Για την αιτιολογία της απόφασης απαιτείται να περιγράφονται σε αυτή τα καθ’ έκαστα έγγραφα που πλαστογραφήθηκαν και η αξία που αντιπροσώπευε καθένα από αυτά. Ελαφρυντικές περιστάσεις. Για την αναγνώριση της ειλικρινούς μεταμέλειας η μετάνοια πρέπει να είναι ειλικρινής και όχι προσχηματική. Η έκφραση συγγνώμης, η μετά τη σύλληψη του υπαίτιου ομολογία του εγκλήματος ή η δι’ αυτής διευκόλυνση του έργου των αστυνομικών δεν θεμελιώνουν την ελαφρυντική αυτή περίσταση. Αναλόγως, για την αναγνώριση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη απαιτείται επί μακρόν επίδειξη θετικής συμπεριφοράς πέραν της συνήθους καλής και αναμενομένης και τούτο εφόσον αποδειχθούν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που καταδεικνύουν ειλικρινή μεταστροφή του δράστη. Απορρίπτεται ο ισχυρισμός για συνδρομή του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ , διότι ο κατηγορούμενος εξακολουθεί να αμφισβητεί τμήμα της βλάβης που προκάλεσε.
Αριθμός 880/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βάρκα, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Ελευθέριο Σισμανίδη και Γεώργιο Παπαγεωργίου – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουάριου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης ., κατοίκου Πυλαίας – Χορτιάτη – Πανοράματος Ν. Θεσσαλονίκης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Μπαλτά, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 76/2023 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την εταιρεία με την επωνυμία: «. – ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ», νομίμως εκπροσωπούμενη, που εδρεύει στη Μεταμόρφωση Αττικής, η οποία δεν παραστάθηκε.
Το Πενταμελές Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 08.05.2023 αίτησή της, η οποία ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης, ., έλαβε αριθμό ./2023 και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ./2023.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα έξοδα στην αναιρεσείουσα και την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.. Κατά τη διάταξη του άρθρου 512 παρ. 1 εδ. γ’ του ΚΠΔ, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-162 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, ενώ, κατά τη διάταξη της παρ. 3 εδ. α’ του ίδιου άρθρου, οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να είναι παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος απ’ αυτούς δεν εμφανίστηκε. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση αίτησης αναίρεσης στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου εμφανιστεί ο αναιρεσείων και δεν εμφανιστεί ο υποστηρίζων την κατηγορία, καίτοι αυτός κλητεύθηκε νόμιμα, η συζήτηση της υπόθεσης διεξάγεται σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την αναφερόμενη στο προεισαγωγικό της απόφασης αυτής δικάσιμο (21.2.2024) και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο έκθεμα, εμφανίστηκε και παραστάθηκε νόμιμα η αναιρεσείουσα. Αντίθετα, δεν παραστάθηκε και, συνεπώς, θεωρείται ως δικονομικώς απούσα, η υποστηρίζουσα την κατηγορία εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «. – ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» που εκπροσωπείται νόμιμα, καίτοι ο νόμιμος εκπρόσωπος της και η πληρεξούσια δικηγόρος της κλητεύθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά επίδοσης με ημεροχρονολογίες 19-1-2024 και 24-1-2024, που συντάχθηκαν αρμοδίως από τον ., Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και ., Επιμελήτρια της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, προς τον σύνοικο, ενήλικο, του νόμιμου εκπροσώπου της υποστηρίζουσας την κατηγορία . και. προς την δικηγόρο Παπαδοπούλου Ελένη του Ιωάννη, αντίστοιχα, να παραστεί δια συνηγόρου στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην προαναφερόμενη δικάσιμο, μετά την έκδοση της υπ’αρ. 1460/2023 απόφασης του Αρείου Πάγου με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της υπ’αρ. ./8.5.2023 έκθεσης για αναίρεση της υπ’ αρ. 76/8.2.2023 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Επομένως, αφού η υποστηρίζουσα την κατηγορία δεν εμφανίστηκε, καίτοι έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, πρέπει η συζήτηση της υπόθεσης να συνεχιστεί σαν να ήταν και αυτή παρούσα.
II. Η κρινόμενη, από 8.5.2023, δήλωση (αίτηση) της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, ., κατοίκου Δ. Πυλαίας – Χορτιάτη – Πανοράματος Ν. Θεσσαλονίκης (.), ήδη κρατούμενης στο Κατάστημα Κράτησης Γυναικείων Φυλακών Ελαιώνα, ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης . και συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. 13-08/05/2023 έκθεση για αναίρεση της υπ’ αρ.76/2023 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και καταδίκασε αυτήν (αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη), για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης και της πλαστογραφίας, αμφότερων σε κακουργηματική μορφή, σε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών για την πρώτη πράξη και πέντε (5) ετών για τη δεύτερη και συνολική ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών, υποχρεώθηκε δε να καταβάλει στην εδρεύουσα στην Μεταμόρφωση Αττικής Ε.Π.Ε. με την επωνυμία «. – ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ», που παρέστη στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση, ως πολιτικώς ενάγουσα – υποστηρίζουσα την κατηγορία – το ποσό των σαράντα πέντε ευρώ (45,00 ευρώ) για καθεμία από τις ως άνω δύο πράξεις, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ εικοσαήμερης προθεσμίας από τότε που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού τμήματος του ανωτέρω Δικαστηρίου, την 20.4.2023, είναι δε παραδεκτή (άρθρα 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3 και 474 παρ. 2Α, 4 του ΚΠΔ), καθόσον περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους, συνιστάμε νους σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης από το δικαστήριο που την εξέδωσε. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για την βασιμότητα των λόγων της.
III. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 του νέου ΠΚ, όπως ισχύει “1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ τιμωρείται με κάθειρξη ως δέκα έτη και χρηματική ποινή. 4. Αν οι πράξεις των παρ. 1 και 2 στρέφονται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και το συνολικό περιουσιακό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει συνολικά τις 120.000 ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες». Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του ταυτάριθμου άρθρου του προϊσχύσαντος Π.Κ. “1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίσταση. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 120.000 ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ”. Από την αντιπαραβολή των ως άνω διατάξεων προκύπτει, ότι ως προς την υπόσταση του σχετικού εγκλήματος η ευμενέστερη διάταξη είναι αυτή του από 1-7-2019 νέου Ποινικού Κώδικα σύμφωνα με διώκεται και τιμωρείται πλαστογραφίας μόνον ζημία υπερβαίνουν το σε βαθμό κακουργήματος η ισχύοντος την οποία πράξη της αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ποσό των 120.000 ευρώ, δοθέντος ότι απαλείφθηκαν οι επιβαρυντικές περιστάσεις της “Κατ’ επάγγελμα” και “Κατά συνήθεια” τέλεσης εφόσον και το συνολικό όφελος ή υπερέβαιναν το ποσό των 30.000 ευρώ, αυτής, με τις οποίες, η συνολική ζημιά η πράξη έφερε κατά τον προϊσχύσαντα ΠΚ, κακουργηματικό χαρακτήρα, και πλέον τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα (ΑΠ 1089/2023, ΑΠ 1733/2019). Επίσης, κατά την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. Π.Κ.: “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικεστέρου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι τον χρόνο της αμετάκλητης εκδικάσεως της υποθέσεως.
Εκτός άλλων περιπτώσεων, προδήλως είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο και ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίσταση, υπό την οποία έλαβε χώρα η καταδίκη ή ορίζει την πράξη από κακούργημα σε πλημμέλημα (ΑΠ 1350/2022, ΑΠ 131/2020). Περαιτέρω, ως έγγραφο, το οποίο αποτελεί το υλικό αντικείμενο της πλαστογραφίας, νοείται, κατά το άρθρο 13 εδ.γ’ ΠΚ, κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός, που έχει έννομη σημασία (ΑΠ 121/2017, ΑΠ 1558/2016). Ως νόθευση εγγράφου νοείται η αλλοίωση της έννοιας του με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη, την εξάλειψη ή την αντικατάσταση λέξεων, αριθμών, σημείων και άλλων στοιχείων του γνήσιου εγγράφου, αλλά και με περιορισμό του αρχικού περιεχομένου του, ώστε να μεταβάλλεται η αποδεικτική δύναμή του. Έγγραφο είναι και κάθε μέσο το οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή, με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή αναπαραγωγή στοιχείων που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν γεγονότα που έχουν έννομη σημασία. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως της πλαστογραφίας απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει: α) τη γνώση και θέληση των περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη της πλαστογραφίας και β) τον σκοπό του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του (εξαρχής) πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον ως προς γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή ως προς γεγονός που είναι σημαντικό για τη θεμελίωση, διατήρηση, μεταβολή ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα. Οι έννομες συνέπειες μπορεί να αφορούν αυτόν που παραπλανάται ή τρίτο πρόσωπο, ενώ δεν απαιτείται να επήλθε πράγματι η επιδιωκόμενη παραπλάνηση (Ολ. ΑΠ 179/1990, ΑΠ 787/2022, ΑΠ 617/2021). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 216 παρ.2 του Π.Κ., χρήση πλαστού εγγράφου συνιστά κάθε ενέργεια, η οποία εντασσόμενη στον σκοπό σύνταξης ή τον προορισμό του εγγράφου και κατευθυνόμενη σε παραπλάνηση άλλου, καθιστά προσιτό το έγγραφο και παρέχει τη δυνατότητα στον άλλον (εκείνον που επιδιώκεται να παραπλανηθεί) να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται ο τελευταίος να έλαβε πράγματι γνώση του εγγράφου ή να παραπλανήθηκε. Για την υποκειμενική στοιχειοθέτηση της χρήσης πλαστού εγγράφου, απαιτείται η συνδρομή στο πρόσωπο του δράστη κατά τον χρόνο της χρήσης των έξης στοιχείων: α) γνώση ότι το έγγραφο είναι πλαστό, β) συνείδηση (επίγνωση) ότι η ενέργειά του συνιστά χρήση του εγγράφου με την παραπάνω έννοια και γ) σκοπός του δράστη να προκαλέσει ή να ενισχύσει σε άλλον πλάνη ως προς τη γνησιότητα του εγγράφου και μέσω αυτής να πετύχει συμπεριφορά του τελευταίου που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες (ΑΠ 881/2022, ΑΠ 1232/2019). Για την στοιχειοθέτηση κακουργηματικής πλαστογραφίας δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτήν, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα, έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επομένων της κατάρτισης του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού κατά την έννοια της ερμηνευόμενης διάταξης για τη θεμελίωση του αξιοποίνου ο νόμος απέβλεψε όχι στην αμεσότητα της ενέργειας δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου τον οποίο ενέχει αυτή καθ’ εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επέλευσης του οφέλους ή της βλάβης. Περί των ανωτέρω, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι στην πλαστογραφία υπό οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) η διαβάθμιση του αξιοποίνου της διαπλάσσεται στον νόμο ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, δια της συστηματικής ένταξής της στο περί τα υπομνήματα κεφάλαιο του Π.Κ., σκοπείται η ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων (Ολ. ΑΠ 3/2008, ΑΠ 292/2023, ΑΠ 787/2022, ΑΠ 403/2022, ΑΠ 855/2014). Εξάλλου, ως “περιουσιακό όφελος” νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, που επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή την προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα εκατό είκοσι χιλιάδες ευρώ (120.000 ευρώ). Ζημιούμενος αμέσως από το ως άνω έγκλημα δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του (ΑΠ 1045/2022, ΑΠ 617/2021, ΑΠ 1080/2019).
IV. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ, του ισχύοντος μέχρι την 1-7-2019 Π.Κ.: «1. Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. 2. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιοτευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενο εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. Κατά δε το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ όπως ισχύει, από την 1η Ιουλίου 2019: “1. Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δυο έτη η χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιοτευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. 2. Αν η αξία του αντικειμένου στην παράγραφο 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της υπεξαίρεσης, η νομοτυπική μορφή του οποίου δεν διαφοροποιείται υπό τον ισχύοντα ΠΚ απαιτείται: α) ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει κατά το αστικό δίκαιο σε άλλον και όχι στον δράστη, τέτοια δε περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα χρήματα που εισπράττει κάποιος για λογαριασμό άλλου η από τον κύριο τούτων για ορισμένο σκοπό με την υποχρέωση να τα αποδώσει όταν του ζητηθούν ή με την εντολή να τα παραδώσει σε τρίτο, β) η κατοχή του κινητού πράγματος να έχει περιέλθει στον δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, δηλαδή πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), με την οποία αυτός εκδηλώνει την πρόθεσή του να ενσωματώσει το ξένο πράγμα στην ιδιοκτησία του, χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς σχετικό δικαίωμα από το νόμο ή από δικαιοπραξία, δ) δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται με την κατακράτηση ή την άρνηση απόδοσής του στον ιδιοκτήτη. Ιδιοποίηση (στο έγκλημα της υπεξαίρεσης, το οποίο είναι στιγμιαίο) σημαίνει εξωτερίκευση ενέργειας ή παράλειψης, η οποία καταδεικνύει τη θέληση του υπαιτίου να ενσωματώσει το ξένο κινητό πράγμα στην περιουσία του, όπως με την άρνηση απόδοσης του πράγματος στον ιδιοκτήμονα, χρόνος δε τέλεσης του εγκλήματος, που κρίνεται αναιρετικώς ανελέγκτως, είναι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 375 σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 17 ΠΚ, ο χρόνος αυτής της ενεργείας, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο ο δράστης εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος. (ΑΠ 742/2023, ΑΠ 1667/2022).
V. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λπ.), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή (ΑΠ 1594/2022, ΑΠ 945/2022). Επίσης, από την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε αρχικά με τον Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ΝΔ 53/1974, που αποτελεί εγχώριο δίκαιο και κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προκύπτει ότι η πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι, ενώ παραβίαση της ως άνω αρχής, πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ αναίρεσης (ΑΠ 596/2023, 47/2023, ΑΠ 1475/2022 ΑΠ και 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ λόγος ΑΠ 534/2023, ΑΠ 154/2023, ΑΠ 501/2020). Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως ο σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) ή η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος), πράγμα που όπως προαναφέρθηκε συμβαίνει στα εγκλήματα της υπεξαίρεσης και της πλαστογραφίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει σε αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ελλείψεις, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008, ΑΠ 753/2023, ΑΠ 1662/2022).
VΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης μετά από συν εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτήν (ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και έγγραφα των οποίων έγινε ανάγνωση), δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: « Η εγκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία «. ΕΠΕ», η οποία είχε ως αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας την παραγωγή και εμπορία οίνων και ποτών στις περιοχές της Μακεδονίας, Θράκης, Θεσσαλίας και Σποράδες Νήσους, προσέλαβε στις 5.10.1998 την κατηγορουμένη ., αναθέτοντας τη λειτουργία της επιχείρησης στη Θεσσαλονίκη. Με βάση τη σύμβαση η κατηγορουμένη ανέλαβε την υποχρέωση να διεκπεραιώνει τις καθημερινές υποθέσεις της εταιρίας και ειδικότερα ήταν υπεύθυνη για την έγκριση και αποστολή των παραγγελιών, τις επαφές με τους πελάτες, διευθετώντας τις πληρωμές και τις εισπράξεις, είτε η ίδια είτε μέσω άλλων υπαλλήλων των οποίων είχε την εποπτεία, την πληρωμή των υποχρεώσεων έναντι του Δημοσίου και των τραπεζών, με τις οποίες η ίδια ερχόταν σε συναλλαγή, καθώς και την έκδοση τιμολογίων και την εγγραφή παραγγελιών και εισπράξεων στο επίσημο λογιστικό σύστημα της εγκαλούσας εταιρείας. Μετά από την παρέλευση πολλών ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων η κατηγορουμένη εκτελούσε τα καθήκοντά της ως υπάλληλος, είχε κερδίσει την απόλυτη εμπιστοσύνη της εγκαλούσας, με αποτέλεσμα μόνη αυτή να έχει πλήρη πρόσβαση στο λογιστικό σύστημα της εταιρείας, το οποίο ήταν πιστοποιημένο πρόγραμμα εμπορικών εφαρμογών και είχε τεθεί σε λειτουργία από το έτος 2007. Η λειτουργία του συστήματος ήταν ως εξής: για κάθε πελάτη τηρούνταν καρτέλα, όπου εγγράφονταν όλες οι κινήσεις, δηλαδή παραγγελίες, τιμολογήσεις, πληρωμές, επιταγές και εκτυπώνονταν τα τιμολόγια, στη συνέχεια δε γινόταν ενημέρωση του νέου υπολοίπου, καθώς πολλές φορές οι πελάτες πλήρωναν έναντι των οφειλών τους. Το σύστημα αυτό συνδεόταν online με τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας στην Αθήνα και πρόσβαση είχαν μόνο συγκεκριμένα άτομα με προσωπικό κωδικό. Στη Θεσσαλονίκη είχε πρόσβαση με ιδιαίτερο ατομικό κωδικό μόνο η κατηγορουμένη και στην Αθήνα, σε απευθείας σύνδεση για λήψη πληροφόρησης οι υπάλληλοι του λογιστηρίου …. Τα τελευταία χρόνια διαπιστώθηκε ότι τα οικονομικά της εγκαλούσας εταιρείας είχαν πτώση, λόγω μείωσης των εισπράξεών της εξαιτίας καθυστερημένων οφειλών από πελάτες, γεγονός που η κατηγορουμένη απέδιδε στην οικονομική κρίση. Από το μήνα Σεπτέμβριο όμως του έτους 2011 στους νόμιμους εκπροσώπους της εταιρείας δημιουργήθηκαν υποψίες σε βάρος της κατηγορουμένης για την οικονομική διαχείρισή της. Τότε, ο εκ των διαχειριστών … ανέθεσε στον υπάλληλο … να προφασιστεί ότι πάει στο Βόλο, όπου είχε αναλάβει την παρακολούθηση και επικοινωνία με τους πελάτες και ζήτησε από την κατηγορουμένη να του αποστείλει τα υπόλοιπα των οφειλών πελατών του Βόλου, τα οποία και έλαβε. Μετά από διασταύρωση των στοιχείων αυτών από τον υπεύθυνο του λογιστηρίου της εγκαλούσας διαπιστώθηκε ότι τα υπόλοιπα που απέστειλε η κατηγορουμένη ήταν μικρότερα από αυτά που είχαν καταχωριστεί στο κεντρικό λογιστικό σύστημα. Κατόπιν τούτων, ο . μετέβη στη Θεσσαλονίκη και ζήτησε εξηγήσεις από την κατηγορουμένη, η οποία παραδέχτηκε ότι είχε αλλοιώσει στοιχεία εισπράξεων των πελατών στο λογιστικό σύστημα έτσι ώστε να ιδιοποιείται χρηματικά ποσά από καταβολές που εισέπραττε. Μάλιστα, υπέγραψε την από 11.10.2011 υπεύθυνη δήλωση, με την οποία ομολογούσε ότι είχε προβεί σε αλλοιώσεις στοιχείων στις καρτέλες πελατών και ότι έχει εισπράξει και ιδιοποιηθεί χρηματικά ποσά τα οποία δεν είχε αποδώσει στο ταμείο της εταιρείας, αποδεχόμενη το οποιοδήποτε πόρισμα οικονομικού και λογιστικού ελέγχου, που θα ακολουθούσε, ανέλαβε δε την υποχρέωση να καταβάλει τα ποσά αυτά στην εγκαλούσα. Όπως προέκυψε από τον έλεγχο, που διενεργήθηκε στη συνέχεια, η κατηγορουμένη άλλοτε εισέπραττε από πελάτες ποσά έναντι οφειλών τους, εκδίδοντας απλές αποδείξεις, χωρίς όμως να καταχωρεί τις πληρωμές στο λογιστικό σύστημα, παρακρατώντας η ίδια τα χρήματα. Άλλοτε, σε περιπτώσεις νέων παραγγελιών, έμπαινε στην καρτέλα του πελάτη προτού εκδοθεί το τιμολόγιο και διόρθωνε τις προηγούμενες συναλλαγές κατά το ποσό που είχε καταχραστεί, έτσι ώστε να αναγράφεται το πραγματικό υπόλοιπο, ενώ μετά την έκδοση του τιμολογίου διέγραφε τις αληθινές κινήσεις, επαναφέροντας τις αρχικές πλαστές εγγραφές καταβολών, έτσι ώστε να φαίνεται ότι ο πελάτης εξακολουθεί να οφείλει το πλασματικό υπόλοιπο. Επιπλέον, η κατηγορουμένη παρακολουθούσε την κίνηση των λογαριασμών όψεως της εταιρείας και όταν έβλεπε κάποια καταβολή, καταχωρούσε ότι δήθεν η ίδια είχε κάνει την κατάθεση και μετά έπαιρνε το ποσό των χρημάτων, χωρίς να καταχωρεί την αντίστοιχη μείωση της οφειλής στο λογιστικό σύστημα. Με τους παραπάνω τρόπους η κατηγορουμένη εισέπραξε και ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 460.590,38 ευρώ, καθώς δεν το απέδωσε στην εγκαλούσα, η οποία της εμπιστεύτηκε την είσπραξη, για λογαριασμό της, των οφειλών των πελατών της. Το παραπάνω ποσό αντιστοιχεί σε εισπράξεις μετρητών και ρευστοποιήσεις επιταγών με δικαιούχο την εγκαλούσα από πελάτες αυτής, όπως αναλυτικά (όνομα πελάτη και ποσό) αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Η κατηγορουμένη, κατά την απολογία της, παραδέχθηκε την ιδιοποίηση εκ μέρους της του χρηματικού ποσού των 100.000 ευρώ, αμφισβητώντας το συνολικό ύψος του υπεξαιρεθέντος ποσού και σύμφωνα με τη δήλωση, αυτοτελή ισχυρισμό της συνηγόρου της, το ιδιοποιηθέν ποσόν υπολείπεται των 120.000 ευρώ. Καθόσον αφορά στην προαναφερθείσα υπεύθυνη δήλωσή της ότι αποδέχεται το οποιοδήποτε πόρισμα οικονομικού και λογιστικού ελέγχου, που θα ακολουθούσε, ισχυρίστηκε ότι την υπέγραψε μη γνωρίζοντας το ύψος του ιδιοποιηθέντος ποσού που θα προέκυπτε από τον έλεγχο. Σχετικά με τους ισχυρισμούς αυτούς, πρέπει κατ’ αρχήν να ειπωθεί ότι τα προσκομισθέντα έγγραφα στοιχεία του κεντρικού λογιστικού συστήματος της εγκαλούσας εταιρείας, από τα οποία προκύπτει το ύψος των ιδιοποιηθέντων χρηματικών ποσών, είναι αληθή, ενώ άλλωστε, η επίμαχη υπεύθυνη δήλωση από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι υπογράφηκε από την κατηγορουμένη κατόπιν πιέσεων και απειλών, αντίθετα η τελευταία δέχθηκε να εγγράφει υπέρ της εγκαλούσας υποθήκη στην οικία της έναντι του οποιουδήποτε ποσού θα προέκυπτε από τον έλεγχο ως καταχρασθέν, χωρίς να υλοποιήσει μέχρι σήμερα την υπόσχεση αυτή. Κατόπιν τούτων, απορριπτέος ως αναπόδεικτος είναι ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι το ιδιοποιηθέν από αυτήν ποσό είναι μικρότερο των 120.000,00 ευρώ και ότι τέλεσε αδίκημα σε βαθμό πλημμελήματος που ήδη παραγράφηκε. Επίσης αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη προέβη στην έκδοση δύο τραπεζικών επιταγών, πλαστογραφώντας την υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της εταιρείας … και, συγκεκριμένα: εξέδωσε μία επιταγή ποσού 4.500 ευρώ και λήξης την 17.12.2004 και μία επιταγή ποσού 3.000 ευρώ και λήξης την 27.1.2005, τις οποίες μεταβίβασε προς εξόφληση προσωπικών υποχρεώσεών της, σε επιχειρήσεις ειδών οικιακού εξοπλισμού, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας της εγκαλούσας εταιρίας, συνολικού ποσού 7.500 ευρώ. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι εκτύπωσε πλαστό βιβλιάριο αποδείξεων με τα στοιχεία της εγκαλούσας εταιρίας, τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιούσε παραδίδοντας αποδείξεις είσπραξης προς τους πελάτες της εγκαλούσας ώστε θεωρούνται εξοφλημένες τις οφειλές τους. Από τα παραπάνω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά πλήρως υποδεικνύεται ότι η κατηγορουμένη, ενώ ήταν υπάλληλος της εγκαλούσας εταιρείας, με αρμοδιότητα μεταξύ άλλων να εισπράττει ποσά που κατέβαλαν στην εταιρεία πελάτες της, κατακράτησε και ιδιοποιήθηκε συνολικά το ποσό των 460.590,38 ευρώ, προκειμένου να καλύπτει τα υπεξαιρεθέντα ποσά νόθευσε τις λογιστικές καρτέλες πελατών της εγκαλούσας στο ηλεκτρονικά σύστημα, στο οποίο είχε πρόσβαση με ιδιαίτερο ατομικό κωδικό, αλλοιώνοντας τις εγγραφές των καταβληθέντων ποσών από τους πελάτες, ώστε να μη εμφανίζονται στο σύστημα οι καταβολές αυτές. Στη συνέχεια χρησιμοποιούσε τις αλλοιωμένες έγγραφες για να παραπλανήσει τους διαχειριστές και το λογιστήριο της εταιρείας για τα υπόλοιπα οφειλόμενα ποσά των πελατών της. Επίσης προέβη στην έκδοση των Προαναφερόμενων τραπεζικών επιταγών, δύο πλαστογραφώντας την υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της εταιρείας ..» Με βάση τις παραδοχές αυτές το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη – αναιρεσείουσα για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης και της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος με το ακόλουθο διατακτικό: «Στη Θεσσαλονίκη στον παρακάτω χρόνο, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα, που περιήλθαν στην κατοχή της με οποιονδήποτε τρόπο, πρόκειται, δε, για αντικείμενο η αξία του οποίου υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Ειδικότερα, την 5-10-1998 είχε προσληφθεί στην εταιρεία με την επωνυμία «. ΕΠΕ» και ήταν υπεύθυνη για τη λειτουργία της στη Θεσσαλονίκη και για την καθημερινή δραστηριότητα αυτής και τις συναλλαγές της, δηλαδή ενέκρινε τις παραγγελίες των πελατών, προγραμμάτιζε την αποστολή τους, κανόνιζε τον τρόπο είσπραξης από τους πελάτες, πραγματοποιούσε τις εισπράξεις είτε η ίδια είτε με άλλους υπαλλήλους, πλήρωνε το προσωπικό, του οποίου είχε και την ευθύνη (συντονισμός, προγραμματισμός), παρακολουθούσε τις φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρείας, συναλλασσόταν με τις τράπεζες και κανόνιζε τις αγορές εμπορευμάτων της εταιρείας, είχε δε την ευθύνη για την έκδοση των τιμολογίων, την εγγραφή των παραγγελιών και των εισπράξεων στο επίσημο ηλεκτρονικό εμπορικό- λογιστικό σύστημα, με ιδιαίτερο ατομικό κωδικό μόνο δικό της στη Θεσσαλονίκη, που τηρούσε η εταιρεία, πέτυχε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της εταιρείας και κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2007 μέχρι και το μήνα Αύγουστο του έτους 2012 προέβη σε εισπράξεις μετρητών από τους πελάτες της εγκαλούσας και ρευστοποίησε επιταγές με δικαιούχο την εγκαλούσα και δεν απέδωσε τα χρηματικά ποσά στην τελευταία αλλά τα παρακράτησε και συγκεκριμένα, από τους παρακάτω πελάτες εισέπραξε τα ακόλουθα συνολικά ποσά: 1) PLAISIR ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΑΕ το ποσό των 398,52 ευρώ, 2) . HOLIDAYS το ποσό των 6.533 ευρώ, 3) . ENTERTAINMENT το ποσό των 1.887,92 ευρώ, 4) ., το ποσό των 5.166,95 ευρώ, 5) . το ποσό των 311,12 ευρώ, 6) ., το ποσό των 8.401 ευρώ, 7) .. ΑΦΟΙ ΟΕ, το ποσό των 6.185, 75 ευρώ, 8) ., το ποσό των 5.267,71 ευρώ, 9) ., το ποσό των 34,72 ευρώ, 10) ΑΚΤΗ “ΕΝΟΔ. ΤΟΥΡ. ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ, το ποσό των 524,28 ευρώ, 11) ., το ποσό των 8.938,47 ευρώ, 12) . ΟΕ, το ποσό των 23.266 ευρώ, 13) ., το ποσό των 9.159,19 ευρώ, 14) .ΑΦΟΙ ΑΕ, το ποσό των 1.680 ευρώ, 15) . ΕΠΕ, το ποσό των 517,90 ευρώ, 16) . ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε., το ποσό των 5.616,93 ευρώ, 17) . ΑΕΕΠ, το ποσό των 373,57, 18) ., το ποσό των 225,44 ευρώ, 19) ., το ποσό των 87,52 ευρώ, 20) ., το ποσό των 8.962,40 ευρώ, 21) .. ΟΕ, το ποσό των 5.785,18 ευρώ, 22) ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ, το ποσό των 1.864 ευρώ, 23) ., το ποσό των 2.171,52 ευρώ, 24) . ΕΠΕ, το ποσό των 280,88 ευρώ, 25) ., το ποσό των 165,59 ευρώ, 26) , το ποσό των 2.000 ευρώ, 27) ., το ποσό των 300 ευρώ, 28) ., το ποσό των 13.952, 62 ευρώ, 29) ., το ποσό των 380 ευρώ, 30) ., το ποσό των 785,71 ευρώ, 31) .. ΑΕ, το ποσό των 1.801,83 ευρώ, 32) ., το ποσό των 321,59 ευρώ, 33) ., το ποσό των 35,01 ευρώ, 34) . ΑΦΟΙ ΟΕ, το ποσό των 10.535,22 ευρώ, 35) . ΕΠΕ, το ποσό των 3.602,07 ευρώ, 36) . ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ, το ποσό των 117,55 ευρώ, 37) ., το ποσό των 4.200 ευρώ, 38) ., το ποσό των 4.400 ευρώ, 39) . ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΟΕ, το ποσό των 508,76 ευρώ, 40) ., το ποσό των 5.500 ευρώ, 41) . ΑΦΟΙ ΟΕ, το ποσό των 18.936,67 ευρώ, 42) . ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ΕΠΕ, το ποσό των 4.300 ευρώ, 43) ., το ποσό των 7.613,15 ευρώ, 44) ., το ποσό των 107,45 ευρώ, 45) ., το ποσό των 60 ευρώ, 46) . ΣΙΑ ΟΕ, το ποσό των 5.600 ευρώ, 47) ., το ποσό των 1.456,79 ευρώ, 48) . ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ, το ποσό των 151,13 ευρώ, 49) ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΩΝ ., το ποσό των 4.260, 58 ευρώ, 50) ., το ποσό των 644,77 ευρώ, 51) . ΑΦΟΙ ΟΕ, το ποσό των 3.110,23 ευρώ, 52) ., το ποσό των 1976,17 ευρώ, 53) . ΟΕ, το ποσό των 216,53 ευρώ, 54) ., το ποσό των 1.000,97 ευρώ, 55) . ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ, το ποσό των 5.327,77 ευρώ 56) ., το ποσό των 92,64 ευρώ, 57) ., το ποσό των 2550 ευρώ, 58) ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ ΟΤΕ περιόδου 23-4/22-6-2012, το ποσό των 148,50 ευρώ, 59) . ΑΦΟΙ ΟΕ, το ποσό των 1 128,77 ευρώ, 60) .., το ποσό των 3.168 ευρώ, 61) ., το ποσό των 628,85 ευρώ, 62) . ΔΣ ΟΕ, το ποσό των 100 ευρώ, 63) .,ΟΕ, το ποσό των 2.125,17 ευρώ, 64) . ΣΙΑ ΟΕ, το ποσό των 8.023,05 ευρώ, 65) ΜΑRΕ ΝΟSTRUM ΑΕ, το ποσό των 1.789,89 ευρώ, 66) . ΕΠΕ, το ποσό των 4.094,18 ευρώ, 67) . ΑΦΟΙ ΕΕ, το ποσό των 3.454,63 ευρώ, 68) …, το ποσό των 46,76 ευρώ, 69) . ΑΦΟΙ ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ, το ποσό των 161,49 ευρώ, 70) . το ποσό των 66,12 ευρώ, 71) . ΑΟ. ΤΟΥΡ. ΕΠΙΧ. ΜΟΝ το ποσό των 468,21 ευρώ, 72) ..ΟΕ, το ποσό των 24,340,47 ευρώ, 73) . ΕΠΕ, το ποσό των 585,1 0 ευρώ, 74) . ΟΕ, το ποσό των 898,69 ευρώ, 75) . ΟΕ, το ποσό των 137,48 ευρώ, 76) . το ποσό των 400 ευρώ, 77) ., το ποσό των 291,28 ευρώ, 78) .. το ποσό των 6.656,49 ευρώ, 79) .. Το ποσό των 5,844 ευρώ, 80) .. το ποσό των 1.000 ευρώ, 81) ., το ποσό των 2.011,50 ευρώ, 82) . ΛΙΑΝΙΚΗΣ, το ποσό των 4.372,35 ευρώ, 83) . το ποσό των 388,56 ευρώ, 84) . το ποσό των 200 ευρώ, 85) . ., το ποσό των 1.734,63 ευρώ, 86) ΠΜΝΕΤ ΑΕ, το ποσό των 5.344,51 ευρώ, 87) .. ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ, το ποσό των 72.361 ευρώ, 88) ΠΟΤΟΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΟΛΟΥ ΑΕ το ποσό των 1497,52 ευρώ, 89) ΠΟΤΟΚΙΝΗΣΗ ΑΕ, το ποσό των 3,013,06 ευρώ, 90) ., το ποσό των 363,42 ευρώ, 91) . ΟΕ, το ποσό των 1.350 ευρώ, 92) ., το ποσό των 4,003,29 ευρώ, 93) ., το ποσό των 24.639,65 ευρώ, 94) ., το ποσό των 8.853,64 ευρώ, 95) ., το ποσό των 5,079,86 ευρώ, 96) . ΕΠΕ, το ποσό των 2.483,94 ευρώ, 97) . το ποσό των 576,57 ευρώ, 98) .. το ποσό των 9.268,66 ευρώ, 99) .. ΟΕ, το ποσό των 2.106,68 ευρώ, 100) . το ποσό των 3.222,59 ευρώ, 101) ΤΑΜΕΙΟ, το ποσό των 2.000 ευρώ, 102) ., το ποσό των 200 ευρώ, 103) ., το ποσό των 980, 09 ευρώ, 104) .. ΑΦΟΙ ΕΠΕ, το ποσό των 6.642,04 ευρώ, 105) ., το ποσό των 173 ευρώ, 106) . ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ, το ποσό των 185,07 ευρώ, 107) ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ ΑΕ, το ποσό των 3.430,86 ευρώ, 108) . ΟΕ ή .. ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ, το ποσό των 471,27 ευρώ, 109) ., το ποσό των 13.471,22 ευρώ, 110) ., το ποσό των 3,.849,43 ευρώ, 111) ., το ποσό των 138,11 ευρώ, 112) ., το ποσό των 319,15 ευρώ, 113) ., το ποσό των 626 ευρώ. Κατ’ έτος τα χρηματικά ποσά που παρακράτησε αναλύονται ως εξής: για το έτος 2007 το συνολικό ποσό των 4.421,57 ευρώ, για το έτος 2008 το συνολικό ποσό των 43.180,10 ευρώ, για το έτος 2009 το συνολικό ποσό των 69.300,08 ευρώ, για το έτος 2010, το συνολικό ποσό των 99.325,82 ευρώ, για το έτος 2011, το συνολικό ποσό των 227.688,45 ευρώ και για το έτος 2012 το συνολικό ποσό των 16.674,36 ευρώ. Τα παραπάνω χρηματικά ποσά περιήλθαν στην κατοχή της με τους προαναφερόμενους τρόπους, τα οποία ιδιοποιήθηκε παράνομα, αφού δεν τα επέστρεψε στην εγκαλούσα παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της τελευταίας, παρακρατώντας τα και ενσωματώνοντάς τα στη δική της περιουσία. Συνολικά, ιδιοποιήθηκε παράνομα το χρηματικό ποσό των 460.590,38 ευρώ, το οποίο εισέπραξε για λογαριασμό της εταιρείας, η οποία της εμπιστεύτηκε την είσπραξη των οφειλών των πελατών της και ενώ την κάλεσε επανειλημμένα να τις επιστρέφει τα ανωτέρω, αυτή δεν τα απέδωσε και τα παρακράτησε χωρίς δικαίωμα προς τούτο. Τα ανωτέρω χρηματικά ποσά υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, τα οποία ιδιοποιήθηκε παράνομα, με πρόθεση να τα αποστερήσει από την περιουσία της εγκαλούσας και να τα ενσωματώσει στη δική της περιουσία. 2) Στον παρακάτω τόπο και στους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους, με τις πράξεις της, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος νόθευσε γνήσια έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που έχει έννομες συνέπειες και με τον τρόπο αυτό προσπόρισε στον εαυτό της περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτο, το δε συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ.
Συγκεκριμένα και ενώ ήταν υπάλληλος της εταιρίας με την επωνυμία «ΙΝΤΕΡΒΙΝΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΑΕ», με καθήκοντα διαχείρισης της επιχείρησης στη Θεσσαλονίκη: α) κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2007 μέχρι και το μήνα Αύγουστο του έτους 2012 νόθευσε γνήσια έγγραφα και δη τις λογιστικές καρτέλες πελατών της εγκαλούσας στο ηλεκτρονικό σύστημα όπου τηρούνταν τα φορολογικά βιβλία της τελευταίας και στο οποίο είχε πρόσβαση με ιδιαίτερο ατομικό κωδικό, αλλοιώνοντας τις εγγραφές των καταβολών των ποσών από τους πελάτες έναντι των οφειλών τους, ώστε να μη εμφανίζονται στο σύστημα οι καταβολές αυτές, τις οποίες αλλοιωμένες εγγραφές στη συνέχεια τις χρησιμοποιούσε για να παραπλανήσει τους διαχειριστές και το λογιστήριο της εταιρείας για τα υπόλοιπα οφειλόμενα ποσά των πελατών της τελευταίας για τις καταβολές αυτές και β) εντός του δεύτερου εξαμήνου του έτους 2004 κατήρτισε πλαστά έγγραφα και δη εξέδωσε επιταγές της εγκαλούσας, θέτοντας κατ’ απομίμηση την υπογραφή του διαχειριστή της ., τις οποίες έθεσε σε κυκλοφορία, προς πληρωμή δικών της ιδιωτικών αγορών και συγκεκριμένα, μία επιταγή ποσού 4.500 ευρώ, με ημερομηνία πληρωμής 17-12- 2004 και μία επιταγή ποσού 3.000 ευρώ, με ημερομηνία πληρωμής 27-1-2005, τις οποίες μεταβίβασε προς εξόφληση προσωπικών υποχρεώσεων σε επιχειρήσεις ειδών οικιακού εξοπλισμού με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας της εγκαλούσας εταιρίας, συνολικού ύψους 7.500 ευρώ, στην αξία των ανωτέρω επιταγών, από τις οποίες ωφελήθηκε».
VII. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης για την οποία καταδικάστηκε, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18, 19, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 51, 52, 59, 83, 84 παρ.2, 94 παρ. 1, 98, και 375 παρ. 2,-1 ν.Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες καθώς επίσης και τον τρόπο πραγμάτωσης του εγκλήματος αυτού, ενώ επισημαίνεται και το γεγονός της παραδοχής της αναιρεσείουσας για την πράξη αυτή, την οποία συνομολόγησε εξαρχής η ίδια με υπεύθυνη δήλωση την οποία υπέγραψε. Ειδικότερα εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση όλα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση με αντικείμενο ανώτερο του ποσού των 120.0000 ευρώ, δεδομένου ότι αναφέρονται ο τόπος και ο χρόνος τελέσεως αυτής, οι συνθήκες τελέσεώς της, και συγκεκριμένα ο τρόπος και η μεθόδευση, με την οποία η κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα ενήργησε στην τέλεση της πράξης της υπεξαίρεσης με παράθεση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τις παραδοχές της απόφασης, απορριπτομένου ως αβάσιμου του οικείου σκέλους του δεύτερου λόγου αναίρεσης στηριζόμενου στην έλλειψη αιτιολογίας και στην απόλυτη ακυρότητα.
VΙΙΙ. Περαιτέρω, όσον αφορά την πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση, με αντικείμενο συνολικό ανώτερο του ποσού των 120.0000 ευρώ με σκοπό το όφελος και προς βλάβη τρίτου, άρθρο 216 παρ. 1, 2, 3 εδ. β’ του ν.Π.Κ., με τις ανωτέρω παραδοχές η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε την κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν διαλαμβάνει στο σκεπτικό της αποφάσεως αλλά ούτε στο διατακτικό ειδική αιτιολογία και ειδικότερα δεν αναφέρονται ο χρόνος, ο τόπος τελέσεως και οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1, 3 και 98 του ΠΚ. Συγκεκριμένα δεν διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας, για την οποία κηρύχθηκε ένοχη, διότι δεν περιγράφονται τα καθ’ έκαστα έγγραφα τα οποία νοθεύθηκαν, η αντιπροσωπεύουσα αξία αυτών, καθώς και στοιχεία των δύο επιταγών που νοθεύτηκαν, ήτοι μιας επιταγής ποσού 4.500 ευρώ και λήξης την 17.12.2004 και μίας επιταγής ποσού 3.000 ευρώ και λήξης την 27.1.2005, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος, ο αναιρετικός έλεγχος σχετικά με την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων 216 παρ. 1, 2, και 3 και 98 ΠΚ, ως προς την περί ενοχής και την περί επιβολής της ποινής κρίση του.
IX. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, αναφέρεται τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών της κατηγορουμένης. Αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από την κατηγορουμένη ή τον συνήγορό του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Η προβολή των ισχυρισμών αυτών απαιτείται να γίνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, ούτε πολύ περισσότερο να διαλάβει στην απόφασή του ειδική αιτιολογία γι’ αυτούς. Τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, η απόρριψη των οποίων πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Μεταξύ των ελαφρυντικών αυτών περιστάσεων είναι και οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του νέου ΠΚ, με στοιχ. δ’ και ε’, ήτοι το ότι ο υπαίτιος… δ) επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και ε) συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτηση του. Για να συντρέξει η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ’ ΠΚ, ήτοι για το ότι ο υπαίτιος “επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του”, πρέπει η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για το λόγο αυτό επιζήτησε ειλικρινά και όχι προσχηματικά να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, χωρίς να αρκεί η απλή έκφραση συγγνώμης (ΑΠ 322/2023, ΑΠ 227/2023, ΑΠ 145/2023, ΑΠ 20/2020, ΑΠ 639/2019, ΑΠ 1192/2016), η μετά τη σύλληψη του υπαιτίου ομολογία της πράξης του, έστω και αν έγινε αυθόρμητα, ή η διευκόλυνση του έργου των αστυνομικών διά μόνης της ομολογίας του (ΑΠ 145/2023, ΑΠ 722/2022, ΑΠ 130/2017). Περαιτέρω, για να συντρέξει η ελαφρυντική περίσταση που προβλέπεται από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε’ του ΠΚ, η συμπεριφορά του υπαιτίου πρέπει να είναι θετική και επωφελής για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη και να αναφέρονται πραγματικά περιστατικά δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης του δράστη Η αναγνώριση δηλαδή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ ε’ του ισχύοντος ΠΚ, προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαίτιου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης, ακόμα και κατά την κράτηση του. Ενόψει του εγκληματοπροληπτικού και σωφρονιστικού σκοπού της θέσπισης της οικείας διάταξης, που διατρέχει την όλη, και υπό καθεστώς ελευθερίας και υπό καθεστώς κράτησης, διαβίωση του υπαιτίου μετά την τέλεση της πράξης δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού η καλή και συνήθης συμπεριφορά και μόνον, αλλά απαιτούνται πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσης του και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Απαιτείται, δηλαδή, για την αναγνώριση του ανωτέρω ελαφρυντικού, συγκεκριμένη, μετά την πράξη, θετική προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική συμπεριφορά, η οποία να είναι ενδεικτική όχι μόνον έλλειψης έκνομης συμπεριφοράς διότι σε τέτοια περίπτωση αυτός που δεν τέλεσε κάποια αξιόποινη πράξη μετά την αποκάλυψη της παράνομης δραστηριότητάς του, θα είχε εξασφαλισμένη την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, αλλά ατόμου, το οποίο αποτίναξε το παρελθόν, άλλαξε τρόπο ζωής, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει όταν εξακολουθεί να ζει όπως πριν, εξαιρουμένης της παραβίασης των νόμων και ιδιαίτερα του Ποινικού Κώδικα (ΑΠ 851/2023, ΑΠ 1418/2022, ΑΠ 1087/2022, ΑΠ 1059/2022, ΑΠ 874/2022). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου της ουσίας και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, η αναιρεσείουσα – κατηγορούμενη προέβαλε, διά του συνηγόρου της τους αυτοτελείς ισχυρισμούς περί αναγνώρισης στο πρόσωπο του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ’ και ε’ ΠΚ, τους οποίους κατέθεσε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικά, επικαλούμενη κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: α) Όσον αφορά το ελαφρυντικό του άρθρου 84§2 περ. δ’ ΠΚ «Όπως συνομολογεί και η υποστηρίζουσα την κατηγορία εταιρεία από την πρώτη στιγμή αποδέχθηκα τις πράξεις κακοδιαχείρισης και πλημμελούς τήρησης του λογιστικού αρχείου της στο μόνο που φέρω αντίρρηση είναι το ύψος του ποσού για το οποίο κατηγορούμαι. Από την πρώτη στιγμή συνεργάστηκα μαζί της, δέχθηκα να υπογράψω την από Π-10-2011 υπεύθυνη δήλωση (βλ. αναγνωστέο έγγραφο) με όποιο περιεχόμενο μου υπαγόρευσαν και χωρίς ακόμη να έχει προσδιορισθεί το ποσό. Παρέδωσα όλα τα αρχεία που τηρούσα στην εταιρεία και συνεργάστηκα με τον λογιστή της εταιρείας. Στο πλαίσιο άρσης των συνεπειών της πράξης μου δέχθηκα από την πρώτη στιγμή να παρακρατείται από τον μισθό μου μηνιαίως το ποσό των 450,00 ευρώ, όπως συνομολογούν και οι μάρτυρες κατηγορίας. Επίσης, από την πρώτη στιγμή, όπως συνομολογεί και η υποστηρίζουσα την κατηγορία, πρότεινα σ’ αυτήν προκειμένου μειωθούν οι συνέπειες της πράξης μου και να ικανοποιηθεί η εταιρεία, να μεταβιβάσω σε αυτήν το μοναδικό μου στοιχείο, την οικία μου και συγκεκριμένα: μια κατοικία, της οποίας την πλήρη και αποκλειστική κυριότητα απέκτησα δυνάμει της με αρ. . /27.04.2004 συμβολαιογραφικής πράξης αγοραπωλησίας κατοικίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, . (βλ. αναγνωστέο). Ειδικότερα: …. Από την πρώτη στιγμή προσπάθησα μέσω του πληρεξουσίου μου δικηγόρου να προχωρήσουμε αυτή τη μεταβίβαση, αλλά για κάποιον λόγο η εταιρεία αρνείται. Ενόψει, δε, της εκδίκασης της υπόθεσής μου ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου η συνήγορος υπεράσπισής μου επικοινώνησε τηλεφωνικά, ήδη, από τις 12-1-2023, με την πληρεξούσια δικηγόρο της υποστηρίζουσας την κατηγορία εταιρείας, προκειμένου να ξαναπροτείνει τη μεταβίβαση της οικίας μου καθώς επίσης και την εκχώρηση στην εταιρεία των μισθωμάτων που λαμβάνω μηνιαίως ποσού 570,00 ευρώ (βλ. αναγνωστέο από 17-1-2023 email). Η πληρεξούσια δικηγόρος της εταιρείας ζήτησε από τη συνήγορο μου ορισμένα έγγραφα, τα οποία τα απέστειλε άμεσα μέσω email στις 17-1-2023 (βλ. αναγνωστέο). Υπήρξε ακόμη μία τηλεφωνική επικοινωνία, στις 24-1-2023, από την πληρεξούσια δικηγόρο της εταιρείας, η οποία ζήτησε από τη συνήγορο μου, ορισμένα επιπλέον στοιχεία, τα οποία της εστάλησαν με email στις 24-1-2023 και στις 25-1-2023 (βλ. σχετ. αναγνωστέα email). Έκτοτε ουδέν. Στις 6-2-2023 επιδόθηκε, δε, η από 2-2- 2023 εξώδικη δήλωσή μου (βλ. σχετ. αναγνωστέο) προς την εγκαλούσα εταιρεία ως μια ύστατη προσπάθειά μου να δεχθεί τη μεταβίβαση σ’ αυτήν της ως άνω περιγραφόμενης οικίας μου και της εκχώρησης του ποσού των 570,00 ευρώ μηνιαίως, που λαμβάνω ως μίσθωμα της οικίας μου. Αποδεδειγμένα έχω κάνει ότι μπορώ προκειμένου να άρω τις συνέπειες της πράξης μου ή έστω να τις μειώσω, αλλά για αδιευκρίνιστους σε εμένα λόγους η εταιρεία αρνείται να αποδεχτεί την έμπρακτη μετάνοιά μου», β) Όσον αφορά το ελαφρυντικό του άρθρου 84§2 περ. ε’ ΠΚ: «Όλο το διαδραμόν διάστημα από τον χρόνο τέλεσης της πράξης μου μέχρι σήμερα, έχω συμπεριφερθεί καλά, δεν απασχόλησα τις αρχές ούτε ενόχλησα την υποστηρίζουσα την κατηγορία. Από την πρώτη στιγμή συνεργάστηκα μαζί της. Υπέγραψα την από 11-10- 2011 υπεύθυνη δήλωση, χωρίς καν να ελέγξω το περιεχόμενο και χωρίς να έχει προσδιοριστεί το ακριβές υπεξαιρεθέν ποσό. Έδωσα όλα τα στοιχεία που μου ζητήθηκαν και είχα στα χέρια μου, αποξενούμενη εγώ από αυτά. Δέχθηκα να γίνει παρακράτηση ποσού 450,00 ευρώ μηνιαίως από τον μισθό μου, ώστε μειωθούν οι συνέπειες της πράξης μου. Μέχρι και σήμερα έχω επιδείξει καλή συμπεριφορά απέναντι της και το μόνο που προσπαθώ μέχρι και σήμερα είναι να εξευρεθεί η λύση προκειμένου να γίνει η μεταβίβαση του ακινήτου μου στην εταιρεία, καθώς επίσης να εκχωρήσω στην εταιρεία τα μισθώματα που λαμβάνω (ποσού 570,00 ευρώ μηνιαίως) (βλ. ανωτέρω υπό στοιχείο -β-). Δεν έχω διαπράξει κάποια άδικη πράξη, ούτε έχω απασχολήσει τις αστυνομικές αρχές, αντιθέτως τηρώ ευλαβικά τους περιοριστικούς όρους που μου έχουν επιβληθεί και εμφανίζομαι με συνέπεια στο αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής μου». Το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, τους ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς, με την ακόλουθη αιτιολογία: «αποδείχθηκε ότι η κατηγορούμενη, έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα για το οποίο καταδικάσθηκε έζησε σύννομα, ήτοι δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, όπως εξάλλου τούτο προκύπτει και από το λευκό ποινικό μητρώο της. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να της αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α’ ΠΚ. Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθούν στην ουσία τους οι λοιποί προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμό (της κατηγορουμένης περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών, καθώς δεν συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις προς αναγνώριση αυτών. Συγκεκριμένα, ως προς την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης της ειλικρινούς μεταμέλειας (άρθρο 84 παρ. 2α ΠΚ), διότι δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν ειλικρινή (και όχι προσχηματική) μετάνοια και επιδίωξη άρσης ή μείωσης των συνεπειών των πράξεών της, τα οποία να δικαιολογούν την αναγνώριση του αιτηθέντος ελαφρυντικού, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η κατηγορουμένη αμφισβητεί το ύψος της οφειλής, αποδεχόμενη ένα μέρος αυτής. Ως προς την αναγνώριση τής ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς (άρθρο 84 παρ. 2ε του ΠΚ) διότι δεν αποδείχθηκαν περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεως της επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε. Ειδικότερα η παθητική καλή διαγωγή της κατηγορουμένης και η απουσία παραβατικότητας κατά τη διαβίωση της στο κοινωνικό σύνολο, δεν αρκούν για την χορήγηση του ελαφρυντικού, αλλά απαιτείται θετική δραστηριότητα, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού, περιστατικά που δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν εν προκειμένω, ώστε να προκύπτει η σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα της και να δικαιολογείται η χορήγηση του αιτηθέντος ελαφρυντικού». Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ’ και ε’ του ΠΚ και διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς την απόρριψη των ανωτέρω αυτοτελών ισχυρισμών ως αβασίμων, την επιβαλλόμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις (93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, αναφορικά με τον ισχυρισμό της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ’ του ΠΚ, το εν λόγω Δικαστήριο με σαφήνεια και αιτιολογική επάρκεια δέχθηκε ότι η ομολογία της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης όπως αυτή ισχυρίζεται, αμέσως μετά τις αξιόποινες πράξεις που τέλεσε, χωρίς να προσπαθήσει να συγκαλύψει την έκνομη συμπεριφορά της, αποτελούν στοιχεία, τα οποία, δεν αρκούν να δικαιολογήσουν τη χορήγηση της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης υπό την έννοια που προαναφέρθηκε καθώς επίσης και ότι δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν ότι έδειξε ειλικρινή και όχι προσχηματική μετάνοια και επιδίωξη άρσης ή μείωσης των συνεπειών των πράξεών της. Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ του ΠΚ, το δικάσαν Δικαστήριο με σαφήνεια και την προσήκουσα αιτιολογία δέχθηκε ότι τα επικαλούμενα από την κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα περιστατικά βρίσκονται μεν σε αρμονία με τις προϋποθέσεις για την κατάφαση του πραγματικού της διάταξης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ ΠΚ, πλην όμως δεν αποδείχθηκαν περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσης της κατηγορουμένης επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε, από τα οποία να προκύπτει σαφής μεταστροφή του χαρακτήρα της. Επομένως είναι αβάσιμος ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το δεύτερο τμήμα αυτού, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφασή ως προς την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση με αντικείμενο ανώτερο του ποσού των 120.000 ευρώ οι πλημμέλειες της απόρριψης των προβληθέντων ανωτέρω αυτοτελών ισχυρισμών της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.
X. Κατόπιν αυτών πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός από τη διάταξη του άρθρου 510§] στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, πρώτος και δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, κατά το σκέλος της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 216 § 1 -3 εδ. α’ και 98 του ΠΚ, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την καταδικαστική της διάταξη για την κακουργηματική πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση, ενώ παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας ή μη λοιπών λόγων της κρινόμενης αίτησης περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω λήψης υπόψη για την πράξη της πλαστογραφίας των επισημαινόμενων εγγράφων που δεν αναγνώστηκαν, οι οποίοι προσβάλλουν την ανωτέρω παραδοχή (ΑΠ 771/2023, ΑΠ 1224/2020). Η κατά τα ανωτέρω αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς την διάταξη της ενοχής της ως άνω αναιρεσείουσας για την πράξη πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση με συνολικό όφελος και προξενηθείσα ζημιά άνω των 120.000 ευρώ συμπαρασύρει και τη σχετική διάταξη της προσβαλλομένης για την επιβολή της ποινής καθείρξεως των πέντε (5) ετών στην αναιρεσείουσα, για την πράξη αυτή και τη διάταξη για τον συνυπολογισμό της ποινής κάθειρξης ενός (1) έτους από την ποινή της πράξης αυτής, στην καταγνωσθείσα στην ως άνω αναιρεσείουσα συνολική ποινή των επτά (7) ετών, καθώς και τη διάταξη περί υποχρεώσεως αυτής (αναιρεσείουσας) να καταβάλει στην ως άνω υποστηρίζουσα την κατηγορία εταιρεία το ποσό των 45 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την εν λόγω πράξη (πλαστογραφία). Επιπλέον, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την εν μέρη αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.) και να απορριφθεί, κατά τα λοιπά, η αίτηση αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 76/2023 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που αφορά την κήρυξη ενόχου της αναιρεσείουσας για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση άνω των 120.000 ευρώ και των δύο επί μέρους πράξεων που αναφέρονται σ’ αυτήν, καθώς και κατά το μέρος που αφορά την επιβολή ποινής για την ανωτέρω πράξη, το συνυπολογισμό ποινής κάθειρξης ενός (1) έτους από την ποινή της πράξης αυτής στην καταγνωσθείσα συνολική ποινή και την υποχρέωση αυτής (αναιρεσείουσας) να καταβάλει στην υποστηρίζουσα την κατηγορία χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για την πράξη αυτή.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το ως άνω μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 8.5.2023, δήλωση (αίτηση) της αναιρεσείουσας – κατηγορούμενης, … για αναίρεση της υπ’ αρ.76/2023 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαρτίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Ιουνίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ