ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 865/2022 Απόλυτη ακυρότητα από την παράσταση πολιτικής αγωγής το πρώτον στο εφετείο

Αριθμός 865/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα – Εισηγήτρια, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου και Κωστούλα Πρίγγουρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Δ. Κ. του Κ., κατοίκου … ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Μπαλακτάρη, για αναίρεση της υπ’αριθ. ΗΤ387/2021, ΗΤ 414/2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Ι. Μ. του Α., κάτοικο … ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο του Ελπινίκη Μπαλτατζή.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 16.9.2021 και με αριθμό 8054/2021 αίτηση αναιρέσεως και στους από 15.2.2022 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 964/2021.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως, οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 16 Σεπτεμβρίου 2021, με αριθμό 8054/20-09-2021 αίτηση του Κ. Δ. του Κ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 387/03-06-2021, 414/08-06-2021 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της απόπειρας εκβίασης κατά συναυτουργία και καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως οχτώ (8) μηνών με τριετή αναστολή, ασκήθηκε νομότυπα από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος Παναγιώτη Μπαλακτάρη, και εμπρόθεσμα (λαμβανομένης υπόψη της αναστολής της προθεσμίας άσκησης ενδίκων μέσων τον μήνα Αύγουστο), καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο Ειδικό Βιβλίο στις 10 Αυγούστου 2021 και η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2021, με επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρο 466 παρ.1, 473 παρ.1, 2, 3 ΚΠΔ). Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της συνεξεταζόμενη με τους από 15-02-2022 προσθέτους λόγους αναιρέσεως, που κατατέθηκαν στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 16-02-2022.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 590 παρ. 1 νέου ΚΠΔ: “Υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε βαθμό, συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος ΚΠΔ, οι δε πράξεις που τελέστηκαν όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το κύρος τους…”. Επίσης, κατά το άρθρο 589 παρ. 3 του ίδιου ΚΠΔ, αποφάσεις που εκδόθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος κώδικα υπόκεινται στα ένδικα μέσα και στις διατυπώσεις άσκησής τους που προέβλεπε ο καταργούμενος ΚΠΔ και εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κώδικα, ενώ κατά το άρθρο 588 παρ. 3 του ίδιου ΚΠΔ : ” Αστικές αξιώσεις που έχουν εισαχθεί σε ποινικά δικαστήρια παραπέμπονται υποχρεωτικά ως ανεκκαθάριστες στα πολιτικά δικαστήρια, εκτός αν έχουν επιδικαστεί, οπότε ως προς αυτές εφαρμόζονται οι διατάξεις του καταργούμενου κώδικα ποινικής δικονομίας”. Από τις άνω μεταβατικές διατάξεις σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 2 Π Κ, συνάγεται η γενική αρχή του ποινικού δικονομικού δικαίου κατά την οποία, οι δικονομικοί νόμοι, αν δεν ορίζουν με μεταβατική διάταξη το αντίθετο, έχουν άμεση εφαρμογή από την έναρξη της ισχύος τους και στις εκκρεμείς και μη εκδικασθείσες ακόμη ποινικές υποθέσεις, από το χρονικό σημείο που καταλαμβάνουν αυτές και μέχρι την αμετάκλητη εκδίκασή τους. Η διαδικασία, δηλαδή, χωρεί σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο, κατά τον οποίον επιχειρείται η κάθε διαδικαστική πράξη και συνεπώς, οι διαδικαστικές πράξεις που είχαν ήδη συντελεστεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του νέου νόμου, διατηρούν το κύρος τους και είναι ισχυρές, ενώ ο νέος δικονομικός νόμος διέπει το διαδικαστικό μέρος της ποινικής δίκης, που συντελείται μετά τη θέσπισή του, καθώς επίσης το ατέλεστο μέρος της διαδικασίας. Επομένως, η μη διεξαχθείσα ακόμη δίκη μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης, θα γίνει σύμφωνα με το νέο νόμο. Έτσι ευχερώς συνάγεται, ότι το παραδεκτό του ενδίκου μέσου, δηλαδή, η συνδρομή των όρων νομότυπης και εμπρόθεσμης άσκησής του, κρίνεται με βάση τον νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο άσκησης αυτού, ενώ οι σχετικές πλημμέλειες της απόφασης, για τις οποίες παρέχεται η άσκησή του, κρίνονται με βάση τον νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης (Ολ. ΑΠ 1/2020 και ΑΠ 187/2020, ΑΠ 741/2020, ΑΠ 568/2020).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2, 63 εδ. α’ και 68 παρ. 2 του ισχύσαντος μέχρι τις 30-06-2019 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ: (1) Απόλυτη ακυρότητα, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, συνιστά η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, (2) η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιούμενους κατά τον Αστικό Κώδικα, (3) κατ’ εξαίρεση εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία, (4) όποιος ζημιώνει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει και (5) σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ (όμοιο το 171 παρ. 3 του νέου ΚΠΔ) απόλυτη ακυρότητα δημιουργείται μόνο όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ίδιου Κώδικα (ήδη 63 και 66 νέου ΚΠΔ), καθώς και όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία, που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο άσκησης και υποβολής αυτής (πολιτικής αγωγής) κατά το άρθρο 68 αυτού (Ολ. ΑΠ 762/1992), ο οποίος εξικνείται μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβαθμίου ποινικού δικαστηρίου. Ειδικότερα, από το άρθρο 68 παρ. 2 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ (όμοιο το 67 παρ. 2 του νέου ΚΠΔ), με το οποίο ορίζεται, ότι “κατ’ εξαίρεση, εκείνος που κατά τον αστικό κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία”, σε συνδυασμό με τα προεκτεθέντα, προκύπτει ότι η παράσταση πολιτικής αγωγής πρέπει να δηλωθεί νομοτύπως πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και όχι για πρώτη φορά στο Εφετείο, άλλως υπάρχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. (ΑΠ 73/2021, ΑΠ 568/2020, ΑΠ 1332/2018).
Ακολούθως, κατά το άρθρο 464 εδ. β’ ν. ΚΠΔ (όμοιο με το άρθρο 463 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ) είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου μέσου. Δηλαδή αφενός μεν πρέπει να υφίσταται βλάβη, όχι απλώς ηθική (Ολ ΑΠ 1244/1986, ΑΠ 539/2018, ΑΠ 226/2018), αφετέρου δε να επιδιώκει ορισμένο όφελος δικονομικό ή ουσιαστικό από την παραδοχή του ενδίκου μέσου, αναμένοντας βελτίωση της θέσης του από την ευδοκίμησή του και εν τέλει το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι ατομικό, να συνάπτεται δηλαδή με το πρόσωπο του ασκούντος το ένδικο μέσο και όχι άλλου διαδίκου, όπως συμμέτοχου (ΑΠ 502/2019, ΑΠ 998/2016). Μάλιστα το έννομο συμφέρον απαιτείται για την προβολή εκάστου αναιρετικού λόγου (ΑΠ 1568/2018) και αυτό πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς και ορισμένα στην έκθεση άσκησης του ενδίκου μέσου, διαφορετικά αυτό κηρύσσεται απαράδεκτο (ΑΠ 998/2016). Έτσι είναι σαφές, ότι δεν έχει έννομο συμφέρον ο αναιρεσείων που επικαλείται απόλυτη ακυρότητα της απόφασης για κακή παράσταση πολιτικής αγωγής, εφόσον η σχετική δήλωση έγινε μόνο εναντίον του συμμέτοχου συγκατηγορουμένου του (ΑΠ 359/2016).
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με το μοναδικό λόγο αναίρεσης πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 Α’ σε συνδυασμό με άρθρο 171 παρ. 3 ΚΠΔ, από την παράνομη παράσταση στο ακροατήριο του υποστηρίξαντος την κατηγορία Ι. Μ., ο οποίος ενώ στην πρωτοβάθμια δίκη είχε παραστεί μόνο εναντίον του ίδιου και όχι κατά του πατέρα του (2ου κατηγορουμένου) για χρηματική ικανοποίηση ποσού 100€, λόγω της ηθικής του βλάβης από την απόπειρα εκβίασης από κοινού, εν τούτοις στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής και πράγματι παρέστη όχι μόνο εναντίον του ίδιου, αλλά για πρώτη φορά και εναντίον του εν τέλει απαλλαγέντος πατέρα του (2ου κατηγορουμένου) Κ. Κ., ζητώντας να υποχρεωθούν πλέον αμφότεροι οι κατηγορούμενοι να του καταβάλλουν ως χρηματική ικανοποίηση το ποσόν των 100€, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τα σε βάρος του αδικήματα, δηλαδή την απόπειρα εκβίασης από κοινού και την ηθική σε αυτήν αυτουργία.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της υπ’ αριθμ. 79011/08-09-2017 πρωτοβάθμιας απόφασης του Μον. Πλημ. Αθηνών και από τα πρακτικά της δευτεροβάθμιας προσβαλλόμενης απόφασης ισχύουν επακριβώς, όσα κατά τα προεκτεθέντα επικαλείται ο αναιρεσείων, όσον αφορά τις δηλώσεις παράστασης και την παράσταση πολιτικής αγωγής του παθόντος Ι. Μ. στο πρωτοβάθμιο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, λοιπόν, πράγματι υπήρξε απόλυτη ακυρότητα από την παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής του ανωτέρω Ι. Μ. στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για πρώτη φορά σε βάρος του Κ. Κ., ο οποίος εν τέλει αθωώθηκε, πλην όμως ο αναιρεσείων απαραδέκτως προβάλλει την πλημμέλεια αυτή ως αναιρετικό λόγο για τον εαυτό του, αφού σαφώς δεν έχει έννομο συμφέρον προς τούτο, επειδή η άνω ακυρότητα δεν αφορά τον ίδιο, αλλά τον αθωωθέντα συμμέτοχο συγκατηγορούμενό του Κ. Κ.. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι ο αναιρεσείων δεν επικαλείται και δεν προσδιορίζει ποια συγκεκριμένη βλάβη υπέστη ο ίδιος προσωπικά και ποιο δικονομικό ή ουσιαστικό όφελος προσδοκά από την ευδοκίμηση της αίτησής του, αντιθέτως μάλιστα στο αναιρετήριο τονίζει ότι, επειδή συνέτρεξε απόλυτη ακυρότητα, δεν χρειάζεται “οποιαδήποτε επίκληση δικονομικής βλάβης”.
Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 509 παρ. 2 του ΚΠΔ, εκτός από τους λόγους που αναφέρονται στην έκθεση για την αναίρεση που έχει συνταγεί σύμφωνα με_το_άρθρο 474 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, μπορούν να προταθούν και πρόσθετοι λόγοι με έγγραφο που κατατίθεται στον γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Για το παραδεκτό συνεπώς των προσθέτων λόγων, πρέπει να είναι παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως. Εάν αυτή είναι απαράδεκτη, τότε είναι απαράδεκτοι και οι πρόσθετοι λόγοι (ΑΠ 23/2017). Αλλά δεν είναι επιτρεπτή ούτε η αυτεπάγγελτη έρευνα από τον Άρειο Πάγο, εάν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στα στοιχεία Α, Γ, Δ, Ε, ΣΤ και Η του άρθρου 510 παρ. 1 του ΚΠΔ, αφού η αυτεπάγγελτη έρευνα, που προβλέπεται από το άρθρο 511 του ίδιου κώδικα, προϋποθέτει παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση εφόσον η ως άνω αίτηση αναίρεσης κρίθηκε κατά τα ανωτέρω απαράδεκτη, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι και οι από 16-02-2022 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠΔ). Επίσης, πρέπει να επιδικαστούν στον πολιτικώς ενάγοντα Ι. Μ. τα δικαστικά έξοδα για την παράστασή του κατά την παρούσα αναιρετική δίκη. (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ’ αριθ. 8054/20-09-2021 αίτηση αναιρέσεως και τους από 15-02-2022 προσθέτους λόγους επ’ αυτής του Κ. Δ. του Κ. κατοίκου … κατά της υπ’ αριθμ. 387/03-06-2021 – 414/08-06-2021 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Υποχρεώνει τον αναιρεσείοντα να καταβάλει στον πολιτικώς ενάγοντα Ι. Μ. του Αθανασίου τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής δίκης, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2022.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

To Top