Αριθμός 868/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 54/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αριστείδη Πελεκάνο, Αρτεμισία Παναγιώτου – Εισηγήτρια, Χρήστο Βρυνιώτη και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου, (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) Δ. Μ. του Α. και 2) Ν. Κ. του Λ., κατοίκων …, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αριστομένη Τζανετή, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1837/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης.
Mε πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Γ. Χ., 2) Ε. Κ., 3) Μ. Χ. και 4) Ν. Μ., άπαντες κάτοικοι …, που δεν παρέστησαν.
Το Τριμελές Εφετείο Λαρίσης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις υπ’ αριθμ. πρωτ. …/12.12.2016 και …/12.12.2016, αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον …/2017.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ’ και 3 ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Κατά το άρθρο 515 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία 30-1-2017 (δύο) και 2-2-2017 (δύο) αποδεικτικά επιδόσεως των Αρχι/κων του Α.Τ … Α. Δ. και Ε. Π. αντίστοιχα, οι πολιτικώς ενάγοντες της κρινόμενης υπόθεσης Γ. Χ., Μ. Χ., Ν. Μ. και Ε. Κ., με αναιρεσείοντες τους Δ. Μ. και Ν. Κ., κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να εμφανιστούν στην αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως αυτής συνεδρίαση, που είχε οριστεί για να συζητηθούν οι από 12-12-2016 αιτήσεις των ως άνω αναιρεσειόντων για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1837/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Λάρισας, πλην αυτοί κατά την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δεν εμφανίστηκαν. Ωστόσο η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει σα να ήταν και αυτοί παρόντες, κατά τα προεκτεθέντα.
Οι κρινόμενες από 12-12-2016 και με αριθμ. πρωτ. …/12-12-2016 και …/12-12-2016 αντίστοιχα, αιτήσεις της Δ. Μ. του Α. και του Ν. Κ. του Λ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1837/2016 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Λάρισας, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, είναι παραδεκτές και πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω, συνεκδικαζόμενες λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 302 παρ. 1 και 28 του ΠΚ, προκύπτει ότι για την θεμελίωση της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται πρόκληση θανατώσεως άλλου καθώς και η διαπίστωση αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτουμένη κατ” αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές συνθήκες, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, την συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη λογική, και αφετέρου ότι είχε την δυνατότητα με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή παράλειψη του. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια συνίσταται σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, για την θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ. Κατά την διάταξη αυτή, “όπου ο νόμος, για την ύπαρξη ορισμένης αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος”. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση, δηλαδή ειδική και όχι γενική (προς ενέργεια τείνουσα στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος), μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου, ή από σύμβαση ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Τέλος, όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων κατά τα λόγο της αμέλειας που επιδείχτηκε από αυτό και εφ” όσον, πάντως, το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα που επήλθε όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που άμεσα προκάλεσε το αποτέλεσμα και συνεπώς βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς αυτό. Αρκεί δε, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως (ΑΠ 36/16, ΑΠ 230/15). Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ’ αυτή τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά, που αποδείχτηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει και εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην αληθή έννοια του αλλά και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, διότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ’ είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων (ανωμοτί καταθέσεις πολιτικώς εναγόντων, ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, πρακτικά εκκαλουμένης απόφασης, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογίες κατηγορουμένων) δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι:
“Ο πρώτος κατηγορούμενος Ν. Κ. και η δεύτερη κατηγορουμένη Δ. Μ., συνιδιοκτήτες κατασκήνωσης με τον διακριτικό τίτλο “…” και συνδιαχειριστές της εκμεταλλεύτριας αυτής εταιρίας με την επωνυμία “… Ο.Ε” εκμεταλλευόταν και λειτουργούσαν παιδική κατασκήνωση σε ιδιόκτητο χώρο στην περιοχή του … μεταξύ του Δ.Δ. … του ομωνύμου Δήμου και του παραθαλασίου οικισμού … για παιδιά ηλικίας 6-16 ετών, δυνάμει της με αριθμό …/2000 άδειας ίδρυσης της Διεύθυνσης Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Λάρισας. Το έτος 2004 κατασκεύασαν εντός της κατασκήνωσης κολυμβητική δεξαμενή για τη λειτουργία της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό …14-1-2005 άδεια του Δήμου …, κατόπιν γνωμοδότησης της Διεύθυνσης Υγείας της Νομαρχίας, η οποία (άδεια) είχε διάρκεια ισχύος 5 ετών. Η πισίνα αυτή έχει κυμαινόμενο βάθος από 0,95 μ. έως 2,65 μ. καθαρή επιφάνεια 200 τ.μ. σύμφωνα δε με την κατασκευάστρια εταιρία ο ανώτατος αριθμός λουομένων ανέρχεται σε 68 άτομα. Υπεύθυνος λειτουργίας της πισίνας ορίσθηκε από το έτος 2004 ο πρώτος κατηγορούμενος. Η κατασκήνωση εποπτεύεται από την Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας, και μετά από αυτοψία τριμελούς επιτροπής εξέτασης καταλληλότητας ακινήτων για χορήγηση άδειας λειτουργίας παιδικών εξοχών και ιδιωτικών παιδικών σταθμών, εκδίδεται ετήσια άδεια λειτουργίας της από το τμήμα κοινωνικής αρωγής της Διεύθυνσης Κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και ήδη Περιφέρειας Λάρισας. Για το έτος 2009 οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, αφού υπέβαλαν τις καταστάσεις των στελεχών και των εγκαταστάσεων και τα λοιπά δικαιολογητικά στη διεύθυνση αυτή, ζήτησαν και έλαβαν από το τμήμα κοινωνικής αρωγής της διεύθυνσης κοινωνικής Πρόνοιας της Νομαρχίας Λάρισας την ετήσια άδεια λειτουργίας η οποία χορηγήθηκε με την με αριθμό πρωτ. …/15.6.2009 απόφαση του Νομάρχη. Σημειώνεται ότι η σχετική απόφαση του Νομάρχη στηρίχτηκε στο από 10.6.2009 πρακτικό αυτοψίας της τριμελούς επιτροπής εξέτασης καταλληλότητας, η οποία αποτελείτο κατά το έτος αυτό από τους κατηγορσυιιένους Ν. Π., μηχανικό, υπάλληλο της Διεύθυνσης Κοινωνικής Πρόνοιας, Μ. Τ., επόπτη δημόσιας υγείας, υπάλληλο της Διεύθυνσης Υγιεινής και Ε. Μ., διοικητική υπάλληλο του τμήματος παροχών κοινωνικών υπηρεσιών της Διεύθυνσης Κοινωνικής Πρόνοιας. Υπεύθυνος λειτουργίας της κατασκήνωσης και της πισίνας και για το έτος αυτό ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος Ν. Κ.. Η 19η Ιουνίου 2009 ήτοι την ημέρα που συνέβη το συμβάν, ήταν η πρώτη ημέρα λειτουργίας της κατασκήνωσης για την κατασκηνωτική περίοδο του έτους εκείνου. Η κατασκήνωση δεν είχε ακόμη επαρκή οργάνωση, πολλά ζητήματα. Οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, οι οποίοι είχαν ενεργό συμμετοχή στην διαχείριση και λειτουργία της κατασκήνωσης, παρόλο που τυγχάνουν επιχειρηματίες ασχολούμενοι με το αντικείμενο αυτό πολλά έτη και γνώριζαν τις ανάγκες σε έμψυχο υλικό, αλλά και σε υποδομές για την ασφαλή λειτουργία μίας κατασκήνωσης, δεν φρόντισαν να στελεχώσουν εγκαίρως και με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό την κατασκήνωση ώστε να διασφαλίσουν την ασφάλεια των κατασκηνωτών. Ειδικότερα, δεν φρόντισαν για την στελέχωση της κατασκήνωσης με άτομα έμπειρα στην φύλαξη και παρακολούθηση παιδιών κατά την διάρκεια της κατασκήνωσης, όρισαν δε ομαδάρχισσες ανήλικες, όπως την Β. Α., και βοηθό ομαδάρχη την Μ. Ν., οι οποίες ήταν ανήλικες και δεν είχαν ιδιαίτερη εμπειρία και εκπαίδευση για την φύλαξη παιδιών, χωρίς να τις εκπαιδεύσουν εκ των προτέρων, αρκούμενοι μόνο σε μικρή προηγούμενη εμπειρία των ιδίων ως κατασκηνώτριες ενώ όρισαν κοινοτάρχη την Δ. Μ., στην οποία ανέθεσαν την παροχή εντολών και οδηγιών στις ομαδάρχισσες, η οποία ήταν νοσοκόμα, και ήταν η πρώτη φορά που εργαζόταν σε κατασκήνωση. Εκτός τούτου, δεν φρόντισαν να προσδιορίσουν σαφώς τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των λοιπών εργαζομένων στην κατασκήνωση, όπως του ναυαγοσώστη Θ. Μ. και του τετάρτου κατηγορουμένου Γ. Κ., με τους οποίους άλλωστε δεν συνήψαν καμία γραπτή σύμβαση ώστε να αναγράφονται οι υποχρεώσεις τους και το ωράριο εργασίας τους, προφανώς για φορολογικούς λόγους. Μάλιστα το όνομα του τετάρτου κατηγορουμένου, γυμναστή δεν αναφερόταν πουθενά στην κατάσταση στελεχών της κατασκήνωσης και την με αριθμό …/25-6-2009 βεβαίωση του τμήματος κοινωνικής αρωγής της νομαρχίας. Επίσης οι ως άνω κατηγορούμενοι, ο δε πρώτος κατηγορούμενος επιπρόσθετα με την ιδιότητα του ως υπεύθυνος πισίνας, δεν φρόντισαν να λάβουν όλα τα επιβεβλημένα και αναγκαία μέτρα ασφαλείας για την αποφυγή ατυχήματος κατά την χρήση πισίνας, που λειτουργούσε στην ως άνω κατασκήνωση, ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος πνιγμού ή τραυματισμού των λουομένων, ενώ είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτοι ως ιδιοκτήτες και διαχειριστές της κατασκήνωσης (αρθρ. 19 ΥΑ Π/443/1973) και συγκεκριμένα: Οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι παρέλειψαν” να πληροφορηθούν κατά την εγγραφή των παιδιών στην κατασκήνωση από τους γονείς και κηδεμόνες αυτών, εάν τα παιδιά τους έχουν και σε ποιο επίπεδο την ικανότητα κολύμβησης, ώστε να ξεχωρίσουν τα παιδιά ανάλογα με την ικανότητα αυτή, και να δημιουργήσουν ανάλογες κολυμβητικές ομάδες και ιδίως παρέλειψαν από κοινού και με τον τρίτο κατηγορούμενο Α. Ρ., τον οποίο είχαν ορίσει αρχηγό της κατασκήνωσης, να δώσουν σαφείς οδηγίες στις ομαδάρχισσες για τον τρόπο χρήσης της πισίνας, αρκούμενοι μόνο σε γενικές εντολές για το πλύσιμο των παιδιών προ της εισόδου σε αυτή. Εκτός τούτου, όπως αποδείχθηκε, ενώ σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας παιδικής εξοχής για το έτος αυτό (με αρ. πρωτ. …/15-6-2009) η δυναμικότητα ανά κατασκηνωτική περίοδο ήταν μέχρι 193 άτομα, ηλικίας 6-16 ετών και σε κάθε ομάδα (θάλαμο) έπρεπε να βρίσκονται μέχρι 10 παιδιά, εν τέλει με αποκλειστική υπαιτιότητα των δύο πρώτων κατηγορουμένων, προσήλθαν πολύ περισσότερα παιδιά, με αποτέλεσμα κάθε ομαδάρχισσα να είναι υπεύθυνη για 14 παιδιά αντί για 10, γεγονός που από μόνο του καθιστούσε πιο δύσκολο το έργο της και έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια των παιδιών. Την 19η Ιουνίου 2009 πρώτη μέρα κατασκηνωτικής περιόδου, όπως προαναφέρθηκε, από νωρίς το πρωί και μέχρι αργά το απόγευμα, ερχόταν στην κατασκήνωση τα λεωφορεία που μετέφεραν τα παιδιά, τα οποία τακτοποιούμαι/ανά ηλικία και φύλο σε θαλάμους και ομάδες, όπως τα είχε ορίσει η δεύτερη κατηγορουμένη σε συνεργασία με τη γραμματεία της κατασκήνωσης, το δε προσωπικό της κατασκήνωσης, μεταξύ των οποίων και οι τρίτος και τέταρτες των κατηγορουμένων ήταν ιδιαίτερα κουρασμένο, καθώς μετέφερε πράγματα και βοηθούσε τους κατασκηνωτές μέχρι αργά το μεσημέρι. Μετά τη μεσημεριανή ξεκούραση των παιδιών, όσο αυτή επήλθε, διότι μέχρι αργά το μεσημέρι ερχόταν ακόμη κατασκηνωτές, ο τρίτος κατηγορούμενος ως αρχηγός της κατασκήνωσης μετά από συνεννόηση και με τους πρώτους δύο κατηγορουμένους, και για λόγους που αφορούσαν την εν γένει υπολειτουργία της κατασκήνωσης, αφού άλλες δραστηριότητες δεν ήταν έτοιμες να λειτουργήσουν, αποφάσισαν να τροποποιήσουν το δηλωθέν στη Διεύθυνση Πρόνοιας και στους γονείς των παιδιών πρόγραμμα της κατασκήνωσης και να οδηγήσουν 5 ομάδες, αποτελούμενες από 14 παιδιά η καθεμία /ήτοι εν συνόλω 70 περίπου παιδιά με τις συνοδούς τους (ομαδάρχισσες και βοηθούς) 10 άτομα ακόμη, δηλαδή όλη την κοινότητα Α στην πισίνα, κατά παράβαση του ημερησίου προγράμματος κατασκήνωσης (αρθρ. 5 παρ. ιδ της ΥΑ 1277/1989). Αυτό συνέβη χωρίς κανείς από αυτούς να φροντίσει, αν και όφειλε να διασφαλίσει την ασφαλή χρήση της πισίνας εκ: μέρους των παιδιών, καθόσον τα οδήγησαν εκεί άνευ των δηλωθέντων προς τη Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας εποπτών ασφαλείας ναυαγοσώστων Θ. Μ. και Ε. Λ. και ανέθεσαν έργο επόπτη ασφαλείας στον Γ. Κ., ενώ γνώριζαν ότι αυτός δεν κατείχε δίπλωμα ή σχετικό πιστοποιητικό στη χρήση τεχνητής αναπνοής ως και. την εφαρμογή άλλων μέτρων ανανήψεως, ήτοι του ανέθεσαν χρέη επόπτη της πισίνας κατά παράβαση του άρθρο 21 παρ.3 σε συνδυασμό με το άρθρο 19 ΥΑ Π/443/1973. Γνώριζαν μάλιστα και οι τρεις ότι ο δηλωθείς ως ναυαγοσώστης Θ. Μ. δεν είχε ακόμη προσέλθει στην κατασκήνωση, διότι ήταν ακόμη η πρώτη κατασκηνωτική ημέρα της περιόδου και δεν είχαν έλθει ακόμη όλα τα στελέχη αυτής .όταν δε ανέθεσαν το έργο αυτό στον τέταρτο κατηγορούμενο, του έδωσαν μία χαλασμένη “ντουντούκα” στην οποία δεν λειτουργούσε η φωνή παρά μόνο η κόρνα, για να επιβλέπει με αυτή τα παιδιά και του ζήτησαν να αναλάβει την παρακολούθηση τους στην πισίνα, λέγοντας του ότι σύντομα θα ερχόταν να τον βοηθήσει και ο ναυαγοσώστης Θ. Μ.. Κατόπιν τούτου, ο πρώτος κατηγορούμενος φρόντισε να αποστείλει τα κλειδιά της πόρτας της περίφραξης και ο τέταρτος κατηγορούμενος από κοινού με τις ομαδάρχισσες των παιδιών και την Δ. Μ. οδήγησαν τα παιδιά στην πισίνα και επέτρεψαν την χρήση αυτής από τα παιδιά. Κανένας από τους τρεις πρώτους κατηγορουμένους, αλλά ούτε και ο τέταρτος κατηγορούμενος, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη των παιδιών, ενώ γνώριζε ότι δεν είχε τα απαιτούμενα από το νόμο προσόντα, δεν φρόντισαν να ενημερωθούν εκ των προτέρων ούτε κατά την εγγραφή των παιδιών, αλλά ούτε και την ημέρα εκείνη, εάν αυτά είναι σε θέση και έχουν την ικανότητα να κολυμπούν σε πισίνα, ενώ χωρίς να ενημερώσουν ειδικά τις ομαδάρχισσες για τους κινδύνους που εγκυμονεί η δραστηριότητα αυτή οδήγησαν τα παιδιά εκεί κατά την πρώτη ημέρα της κατασκηνωτικής περιόδου, ήτοι ημέρα κατά την οποία οι ομαδάρχισσες ακόμη δεν είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τα παιδιά των οποίων έχουν την εποπτεία, αλλά και τα παιδιά δεν γνωρίζουν που να απευθυνθούν σε περίπτωση προβλήματος ή ατυχήματος. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην ομαδάρχισσα Β. Α., όπως και σε άλλες ομαδάρχισσες, δεν δόθηκαν καν βασικές οδηγίες από την προηγούμενη ημέρα, καθόσον επιλέχθηκαν από τους δύο πρώτους, κατηγορουμένους να συνοδεύσουν τα παιδιά με τα λεωφορεία που θα τα οδηγούσαν στην κατασκήνωση από το σημείο εκκίνησης των παιδιών στην Λάρισα και συνεπώς έφτασαν και οι ίδιες αργά το μεσημέρι και ανέλαβαν τα καθήκοντα τους. Ο τέταρτος των κατηγορουμένων Γ. Κ., ο οποίος δεν είχε σαφείς αρμοδιότητες στην κατασκήνωση, αφού ουδέποτε δηλώθηκαν αυτές στην εποπτεύουσα αρχή και ο οποίος, όπως αποδείχθηκε, συμμετείχε και σε προγενέστερες κατασκηνωτικές περιόδους ως γυμναστής σε πλείστες αθλητικές δραστηριότητας (στα κανό, στην θάλασσα μαζί με το ναυαγοσώστη, στην πισίνα σε παλαιότερα έτη, στα γήπεδα κλπ), δεν αντέδρασε στο έργο που του ανατέθηκε αν και γνώριζε λόγω της εμπειρίας του από προηγούμενα έτη, ότι θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να το διεκπεραιώσει λόγω των πολλών παιδιών και προσπάθησε να δώσει κάποιες ανεπαρκείς, όπως αποδείχθηκε, οδηγίες στα παιδιά και τις ομαδάρχισσες. Για να μην διαταράξει με υπαιτιότητα του το πρόγραμμα της κατασκήνωσης, επέτρεψε σε όλα τα παιδιά να εισέλθουν ταυτόχρονα στο νερό μαζί με τις ομαδάρχισσες και τις βοηθούς αυτών δίνοντας τα οδηγίες να στέκονται μόνο όπου πατάνε. Επέτρεψε να κολυμπούν στα βαθιά μόνο παιδιά που του δήλωσαν ότι πηγαίνουν στο κολυμβητήριο και συνέστησε σε όλα τα παιδιά να μπουν από το αβαθές μέρος της πισίνας και να παραμείνουν εκεί και στις ομαδάρχισσες να τα προσέχουν εκεί και να βρίσκονται γύρω τους. Ο ίδιος κρατώντας την “ντουντούκα” στα χέρια περιφερόταν συνεχώς έξω από την πισίνα, προσπαθώντας να επιτηρήσει τα 70 παιδιά που μαζί με τις ομαδάρχισσες και τις βοηθούς αυτών εισήλθαν στην πισίνα, ενώ βέβαιο είναι ότι το έργο του αυτό ήταν ιδιαίτερα δύσκολο λόγω του ενθουσιασμού που διακατέχει τα παιδιά λόγω της πρώτης ημέρα της συμμετοχής τους σε κατασκήνωση αλλά και του ενθουσιασμού τους για την είσοδο τους σε πισίνα. Η Β. Α., ομαδάρχισσα, δεν μπήκε εκείνη την ημέρα στην πισίνα, όπως κατέθεσε η ίδια, εξεταζόμενη ως μάρτυρας, ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, με αποτέλεσμα εντός της κολυμβητής δεξαμενής την ημέρα εκείνη να προσέχει τα 14 παιδιά της αρμοδιότητας της μόνο η βοηθός ομαδάρχη κα Ν.. Κανένας εκ των παρευρισκόμενων δεν φρόντισε να κάνει κλοιό στον οποίο να περικλείσει τα παιδιά, όπως συνηθίζεται σε κατασκηνώσεις σε όμοιες περιπτώσεις. Ήδη, και οι τέσσερεις πρώτοι κατηγορούμενοι, με βάση την εμπειρία του ο καθένας, γνώριζαν ότι υπήρχε κίνδυνος για τα παιδιά την ημέρα και ώρα εκείνη, καθόσον επέτρεψαν την είσοδο 7ο παιδιών, που φωνάζουν και είναι ενθουσιασμένα ως είναι φυσικό στην πισίνα, ταυτόχρονα, τα οποία κολυμπούσαν συνωστισμένα, σύμφωνα με τις οδηγίες των ιδίων, στο αβαθές μέρος της πισίνας, χωρίς να τους δώσουν καμία άλλη “οδηγία για τον τρόπο κολύμβησης σε πισίνα. γνωρίζοντας ότι είναι αδύνατο να τα ελέγξουν με ασφάλεια, αλλά πιστεύοντας ότι -είναι σε θέση να το πράξουν αυτό ο τέταρτος κατηγορούμενος και οι 8 συνοδοί των παιδιών (ομαδάρχισσες και βοηθοί). Ο αριθμός αυτός των λουομένων την ημέρα εκείνη στην πισίνα, ήταν ήδη μεγαλύτερος αυτού των 71 ατόμων, τα οποία ορίζονται στο άρθρο 5 της Γ1/44/1973 υγειονομικής διάταξης, για πισίνα διαστάσεων ομοίων με την συγκεκριμένη πισίνα, όμως επισημαίνεται, ότι ο αριθμός αυτός αφορά ενήλικα άτομα, τα οποία κολυμπούν σε όλο το μήκος και πλάτος της πισίνας, και όχι ανήλικα άτομα ηλικίας 6-10 ετών. όπως ήταν εν προκειμένω οι κατασκηνωτές, οι οποίοι συνωστίσθηκαν όλοι στο αβαθές σημείο της πισίνας φωνάζοντας με ενθουσιασμό και κάνοντας εν γένει φασαρία λόγω της χαράς τους για την συμμετοχή τους στην κατασκήνωση και στη δραστηριότητα της κολύμβησης. Εκτός αυτού αποδείχθηκε ότι η πισίνα είχε και άλλα λειτουργικά προβλήματα για τα οποία ευθύνονται οι πρώτοι δύο κατηγορούμενοι συνδιαχειριστές της εκμεταλλεύτριας της κατασκήνωσης εταιρίας και ο πρώτος επιπλέον και ως υπεύθυνος λειτουργίας της, αφού αυτοί επέτρεψαν την λειτουργία της δεξαμενής χωρίς να έχουν φροντίσει για την συντήρηση της σκάλας εξόδου που υπήρχε στο βαθύ σημείο της πισίνας, με αποτέλεσμα να λείπουν οι κλίμακες ανόδου, οι χειρολαβές της να μην είναι σταθερές και να ανοίγουν διάπλατα προκαλώντας έλλειψη ισορροπίας των κολυμβητών, δεν μερίμνησαν να αναρτήσουν σε εμφανές σημείο της δεξαμενής πινακίδες με οδηγίες λούσεως και κανόνες για την ορθή χρήση της δεξαμενής και τους ισχύοντες κανονισμούς ασφαλείας (αρθρ. 23 της Υ Α Π/443/1973), “δεν μερίμνησαν για την ύπαρξη στον πυθμένα της πισίνας χαρασσόμενης γραμμής ασφαλείας που να διαχωρίζει το τμήμα της δεξαμενής με βάρος 0,89 μ. από το υπόλοιπο βαθύ τμήμα της δεξαμενής (αρθρ. 4 της ΥΑ Γ 1/443/1973), δεν μερίμνησαν για την αναγραφή του βάθους των 1.50 μ. σε καμία από τις πλευρές των 30 μ. της δεξαμενής και για την σημείωση του βάρους του ύδατος στο βαθύτερο σημείο που είναι και το τέρμα της δεξαμενής (αρθρ. 4 της ΥΑ ΓΙ /443/1973) δεν μερίμνησαν για την διατήρηση της δεξαμενής με λεία επιφάνεια ευχερώς καθοριζόμενη, αλλά αντιθέτως έθεσαν αυτή σε λειτουργία, ενώ στερείτο πλήρως της υδατοστεγανότητας και της λείας επιφάνειας τόσο στα πλευρικά τοιχώματα όσο και στον πυθμένα της και ενώ σε πολλά σημεία υπήρχαν ρωγμές και αποκόλληση του αρχικού υλικού βαφής. Οι παραλείψεις αυτές αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων ενώπιον του δικαστηρίου και από την από 16-7-2009 και με αρ. πρωτ. … πραγματογνωμοσύνη της κολυμβητικής δεξαμενής των διορισθέντων από το Τεχνικό Επιμελητήριο Λάρισας πραγματογνωμόνων Α. Π. και Ε. Π., η οποία συντάχθηκε κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης. Εκτός τούτου οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι δεν φρόντισαν για τον καλό καθαρισμό της πισίνας, προ της εισόδου των παιδιών σε αυτή ώστε το νερό της να είναι διαυγές, αλλά αντιθέτως η πισίνα όπως αποδείχθηκε ήταν βρώμικη εξαρχής και λόγω της αποκόλλησης του αρχικού υλικού βαφής το νερό της ήταν ήδη θολό όταν εισήλθαν τα παιδιά εντός αυτής. Μετά δε την είσοδο τόσων παιδιών στο αβαθές σημείο αυτής, και λόγω της παρόδου της ώρας και της φυσικής σκίασης από υφιστάμενα εκεί δέντρα, το νερό αυτής δεν ήταν διαυγές σε όλα τα σημεία της, με αποτέλεσμα να μην δύνανται ούτε οι ομαδάρχισσες και βοηθοί που ήταν μέσα στο νερό, αλλά ούτε και ο Γ. Κ. και οι ομαδάρχισσες και βοηθοί που στεκόταν εκτός νερού, να βλέπουν τα παιδιά που έκαναν βουτιές ή που πήγαιναν ακούσια ή εκούσια στο αβαθές τμήμα της πισίνας, κολυμπώντας κάτω από το νερό. Επίσης, οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι είχαν τοποθετήσει σε απόσταση 10.24 μ. από την νοτιοδυτική γωνία της δεξαμενής πάνω στον διάδρομο που βρίσκεται περιμετρικά της πισίνας, μία τσουλήθρα, η οποία κατά το ένα μέρος βρισκόταν εκτός κιγκλιδώματος και κατά το άλλο ακουμπούσε την πισίνα και είχε προβολή στην επιφάνεια του ύδατος 26,5 εκατοστά και η οποία έκλεινε το διάδρομο στο σημείο που βρισκόταν με αποτέλεσμα να εμποδίζεται ο λουόμενος, αλλά και ο επόπτης ασφαλείας να έχει ελεύθερη πρόσβαση από το βαθύ τμήμα της δεξαμενής στο αβαθές από την πλευρά που βρισκόταν η νεροτσουλήθρα. Μετά από μισή περίπου ώρα, κατά τις 6.30 κάποια παιδιά βγήκαν από την πισίνα και περιφερόταν στους διαδρόμους, ενώ άλλα πιανόταν από τα πλαϊνά τοιχώματα και στεκόταν εντός αυτής, ήταν δε ήδη αδύνατο στον τέταρτο των κατηγορουμένων να ασκεί επαρκή εποπτεία επ’ αυτών λόγω της διασποράς τους σε διάφορα σημεία και λόγω της θολότητας του νερού, η οποία προαναφέρθηκε. Επίσης αδύνατο ήταν όμως στα παιδιά να εντοπίσουν τον διαχωρισμό των βαθέων από τα αβαθή εν όψει και της θολότητας του νερού, αλλά και της έλλειψης σχετικής σήμανσης ή διαχωρισμού του βάθους, ενώ ήταν αδύνατο στις ομαδάρχισσες και βοηθούς να εντοπίσουν και να διακρίνουν τα παιδιά τα οποία είχαν υπό την εποπτεία τους. Τότε η ομαδάρχισσα της ομάδας Α2 Α. Σ., αντιλήφθηκε πηγαίνοντας περπατώντας με ένα παιδάκι της ομάδας προς τα βαθιά, κατόπιν υποδείξεως από αυτό, ότι ένα κοριτσάκι βρισκόταν στον πάτο της πισίνας. Χαρακτηριστικό του πόσο θολά ήταν τα νερά αυτής είναι το γεγονός ότι η ίδια δεν εντόπισε ευθύς αμέσως το κοριτσάκι αυτό, αλλά ούτε και το άλλο το οποίο βρισκόταν επίσης κοντά στον πάτο της πισίνας λίγα μέτρα πιο πέρα, αλλά ότι όταν βούτηξαν να εντοπίσουν το πρώτο κοριτσάκι και το ανέσυρε ο τέταρτος κατηγορούμενος τότε εντοπίστηκε και το άλλο. Τα κοριτσάκια αυτά ήταν οι δύο ανήλικες Χ. Χ. και Π. Μ., ηλικίας 9 ετών. Ήδη και οι δύο ανήλικες ήταν νεκρές και κάθε προσπάθεια ανάνηψης τους από την Α. Σ. και την ιατρό που έφτασε αμέσως απέβη άκαρπη. Το αξιοσημείωτο είναι ότι κανένας από τους παρευρισκόμενους δεν αντιλήφθηκε τι συνέβη ακριβώς και τι έκαναν οι ανήλικες έως το χρονικό σημείο της ανάσυρσής τους. Μόνο η μάρτυρας Μ. Δ. κατέθεσε ότι είχε δει τις ανήλικες να στέκονται ήσυχες στο αριστερό τμήμα της πισίνας, στα αβαθή κοντά στο σημείο που χωρίζεται αυτό με το βαθύ μέρος και κοντά στην άκρη της. Οι δύο ανήλικες, βρέθηκαν περίπου στο μέσο της πισίνας και πιο κοντά στα αβαθή νερά. Από αυτές, η Χ. δεν γνώριζε καλό κολύμπι, αφού μόλις την χρονιά εκείνη είχε μάθει να κολυμπάει χωρίς βοηθητικά μπρατσάκια και δεν είχε ξανακολυμπήσει ποτέ σε πισίνα με γλυκό νερό, ενώ η Π. γνώριζε κολύμπι χωρίς ωστόσο να έχει ιδιαίτερες κολυμβητικές ικανότητες. Κάποια στιγμή οι δύο ανήλικες ξέφυγαν στο αβαθές τμήμα της πισίνας στο βαθύ χωρίς να αντιληφθούν την διαφορά και ενδεχομένους, είτε κάνοντας βουτιά κάτω από το νερό, είτε κουρασμένες και μη γνωρίζοντας καλά κολύμπι, βούλιαξαν εντός αυτού και δεν κατόρθωσαν να βγουν στην επιφάνεια εγκαίρως, με αποτέλεσμα να εισπνεύσουν νερό και να εισρεύσει νερό στους πνεύμονες τους και να πνιγούν, ενώ λόγω των πολλών παιδιών της φασαρίας και της θολότητας του νερού δεν τις αντιλήφθηκε κανείς. Και οι δύο πέθαναν από πνιγμό και μάλιστα σύμφωνα με τις ιατροδικαστικές εκθέσεις της ιατροδικαστή Ρ. Λ., αλλά και την ενώπιον του Δικαστηρίου κατάθεση της, στο στομάχι της Χ. Χ. βρέθηκε νερό, γεγονός που οδηγεί στην εκτίμηση ότι αυτή έκανε προσπάθειες να βγει στην επιφάνεια του νερού και να γλιτώσει από τον πνιγμό, ενώ το στομάχι της Μ. Π. βρέθηκε κενό από νερό γεγονός το οποίο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πνίγηκε αμέσως χωρίς να προλάβει καν να κάνει κίνηση για να εξέλθει από το νερό. Σημειώνεται ότι όπως προκύπτει από τις σχετικές ιατροδικαστικές εκθέσεις νεκροψίας-νεκροτομής παρατηρήθηκαν κακώσεις στα σώματα των κοριτσιών οι οποίες ήταν του τύπου των εκδορών και των μικρών εκχυμώσεων. Οι κακώσεις αυτές εντοπίζονταν στη μεν Μ. στην οπίσθια επιφάνεια του κορμού, στη δε Χ. στην οπίσθια επιφάνεια του κορμιού και στα άκρα. Όπως κατέθεσε η ανωτέρω ιατροδικαστής τα συγκεκριμένα ευρήματα, συνδυαζόμενα με την αυτοψία του χώρου, συνηγορούν για κακώσεις οι οποίες προκλήθηκαν από την χαλασμένη σκάλα της πισίνας που υπάρχει στο βαθύτερο σημείο αυτής πλησίον του ντους και από την τραχεία επιφάνεια του τσιμέντου που υπήρχε στο τοίχωμα της πισίνας, δηλαδή της σκάλας εξόδου που υπήρχε στο βαθύ σημείο της πισίνας, από την οποία έλειπαν οι κλίμακες ανόδου, οι χειρολαβές της δεν ήταν σταθερές και άνοιγαν διάπλατα προκαλώντας έλλειψη ισορροπίας των κολυμβητών. Με βάση τα παραπάνω το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι όταν ανασύρθηκαν οι παθούσες ήταν ήδη νεκρές, γι’ αυτό και δεν υπάρχει περίπτωση οι παραπάνω κακώσεις να προκλήθηκαν από την ΚΑΡΠΑ, όπως υποστήριξε ο ιατρός καθηγητής της ιατροδικαστικής Θ. Β. (βλ. από …-2013 έγγραφο). Το ότι οι ανήλικες ξέφυγαν κάποια στιγμή από τα αβαθή, προκύπτει από τη θέση στην οποία βρέθηκαν πνιγμένες, ενώ δεν θα μπορούσαν να αντιληφθούν ότι είχαν περάσει τα αβαθή νερά, καθόσον δεν υπήρχε στην πισίνα ούτε διαχωριστική γραμμή προειδοποιητική γι’ αυτό, ούτε εμφανής αναγραφή του βάθους της πισίνας, αλλά ούτε και οποιαδήποτε εποπτεία επ’ αυτών από τις παριστάμενες ομαδάρχισσες, οι οποίες δεν γνώριζαν ακόμη όλα τα παιδιά. Λόγο δε της θολότητας των νερών, αλλά και του συνωστισμού, δεν τις εντόπισε εγκαίρως κανείς, αλλά ούτε και ο τέταρτος κατηγορούμενος, ο οποίος είχε αναλάβει τα καθήκοντα του επόπτη ασφαλείας την ημέρα εκείνη έστω και χωρίς να έχει τα απαιτούμενα από το νόμο τυπικά προσόντα. Βέβαιο είναι ότι. οι τέσσερεις πρώτοι κατηγορούμενοι με τις διαφοροποιήσεις που προαναφέρθηκαν ως προς την ειδικότερη ευθύνη του καθενός, παρέλειψαν να λάβουν αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο, οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι ως ιδιοκτήτες της κατασκήνωσης και οι δύο έτεροι κατηγορούμενοι ως συμβληθέντες με σύμβαση εργασίας μαζί τους, όλα τα μέτρα για την καλή λειτουργία και συντήρηση της ίδιας της κολυμβητικής δεξαμενής και την ασφαλή χρήση αυτής από τα παιδιά την ημέρα εκείνη. Λόγω της προηγούμενης εμπειρίας τους, ο καθένας, γνώριζαν τους κινδύνους από την λειτουργία της πισίνας κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, πίστεψαν απλώς ότι αυτοί δεν θα επέρχονταν και δεν θα συνέβαινε κάτι κακό στα παιδιά. Ο θάνατος των κοριτσιών δεν θα επερχόταν εάν δεν είχαν αυτά οδηγηθεί στην πισίνα την ημέρα εκείνη υπό συνθήκες πλήρους αποδιοργάνωσης, με ευθύνη και των τεσσάρων πρώτων κατηγορουμένων, εάν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι είχαν επιδείξει την δέουσα επιμέλεια και δεν είχαν επιτρέψει την λειτουργία της πισίνας με τις προαναφερθείσες ελλείψεις και ελάττωμα τα οποία καθιστούσαν από μόνα τους επικίνδυνη τη δεξαμενή (έλλειψη καθαριότητας, υδατοστεγανότητας, θολότητα νερού), με άτομα τα οποία δεν είχαν δυνατότητα να ασκούν την δέουσα εποπτεία, εντός πισίνας επί παιδιών τα οποία δεν γνώριζαν ακόμη (ανεπαρκείς ομαδάρχισσες), χωρίς την παρουσία επαρκούς προσωπικού για την ασφάλειά τους, χωρίς την παρουσία επόπτη ασφαλείας με μόνη την παρουσία του τετάρτου των κατηγορουμένων, ο οποίος κακώς ανέλαβε την ευθύνη να επιτηρεί τόσο μεγάλο αριθμό παιδιών την ημέρα εκείνη χωρίς να έχει τα προσόντα για την εγγύηση της ασφαλής χρήσης της πισίνας εκ μέρους τους και ο οποίος από αμέλεια του και αυτός δεν φρόντισε να διασφαλίσει την είσοδο και έξοδο των παιδιών από το νερό και την ασφαλή παραμονή τους στην πισίνα, λαμβάνοντας επιπλέον μέτρα ασφαλείας, ήτοι για παράδειγμα, την απαγόρευση εισόδου τόσων παιδιών στο νερό, αλλά και την παροχή εκτενούς ενημέρωσης για τους κινδύνους της χρήσης πισίνας σε όλους τους παρευρισκόμενους εκεί. Αμελής όμως ήταν και η συμπεριφορά του τρίτου κατηγορουμένου και αρχηγού της κατασκήνωσης εκτός όσων αναφέρθησαν και διότι, όπο3ς αποδείχθηκε, αυτός από κοινού με τον πρώτο κατηγορούμενο αποφάσισαν την αποστολή τόσων παιδιών στην πισίνα την πρώτη ημέρα της κατασκήνωση αλλά και διότι ο ίδιος μετέβη στην πισίνα γύρω στις 6.15 το απόγευμα της ίδιας ημέρας για να παραλάβει ένα παιδάκι, το οποίο χρειαζόταν φαρμακευτική αγωγή (λόγω επιληψίας) και ενώ διαπίστωσε την έλλειψη οργάνωσης των παιδιών την ώρα εκείνη και το χάος που επικρατούσε, θεώρησε ότι επαρκούσε για την επιτήρηση των παιδιών η παρουσία του τετάρτου κατηγορουμένου και των ομαδαρχισσών και βοηθών τους.
Κατόπιν αυτών οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή από υπόχρεους για το θάνατο των ανηλίκων Χ. Χ. και Π. Μ., όπως και πρωτοδίκως”.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες του ότι: “Στην περιοχή “… ” του Δήμου … Λάρισας, στις 19 Ιουνίου 2009, από συγκλίνουσα έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις, μπορούσαν και ήταν υποχρεωμένοι λόγω του επαγγέλματος τους να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσαν οι πράξεις και παραλείψεις τους και επέφεραν το θάνατο άλλων, είχαν δε λόγω της ιδιότητας τους, ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του πιο πάνω αποτελέσματος και συγκεκριμένα: Οι Ν. Κ. και Δ. Μ. με την ιδιότητα των συνιδιοκτητών κατασκήνωσης με τον διακριτικό τίτλο “…” και συνδιαχειριστές της εκμεταλλεύτριας ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “… Δ. Ο.Ε.”, ο δε Ν. Κ. και με την ιδιότητα του υπεύθυνου πισίνας ενώ είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο, δεν φρόντισαν να λάβουν όλα τα μέτρα ασφαλείας για την αποφυγή ατυχήματος κατά τη χρήση της πισίνας από τους κατασκηνωτές (άρθρο 19 ΥΑ Π/443/1973 ). Ειδικότερα: καίτοι εκ του άρθρου 21 της ΥγΔ Π/443/1973 είχαν υποχρέωση κατά την λειτουργία μικρής κολυμβητικής δεξαμενής χωρητικότητας 330 μ3, διαστάσεων 10μ. Χ 20μ.=200μ2 να προσλάβουν και να φροντίσουν να παρίσταται επόπτης ασφαλείας, επέτρεψαν κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία κατά παράβαση και του σχετικού ημερήσιου προγράμματος της κατασκήνωσης που όφειλαν να τηρούν με ακρίβεια (άρθρο 5 παρ. ιδ’ της ΥΑ 1277/1989), την λειτουργία αυτής άνευ των δηλωθέντων προς την Δ/νση κοινωνικής Πρόνοιας εποπτών ασφαλείας – ναυαγοσώστων Θ. Μ. και Ε. Λ., β) παρέλειψαν να ορίσουν ως επόπτη ασφαλείας των ανηλίκων λουομένων άτομο με απαιτούμενη από τον νόμο εμπειρία ήτοι ανέθεσαν έργο επόπτη ασφαλείας στον Γ. Κ. χωρίς αυτός να κατέχει δίπλωμα ή σχετικό πιστοποιητικό στη χρήση τεχνητής αναπνοής, ως και την εφαρμογή άλλων μέτρων ανανήψεως (άρθρο 21 παρ.3 σε συνδυασμό με άρθρο 19 ΥΑ Π/443/1973), χωρίς να γνωστοποιήσουν την πρόσληψη του στις αρχές, ενώ όρισαν ως ομαδάρχες σε κοινότητα της κατασκήνωσης άτομα που δεν πληρούσαν εκ του νόμου τις απαιτούμενες προϋποθέσεις ήτοι στη συγκεκριμένη περίπτωση, όρισαν ομαδάρχη των ανηλίκων Χ. Χ. και Π. Μ. που απεβίωσαν, την Β. Α. ηλικίας 17 ετών, η οποία ήταν ανήλικη και δεν προερχόταν από την σχολή εκπαίδευσης στελεχών παιδικών έξοχων (άρθρο 4 παρ.1 γ’ αρ.3 ΥΑ/1277/1989), επιπλέον δε της ανέθεσαν να επιβλέπει δεκατέσσερα παιδιά αντί για δέκα που προβλέπει ο νόμος (άρθρο 4 παρ. 1 αριθμ. 3 ΥΑ 1277/89). γ) παρέλειψαν να λάβουν όλα τα μέτρα για την καλή λειτουργία και συντήρηση απασών των εγκαταστάσεων της κολυμβητικής δεξαμενής ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος πνιγμού ή τραυματισμού των λουομένων (άρθρο 19 παρ. Ια’ ΥΑ Π/443/1973) και συγκεκριμένα ενώ σύμφωνα με τα προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας πρέπει “η κατασκευή, οι διάφορες εγκαταστάσεις και η λειτουργία των κολυμβητικών δεξαμενών να είναι τέτοια, ώστε να ελαττώνονται οι κίνδυνοι πνιγμού ή τραυματισμού των λουομένων εκ πτώσεων κ.λ.π. εις το ελάχιστον”, σε συνδυασμό με το ότι “οι βαθμίδες και οι κλίμακες διά την είσοδο και έξοδο των λουομένων εις την δεξαμενή πρέπει να κατασκευάζονται κατά τρόπον, ώστε οι κίνδυνοι ατυχημάτων να περιορίζονται εις το ελάχιστο, ενώ κανονικές κλίμακες μετά βαθμίδων ή κατακόρυφοι τοιαύται δέον να τοποθετούνται εις την μίαν, ή όλες τις πλευρές τόσον του αβαθούς όσον και του βαθέος τμήματος της δεξαμενής (άρθρο 23 παρ. 1 σε συνδυασμό με άρθρο 8 παρ. 1 της ΥΑ Π/443/1973) εν προκειμένω, επέτρεψαν την λειτουργία της προαναφερόμενης “πισίνας” χωρίς να έχουν προηγουμένως φροντίσει για τη συντήρηση της σκάλας εξόδου που υπάρχει στο βαθύ σημείο της πισίνας, με αποτέλεσμα να ελλείπουν σ’ αυτήν οι κλίμακες ανόδου, η δε χειρολαβές λόγω της ανωτέρω έλλειψης να μην είναι σταθερές και να ανοίγουν διάπλατα κατά την χρήση τους από τους κολυμβητές προκαλώντας τους έλλειψη ισορροπίας, δ) δεν μερίμνησαν να αναρτήσουν σε εμφανές σημείο της δεξαμενής πινακίδες με οδηγίες λούσεως και κανόνες για την ορθή χρήση της δεξαμενής και τους ισχύοντες κανονισμούς ασφαλείας, (άρθρο 23 της ΥΑ Π/443/1973) ε) Επίσης επέτρεψαν την λειτουργία της προαναφερόμενης πισίνας ενώ δεν υπήρχαν επαρκής αριθμός σωσιβίων αναρτημένων σε επίκαιρα σημεία εσωτερικής διαμέτρου μέχρι 40εκατοστά με προσδεδεμένο ισχυρό σχοινί μήκους τουλάχιστον ίσου με το μέγιστο της δεξαμενής, ούτε υπήρχε στον πυθμένα της δεξαμενής εμφανώς χαρασσόμενη γραμμή ασφαλείας που να διαχωρίζει το τμήμα της δεξαμενής με βάθος 0,89 από το υπόλοιπο βαθύ τμήμα της δεξαμενής, ούτε υπήρχε αναγραφόμενο το βάθος των 1,50 σε καμία από τις πλευρές των 20μ της δεξαμενής, ούτε σημειωνόταν το βάθος του ύδατος στο βαθύτερο σημείο που είναι και το τέρμα της δεξαμενής, ούτε η επιφάνεια της δεξαμενής ήταν λεία και ευχερώς καθοριζόμενη τόσο στα πλευρικά τοιχώματα όσο και στον πυθμένα της, στερούνταν υδατοστεγανότητας, ενώ σε πολλά σημεία της δεξαμενής υπήρχαν ρωγμές και αποκόλληση αρχικού υλικού βαφής. Επίσης η περιφερειακοί διάδρομοι της δεξαμενής δεν πληρούσαν το ελάχιστο πλάτος του 1,50 σε όλες τις πλευρές αλλά σε μια πλευρά περιοριζόταν σε 1,35μ. και 1,39μ., υπήρξε τοποθετημένη τσουλήθρα ή τοποθέτηση της οποίας δεν αναφέρεται στην τεχνική περιγραφή της κατασκευάστριας εταιρείας ούτε στην άδεια λειτουργίας της, υπήρχαν επικίνδυνα άγκιστρα για την διέλευση των λουομένων στους περιφερειακούς διαδρόμους, στις δύο μεγάλες πλευρές των 20.00μ της δεξαμενής σε οκτώ σημεία και σε απόσταση 0,44μ από το χείλος της, στην βορειοανατολική γωνία της δεξαμενής το στρογγυλεμένο κράσπεδο πλάτους 0.30μ στο χείλος της δεξαμενής ήταν σπασμένο με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί αιχμηρή επιφάνεια, στην Δυτική πλευρά κοντά στην τσουλήθρα υπήρχε ανισοϋψής ένωση του κράσπεδου των 0.30μ με την πλακόστρωση του διαδρόμου καθιστώντας επικίνδυνη την διέλευση των λουομένων, νοτιοδυτικά στην περίφραξη προς την πλευρά του βαθύ τμήματος της δεξαμενής υπήρχε ντους για χρήση ποδολουτήρα, το οποίο θα έπρεπε να βρίσκεται προς την πλευρά του αβαθούς της δεξαμενής για λόγους ασφαλείας των λουομένων πάνω στον περιφερειακό διάδρομο. Στ) Ακόμη, δεν φρόντισαν για τον καλό καθαρισμό της πισίνας, προ της εισόδου των παιδιών σε αυτή ώστε το νερό της να είναι διαυγές, αλλά αντιθέτως η πισίνα όπως αποδείχθηκε ήταν βρώμικη εξαρχής και λόγω της αποκόλλησης του αρχικού υλικού βαφής το νερό της ήταν ήδη θολό όταν εισήλθαν τα παιδιά εντός αυτής. Ζ) Παρέλειψαν να πληροφορηθούν κατά την εγγραφή των παιδιών στην κατασκήνωση από τους γονείς και κηδεμόνες αυτών, εάν τα παιδιά τους έχουν και σε ποιο επίπεδο την ικανότητα κολύμβησης, ώστε να ξεχωρίσουν τα παιδιά ανάλογα με την ικανότητα αυτή, και να δημιουργήσουν ανάλογες κολυμβητικές ομάδες και ιδίως παρέλειψαν από κοινού και με τον τρίτο κατηγορούμενο Α. Ρ. να δώσουν σαφείς οδηγίες στις ομαδάρχισσες για τον τρόπο χρήσης της πισίνας, αρκούμενοι μόνο σε γενικές εντολές για το πλύσιμο των παιδιών προ της εισόδου σε αυτή Η) επέτρεψαν την είσοδο στην πισίνα αριθμού λουομένων ανωτέρου του ανώτατου επιτρεπόμενου των 78 ατόμων που προέβλεπε η άδεια λειτουργίας και συγκεκριμένα επέτρεψαν την είσοδο σε ολόκληρη την κοινότητα Α με τους ομαδάρχες και βοηθούς και συνολικά σε 72 ανήλικα άτομα, πλέον τον ομαδαρχών, τα οποία συνωστίστηκαν στο αβαθές τμήμα της δεξαμενής. Ι) Επέτρεψαν την είσοδο στην πισίνα κατά την πρώτη ημέρα της κατασκηνωτικής περιόδου 72 ανήλικα άτομα της κοινότητας Α με τα οποία οι ομαδάρχες μόλις λίγες ώρες πριν σε πρώτη επαφή μαζί τους με αποτέλεσμα να μην τα γνωρίζουν καλά και να είναι ως εκ τούτου αδύνατη η συνεπής επιτήρηση τους από τους τελευταίους…………………………Αποτέλεσμα των ανωτέρω πράξεων και παραλείψεων των κατηγορουμένων ήταν να διαφύγουν της προσοχής του επόπτη ασφαλείας Γ. Κ., της ομαδάρχη Β. Α. και της βοηθού ομαδάρχη Μ. Ν., οι ανήλικες Χ. Χ. και Π. Μ., και κάποια στιγμή μετά την είσοδο τους στο νερό να βρεθούν περίπου στο μέσο της πισίνας και πιο κοντά στα αβαθή νερά χωρίς να το αντιληφθούν, με αποτέλεσμα είτε κάνοντας βουτιά κάτω από το νερό: είτε κουρασμένες και μη γνωρίζοντας καλά κολύμπι, να βουλιάξουν εντός αυτού, να μην κατορθώσουν να βγουν στην επιφάνεια εγκαίρως για να ζητήσουν βοήθεια, ή να κολυμπήσουν ως σημείο της πισίνας, στο οποίο να πατάνε και ακολούθως να εισπνεύσουν νερό, να εισρεύσει νερό στους πνεύμονες τους και να πνιγούν ευρισκόμενες εν τέλει στον πάτο της πισίνας”. Με αυτά, που δέχθηκε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σλ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιοποίνου πράξεως, για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,14, 15, 26 παρ. 1, 28, 94 παρ. 1 και 302 παρ. 1 του ΠΚ, που εφάρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις των αναιρεσειόντων: α) με κάθε λεπτομέρεια περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αμελή συμπεριφορά εκάστου αναιρεσείοντα, η οποία αποτελείται από προηγηθείσες παραλείψεις και ενέργειες, οι οποίες αναφέρονται αναλυτικά και εξειδικεύεται επακριβώς σε τι συνίστανται, β) το εξ αυτής επελθόν αποτέλεσμα, ήτοι ο πνιγμός των δύο ανηλίκων κοριτσιών Χ. Χ. και Π. Μ., ηλικίας αμφοτέρων 9 ετών, γ) προσδιορίζεται υπό ποία ιδιότητα ήσαν υπόχρεοι, έκαστος των αναιρεσειόντων, για τις αναφερόμενες επιβεβλημένες ενέργειες για τη λήψη όλων των μέτρων ασφαλείας προς αποφυγή ατυχήματος κατά τη χρήση της πισίνας από τους κατασκηνωτές και συγκεκριμένα υπό την ιδιότητα, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, των συνδιαχειριστών της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία “… Ο.Ε.” , εκμεταλλεύτριας της ένδικης κατασκήνωσης και εχόντων ενεργό συμμετοχή στη λειτουργία της, ιδιότητα η οποία σαφώς προσέδιδε σε καθέναν από αυτούς θέση εγγυητή της ασφάλειας του εννόμου αγαθού της υγείας και σωματικής ακεραιότητας των ανηλίκων κατασκηνωτών, αναδεχομένων έτσι εκουσίως την αποτροπή κινδύνων που το απειλούσαν ( ΑΠ 457/2015, ΑΠ 157/2013), ο δε δεύτερος αναιρεσείων (Ν. Κ.) και υπό την ιδιότητα του υπευθύνου της πισίνας, δ) αναφέρονται οι διατάξεις των ΥΑ από τις οποίες πήγαζε η ιδιαίτερη αυτή νομική τους υποχρέωση για τις επιβεβλημένες ενέργειες και τη λήψη των αναγκαίων μέτρων προς αποφυγή του ανωτέρω επελθόντος αποτελέσματος, ήτοι οι διατάξεις των άρθρων 19, 5, 4, 21 παρ. 1, 23 ΥΑ Π/443/1973, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 δ ΥΑ 1277/1989, ε) παρατίθενται όλα τα επί μέρους περιστατικά που αιτιολογούν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς των αναιρεσειόντων και του επελθόντος αποτελέσματος του πνιγμού των ανωτέρω δύο ανηλίκων στην πισίνα, ανεξαρτήτως της συγκλίνουσας αμέλειας και των λοιπών, μη διαδίκων εν προκειμένω, συγκατηγορουμένων τους, αφού, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η ευθύνη καθενός κρίνεται αυτοτελώς, αρκεί να συνδέεται, ως εν προκειμένω, αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα και στ) προσδιορίζεται το είδος της αμέλειας των αναιρεσειόντων, ήτοι αυτό της “μη συνειδητής”, όπως τούτο προκύπτει από το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού της προσβαλλομένης, που αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο, και την ειδικότερη αναφορά στο τελευταίο ότι οι αναιρεσείοντες “από συγκλίνουσα έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις, μπορούσαν και ήταν υποχρεωμένοι λόγω του επαγγέλματος τους να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσαν οι πράξεις και παραλείψεις τους και επέφεραν το θάνατο άλλων…”, εξ ων καθίσταται βέβαιο ότι το Δικαστήριο, ως προς το επελθόν αποτέλεσμα από την αμελή συμπεριφορά των αναιρεσειόντων, δέχεται τη μη συνειδητή αμέλεια τούτων, ενώ η αναφορά στο σκεπτικό ότι “οι τέσσερεις πρώτοι κατηγορούμενοι με βάση την εμπειρία του ο καθένας γνώριζαν ότι υπήρχε κίνδυνος για τα παιδιά την ημέρα και την ώρα εκείνη καθόσον επέτρεψαν την είσοδο 70 παιδιών στην πισίνα….γνωρίζοντας ότι είναι αδύνατον να τα ελέγξουν με ασφάλεια, αλλά πιστεύοντας ότι είναι σε θέση να το πράξουν αυτό ο τέταρτος κατηγορούμενος και οι οκτώ συνοδοί των παιδιών…”, δεν ενέχει παραδοχή περί ενσυνείδητης αμέλειας και άρα αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού, ως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, αφού δεν εκτίθεται περαιτέρω ότι συνεπεία της ως άνω γνώσεως προέβλεψαν ως δυνατό το συγκεκριμένο επελθόν αποτέλεσμα, αλλά πίστεψαν ότι θα το απέφευγαν. Περαιτέρω, αναφορικά με τις επιπλέον αιτιάσεις του δεύτερου αναιρεσείοντα Ν. Κ., ουδεμία αντίφαση υπάρχει στην προσβαλλομένη απόφαση ως προς τον αριθμό των λουομένων ανηλίκων και την υπέρβαση του επιτρεπομένου μέγιστου αριθμού των 78 ατόμων, αφού πέραν των 72 λουομένων ανηλίκων, κατά τις παραδοχές της απόφασης, εντός της πισίνας βρίσκονταν οι ομαδάρχες και οι βοηθοί τους, ήτοι 10 επιπλέον άτομα, ενώ οι αναφερόμενες στην απόφαση λειτουργικές-κατασκευαστικές πλημμέλειες της πισίνας, αφενός, κατά τις παραδοχές αυτής, συνέτειναν στο να μην είναι διαυγές το νερό, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο εντοπισμός των παιδιών, που κάνοντας βουτιές, βρίσκονταν εκούσια ή ακούσια, όπως οι θανούσες ανήλικες, κάτω από το νερό αλλά και ο εντοπισμός από τα ίδια τα παιδιά του διαχωρισμού μεταξύ βαθέων και αβαθών της πισίνας, αφετέρου δε εμπόδιζαν στο συγκεκριμένο σημείο όπου ευρίσκετο η τσουλήθρα την ελεύθερη πρόσβαση των λουομένων και του επόπτη ασφαλείας από το βαθύ στο αβαθές τμήμα της πισίνας και επομένως ορθά κρίθηκε ότι συνδέονταν αιτιωδώς με το επελθόν αποτέλεσμα. Επομένως, όλοι οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, λόγοι αναίρεσης αμφοτέρων των αναιρεσειόντων, με τους οποίους, υπό τις ανωτέρω ειδικότερες αιτιάσεις, πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι λοιπές περιλαμβανόμενες στους λόγους αυτούς αιτιάσεις του εκ των αναιρεσειόντων Ν. Κ., είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες καθόσον, υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά ταύτα, οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει ν’ απορριφθούν στο σύνολο τους και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 12-12-2016 και με αριθμ. πρωτ. …/12-12-2016 και …/12-12-2016 αντίστοιχα αιτήσεις της Δ. Μ. του Α. και του Ν. Κ. του Λ., κατοίκων αμφοτέρων …., οδός …, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1837/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Λάρισας.
Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Απριλίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Μαΐου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ