ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Υφ` όρον απόλυση κρατουμένου (άρθρ. 105, 106 ΠΚ). Εφαρμοστέες διατάξεις για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. ΠΚ (01-07-2019). Ευεργετικός υπολογισμός ποινής επί νοσηλείας, υπερηλικίας και αναπηρίας κρατουμένου. Συνδρομή τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων για την υφ` όρον απόλυση. Ουσιαστικό κριτήριο αυτής, η καλή διαγωγή του καταδίκου. Κριτήριο αξιολόγησης της διαγωγής αυτού, η εν γένει συμπεριφορά του, όπως αυτή εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της κράτησής του, συμπεριλαμβανομένης σε αυτή και της νοσηλείας του, ως κρατούμενου, σε νοσηλευτικό ίδρυμα. Κριτήριο αξιολόγησης της επικινδυνότητάς του για την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, ο χαρακτήρας του, όπως αυτός διαγιγνώσκεται με βάση την όλη διαγωγή του, κατά τη διάρκεια έκτισης της ποινής του. Η κατά τη διάρκεια της κράτησής του τέλεση, ή μη τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος και η πειθήνια προσαρμογή του στο πρόγραμμα της φυλακής, δεν αρκούν, από μόνες τους, για να επιβάλλουν, αντίστοιχα, τη συνέχιση της κράτησης, ή την υφ` όρον απόλυση του κρατουμένου, απαιτουμένης της συναξιολόγησής τους με άλλα στοιχεία της συμπεριφοράς και του χαρακτήρα του, όπως αυτά εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια της κράτησής του. Ισχύς πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης επί εφέσεως υπό του καταδικασθέντος. Τεκμήριο αθωότητας (άρθρ. 6 ΕΣΔΑ, 71 ΚΠολΔ). Η ελευθερία της έκφρασης ως προστατευόμενο δικαίωμα (άρθρ. 10 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 14 Σ) και οι, κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΑΠ, επιτρεπτοί περιορισμοί αυτής, όταν ερείδεται επί ρητορικής μίσους, ξενοφοβικού λόγου και προτροπών περί κατάλυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος της Χώρας. Η αρχή της αναλογικότητας στην υφ` όρον απόλυση καταδίκου και η υποχρέωση του Δικαστή να μην υπερβεί αυτή κατά το σχηματισμό της κρίσης του. Η αρχή «in dubio pro mitiore», επί αμφιβολίας ως προς τη συνδρομή ή μη, στο πρόσωπο του κρατουμένου, των υπό του νόμου τασσόμενων ουσιαστικών προϋποθέσεων, για την υφ` όρον απόλυσή του. Άσκηση έφεσης από Εισαγγελέα, κατά βουλεύματος που χορήγησε την υπό όρους απόλυση πρωτοδίκως καταδικασθέντος για συμμετοχή και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, η οποία λειτουργούσε υπό το μανδύα πολιτικού κόμματος. Συστηματική αρθρογραφία κρατουμένου, κατά τη διάρκεια της κράτησής του, με κείμενα που δεν απηχούν απλώς τις πολιτικές και φρονηματικές του πεποιθήσεις, αλλά εμπεριέχουν ρητορική μίσους, ξενοφοβικό λόγο και λεκτική βία επί αβάσιμων προκαταλήψεων, τα οποία αφενός συνιστούν απόλυτη περιφρόνηση και απόρριψη του δημοκρατικού πολιτεύματος της Χώρας και αποστροφή προς τις γενικές αρχές του Συντάγματος, αφετέρου στοχοποιούν πληθυσμιακές ομάδες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αναγόμενα στη φυλή, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τις σεξουαλικές προτιμήσεις και που, δεν τυγχάνουν προστασίας με βάση την αρχής περί της ελευθερίας της έκφρασης. Κρίση του Συμβουλίου ότι η διαγωγή του καταδίκου, όπως αυτή εκδηλώθηκε δια της συγκεκριμένης αρθρογραφίας του, κατά τη διάρκεια της κράτησής του, είναι κατ` επίφαση καλή και ότι αυτός, εκφραζόμενος εξωτερικά, θετικά, για όσα πρωτοδίκως κρίθηκε ότι διέπραξε ως αρχηγός εγκληματικής οργάνωσης φέρουσας το μανδύα πολιτικού κόμματος, εμφανίζεται επικίνδυνος για την τέλεση νέων αδικημάτων, τουλάχιστον παρόμοιων με εκείνα για τα οποία καταδικάστηκε πρωτοδίκως. Δέχεται έφεση. Εξαφανίζει το υπ` αριθμ. 121/2024 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, βάσει του οποίου απολύθηκε ο πρωτοδίκως καταδικασθείς, απορριπτομένης δε της σχετικής αιτήσεώς του, διατάσσει τη σύλληψη αυτού προς έκτιση του υπολοίπου της ποινής του.
ΑΡΙΘΜΟΣ 24/2024
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΛΑΜΙΑΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Γεωργία Σακάλογλου, Πρόεδρο Εφετών, Σταματία Τρικκαλίδη, Εφέτη και Άννα Ρήγα, Εισηγήτρια-Εφέτη.
Συνήλθε στο γραφείο διασκέψεων του Εφετείου στις 30 Μαΐου 2024, με την παρουσία της Γραμματέως Δήμητρας Κυριαζή, για να διασκεφθεί και αποφανθεί επί της κάτωθι ποινικής υποθέσεως, η οποία εισήχθη ενώπιόν του στις 16-05-2024, με τη με αριθμό 25/13-05-2024 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών Λαμίας Νικήτα Θεολογίτη, η οποία έχει ως ακολούθως :
«Εισάγω ενώπιόν σας, κατ’ άρθρα 17 Ν. 1968/1991, 30 παρ. 2,4, 138 παρ. 1, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1α΄, 318, 473 παρ. 1, 474 παρ. 1, 479, 480 και 481 ΚΠΔ, την υπ’ αριθμ. 92/2024 δικογραφία και την υπ’ αριθμ. 9/8.5.2024 – ασκηθείσα εμπροθέσμως ενώπιον της γραμματέα του Πρωτοδικείου Λαμίας – έφεσή μας κατά του αριθμ. 121/30.4.2024 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, που έκανε δεκτή την υπ’ αριθμ. πρωτ. 1755/31.1.2024 αίτηση του τότε κρατουμένου στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Δ** και νοσηλευομένου στο Εθνικό Κέντρο Αποκαταστάσεως Ιλίου Αττικής καταδίκου Ν Μ , και διέταξε την υπό τον όρο της ανακλήσεως απόλυσή του από τη φυλακή, και εκθέτω τα ακόλουθα:
Κατά το άρθρο 105 του προϊσχύσαντος ΠΚ (εφαρμοστέο κατ’ άρθρο 465 του ισχύοντος ΠΚ): «1. Όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις και εφόσον έχουν εκτίσει: α) προκειμένου για φυλάκιση, τα δύο πέμπτα της ποινής τους, β) προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη, τα τρία πέμπτα της ποινής τους, γ) προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τουλάχιστον δεκαεννέα (19) έτη. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη. 2. Το χρονικό διάστημα των τριών πέμπτων περιορίζεται στα δύο πέμπτα της ποινής που επιβλήθηκε και προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τα δεκαεννέα (19) έτη περιορίζονται σε δεκαπέντε (15) έτη, αν ο κατάδικος έχει υπερβεί το εβδομηκοστό (70ο) έτος της ηλικίας του. Το χρονικό διάστημα των δεκαπέντε (15) ετών προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί, αν έχει εκτίσει δεκαεννέα (19) έτη. Μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου (65ο) έτους της ηλικίας του καταδίκου, κάθε ημέρα παραμονής του σε σωφρονιστικό κατάστημα υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο (2) ημέρες εκτιόμενης ποινής. Αν ο κατάδικος εργάζεται, κάθε ημέρα απασχόλησης υπολογίζεται ως επιπλέον μισή ημέρα εκτιόμενης ποινής. Αν για τους καταδίκους αυτούς προκύπτει από άλλες διατάξεις ευνοϊκότερος υπολογισμός, εφαρμόζονται εκείνες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε καταδίκους για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει η παρ. 2 του άρθρου 105 του ν. 1492/1950, Κύρωση του Ποινικού Κώδικα…6. Για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί πάντως στον κατάδικο η υφ’ όρον απόλυση, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τρίτο της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαπέντε (15) έτη. Το χρονικό διάστημα του ενός τρίτου ή, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, των δεκαπέντε (15) ετών, προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει δεκαεννέα (19) έτη…7. Κάθε ημέρα κράτησης κρατουμένων που πάσχουν από ημιπληγία ή παραπληγία, σκλήρυνση κατά πλάκας ή έχουν υποβληθεί σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς, ήπατος, νεφρού ή μυελού ή είναι φορείς του συνδρόμου επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή πάσχουν από κακοήθη νεοπλάσματα ή από νεφρική ανεπάρκεια για την οποία γίνεται τακτική αιμοκάθαρση ή από φυματίωση κατά τη διάρκεια της θεραπείας της, υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο (2) ημέρες εκτιόμενης ποινής. Το ίδιο ισχύει και για: α) κρατούμενους με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, που δεν μπορούν να εργαστούν, εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, β) κρατούμενους με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, γ) κρατούμενους στους οποίους απαγορεύεται ύστερα από γνωμάτευση από Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) η ανάληψη εργασίας ή απασχόλησης που μπορεί βάσιμα να προκαλέσει σοβαρή και μόνιμη βλάβη στην υγεία τους, δ) κρατούμενους οι οποίοι νοσηλεύονται σε θεραπευτικά καταστήματα ή νοσοκομεία εφόσον η νοσηλεία τους έχει διαρκέσει τουλάχιστον τέσσερις (4) μήνες, ε) κρατούμενες μητέρες για όσο διάστημα έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους, στ) κρατούμενους που συμμετέχουν σε θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης από ναρκωτικά εγκεκριμένου, κατά το άρθρο 51 του ν.4139/2013 (Α΄74) οργανισμού και ζ) κρατούμενους για όσο διάστημα διαρκεί η κράτησή τους σε χώρους αστυνομικών τμημάτων ή αστυνομικών διευθύνσεων. Η διακρίβωση της αναπηρίας στις περιπτώσεις α` και β ’ γίνεται με τη διαδικασία της παραγράφου 4 του άρθρου 110Α. Ο ευεργετικός υπολογισμός διενεργείται από τον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 46 παρ. 1 του Σωφρονιστικού Κώδικα και λαμβάνεται υπόψη εκτός από την υφ’ όρον απόλυση και για τη λήξη της έκτισης της ποινής, τη μετατροπή της σε χρηματική ποινή ή κοινωφελή εργασία ή την αθροιστική έκτιση των ποινών.», ενώ κατά το άρθρο 106 του ιδίου ΠΚ: «1. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδίκου, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε καταδικασθέντες για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει η παρ. 1 του άρθρου 106 του ν. 1492/1950 “Κύρωση του Ποινικού Κώδικα. 2. Στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του. Οι υποχρεώσεις αυτές μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν με αίτηση του απολυμένου. 3. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως και 4 του άρθρου 100Α εφαρμόζονται αναλόγως.». Κατά το ευμενέστερο άρθρο 106 του νέου ΠΚ – Ν. 4619/2019 (σε σχέση με τους καταδίκους, που τέλεσαν πειθαρχικά παραπτώματα): «1. Η απόλυση υπό όρο μπορεί να μη χορηγηθεί αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Μόνη η επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για τη μη χορήγηση της απόλυσης. 2. Στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του, με ανάλογη εφαρμογή των περιπτώσεων δ` έως στ` της παραγράφου 2 του άρθρου 99. Οι υποχρεώσεις αυτές μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν με αίτηση εκείνου που απολύθηκε. 3. Η εποπτεία για την τήρηση των κατά την προηγούμενη παράγραφο υποχρεώσεων μπορεί να ανατεθεί και σε εταιρεία προστασίας αποφυλακιζομένων.», ενώ κατά το ίδιο άρθρο μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 20 Ν. 4855/2021: «1. Η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Μόνη η αναιτιολόγητη επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για τη μη χορήγηση της απόλυσης. 2. Στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του, με ανάλογη εφαρμογή των περ. δ΄ έως ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 99. Οι υποχρεώσεις αυτές, όπως και αυτές που επιβάλλονται από τον νόμο, μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν αυτεπάγγελτα ή με αίτηση εκείνου που απολύθηκε. 3. Η εποπτεία για την τήρηση των κατά την προηγούμενη παράγραφο υποχρεώσεων μπορεί να ανατεθεί και σε εταιρεία προστασίας αποφυλακιζομένων.». Τέλος, κατά το άρθρο αυτό μετά την – προς το δυσμενέστερο – τροποποίησή του με το άρθρο 25 Ν. 5094/2024 (αφού για την απόλυση λαμβάνονται υπόψη και τα χαρακτηριστικά του τελεσθέντος από τον κατάδικο εγκλήματος): «1 . Η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, σε συνδυασμό με τη διάγνωση της πιθανότητας επανάληψης του εγκλήματος κατά τον χρόνο δοκιμασίας, όπως προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του εγκλήματος, σε σχέση με την εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. 2. Στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του, με ανάλογη εφαρμογή των περ. δ΄ έως ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 99. Οι υποχρεώσεις αυτές, όπως και αυτές που επιβάλλονται από τον νόμο, μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν αυτεπάγγελτα ή με αίτηση εκείνου που απολύθηκε. 3. Η εποπτεία για την τήρηση των κατά την προηγούμενη παράγραφο υποχρεώσεων μπορεί να ανατεθεί και σε εταιρεία προστασίας αποφυλακιζομένων.».
Όταν συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις της υπό όρο αποφυλακίσεως καταδίκου, η απόλυσή του χορηγείται υποχρεωτικώς, εκτός αν το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι η διαγωγή αυτού κατά τη διάρκεια της εκτίσεως της ποινής του, συμπεριλαμβανομένης και της προσωρινής κρατήσεως του, δεν υπήρξε καλή ή υπήρξε κατ` επίφαση μόνο καλή, και ως εκ τούτου υπάρχει κίνδυνος ότι απολυόμενος θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις και γι` αυτό καθίσταται αναγκαία η συνέχιση της κρατήσεως του. Για την αξιολόγηση της διαγωγής του καταδίκου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η εν γένει συμπεριφορά του, όπως εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της κρατήσεως του, για δε την αξιολόγηση της επικινδυνότητας αυτού προς τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ο χαρακτήρας του, όπως διαγιγνώσκεται με βάση την όλη διαγωγή του κατά τη διάρκεια εκτίσεως της ποινής του. Αντίθετα δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία που ανάγονται στον προ της καταδίκης του χρόνο και δη στην πράξη για την οποία καταδικάστηκε, στην προηγούμενη ζωή του και στις προγενέστερες ατομικές και κοινωνικές του περιστάσεις, αφού τα στοιχεία αυτά αξιολογήθηκαν, κατ` άρθρο 79 ΠΚ, για την επιμέτρηση της ποινής του (ΟλΑΠ 4/1997, ΟλΑΠ 4/1998 ΝΟΜΟΣ). Το αρμόδιο συμβούλιο επιβάλλεται λοιπόν να ελέγχει οποιαδήποτε μορφή διαγωγής, η οποία προκύπτει από τη συνολική προσωπικότητα του κρατουμένου (ΑΠ 843/2023). Διαγνωστικά κριτήρια για τη διαπίστωση της καλής διαγωγής εντός της φυλακής αποτελούν μεταξύ των άλλων η μη τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων, η προσαρμογή στους κανονισμούς του σωφρονιστικού καταστήματος, η συμπεριφορά του κρατουμένου κατά τη διάρκεια των αδειών, που ενδεχομένως του χορηγήθηκαν (ΣυμβΕφΠειρ 138/2006 ΝΟΜΟΣ), η ενδεχόμενη τέλεση αξιόποινων πράξεων από εκείνον μετά τη φυλάκισή του, η προσωπικότητά του, η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του και η ωφέλειά του εκ της απολύσεώς του (βλ. Μ. Σκανδάμη Ο θεσμός της απόλυσης υπό όρο, σελ. 169, 179) . Η ενδεχόμενη κράτηση στη φυλακή του αιτούντος την υπό όρο απόλυσή του βάσει εφεσιβληθείσας πρωτόδικης αποφάσεως, κατόπιν αιτιολογημένης κρίσεως του δικαστηρίου περί της επικινδυνότητάς του ενόψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της πράξεως, που τέλεσε (άρθρο 497 παρ. 1,4,8 ΚΠΔ), και η δυνατότητά του να αποφυλακισθεί χωρίς να έχει καταστεί η καταδίκη του αμετάκλητη (άρθρο 105 πΠΚ) δεν δίδει την ευχέρεια στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, που κρίνει τη σχετική αίτησή του, να τον αντιμετωπίσει με επιείκεια ενόψει του ενδεχομένου μελλοντικής αθωώσεώς του, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 106 πΠΚ για τη διάγνωση της διαγωγής και του χαρακτήρα του κατά τρόπο διαφορετικό σε σχέση με την εφαρμογή του σε αμετάκλητα καταδικασθέντες. Η προαναφερθείσα διάταξη εφαρμόζεται σε κάθε κρατούμενο με όμοιο τρόπο. Ειδικότερα, και η πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, έχουσα σημαντικότατες συνέπειες ως ο κορμός της διαδικασίας της υπό όρο απολύσεως, πρέπει να αποτελεί δικαστική κρίση σεβαστή και για τον κατηγορούμενο, ακόμη κι αν εκείνος την αμφισβητεί νομικά, και είναι δυνατόν να αξιολογηθεί από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών η συμπεριφορά εκείνου κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του σε σχέση με τις παραδοχές αυτής της αποφάσεως, παρότι δεν είναι αμετάκλητη (ασφαλώς δεν λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά του τελεσθέντος αδικήματος σύμφωνα με τις προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 106 ΠΚ, παρά μόνο, αυτονόητα, το ότι τέλεσε – κατά την πρωτόδικη κρίση συγκεκριμένο αδίκημα). Αυτή η εμφανώς διαγνώσιμη και εκδηλωθείσα σαφώς συμπεριφορά του (βλ. ΣυμβΕφΠειρ 138/2006 ΝΟΜΟΣ), δυνάμενη να φανερώνει στοιχεία μίας αρνητικής διαθέσεως για τις επιταγές της έννομης τάξεως (βλ. Αρ. Χαραλαμπάκη Ο νέος ΠΚ, άρθρο 106, σελ. 854), τον χαρακτηρίζει ως κρατούμενο και επιτρεπτά αξιολογείται κατά τη διαδικασία της υπό όρο απολύσεώς του. Ως εκ τούτου, ενώ δεν είναι ορθό να ζητείται από τον καταδικασθέντα να ομολογήσει την πράξη του, εκκρεμούσας της εφέσεώς του, και να δηλώσει μετάνοια για την ποινικώς αξιολογηθείσα προηγούμενη συμπεριφορά του, που τον οδήγησε στη φυλακή, προκειμένου να αποφυλακισθεί από αυτή υπό όρο, δεν υπάρχει καμία νομική αδυναμία συνεκτιμήσεως της στάσεώς του, κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του, απέναντι στην αξιόποινη πράξη, που τον κατέστησε κρατούμενο, όταν μάλιστα οι σχετικές εκδηλώσεις του, σαφώς ενδεικτικές του χαρακτήρα του, γίνονται αυθόρμητα και δημόσια. Όταν λοιπόν ο κρατούμενος εκφράζεται εξωτερικά (άμεσα ή και έμμεσα) θετικά, κατά τον τρόπο αυτό, για όσα πρωτοδίκως κρίθηκε ότι διέπραξε, εμφανίζεται αυτονόητα και αυτόματα επικίνδυνος για την τέλεση νέων αδικημάτων, τουλάχιστον παρομοίων με εκείνα της καταδικαστικής αποφάσεως, δεχόμενος ουσιαστικώς εκ των προτέρων ότι καμία μελλοντική απόφαση, ενδεχομένως ομοίως καταδικαστική, δεν θα τον σταματήσει από το να συνεχίσει να ενεργεί παρανόμως έχοντας τις ίδιες ή παρόμοιες δυνατότητες προς τούτο (βλ. και Μ. Σκανδάμη, Ο θεσμός της απόλυσης υπό όρο, σελ. 176, 178). Στην περίπτωση αυτή λοιπόν, η προσπάθεια του σωφρονιστικού συστήματος για την προσαρμογή του καταδικασθέντος στον νόμιμο κοινωνικό βίο μετά την αποφυλάκισή του (βλ. ΥΑ Αποφ.58819/7.4.2003, ΦΕΚ Β 463 / 2003 – Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας Γενικών Καταστημάτων Κράτησης τύπου Α΄ και B΄, άρθρο 35 // βλ. Μ. Σκανδάμη, Ο θεσμός της απόλυσης υπό όρο, σελ. 167) και για την ενίσχυση της κοινωνικής του ευθύνης (άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 2776/1999) έχει αποτύχει και η αποφυλάκιση δεν πρέπει να διατάσσεται. Τέλος, στην περίπτωση κατά την οποία κρατούμενος παραμένει (φρουρούμενος) νοσηλευόμενος για μεγάλο χρονικό διάστημα σε νοσοκομείο, η υπό όρο απόλυσή του δεν πρέπει να αποκλείεται μόνο εξ αυτού του λόγου, όταν μάλιστα θα μπορούσαν να του επιβληθούν αυστηροί περιοριστικοί όροι για τον έλεγχό του μετά την αποφυλάκισή του. Πράγματι, ο κρατούμενος δεν έχει δοκιμασθεί σ’ αυτό το χρονικό διάστημα στις δύσκολες συνθήκες της φυλακής ακολουθώντας το αυστηρό πρόγραμμά της και συμβιώνοντας με έτερους κρατουμένους, ώστε να κριθεί η διαγωγή του, όπως το άρθρο 106 ΠΚ θέλει, αλλά γι’ αυτή την παραμονή του εκτός του Καταστήματος Κρατήσεως, τις περισσότερες φορές, δεν ευθύνεται ο ίδιος. Σε μία τέτοια περίπτωση λοιπόν, είναι ασφαλώς σημαντική η διαγωγή του στη φυλακή κατά το χρόνο προ της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, αλλά ακόμη περισσότερο σημαντική είναι η διαγωγή του κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, αν τότε, υπό συνθήκες διαβιώσεως μη ιδιαιτέρως πιεστικές, κατά πολύ ευνοϊκότερες εκείνων των λοιπών κρατουμένων, αντί να αντιλαμβάνεται τις δυσμενείς συνέπειες της κρατήσεώς του, ενόψει και της ασθενείας του, και να προσαρμόζει ανάλογα τη στάση του, εξακολουθεί να εμφανίζει χαρακτήρα ανθρώπου έτοιμου για νέα παράνομη δράση.
Από τα έγγραφα της σχετικής δικογραφίας, προέκυψαν τα εξής: Ο απολυθείς από το Σωφρονιστικό Κατάστημα Δ**, δυνάμει του προσβαλλομένου βουλεύματος, Ν Μ καταδικάστηκε με την υπ’ αριθμ. 2425, 2473, 2506, 2644/2020 απόφαση του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών σε συνολική ποινή καθείρξεως 13 ετών και 6 μηνών και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ για τις πράξεις της εντάξεως σε εγκληματική οργάνωση και της διευθύνσεως αυτής (άρθρο 187 παρ. 1,3 ΠΚ) και της απλής οπλοκατοχής, τις οποίες διέπραξε στην Αθήνα, από το έτος 2008 και μετά, και την 28η.9.2013, αντίστοιχα. Με την υπ’ αριθμ. Α ΠΕ 1408/2022 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, εκδοθείσα επί εφέσεώς του κατά της πρώτης αποφάσεως, έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του για την ανωτέρω πράξη της οπλοκατοχής και η εκτιομένη από εκείνον ποινή είναι πλέον αυτή των 13 ετών καθείρξεως (βλ. και την υπ’ αριθμ. πρωτ. 10012 – 10019/2022 παραγγελία του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών). Για την ανωτέρω κακουργηματική πράξη, για την οποία δεν υπάρχει ακόμη αμετάκλητη κρίση, κρατήθηκε προσωρινά από την 28η.9.2013 έως την 20η.3.2015, δηλαδή για χρονικό διάστημα 1 έτους, 5 μηνών και 22 ημερών. Από την 22α.10.2020 και μέχρι την έκδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος (30.4.2024) κρατήθηκε δυνάμει της ανωτέρω αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, δηλαδή κρατήθηκε για χρονικό διάστημα 3 ετών, 6 μηνών και 8 ημερών. Συνολικά για τις προαναφερθείσες πράξεις και δυνάμει της ανωτέρω αποφάσεως κρατήθηκε για χρονικό διάστημα 5 ετών, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του 1/3 του επιβληθείσας σε βάρος του ποινής. Αν υπολογισθούν ευεργετικά και οι 418 ημέρες εργασίας του, οι 277 ημέρες νοσηλείας του σε θεραπευτικό κατάστημα και οι 508 ημέρες υπερηλικίας του (συνολικά 1203 ημέρες – βλ. το 1.5.2024 έγγραφο του Σωφρονιστικού Καταστήματος Δ**), που αντιστοιχούν σε 3 έτη, 3 μήνες και 18 ημέρες, έχει κρατηθεί συνολικά 8 έτη, 3 μήνες και 18 ημέρες, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 3/5 της ποινής του. Συνέτρεξαν λοιπόν οι τυπικές προϋποθέσεις αποφυλακίσεώς του (άρθρο 105 πΠΚ). Κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικά και δεν έλαβε τακτικές άδειας απουσίας από τη φυλακή. Εκτός αυτής διαθέτει οικογενειακό περιβάλλον (σύζυγο και ένα τέκνο) και κατοικία, δύναται δε να ασκήσει και αυτοπροσώπως επιχειρηματική δραστηριότητα με την έκδοση εντύπων εφημερίδων (βλ. το από 31.1.2024 υπηρεσιακό σημείωμα του Κοινωνικού Λειτουργού του Γενικού Σωφρονιστικού Καταστήματος Δ**). Σημαντικό βέβαια είναι το γεγονός ότι από την 8η.3.2022 μέχρι την 6η.6.2022 νοσηλεύτηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λ*** και από την τελευταία ημερομηνία μέχρι την αποφυλάκισή του στο Εθνικό Κέντρο Αποκαταστάσεως ***, έχοντας νοσήσει από κορωνοϊό, νοσηλευτεί στην Μονάδα Εντατική Θεραπείας και εμφανίσει τετραπάρεση, κρίσεις Ε και σύνδρομο post-covid (βλ. το από 23.1.2024 έγγραφο του Σωφρονιστικού Καταστήματος Δ** και το από 10.11.2023 έγγραφο του Εθνικού Κέντρου Αποκαταστάσεως ***). Ο υπό όρο απολυθείς όμως, βλέποντας ότι η κατάσταση της υγείας του βελτιώνεται σημαντικά (βλ. το τελευταίο έγγραφο), προέβη σε πλήθος αναρτήσεων στον ιστότοπο “x***.com” (προφανώς μέσω τρίτων και προς το σκοπό επηρεασμού της κοινής γνώμης, δυνάμενος να τον πετύχει και λόγω της ανωτέρω εργασίας του), στις οποίες εμφάνιζε τη δίωξή του ως πολιτική και άδικη, το πολιτικό κόμμα «Λ** Σ* – Χ* Α*», στα πλαίσια του οποίου δραστηριοποιήθηκε η υπό τη διεύθυνσή του εγκληματική οργάνωση της σε βάρος του καταδικαστικής αποφάσεως, δυνάμενο να αναγεννηθεί, και τις ιδέες του ανίκητες (βλ. τις αναρτήσεις στο προσβαλλόμενο βούλευμα με ημερομηνίες 18.2.2024, 13.2.2024, 11.12.2023, 18.12.2023, 23.10.2023, 5.8.2023, 22.7.2023, 11.6.2023 και 5.5.2023, με ενδεικτικές τις εξής φράσεις: «δεξιοί και αριστεροί είναι συνένοχοι σ’ αυτό το μεγάλο πολιτικό έγκλημα», «όσοι ζωντανοί αντισταθείτε», «πολιτικοί κρατούμενοι στον 21ο αιώνα οι βουλευτές τις Χ* Α*», «η δίωξή μας ήταν και είναι πολιτική», «μόνο ένας εμπαθής δεν αντιλαμβάνεται ότι η δίωξή μου είναι πολιτική», «ανατέλλει και πάλι μία Χ* Α*», «να υπάρχει ψηφοδέλτιο που να γράφει Χ* Α*», «η Χ* Α* είναι ιδέα και οι ιδέες δεν ηττώνται», «εμείς παραμένουμε Χ**τες» και «η πίστη στις καρδιές μας παραμένει δυνατή και η σημαία της ιδέας θα είναι πάντοτε ψηλά»). Τις αναρτήσεις αυτές δεν τις αμφισβητεί (βλ. σελ. 4 του υπομνήματός του επί της υπ’ αριθμ. 81/2024 προτάσεως του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λαμίας προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λαμίας). Εκθειάζοντας λοιπόν κατά την κράτησή του το ταυτιζόμενο με εγκληματική οργάνωση πολιτικό κόμμα, εντός του οποίου και μόνο δια του οποίου έδρασε οργανωμένα παρανόμως σύμφωνα την δικαστική απόφαση, που του επέβαλε την εκτιομένη από εκείνον ποινή, εμφάνισε ουσιαστικώς τον εαυτό του επικίνδυνο για την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων και κατέδειξε σαφώς ότι η διαγωγή του δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως καλή, ώστε να απολυθεί υπό όρο. Συνακόλουθα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, το οποίο, παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε την αίτησή του για την υπό όρο απόλυσή του από τη φυλακή κρίνοντας ότι η διαγωγή του σ’ αυτή είναι καλή και ότι ελλείπει ο κίνδυνος διαπράξεως νέων αδικημάτων από εκείνον, στηριζόμενο μόνο στη μη τέλεση από τον αιτούντα πειθαρχικών παραπτωμάτων ή άλλων εγκλημάτων, και κυρίως μη αξιολογώντας αρνητικά (και «λόγω του τεκμηρίου της αθωότητας»), παρότι έπρεπε να το πράξει, τις προαναφερθείσες δημοσιευμένες στο διαδίκτυο και σχετιζόμενες με την πρωτόδικη καταδίκη του απόψεις του, που, κατά την αιτιολογία του βουλεύματος, «απηχούν τις πολιτικές και άρα φρονηματικές του πεποιθήσεις» και δεν αποτελούν κίνδυνο για τα προστατευόμενα αγαθά, έσφαλε, εκτιμώντας λανθασμένα τα πραγματικά περιστατικά και εφαρμόζοντας ομοίως (λανθασμένα) τη διάταξη του άρθρου 106 παρ. 1 πΠΚ, και κατά συνέπεια πρέπει να ακυρωθεί από το Συμβούλιό σας, ώστε να απορριφθεί η υπ’ αριθμ. 1755/31.1.2024 αίτηση του καταδίκου για την υπό όρο απόλυσή του από τη φυλακή, αφού δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της, και να διαταχθεί η σύλληψή του προς το σκοπό εκτίσεως του υπολοίπου της ποινής καθείρξεως 13 ετών της υπ’ αριθμ. 2425, 2473, 2506, 2644/2020 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Για τους λόγους αυτούς,
Προτείνω:
Ι. Να γίνει δεκτή τυπικά και στην ουσία της η υπ’ αριθμ. 9/8.5.2024 έφεσή μας κατά του υπ’ αριθμ. 121/30.4.2024 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, με το οποίο έγινε δεκτή η υπ’ αριθμ. πρωτ. 1755/31.1.2024 αίτηση του τότε κρατουμένου στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Δ** και νοσηλευομένου στο Εθνικό Κέντρο Αποκαταστάσεως *** καταδίκου Ν Μ, και διατάχθηκε η υπό τον όρο της ανακλήσεως απόλυσή του από τη φυλακή,
ΙΙ. Να ακυρωθεί του βούλευμα αυτό, και
ΙΙΙ. Να απορριφθεί η προαναφερθείσα αίτησή του και διαταχθεί η σύλληψή του προς το σκοπό εκτίσεως του υπολοίπου της ποινής καθείρξεως των 13 ετών, που του επιβλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 2425, 2473, 2506, 2644/2020 απόφαση του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Λαμία, 13.5.2024
Ο Εισαγγελέας
Νικήτας Λ. Θεολογίτης
Αν/λέας Εφετών.»
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
- Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 464 ΚΠΔ, το ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος στον οποίον ρητά από το νόμο παρέχεται το δικαίωμα αυτό, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 474 του ΚΠΔ, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή το βούλευμα ή στον γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό, στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στην φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ’ εκείνον που την διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό του (άρθρο 466 παρ. 1) και από εκείνον που τη δέχεται. Ο εισαγγελέας μπορεί να δηλώσει την άσκηση του ενδίκου μέσου και με τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονική αλληλογραφία, οπότε το ένδικο μέσο θεωρείται ότι ασκήθηκε με την αποδεδειγμένη αποστολή τους (παρ. 1). Το ένδικο μέσo μπορεί επίσης να ασκηθεί και με κατάθεση δικογράφου στα παραπάνω πρόσωπα, για την οποία συντάσσεται έκθεση εγχείρησης (παρ. 2) Αν η έκθεση γίνει ή το δικόγραφο κατατεθεί σε άλλον γραμματέα ή στον διευθυντή των φυλακών, αποστέλλεται αμέσως στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (παρ. 3) Στην έκθεση ή το δικόγραφο, πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο (παρ. 4). Εξάλλου, σύμφωνα με την παραγρ.5 του άρθρου 110 ΠΚ, ως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 24 ν.4855/2021, κατ΄ επαναδιατύπωση του άρθρου 17 ν.1968/1991, κατά του βουλεύματος που κρίνει τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, επιτρέπεται έφεση από τον εισαγγελέα και τον καταδικασθέντα για οποιοδήποτε λόγο, με ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 473 έως 476 ΚΠΔ, η οποία (έφεση) ασκείται από τον Εισαγγελέα μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την έκδοσή του, ενώ τόσο η προθεσμία αυτή, όσο και η έφεση που ασκήθηκε, δεν αναστέλλουν την αποφυλάκιση του κατηγορουμένου, η οποία έχει διαταχθεί με το προσβαλλόμενο βούλευμα (άρθρα 473 παρ.1 εδ.τελ.,480 και 306 εδ.τελ. ΚΠΔ).
Εν προκειμένω, νομίμως εισάγεται, με την προπαρατεθείσα υπ’ αριθμ. 25/2024 πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών Λαμίας, ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17 ν.1968/1991 και ήδη 110 παρ.5 ΠΚ, 30 παρ. 2,4, 138 παρ. 1, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1α΄, 318, 473 παρ. 1, 474 παρ. 1, 480 και 481 ΚΠΔ, η υπ’ αριθμ. 9/08-05-2024 έφεση του ιδίου κατά του υπ’ αριθμ. 121/30-04-2024 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, που έκανε δεκτή την υπ’ αριθμ. πρωτ. 1755/31-01-2024 αίτηση για την υφ` όρον απόλυση και διέταξε την υπό τον όρο της ανακλήσεως, απόλυση από τη φυλακή, του τότε κρατουμένου στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Δ** και κατόπιν νοσηλευομένου στο Εθνικό Κέντρο Αποκαταστάσεως *** καταδίκου Ν Μ , κρατουμένου δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2425, 2473, 02506, 2644/22-10-2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία ο τελευταίος καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης δεκατριών (13) ετών για την πράξη της εγκληματικής οργάνωσης (αρθ.187 παρ.1,3 ΠΚ) και σε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ για την πλημμεληματική πράξη της παράνομης οπλοκατοχής (αρθ.7 Ν.2168/1993), που τελέσθηκαν, η μεν πρώτη, από το έτος 2008 και εντεύθεν και η δεύτερη, στις 28-09-2013, ως προς την οποία, σημειωτέον, έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, δυνάμει της υπ’αρ.1408/26-07-2022 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και, συνεπώς, η εκτιόμενη από τον ανωτέρω κρατούμενο ποινή, είναι αυτή της καθείρξεως δεκατριών (13) ετών. Η υφ` όρον απόλυση του εν λόγω κρατουμένου διατάχθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας υπό την προϋπόθεση ότι αυτός δεν κρατείται για άλλη αιτία και με τις υποχρεώσεις : α) της απαγόρευσης εξόδου του από τη Χώρα, β) της απαγόρευσης εξόδου του από τα γεωγραφικά όρια της Περιφερειακής Ενότητας ***γ) της διαμονής του στην δηλωθείσα από τον ίδιο διεύθυνση στην Π** Α**, επί της οδού ***, δ) της μη συναναστροφής του με συγκατηγορουμένους για την ποινική υπόθεση, για την οποία του επιβλήθηκε πρωτοδίκως, δυνάμει της με αριθμ. 2425, 2473, 2506, 2644/22-10-2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η ποινή την οποία εκτίει, και ε) της εμφάνισής του στο οικείο Α.Τ. του τόπου διαμονής του μία (1) φορά εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου ημερολογιακού μηνός, μέχρι το τέλος του χρόνου δοκιμασίας του. Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, η ασκηθείσα από τον Αντεισαγγελέα Εφετών υπό κρίση έφεση κατά του ως άνω βουλεύματος, είναι δικονομικώς παραδεκτή, καθόσον ασκήθηκε από δικαιούμενο πρόσωπο και προσβάλλει εκκλητό βούλευμα (άρθρα 464, 465 ΚΠΔ και 17 ν.1968/1991, ήδη 110 παρ.5 ΠΚ) και περαιτέρω είναι εμπρόθεσμη, διότι ασκήθηκε την 08η-05-2024, ήτοι προ παρελεύσεως της μηνιαίας προθεσμίας, καθόσον το προσβαλλόμενο βούλευμα εκδόθηκε στις 30-04-2024 και η έφεση ασκήθηκε στις 08-05-2024 (άρθρα 473 παρ.1 εδ.τελ.,480 και 306 εδ.τελ. ΚΠΔ, τηρήθηκαν δε, κατά την άσκησή της, οι νόμιμες διατυπώσεις, αφού έγινε δήλωση γι` αυτήν ενώπιον της αρμόδιας Γραμματέως του Δικαστηρίου (Πρωτοδικείου Λαμίας) που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα και συνετάγη η σχετική έκθεση ασκήσεως ενδίκου μέσου (βλ. σχετ. την υπ` αριθμ. 9/08-05-2024 έκθεση εφέσεως κατά βουλεύματος της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Λαμίας), στην οποία διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους αυτή (έφεση) ασκήθηκε (άρθρο 474 ΚΠΔ), οι οποίοι είναι σαφείς, ορισμένοι και νόμιμοι (ΑΠ 1846/2008, δημ. Νόμος), καθόσον εκτίθενται σ` αυτή, με σαφήνεια και πληρότητα, οι πραγματικές και νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα και οι οποίες συνίστανται στην υπό του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας: α) πλημμελή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και, συγκεκριμένα, της διάταξης του άρθρου 106 παρ. 1 πΠΚ, όπως ειδικότερα οι πλημμέλειες αυτές προσδιορίζονται στην έφεση. Εξάλλου, αντίγραφο της εισαγγελικής πρότασης έλαβαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι του καταδίκου, ως τούτο προκύπτει από τη σχετική επισημείωση επί της δικογραφίας και αυτή (δικογραφία) διαβιβάσθηκε, κατ΄ άρθρο 138 παρ.3 ΚΠΔ, στο παρόν Συμβούλιο, μετά παρέλευση είκοσι τεσσάρων (24) ωρών. Για τη συζήτηση της έφεσης, ο ανωτέρω απολυθείς έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, δηλαδή δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίασή του, κατ` ανάλογη εφαρμογή της σχετικής διάταξης του άρθρου 110 παρ. 1 εδ. β΄ νΠΚ (βλ. σχετ. το από 16-05-2024 αποδεικτικό επιδόσεως του Ανθυπαστυνόμου του Α.Τ. ***), κατά την οποία (συνεδρίαση) ο μεν ίδιος εμφανίστηκε εξ` αποστάσεως ενώπιον του Συμβουλίου με τεχνολογικά μέσα και δη, μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας τηλεδιάσκεψης (skype), οι δε συνήγοροί του Ν* Μ* και Δ* Π* (Δ.Σ. Αθηνών) παραστάθηκαν δια ζώσης και κατέθεσαν το υπ` αριθμ. πρωτ. εισερχ. της Γραμματείας του Εφετείου Λαμίας 654/27-05-2024 υπόμνημα. Κατά συνέπεια, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.
- Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 105-110 ΠΚ, άρθρου 25 Ν.2058/52 και άρθρων 1 παρ. 5, 6, 7, 8 και 4 παρ. 2 και 3 του Ν.2207/1994, όπως ισχύουν σήμερα, προκύπτει ότι για την υπό όρο απόλυση καταδίκου, απαιτείται η συνδρομή, στο πρόσωπό του, ορισμένων τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων (ΑΠ 983/2019, δημ. Νόμος). Βέβαια, η υφ’ όρον απόλυση, ως θεσμός του ουσιαστικού ποινικού δικαίου (Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, σε Ποινολογία, σελ. 581), διέπεται από την αρχή που θεσπίζεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα. Πέραν τούτου, ρητά η διάταξη του άρθρου 465 του νέου Ποινικού Κώδικα, ως διάταξη που εξειδικεύει την ανωτέρω γενική αρχή του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, αξιώνει την εφαρμογή των ρυθμίσεων του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα και στο πεδίο της υφ’ όρον απόλυσης (ΣυμβΕφΚρητ 35/2021, δημ. Νόμος, Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 ΠΚ. Το διαχρονικό δίκαιο στον χώρο επιμέτρησης και έκτισης των ποινών, ΠοινΔικ 2019, σελ. 937). Ως εκ τούτου, στο πεδίο της έκτισης της ποινής, θα κριθούν in concrteto για κάθε κατηγορούμενο, οι ειδικότερες και οι πιο ευμενείς διατάξεις που θα εφαρμοστούν. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 465 ΠΚ, οι διατάξεις του προϊσχύσαντος ΠΚ για την απόλυση υπό όρο, εφαρμόζονται για πράξεις που τελέσθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου ΠΚ, ήτοι μέχρι την 01-07-2019, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής της διαχρονικώς επιεικέστερης ποινικής διάταξης, κατ’ άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ (Ν.4619/2019), εφόσον αυτή οδηγεί, in concreto, σε ευμενέστερο αποτέλεσμα, δυνάμει διατάξεων υπερνομοθετικής ισχύος, ήτοι, α) τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 4 και 7 Συντάγματος (αρχές της ισότητας και της νομιμότητας, βλ. ΟλΑΠ 1/2015, ΠοινΧρ 2016.50), β) την διάταξη του άρθρου 15 § 1 εδ. γ΄ του κυρωθέντος με το ν. 2462/1997 Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, και γ) το άρθρο 7 § 1 της κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974 Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων Ανθρώπου (Αρ. Χαραλαμπάκης, Ο νέος Ποινικός Κώδικας – μια πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση του Ν. 4619/2019, σελ. 119, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2019). Στο πλαίσιο αυτό, για κατηγορουμένους που τέλεσαν έγκλημα πριν την 01-07-2019, τυγχάνουν εφαρμογής : α) οι διατάξεις του άρθρου 105 παρ. 6 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, σε περιπτώσεις καταδίκης σε ποινή κάθειρξης, καθώς, υπό το παλαιότερο καθεστώς, απαιτούνταν να έχει εκτιθεί πραγματικά το 1/3 της ποινής που επιβλήθηκε (και όχι τα 2/5 που προβλέπει η διάταξη του ισχύοντος άρθρου 105 Β παρ. 6 ΠΚ), β) οι διατάξεις του άρθρου 105 παρ. 6 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, σε περιπτώσεις καταδίκης σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, καθώς, υπό το παλαιότερο καθεστώς, απαιτούνταν να έχουν εκτιθεί πραγματικά δεκαπέντε έτη (και όχι δεκαέξι έτη που προβλέπει η διάταξη του ισχύοντος άρθρου 105 Β παρ. 6 ΠΚ), γ) οι διατάξεις του άρθρου 105 παρ. 6 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, σε περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά και άλλες ποινές, καθώς και πολλαπλές ποινές ισόβιας κάθειρξης, καθώς, υπό το παλαιότερο καθεστώς, απαιτούνταν να έχουν εκτιθεί πραγματικά δεκαεννέα έτη (και όχι είκοσι ή εικοσιπέντε έτη που προβλέπει η διάταξη του ισχύοντος άρθρου 105 Β παρ. 6 ΠΚ), δ) σε περιπτώσεις κρατουμένων που έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους, έχει εφαρμογή ο ευεργετικός υπολογισμός ημερών που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 105 παρ. 2 εδ. δ` του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, καθώς ο ισχύων Ποινικός Κώδικας δεν περιλαμβάνει σχετική ρύθμιση, ε) οι διατάξεις του άρθρου 110 Α του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, για την «πρόωρη» υφ’ όρον απόλυση ασθενών κρατουμένων, καθώς ο ισχύων Ποινικός Κώδικας δεν περιλαμβάνει σχετική ρύθμιση (ΣυμβΕφΚρητ 35/2021, δημ. Νόμος, Κοσμάτος, 14.3.12. Διαχρονικό δίκαιο, σε: Σ. Παύλου/Κ. Κοσμάτος, Οι κυρώσεις στον νέο Ποινικό Κώδικα, 2020, σ. 234-235). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 105 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 6 παρ. 1 Ν. 4322/2015, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, κατ’ άρθρο 465 του ισχύοντος ΠΚ, : «1. Όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις και εφόσον έχουν εκτίσει: α) προκειμένου για φυλάκιση, τα δύο πέμπτα της ποινής τους, β) προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη, τα τρία πέμπτα της ποινής τους, γ) προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τουλάχιστον δεκαεννέα (19) έτη. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη. 2. Το χρονικό διάστημα των τριών πέμπτων περιορίζεται στα δύο πέμπτα της ποινής που επιβλήθηκε και προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τα δεκαεννέα (19) έτη περιορίζονται σε δεκαπέντε (15) έτη, αν ο κατάδικος έχει υπερβεί το εβδομηκοστό (70ο) έτος της ηλικίας του. Το χρονικό διάστημα των δεκαπέντε (15) ετών προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει δεκαεννέα (19) έτη. Μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου (65ο) έτους της ηλικίας του καταδίκου, κάθε ημέρα παραμονής του σε σωφρονιστικό κατάστημα υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο (2) ημέρες εκτιόμενης ποινής. Αν ο κατάδικος εργάζεται, κάθε ημέρα απασχόλησης υπολογίζεται ως επιπλέον μισή ημέρα εκτιόμενης ποινής. Αν για τους καταδίκους αυτούς προκύπτει από άλλες διατάξεις ευνοϊκότερος υπολογισμός, εφαρμόζονται εκείνες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε καταδίκους για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει η παρ. 2 του άρθρου 105 του ν. 1492/1950, Κύρωση του Ποινικού Κώδικα, …, 4. Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί υπό όρο, αν έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Σε κάθε περίπτωση ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει εικοσιπέντε (25) έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό, ….., 6. Για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί πάντως στον κατάδικο η υφ’ όρον απόλυση, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τρίτο της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαπέντε (15) έτη. Το χρονικό διάστημα του ενός τρίτου ή, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, των δεκαπέντε (15) ετών, προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει δεκαεννέα (19) έτη. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε όσους καταδικάσθηκαν για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο 5 του ν. 2058/1952. Επίσης, οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε όσους καταδικάσθηκαν για το έγκλημα της παραγράφου 1 του άρθρου 299, εφόσον η πράξη τελέσθηκε κατά τη διάρκεια της κράτησής τους σε σωφρονιστικό κατάστημα. 7. Κάθε ημέρα κράτησης κρατουμένων που πάσχουν από ημιπληγία ή παραπληγία, σκλήρυνση κατά πλάκας ή έχουν υποβληθεί σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς, ήπατος, νεφρού ή μυελού ή είναι φορείς του συνδρόμου επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή πάσχουν από κακοήθη νεοπλάσματα ή από νεφρική ανεπάρκεια για την οποία γίνεται τακτική αιμοκάθαρση ή από φυματίωση κατά τη διάρκεια της θεραπείας της, υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο (2) ημέρες εκτιόμενης ποινής. Το ίδιο ισχύει και για: α) κρατούμενους με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, που δεν μπορούν να εργαστούν, εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης, β) κρατούμενους με ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, γ) κρατούμενους στους οποίους απαγορεύεται ύστερα από γνωμάτευση από Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) η ανάληψη εργασίας ή απασχόλησης που μπορεί βάσιμα να προκαλέσει σοβαρή και μόνιμη βλάβη στην υγεία τους, δ) κρατούμενους οι οποίοι νοσηλεύονται σε θεραπευτικά καταστήματα ή νοσοκομεία εφόσον η νοσηλεία τους έχει διαρκέσει τουλάχιστον τέσσερις (4) μήνες, ε) κρατούμενες μητέρες για όσο διάστημα έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους, στ) κρατούμενους που συμμετέχουν σε θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης από ναρκωτικά εγκεκριμένου, κατά το άρθρο 51 του ν.4139/2013 (Α΄74), οργανισμού και ζ) κρατούμενους για όσο διάστημα διαρκεί η κράτησή τους σε χώρους αστυνομικών τμημάτων ή αστυνομικών διευθύνσεων. Η διακρίβωση της αναπηρίας στις περιπτώσεις α` και β ’ γίνεται με τη διαδικασία της παραγράφου 4 του άρθρου 110Α. Ο ευεργετικός υπολογισμός διενεργείται από τον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 46 παρ. 1 του Σωφρονιστικού Κώδικα και λαμβάνεται υπόψη εκτός από την υφ’ όρον απόλυση και για τη λήξη της έκτισης της ποινής, τη μετατροπή της σε χρηματική ποινή ή κοινωφελή εργασία ή την αθροιστική έκτιση των ποινών.». Από τις διατάξεις αυτές, σαφώς προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι: 1) αν συντρέχουν σωρευτικά ποινές φυλάκισης, ως προς αυτές μπορεί να γίνει ευεργετικός υπολογισμός χωρίς κανένα όριο υποχρεωτικής έκτισης, 2) αν ο κατάδικος εκτίει ποινές ισόβιας κάθειρξης και συντρέχουν σωρευτικά και άλλες ποινές φυλάκισης, τότε, για να απολυθεί υπό όρο, πρέπει να εκτίσει πραγματικά δεκαπέντε έτη και τα 2/5 του αθροίσματος των λοιπών ποινών φυλάκισης. Αν το σύνολο των ποινών αυτών, σκοπούμενο πλέον ως ενιαία ποινή, υπερβαίνει τα δεκαεννέα έτη, πρέπει να παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα υποχρεωτικά για δεκαεννέα έτη, δηλαδή για τα έτη αυτά δεν χωρεί ευεργετικός υπολογισμός (ΣυμβΕφΚρητ. 35/2021, δημ. Νόμος, ΣυμβΕφΛαρ. 344/2004, ΠοινΧρον. 2005.941). Για το απομένον όμως υπόλοιπο της ποινής, θα εφαρμοσθεί η παράγραφος 4 του άρθρου 105 του προϊσχύοντος ΠΚ, δηλαδή ο κατάδικος θα εκτίσει μεν και το πέραν των δεκαεννέα ετών τμήμα της ποινής του, για την έκτιση όμως αυτού, μπορεί να γίνει ευεργετικός υπολογισμός. Σε κάθε δε, περίπτωση, μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει εικοσιπέντε έτη, και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό, 3) αν συντρέχουν ποινές ισόβιας κάθειρξης και άλλες ποινές πρόσκαιρης κάθειρξης, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί εφόσον έχει εκτίσει πραγματικά δεκαπέντε έτη και χρονικό διάστημα ίσο με τα 3/5 του αθροίσματος των σωρευτικώς συντρεχουσών ποινών κάθειρξης και, αν το άθροισμα αυτό υπερβαίνει τα δεκαεννέα έτη, πρέπει αυτός να παραμείνει κρατούμενος επί δεκαεννέα έτη, χωρίς να μπορεί να γίνει ευεργετικός υπολογισμός για τα έτη αυτά, παρά μόνον για τυχόν απομένον υπόλοιπο προς έκτιση. Σε κάθε δε, περίπτωση, μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει εικοσιπέντε έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό, 4) αν ο κατάδικος έχει καταδικασθεί σε περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, μπορεί να απολυθεί μετά από έκτιση δεκαεννέα ετών, αφού συμπληρώσει συνολικά εικοσιπέντε έτη εκτιθείσας ποινής με ευεργετικό υπολογισμό (βλ. σχετ. Γνωμ.Εισ.ΑΠ 5/1998 ΠοινΧρον. ΜΗ.197, ΣυμβΕφΚρητ. 35/2021, δημ. Νόμος, Συμβ.Εφ.Λαρ.344/2004, Ποιν.Χρον. 2005.941).
- Περαιτέρω, κατά το άρθρο 106 του προϊσχύσαντος ΠΚ : «1. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδίκου, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε καταδικασθέντες για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει η παρ. 1 του άρθρου 106 του ν. 1492/1950 “Κύρωση του Ποινικού Κώδικα. 2. Στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του. Οι υποχρεώσεις αυτές μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν με αίτηση του απολυμένου. 3. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως και 4 του άρθρου 100Α εφαρμόζονται αναλόγως.». Κατά δε το ευμενέστερο άρθρο 106 του κυρωθέντος με το Ν.4619/2019 νέου ΠΚ (σε σχέση με τους καταδίκους, που τέλεσαν πειθαρχικά παραπτώματα): «1. Η απόλυση υπό όρο μπορεί να μη χορηγηθεί αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Μόνη η επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για τη μη χορήγηση της απόλυσης. 2. Στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του, με ανάλογη εφαρμογή των περιπτώσεων δ` έως στ` της παραγράφου 2 του άρθρου 99. Οι υποχρεώσεις αυτές μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν με αίτηση εκείνου που απολύθηκε. 3. Η εποπτεία για την τήρηση των κατά την προηγούμενη παράγραφο υποχρεώσεων μπορεί να ανατεθεί και σε εταιρεία προστασίας αποφυλακιζομένων.», ενώ κατά το ίδιο άρθρο, μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 20 Ν. 4855/2021: «1. Η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Μόνη η αναιτιολόγητη επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για τη μη χορήγηση της απόλυσης. 2. Στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του, με ανάλογη εφαρμογή των περ. δ΄ έως ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 99. Οι υποχρεώσεις αυτές, όπως και αυτές που επιβάλλονται από τον νόμο, μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν αυτεπάγγελτα ή με αίτηση εκείνου που απολύθηκε. 3. Η εποπτεία για την τήρηση των κατά την προηγούμενη παράγραφο υποχρεώσεων μπορεί να ανατεθεί και σε εταιρεία προστασίας αποφυλακιζομένων.». Τέλος, κατά το άρθρο αυτό, μετά την προς το δυσμενέστερο τροποποίησή του με το άρθρο 25 Ν. 5094/2024 (αφού για την απόλυση λαμβάνονται υπόψη και τα χαρακτηριστικά του τελεσθέντος από τον κατάδικο εγκλήματος) : «1. Η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, σε συνδυασμό με τη διάγνωση της πιθανότητας επανάληψης του εγκλήματος κατά τον χρόνο δοκιμασίας, όπως προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του εγκλήματος, σε σχέση με την εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. 2. Στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του, με ανάλογη εφαρμογή των περ. δ΄ έως ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 99. Οι υποχρεώσεις αυτές, όπως και αυτές που επιβάλλονται από τον νόμο, μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν αυτεπάγγελτα ή με αίτηση εκείνου που απολύθηκε. 3. Η εποπτεία για την τήρηση των κατά την προηγούμενη παράγραφο υποχρεώσεων μπορεί να ανατεθεί και σε εταιρεία προστασίας αποφυλακιζομένων.». Εκ των ανωτέρω σαφώς συνάγεται ότι, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 παρ.1 ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 33 παρ. 2 του Ν.2173/93, και τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, κατ` άρθρο 465 του νΠΚ, ως διάταξη που εξειδικεύει την ανωτέρω γενική αρχή του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, μοναδική ουσιαστική προϋπόθεση για τη χορήγηση της απόλυσης υπό όρους, είναι η καλή διαγωγή του κρατουμένου κατά τη διάρκεια εκτίσεως της ποινής του. Κατά συνέπεια, όταν συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις της υπό όρο αποφυλακίσεως καταδίκου, η απόλυσή του χορηγείται υποχρεωτικώς, εκτός εάν το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι η διαγωγή του καταδίκου κατά τη διάρκεια της εκτίσεως της ποινής του, συμπεριλαμβανομένης και της προσωρινής κρατήσεώς του, δεν υπήρξε καλή ή υπήρξε κατ` επίφαση μόνο καλή και, ως εκ τούτου, υπάρχει κίνδυνος ότι ο απολυόμενος υφ` όρον θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις και γι` αυτό καθίσταται απολύτως αναγκαία η συνέχιση της κρατήσεώς του (ΑΠ 983/2019, δημ. Νόμος). Για την αξιολόγηση της διαγωγής του καταδίκου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η εν γένει συμπεριφορά του, όπως αυτή εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του, για δε την αξιολόγηση της επικινδυνότητας αυτού προς τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και ο χαρακτήρας του, όπως διαγιγνώσκεται με βάση την όλη διαγωγή του κατά τη διάρκεια εκτίσεως της ποινής του (ΑΠ 983/2020, ΑΠ 983/2019, δημ. Νόμος). Αντίθετα, δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία που ανάγονται στον προ της καταδίκης του χρόνο και δη, στοιχεία που αποκαλύπτουν τις πτυχές της προσωπικότητάς του που οδήγησαν στο παρελθόν στη διάπραξη της πράξης για την οποία καταδικάσθηκε, στην προηγούμενη ζωή του και στις προγενέστερες ατομικές και κοινωνικές του περιστάσεις, αφού τα στοιχεία αυτά αξιολογήθηκαν, κατ` άρθρο 79 ΠΚ, για την επιμέτρηση της ποινής του (ΑΠ 983/2020, ΣυμβΕφΚρητ 35/2021, δημ. Νόμος). Στην περίπτωση που στον κρατούμενο επιβλήθηκε, κατά την διάρκεια της κράτησής του, πειθαρχική ποινή, μόνη αυτή η πειθαρχική ποινή, δεν είναι ικανή να επιβάλει την συνέχιση της κράτησής του, αλλά απαιτείται και η συναξιολόγηση αυτής με βάση και άλλα στοιχεία (ΑΠ 983/2020, ΑΠ 983/2019, δημ. Νόμος), προκειμένου να κριθεί αν επιβάλλεται η συνέχιση της κράτησής του, για την αποτροπή τέλεσης από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Και τούτο διότι ο νόμος απαιτεί, η διαγωγή του καταδίκου κατά τη διάρκεια της κράτησής του να είναι καλή, χωρίς να προσδιορίζει ειδικότερα τα στοιχεία εκείνα της συμπεριφοράς του, τα οποία, όταν υπάρχουν, έχουν ως λογική συνέπεια τη διάγνωση, από το Δικαστικό Συμβούλιο, ότι επιβάλλεται η συνέχιση της κράτησης αυτού, για την πρόληψη τέλεσης νέων αξιόποινων πράξεων. Το αρμόδιο συμβούλιο επιβάλλεται, ως εκ τούτου, να ελέγχει οποιαδήποτε μορφή διαγωγής, η οποία προκύπτει από τη συνολική προσωπικότητα του κρατουμένου (ΑΠ 843/2023, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του ΑΠ). Διαγνωστικά κριτήρια για τη διαπίστωση της καλής διαγωγής εντός της φυλακής αποτελούν, μεταξύ των άλλων, η μη τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων, η προσαρμογή στους κανονισμούς του σωφρονιστικού καταστήματος, η συμπεριφορά του κρατουμένου κατά τη διάρκεια των αδειών που ενδεχομένως του χορηγήθηκαν, η ενδεχόμενη τέλεση αξιόποινων πράξεων από εκείνον μετά τη φυλάκισή του, η προσωπικότητά του, η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του και η ωφέλειά του εκ της απολύσεώς του (βλ. Μ. Σκανδάμη, Ο θεσμός της απόλυσης υπό όρο, σελ. 169, 179). Η διάγνωση της καλής συμπεριφοράς του κρατουμένου, θα πρέπει να στηρίζεται σε πτυχές αυτής που είναι αντιληπτές με τις εξωτερικές αισθήσεις και σε εξωτερικά γνωρίσματα ή περιστατικά, που ανάγονται στο χρόνο κράτησής του. Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία της έννοιας της καλής διαγωγής του κρατουμένου, σαν τέτοια δεν ορίζεται μόνον η εξωτερικά καλή διαγωγή (λ.χ. έλλειψη πειθαρχικών παραπτωμάτων), αλλά νοείται η αληθής και πραγματική θετική συμπεριφορά, που πηγάζει από την ενδόμυχη αποδοχή των κανόνων της προσήκουσας εκδηλωτικής συμπεριφοράς, η οποία συνιστά το θεμέλιο της καλής διαγωγής, αποτελεί το ουσιώδες στοιχείο της προσωπικότητας και αποδεικνύει την ηθική βελτίωση του καταδίκου, αφού ακόμα και η προσαρμογή του κρατουμένου στο καθημερινό πρόγραμμα της φυλακής μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να είναι προσποιητή (ΑΠ 983/2020, ΑΠ 983/2019, δημ. Νόμος, Γαρδίκα, Εγκληματολογία, τόμος Γ`, Σωφρονιστική, 1965, σελ. 432, Γ. Σταθέα, Προϋποθέσεις της υφ` όρον απολύσεως του εκτίοντος ποινή καταδίκου). Και ναι μεν, σύμφωνα με τη διάταξη του ως άνω άρθρου 106 πΠΚ, που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, απαγορεύεται, για την αξιολόγηση της διαγωγής του καταδίκου, η αναδρομή στη βαρύτητα και το είδος του αδικήματος και σε όλα τα στοιχεία που ανάγονται στον προ της καταδίκης του χρόνο, όπως ήδη προεκτέθηκε, πλην όμως, με δεδομένο ότι αναζητείται, ως στοιχείο της καλής διαγωγής αυτού, η ηθική βελτίωσή του, δεν είναι δυνατόν να μη ληφθούν υπόψη στοιχεία αποκαλυπτικά πτυχών της προσωπικότητάς του, που εκδηλώθηκαν μεν κατά το παρελθόν και οδήγησαν σε διάπραξη εγκλήματος, αλλά συνεχίζουν να συνάπτονται με την προσωπικότητά του και κατά τον χρόνο εκτίσεως της ποινής, και τούτο προκειμένου μόνον να διαπιστωθεί αν αυτός, στα πλαίσια της ηθικής βελτιώσεώς του, που είναι το ζητούμενο, έκανε προσπάθεια να εξαλείψει τα στοιχεία αυτά. Ως εκ τούτου, το ζητούμενο, στην υπό του Συμβουλίου έρευνα της συνδρομής, στο πρόσωπο του κρατουμένου, των εκ του Νόμου τασσόμενων ουσιαστικών προϋποθέσεων για την υφ` όρον απόλυσή του, δεν είναι να βαθμολογηθεί η όποια ηθική βελτίωση της προσωπικότητας αυτού γενικά και αόριστα, καθόσον τούτο θα ήταν επισφαλέστατο κριτήριο και ένας τέτοιου είδους προβληματισμός θα κινείτο οριακά, πιθανότατα εκτός του πεδίου του Ποινικού Δικαίου. Αντίθετα, ερευνητέο τυγχάνει, στην περίπτωση της υφ` όρον απολύσεως, εάν η συμπεριφορά του καταδίκου, όπως αυτή οριοθετείται διά συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, γεγονότων δηλαδή αντιληπτών στον εξωτερικό κόσμο, παρέχει ή όχι προσδοκίες μη επικινδυνότητας αυτού για τα προστατευόμενα από το Νόμο έννομα αγαθά, αν δηλαδή αυτός διάκειται αρνητικά προς τις θεσμοθετημένες επιλογές του Νομοθέτη και αποτελεί εν δυνάμει κίνδυνο για την προσβολή της έννομης τάξης (ΣυμβΕφΚρητ 35/2021, δημ. Νόμος). Με βάση τα ανωτέρω, σαφώς συνάγεται ότι δεν αρκεί να είναι κατ’ επίφαση καλή η διαγωγή του κατάδικου κατά το χρονικό διάστημα έκτισης της ποινής του, αλλά να μπορεί να συναχθεί βάσιμα, ενόψει και της διάγνωσης του χαρακτήρα του, ότι απολυόμενος, δεν θα τελέσει και πάλι αξιόποινες πράξεις (ΣυμβΕφΘεσ. 257/2020, αδημ), ενώ για την αξιολόγηση της επικινδυνότητας αυτού προς τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων, πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να λαμβάνεται υπόψη και ο χαρακτήρας του, όπως διαγιγνώσκεται με βάση την όλη διαγωγή του κατά τη διάρκεια εκτίσεως της ποινής του (ΑΠ 983/2020, ΑΠ 983/2019, δημ. Νόμος). Και τούτο, διότι η πειθήνια προσαρμογή του κρατουμένου στο καθημερινό πρόγραμμα της φυλακής, δεν μπορεί να αποτελέσει αλάνθαστη ένδειξη για την ανυπαρξία μελλοντικής υποτροπής του, καθώς αυτή (η προσαρμογή) μπορεί να είναι προσποιητή, χωρίς βούληση μεταβολής του χαρακτήρα του, εφόσον κύριος σκοπός είναι η απόλαυση των παρεχόμενων προνομίων (όπως και η υφ` όρον απόλυση) ως αντάλλαγμα της φερομένης καλής διαγωγής, η οποία όμως είναι σκοπούμενη, διαμορφώνεται υπό την απειλή πειθαρχικών κυρώσεων και δεν ενέχει το στοιχείο της πρωτοβουλίας και της εκούσιας αποδοχής. Άλλωστε, με δεδομένο ότι η υφ’ όρον απόλυση, ως θεσμός, αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των αναγκών της ειδικής πρόληψης, ενώ συνιστά σοβαρό βελτιωτικό μέσο του καταδίκου και συμβάλλει ουσιωδώς στην άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής και, ενόψει του ότι στο Νόμο δεν προσδιορίζεται η έννοια της καλής διαγωγής, το αρμόδιο Συμβούλιο επιβάλλεται να ελέγχει οποιαδήποτε μορφή διαγωγής, η οποία προκύπτει από τη συνολική προσωπικότητα του κρατουμένου και να μην αρκείται, για τον σχηματισμό της κρίσης του, στην απλή έκφραση της τυπικής φράσεως περί «καλής διαγωγής» ή περί «μη τέλεσης πειθαρχικών παραπτωμάτων», όπως διαπιστώνεται από το Διευθυντή της Φυλακής ή τον εκάστοτε Κοινωνικό Λειτουργό, ή αποτυπώνεται στο Βιβλίο Ηθικού Ελέγχου του κρατουμένου. Επομένως, οι προαναφερθείσες ενδείξεις για την ύπαρξη «εξωτερικά» καλής διαγωγής, δεν είναι αποκλειστικές και δεσμευτικές για το Συμβούλιο, διότι άλλως, η δικαστική κρίση αυτού θα ήταν ελλιπής και θα στερούνταν της κατά νόμο αιτιολογίας κατ` άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος. Επιπλέον, σε μία τέτοια περίπτωση, το Συμβούλιο θα αποτελούσε ένα απλό ενδιάμεσο όργανο χωρίς εξουσία, γεγονός ανεπίτρεπτο, αφού ο Νόμος αναγνωρίζει σε αυτό, την αποκλειστική αρμοδιότητα της χορήγησης ή μη του ευεργετήματος της υφ` όρον απόλυσης, χωρίς δέσμευση από οποιοδήποτε διοικητικό όργανο (ΑΠ 843/2023 ο.π.). Η ανωτέρω ερμηνεία συνάδει, αφενός προς το νομικό χαρακτήρα και το σκοπό του θεσμού της υφ` όρον απολύσεως –η οποία συνιστά σωφρονιστικό μέτρο που αποσκοπεί, όπως προαναφέρθηκε, στην αποφυγή της υποτροπής διά της ηθικής βελτιώσεως του καταδίκου και στην κοινωνική αποκατάσταση και επανένταξη αυτού, και δεν αποτελεί μέτρο επιείκειας, προσωπικό ευεργέτημα ή απαλλαγή από την ποινή, αλλά στάδιο εκτελέσεως αυτής και δη, ειδικό τρόπο έκτισης της ποινής εκτός των φυλακών, σε κατάσταση περιορισμένης ελευθερίας- και, αφετέρου, προς την υπεροχή της ειδικής προλήψεως, ως σκοπού της ποινής στο στάδιο αυτό, στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης με τη ρύθμιση του Ν.2172/1993, όπως προκύπτει και από το περιεχόμενο της αιτιολογικής εκθέσεως του νόμου αυτού (ΑΠ 938/2019, ΣυμβΕφΝαυπλ 26/2023, ΣυμβΕφΚρητ. 35/2021, δημ. Νόμος, Μαργαρίτης Απόλυση ενηλίκων υπό όρο, ΕλλΔνη. 36.506 επ.).
- Με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που κυρώθηκε με το Ν. 53/1974 ορίζεται ότι «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως … 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι, τεκμαίρεται αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του», το οποίο σε ενωσιακό επίπεδο ισχύει βάσει του άρθρου 6 παρ. 2 ΣΕΕ, σύμφωνα με το οποίο, «Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών». Ταυτόσημη διατύπωση με την παρ. 2 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, έχει και η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997, κατά το οποίο, «Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο», αλλά και του άρθρου 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., που ορίζει ότι «Κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο». Το τεκμήριο αθωότητας ορίζεται πλέον στο άρθρο 71 ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο «οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο» και είναι συνέπεια της, με το ν. 4596/2019, ενσωματώσεως της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 09.03.2016 «για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας» (ΟλομΑΠ 4/2020, ΣυμβΕφΚρητ 35/2021, δημ. Νόμος). Πρόκειται για έναν πολυδιάστατο ουσιώδη κανόνα, ο οποίος κατ’ αρχήν θέτει την αθωότητα του κατηγορουμένου ως ρυθμιστή της ποινικής διαδικασίας, καθορίζοντας ακολούθως την αποδεικτική διαδικασία και το δικονομικό πλαίσιο που την διέπει (Α. Μαγριπλή, Η πρόκληση ενσωμάτωσης στην εθνική έννομη τάξη του τεκμηρίου αθωότητας, ΠοινΧρ. 2017.249). Σύμφωνα δε με το άρθρο 4 της ανωτέρω ισχύουσας πλέον Οδηγίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι, «όσο δεν έχει αποδειχτεί η ενοχή υπόπτου ή κατηγορουμένου, σύμφωνα με τον νόμο, … και στις δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί της ενοχής, το εν λόγω πρόσωπο δεν αναφέρεται ως ένοχο», ενώ κατά την 16η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας, «το τεκμήριο αθωότητας παραβιάζεται σε περίπτωση που …δικαστικές αποφάσεις, με εξαίρεση τις αποφάσεις περί ενοχής, αναφέρονται στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο ως να είναι ένοχος, κατά το χρονικό διάστημα που το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποδειχτεί ένοχο κατά τον νόμο». Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η ενδεχόμενη κράτηση στη φυλακή, του αιτούντος την υπό όρο απόλυσή του, καταδικασθέντος βάσει εφεσιβληθείσας πρωτόδικης αποφάσεως κρατουμένου, η οποία έλαβε χώρα κατόπιν αιτιολογημένης κρίσεως του δικαστηρίου περί της επικινδυνότητάς του, ενόψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της πράξεως που τέλεσε (άρθρο 497 παρ. 1,4,8 ΚΠΔ), και η δυνατότητά του να αποφυλακισθεί χωρίς να έχει καταστεί η καταδίκη του αμετάκλητη (άρθρο 105 πΠΚ), δεν δίνει την ευχέρεια στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, που κρίνει τη σχετική αίτησή του, να τον αντιμετωπίσει με επιείκεια, ενόψει του ενδεχομένου μελλοντικής αθωώσεώς του, εφαρμόζοντας, για τη διάγνωση της διαγωγής και του χαρακτήρα του, τη διάταξη του άρθρου 106 πΠΚ κατά τρόπο διαφορετικό, σε σχέση με την εφαρμογή του σε αμετάκλητα καταδικασθέντες. Αντιθέτως, η προαναφερθείσα διάταξη εφαρμόζεται σε κάθε κρατούμενο με όμοιο τρόπο. Ειδικότερα, και η πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, έχουσα σημαντικότατες συνέπειες ως ο κορμός της διαδικασίας της υπό όρο απολύσεως, πρέπει να αποτελεί δικαστική κρίση σεβαστή και για τον κατηγορούμενο, ακόμη κι αν εκείνος την αμφισβητεί νομικά και, σαφώς, είναι δυνατόν να αξιολογηθεί από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών η συμπεριφορά εκείνου, κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του, σε σχέση με τις παραδοχές αυτής της αποφάσεως, παρότι αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, υπό την προϋπόθεση, ασφαλώς, ότι δεν λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά του τελεσθέντος αδικήματος, σύμφωνα με τις προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 106 ΠΚ, παρά μόνο, αυτονόητα, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε, κατά την πρωτόδικη κρίση, συγκεκριμένο αδίκημα. Αυτή η εμφανώς διαγνώσιμη και εκδηλωθείσα σαφώς συμπεριφορά του (βλ. ΣυμβΕφΠειρ 138/2006, δημ. Νόμος), δυνάμενη να φανερώνει στοιχεία μίας αρνητικής διαθέσεως για τις επιταγές της έννομης τάξεως (βλ. Αρ. Χαραλαμπάκη, Ο νέος ΠΚ, άρθρο 106, σελ. 854), τον χαρακτηρίζει ως κρατούμενο, και επιτρεπτά αξιολογείται κατά τη διαδικασία της υπό όρο απολύσεώς του. Ως εκ τούτου, ενώ δεν είναι ορθό να ζητείται από τον καταδικασθέντα να ομολογήσει την πράξη του, εκκρεμούσας της εφέσεώς του, και να δηλώσει μετάνοια για την ποινικώς αξιολογηθείσα προηγούμενη συμπεριφορά του, η οποία τον οδήγησε στη φυλακή, προκειμένου να αποφυλακισθεί από αυτή υπό όρο, δεν υπάρχει καμία νομική αδυναμία συνεκτιμήσεως της στάσης του, κατά τη διάρκεια της κράτησής του, απέναντι στην αξιόποινη πράξη που τον κατέστησε κρατούμενο, όταν μάλιστα οι σχετικές εκδηλώσεις του, σαφώς ενδεικτικές του χαρακτήρα του, γίνονται αυθόρμητα και δημόσια. Όταν λοιπόν ο κρατούμενος εκφράζεται εξωτερικά (άμεσα ή και έμμεσα) θετικά, κατά τον τρόπο αυτό, για όσα πρωτοδίκως κρίθηκε ότι διέπραξε, εμφανίζεται αυτονόητα και αυτόματα επικίνδυνος για την τέλεση νέων αδικημάτων, τουλάχιστον παρομοίων με εκείνα της καταδικαστικής αποφάσεως, δεχόμενος ουσιαστικώς, εκ των προτέρων, ότι καμία μελλοντική απόφαση, ενδεχομένως ομοίως καταδικαστική, δεν θα τον σταματήσει από το να συνεχίσει να ενεργεί παρανόμως, έχοντας τις ίδιες ή παρόμοιες δυνατότητες προς τούτο (βλ. και Μ. Σκανδάμη, Ο θεσμός της απόλυσης υπό όρο, σελ. 176, 178). Στην περίπτωση αυτή, επομένως, η προσπάθεια του σωφρονιστικού συστήματος για την προσαρμογή του καταδικασθέντος στον νόμιμο κοινωνικό βίο μετά την αποφυλάκισή του (βλ. ΥΑ Αποφ. 58819/7-4-2023, ΦΕΚ Β 463/2003, Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας Γενικών Καταστημάτων Κράτησης τύπου Α΄ και B΄, άρθρο 35, βλ. Μ. Σκανδάμη, Ο θεσμός της απόλυσης υπό όρο, σελ. 167) και για την ενίσχυση της κοινωνικής του ευθύνης (άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 2776/1999), έχει αποτύχει, και η αποφυλάκιση δεν πρέπει να διατάσσεται. Η δε άποψη ότι, σύμφωνα με το ως άνω τεκμήριο αθωότητας, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε βάρος του αιτούμενου απόλυση υπό όρο κρατούμενου, και προς το σχηματισμό κρίσης για την πιθανότητα τέλεσης από αυτόν νέων αδικημάτων, δικαστική απόφαση με την οποία αυτός δεν έχει ακόμη αμετάκλητα καταδικαστεί για την πράξη που του αποδίδεται, δεν ευσταθεί, ως ενέχουσα αυτή καθ` εαυτή αντίφαση, αφού, παρά το τεκμήριο αθωότητας, ο καταδικασθείς με δικαστική απόφαση που δεν έχει ακόμη καταστεί αμετάκλητη, νομίμως κρατείται μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωσή του και νομίμως κάνει χρήση των δικονομικών ευεργετημάτων τα οποία του παρέχει ο Νόμος, όπως το δικαίωμα για την υφ` όρον απόλυσή του, το οποίο δύναται να του χορηγηθεί μόνον εφόσον πληρούνται οι υπό του νόμου οριζόμενες τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, τις οποίες δεν είναι δυνατόν να καταστρατηγήσουν και, εν τέλει να καταργήσουν, έστω και ατύπως, θεωρητικές απόψεις ή νομολογιακές τάσεις. Σε κάθε περίπτωση, εάν το Συμβούλιο δεν μπορούσε, έστω και λόγω επικλήσεως του τεκμηρίου αθωότητας (το οποίο, ασφαλώς, λειτουργεί προς όφελος του κατηγορουμένου), να ερευνήσει την συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την υφ` όρον απόλυση κρατουμένου- καταδικασθέντος με δικαστική απόφαση που δεν έχει ακόμη καταστεί αμετάκλητη, δεν θα ήταν σε θέση, κατά νόμο, να κάνει δεκτή καμία αίτηση για υφ` όρον απόλυσή του, γεγονός το οποίο αφενός μεν ασφαλώς αντιβαίνει στο ίδιο το γράμμα του Νόμου, αφετέρου δε, θα απέβαινε σε βάρος του ίδιου του κρατουμένου, καθόσον, υπό την ερμηνευτική αυτή προσέγγιση, κανένας εκ των κρατουμένων δυνάμει δικαστικής απόφασης που δεν έχει εισέτι καταστεί αμετάκλητη, δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, αναφορικά με το εάν πληρούνται στην περίπτωσή του ή όχι, οι υπό του Νόμου τασσόμενες ουσιαστικές προϋποθέσεις για την υφ` όρον απόλυσή του. Ακόμη, στην περίπτωση κατά την οποία κρατούμενος παραμένει (φρουρούμενος) νοσηλευόμενος για μεγάλο χρονικό διάστημα σε νοσοκομείο, η υπό όρο απόλυσή του δεν πρέπει να αποκλείεται μόνο εξ` αυτού του λόγου, όταν μάλιστα θα μπορούσαν να του επιβληθούν αυστηροί περιοριστικοί όροι για τον έλεγχό του μετά την αποφυλάκισή του. Και τούτο διότι, ναι μεν, πράγματι, ο κρατούμενος δεν έχει δοκιμασθεί, κατά το χρονικό διάστημα που τελεί νοσηλευόμενος, στις δύσκολες συνθήκες της φυλακής, ακολουθώντας το αυστηρό πρόγραμμά της και συμβιώνοντας με έτερους κρατουμένους, ώστε να κριθεί η διαγωγή του, όπως το άρθρο 106 ΠΚ επιτάσσει, αλλά αφενός μεν, γι’ αυτή την παραμονή του εκτός του Καταστήματος Κρατήσεως, τις περισσότερες φορές, δεν ευθύνεται ο ίδιος, αφετέρου δε, η ασθένεια ή η πάθησή του είναι μια πραγματική συνθήκη, η οποία δεν δύναται να αντιμετωπισθεί διαφορετικά. Εξάλλου, αν ήθελε θεωρηθεί ότι ο χρόνος παραμονής κρατουμένου-ασθενούς σε νοσοκομείο, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση της διαγωγής του, αυτό θα κατέληγε στο άτοπο, αλλά και νομικό αβάσιμο, να επεκταθεί η έκτιση της ποινής για όσο χρονικό διάστημα ο κρατούμενος τυγχάνει νοσηλευόμενος, γεγονός το οποίο αντιβαίνει στο ίδιο το γράμμα του νόμου, που θεσπίζει ειδική μεταχείριση του υπολογισμού των ημερών έκτισης επιβαλλόμενης ποινής ως προς τους ασθενείς κρατουμένους. Σε κάθε περίπτωση, η πραγματική αυτή κατάσταση της νοσηλείας του κρατουμένου, σκοπούμενη ή μη, δεν μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη στην υφ` όρον απόλυσή του. Επομένως, σε περίπτωση νοσηλείας κρατουμένου αιτούντος την υφ` όρον απόλυσή του, είναι ασφαλώς σημαντική η διαγωγή του στη φυλακή κατά το χρόνο προ της νοσηλείας του στο νοσοκομείο, αλλά ακόμη περισσότερο σημαντική, είναι η διαγωγή του κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του και, ειδικότερα, αν τότε, υπό συνθήκες διαβιώσεως μη ιδιαιτέρως πιεστικές και, κατά πολύ ευνοϊκότερες των συνθηκών διαβιώσεως των λοιπών κρατουμένων, αντί να αντιλαμβάνεται τις δυσμενείς συνέπειες της κρατήσεώς του, ενόψει και της ασθενείας του, και να προσαρμόζει ανάλογα τη στάση του, αυτός εξακολουθεί να εμφανίζει χαρακτήρα ανθρώπου έτοιμου για περαιτέρω έκνομη δράση.
- Κατά το άρθρο 14 παρ.1 του Συντάγματος, καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικώς, γραπτώς και δια του τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του Κράτους, ενώ κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, ο τύπος είναι ελεύθερος, η δε λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται (ΣτΕ 948/2023, δημ. Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1του Συντάγματος «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 αυτού, «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», ενώ κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού, «Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων με μοναδικές εξαιρέσεις τις προβλεπόμενες από το διεθνές δίκαιο περιπτώσεις». Τέλος, κατά μεν το άρθρο 13 παρ. 1 αυτού, «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός», ενώ, κατά το άρθρο 25 παρ. 1 αυτού, «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Εκ των ανωτέρω, σαφώς προκύπτει ότι η παρ. 1 του άρθρου 14 του Συντάγματος, προβλέπει την ελευθερία της έκφρασης με την γενική επιφύλαξη υπέρ των νόμων του κράτους, όρος που συνεπάγεται, αρχικά, έναν αναγκαίο περιορισμό της ελευθερίας αυτής, όπου το προβλέπει ο νόμος, όπως λ.χ., στις περιπτώσεις που η ελευθερία της έκφρασης αντιστρατεύεται στα έννομα αγαθά που προστατεύονται με τις διατάξεις των 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 2, 13 παρ. 1 και 25 παρ. 1, ή σε άλλο νόμο της ελληνικής έννομης τάξης. Συνεπώς, κατά το Σύνταγμα, η ελευθερία της έκφρασης περιορίζεται όταν, κατά τη διαδικασία της στάθμισης και πρακτικής εναρμόνισής της, στη σύγκρουσή της με άλλο έννομο αγαθό, προστατευόμενο από το Σύνταγμα, δίνεται προβάδισμα στο δεύτερο. Και είναι απολύτως λογικό να περιορίζονται ακόμη και τα θεμελιώδη δικαιώματα της κοινωνίας, για τα οποία ισχύει η αρχή της «σχετικής προστασίας». Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή αυτή, η σχετικότητα προστασίας όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως και της ελευθερίας της έκφρασης, είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την κρατικά οργανωμένη κοινωνική συμβίωση, διότι δε νοείται το κράτος να παρέχει προστασία στα δικαιώματα σε τέτοιο βαθμό, που η άσκησή τους να μπορεί να θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Επομένως, η ελευθερία της έκφρασης δύναται να περιοριστεί με βάση τις προβλέψεις του εσωτερικού μας δικαίου, χωρίς, όμως, σε καμία περίπτωση, αυτό να σημαίνει ότι οι οποιεσδήποτε αντιδημοκρατικές και αντικοινοβουλευτικές ιδέες ή πεποιθήσεις, αντίθετες προς θεμελιώδεις αρχές του ίδιου του Συντάγματος, θα διώκονται, αν δεν έχουν διαβεί το κρίσιμο κατώφλι, όπου ο λόγος παρακινεί σε πράξη διακρίσεων ή βίας. Και τούτο διότι, αυτό που απαγορεύεται, είναι η απόπειρα βίαιης κατάλυσης του Συντάγματος (άρθρ. 120 § 4 Σ) και όχι η έκφραση απόψεων αντίθετων με τις αξίες που αυτό πρεσβεύει. Περαιτέρω, σε διεθνές επίπεδο, πρώτη φορά μετά το άρθρο 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η ελευθερία της έκφρασης προβλέπεται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ (η οποία υπογράφτηκε το Νοέμβριο του 1950 και κυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν.δ. 56/1974), σύμφωνα με το οποίο : «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα Κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειών λειτουργίας.» Κατά το άρθρο αυτό, το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης περιλαμβάνει την ελευθερία τόσο της γνώμης και των απόψεων, όσο και την ελευθερία της λήψης ή της μετάδοσης πάσης φύσεως πληροφοριών ή ιδεών (πολιτικών, πολιτιστικών, κοινωνικών κ.α.) παντού, χωρίς την ύπαρξη συνόρων και χωρίς την παρέμβαση των δημοσίων αρχών (ΕΔΔΑ, υπόθεση Muller και λοιποί κατά Ελβετίας, της 24.5.1988, σειρά Α, αρ. 133, σελ. 19, §27). Η παραπάνω πρόβλεψη «ελευθερία γνώμης, ελευθερία λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών» σχετικά με την ελευθερία της έκφρασης και την οριοθέτησή της, έχει καθιερωθεί να ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ με διασταλτική ερμηνεία και να συμπεριλαμβάνει όλες τις μορφές έκφρασης, καθώς επίσης και να προστατεύει όχι μόνο το περιεχόμενο, αλλά και τον τρόπο και το μέσο. Παρά δε το γεγονός ότι, κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, «Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα θεμέλια κάθε δημοκρατικής κοινωνίας και είναι μια από τις πρωταρχικές προϋποθέσεις για την εξέλιξή της και για την ολοκλήρωση του ανθρώπου…» (ΕΔΔΑ, υπόθεση Chauvy και άλλοι κατά Γαλλίας, της 29.6.2004), το δικαίωμα αυτό υπόκειται σε περιορισμούς, σύμφωνα με την παρ. 2 του ως άνω άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, κατά το οποίο «(2.) Η άσκησις των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας δύναται να υπαχθή εις ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, την προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας». Συνεπώς, το ίδιο το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, στην παράγραφο 2 αυτού, ορίζει ότι το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης μπορεί να περιοριστεί, αρκεί να συντρέχουν σωρευτικά «τρία προαπαιτούμενα», τα οποία απαριθμούνται περιοριστικά και είναι: α) ο περιορισμός να προβλέπεται στο νόμο του Κράτους – μέλους, β) ο περιορισμός να αποβλέπει αποκλειστικά σ’ έναν από τους προβλεπόμενους σκοπούς, ήτοι, την εθνική ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα ή δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδιση της κοινολόγησης εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλιση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας και, γ) ο περιορισμός αυτός να είναι αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η ερμηνεία της διάταξης περί των περιορισμών της ελευθερίας της έκφρασης, πρέπει να είναι στενή γραμματική. Δέον να σημειωθεί ότι, με την επιφύλαξη του ανωτέρω άρθρου 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, η ελευθερία της έκφρασης εφαρμόζεται όχι μόνο στις πληροφορίες ή τις ιδέες που τυγχάνουν ευνοϊκής υποδοχής ή θεωρούνται αβλαβείς ή αδιάφορες ως θέμα, αλλά και σε εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν, καθόσον αυτά είναι τα αιτήματα του πλουραλισμού, της ανοχής και της ευρύτητας των αντιλήψεων, χωρίς τα οποία δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία (ΕΔΔΑ, Υπόθεση Μπαλάσκας κατά Ελλάδας, αριθμ. απόφασης 6329/2020, ΣτΕ 948/2023, δημ. Νόμος). Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι οι περιορισμοί της ελευθερίας της έκφρασης τυγχάνουν περιορισμένης εφαρμογής σε δύο τομείς και, συγκεκριμένα, στον πολιτικό λόγο και στα θέματα δημοσίου συμφέροντος [ΕΔΔΑ, Υπόθεση Surek κατά Τουρκίας (Ευρείας Σύνθεσης), αριθμός προσφυγής 26682/95, παρ. 61]. Κατά συνέπεια, όταν οι παρατηρήσεις αφορούν ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, παρέχεται κανονικά ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης, με τις Αρχές να έχουν έτσι ένα ιδιαίτερα στενό περιθώριο εκτίμησης (ΕΔΔΑ, Υπόθεση Gouveia Gomes Fernandes και Freitas e Costa κατά Πορτογαλίας, αριθμός προσφυγής 1529/08, § 47, 29 Μαρτίου 2011). Το «δημόσιο συμφέρον», αφορά ζητήματα που επηρεάζουν το κοινό σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί νομίμως να ενδιαφέρεται για αυτά, τα οποία προσελκύουν την προσοχή του ή τα οποία το αφορούν σε σημαντικό βαθμό, ιδίως για το ότι επηρεάζουν την ευημερία των πολιτών ή τη ζωή της κοινότητας. Το αυτό ισχύει, επίσης, για θέματα που μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντική διαμάχη, τα οποία αφορούν ένα σημαντικό κοινωνικό ζήτημα, ή που συνεπάγονται ένα πρόβλημα, για το οποίο το κοινό θα είχε συμφέρον να ενημερωθεί σχετικά [ΕΔΔΑ, Υπόθεση Couderc και Hachette Fillipacci Associes κατά Γαλλίας (Ευρείας Σύνθεσης), αρ. προσφυγής 404541/07, § 93]. Πέραν της ΕΣΔΑ, η ελευθερία της έκφρασης προβλέπεται στα άρθρα 5 της Διεθνούς Σύμβασης για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων (1965) και στα άρθρα 19 §§ 2, 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (1966) και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2462/1997. Πλην όμως, το άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, είναι σημαντικώς διαφοροποιημένο και ποιοτικά κατώτερο από πλευράς προστασίας των πιο πάνω Διεθνών Συμβάσεων, διότι αφενός μεν δεν απαγορεύει την προληπτική λογοκρισία, αφετέρου δε, αναφέρει μακρύ κατάλογο επιτρεπτών περιορισμών του δικαιώματος της έκφρασης, προσθέτοντας, όμως, έναν όρο διαφοροποίησης από τις άλλες Συμβάσεις και, συγκεκριμένα, τον όρο ότι οι περιορισμοί αυτοί, εκτός του ότι πρέπει να προβλέπονται από τον νόμο, πρέπει να κρίνονται πάντοτε υπό το πρίσμα της αναγκαιότητάς τους σε μία δημοκρατική κοινωνία («αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία»).
Εξάλλου, επί τη βάσει του παραδόξου της προστασίας της ελευθερίας του λόγου, μέσω της προστασίας των ανθρώπων από την ελευθερία του λόγου (βλ. σχετ. Gregory Christopher Lukianoff, στο βιβλίο του «Freedom from speech/Ελευθερία από την έκφραση, εκδ. 2014), το οποίο αφορά ακριβώς στην προστασία του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης και στην προσπάθειά του να προστατεύσει άτομα, ομάδες και το κοινό, από την ελεύθερη έκφραση, το ΕΔΔΑ θέτει, κατά πάγια νομολογία του, εκτός προστασίας του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, τη «ρητορική μίσους», η οποία, με δεδομένο ότι ο λόγος δεν είναι ποτέ ιδεολογικά αθώος, αφού κατασκευάζει εκδοχές, παραστάσεις και ταυτότητες, η δε εννοιολόγησή του με ηθικό και πολιτικό πρόσημο, δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την αναπαραγωγή σχέσεων εξουσίας, θεωρείται πλέον όχι μόνο ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά προβλήματα, αλλά, επίσης, η μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία, την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Με τη νομολογιακή αυτή θέση του ΕΔΔΑ, συμπορεύεται, άλλωστε, και το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Χώρας (Άρειος Πάγος), κατά πάγια νομολογία του οποίου, απόψεις που παροτρύνουν σε βία ή προωθούν μία πολιτική που δεν σέβεται τη δημοκρατία ή που στοχεύει στην καταστροφή της δημοκρατίας και την αποδοκιμασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που αναγνωρίζονται από τη δημοκρατία, δεν μπορεί να αξιώσουν την προστασία της Σύμβασης της ΕΣΔΑ, όταν έχουν ως σκοπό την ίδια την κατάλυση της δημοκρατίας, με την επίκληση, καταχρηστικώς, δημοκρατικών δικαιωμάτων, τα οποία αυτές δεν αποδέχονται ή δεν υιοθετούν (ΑΠ 1/2024, Α1 Πολιτικό Τμήμα, ΑΠ 8/2023, Α1 Πολιτικό Τμήμα). Παρά δε το γεγονός ότι, μέχρι στιγμής, δεν έχει καθοριστεί ορισμός για τον όρο «ρητορική μίσους», ως τέτοια θα μπορούσε να εκτιμηθεί κάθε είδος έκφρασης που υποκινεί, προωθεί, διαδίδει ή δικαιολογεί τη βία, το μίσος ή τις διακρίσεις με βάση τη μισαλλοδοξία, κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων ή που τα υποτιμά, λόγω των πραγματικών ή αποδιδόμενων προσωπικών χαρακτηριστικών ή της ιδιότητάς τους, όπως η φυλή, το χρώμα, η γλώσσα, η θρησκεία, η εθνικότητα, η εθνική (ιθαγένεια/υπηκοότητα) ή εθνοτική καταγωγή (πολιτισμικά χαρακτηριστικά ανθρωπίνων ομάδων), η ηλικία, η αναπηρία, το φύλο, η ταυτότητα φύλου, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και ο σεξουαλικός προσανατολισμός. Άλλωστε, η απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Vejdeland κατά Σουηδίας (2012), προσφέρει μια περιγραφική καθοδήγηση για τη διαμόρφωση του συγκεκριμένου ορισμού, δηλώνοντας ότι οι «προσβλητικές» και «εχθρικές, συντονισμένες παρατηρήσεις», μπορούν να απαγορευθούν νομικά και να διωχθούν ποινικά, εάν μπορούν να αναγνωριστούν και να αξιολογηθούν ως «πολύ σοβαρές κατηγορίες που βασίζονται σε ισχυρή και αβάσιμη προκατάληψη». Επομένως, με δεδομένο ότι η ελευθερία της έκφρασης είναι δυνατό να περιοριστεί όταν συντρέχουν συγκεκριμένοι προβλεπόμενοι λόγοι, η τιμώρηση της ρητορικής μίσους και του ρατσιστικού, μισαλλόδοξου και ξενοφοβικού λόγου, που εξ’ ορισμού δεν συμβαδίζουν με τα θεμέλια μιας δημοκρατικής, πλουραλιστικής κοινωνίας (όπως, με την ανεκτικότητα και το σεβασμό της ίσης αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων), αλλά συνιστούν απόλυτη άρνηση των δικαιωμάτων μιας ομάδας με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και δύναται να προάγουν ή να δικαιολογήσουν το μίσος κατά αυτής, μπορεί να αποτελέσει τη νόμιμη αιτία περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης (βλ. σχετ. ΕΔΔΑ, υπόθεση Atamanchuκ κατά Ρωσίας, της 11-2-2020 αρ. προσφ. 4493/11, παρ. 67 και 70, ΕΔΔΑ, υπόθεση Sanchez κατά Γαλλίας, της 02/02/2021, αρ. προσφυγής 45581/15). Συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ έχει θεωρήσει επιτρεπτό τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης, όταν οι ρατσιστικές ιδέες που εκφράζονται, δεν εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, είτε διότι εμπίπτουν στο άρθρο 17, για την κατάχρηση δικαιώματος, είτε στο άρθρο 10 § 2 αυτής, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Στην περίπτωση δε του ρατσιστικού λόγου, το ΕΔΔΑ θεωρεί θεμιτούς του περιορισμούς, όταν διαπιστώνει υποκίνηση σε διακριτική μεταχείριση, χρήση βίας ή τέλεση άλλων εγκλημάτων σε βάρος μελών ομάδας που προσδιορίζεται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ακόμη και στο πλαίσιο της πολιτικής συζήτησης, ως προς το οποίο, κατά πάγια νομολογία αυτού, ύψιστη κρίνεται η σημασία της ελευθερίας της έκφρασης, με αποτέλεσμα να απαιτούνται πολύ ισχυροί λόγοι για να δικαιολογηθούν οι περιορισμοί στην πολιτική ομιλία, ενώ, γνώμες και πληροφορίες κάθε είδους, θα πρέπει να επιτρέπονται και να κυκλοφορούν ελεύθερα. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως προαναφέρθηκε, η ανεκτικότητα και ο σεβασμός της ίσης αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων, συνιστούν τα θεμέλια μιας δημοκρατικής, πλουραλιστικής κοινωνίας, θα μπορούσε να θεωρηθεί απαραίτητο να τιμωρούνται ή ακόμη και να αποτρέπονται όλες οι μορφές έκφρασης που διαδίδουν, υποκινούν, προωθούν ή δικαιολογούν το μίσος, που βασίζεται στη μισαλλοδοξία (βλ. σχετ. AtamanchuK κατά Ρωσίας, της 11-2-2020 αρ. προσφ. 4493/11, παρ. 67 και 70), υπό την προϋπόθεση ότι τυχόν «διατυπώσεις», «όροι», «περιορισμοί» ή «κυρώσεις», είναι αναλογικοί με τον επιδιωκόμενο νόμιμο στόχο (ΕΔΔΑ, υπόθεση Sanchez κατά Γαλλίας, της 02/02/2021, αρ. προσφυγής 45581/15). Ειδικότερα, με την τελευταία αυτή απόφαση, το ΕΔΔΑ έκρινε πως, παρά το γεγονός ότι τα πολιτικά κόμματα απολαμβάνουν ευρεία ελευθερία έκφρασης, ρατσιστικά ή ξενοφοβικά σχόλια και απόψεις, συμβάλλουν στην ανάδευση του μίσους και της μισαλλοδοξίας. Επισημαίνοντας δε, έτι περαιτέρω, ότι η ιδιαίτερη ευθύνη των πολιτικών στην καταπολέμηση της «ρητορικής μίσους», έχει τονιστεί τόσο από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στη σύσταση R (97) 20 σχετικά με την «ρητορική μίσους», όσο και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας, το ΕΔΔΑ, με την απόφασή του αυτή, στην υπόθεση Sanchez κατά Γαλλίας, της 02/02/2021 (αρ. προσφυγής 45581/15), έκρινε ότι οι προσωπικές επιθέσεις μέσω προσβολών, χλευασμού ή δυσφήμισης, που απευθύνονται σε ορισμένα τμήματα του πληθυσμού, ή η υποκίνηση μίσους και βίας κατά ενός προσώπου λόγω ιδιότητάς του ως μέλους μιας συγκεκριμένης θρησκείας (και, κατ` επέκταση, μιας ομάδας, μιας οργάνωσης, κ.λπ.), είναι επαρκείς για τις εθνικές αρχές, ώστε να θέσουν ως προτεραιότητα την καταπολέμηση αυτής της συμπεριφοράς, όταν αντιμετωπίζουν ανεύθυνη χρήση της ελευθερίας της έκφρασης, που υπονομεύει την αξιοπρέπεια, ή ακόμα και την ασφάλεια, συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων. Πέραν δε της ως άνω απόφασης, πάγια τυγχάνει η νομολογία του Στρασβούργου, κατά την οποία, η έκφραση σε θέματα δημοσίου συμφέροντος δικαιούται καταρχήν ισχυρής προστασίας, βάσει του άρθρου 10 της Σύμβασης, ενώ η έκφραση που προωθεί ή δικαιολογεί τη βία, το μίσος, την ξενοφοβία ή άλλη μορφή μισαλλοδοξίας, δεν μπορεί κανονικά να αξιώσει προστασία, γενομένου δεκτού, α) ότι μπορεί να δικαιολογηθεί η επιβολή ακόμη και σοβαρών ποινικών κυρώσεων σε δημοσιογράφους ή πολιτικούς, σε περιπτώσεις ρητορικής μίσους ή υποκίνησης βίας (βλ. Cumpǎnǎ και Mazǎre κατά Ρουμανίας [GC], αρ. 33348/96, § 115, ECHR 2004-XI, Otegi Mondragon κατά Ισπανίας, αριθ. 2034/07, § 59, ΕΣΔΑ 2011 και, ειδικότερα, ΕΔΔΑ, υπόθεση Atamanchuk κατά Ρωσίας, αριθ. 4493/11, §§ 67 και 70, 11 Φεβρουαρίου 2020) και β) ότι, ακόμη και δηλώσεις που έγιναν από μέλη του κοινοβουλίου, δεν μπορούν να προσδοκούν ούτε την ελάχιστη προστασία, εάν το περιεχόμενό τους έρχεται σε αντίθεση με τις δημοκρατικές αξίες του συστήματος της Σύμβασης (ΕΣΔΑ), καθόσον η άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, ακόμη και από μέλη του κοινοβουλίου, φέρει μαζί της «καθήκοντα και ευθύνες» που αναφέρονται στο άρθρο 10§2 (ΕΔΔΑ, υπόθεση Behar and Gutman κατά Βουλγαρίας της 16-02-2021, αρ. προσφυγ. 29335/13).
- Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι “οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Με την νέα αυτή διάταξη, ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε, έτσι, ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, απορρέουσα από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους που, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκτασή της δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, δοθέντος ότι διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση και, συνεπώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, η θεσπιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου, ισχύει και «στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει» και οριοθετείται, έτσι, η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, πρέπει να είναι: α) πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο, σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και γ) αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ` αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά στις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης, κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε, ο δικαστής, κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας που, όπως αναφέρθηκε, απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου και αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Ειδικότερα, στην περίπτωση υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας, πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και, συνακόλουθα, η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως αυτά διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Η κρίση, δηλαδή, του ουσιαστικού δικαστηρίου, πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015, ΑΠ 582/2021, δημ. Νόμος). Περαιτέρω, παρόλο που φαίνεται ότι αποκλειστικό πεδίο λειτουργίας της αρχής της αναλογικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τελ. του Συντάγματος, είναι οι περιορισμοί που θεσπίζονται με νόμο στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, μία τέτοια εντύπωση δεν είναι, ωστόσο, ορθή. Διότι τα δικαιώματα του ανθρώπου βρίσκουν έδαφος εφαρμογής όχι μόνο στο δημόσιο δίκαιο, ως δικαιώματα αμυντικά έναντι της κρατικής εξουσίας, αλλά και σε όλους τους κλάδους δικαίου και δη, και στο ποινικό δίκαιο. Επομένως, σε κάθε σχεδόν υπόθεση ή διαφορά, ανακύπτουν ζητήματα προστασίας κάποιου ή κάποιων συνταγματικώς εγγυημένων δικαιωμάτων του, άρα και ζητήματα αναλογικότητας των προβλεπόμενων νομοθετικών περιορισμών τους (Σ. Ματθίας, Το πεδίο λειτουργίας της αρχής της αναλογικότητας, ΕλλΔνη 2006.2). Ως εκ τούτου, και τον θεσμό της υπό όρο απόλυσης πρέπει να διέπει η αρχή της αναλογικότητας, η οποία περιλαμβάνει τρεις επί μέρους αρχές: α) την αρχή της προσφορότητας, με την έννοια ότι μόνον εκείνα τα μέτρα είναι θεμιτά, τα οποία είναι πρόσφορα, κατάλληλα για την επιδίωξη του επιδιωκόμενου απ` αυτά σημαντικού σκοπού, β) την αρχή της αναγκαιότητας, με την έννοια ότι μόνο εκείνα τα περιοριστικά μέτρα είναι θεμιτά, τα οποία είναι αναγκαία, είτε γιατί είναι τα μόνα που μπορούν να οδηγήσουν στον επιδιωκόμενο σκοπό, είτε γιατί είναι τα ηπιότερα από τα περισσότερα που διατίθενται και, τέλος, γ) την εν στενή εννοία αρχή της αναλογικότητας, με την έννοια ότι μόνο εκείνα τα περιοριστικά μέτρα είναι θεμιτά, των οποίων η βαρύτητα βρίσκεται σε μια παραδεκτή αναλογία με τη σπουδαιότητα του συγκεκριμένου επιδιωκόμενου σκοπού. Συνακόλουθα, κατά την ανωτέρω προτεινόμενη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, πρέπει, στην περίπτωση της υφ` όρον απόλυσης, να σταθμίζονται εν τέλει, αφενός μεν τα προκύπτοντα αποτελέσματα από το μέσο, δηλαδή την εκτιόμενη ποινή (και, συγκεκριμένα, το εκ της εκτιόμενης ποινής κυρωτικό αποτέλεσμα για το δράστη, καθώς και το αποτέλεσμα όλων των συνδεόμενων με την ποινή αυτή, τυχόν εφεδρικών κυρώσεων για τον ίδιο και τα εξαρτώμενα από αυτόν άτομα), ανεξαρτήτως του εάν αυτή εκτίεται εντός ή εκτός σωφρονιστικού καταστήματος και, αφετέρου, τα αντίστοιχα αποτελέσματα-οφέλη που επιδιώκονται με το ανωτέρω μέσο από το νομοθέτη, ήτοι η αντεγκληματική πολιτική και, ειδικότερα, το όφελος της λοιπής κοινωνίας από την αποφυγή τέλεσης νέων εγκλημάτων από τον απολυόμενο κατάδικο (ΣυμβΕφΚρητ 35/2021, δημ. Νόμος, Γ. Νούσκαλη, Η λειτουργία της αναλογικότητας στις εναλλακτικές μη φυλακτικές ποινές, εκδ., 2015, σελ. 243-254).
- Τέλος, οι οποιεσδήποτε αμφιβολίες αναφορικά με τη συνδρομή ή όχι, των (ουσιαστικών και τυπικών) προϋποθέσεων της απολύσεως υπό όρο, λειτουργούν υπέρ της χορηγήσεώς της, με βάση το ισχύον και εδώ θεμελιώδες αξίωμα «in dubio pro reo». Το τελευταίο αξίωμα διαφέρει, αναφερόμενο καταρχήν σε πλήρως ή όχι αποδεδειγμένη συνδρομή (συναπτόμενων με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του ποινικού κολασμού) πραγματικών περιστατικών, από το αξίωμα «in dubio pro mitiore». Αναλυτικότερα, στο χώρο του ποινικού δικαίου υπάρχουν, εξαιτίας της αρχής «nullum crimen nulla poena sine lege», ορισμένες αποκλίσεις και συγκεκριμένοι περιορισμοί κατά την εφαρμογή των γενικών ερμηνευτικών αρχών που αφορούν τους άλλους δικαιϊκούς κλάδους. Μία από τις αποκλίσεις αυτές, είναι ο κανόνας «in dubio pro mitiore». Τούτο σημαίνει ότι, επί εφαρμογής μιας διάταξης, ως προς την έννοια και την έκταση της εφαρμογής της οποίας, εξίσου ισχυρά μπορούν να υποστηριχθούν και να θεμελιωθούν δύο ερμηνευτικές αντιλήψεις, προτιμάται η ερμηνεία εκείνη που είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο-κατάδικο. Η στηρίζουσα τον κανόνα «in dubio pro mitiore» θεμελιακή σκέψη, είναι η ακόλουθη: Από τη στιγμή που με βάση την αρχή «nullum crimen nulla poena sine lege», καμιά ποινή, σε οποιαδήποτε έκφρασή της, δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο που ρητά προβλέπει την επιβολή της, είναι λογικά συνεπής η σκέψη ότι, σε περίπτωση που είναι αμφίβολη η έννοια και η έκταση της εφαρμογής κάποιας διατάξεως του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, πρέπει, κατ’ ανάγκη, να εφαρμοστεί η ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο-κατάδικο εκδοχή, αφού αυτή πάντως θα στηρίζεται στο νόμο, ενώ η αυστηρότερη όχι. Προφανές, λοιπόν, είναι, ότι το αντλούμενο από το συγκεκριμένο αξίωμα επιχείρημα, έχει οπωσδήποτε την προέχουσα ή ενισχυτική άλλων σκέψεων, ερμηνευτική του αξία. Ακόμη, λοιπόν, και αν υποτεθεί ότι το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο δημιουργεί αμφιβολίες, αυτές πρέπει να αρθούν υπέρ του επιτρεπτού της χορηγήσεως απολύσεως υπό όρο (Συμεωνίδου-Καστανίδου, Υπερ 1991.1279 επ., Μαργαρίτης σχόλιο σε ΣυμβΠλημΣερ 193/2017, ΠινΔικ 2018.93).
- Από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στο φάκελο της δικογραφίας και συνεκτιμώνται, από όσα ο ανωτέρω κατάδικος ανέφερε κατά την εξ αποστάσεως, με τεχνολογικά μέσα και δη, μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας τηλεδιάσκεψης (skype), εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου κατά τη συνεδρίαση της 30ης-5-2024, αλλά και από το από υπ` αριθμ. πρωτ. εισερχ. της Γραμματείας του Εφετείου Λαμίας 654/27-5-2024 υπόμνημα, μετά των συνοδευόντων αυτό εγγράφων, που κατέθεσαν και ανέπτυξαν μετά των λοιπών ισχυρισμών οι συνήγοροί του, Μ* Ν* και Π* Δ*, κατ΄ ικανοποίηση του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεώς του, προκύπτουν τα εξής: Ο απολυθείς από το Σωφρονιστικό Κατάστημα Δ**, δυνάμει του προσβαλλομένου βουλεύματος, Ν Μ , που γεννήθηκε στις **-**-** στην Αθήνα, καταδικάστηκε με την υπ’ αριθμ. 2425, 2473, 2506, 2644/2020 απόφαση του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών σε συνολική ποινή καθείρξεως δέκα τριών (13) ετών και έξι (6) μηνών και σε χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ για τις πράξεις της εντάξεως σε εγκληματική οργάνωση και της διευθύνσεως αυτής (άρθρο 187 παρ. 1,3 ΠΚ) και της απλής οπλοκατοχής, τις οποίες, κατά την ως άνω απόφαση, διέπραξε στην Αθήνα, από το έτος 2008 και μετά, και την 28η.9.2013, αντίστοιχα. Με την υπ’ αριθμ. 1408/2022 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, εκδοθείσα επί εφέσεώς του κατά της πρώτης αποφάσεως, έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του για την ανωτέρω πράξη της οπλοκατοχής και η εκτιομένη από εκείνον ποινή, είναι πλέον αυτή των δέκα τριών (13) ετών καθείρξεως (βλ. σχετ. και την υπ’ αριθμ. πρωτ. 10012-10019/2022 παραγγελία του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι άπασες οι αφορώσες αυτόν καταδικαστικές αποφάσεις, σχετίζονται με πράξεις τελεσθείσες σε χρόνο πριν τη θέση σε ισχύ του νέου ΠΚ, που κυρώθηκε με το ν. 4619/2019, εφαρμοζομένων συνεπώς, εν προκειμένω, για την υφ` όρον απόλυσή του, των διατάξεων των άρθρων 105 παρ. 1 περ. β και 6 του προϊσχύοντος ΠΚ. Για την ανωτέρω κακουργηματική πράξη, για την οποία δεν υπάρχει ακόμη αμετάκλητη δικαστική κρίση, αυτός κρατήθηκε προσωρινά από την 28η.09.2013 έως την 20η.03.2015, δηλαδή για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους, πέντε (5) μηνών και είκοσι δύο (22) ημερών. Από την 22α.10.2020 και μέχρι την έκδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος (30.04.2024), κρατήθηκε δυνάμει της ανωτέρω αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ήτοι για χρονικό διάστημα τριών(3) ετών, έξι (6) μηνών και οκτώ (8) ημερών. Συνακόλουθα, η πραγματική έκτιση της ποινής του λήγει στις 30.04.2032, ενώ συμπλήρωσε την πραγματική έκτιση του 1/3 αυτής στις 30.08.2023, έχοντας εκτίσει πραγματικά, μέχρι το χρόνο σύνταξης του από 08.02.2024 πίνακα, ποινή τεσσάρων (4) ετών, εννέα (9) μηνών και οκτώ (8) ημερών. Περαιτέρω, αν υπολογισθούν ευεργετικά και οι 418 ημέρες εργασίας του, οι 277 ημέρες νοσηλείας του σε θεραπευτικό κατάστημα και οι 508 ημέρες υπερηλικίας του (συνολικά 1.203 ημέρες – βλ. το 01.05.2024 έγγραφο του Σωφρονιστικού Καταστήματος Δ**), που αντιστοιχούν σε τρία (3) έτη, τρεις (3) μήνες και δέκα οκτώ (18) ημέρες, αυτός έχει κρατηθεί συνολικά οκτώ (8) έτη, τρεις (3) μήνες και δέκα οκτώ (18) ημέρες, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 3/5 της ποινής του, το δε μη εκτιθέν υπόλοιπο της ποινής του ανέρχεται, κατά το χρόνο σύνταξης του ως άνω εγγράφου (01.05.2024), σε τέσσερα (4) έτη, οκτώ (8) μήνες και έντεκα (11) ημέρες. Ειδικότερα, ως προς τον ευεργετικό υπολογισμό των εκτιόμενων ημερών ποινής, στον εν λόγω κατάδικο, αναγνωρίσθηκε πλασματικός χρόνος έκτισης ποινής, α) για το διάστημα από 08.03.2022 ως και 10.12.2022, ως κρατούμενος νοσηλευόμενος για τουλάχιστον τέσσερις (4) μήνες σε θεραπευτικό κατάστημα και νοσοκομείο (άρθ. 105 § 7 περ.δ΄ πΠΚ) και β) από 11.12.2022 και μέχρι την ημέρα της υφ` όρον αποφυλακίσεώς του δυνάμει του προσβαλλόμενου βουλεύματος (01.05.2024), ως κρατούμενος, έχων συμπληρώσει το εξηκοστό πέμπτο (65ο) έτος της ηλικίας του (άρθ. 105 § 2 εδ.δ΄ πΠΚ). Αποδείχτηκε επίσης ότι, κατά τη διάρκεια της κράτησής του, ο ανωτέρω παρουσίασε προβλήματα υγείας, λόγω των οποίων νοσηλεύτηκε, καθόσον νόσησε από κορωνοϊό (covid-19), νοσηλεύτηκε στην Μονάδα Εντατική Θεραπείας και εμφάνισε τετραπάρεση, κρίσεις Ε και σύνδρομο post-covid (βλ. το από 23.01.2024 έγγραφο του Σωφρονιστικού Καταστήματος Δ** και το από 10.11.2023 έγγραφο του Εθνικού Κέντρου Αποκαταστάσεως ***). Ειδικότερα, αυτός νοσηλεύτηκε ως εξής: α) από 08.03.2022 ως 10.03.2022 στο Πνευμονολογικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου *** (ιδ.αρ.πρωτ. 21037/20.05.2022 πιστοποιητικό νοσηλείας), β) από 10.03.2022 έως 18.05.2022 στη ΜΕΘ Γ.Ν. *** και γ) από 19.05.2022 ως 25.05.2022 στο Πνευμονολογικό Τμήμα του ανωτέρω Νοσοκομείου. Σύμφωνα δε με το υπ’ αρ. 380/26.05.2022 πρακτικό του Συμβουλίου του Καταστήματος Κράτησης ***, αποφασίστηκε η μεταγωγή του, με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ, από το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο **, στο Ειδικό Κέντρο Υγείας Κρατουμένων ** (Ε.Κ.Υ.Κ. **), προκειμένου στη συνέχεια να νοσηλευτεί σε Κέντρο Αποκατάστασης. Η ανωτέρω μεταγωγή εκτελέστηκε στις 06.06.2022, σύμφωνα με το υπ’ αρ.πρωτ. 16199/06.06.2022 έγγραφο του Καταστήματος Κράτησης **, πλην όμως, εν τέλει, αυτός μετήχθη απευθείας στο Εθνικό Κέντρο Αποκαταστάσεως, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος από 06.06.2022 και εντεύθεν, ως την 30.04.2024, αφού την 01.05.2024 αποφυλακίστηκε υπό όρο, δυνάμει του προσβαλλόμενου βουλεύματος (βλ. σχετ. την υπ’ αρ.πρωτ. 6625/27.07.2023 βεβαίωση του Γενικού Νοσοκομείου *** και το υπ` αριθμ. 7.997/01.05.2024 αποφυλακιστήριο του Σωφρονιστικού Καταστήματος Δ**). Συντρέχουν, επομένως, με βάση τα ανωτέρω, στο πρόσωπό του, οι τυπικές προϋποθέσεις για την υφ’ όρον απόλυσή του (άρθρο 105 πΠΚ).
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από 31.01.2024 απόσπασμα του Βιβλίου ηθικού ελέγχου κρατουμένων του Καταστήματος Κράτησης Δ**, σε συνδυασμό με το από 31.01.2024 υπηρεσιακό σημείωμα του Κοινωνικού Λειτουργού Δ** Β**, ο προαναφερθείς κατάδικος, κατά τη διάρκεια της κράτησής του, δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικά και δεν έλαβε τακτικές άδειες απουσίας από τη φυλακή. Διαθέτει οικογενειακό περιβάλλον (σύζυγο και ένα ενήλικο τέκνο) και ιδιόκτητη κατοικία στην Π** Α**, ενώ κατά τα έτη 2020 και 2021 προκύπτει να δηλώνει στην ΑΑΔΕ εισόδημα από έκδοση εντύπων εφημερίδων, επιχειρηματική δραστηριότητα την οποία δύναται και προτίθεται να ασκήσει και αυτοπροσώπως (βλ. το από 31.01.2024 υπηρεσιακό σημείωμα του Κοινωνικού Λειτουργού του Γενικού Σωφρονιστικού Καταστήματος Δ**). Όπως ήδη αναφέρθηκε, αυτός κρατήθηκε στο Κατάστημα Κράτησης Κ** (προσωρινά), από 28.09.2013 έως 20.03.2015 και στο Κατάστημα Κράτησης Δ**, από 23.10.2020 έως 08.03.2022, οπότε εισήχθη για νοσηλεία στο Γενικό Νοσοκομείο Λ**, όπου νοσηλεύτηκε διασωληνωμένος επί τρίμηνο, ήτοι μέχρι 06.06.2022, έκτοτε δε, λόγω αδυναμίας εξακολούθησης της νοσηλείας του στο αυτό Νοσοκομείο, μεταφέρθηκε στο Εθνικό Κέντρο Αποκαταστάσεως, στο ***, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι την, δυνάμει του προσβαλλόμενου βουλεύματος, υφ` όρον αποφυλάκισή του (ήτοι, μέχρι και την 30.04.2024). Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι αυτός κρατήθηκε, σε πραγματικές συνθήκες κράτησης, στο Κατάστημα Κράτησης Κ** (προσωρινά), από 28.09.2013 έως 20.03.2015, ήτοι για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους, πέντε (5) μηνών και είκοσι δύο (22) ημερών και στο Κατάστημα Κράτησης Δ** από 23.10.2020 έως 08.03.2022, ήτοι επί δέκα επτά (17) μήνες περίπου, δηλαδή, αθροιστικά, κρατήθηκε για χρονικό διάστημα τριάντα πέντε (35) μηνών, κατά το οποίο δεν υπέπεσε σε κανένα πειθαρχικό παράπτωμα. Η κράτησή του εξακολούθησε, με τις ανωτέρω αναφερόμενες χρονικές διακρίσεις, στα προαναφερθέντα νοσηλευτικά ιδρύματα, όπου βέβαια παρέμεινε φρουρούμενος, ως κρατούμενος ασθενής, επί 24ωρου βάσεως, δεχόμενος επισκεπτήρια σύμφωνα με όσα κατά νόμο ισχύουν για τους νοσηλευόμενους κρατούμενους (άρθρ. 12 Π.Δ. 215/2006 Κανονισμού Οργάνωσης και Λειτουργίας της Υπηρεσίας Εξωτερικής Φρούρησης Καταστημάτων Κράτησης), γεγονός το οποίο, άλλωστε, επιβεβαιώνει και ο ίδιος, στο άνευ ημεροχρονολογίας υπόμνημά του ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας (βλ. σχετ. 4η σελ., 2η παραγρ. υπομνήματος), ενώ ο μη προαυλισμός του, κατά το στάδιο αυτό έκτισης της ποινής του, υπήρξε φυσικό συνεπακόλουθο της νοσηλείας του και δεν αποτελούσε μέτρο σωφρονισμού. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρονται, το στάδιο νοσηλείας κρατουμένου σε νοσηλευτικό ίδρυμα, ασφαλώς θεωρείται κατά νόμο στάδιο έκτισης της ποινής αυτού, κατά τη διάρκεια του οποίου ερευνάται η διαγωγή του τελευταίου, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την υφ` όρον απόλυσή του, ερευνητέα τυγχάνει εν προκειμένω, η διαγωγή του εν λόγω καταδίκου κατά το μακρό χρονικά στάδιο της νοσηλείας του. Ειδικότερα, αποδείχτηκε ότι κατά τη διάρκεια της νοσηλείας και της μετέπειτα θεραπευτικής αποκατάστασής του, ο ήδη απολυθείς κατάδικος δεν υπέπεσε στην τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος. Πλην όμως, παρά το γεγονός, ότι νοσηλευόμενος διαβιούσε σε περιβάλλον πολύ πιο ήρεμο και ασφαλές από εκείνο ενός καταστήματος κράτησης, υπό συνθήκες μη ιδιαιτέρως πιεστικές και ασφαλώς ευνοϊκότερες από τις συνθήκες διαβίωσης των λοιπών κρατουμένων, χωρίς να είναι εξαναγκασμένος, εκ της κράτησής του, να συγχρωτίζεται με μεγάλο αριθμό ξένων και ετερόκλητων συγκρατουμένων και σωφρονιστικών υπαλλήλων, δεχόμενος επισκεπτήρια από τους οικείους και τους συνηγόρους του, όπως ο νόμος ορίζει για τους νοσηλευόμενους κρατούμενους, αυτός, ευθύς αμέσως μόλις η κατάσταση της υγείας του άρχισε να παρουσιάζει σημαντική βελτίωση (βλ. σχετ. το από 10.11.2023 έγγραφο του Εθνικού Κέντρου Αποκαταστάσεως ***), αντί να συνειδητοποιήσει τις δυσμενείς συνέπειες της κρατήσεώς του, ενόψει και της κατάστασης της υγείας του, και να προσαρμόσει ανάλογα τη στάση του, προέβη, προφανώς με τη βοήθεια τρίτων προσώπων, σε πλήθος αναρτήσεων στον διαδικτυακό ιστότοπο “x***.com”, στις οποίες εμφανίζει: α) τη δίωξή του ως πολιτική και άδικη, αποτέλεσμα πολιτικής σκευωρίας σε βάρος του, την οποία προφανώς υλοποίησαν οι Δικαστές που χειρίστηκαν την υπόθεσή του, β) ως δυνάμενο να αναγεννηθεί και να επαναδραστηριοποιηθεί, τον «Λ** Σ** – Χ* Α*», στα πλαίσια του οποίου ανέπτυξε, την έκνομη δράση του, που αποτελεί, σύμφωνα με την προαναφερθείσα, μη εισέτι αμετάκλητη δικαστική απόφαση που του επέβαλε την εκτιόμενη από εκείνον ποινή, την υπό τη διεύθυνσή του εγκληματική οργάνωση, για την οποία καταδικάστηκε, και γ) τις ιδέες του ανίκητες. Προς επίρρωση των ανωτέρω, παρατίθενται αυτολεξεί και κατά το ενδιαφέρον τμήμα τους, αποσπάσματα από πρόσφατα αναρτημένα άρθρα του εν λόγω καταδίκου, στον ανωτέρω ιστότοπο :
1) Τίτλος άρθρου «Ν. Γ. Μ** : Εθνική ΑΠΑΙΤΗΣΗ το “ΟΜΑΙΜΟΝ” του Ηροδότου», δημοσίευση 07-03-2024, ηλεκτρονική διεύθυνση :https://xrisiavgi.com/2024/03/07/12/161868 «(…)Δεν υπήρξε λοιπόν “αντιρατσιστής” ο Ισοκράτης, ούτε είπε ποτέ αυτά τα οποία ισχυρίζονται και με τα οποία νομοθετούν οι εθνομηδενιστές αυτής της χώρας μαρξιστές και φιλελεύθεροι με τη σύμφωνη γνώμη του συνόλου του πολιτικού κόσμου, πλην ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ! Ενός πολιτικού κόσμου εθνικά επικίνδυνου, ο οποίος ανοίγει την Κερκόπορτα για τη νέα Άλωση του Ελληνισμού. Θέλουν μια Ελλάδα χωρίς Έλληνες και δεν το κρύβουν.»
2) Τίτλος άρθρου «Ν.Γ. Μ*** – ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ: Η … “δικαίωση” των “εθνικοφρόνων” της ΝΔ: Μετά τις “Πρέσπες” του Αιγαίου ο γάμος ομοφυλοφίλων!», δημοσίευση 18-02-2024, ηλεκτρονική διεύθυνση : https://xrisiavgi.com/2024/02/18/22/161474/
«(…)Όλοι μαζί, δεξιοί του διεφθαρμένου κομματικού κράτους και αριστεροί εθνομηδενιστές με δεξιές τσέπες και μαζί τους και κάποιοι καραγκιόζηδες, που παριστάνουν τους ”ακροδεξιούς”, όλοι μαζί αγωνίστηκαν για να θέσουν την ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ εκτός πολιτικού παιχνιδιού. Φυσικό είναι λοιπόν να μην αναφέρονται στην ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ γιατί είναι ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ σε αυτό το μεγάλο πολιτικό έγκλημα…..παράνομες και αντισυνταγματικές διαδικασίες που εφαρμόστηκαν με συνένοχο όλο το πολιτικό και δικαστικό σύστημα εναντίον της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ.»
3) Τίτλος άρθρου «Ν.Γ. Μ*** : “Ένας “Μαύρος Κύκνος” ήταν και είναι η Χρυσή Αυγή”», δημοσίευση στις 15-02-2024, ηλεκτρονική διεύθυνση : https://xrisiavgi.com/2024/02/15/19/161386/
«22 Οκτωβρίου 2020, οι χειροπέδες και το σύνθημα “η δημοκρατία νίκησε” να κυριαρχεί σε όλα τα ΜΜΕ του καθεστώτος. Η συνέχεια είναι το “η δημοκρατία εκδικείται” γιατί αυτό στην πραγματικότητα γίνεται… Εμπάθεια και μίσος ενάντια στους ΜΟΝΟΥΣ πολιτικούς αντιπάλους του Συστήματος. Επέλεξα να μη σιωπήσω και μάχομαι με την γραφίδα μου.»
4) Τίτλος άρθρου «Ν.Γ. Μ*** ΣΤΗΝ “ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ”: Η “ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΤΑ” ΒΛΑΠΤΕΙ ΣΟΒΑΡΑ ΤΟ ΕΘΝΟΣ! ΟΣΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ!», δημοσίευση στις 13-02-2024, ηλεκτρονική διεύθυνση : https://xrisiavgi.com/2024/02/13/21/161355/
«(…)Τι να πει κανείς άραγε για τον παρακάτω στίχο του Εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου ο οποίος λέει: “Και χορό τριγύρω σου θα στήσουν, με βιολιά και με ζουρνάδες… γύφτοι, εβραίοι, αράπηδες, πασάδες, και τα γόνατά τους θα λυγίσουν οι τρανοί σου, και θα γίνουν, των ραγιάδων οι ραγιάδες …”
Γιατί αλήθεια να χαρούν “γύφτοι, εβραίοι, αράπηδες, πασάδες” για την καταστροφή του έθνους μας, την οποία προφητεύει στο μεγάλο αυτό ποίημα του ο Κωστής Παλαμάς; Μήπως γιατί είναι εχθροί μας; Και πως κρίνεται μια τέτοια άποψη στην εποχή μας την αντιρατσιστική της “πολιτικής ορθότητας”; ……Όσο για το “πας μη Έλλην βάρβαρος” όποιος θα το λέει θα πηγαίνει φυλακή.
ΕΙΝΑΙ ΞΕΚΑΘΑΡΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΕΝΕΙ ΠΛΕΟΝ ΚΑΜΙΑ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ: Η “ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΘΟΤΗΤΑ” ΒΛΑΠΤΕΙ ΣΟΒΑΡΑ ΤΟ ΕΘΝΟΣ! ΟΣΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙΤΕ!»
5) Τίτλος άρθρου «Ν.Γ. Μ*** στην Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ: Δεν έλυσε η ζωή το φαινόμενο “Χρυσή Αυγή”, αλλά μία πολιτική σκευωρία», δημοσίευση στις 11-12-2023, ηλεκτρονική διεύθυνση: https://xrisiavgi.com/2023/12/11/21/160350/
«Η ακρίβεια καλπάζει, η ανηθικότητα αποτελεί “τίτλο τιμής” για την … “πολιτικά ορθή” Ελλάδα(Ελλάδα ή ψευτορωμαίικο; …), τα εθνικά θέματα από το κακό στο χειρότερο, αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα έχουμε δημοκρατία, δημοκρατία με αποχή στις εκλογές σχεδόν 60% και πολιτικούς κρατούμενους στον 21ο Αιώνα, εμάς τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής, “κύριοι εθνικόφρονες” της πεντάρας Νεοδημοκράτες και Δελαπατρίδηδες, που κάνετε ότι δεν ξέρετε τίποτε, γιατί πάντοτε ήσασταν δειλοί και ραγιάδες.»
6) Τίτλος άρθρου «Ν.Γ. Μ*** ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ: ΟΧΙ στην νέα Τουρκοκρατία 12 μίλια τέλος! Θριαμβολογούν για μία μεγάλη εθνική ήττα», δημοσίευση στις 18-12-2023, ηλεκτρονική διεύθυνση : https://xrisiavgi.com/2023/12/18/16/160425/
«(…)Ώστε έτσι λοιπόν, στις δολοφονίες που κάνουν οπαδοί ή στελέχη κομμάτων (βλέπε περίπτωση Τεμπονέρα) ή ποδοσφαιρικών ομάδων (πολλές οι περιπτώσεις εδώ) δεν υπάρχει συλλογική ευθύνη, δεν υπάρχει “χρώμα”! “Χρώμα” υπήρχε μόνο για την ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ για την δολοφονία ενός ατόμου από έναν οπαδό της Χρυσής Αυγής, που προηγουμένως ήταν οπαδός της Πολιτικής Άνοιξης και του ΚΚΕ με αποτέλεσμα να καταδικαστούν όλοι οι βουλευτές του κόμματος!(…)ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΟΤΙ Η ΔΙΩΞΗ ΜΑΣ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΟΤΙ ΣΤΟ ΨΕΥΤΟΡΩΜΑΙΙΚΟ ΤΟΥ 2023 ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ»
7) Τίτλος άρθρου «Ν.Γ. Μ*** ΣΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ: 3 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ», δημοσίευση στις 23-10-2023, ηλεκτρονική διεύθυνση: https://xrisiavgi.com/2023/10/23/21/159550/
«(…)Τρία χρόνια στην φυλακή συμπληρώνω στις 21 Οκτωβρίου του 2023. Προσθέτοντας και τους 18 μήνες της προφυλακίσεως ΠΑΕ και βαδίζουμε για τα πέντε χρόνια. Όλα αυτά χωρίς καμία απόδειξη, χωρίς το ελάχιστο στοιχείο ενοχής μου για την οποιαδήποτε παράνομη πράξη. Μόνο ένας εμπαθής δεν αντιλαμβάνεται ότι η δίωξή μου είναι ΠΟΛΙΤΙΚΗ! Το Σύστημα δεν άντεχε την Χρυσή Αυγή και ακόμη περισσότερο δεν άντεχε μία Χρυσή Αυγή υπό την ηγεσία μου, αφού χρόνια πολλά από την δεκαετία του 1970 γνωρίζουν ότι υπήρξα πολιτικά και Ιδεολογικά ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ. Είχαν πλήρη επίγνωση ότι μ’ εμένα στην ηγεσία της Χρυσής Αυγής ήταν αδύνατον να μετατρέψουν το Εθνικιστικό Κίνημα σε μία μαριονέτα του Συστήματος, όπως έχουν κάνει στις περισσότερες Ευρωπαϊκές Χώρες, παγιδεύοντας πατριώτες και εθνικιστές κάτω από συμβιβασμένες και δειλές ηγεσίες.
Μέσα στα ερείπια τα εθνικά και ηθικά, που δημιουργεί ο μεγάλος Ιούδας στην χώρα των Θεών, των φιλοσόφων και των ηρώων, μέσα από τα ερείπια και το σκοτάδι, μοιραίο είναι να ανατείλει και πάλι μία Χρυσή Αυγή.
8) Τίτλος άρθρου «Ν.Γ. Μ*** : Πρώτη φορά στην ζωή μου ψήφισα το 1994 σε ηλικία 37 ετών γιατί υπήρχε ένα ψηφοδέλτιο, που έγραφε επάνω του ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ», δημοσίευση στις 05-05-2023 ηλεκτρονική διεύθυνση : https://xrisiavgi.com/2023/05/05/11/157206/
«(…)Μία προσωπική εξομολόγηση. Πρώτη φορά στην ζωή μου ψήφισα σε ηλικία 37 ετών γιατί υπήρχε ένα ψηφοδέλτιο, που έγραφε επάνω του ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ. Τελευταία φορά τον Ιούλιο του 2019 γιατί υπήρχε και πάλι ψηφοδέλτιο που έγραφε ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ και θα ξαναψηφίσω όταν θα υπάρχει και πάλι η ελευθερία να υπάρχει ψηφοδέλτιο το οποίο θα γράφει ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ, σε καμία άλλη περίπτωση! Εναντίον ΟΛΩΝ και τώρα και πάντοτε»
9) Τίτλος άρθρου «Ν.Γ. Μ*** – ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ: O Κωστής Παλαμάς και η αριστερά – ΠΟΛΙΤΙΚΗ Η ΔΙΩΞΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ», δημοσίευση στις 05-08-2023 ηλεκτρονική διεύθυνση: https://xrisiavgi.com/2023/08/05/21/158494/
«(…)Μετά ταύτα επιμένετε ότι η δίωξη της Χρυσής Αυγής και η καταδίκη της δεν είναι μία πράξη πολιτική; Έχετε δει πολλές φορές σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο να καταγγέλλει “εγκληματικές οργανώσεις”; Δεν έχουν αντιληφθεί ότι η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ είναι Ιδέα και οι Ιδέες δεν ηττώνται με διώξεις, το αντίθετο συμβαίνει.»
10) Τίτλος άρθρου «Ν.Γ. Μ*** : Μια επιστολή σε έναν πρώην χρυσαυγίτη», δημοσίευση στις 22-07-2023, ηλεκτρονική διεύθυνση : https://xrisiavgi.com/2023/07/22/11/158253/
«(…)Ξέχασες το “Έλληνας γεννιέσαι δεν γίνεσαι”, που φώναζες κάτω από το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Θεσσαλονίκη και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Αθήνα; Επιτέλους, πρέπει να καταλάβεις ότι δεν είσαι και ίσως δεν ήσουν ποτέ Χρυσαυγίτης και καλή τύχη. Εμείς που παραμένουμε Χρυσαυγίτες σε χαιρετούμε και δεν χαρήκαμε για την γνωριμία.»
11) Τίτλος άρθρου «Ν.Γ. Μ*** : Μία απάντηση για τις εκλογές από έναν φυλακισμένο Χρυσαυγίτη», δημοσίευση στις 11-06-2023, ηλεκτρονική διεύθυνση https://xrisiavgi. Com /2023 /06/11/10/157743/«(…)Απαγόρευσαν στην ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ να συμμετέχει στις εκλογές, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτε. Η Πίστη στις καρδιές μας παραμένει δυνατή και η Σημαία της Ιδέας θα είναι πάντοτε ψηλά.».
Την ανωτέρω δράση, ο εν λόγω κατάδικος επιτελούσε συστηματικά κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της κράτησής του εκτός σωφρονιστικού καταστήματος και, ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, με συχνότατες, ακόμη και δις εντός της ίδιας εβδομάδας, αναρτήσεις άρθρων και παρεμβάσεων στον διαδικτυακό ιστότοπο «xrisiavgi.com». Ο δε ισχυρισμός του ότι, ως κρατούμενος και νοσηλευόμενος υπό 24ωρη φρούρηση, δεν είχε τη δυνατότητα να προβεί σε δημοσίευση των άρθρων αυτών, τα οποία «αποτελούν κατ` ουσίαν αναδημοσιεύσεις προηγούμενων, παλαιών άρθρων», τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον : α) δεν προσκομίζει προγενέστερη της κράτησής του αρθρογραφία, από την οποία να προκύπτουν άρθρα του, τα οποία να ταυτίζονται, ως προς το περιεχόμενο και τη θεματολογία τους, με τις ως άνω δημοσιεύσεις, β) συντάκτης των εν λόγω άρθρων φέρεται ο ίδιος, με την αναγραφή των στοιχείων του ονοματεπωνύμου του, ενώ ουδόλως επικαλείται ότι κάποιος άλλος, εν αγνοία του, σφετερίστηκε τα στοιχεία του αυτά, ούτε, άλλωστε, κινήθηκε ποινικά εναντίον τρίτου προσώπου, έστω και αγνώστου, για την αυτή αιτία και γ) η ίδια η θεματολογία των συγκεκριμένων άρθρων, παραπέμπει, αναμφιβόλως, σε «σύγχρονη» με το χρόνο δημοσίευσής τους, αρθρογραφία και όχι σε αναδημοσίευση παλαιότερων άρθρων (βλ. χαρακτηριστικά, το υπό στοιχείο 2 άρθρο, με ημεροχρονολογία δημοσίευσης 18-02-2024, που αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στον γάμο ομόφυλων ζευγαριών, με το οικείο νομοσχέδιο να ψηφίζεται στη Βουλή στις 15-2-2024, καθώς και το υπό στοιχείο 6 άρθρο, με ημεροχρονολογία δημοσίευσης 18-12-2023, με τίτλο «ΟΧΙ στην νέα Τουρκοκρατία 12 μίλια τέλος! Θριαμβολογούν για μία μεγάλη εθνική ήττα», που αναφέρεται στην από 07-12-2023 «Διακήρυξη των Αθηνών περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας», η οποία υπογράφηκε μεταξύ του Έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Προέδρου της Δημοκρατίας της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερτογάν, ενόψει της γνωστοποίησης της Λιβύης προς τον Ο.Η.Ε ότι διαθέτει 12 ναυτικά μίλια ως χωρικά ύδατα). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του ως άνω καταδίκου, αφενός ότι ο ίδιος έχει αποχωρήσει από την ηγεσία του εν λόγω σχηματισμού που, από 14/12/2022 και εντεύθεν, δραστηριοποιείται και εκπροσωπείται από πενταμελές συμβούλιο, στο οποίο ο ίδιος δεν συμμετέχει (προς επίρρωση του οποίου, προσκομίζει το από το 14-12-2022 και με αρ. πρωτ. 10826 έγγραφο) και, αφετέρου, ότι ουδεμία επιρροή αποπειράται να ασκήσει αυτός σε οποιονδήποτε τρίτο, πλην της διατύπωσης θέσεων στα πλαίσια μιας αρθρογραφίας και κριτικής σκέψης του σε μια πολιτική επικαιρότητα, χωρίς να προβάλλει κομματικές ή πολιτικές θέσεις, αναιρείται αναμφιβόλως, τόσο από αυτό καθ` εαυτό το περιεχόμενο των αναρτήσεων – τοποθετήσεών του, όσο και από το ύφος της αρθρογραφίας του (βλ. ενδεικτικά τις φράσεις : «νομοθετούν οι εθνομηδενιστές αυτής της χώρας μαρξιστές και φιλελεύθεροι με τη σύμφωνη γνώμη του συνόλου του πολιτικού κόσμου, πλην Χρυσής Αυγής! Ενός πολιτικού κόσμου εθνικά επικίνδυνου, ο οποίος ανοίγει την Κερκόπορτα για τη νέα Άλωση του Ελληνισμού», «Όλοι μαζί, δεξιοί του διεφθαρμένου κομματικού κράτους και αριστεροί εθνομηδενιστές με δεξιές τσέπες και μαζί τους και κάποιοι καραγκιόζηδες, που παριστάνουν τους “ακροδεξιούς”, όλοι μαζί αγωνίστηκαν για να θέσουν την Χρυσή Αυγή εκτός πολιτικού παιχνιδιού», «παράνομες και αντισυνταγματικές διαδικασίες που εφαρμόστηκαν με συνένοχο όλο το πολιτικό και δικαστικό σύστημα εναντίον της Χρυσής Αυγής», «η πολιτική ορθότητα βλάπτει σοβαρά το έθνος», «γιατί αλήθεια να χαρούν “γύφτοι, εβραίοι, αράπηδες, πασάδες” για την καταστροφή του έθνους μας, την οποία προφητεύει στο μεγάλο αυτό ποίημα του ο Κωστής Παλαμάς; Μήπως γιατί είναι εχθροί μας;», «όσοι ζωντανοί αντισταθείτε», «πολιτικοί κρατούμενοι στον 21ο αιώνα οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής», «η δίωξή μας ήταν και είναι πολιτική», «στο ψευτορωμαϊικο του 2023 υπάρχουν πολιτικοί κρατούμενοι», «μόνο ένας εμπαθής δεν αντιλαμβάνεται ότι η δίωξή μου είναι πολιτική», «ανατέλλει και πάλι μία Χρυσή Αυγή», «να υπάρχει ψηφοδέλτιο που να γράφει Χρυσή Αυγή», «η Χρυσή Αυγή είναι ιδέα και οι ιδέες δεν ηττώνται με διώξεις», «εμείς παραμένουμε Χρυσαυγίτες», «η πίστη στις καρδιές μας παραμένει δυνατή και η σημαία της ιδέας θα είναι πάντοτε ψηλά»). Τα άρθρα του αυτά, καταδεικνύουν την επιμονή του στην διεκδίκηση, ατύπως, ηγετικής επιρροής στους ομοϊδεάτες του-ακολούθους της οργάνωσης «Λ** Σ** -Χ* Α*» (στο πλαίσιο της οποίας λειτουργούσε, σύμφωνα με την προαναφερθείσα, μη εισέτι αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η εγκληματική οργάνωση, για την διεύθυνση της οποίας ο ίδιος καταδικάστηκε πρωτοδίκως), και την προσπάθειά του να διατηρηθεί στο πρόσωπό του ο ρόλος του φυσικού ηγέτη τους, επιμένοντας στην έκφραση ιδεών συναφών με τη δράση της οργάνωσης αυτής, για την οποία καταδικάστηκε. Η κρίση αυτή του Δικαστικού Συμβουλίου, ενισχύεται έτι περαιτέρω, αφενός μεν από το γεγονός της ύπαρξης αντικειμενικής αδυναμίας του για αυτοπρόσωπη άσκηση των καθηκόντων του ως πραγματικού ηγέτη του προαναφερθέντος πολιτικού μορφώματος, λόγω ακριβώς του εγκλεισμού του σε κατάστημα κράτησης, συνεπεία της έκτισης από αυτόν της ανωτέρω πρωτοδίκως επιβληθείσας ποινής καθείρξεως για κακουργηματική πράξη, αφετέρου δε, από την απόλυτη σύμπτωση των απόψεων που απηχεί η προαναφερθείσα αρθρογραφία του, με πάγιες προγραμματικές θέσεις και διακηρύξεις της Χ* Α*.
Περαιτέρω, τόσο το περιεχόμενο, όσο και το ύφος των αναρτήσεων αυτών, δεν «απηχούν απλώς τις πολιτικές και άρα φρονηματικές του πεποιθήσεις», όπως εσφαλμένα εκλαμβάνει το προσβαλλόμενο βούλευμα, ούτε συνιστούν υπεράσπιση των πολιτικών απόψεών του, αλλά, αντίθετα, βρίθουν επαναλαμβανόμενων φράσεων, ορισμένες εκ των οποίων αναφέρονται ανωτέρω, οι οποίες σαφώς εμπεριέχουν μίσος και λεκτική βία, υπό το μανδύα πολιτικής πρότασης και αγανάκτησης. Περιέχουν, ειδικότερα, ρητορική μίσους, δηλαδή συντονισμένες προσβλητικές και εχθρικές παρατηρήσεις, οι οποίες μπορούν να αναγνωρισθούν και να αξιολογηθούν ως πολύ σοβαρές κατηγορίες, που βασίζονται σε ισχυρές και αβάσιμες προκαταλήψεις (ΕΔΔΑ, υπόθεση Vejdeland κατά Σουηδίας, 2012) και που υποκινούν, προωθούν και δικαιολογούν την απόρριψη, την εχθρότητα, την προκατάληψη, την απαξίωση, ακόμη δε και αυτό το μίσος, κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος, με στόχο να πληγεί, εν τέλει, ο δημοκρατικός πυρήνας του Συντάγματος (βλ. ΕΔΔΑ, Behar and Gutman κατά Βουλγαρίας της 16-02-2021, αρ προσφ. 29335/2013). Ειδικότερα, με την αρθρογραφία του αυτή, ο εν λόγω κατάδικος, υποκινεί και διεγείρει το λαϊκό αίσθημα για τη διενέργεια πράξεων βίας κατά προσώπων που θεωρεί πολιτικούς του αντιπάλους ή κατά προσώπων διαφορετικής εθνικότητας, φυλής και προσανατολισμού, που βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια (τη ζωή, την τιμή και την ελευθερία των οποίων το ελληνικό κράτος υποχρεούται να προστατεύει, όπως και των Ελλήνων πολιτών), δηλαδή σε πράξεις οι οποίες εξ ορισμού αντιστρατεύονται τις θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές (βλ. και ΕΔΔΑ, PartyforaDemocraticSociety(DTP) andothersv. Turkey, 3840/10, 12.1.2016, παρ. 101) και το Σύνταγμα, απειλούν δε, την κοινωνική συνοχή και την ειρηνική συμβίωση των συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων στη Χώρα.
Εξάλλου, η συχνότητα των δημοσιεύσεων, η εμμονή του αναφορικά με τη συγκεκριμένη θεματολογία (πολιτική δίωξη του ιδίου και του μορφώματος της Χ* Α*, καθύβριση και πλήρη απαξίωση όλων, συλλήβδην, των λοιπών πολιτικών κομμάτων της Χώρας, επίθεση στη Δικαιοσύνη και τους Λειτουργούς της, καθώς και σε πληθυσμιακές ομάδες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όπως, κατά τις αναφορές του, «γύφτοι, εβραίοι, αράπηδες, πασάδες» και ομοφυλόφιλοι), το επιθετικό και διχαστικό ύφος του λόγου που χρησιμοποιεί και η ένταση της απόλυτης απαξίωσης που ο λόγος αυτός περιέχει, καθώς, επίσης, οι παροτρύνσεις του («όσοι ζωντανοί ξεσηκωθείτε»), οι οποίες κατατείνουν σε έμμεση υποκίνηση ιδεολογικής, τουλάχιστον, βίας (ρητορική μίσους), η μισαλλοδοξία, οι αφορισμοί και ο ρατσιστικός λόγος («γιατί αλήθεια να χαρούν “γύφτοι, εβραίοι, αράπηδες, πασάδες” για την καταστροφή του έθνους μας, την οποία προφητεύει στο μεγάλο αυτό ποίημα του ο Κωστής Παλαμάς; Μήπως γιατί είναι εχθροί μας;», «Μετά τις Πρέσπες του Αιγαίου, ο γάμος ομοφυλοφίλων!»), που σαφώς αποσκοπούν τόσο στον στιγματισμό συγκεκριμένων κατηγοριών προσώπων (πολιτικοί και οπαδοί πολιτικών κομμάτων, ομόφυλα ζευγάρια, Ρομά, Εβραίοι, μαύροι, Τούρκοι), όσο και στην ενίσχυση των στερεοτύπων (ομόφυλα ζευγάρια), δε συμβαδίζουν, εξ’ ορισμού, με τα θεμέλια μιας δημοκρατικής, πλουραλιστικής κοινωνίας, όπως, ιδίως, με την ανεκτικότητα και το σεβασμό της ίσης αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων. Αντιθέτως, συνιστούν απόλυτη περιφρόνηση και απόρριψη του πολιτεύματος της Ελληνικής Δημοκρατίας, ήτοι της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, αποστροφή προς τις θεσμικές αρχές του Συντάγματος της Χώρας και, συνεπακόλουθα, του δημοκρατικού πυρήνα του Συντάγματος, καθώς και των δικαιωμάτων των ως άνω πληθυσμιακών ομάδων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αναγόμενα στη φυλή, το χρώμα, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τον σεξουαλικό προσδιορισμό, σκοπούν δε, στη διασάλευση της δημόσιας τάξης της Χώρας και στην υπονόμευση του κράτους δικαίου. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα, παρότι έγιναν υπό το μανδύα πολιτικών τοποθετήσεων του ως άνω καταδίκου, δεν τυγχάνουν, κατά τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχ. 5 μείζονα σκέψη του παρόντος, της προστασίας που παρέχει το άρθρο 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ στο δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης, αφού, κατά πάγια νομολογία τόσο του ΕΔΔΑ, όσο και του Αρείου Πάγου, όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, όλες οι μορφές έκφρασης που υποκινούν, προωθούν ή δικαιολογούν το μίσος που βασίζεται στη μισαλλοδοξία, όχι μόνο δεν προστατεύονται, με βάση το δικαίωμα στη ελευθερία της έκφρασης, από το άρθρο 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί απαραίτητο να τιμωρούνται ή ακόμη να αποτρέπονται (βλ. σχετ. ΕΔΔΑ, υπόθεση Atamanchuκ κατά Ρωσίας, της 11-2-2020 αρ. προσφ. 4493/11, παρ. 67 και 70, ΕΔΔΑ, υπόθεση Sanchez κατά Γαλλίας, της 02/02/2021, αρ. προσφυγής 45581/15). Δεν εμπίπτουν όμως, τα δημοσιεύματα αυτά, ούτε στην προστασία του άρθρου 14 παρ. 1 του Συντάγματος, στο βαθμό που αποτελούν πεποιθήσεις αντίθετες προς θεμελιώδεις αρχές αυτού και, ιδίως προς τις αρχές των άρθρων 2 παρ. 1 περί της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, 5 παρ. 1 περί της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας, 13 παρ. 1 περί της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και 25 παρ. 1 και 2 περί της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ο δε λόγος εκφοράς τους, παρακινεί σε πράξεις διακρίσεων («Γιατί αλήθεια να χαρούν “γύφτοι, εβραίοι, αράπηδες, πασάδες” για την καταστροφή του έθνους μας, την οποία προφητεύει στο μεγάλο αυτό ποίημα του ο Κωστής Παλαμάς; Μήπως γιατί είναι εχθροί μας;», «Μετά τις Πρέσπες του Αιγαίου, ο γάμος ομοφυλοφίλων!») και βίας («όσοι ζωντανοί αντισταθείτε»). Εξάλλου, τα εν λόγω δημοσιεύματα σαφώς αντίκεινται, κατά το περιεχόμενό τους, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ανωτέρω αναλύθηκαν, και στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 (αντιρατσιστικός νόμος), όπως αυτή τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 4285/2014 (ΦΕΚ Α΄191/10-9-20214), κατά την οποία ποινικοποιείται η συμπεριφορά όποιου «με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων», στοιχείο το οποίο ασφαλώς λαμβάνεται υπόψη για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης του Συμβουλίου τούτου, αναφορικά με τη διαγωγή και το χαρακτήρα του ως άνω καταδίκου, ενόψει της αίτησής του περί απολύσεως υπό όρους και δη, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν προκύπτει η σε βάρος του άσκηση ποινικής διώξεως για τα δημοσιεύματα αυτά, όπως εσφαλμένα δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα και επικαλείται ο ίδιος. Και τούτο, καθόσον, το παρόν Συμβούλιο οφείλει, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ. 3 μείζονα σκέψη του παρόντος, να λάβει υπόψη, για την αξιολόγηση της διαγωγής του ως άνω καταδίκου, όπως αυτή προκύπτει από τη συνολική προσωπικότητά του, κάθε μορφή υπό την οποία η διαγωγή αυτή εξωτερικεύτηκε (όπως, εν προκειμένω, η υπό το συγκεκριμένο περιεχόμενο προαναφερθείσα αρθρογραφία του) κατά το στάδιο της κράτησής του τόσο εντός, όσο και εκτός καταστήματος κράτησης, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του και, μάλιστα, ανεξαρτήτως τυχόν άσκησης δίωξης σε βάρος του ή καταδίκης του για την συγκεκριμένη μορφή υπό την οποία εκδηλώθηκε η διαγωγή του αυτή, αφού, σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή, για να ληφθεί υπόψη αρνητικά συγκεκριμένη διαγωγή του κρατουμένου, απαιτούνταν η σε βάρος του άσκηση ποινικής δίωξης ή η ποινική καταδίκη του ή η πειθαρχική, έστω, τιμωρία του, τούτο, ως προϋπόθεση λειτουργούσα υπέρ του κρατουμένου, θα ορίζονταν, αναμφίβολα, νομοθετικά, στις οικείες, περί απολύσεως υπό όρο, διατάξεις του ΠΚ.
Η κρίση του Συμβουλίου περί των ανωτέρω, ουδόλως συνιστά διαδικασία διαπιστωτική των μύχιων σκέψεων και φρονημάτων του εν λόγω καταδίκου, καθόσον παρατίθενται λεπτομερώς, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά εξωτερικώς διαγνώσιμα και, ειδικότερα, η ως άνω, συγκεκριμένη αρθρογραφία αυτού, που ασφαλώς συμπεριλαμβάνεται στα προαναφερθέντα διαγνωστικά κριτήρια για την καλή διαγωγή του κατά το χρόνο κράτησής του, και η οποία πρέπει να συνεκτιμηθεί για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης αναφορικά με το αν, ο συγκεκριμένος κατάδικος, παρέχει ή όχι προσδοκίες μη επικινδυνότητας αυτού, για τα προστατευόμενα από το Νόμο έννομα αγαθά, αν δηλαδή αυτός, διάκειται αρνητικά προς τις θεσμοθετημένες επιλογές του Νομοθέτη και αποτελεί εν δυνάμει κίνδυνο για την προσβολή της έννομης τάξης (ΣυμβΕφΚρητ 35/2021, δημ. Νόμος). Ειδικότερα, από τις ανωτέρω ενέργειές του ως άνω καταδίκου (δημοσίευση της συγκεκριμένης αρθρογραφίας με συνεχή και αδιάλειπτο ρυθμό), καταδεικνύεται η εκπεφρασθείσα πρόθεσή του επανάληψης της αδίκου πράξεως για την οποία καταδικάστηκε με την προαναφερθείσα, μη εισέτι αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ναι μεν, σύμφωνα με τη διάταξη του ως άνω άρθρου 106 πΠΚ, που τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, απαγορεύεται, για την αξιολόγηση της διαγωγής του, η αναδρομή στη βαρύτητα και το είδος του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε και σε όλα τα στοιχεία που ανάγονται στον προ της καταδίκης του χρόνο, όπως ήδη προεκτέθηκε, πλην όμως, με δεδομένο ότι αναζητείται, ως στοιχείο της καλής διαγωγής αυτού, η ηθική βελτίωσή του, δεν είναι δυνατόν να μη ληφθούν υπόψη τα ανωτέρω αποκαλυπτικά πτυχών της προσωπικότητάς του στοιχεία, που εκδηλώθηκαν μεν κατά το παρελθόν και οδήγησαν σε διάπραξη εγκλήματος, σύμφωνα με την απόφαση με την οποία καταδικάστηκε πρωτοδίκως, αλλά συνεχίζουν να συνάπτονται με την προσωπικότητά του και κατά τον χρόνο εκτίσεως της ποινής που του επιβλήθηκε με την απόφαση αυτή, και τούτο, προκειμένου μόνον να διαπιστωθεί αν αυτός, στα πλαίσια της ηθικής βελτιώσεώς του, που είναι το ζητούμενο, έκανε προσπάθεια να εξαλείψει τα στοιχεία αυτά. Άλλωστε, η διάγνωση της καλής διαγωγής αυτού, δεν μπορεί, κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο 3 μείζονα σκέψη του παρόντος, να εξαντληθεί στην εξωτερικά καλή συμπεριφορά του, συνιστάμενη, όπως εκτέθηκε, στην έλλειψη πειθαρχικών παραπτωμάτων κατά τη διάρκεια της έκτισης της ποινής του, έως και το χρόνο της υφ` όρον απόλυσής του (δηλαδή έως και την 30-4-2024), και στην απλή έκφραση της τυπικής φράσεως ότι αυτός «Δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικά», όπως διαπιστώνεται στο από 31.01.2024 υπηρεσιακό σημείωμα του κοινωνικού λειτουργού του Γενικού Σωφρονιστικού Καταστήματος Δ**, Δ** Β** και αποτυπώνεται στο από 31.01.2024 απόσπασμα από το Βιβλίο Ηθικού Ελέγχου του καταδίκου, που τηρείται στο ως άνω Κατάστημα, αφού απουσιάζει η, από τον τελευταίο, επίδειξη αληθούς και πραγματικά θετικής συμπεριφοράς, η διάγνωση της οποίας στηρίζεται σε πτυχές αυτής, που είναι αντιληπτές με τις εξωτερικές αισθήσεις. Ειδικότερα, από το γεγονός ότι ο εν λόγω κατάδικος εκθειάζει, κατά τα ανωτέρω, κατά τη διάρκεια της κράτησής του, το ταυτιζόμενο με εγκληματική οργάνωση πολιτικό μόρφωμα, εντός του οποίου και μόνο δια του οποίου, έδρασε οργανωμένα, παρανόμως, σύμφωνα με την μη εισέτι αμετάκλητη δικαστική απόφαση που του επέβαλε την εκτιομένη από εκείνον ποινή, καθώς και την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε πρωτοδίκως, χωρίς ποτέ να αποδοκιμάσει, έστω και συμβολικά ακόμη, τις άδικες πράξεις που, κατά τις παραδοχές της πρωτόδικης απόφασης, διαπράχθηκαν στα πλαίσια της οργανωμένης αυτής εγκληματικής δράσης ή να διατυπώσει οποιαδήποτε αυτοκριτική ως προς αυτές, διαφαίνεται η έλλειψη συνειδητοποίησης από τον ίδιο της ιδιαίτερης απαξίας, τόσο της κατά την ως άνω απόφαση έκνομης συμπεριφοράς του για τη δημοκρατική πολιτεία και το κοινωνικό σύνολο, όσο και της βαρύτητας των συνεπειών αυτής για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, αλλά και την κοινωνική συνοχή. Προέκυψαν, μάλιστα, απτές ενδείξεις διατήρησης από μέρους του της ίδιας, κατ΄ εκμετάλλευση των δημοκρατικών ελευθεριών και εγγυήσεων, συμπεριφοράς, στρεφομένης κατά των δημοκρατικών θεσμών, που υπήρξε καταλυτική για την εμπλοκή του στην αξιόποινη πράξη, για την οποία καταδικάστηκε πρωτοδίκως. Ειδικότερα, υπάρχει σαφής σχέση μεταξύ των ενεργειών του (αρθρογραφία των προαναφερθέντων άρθρων, με το συγκεκριμένο ύφος και περιεχόμενο) που σχετίζονται άμεσα, κατά τα παραπάνω αποδειχθέντα, με τη συμμετοχή του και τη διεύθυνση της φέρουσας μανδύα πολιτικού κόμματος Χ* Α*, πράξη για την οποία αυτός τιμωρήθηκε πρωτοδίκως και εξέτιε την σε βάρος του επιβληθείσα ποινή, μέχρι την δια του προσβαλλόμενου βουλεύματος υφ` όρον απόλυση του, καθόσον εκφραζόμενος εξωτερικά και δη, δημοσίως, δια της αρθρογραφίας του, θετικά, για όσα πρωτοδίκως κρίθηκε ότι διέπραξε, εμφανίζεται αυτονόητα και αυτόματα επικίνδυνος για την τέλεση νέων αδικημάτων, τουλάχιστον παρομοίων με εκείνα της καταδικαστικής αποφάσεως, δεχόμενος, ουσιαστικώς, εκ των προτέρων, ότι καμία μελλοντική απόφαση, ενδεχομένως ομοίως καταδικαστική, δεν θα τον σταματήσει από το να συνεχίσει να ενεργεί παρανόμως, έχοντας τις ίδιες ή παρόμοιες δυνατότητες προς τούτο. Αυτή δε, η εμφανώς διαγνώσιμη και εκδηλωθείσα σαφώς συμπεριφορά του (βλ. ΣυμβΕφΠειρ 138/2006, δημ. Νόμος), δυνάμενη να φανερώνει στοιχεία μίας αρνητικής διαθέσεως για τις επιταγές της έννομης τάξεως (βλ. Αρ. Χαραλαμπάκη, Ο νέος ΠΚ, άρθρο 106, σελ. 854), τον χαρακτηρίζει ως κρατούμενο, και επιτρεπτά αξιολογείται κατά τη διαδικασία της υπό όρο απολύσεώς του. Η κρίση αυτή του Συμβουλίου, που προκύπτει από τη συγκεκριμένη συσχέτιση, δεν παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας του καταδίκου (βλ. ad hoc, Selahattin Demirtas, κατά Τουρκίας, της 22-12-2020 αρ. 2, αρ. προσφ. 14305/17), καθόσον, όπως αναφέρεται στην υπό στοιχ. 4 μείζονα σκέψη του παρόντος, είναι δυνατόν να αξιολογηθεί από το Συμβούλιο η συμπεριφορά αυτού κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς του, σε σχέση με τις παραδοχές της ως άνω αποφάσεως, με την οποία ο τελευταίος κρατήθηκε, παρότι αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, υπό την προϋπόθεση, ασφαλώς, ότι δεν λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά του τελεσθέντος αδικήματος, σύμφωνα με τις προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 106 ΠΚ, παρά μόνο, αυτονόητα, το ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε, κατά την πρωτόδικη κρίση, συγκεκριμένο αδίκημα. Τέλος, ο ισχυρισμός του καταδίκου ότι δεν είναι δυνατόν να κριθεί επικίνδυνος για την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, διότι, α) είναι βαριά ασθενής, β) έχει απομακρυνθεί από κάθε πολιτική ή κομματική δραστηριότητα και γ) έχει απαγορευθεί η συναναστροφή του με τους συγκατηγορουμένους του – στελέχη της Χ* Α*, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, α) η κατάσταση της υγείας του έχει ήδη βελτιωθεί, κατά τα προεκτεθέντα, αισθητά, σε κάθε δε, περίπτωση, ουδόλως τον εμπόδισε αυτή να αρθρογραφεί και, μάλιστα με ιδιαίτερο δυναμισμό και μαχητικότητα, που σαφώς διαφαίνονται στα ως άνω άρθρα του, β) τόσο οι απόψεις που εμπεριέχονται στα άρθρα του, όσο και αυτό καθ` εαυτό το ύφος της συγκεκριμένης αρθρογραφίας του, καταδεικνύουν ότι ο ίδιος, όχι μόνο δεν έχει απομακρυνθεί από κάθε πολιτική ή κομματική δραστηριότητα, αλλά, αντίθετα, εξακολουθεί να ασχολείται ενεργά με την πολιτική, επιφυλάσσοντας μάλιστα για τον εαυτό του ηγετικό ρόλο στο συγκεκριμένο πολιτικό χώρο και, τέλος, γ) η απαγόρευση συναναστροφής του με τους συγκεκριμένους συγκατηγορουμένους του, δεν είναι δυνατόν να ασκεί έννομη επιρροή στο εάν ο ίδιος κρίνεται επικίνδυνος για την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, δεδομένου ότι αυτός, έχει τη δυνατότητα να συναναστραφεί με οποιοδήποτε άλλο στέλεχος, μέλος ή οπαδό της Χ* Α*, πέραν των ανωτέρω καταδικασθέντων πρωτοδίκως για την αυτή αιτία, προσώπων.
Ενόψει των ανωτέρω, η διαγωγή του ως άνω καταδίκου κρίνεται ως κατ’ επίφαση καλή και, επιδεικνύεται από εκείνον ως τέτοια, αποκλειστικά προς τον σκοπό της απόλαυσης του ευεργετήματος της υπό όρους απολύσεώς του από την έκτιση της ποινής του. Συνακόλουθα και, λαμβανομένης υπόψη και της ρητορικής μίσους, καθώς και του ρατσιστικού λόγου που εμπεριέχουν οι ανωτέρω δημοσιεύσεις του, στοιχεία τα οποία σαφώς το παρόν Συμβούλιο οφείλει να λάβει υπόψη, προκειμένου να κρίνει τη διαγωγή του, κατά τη διάρκεια της κράτησής του, δεν προκύπτει ότι αυτός έχει ηθικά βελτιωθεί και δεν δημιουργείται βάσιμη προσδοκία ότι δεν αποτελεί πλέον πηγή κινδύνου για το οργανωμένο κοινωνικό σύνολο, ώστε να προσδοκάται βάσιμα πως, σε περίπτωση απόλυσής του υπό όρους, θα επανενταχθεί ομαλά στην κοινωνία και δεν θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις και, με το δεδομένο αυτό, η συνέχιση της κράτησής του για ειδικοπροληπτικούς λόγους, εξακολουθεί προς το παρόν να είναι αναγκαία, δεδομένου ότι τυχόν απόλυσή του υπό οποιουσδήποτε όρους (έστω και ιδιαίτερα αυστηρούς και περιοριστικούς), δεν είναι δυνατό να τον αποτρέψει από την τέλεση νέων ομοειδών εγκλημάτων. Η κρίση αυτή του παρόντος Συμβουλίου, είναι απολύτως σύμφωνη τόσο με το άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και με το άρθρο 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αφού, σύμφωνα με όσα αναλυτικά ανωτέρω αναφέρονται, τα επίμαχα δημοσιεύματα του εν λόγω καταδίκου, ως εκ του περιεχομένου και του ύφους τους, δεν εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας των άρθρων αυτών, αναφορικά με το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης (βλ. σχετ. ΕΔΔΑ, υπόθεση Atamanchuk κατά Ρωσίας, της 11-2-2020 αρ. προσφ. 4493/11, par. 67 και 70). Περαιτέρω, η κρίση αυτή, τυγχάνει απολύτως σύμφωνη και με την αρχή της αναλογικότητας, καθώς εκφέρεται μετά από εύλογη στάθμιση και εξισορρόπηση, σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στη νομολογία του Στρασβούργου (βλ. σχετ. ΕΔΔΑ, υπόθεση Mehmet Ciftsi and Suat Incedere κατά Τουρκίας της 18-1-2022, αρ. προσφ. 21266/19 και 21774/19), όπως αυτά αναλύονται ειδικότερα στην υπό στοιχείο 6 μείζονα σκέψη του παρόντος και δη, μεταξύ αφενός μεν, του δικαιώματος του ως άνω καταδίκου περί της υπό όρο απολύσεώς του (άρθρ. 105, 106 πΠΚ), σκοπούμενου πάντοτε υπό το πρίσμα του τεκμηρίου αθωότητας, (δεδομένου ότι η απόφαση με την οποία αυτός καταδικάστηκε, δεν κατέστη εισέτι αμετάκλητη) και, αφετέρου, με την προστασία της δημόσιας τάξης από περαιτέρω αξιόποινες πράξεις του ιδίου, εάν αυτός απολυθεί υπό όρο. Και τούτο διότι, μετά την εύλογη στάθμιση του δικαιώματος του τελευταίου για την απόλυσή του υπό όρο και του οφέλους της λοιπής κοινωνίας από την αποφυγή τέλεσης νέων εγκλημάτων από αυτόν, τόσο με βάση την αρχή της προσφορότητας, όσο και κατά την αρχή της αναγκαιότητας του μέσου και, υπό το πρίσμα της παραδεκτής αναλογίας της βαρύτητας του μέτρου (εκτιόμενη ποινή), με τη σπουδαιότητα του συγκεκριμένου επιδιωκόμενου σκοπού (το όφελος της λοιπής κοινωνίας από την αποφυγή τέλεσης νέων εγκλημάτων από τον απολυόμενο κατάδικο, στα πλαίσια της νομοθετικά θεσπισθείσας αντεγκληματικής πολιτικής, βλ. σχετ. ΣυμβΕφΚρητ 35/2021, δημ. Νόμος, Γ. Νούσκαλη, Η λειτουργία της αναλογικότητας στις εναλλακτικές μη φυλακτικές ποινές, εκδ., 2015, σελ. 243-254), προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια του κοινωνικού συνόλου να μην υπολείπεται της βλάβης που το μέτρο προκαλεί στον αιτούντα την υπό όρο απόλυσή του κατάδικο, προκρίνεται, ως το πλέον κατάλληλο και αναγκαίο μέτρο, υπό την στενή έννοια της αναλογικότητας, ότι εν προκειμένω, πρέπει να εξακολουθήσει η έκτιση της ποινής του ανωτέρω καταδίκου, αφού κρίνεται, κατά τα προαναφερθέντα, ότι εάν αυτός αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανόν να τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις.
Προκύπτει, συνεπώς, ότι ο ως άνω κατάδικος δεν συγκεντρώνει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που ορίζονται από τα άρθρα 105 και 106 πΠΚ για να απολυθεί με τον όρο της ανάκλησης. Εξάλλου, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται στο παρόν Συμβούλιο περί του ότι δεν πληρούνται , εν προκειμένω, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την υπό όρο απόλυση του ως άνω καταδίκου, ελλείπει κάθε πεδίο εφαρμογής της αρχής «in dubio pro mitiore», όπως αυτή ειδικότερα αναλύθηκε στην υπό στοιχ. 7 μείζονα σκέψη του παρόντος. Συνακόλουθα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, το οποίο, παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε την αίτηση του τελευταίου για την υπό όρο απόλυσή του από τη φυλακή, κρίνοντας ότι η διαγωγή του, κατά τη διάρκεια της κράτησής του (στην οποία συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς και το χρονικό διάστημα της νοσηλείας και αποθεραπείας του) είναι καλή και ότι ελλείπει ο κίνδυνος διαπράξεως νέων αδικημάτων από εκείνον, στηριζόμενο μόνο στη μη τέλεση από αυτόν πειθαρχικών παραπτωμάτων ή άλλων εγκλημάτων και, κυρίως, μη αξιολογώντας αρνητικά, λόγω και του τεκμηρίου αθωότητας, παρότι έπρεπε να το πράξει, τις προαναφερθείσες δημοσιευμένες στο διαδίκτυο και σχετιζόμενες με την πρωτόδικη καταδίκη του, απόψεις του, που, κατά την αιτιολογία του βουλεύματος, «απηχούν τις πολιτικές και άρα φρονηματικές του πεποιθήσεις» και δεν αποτελούν κίνδυνο για τα προστατευόμενα αγαθά, έσφαλε, εκτιμώντας λανθασμένα τα πραγματικά περιστατικά και εφαρμόζοντας ομοίως εσφαλμένα τη διάταξη του άρθρου 106 παρ. 1 πΠΚ.
Με βάση τα ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπ’ αριθμ. 9/08-05-2024 έφεση του Αντεισαγγελέα Εφετών Λαμίας κατά του υπ’ αριθμ. 121/30-04-2024 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, να εξαφανισθεί το παραπάνω βούλευμα, να απορριφθεί η υπ` αριθμ. πρωτ. 1755/31-01-2024 αίτηση του καταδίκου για την υπό όρο απόλυσή του από τη φυλακή, αφού δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις αυτής, και να διαταχθεί η σύλληψή του προς το σκοπό εκτίσεως του υπολοίπου της ποινής καθείρξεως των δέκα τριών (13) ετών, που του επιβλήθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2425, 2473, 2506, 2644/2020 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ΄ ουσίαν την υπ’ αριθμ. 9/08-05-2024 έφεση του Αντεισαγγελέα Εφετών Λαμίας, κατά του υπ’ αριθμ. 121/30-04-2024 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ το προσβαλλόμενο υπ’ αριθμ. 121/30-04-2024 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας, ως προς όλες τις διατάξεις του.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ` αριθμ. πρωτ. 1755/31-01-2024 αίτηση του Μ** Ν** (με ΑΔΤ ** και ΑΦΜ ***, ΔΟΥ ***), που γεννήθηκε στις **-**-** , κατοίκου Π** Α** , οδός ***, για την υφ’ όρο απόλυσή του.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη σύλληψη του ως άνω απολυθέντος υπό όρους καταδίκου, προς το σκοπό εκτίσεως του υπολοίπου της ποινής καθείρξεως των δέκα τριών (13) ετών, που του επιβλήθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2425, 2473, 2506, 2644/2020 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στη Λαμία, στις 30 Μαΐου 2024 και εκδόθηκε επίσης στη Λαμία, στις 3 Ιουνίου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΕΦΕΤΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΑΚΑΛΟΓΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΥΡΙΑΖΗ