Αριθμός 1200/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη-Εισηγητή, Βασιλική Ηλιοπούλου, Μαρία Βασδέκη και Αναστασία Μουζάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Χαλντούπη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ι. Β. του Κ., κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Λάρισας ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αθηνά Χαρβαλάκου, για αναίρεση της υπ’αριθ. 171/2018 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Με πολιτικώς ενάγουσες τις 1. Α. Χ. και 2. Α. Φ., κάτοικοι …, οι οποίες δεν εμφανίστηκαν.
Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 20.9.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 130/20.9.2018 αίτηση αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1283/2018.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να εφαρμοστεί ο επιεικέστερος νεότερος νόμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνον ως προς τις διατάξεις της περί απορρίψεως του ισχυρισμού αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. ε’ Π.Κ και περί επιβολής ποινής και να παραπεμφθεί η δίκη κατά το αναιρούμενο μέρος για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση και την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 20-9-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 130/20-9-2018 αίτηση του Ι. Β. του Κ. και Γ., κατοίκου …) και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Λάρισας, για αναίρεση της υπ’ αριθμό 171/2018 καταδικαστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, από τον ίδιο προσωπικά, ενώπιον του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης της εν λόγω Φυλακής, Δ. Π. (άρθρα 473 παρ. 2 και 3 και 474 παρ. 1 εδάφ. α’ και β’ του Κ.Π.Δ.), όπως ίσχυαν πριν από το Νόμο 4620/2019 και εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο 589 παρ. 2, ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε πριν την 1 Ιουλίου 2019 που άρχισε να ισχύει ο ανωτέρω Νόμος (άρθρο 585 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Τούτο δε διότι, η προσβαλλομένη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη Γραμματεία του Ποινικού Τμήματος του εν λόγω Εφετείου, στις 12-9-2018, με αριθμό ….
Συνεπώς, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των λόγων της.
Σύμφωνα με το άρθρο 7 του ισχύοντος Συντάγματος, “έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης”. Επίσης, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., “ουδείς δύναται να καταδικασθή διά πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ’ ην στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος”, ενώ, κατά το άρθρο 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το νόμο 2462/1997, “κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήταν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξής τους. Επίσης, δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Π.Κ., “αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις”. Αναλόγου περιεχομένου είναι και η αντίστοιχη διάταξη του νέου Π.Κ. (Νόμος 4619/2019) ισχύουσα από 1-7-2019 (βλ. άρθρο 460 αυτού). Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (Ο. Α.Π. 1/2014, Α.Π. 1025/2020). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, με την οποίαν καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος, με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμία από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου Π.Κ., ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον”. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος των απειλούμενων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης, ενώ θεωρείται η πρώτη βαρύτερη της δεύτερης και σε περίπτωση χρηματικής ποινής λαμβάνεται υπόψη επί ίσων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης και η χρηματική ποινή, η οποία, σε κάθε περίπτωση, θεωρείται ελαφρύτερη της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Με το άρθρο 461 του νέου Π.Κ. (Νόμος 4619/2019) “Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Ποινικού Κώδικα καταργείται ο Ποινικός Κώδικας που ισχύει από την 1 Ιανουαρίου 1951, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που τροποποιούσε το νόμο αυτό”. Κατά τη διάταξη του άρθρου 380 παρ. 1 εδαφ. α’ και β’ και 2 του Π.Κ., όπως ίσχυε μέχρι την 30-6-2019, “1.α. Όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κάθειρξη. 1.β. Η τέλεση της πράξης του προηγουμένου εδαφίου με κάλυψη ή αλλοίωση των χαρακτηριστικών του προσώπου του δράστη συνιστά επιβαρυντική περίσταση. 2. Αν από την πράξη προήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου….. επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη”. Στην διάταξη δε του ιδίου άρθρου παρ. 1 και 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Π.Κ. ορίζεται ότι: “1. Όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή. 2. Αν από την πράξη επήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου…….. επιβάλλεται ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή”. Από τη σύγκριση των προαναφερομένων διατάξεων προκύπτει ότι, για την αξιόποινη πράξη της ληστείας, από την οποίαν επήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου, υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος Π.Κ. προβλεπόταν η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Ακόμη, η τέλεση της πράξης με κάλυψη ή αλλοίωση των χαρακτηριστικών του προσώπου του δράστη συνιστούσε επιβαρυντική περίσταση, ενώ υπό το καθεστώς του νέου Ποινικού Κώδικα, παρ. 2 “Αν από την πράξη επήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου……. επιβάλλεται ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή”.
Συνεπώς, η διάταξη του άρθρου 380 παρ. 1 εδαφ. α’ και β’ και 2 του προϊσχύσαντος Π.Κ., περιείχε δυσμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, αφού με αυτό προβλεπόταν η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, ενώ με το άρθρο 380 παρ. 1 και 2 του νέου Ποινικού Κώδικα, προβλέπεται διαζευκτικά η ποινή της ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης με κατώτατο όριο των δέκα ετών και με ανώτατο αυτό των δεκαπέντε ετών (άρθρο 52 παρ. 2) και σωρευτικά και η χρηματική ποινή, και επιπλέον, απαλείφθηκε η διάταξη του εδαφίου β’ της παρ. 1, περί του ότι: “Η τέλεση της πράξης του προηγουμένου εδαφίου με κάλυψη ή αλλοίωση των χαρακτηριστικών του προσώπου του δράστη συνιστά επιβαρυντική περίσταση”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ληστείας, με την οποία προσβάλλεται τόσο η προσωπική ελευθερία, όσο και η ατομική ιδιοκτησία, απαιτείται η άσκηση παράνομης βίας κατά προσώπου ή η εκδήλωση απειλών κατ’ αυτού, που μπορούν να κάμψουν την αντίστασή του, ενωμένων με άμεσο κίνδυνο για την ζωή και για την υγεία του και η ταυτόχρονη αφαίρεση με την βία από την κατοχή εκείνου ξένου (ολικά ή μερικά) κινητού πράγματος ή ο εξαναγκασμός του προσώπου σε παράδοση του πράγματος, για να το ιδιοποιηθεί παράνομα ο δράστης. Είναι έγκλημα σύνθετο, αποτελούμενο από την αντικειμενική υπόσταση της κλοπής και της παράνομης βίας, τελευταία δε αυτή η οποία, ως μέσον, άγει στην ικανοποίηση του σκοπού (Α.Π. 290/2016). Κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, αν από την πράξη επήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου ή βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 310) ή αν η πράξη εκτελέσθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου, επιβάλλεται ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι ληστεία, που τελείται με δόλο, τιμωρείται βαρύτερα, αν από τη ληστεία επέλθει το βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου ή της βαριάς σωματικής βλάβης του ληστευθέντος θύματος, η ευθύνη του δράστη θεμελιώνεται μόνον αν ο θάνατος ή η βαριά σωματική βλάβη μπορούν να αποδοθούν σε αμέλεια του δράστη, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 28 του Π.Κ., οπότε όμως έχει ως συνέπεια την βαρύτερη τιμωρία της ληστείας σύμφωνα με το άρθρο 29 του ιδίου Κώδικα. Κατά το άρθρο 28 τόσο του παλαιού όσο και του νέου Π.Κ. απαιτείται να διαπιστωθεί ότι: α) ο δράστης δεν κατέβαλε την κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποίαν όφειλε να καταβάλει κάθε συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη λογική, β) ότι αυτός με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, ως εκ της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει το αποτέλεσμα, το οποίο είτε δεν προείδε ή το προέβλεψε μεν, αλλά πίστευε ότι θα το απέφευγε και γ) ότι υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος του θανάτου του θύματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 29 του παλαιού Π.Κ. “στις περιπτώσεις όπου ο νόμος ορίζει ότι κάποια πράξη τιμωρείται με βαρύτερη ποινή όταν έχει ορισμένο αποτέλεσμα, η ποινή αυτή επιβάλλεται μόνο αν το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του δράστη”, ενώ κατά το ίδιο άρθρο του νέου Π.Κ. “στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος ότι κάποια πράξη τιμωρείται με βαρύτερη ποινή όταν έχει ορισμένο αποτέλεσμα, η πρόκληση του οποίου τυποποιείται ως αυτοτελές έγκλημα αμέλειας, η ποινή αυτή επιβάλλεται στον αυτουργό, μόνον αν το αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί τουλάχιστον σε αμέλειά του, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη”. Στην εν λόγω αξιόποινη πράξη αυτή περιέχονται τρία αυτοτελή εγκλήματα, ήτοι παράνομη βία, κλοπή (ή εκβίαση) και ανθρωποκτονία ή βαριά σωματική βλάβη εξ αμελείας. Εξ αυτών το τρίτο συνιστά το επιβαρυντικό αποτέλεσμα του συνθέτου εγκλήματος. Μεταξύ αυτών και της παρ. 2 υπάρχει απορρόφηση. Απαιτείται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ληστείας και θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης. Είναι αδιάφορο αν ο θάνατος επήλθε αμέσως από την ενέργεια του δράστη ή μετά πάροδο χρόνου από αυτήν, αρκεί ότι ο θάνατος επήλθε εξ αυτής ως μόνης ενεργού αιτίας (Α.Π. 980/2018).
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Π.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά, κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Επίσης, η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, που προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ’ αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης). Προκειμένου για το έγκλημα της ληστείας από την οποία επήλθε θάνατος, πρέπει επιπλέον, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής του υποστάσεως, να αιτιολογείται και ο δόλος του δράστη, ήτοι ο σκοπός αυτού που κατευθύνεται στην παραγωγή της ληστείας, ο οποίος μπορεί να είναι και ενδεχόμενος, που όμως πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς στην απόφαση, καθώς επίσης να αναφέρεται σ’ αυτή και ότι το βαρύτερο αποτέλεσμα που επήλθε, οφείλεται σε αμέλεια του κατηγορουμένου. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ. αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης, υπ’ αριθμό 171/2018, απόφασής του, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, που δίκασε, σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα επί λέξει, πραγματικά περιστατικά: “Στη … επί της οδού … την 25-9-2015 και περί ώρα 8.45, ο κατηγορούμενος, τέλεσε εκ προθέσεως την παρακάτω αναφερόμενη ληστεία, ήτοι έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, με σωματική βία αφαίρεσε από άλλον ξένο κινητό πράγμα, προκειμένου να το ιδιοποιηθεί παράνομα, από την πράξη του δε αυτή προήλθε ο θάνατος του παθόντος. Συγκεκριμένα, κατά τον προαναφερόμενο χρόνο και τόπο, επέβαινε στην υπ’ αριθμ. … δίκυκλη μοτοσυκλέτα DAYTONA, χρώματος μαύρου, ιδιοκτησίας του και έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του με κράνος σκούρου μπλε χρώματος, κινούμενος αντίθετα της κατεύθυνσης της ανωτέρω οδού, πλησίασε από πίσω την Σ. Φ. του Ι. και της Σ., γεννηθείσα το έτος 1926, και αφαίρεσε βίαια από αυτή την τσάντα της, η οποία περιείχε άγνωστο χρηματικό ποσό, ασκώντας σε αυτή σωματική βία και ρίχνοντάς την στο έδαφος προκειμένου να της αποσπάσει την τσάντα με αποτέλεσμα με την πράξη του αυτή να τραυματισθεί στο κρανίο και να υποστεί βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις εκ των οποίων, ως μόνης και ενεργούς αιτίας, επήλθε ο θάνατός της. Τα περιστατικά αυτά προκύπτουν από τη σαφή και πειστική κατάθεση του μάρτυρα Μ. Χ., αστυνομικού οργάνου, που ασχολήθηκε με το οπτικό υλικό, ανατρέχοντας στο αρχείο της υπηρεσίας του, όπου διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος παρακολουθούσε την ως άνω θανούσα, όταν αυτή η παθούσα γυναίκα έκανε ανάληψη χρημάτων από την τράπεζα, όπου μαζί της βγήκε από την τράπεζα και ο κατηγορούμενος, τον οποίο είδε ξανά ο ως άνω αστυνομικός στο βίντεο, να μπαίνει ανάποδα στο δρόμο που κινούταν η παθούσα και αφαίρεσε βίαια την τσάντα της, ρίχνοντάς την στο έδαφος προκειμένου να της αποσπάσει την τσάντα, με αποτέλεσμα από την πράξη του αυτή να τραυματισθεί στο κρανίο και να υποστεί βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις εκ των οποίων, ως μόνης και ενεργούς αιτίας, επήλθε ο θάνατός της, καθώς και από την απολογία του ως άνω κατηγορουμένου, ο οποίος αποδέχεται την πράξη της ληστείας. Η δε περί τούτου κατάθεσή του δεν αναιρείται από άλλο αποδεικτικό μέσο, καθόσον δεν προσκομίζεται τοιούτο περί του αντιθέτου, ούτε αποκρούεται δε με πειστικότητα από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Ισχυρίζεται βεβαίως ο κατηγορούμενος ότι καθ’ ον χρόνο τέλεσε την αξιόποινη αυτή πράξη της ληστείας, δεν γνώριζε για το θάνατό της, έως την ημέρα της σύλληψής του, την οποία πληροφορήθηκε τότε για πρώτη φορά και επομένως η ευθύνη του κατηγορουμένου για το αποτέλεσμα του θανάτου της άτυχης ηλικιωμένης Φ. Σ. δεν μπορεί να του αποδοθεί, ούτε από δόλο αλλά ούτε και από αμέλεια, καθόσον η πτώση της θανούσας και ο εν συνεχεία θανάσιμος τραυματισμός της (που προήλθε από την πτώση της) μπορεί να θεωρηθεί ως ατύχημα, χωρίς έμμεση επενέργεια της αμέλειας του δράστη της ληστείας, ως προς το επελθόν αποτέλεσμα και έτσι το βαρύτερο αποτέλεσμα κείται εκτός πάσης ανθρώπινης προβλέψεως (άρθρο 28 Π.Κ.) είναι δηλαδή τυχαία, και δεν καταλογίζεται στο δράστη. Επίσης ισχυρίζεται ότι κατά το χρόνο τελέσεως της ως άνω αξιόποινης πράξεώς του, ο εκκαλών-κατηγορούμενος ήταν εξαρτημένος από την χρήση ναρκωτικών ουσιών και τέλεσε αυτήν υπό την ιδιότητα αυτή και λόγω της τοξικομανίας του βρισκόταν σε διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών και της συνείδησής του και ως εκ τούτου συντρέχουν στην περίπτωσή του οι διατάξεις των άρθρων 34 και 36 Π.Κ. Και ναι μεν δεν αποδεικνύεται εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου ότι αυτός ήταν εξαρτημένος από την χρήση των ναρκωτικών ουσιών, αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι, αφενός μεν η τοξικομανία δεν οδηγεί σε έλλειψη ικανότητας προς καταλογισμό, αν δεν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της διάταξης του άρθρου 34 Π.Κ., αφετέρου ούτε το δικαστήριο οφείλει να θεωρήσει τον τοξικομανή ως ελαττωμένου καταλογισμού (Α.Π. 1837/2006, Ποιν. Χρον. ΝΖ’, 806), αφού δεν προτείνονται ορισμένως, πολλώ μάλλον δεν αποδεικνύονται πραγματικά περιστατικά, στα οποία μπορεί να στηριχθεί κρίση περί πλήρους ή μειωμένου καταλογισμού του, ένεκα της ιδιότητάς του αυτής. Επομένως οι ισχυρισμοί του αυτού, είναι απορριπτέοι προεχόντως ως αόριστοι, πέραν του ότι είναι και ουσία αβάσιμοι, αφού δεν απεδείχθησαν ως ουσία βάσιμοι και ως εκ τούτου είναι απορριπτέοι και ως τοιούτοι (ουσία αβάσιμοι). Και τούτο αφενός μεν ενόψει της κατά κατηγορηματικό τρόπο στάσης του, κατά την απολογία του, που φανερώνει πλήρη και σαφή γνώση και αντίληψη των ενεργειών του κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως αυτής και περαιτέρω πλήρη ύπαρξη σ’ αυτόν της συνειδήσεώς του και της ικανότητάς του να αντιλαμβάνεται το άδικο και να συμμορφώνεται προς την αντίληψή του αυτή. Αφετέρου γιατί, ειδικότερα, από κανένα των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων δεν προέκυψε σαφώς και αναμφιβόλως ότι αυτός υπό συγκεκριμένα περιστατικά, είτε είχε περιαγάγει τον εαυτό του και μάλιστα εξ αμελείας του ή εκ προθέσεως σε κατάσταση τοξικομανίας, είτε είχε περιέλθει σε τοιαύτη κατάσταση ώστε να έχει μειωμένη ικανότητα καταλογισμού. Η κρίση αυτή, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος είχε συνείδηση των υπ’ αυτού πραττομένων, ενισχύεται και από τον τρόπο δράσεώς του κατά την τέλεση της πράξεως αυτής, ο οποίος σύγκειται από το ότι παρακολουθούσε την παθούσα, την πλησίασε και της επετέθη χωρίς αυτή να τον αντιληφθεί, ότι επέμεινε στην απόσπαση της τσάντας της από τα χέρια της ακόμη και όταν αυτή είχε πέσει εξαιτίας της βιαιότητας της επιθέσεώς του στο έδαφος. Ήτοι από ενέργειες οι οποίες φανερώνουν σχέδιο δράσεως, εκτέλεση αυτού ώστε να επιτευχθεί το διωκόμενο αποτέλεσμα και σωματική ρώμη, στοιχεία τα οποία είναι δηλωτικά διαυγούς πνεύματος και ενεργείας βάσει προς τούτο βουλήσεως και αποφάσεως υπό κανονική κατάσταση. Επομένως, για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων, αφού αποδεικνύεται ότι η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο ως άνω αξιόποινη πράξη στοιχειοθετείται κατά την αντικειμενική και υποκειμενική της υπόσταση, πρέπει ο τελευταίος να κηρυχθεί ένοχος, απορριπτόμενων ως ουσία αβασίμων όλων των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό”.
Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, που δίκασε, όπως προεκτέθηκε, σε δεύτερο βαθμό, αφού κήρυξε ένοχο τον τότε κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, για την αξιόποινη πράξη της ληστείας, με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, από την οποία προήλθε ο θάνατος της παθούσας και επέβαλε σ’ αυτόν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: Στη … επί της οδού … την 25-9-2015 και περί ώρα 8.45, τέλεσε εκ προθέσεως έγκλημα τιμωρούμενο εκ του νόμου με στερητική της ελευθερίας ποινή. Ειδικότερα: Στον ως άνω τόπο και χρόνο, τέλεσε την παρακάτω αναφερόμενη ληστεία, ήτοι έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, με σωματική βία αφαίρεσε από άλλον ξένο κινητό πράγμα, προκειμένου να το ιδιοποιηθεί παράνομα, από την πράξη του δε αυτή προήλθε ο θάνατος του παθόντος. Συγκεκριμένα, στη … επί της οδού … την 25-9-2015 και περί ώρα 08.45, επέβαινε στην υπ’ αριθμ. … δίκυκλη μοτοσυκλέτα μάρκας DAYTONA, χρώματος μαύρου, ιδιοκτησίας του και έχοντας καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του με κράνος σκούρου μπλε χρώματος, κινούμενος αντίθετα της κατεύθυνσης της ανωτέρω οδού, πλησίασε από πίσω την Σ. Φ. του Ι. και της Σ., γεννηθείσα το έτος 1926, και αφαίρεσε βίαια από αυτή την τσάντα της, η οποία περιείχε άγνωστο χρηματικό ποσό, ασκώντας σε αυτή σωματική βία και ρίχνοντάς την στο έδαφος προκειμένου να της αποσπάσει την τσάντα με αποτέλεσμα από την πράξη του αυτή να τραυματισθεί στο κρανίο και να υποστεί βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις εκ των οποίων, ως μόνης και ενεργούς αιτίας, επήλθε ο θάνατός της”.
Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όσον αφορά την ενοχή του κατηγορουμένου για το έγκλημα της ληστείας, από την οποίαν επήλθε ο θάνατος άλλου και συγκεκριμένα της Φ. Σ. του Ι. και της Σ., αφού εκθέτει σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 εδαφ. α’, 27 παρ. 1, 51, 52, 60, 79 και 380 παρ. 1 και 2 του Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. Συγκεκριμένα αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το αδίκημα της ληστείας, ήτοι το ότι αυτός (ήδη αναιρεσείων) προκειμένου να αφαιρέσει από την κατοχή της Φ. Σ. την τσάντα με τα χρήματα, όπως και τελικά την αφαίρεσε, οδηγώντας τη δίκυκλη μοτοσυκλέτα του κινούμενος αντίθετα της κατεύθυνσης της ανωτέρω οδού, πλησίασε από πίσω την παθούσα και αφαίρεσε βίαια από αυτήν την τσάντα της, η οποία περιείχε άγνωστο χρηματικό ποσό, ασκώντας σε αυτή σωματική βία και ρίχνοντάς την στο έδαφος προκειμένου να της αποσπάσει την τσάντα, με αποτέλεσμα από την πράξη του αυτή, να τραυματισθεί (η παθούσα) στο κρανίο και να υποστεί βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις εκ των οποίων, ως μόνης και ενεργούς αιτίας, επήλθε ο θάνατός της, οφειλόμενος μάλιστα σε αμέλεια του κατηγορουμένου. Προσδιορίζονται με επάρκεια τα στοιχεία από τα οποία προέκυψε ότι ο θάνατος του θύματος ήταν απότοκος της αξιόποινης πράξης της ληστείας και έτσι υφίσταται ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του βασικού ως άνω εγκλήματος (ληστείας) και του θανάτου, που οφείλεται σε αμέλεια του δράστη, ενόψει του ότι με τον βαρύτατο τραυματισμό ο οποίος πάντοτε κατά τις παραδοχές ήταν άμεση συνέπεια της πτώσης της παθούσας λόγω της άσκησης βίας σ’ αυτήν εκ μέρους του κατά την τέλεση της ληστείας συνέτρεξαν όλοι οι παράγοντες κινδύνου για την επέλευσή του. Επίσης, αιτιολογείται με επάρκεια η απόρριψη των ισχυρισμών του κατηγορουμένου περί του: α) ότι η πτώση της παθούσας και ο εν συνεχεία θανάσιμος τραυματισμός της, μπορεί να θεωρηθεί ως ατύχημα, χωρίς έμμεση επενέργεια της αμέλειάς του και β) ότι κατά τον χρόνο τελέσεως της ως άνω αξιόποινης πράξεώς του, ήταν εξαρτημένος από την χρήση των ναρκωτικών ουσιών και τέλεσε αυτήν υπό την ιδιότητα αυτή και λόγω της τοξικομανίας του, βρισκόταν σε διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών και της συνείδησής του και ως εκ τούτου συντρέχουν στην περίπτωσή του οι διατάξεις των άρθρων 34 και 36 του Π.Κ., με την παράθεση πραγματικών περιστατικών, στην προσβαλλομένη απόφαση, που φανερώνουν πλήρη και σαφή γνώση και αντίληψη των ενεργειών του κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης του αυτής και περαιτέρω πλήρη ύπαρξη σ’ αυτόν της συνείδησής του και της ικανότητάς του να αντιλαμβάνεται το άδικο και να συμμορφώνεται προς την αντίληψή του αυτή. Ακόμη, υφίστανται παραδοχές που θεμελιώνουν με επάρκεια την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η εξ αμελείας ή εκ προθέσεως περιαγωγή του σε κατάσταση τοξικομανίας ή σε τέτοια κατάσταση, που να έχει μειωμένη ικανότητα προς καταλογισμό, μεταξύ των οποίων και αυτή “από τον τρόπο δράσεώς του κατά τη τέλεση της πράξεως αυτής, ο οποίος σύγκειται από το ότι παρακολουθούσε την παθούσα, την πλησίασε και της επετέθη χωρίς αυτή να τον αντιληφθεί, ότι επέμεινε στην απόσπαση της τσάντας της από τα χέρια της ακόμη και όταν αυτή είχε πέσει εξαιτίας της βιαιότητας της επιθέσεώς του στο έδαφος. Ήτοι από ενέργειες οι οποίες φανερώνουν σχέδιο δράσεως, εκτέλεση αυτού ώστε να επιτευχθεί το διωκόμενο αποτέλεσμα και σωματική ρώμη, στοιχεία τα οποία είναι δηλωτικά διαυγούς πνεύματος και ενεργείας βάσει προς τούτο βουλήσεως και αποφάσεως υπό κανονική κατάσταση”.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Π.Δ. και αναφορικά με την ενοχή του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος, πρώτος και δεύτερος, λόγοι της κρινομένης αίτησης αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και είναι απαράδεκτες.
Η, κατά τα ανωτέρω επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, είναι αναγκαίο να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, τη θεμελίωση, δηλαδή, της εκφερόμενης δικαιοδοτικής κρίσης σε σχέση με την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, αλλά πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, ήτοι εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή τους (Ολ. Α.Π. 2/2005). Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και εκείνος, που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του Π.Κ., αφού η παραδοχή τους οδηγεί, σύμφωνα με την παρ. 1 του αυτού άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ιδίου Κώδικα. Σύμφωνα με το άρθρο 85 παρ. 1 του Π.Κ., όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το ανωτέρω άρθρο 84 παρ. 2 τόσο του παλαιού όσο και του νέου Π.Κ., θεωρούνται μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες σ’ αυτό υπό στοιχεία β’, δ’ και ε’, ήτοι το ότι β) “στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης” , και δ) το ότι “επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του” και ε) “το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του” με το νέο δε Ποινικό Κώδικα κατέστη ευμενέστερη η διάταξη αυτή καθόσον προστέθηκαν οι λέξεις “ακόμα και κατά την κράτησή του”, αφού μ’ αυτήν (νέα διάταξη) είναι δυνατή η αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη και υπό το καθεστώς του εγκλεισμού του στις φυλακές. Ειδικότερα, για να στοιχειοθετηθεί η πρώτη των ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων (84 παρ. 2 περ. β’ του Π.Κ.) ελαφρυντική περίσταση απαιτείται ο υπαίτιος να ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια που ως τοιαύτα νοούνται τα μη αντίθετα προς την ποινή, περί ηθικής ή κοινωνικής τάξεως συνείδηση και τα μη μαρτυρούντα διαστροφή χαρακτήρος και κακοβουλία του δράστη για δε το ορισμένο του απαιτείται να εκτίθενται και τα αίτια αυτά που ώθησαν τον κατηγορούμενο στην πράξη του (Α.Π. 2365/2008). Η δε μη ταπεινότητα των αιτίων, από τα οποία ο δράστης ωθήθηκε στην πράξη που του αποδίδεται θα κριθεί όχι υποκειμενικώς δηλαδή κατά την αντίληψη του δράστη αλλά αντικειμενικώς, δηλαδή κατά την αντίληψη της κοινωνίας (Α.Π. 1808/2018). Καθόσον αφορά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι ορισμένα περιστατικά συνιστούν ή όχι ταπεινά αίτια είναι κρίση ως προς τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 453/2016, ΑΠ 130/2017). Ακόμη για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση της έμπρακτης μετάνοιας πρέπει η μετάνοια του υπαιτίου όχι μόνον να είναι ειλικρινής, αλλά να συνδυάζεται με περιστατικά του τρόπου εκδήλωσης αυτής και με περιστατικά που να μαρτυρούν ειλικρινή προσπάθεια άρσης ή μείωσης των συνεπειών της πράξης. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου ζήτησε να του αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά των διατάξεων των άρθρων 84 παρ. 2 περ. β’, δ’ και ε’ του Π.Κ. Για τη θεμελίωσή τους επικαλέσθηκε κατά πιστή μεταφορά ότι: “Από την απολογία του και την συμπεριφορά του στο ακροατήριο αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος έχει μετανιώσει ειλικρινά για την συμπεριφορά του και τις πράξεις του, ντρέπεται γι’ αυτές και δεν θέλει σε καμία των περιπτώσεων να τις επαναλάβει στο μέλλον. Ζήτησε συγνώμη από τους ανθρώπους που έβλαψε πολλές φορές, ήτοι τους συγγενείς της θανούσας και από το δικαστήριο. Δήλωσε ότι οδηγήθηκε στην πράξη εξαιτίας της χρόνιας ανεργίας του, από μεγάλη ένδεια, στην προσπάθειά του να συνδράμει οικονομικά τα δύο ανήλικα παιδιά του και εξαιτίας της χρόνιας εξάρτησής του από ναρκωτικές ουσίες. Β) Ελαφρυντική περίσταση της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς (άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ.). Από την γραμματική διατύπωση της διατάξεως προκύπτει ότι το συγκεκριμένο ελαφρυντικό χορηγείται υποχρεωτικά, αν αποδειχθεί ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, χωρίς ο νόμος να προβαίνει σε οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ κρατουμένων και υπό καθεστώς ελευθερίας διαβιούντων. Μολαταύτα ο Α.Π. παγίως δεχόταν ότι η αναγνώριση, της συγκεκριμένης ελαφρυντικής περίστασης δεν είναι δυνατή σε κρατουμένους με την αιτιολογία ότι η ενδεχόμενη μετέπειτα καλή συμπεριφορά δεν είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης αλλά αναγκαστική συμμόρφωση στους πειθαρχικούς κανόνες της φυλακής (Α.Π. 1549/2000). Κατά το χρονικό διάστημα που κρατείται στο Σωφρονιστικό Κατάστημα δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικά. Επιδεικνύει διαγωγή καλή, σεβασμό και υπακοή, στους σωφρονιστικούς κανονισμούς της Υπηρεσίας (84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ.). Τέλος, έχει μετανιώσει για την πράξη του και για τον πόνο που έχει προκαλέσει στην οικογένεια της θανούσας. Περαιτέρω, συνεργάσθηκε με τις διωκτικές Αρχές και βοήθησε το έργο τους καταθέτοντας με κάθε ειλικρίνεια την αλήθεια των γεγονότων. Κατανόησε δε, το σφάλμα στο οποίο υπέπεσε και προσπάθησε να επανορθώσει. Με βάση τα ανωτέρω πρέπει να γίνουν δεκτοί οι ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμού του κατηγορουμένου και να του αναγνωρισθούν οι επικαλούμενες ελαφρυντικές περιστάσεις (84 παρ. 2 περ. δ’ και 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ.)”. Καθόσον αφορά την ελαφρυντική περίσταση 84 παρ. 2 περ. β’ ο συνήγορος υπεράσπισης ανέφερε μόνον την τελευταία “και ζήτησε να προσέλθει και να καταθέσει η σύζυγος του κατηγορουμένου Α. Β.”. Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί περί αναγνώρισης στο πρόσωπο του κατηγορούμενου των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β’ και δ’ του Π.Κ. σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν προβλήθηκαν αόριστα καθόσον δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά, που να δικαιολογούν την αναγνώρισή τους. Το Δικαστήριο της ουσίας καίτοι δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει εν τούτοις απάντησε επ’ αυτών και τους απέρριψε με το ακόλουθο σκεπτικό: “δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του, των ελαφρυντικών περιστάσεων της ειλικρινούς μετανοίας και της επιδείξεως καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη του κατά τον χρόνο κρατήσεώς του στην φυλακή, αφού δεν απεδείχθησαν περιστατικά που να θεμελιώνουν την πρώτη αυτών, η δε επίδειξη καλής διαγωγής στην φυλακή δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει την δεύτερη ………”. Ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορούμενου περί αναγνωρίσεως συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β’ του Π.Κ., κρίνεται απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, καθόσον, δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να συνάγεται ότι αυτός στην τέλεση της ως άνω πράξεως ωθήθηκε από μεγάλη ένδεια. Ακόμη όμως και αν ήθελε κριθεί ορισμένος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην τέλεση της πράξεως από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια”. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. λόγοι αναίρεσης με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καθόσον αφορά την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του περί αναγνώρισης των ελαφρυντικών περιστάσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β’ και δ’ του Π.Κ. είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου, με το Νόμο 4619/2019, καταργήθηκε από την 1-7-2019, η διάταξη του άρθρου 59 του παλαιού Π.Κ., που όριζε ότι: “Η καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη συνεπάγεται αυτοδικαίως τη διαρκή αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του καταδικασμένου”. Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του και εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 60 και 61 του ιδίου ως άνω Κώδικα, που επίσης καταργήθηκαν ως προς την επιβολή της αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, κατέγνωσε στον καταδικασμένο αναιρεσείοντα, την αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών. Επομένως, κατ’ εφαρμογή, κατά τα προεκτεθέντα, των άρθρων 2 και 59 του ισχύοντος Π.Κ., σε περίπτωση καταδίκης για την εν λόγω αξιόποινη πράξη (άρθρο 380 του Π.Κ.) δεν επιβάλλεται αποστέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 511 του Κ.Π.Δ., αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το μεταγενέστερο της δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης απόφασης επιεικέστερο νόμο, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Π.Κ. Στην προκειμένη περίπτωση, ύστερα από τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα (Νόμος 4619/2019) από 1-7-2019, δηλαδή μετά τη δημοσίευση της προσβαλλομένης υπ’ αριθμό 171/2018 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, η απειλούμενη ποινή για το κακούργημα της (διακεκριμένης) ληστείας από την οποία προήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου (άρθρο 380 παρ. 1 και 2 του Π.Κ.) είναι ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή, ενώ δεν προβλέπεται πλέον, ως επιβαρυντική περίσταση, η τέλεση της πράξης με κάλυψη ή αλλοίωση των χαρακτηριστικών του προσώπου του δράστη, όπως συνέβαινε στον προϊσχύσαντα Π.Κ. (άρθρο 380 παρ. 1 εδάφιο β’), ο οποίος στις ταυτάριθμες διατάξεις (άρθρο 380 παρ. 1 και 2), βάσει των οποίων καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, προέβλεπε αποκλειστικά ποινή ισόβιας κάθειρξης. Συνάμα, η νέα διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ., που αφορά την ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας, καθόσον, η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται ως ελαφρυντική περίσταση, ακόμη και όταν υφίσταται τον εξαναγκασμό της φυλακής (Α.Π. 1466/2019), ενώ κατά τα προεκτεθέντα η ελαφρυντική αυτή περίσταση δεν αναγνωρίσθηκε στον αναιρεσείοντα με την αιτιολογία ότι δεν στοιχειοθετείται, γιατί εκτίει την ποινή του σε σωφρονιστικό κατάστημα. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα πρέπει: 1) να αναιρεθεί, εν μέρει, η προσβαλλομένη καταδικαστική απόφαση, ως προς τις διατάξεις της: α) περί αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, διάρκειας τριών (3) ετών, β) περί απόρριψης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ του νέου Π.Κ., γ) περί απάλειψης, ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος για την πράξη της ληστείας, από την οποίαν επήλθε ο θάνατος προσώπου της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης αυτής με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δράστη και ως προς την επιβληθείσα ποινή στον αναιρεσείοντα και στη συνέχεια: α) να απαλειφθούν από το Δικαστήριο αυτό από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης οι διατάξεις, με την οποίαν καταγιγνώσκεται στον αναιρεσείοντα, η αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και η τέλεση της ληστείας με την επιβαρυντική περίσταση της κάλυψης των χαρακτηριστικών του προσώπου του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος, αφού δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής τους στο Δικαστήριο της ουσίας, ελλείψει αντικειμένου έρευνας, κατά τούτα, β) να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο, ως άνω μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρα 519 και 522 του Κ.Π.Δ.) και 2) να απορριφθεί, κατά τα λοιπά η κρινομένη αίτηση αναίρεσης.
Σημειώνεται ότι οι υποστηρίζουσες την κατηγορία Α. Χ. του Α. και Α. Φ. του Α., που κλήθηκαν νομότυπα να παραστούν στην παρούσα αναιρετική δίκη, όπως προκύπτει από τα από 15-6-2020 και 16-6-2020 δύο (2) αποδεικτικά επίδοσης του Αστυφύλακα, Α. Α., του Α.Τ. Κερατσινίου-Δραπετσώνας, που υπάρχουν στη δικογραφία, δεν εμφανίσθηκαν ούτε παραστάθηκαν διά πληρεξουσίου δικηγόρου, πλην όμως η συζήτηση, εφόσον εμφανίσθηκε ο αναιρεσείων, γίνεται σαν να ήσαν και αυτές παρούσες (άρθρο 515 παρ. 2 του Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, εν μέρει, την απόφαση, με αριθμό 171/2018, του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, ως προς τις διατάξεις της: α) περί αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος και περί τέλεσης της πράξης της ληστείας από την οποίαν επήλθε ο θάνατος προσώπου με την επιβαρυντική περίσταση της κάλυψης των χαρακτηριστικών του προσώπου του ιδίου του αναιρεσείοντος, β) περί απόρριψης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ του νέου Π.Κ. και γ) περί της επιβληθείσας ποινής στον αναιρεσείοντα.
Απαλείφει από το διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης τη διάταξη που αφορά την αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος, η διάρκεια της οποίας ορίσθηκε για τρία (3) χρόνια και αυτήν που επίσης αφορά τη διάπραξη της πράξης της ληστείας, από την οποία επήλθε ο θάνατος προσώπου, “με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δράστη”.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο ως άνω μέρος της, για νέα, κατά τούτο, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 20-9-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 130/20-9-2018 αίτηση του Ι. Β. του Κ. και Γ., κατοίκου …) και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Λάρισας, που ασκήθηκε ενώπιον του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης της εν λόγω Φυλακής, Δ. Π., από τον ίδιο προσωπικά, για αναίρεση της ανωτέρω καταδικαστικής απόφασης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ