του Ιωάννη Πετρόπουλου, Προέδρου Πρωτοδικών
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η υφ’ όρον απόλυση εισήχθη στην Ελληνική έννομη τάξη, το έτος 1917, με το νόμο 811. Σκοπός της, η αποτροπή της υποτροπής και η διευκόλυνση της κοινωνικής επανένταξης των καταδίκων. Κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, η υφ’ όρον απόλυση δεν αποτελεί «απαλλαγή από της ποινής, αλλά στάδιο της εκτελέσεως αυτής» (ΟλΑΠ 106/1991 ΕλΔνη 1991.1546, ΑΠ 684/2018, ΑΠ 1154/2021 τράπεζα νομικών πληροφοριών «νόμος»). Στην πράξη όμως, εξυπηρετεί και άλλους σκοπούς, πολλές φορές αντιφατικούς, άλλοτε ως μέσο αποσυμφόρησης των φυλακών και άλλοτε ως μέσο άσκησης αντεγκληματικής πολιτικής. Εξ ου, οι συχνές νομοθετικές μεταβολές, με τελευταία αυτή των άρθρων 23 έως 26 του ν. 5090/2024. Από τα άρθρα αυτά, το άρθρο 25 μετέβαλε ριζικά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγησή της. Αυτές θα ερευνηθούν παρακάτω, σε συνδυασμό με το προϊσχύσαν δίκαιο.
ΤΥΠΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ: Καταρχήν, το δικαστικό συμβούλιο, ενώπιον του οποίου άγεται υπόθεση υφ’ όρον απολύσεως, ερευνά αν είναι τοπικά αρμόδιο. Αρμόδιο Συμβούλιο είναι αυτό του τόπου έκτισης της ποινής κατά το χρόνο της λήψης της απόφασης επί της αίτησης για υφ’ όρον απόλυση (άρθρο 110 παρ.1 εδ.α΄ του ΠΚ). Σε διαφορετική περίπτωση, η αίτηση απορρίπτεται. Κατόπιν, εξετάζει, αν συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις χορηγήσεώς της, δηλαδή: α) Η ύπαρξη καταδίκης και β) και η έκτιση μέρους της ποινής (άρθρο 105Β του ΠΚ). Σε θετική περίπτωση, ακολουθεί η αξιολόγηση της διαγωγής του καταδίκου, κατά το χρόνο εκτίσεως της ποινής του, η οποία άπτεται της ουσίας της υποθέσεως (ουσιαστική προϋπόθεση) και ρυθμίζεται στο άρθρο 106 του ΠΚ.
ΤΟ ΠΡΟΪΣΧΥΣΑΝ ΔΙΚΑΙΟ: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 106 παρ.1 του ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 του ν. 4855/2021, «Η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Μόνη η αναιτιολόγητη επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για τη μη χορήγηση της απόλυσης.».
Αν και δεν αναφέρεται ρητώς, συνάγεται ερμηνευτικώς ότι μοναδική ουσιαστική προϋπόθεση, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, για τη χορήγηση της απόλυσης υπό όρους, είναι η καλή διαγωγή του κρατουμένου, κατά το χρόνο εκτίσεως της ποινής του. Ο νομοθέτης, σκοπίμως, δεν αναφέρεται σε άψογη ή άμεμπτη διαγωγή, ούτε προβαίνει σε χαρακτηρισμό της λέξης διαγωγή, με τη χρήση οποιουδήποτε επιθετικού προσδιορισμού. Πρόκειται για την τρίτη και μοναδική ουσιαστική προϋπόθεση που θέτει ο νόμος. Η συνδρομή της δεν χρειάζεται να αιτιολογείται από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο (ΟλΑΠ 4/1998 ΠοινΧρ 1998.875). Κατά συνέπεια, αν διαπιστωθεί ότι η προϋπόθεση αυτή συντρέχει, η χορήγηση της απολύσεως είναι υποχρεωτική και συνιστά τον κανόνα (ΑΠ 843/2023 τράπεζα νομικών πληροφοριών «νόμος»), ενώ η παραμονή στη φυλακή του καταδίκου την εξαίρεση.
Το τελευταίο συμβαίνει, εάν το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο κρίνει, με ειδική προς τούτο αιτιολογία, ότι η διαγωγή του καταδίκου, κατά τη διάρκεια της εκτίσεως της ποινής του, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων (ΟλΑΠ 4/1997 ΠοινΧρ 1997.1476). Στη διάρκεια της εκτίσεως της ποινής συμπεριλαμβάνεται και το χρονικό διάστημα, αν υπάρχει, της προσωρινής κρατήσεως του καταδίκου (ΑΠ 843/2023 ό.π.). Η αιτιολογία στην περίπτωση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που καθιστούν αναγκαία τη συνέχιση της κράτησης του καταδίκου, για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων (Καϊάφα – Γκμπάντι, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2008.485). Επομένως, για την αξιολόγηση της διαγωγής του πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η εν γένει συμπεριφορά του, όπως εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του, ενώ για την αξιολόγηση της επικινδυνότητας αυτού προς τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ο χαρακτήρας του, όπως διαγιγνώσκεται με βάση την όλη διαγωγή του κατά τη διάρκεια εκτίσεως της ποινής του. Αυτό γίνεται όταν αξιολογούνται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, αντιληπτά στον εξωτερικό κόσμο, τα οποία συνιστούν δείγματα γραφής για την επικινδυνότητα του καταδίκου προς τα έννομα αγαθά (ΣυμβΠλημΠειρ 1574/2004 ΠοινΧρ 2005.557). Χαρακτηριστικές δε περιπτώσεις είναι η μη τήρηση των όρων τυχόν χορηγηθείσης τακτική αδείας στον κρατούμενο, η τέλεση πειθαρχικού ή πειθαρχικών παραπτωμάτων εκ μέρους του καταδίκου, κατά την έκτιση της ποινής, η οποία όμως, όπως ορίζει η σχετική διάταξη, δεν αρκεί από μόνη της για τη μη χορήγηση της απόλυσης, αλλά πρέπει να καταδεικνύει την ανωτέρω επικινδυνότητά του, καθώς και την έλλειψη σωφρονισμού του.
Αντιθέτως, δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία, που ανάγονται στον χρόνο πριν από την καταδίκη του, και συγκεκριμένα, στην πράξη για την οποία καταδικάσθηκε, στην προηγούμενη ζωή του και στις προγενέστερες ατομικές και κοινωνικές του περιστάσεις, αφού τα στοιχεία αυτά αξιολογήθηκαν κατ’ άρθρον 79 του ΠΚ, για την επιμέτρηση της ποινής, που επιβλήθηκε σ’ αυτόν. Η ερμηνεία αυτή συνάδει αφ’ ενός μεν, προς το νομικό χαρακτήρα και το σκοπό του θεσμού της υφ’ όρον απολύσεως, ως σωφρονιστικού μέτρου, που αποσκοπεί στην αποφυγή της υποτροπής δια της ηθικής βελτιώσεως του καταδίκου και στην κοινωνική αποκατάσταση αυτού, αφ’ ετέρου δε, προς την υπεροχή της ειδικής προλήψεως ως σκοπού της ποινής, στο στάδιο αυτό (ΟλΑΠ 4/1997, ΑΠ 983/2020 «νόμος»).
Κριτική επί του προϊσχύσαντος δικαίου: Η ρύθμιση αυτή αποτέλεσε την κατάληξη νομοθετικών αλλαγών, οι οποίες ξεκίνησαν το έτος 1993, με το ν. 2172/1993, και σκοπό είχαν: α) Την κάμψη της διστακτικότητας των δικαστικών συμβουλίων να εφαρμόσουν το θεσμό της υφ’ όρον απολύσεως, λόγω του είδους του εγκλήματος που τελέσθηκε, με αποτέλεσμα να παραμένει ανενεργός και β) την αποτροπή αυθαίρετης και ανομοιόμορφης εφαρμογής του θεσμού αυτού, άλλοτε με υπέρμετρη αυστηρότητα και άλλοτε με αδικαιολόγητη επιείκεια. Για τους λόγους αυτούς, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις χορηγήσεως της υφ’ όρον απολύσεως αποδεσμευτήκαν από την τελεσθείσα πράξη, την προηγούμενη ζωή του καταδίκου, τις προηγούμενες ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις του δράστη.
Οι ρυθμίσεις όμως αυτές επικρίθηκαν σφόδρα. Ειδικότερα, χαρακτηρίσθηκαν ως υπερβολικά επιεικείς. Θεωρήθηκε ότι δεν ικανοποιούν πλήρως τους σκοπούς της ειδικής προλήψεως. Κρίθηκαν ασφυκτικές για τους δικαστές, διότι περιορίζουν την ουσιαστική τους κρίση, καθιστώντας το Συμβούλιο ως ένα απλό ενδιάμεσο όργανο, χωρίς εξουσία. Ενώ σχολιάσθηκε αρνητικά το γεγονός ότι ειδική αιτιολογία επιβάλλεται μόνον σε περίπτωση αρνητικής για την απόλυση κρίσης, γεγονός το οποία άγει σε ελλιπή κρίση και στέρηση της κατά νόμο αιτιολογίας σε περίπτωση θετικής κρίσης.
Μερίδα της νομολογίας επεχείρησε, με διάφορες κατασκευές, να αντιμετωπίσει τις επιφυλάξεις αυτές, προκειμένου κατάδικοι ειδεχθών εγκλημάτων, που προκάλεσαν το κοινό αίσθημα, να μην απολυθούν υπό όρους, καίτοι κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς τους δεν υπέπεσαν σε πειθαρχικά παραπτώματα, τήρησαν τους όρους χορηγηθεισών τακτικών αδειών, επέδειξαν προσήλωση και πειθαρχία στην τήρηση του προγράμματος τους καταστήματος κρατήσεως και γενικώς η διαγωγή τους χαρακτηρίσθηκε ως «καλή», στις σχετικές εκθέσεις των αρμοδίων οργάνων του καταστήματος κρατήσεως. Συγκεκριμένα αυτό επιχειρήθηκε: 1) Με την εισαγωγή του όρου της «κατ’ επίφαση» καλής διαγωγής του καταδίκου, δηλαδή της προσποιητής, χωρίς βούληση μεταβολής του χαρακτήρα, με κύριο σκοπό την απόλαυση των παρεχομένων προνομίων (όπως και η υφ’ όρον απολύσεως), ως αντάλλαγμα της φερόμενης καλής διαγωγής, η οποία όμως είναι σκοπούμενη, διαμορφώνεται υπό την απειλή πειθαρχικών κυρώσεων και δεν ενέχει το στοιχείο της πρωτοβουλίας και της εκούσιας αποδοχής (βλ. ΑΠ 843/2023). 2) Με την εισαγωγή του όρου της «αληθούς – πραγματικής διαγωγής» του καταδίκου (σε αντιδιαστολή προς την «εξωτερικά καλή διαγωγή»), ήτοι της αληθούς και πραγματικής θετική συμπεριφοράς του, που πηγάζει από την ενδόμυχη αποδοχή των κανόνων της προσήκουσας εκδηλωτικής συμπεριφοράς, η οποία συνιστά το θεμέλιο της διαπιστωμένης καλής διαγωγής, ενώ αποτελεί το ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητας και αποδεικνύει την ηθική βελτίωση του κρατούμενου, διότι η πειθήνια προσαρμογή του κρατούμενου στο καθημερινό πρόγραμμα της φυλακής δεν μπορεί να αποτελέσει αλάνθαστη ένδειξη για την ανυπαρξία μελλοντικής υποτροπής του (βλ. ΑΠ 843/2023). 3) Με την αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως, με αποτέλεσμα να απαιτείται ειδική αιτιολογία και σε περίπτωση χορηγήσεως υφ’ όρον απολύσεως, ενώ από το γράμμα του νόμου της διατάξεως του άρθρου 106 του ΠΚ, αυτή τεκμαιρόταν και η μη χορήγησή της απαιτούσε ειδική ατιολογία (βλ. ΑΠ 843/2023). Δηλαδή, η μοναδική ουσιαστική προϋπόθεση για τη χορήγηση της απόλυσης υπό όρους, με βάση αυτή την τελευταία διάταξη, της καλής διαγωγής του καταδίκου, δεν θεωρείται δεδομένη, με συνέπεια η αξίωση για ειδική αιτιολογία να αφορά τόσο τη χορήγηση όσο και τη μη χορήγηση της απόλυσης. 4) Με τη σύνδεση της κρίσης σχετικά με την «επικινδυνότητα του καταδίκου προς τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων», με στοιχεία που ανάγονται στον χρόνο πριν από την καταδίκη του, τα οποία όμως, είτε αφορούν στις πράξεις, για τις οποίες καταδικάσθηκε ο κρατούμενος, ή ανάγονται στην προηγούμενη ζωή του και στις προγενέστερες ατομικές και κοινωνικές του περιστάσεις (βλ. ΑΠ 843/2023). 5) Με την έρευνα κατά πόσον ο κατάδικος παρέχει «προσδοκία εντίμου βίου στο μέλλον» και μπορεί να επανέλθει ακινδύνως στην κοινωνία, αν και η προϋπόθεση αυτή ανάγεται, στην πραγματικότητα, στο νομοθετικό πλαίσιο του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα πριν το ν. 2172/1993, οπότε και η σχετική προϋπόθεση αξιωνόταν πλάι στην καλή διαγωγή και σωρευτικά με αυτήν (βλ. και Ι. Μοροζίνη, Σκέψεις για την υφ’ όρον απόλυση μετά το ν. 4855/2021: Το οριστικό τέλος του θεσμού, ΠοινΧρ 2022, σελ. 488). 6) Με την, κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του καταδίκου ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, παρουσίασή του ως «αμετανόητου εγκληματία», σε περίπτωση που, κατόπιν σχετικών ερωτήσεων, εξακολουθεί να μην αποδέχεται την πράξη ή τις πράξεις, για τις οποίες καταδικάσθηκε, ή επιρρίπτει σε άλλους την ευθύνη γι’ αυτές.
Οι θέσεις αυτές, δικαίως, επικρίθηκαν, ως μη έχουσες έρεισμα στο νόμο, διότι προτάσσουν τη σκοπιμότητα, έναντι της νομιμότητας, απηχούν παρωχημένες – ξεπερασμένες απόψεις, που ίσχυαν στο νομοθετικό πλαίσιο του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, πριν το ν. 2172/1993, και αξιωνόταν τότε πρόσθετες ουσιαστικές προϋποθέσεις, πέραν της καλής διαγωγής και σωρευτικά με αυτήν, για την χορήγηση της υφ’ όρον απολύσεως, διότι άγουν σε μεταχείριση του καταδίκου ως «κατηγορουμένου», κάτι που δεν συνάδει με τη φύση της ακροάσεως ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, που κρίνει σχετικά με την απόλυση και διότι λαμβάνουν υπ’ όψιν στοιχεία, που ανάγονται στον χρόνο πριν από την καταδίκη και συγκεκριμένα, στην πράξη για την οποία κάποιος καταδικάσθηκε, στην προηγούμενη ζωή του και στις προγενέστερες ατομικές και κοινωνικές του περιστάσεις, αν και τα στοιχεία αυτά αξιολογήθηκαν κατ’ άρθρον 79 του ΠΚ, για την επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε.
ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΔΙΚΑΙΟ: Από την 01η Μαΐου 2024, δυνάμει των άρθρων 25 και 138 παρ.1 του ν. 5090/2024 (ΦΕΚ A’ 30), η παρ.1 του άρθρου 106 του ΠΚ τροποποιείται ως εξής: «Η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, σε συνδυασμό με τη διάγνωση της πιθανότητας επανάληψης του εγκλήματος κατά τον χρόνο δοκιμασίας, όπως προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του εγκλήματος, σε σχέση με την εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων.»
Εισαγωγικά: Ο νομοθέτης, συνειδητοποιώντας τις ανωτέρω παθογένειας, τροποποίησε το άρθρο 106 του ΠΚ, επί το αυστηρότερον, διευρύνοντας τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση της υφ’ όρον απολύσεως, με σκοπό το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο να έχει μεγαλύτερη ευχέρεια ουσιαστικής κρίσης. Επιπλέον, η κρίση αυτή, θετική ή αρνητική, πρέπει να αιτιολογείται (σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο, όπου ειδική αιτιολογία απαιτούταν, όταν η απόλυση δεν χορηγούταν). Εκ του γεγονότος αυτού, συνάγεται ερμηνευτικώς (αν και δεν αναφέρεται ρητώς στο νέο άρθρο, όπως στο προγενέστερο), ότι μόνη η αναιτιολόγητη επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος, κατά την έκτιση της ποινής, δεν αρκεί για τη μη χορήγηση της απόλυσης από το αρμόδιο Συμβούλιο.
Ουσιαστικές προϋποθέσεις: Υπό το νέο δίκαιο, η απόλυση υπό όρους εξακολουθεί να αποτελεί τον κανόνα και είναι υποχρεωτική. Αντιθέτως, η μη χορήγηση συνιστά την εξαίρεση, η οποία μάλιστα είναι δυνητική. Αυτό μαρτυρεί το γεγονός ότι ο νομοθέτης και στη νέα διάταξη ενέμεινε στην αρνητική διατύπωση, ορίζοντας πότε αυτή δεν μπορεί να χορηγηθεί.
Αν και δεν τονίζεται ρητώς, και στη νέα διάταξη, βασική προϋπόθεση για τη χορήγηση της υφ’ όρον απολύσεως αποτελεί η καλή διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του. Όμως, παραλλήλως και σωρευτικώς με την προϋπόθεση αυτή, θα πρέπει να διαγιγνώσκεται ότι δεν πιθανολογείται επανάληψη του εγκλήματος κατά τον χρόνο δοκιμασίας από τον απολυθέντα. Η διάγνωση αυτή δεν είναι αυθαίρετη, αλλά πρέπει να βασίζεται: α) Στα χαρακτηριστικά του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αιτηθείς την υφ’ όρον απόλυση και β) στην εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεών του. Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, το Συμβούλιο άγεται στο συμπέρασμα ότι δεν καθίσταται αναγκαία η συνέχιση της κράτησης του καταδίκου, για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων, και διατάσσει την απόλυσή του.
Αντιθέτως, ο καταδικασθείς δύναται να μην απολυθεί υπό όρους, όταν η διαγωγή του, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Αυτό συμβαίνει λ.χ. όταν έχει υποπέσει σε σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα, όταν διαπράττει συνεχώς πειθαρχικά παραπτώματα, όταν έχει παραβιάσει τους όρους τυχόν χορηγηθείσης τακτικής άδειας, όταν τελέσει ποινικά αδικήματα κατά την έκτιση της ποινή του, όταν γενικά δεν τηρεί τους όρους και το πρόγραμμα της φυλακής και οι σχέσεις του με τους συγκρατουμένους του και το προσωπικό της φυλακής δεν είναι αρμονικές, όταν έτυχε υφ’ όρον απολύσεως, αλλά αυτή ανακλήθηκε λόγω μη τηρήσεως των τεθέντων όρων. Παρά ταύτα, αν τα πειθαρχικά παραπτώματα είναι μεμονωμένα, ήσσονος σημασίας, αν έχουν διαγραφεί και έχει παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα, από την τέλεση του τελευταίου, κατά το οποίο ο κατάδικος δεν έχει διαπράξει νέα ή αν η τέλεσή τους οφείλεται σε έξεις, που είχε αυτός αποκτήσει, πριν την είσοδό του στο κατάστημα κρατήσεως, τις οποίες αντιμετώπισε, κατά την κράτησή του, με την επιτυχή παρακολούθηση, για παράδειγμα, θεραπευτικού προγράμματος, το Συμβούλιο μπορεί να αχθεί σε κρίση ότι δεν καθίσταται πλέον αναγκαία η συνέχιση της κράτησης, για να αποτραπεί η τέλεση από τον καταδικασθέντα νέων αξιόποινων πράξεων, με αποτέλεσμα να απολυθεί υπό όρους.
Ακόμα και αν η διαγωγή του καταδικασθέντος κριθεί καλή, ο τελευταίος δύναται να μην απολυθεί, όταν διαγνωσθεί πιθανότητα επανάληψης του εγκλήματος κατά τον χρόνο δοκιμασίας, όπως προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του εγκλήματος, σε σχέση με την εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος. Στο σημείο αυτό, το νέο άρθρο 106 του ΠΚ καινοτομεί, διότι δεν αρκεί, πλέον, η καλή διαγωγή του καταδίκου, για την υφ’ όρον απόλυση, αλλά και η μη πιθανολόγηση τέλεσης του εγκλήματος ή των εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο κρατούμενος, κατά το χρόνο της δοκιμασίας του. Σε ένα ακόμα σημείο, στο οποίο το νέο άρθρο καινοτομεί είναι το εξής: Ότι, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο, κατά το οποίο η απορριπτική κρίση έπρεπε να στηρίζεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά του εξωτερικού κόσμου, που συνέβησαν και υπήρχαν κατά το χρόνο έκτισης της ποινής, και καθιστούσαν αναγκαία τη συνέχιση της κράτησης του καταδίκου, για να αποτραπεί η τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων, στη νέα διάταξη αρκεί πιθανολόγηση επανάληψης νέων πράξεων, δηλαδή σε εκτίμηση κινδύνου. Η διάγνωση – πιθανολόγηση αυτή πρέπει να προκύπτει αφ’ ενός μεν από τα χαρακτηριστικά του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κρατούμενος, αφ’ ετέρου δε σε σχέση με την εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος, δηλαδή να ερείδεται σε στοιχεία, τα οποία έχουν ήδη κριθεί στο στάδιο της ενοχής και της επιμέτρησης της ποινής. Είναι προφανές ότι και στο σημείο αυτό η νέα διάταξη καινοτομεί, διότι, σε αντίθεση με το προγενέστερο δίκαιο, για την απόλυση ή μη καταδίκου, λαμβάνονται πλέον υπ’ όψιν στοιχεία, που ανάγονται στον χρόνο πριν από την καταδίκη και συγκεκριμένα, στην πράξη για την οποία κάποιος καταδικάσθηκε, στην προηγούμενη ζωή του και στις προγενέστερες ατομικές και κοινωνικές του περιστάσεις, αν και τα στοιχεία αυτά έχουν ήδη αξιολογηθεί κατ’ άρθρον 79 του ΠΚ, για την επιμέτρηση της ποινής (contra ΟλΑΠ 4/1998, Ολ. ΑΠ 4/1997, ΣυμβΕφΛαρ 125/2007, ΣυμβΕφΛαμ 22/2006, αλλά υπό άλλο νομικό καθεστώς, όλες δημοσιευμένες στην τράπεζα νομικών πληροφοριών «νόμος»).
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ: Το Ζήτημα: Με αφορμή τα ανωτέρω, τίθεται πλέον το ερώτημα, σε κάθε Δικαστικό Συμβούλιο της Επικράτειας, ποιο δίκαιο θα εφαρμόσει, από την 01η Μαΐου 2024 και εντεύθεν, όταν κληθεί να αποφανθεί επί αιτήσεως καταδίκου για υπό όρους απόλυσή του. Διαφορετικά, όσον αφορά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της υφ’ όρον απολύσεως, θα εφαρμοσθεί, αμέσως και αδιακρίτως, το άρθρο 106 του ΠΚ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τα άρθρα 25 και 138 παρ.1 του ν. 5090/2024 (ΦΕΚ A’ 30), ή θα εφαρμόσει το ίδιο άρθρο, όπως αυτό ίσχυε υπό το καθεστώς του ν. 4619/219 ή σύμφωνα με την τροποποίησή του με το ν. 4855/2021.
Η αντιμετώπιση: Κομβικής σημασίας ζήτημα αποτελεί η απάντηση στο ερώτημα αν η υφ’ όρον απόλυση αποτελεί θεσμό του ουσιαστικού ή του δικονομικού ποινικού δικαίου. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, αποτελεί θεσμό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, αφού δι’ αυτής επιδιώκεται η αποτροπή της υποτροπής, με τη βελτίωση του καταδίκου και την κοινωνική του επανένταξη (ΑΠ 532/1999 ΝοΒ 49.1356), όπως άλλωστε καταδεικνύει και η ένταξή της στις ουσιαστικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα (ΣυμβΕφΠειρ 148/2002 ΠοινΔ/νη 2002.536, ΣυμβΕφΠειρ 109/2002 Ποιν.Δ/νη 2002.531, ΣυμβΕφΠατρ 313/2002 τράπεζα νομικών πληροφοριών «νόμος», ΣυμβΕφΛαρ 294/2001 ΠοινΧρον 2002.62, ΣυμβΠλημΘηβ 72/2024 αδημ. και 4434/2-10-2001 Εγκύκλιος του Υπουργείου Δικαιοσύνης σε ΠοινΔνη 4.987). Επομένως, επ’ αυτής ισχύει η αρχή της εφαρμογής του επιεικέστερου ποινικού νόμου και κατά το στάδιο εκτελέσεως της ποινής, τόσο για τις τυπικές, όσο και για τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της απολύσεως υπό όρο (ΣυμβΕφΠειρ 148/2002, ΣυμβΕφΠειρ 109/2002, ΣυμβΕφΠατρ 313/2002, ΣυμβΕφΛαρ 294/2001, ΣυμβΠλημΘηβ 72/2024 αδημ. και 4434/2-10-2001 Εγκύκλιος του Υπουργείου Δικαιοσύνης σε Ποιν.Δ/νη 4. 987).
Υπ’ αυτά τα δεδομένα, η αρχή της lex mitior (ηπιοτέρου νόμου), η οποία στον νέο ΠΚ έχει προσλάβει την ακόλουθη μορφή στο άρθρο 2 παρ.1: «Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου», επιβάλλει την εφαρμογή της ευμενέστερης διάταξης (ΓνμΕισΑΠ 6/2020 τράπεζα νομικών πληροφοριών «νόμος»). Από τη συγκριτική ανάγνωση της διατάξεως του άρθρου 106 του ΠΚ, ως αυτή ίσχυε υπό τους νόμους 4619/219 και 4855/2021 και ισχύει υπό το ν. 5090/2024, προκύπτει ότι ευμενέστερη για τον κατάδικο είναι αυτή του ν. 4619/2019, έναντι αυτής του ν. 4855/2021. Τούτο διότι με τον μεν νόμο 4855/2021 για την μη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης αρκεί ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά την συνέχιση της κράτησής του «αναγκαία» και όχι «απολύτως αναγκαία», όπως οριζόταν υπό το ν. 4619/2019, για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιοποίνων πράξεων. Επιπλέον, ευμενέστερο για τον κατάδικο είναι το ισχύσαν άρθρο 106 του ΠΚ, με τους ν. 4619/2019 και 4855/2021, έναντι του νυν ισχύοντος με το ν. 5090/2024. Τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε και σε αντίθεση με την προϊσχύουσα διάταξη, ορίζεται πλέον ότι η υπό όρο απόλυση μπορεί να μην χορηγηθεί, εάν το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο κρίνει ότι η διαγωγή του καταδίκου κατά τον χρόνο έκτισης της ποινής «σε συνδυασμό με τη διάγνωση της πιθανότητας επανάληψης του εγκλήματος κατά τον χρόνο δοκιμασίας, όπως προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του εγκλήματος, σε σχέση με την εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του…», ήτοι τίθενται πλέον πρόσθετες ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγησή της και λαμβάνονται υπόψη στοιχεία που ανάγονται στον προ της καταδίκης χρόνο, και δη στην πράξη για την οποία κάποιος καταδικάστηκε, στην προηγούμενη ζωή του και στις προγενέστερες ατομικές και κοινωνικές του περιστάσεις.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Επομένως, εφ’ όσον η πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο κρατούμενος, τελέσθηκε πριν την 12η-11-2021, εφαρμόζεται, ως ευμενέστερο, το άρθρο 106 του ΠΚ, ως ίσχυε με την εισαγωγή του ν. 4619/2019, ασχέτως του πότε συνεδρίασε το αρμόδιο Συμβούλιο. Αν τελέσθηκε μετά την 12η-11-2021 και πριν την 01η-05-2024, εφαρμόζεται, ως ευμενέστερο, το άρθρο 106 του ΠΚ, ως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το ν. 4855/2021, ασχέτως του πότε συνεδρίασε το αρμόδιο Συμβούλιο. Τέλος, εάν τελέσθηκε από την 01η-05-2024 και εντεύθεν, εφαρμόζεται το άρθρο 106 του ΠΚ, ως ισχύει μετά την εκ νέου τροποποίησή του με το ν. 5090/2024 (για τα ανωτ. ΣυμβΠλημΘηβ 72/2024 αδημ.).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Είναι γεγονός ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις, για τη χορήγηση της υφ’ όρον απολύσεως, μετά την εισαγωγή του ν. 5090/2024, τροποποιήθηκαν προς το αυστηρότερο. Αναμφίβολα, με το νέο άρθρο 106 του ΠΚ, ικανοποιούνται καλύτερα οι σκοποί της ειδικής προλήψεως, ενώ το Δικαστικό Συμβούλιο διαθέτει πλέον μεγαλύτερη ευχέρεια ουσιαστικής κρίσης. Όμως, ελλοχεύει ο κίνδυνος οι νέες διατάξεις να εφαρμοσθούν με διστακτικότητα και άμετρη αυστηρότητα, με μόνο κριτήριο το είδος του εγκλήματος που τελέσθηκε, και σε πολλές περιπτώσεις ο θεσμός να παραμένει αδικαιολόγητα ανενεργός. Επίσης, είναι πάντα υπαρκτός και ο κίνδυνος αυθαίρετης και ανομοιόμορφης εφαρμογής των νέων διατάξεων είτε με υπέρμετρη αυστηρότητα ή με αδικαιολόγητη επιείκεια. Εναπόκειται, λοιπόν, στα μέλη των Δικαστικών Συμβουλίων να επιδείξουν σύνεση και μετριοπάθεια κατά την εφαρμογή τους, απαλλαγμένα από τις σειρήνες της εποχής, με κυριότερες αυτές του λαϊκισμού, του άκρατου «δικαιωματισμού» και του δικαστικού «ακτιβισμού».