγαρίας της 13.07.2017, αριθ. 7202/09, § 29 και Ruiz Torija κατάΙσπανίας της 9 Δεκεμβρίου 1994, § 30, σειρά A αριθ. 303-Α). Σύμφωνα με το άρθρο 91 του Ν. 2362/1995, η πενταετής προθεσμία παραγραφής αξίωσης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση αυτή και κατέστη απαιτητή ενώπιον των δικαστηρίων (βλ. σκέψη 33 ανωτέρω). Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η αξίωση αποζημίωσης του προσφεύγοντος είχε προκύψει – ελλείψει ειδικής διάταξης για περιπτώσεις όπως η παρούσα υπόθεση – μετά την παρέλευση «εύλογου χρονικού διαστήματος» από την επιβολή του προαναφερθέντος περιοριστικού μέτρου (βλ. σκέψεις 11-12 ανωτέρω). Προφανώς, αυτή η «εύλογη προθεσμία» μετά την οποία θεωρήθηκε ότι γεννήθηκε η αξίωση άσκησε επιρροή στην έναρξη της προθεσμίας παραγραφής. Η ακριβής διάρκεια αυτής της «εύλογης προθεσμίας» δεν προβλεπόταν σε καμία νομική διάταξη, αλλά προβλεπόταν δικαστικά σε πέντε έτη. Θα μπορούσε ευλόγως να αποτελέσει αντικείμενο διαφορετικών ερμηνειών. Από την άλλη, οι προαναφερθείσες υποθέσεις Κοκκίνης και Ρεβελιώτη αφορούσαν κατ’ ουσίαν το ίδιο νομικό ζήτημα, καθόσον αφορούσαν την ανάγκη να καθοριστεί σαφώς το σημείο έναρξης των προθεσμιών παραγραφής και να συνδεθεί με συγκεκριμένα και αντικειμενικά πραγματικά περιστατικά αντί να εξαρτάται από τυχαία, απρόβλεπτα γεγονότα – ακόμη και αν το Δικαστήριο είχε αποφανθεί επί διαφορετικών ειδών αξιώσεων και καταστάσεων στις υποθέσεις αυτές.
- Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε τον τρίτο λόγο αναίρεσης του προσφεύγοντος, περιοριζόμενο να επισημάνει, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις, ότι οι επικαλούμενες αποφάσεις «δεν αφορούσαν το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα επί του οποίου είχε αποφανθεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο». Παρά τις ιδιαιτερότητες της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθούν οι αναιρεσείοντες ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου ως ακυρωτικού δικαστηρίου, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνοχή της νομολογίας και η δυνατότητα επιβολής αυστηρότερων προϋποθέσεων για να κηρυχθεί παραδεκτή μία αίτηση αναίρεσης (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Παπαϊωάννου, § 49), η προσφυγή σε προϋπόθεση που απορρέει από τη νομολογία όσον αφορά τις προϋποθέσεις παραδεκτού μιας αίτησης αναίρεσης θα απαιτούσε επαρκή αιτιολογία (βλ. mutatis mutandis, Tourisme d’affaires κατά Γαλλίας της 16.02.2012, αρ. 17814/10, § 30).
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν διευκρίνισε πρακτικά γιατί θεώρησε ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου δεν αφορούσαν το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό που αφορά η παρούσα υπόθεση, και αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο ενόψει της απαίτησης ότι τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή και αυστηρότητα υποθέσεις που αφορούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που εγγυάται η Σύμβαση ή τα Πρωτόκολλά της (βλ. για παράδειγμα, Paun Jovanović κατά Σερβίας της 07.02.2023, αρ. 41394/15, § 108 και Wagner και J.M.W.L. κατά Λουξεμβούργου της 28.06.2007, αρ. 76240/01, § 96). Εν προκειμένω, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ο προσφεύγων υποστήριξε ρητά ότι οι διαπιστώσεις του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ήταν αντίθετες με τη νομολογία του Δικαστηρίου και παραβίαζαν το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
- Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο εφάρμοσε με συνέπεια την πάγια και γνωστή νομολογία του και ότι η έννοια της επίμαχης απαίτησης είχε αποσαφηνιστεί. Ωστόσο, δεν διευκρίνισε πώς ο προσφεύγων αναμενόταν να έχει εντοπίσει τη νομολογία σχετικά με το ίδιο νομικό ζήτημα όταν οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, και κυρίως, των διοικητικών δικαστηρίων, δεν δημοσιεύθηκαν σε κανένα επίσημο έντυπο ή σε καμία προσβάσιμη βάση δεδομένων, στην οποία ο προσφεύγων ή ο δικηγόρος του είχε πρόσβαση. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ερμηνεύοντας την επίμαχη απαίτηση χωρίς να λάβει υπόψη τα πρακτικά εμπόδια που αντιμετώπισε ο προσφεύγων όσον αφορά την πρόσβαση στην εγχώρια νομολογία, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο υιοθέτησε μια τυπολατρική προσέγγιση κατά την εφαρμογή των διαδικαστικών απαιτήσεων και κατά τον τρόπο με τον οποίο απέρριψε τον τρίτο λόγο αναίρεσης του προσφεύγοντος. Η προσέγγιση αυτή δεν αποδείχθηκε αναγκαία για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου ή την ορθή απονομής της δικαιοσύνης και πρέπει να θεωρηθεί υπερβολικά τυπολατρική (βλ. για παράδειγμα, απόφαση Xavier Lucas κατά Επιτροπής κατά Γαλλίας της 09.06.2022, αρ. 15567/20, § 57).
- Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο φόρτος εργασίας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου ήταν πιθανόν να προκαλέσει δυσχέρειες στη συνήθη λειτουργία της επεξεργασίας των αιτήσεων αναίρεσης, το γεγονός παραμένει ότι οι περιορισμοί στην πρόσβαση στα ακυρωτικά δικαστήρια δεν μπορούν να περιορίζουν, μέσω μιας υπερβολικά τυπολατρικής ερμηνείας, το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο κατά τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό ώστε το δικαίωμα αυτό να προσβάλλεται ως προς την ίδια του την ουσία (βλ. Zubac, ό.π., § 98, Succi κ.α. κατά Ιταλίας της 28.10.2021, αριθ. 55064/11και 2 κ.α., § 81, Vermeersch κατά Βελγίου της 16.02.2021, αριθ. 49652/10, § 79, Ευστρατίου κ.α. κατά Ελλάδας της 19.11.2020, αρ. 53221/14, § 43 και Trevisanato, ό.π., § 38).
- Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να συμπεράνει ότι η απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου να απορρίψει τον τρίτο λόγο αναίρεσης του προσφεύγοντος, επειδή έκρινε ότι οι αποφάσεις του επικαλούμενου Δικαστηρίου δεν αφορούσαν το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα επί του οποίου είχε αποφανθεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ισοδυναμούσε με υπερβολικό φορμαλισμό και εμπόδισε τον προσφεύγοντα να εξετάσει το δικαστήριο την ουσία των αιτημάτων του.
β) Επί της απορρίψεως του πρώτου λόγου αναίρεσης
- Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 53, παρ. 3, του ΠΔ με αριθ. 18/1989, «Η αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από το διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας […]». (βλ. σκέψη 35 ανωτέρω). Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο είχε διευκρινίσει στη νομολογία του ότι οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβάλλονται με συγκεκριμένο τρόπο και ότι ένας λακωνικός ισχυρισμός σχετικά με την παντελή έλλειψη σχετικής νομολογίας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου χωρίς συγκεκριμένο προσδιορισμό του νομικού ζητήματος στο οποίο αναφέρθηκε ήταν αόριστος και ανεπαρκής. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο ισχυριμσός του αναιρεσείοντος προς στήριξη του παραδεκτού αίτησης αναίρεσης για έλλειψη νομολογίας εν γένει έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός αυτόε δεν προσδιόριζε αυτοτελώς και επακριβώς το προβαλλόμενο νομικό ζήτημα και τη λυσιτέλειά του για την επίλυση της διαφοράς (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω).
- Εν προκειμένω, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αιτιολόγησε την απόρριψη των ισχυρισμών του προσφεύγοντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπολόγισε εσφαλμένα την προθεσμία παραγραφής και κατά παράβαση της υφιστάμενης νομολογίας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου. Έκρινε ότι η προαναφερθείσα απόφαση με αριθ. 749/2011 αφορούσε το ζήτημα της παραγραφής αξίωσης αποζημίωσης στηριζόμενης στην αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου και όχι το επίμαχο νομικό ζήτημα σχετικά με το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας παραγραφής της αξίωσης αποζημίωσης βάσει του άρθρου 24 § 6 του Συντάγματος (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω). Επιπλέον, έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν είχε εφαρμόσει τις διατάξεις του Ν. 261/1968 περί της «εύλογης προθεσμίας» ανακλησης διοικητικών αποφάσεων. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν έκρινε σχετικές τις άλλες αποφάσεις που επικαλέστηκε ο προσφεύγων, οι οποίες αφορούσαν το ζήτημα αν μια περίοδος μεγαλύτερη των πέντε ετών μπορούσε να θεωρηθεί «εύλογη» όσον αφορά την ανάκληση διοικητικών αποφάσεων.
- Ταυτοχρόνως, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν απάντησε στον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι οι ισχυρισμοί της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας παραγραφής και τη διάρκεια της «εύλογης προθεσμίας» ήταν εσφαλμένοι και ότι, επικουρικώς, δεν υπήρχε νομολογία επί των εν λόγω νομικών ζητημάτων. Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, το ζήτημα αυτό ήταν καθοριστικό για την απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου σχετικά με το αν θα δεχθεί ή όχι την αίτηση αναίρεσης του προσφεύγοντος και θα αποφανθεί επί της ουσίας και απαιτούσε συγκεκριμένη και ρητή απάντηση. Ελλείψει τέτοιας απαντήσεως, είναι αδύνατον να εξακριβωθεί αν το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απλώς αμέλησε να εξετάσει την αιτίαση ή αν την απέρριψε κατά την εξέτασή της και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, για ποιους λόγους(βλ. Hiro Balani κατά Ισπανίας της 9 Δεκεμβρίου 1994, § 28, σειρά A αριθ. 303-Β).
- Το Δικαστήριο επισημαίνει, ειδικότερα, ότι ο προσφεύγων αναφέρθηκε ρητά, κατά την προβολή του παραδεκτού του πρώτου λόγου αναίρεσης, στην έλλειψη σχετικής νομολογίας βάσει της οποίας να μπορεί να συναχθεί ότι η προθεσμία παραγραφής της αξίωσής του αποζημίωσης άρχισε μετά την παρέλευση «εύλογης προθεσμίας» και στη διαπίστωση ότι πέντε έτη πρέπει να είναι η διάρκεια αυτής της «εύλογης προθεσμίας» (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω). Αναφέρθηκε επίσης, κατά την ανάπτυξη του τρίτου λόγου αναίρεσης, σε αυτή την προβαλλόμενη έλλειψη επαρκώς προσιτής νομολογίας όσον αφορά τον καθορισμό του τι συνιστά «εύλογη προθεσμία» («όπως θα αναφερόταν ιδίως στο σχετικό τμήμα για το παραδεκτό» – βλ. σκέψη 18 ανωτέρω). Το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει ότι ο προσφεύγων προσδιόρισε τα κρίσιμα νομικά ζητήματα που εγείρονται με τα επιχειρήματά του και τη σημασία τους για τη διαφορά του, δηλαδή το σημείο έναρξης της προθεσμίας παραγραφής όσον αφορά αξίωση αποζημίωσης βάσει του άρθρου 24 § 6 του Συντάγματος και τη διάρκεια της «εύλογης προθεσμίας». Θα περίμενε κανείς ευλόγως ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο θα τις εξέταζε. Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν δέχεται το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα ήταν τόσο ασαφείς και συγκεχυμένοι που δεν ήταν απαραίτητο για το δικαστήριο να τους παραπέμψει, καθώς μπορεί εύλογα να υποτεθεί ότι τα επιχειρήματα σχετικά με την έλλειψη νομολογίας διατυπώθηκαν με επαρκώς σαφή και ακριβή τρόπο (βλ. σκέψη 53 ανωτέρω).
- Ο προσφεύγων όφειλε να προσκομίσει νομολογία με την οποία ήταν αντίθετοι οι ισχυρισμοί της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή να επικαλεστεί την έλλειψη νομολογίας. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει εν προκειμένω ότι οι αποφάσεις που εξέδωσε η διοικητική δικαιοσύνη δεν δημοσιεύθηκαν σε κανένα επίσημο έντυπο ή προσβάσιμη βάση δεδομένων που να περιέχει το σύνολο της νομολογίας στην οποία είχε πρόσβαση ο προσφεύγων ή ο δικηγόρος του. Αυτό θα εμπόδιζε σημαντικά την ικανότητά του να βρει τη σχετική νομολογία, ακόμη και αν ο προσφεύγων είχε εκπροσωπηθεί από δικηγόρο. Το να θεωρηθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν διατυπώθηκε κατά τρόπο παραδεκτό και να αναμένεται ότι ο προσφεύγων θα έχει τεκμηριώσει περαιτέρω το επιχείρημά του ότι δεν υπήρχε σχετική νομολογία δεν είναι μόνο παράλογο, αλλά συνιστά και δυσανάλογη επιβάρυνση γι’ αυτόν.
- Το Δικαστήριο λαμβάνει περαιτέρω υπόψη το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι σκοπός της διάταξης περί παραδεκτού ήταν να καταστεί δυνατή η απόρριψη αναιρέσεων επι νομικών θεμάτων που είχαν ήδη επιλυθεί. Ωστόσο, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο δεν ισχυρίστηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το νομικό ζήτημα είχε ήδη επιλυθεί, επισημαίνοντας προηγούμενη νομολογία που θα είχε επίσης διαψεύσει τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος σχετικά με την έλλειψη σχετικής νομολογίας.
- Είναι σημαντικό να αιτιολογείται από το εθνικό δικαστήριο η εφαρμογή του εσωτερικού δικαίου, διότι έτσι μπορεί να ελεγχθεί ότι έχει επιτευχθεί «δίκαιη ισορροπία» μεταξύ, αφενός, της εύλογης μέριμνας για τη διασφάλιση της τήρησης των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την άσκηση αιτήσεως αναίρεσης και, αφετέρου, του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (βλ. Ghrenassia κατά Λουξεμβούργου της 07.12.2021, αρ. 27160/19, §§ 34-37). Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης και λαμβανομένης υπόψη της απόρριψης από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο των ισχυρισμών του προσφεύγοντος (κατά την υποβολή του πρώτου λόγου αναίρεσης) σχετικά με την υποτιθέμενη έλλειψη σχετικής νομολογίας, δεν αποδείχθηκε ότι τηρήθηκε δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, της θεμιτής μέριμνας του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου να διασφαλίζει την τήρηση των διαδικαστικών απαιτήσεων που διέπουν την άσκηση αίτησης αναίρεσης και, αφετέρου, του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο.
γ)Επί της απορρίψεως του δεύτερου λόγου αναίρεσης
- Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι ο νόμος δεν προέβλεπε σαφή και προκαθορισμένη προθεσμία παραγραφής βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Ως εκ τούτου, υποστήριξε ότι, όσον αφορά τη συγκεκριμένη αξίωσή του, έπρεπε να ισχύσει εικοσαετής προθεσμία παραγραφής. Επιπλέον, προς στήριξη του ισχυρισμού του ότι ο δεύτερος λόγος αναίρεσης ήταν παραδεκτός, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι: «Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, πρέπει να εφαρμοστεί αυτός που αναφέρθηκε αμέσως ανωτέρω» (βλ. σκέψεις 16-20 ανωτέρω). Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε τον λόγο απαράδεκτο, διότι δεν καθόρισε το νομικό ζήτημα κατά τρόπο ανεξάρτητο και ακριβή και τον τρόπο με τον οποίο το εν λόγω νομικό ζήτημα ήταν καθοριστικό για την επίλυση της επίμαχης διαφοράς.
- Το Δικαστήριο παραπέμπει στην απαίτηση που προβλέπει ο νόμος να προβάλλει ο αναιρεσείων συγκεκριμένα επιχειρήματα προς στήριξη του ισχυρισμού ότι δεν υφίσταται νομολογία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου ή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με τη σχετική νομολογία. Ο προσφεύγων δεν το έπραξε, αλλά περιορίστηκε να παραπέμψει αόριστα στις προηγούμενες παρατηρήσεις του, χωρίς να αναφέρει σε ποια επιχειρήματα και σε ποια νομολογία αναφερόταν. Λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσας απαίτησης και της απάντησης του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου σε σχέση με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης του προσφεύγοντος, η απόρριψη αυτού του λόγου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά υπερβολικά τυπολατρική απόφαση που εμπόδισε την εξέταση της αίτησης αναίρεσης του προσφεύγοντος (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Succi κ.λπ., §§ 102-05).
iii) Συμπέρασμα
- Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι i) η πολύ συσταλτική ερμηνεία από το δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναίρεσης όσον αφορά την πλήρωση της προϋπόθεσης κατά την οποία η επικαλούμενη νομολογία πρέπει να είναι αυτή που έχει διατυπωθεί για το ίδιο νομικό ζήτημα, ii) η απουσία οποιασδήποτε απάντησης από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο όσον αφορά τον πρώτο λόγο αναίρεσης του προσφεύγοντος και οι κρίσιμες παρατηρήσεις του προσφεύγοντος σχετικά με την έλλειψη σχετικής νομολογίας και iii) η έλλειψη προσβάσιμης συνολικής βάσης δεδομένων νομολογίας, απέκλεισαν την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Αυτό έθιξε την ίδια την ουσία του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο με σκοπό τον καθορισμό των αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του(βλ., για παράδειγμα, Ghrenassia, ό.π., § 37, Λούλη-Γεωργοπούλου κατά Ελλάδας της 16.03.2017, αρ. 22756/09, §§ 47-48 και Dumitru Gheorghe κατά Ρουμανίας της 12.04.2016, αριθ. 33883/06, § 34).
- Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η Κυβέρνηση στηρίχθηκε στην προπαρατεθείσα απόφαση Παπαϊωάννου, υποστηρίζοντας ότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού είχαν κριθεί συμβατές με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο (βλ. σκέψη 48 ανωτέρω). Σημειώνει ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει από εκείνη την υπόθεση στην οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης. Στην υπόθεση εκείνη, ο αναιρεσείων είχε υποστηρίξει στην αίτησή του αναίρεσης ότι η προϋπόθεση του παραδεκτού σχετικά με την αντίφαση μιας προσβαλλόμενης απόφασης με την υφιστάμενη νομολογία ήταν αντισυνταγματική, διότι αναγόρευε τη νομολογία σε πηγή δικαίου και, ως εκ τούτου, ήταν άκυρη.
Όσον αφορά την απαίτηση περί δήθεν έλλειψης νομολογίας, είχε υποστηρίξει ότι δεν υφίστατο νομολογία επί του υπό εξέταση ζητήματος. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του για μη συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις παραδεκτού, κρίνοντας ότι το ζήτημα της συμβατότητας των επίμαχων διατάξεων με το Σύνταγμα είχε ήδη επιβεβαιωθεί από πλούσια νομολογία. Όσον αφορά το επιχείρημα περί έλλειψης νομολογίας, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο εξέθεσε τους λόγους του και επισήμανε συγκεκριμένα στην απόφασή του ότι το επιχείρημα αυτό είχε διατυπωθεί καταφατικά και συνοπτικά και ότι δεν είχε διευκρινίσει το νομικό ζήτημα ως προς το οποίο υφίστατο έλλειψη νομολογίας.
- Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.
ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη.