ΑΠ 898/2023 (παραγραφή του πλημμελήματος της μη έγκαιρης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, που υπερβαίνουν τις 150.000 ευρώ και τελούνται μετά την 2.2.2012)

Παρατηρήσεις: Με την απόφαση αυτή ο Άρειος Πάγος επισημαίνει ότι με το άρθρο 22 Ν. 4038/2012 επιμηκύνεται ο χρόνος έναρξης και συμπλήρωσης της παραγραφής επί σοβαρών περιπτώσεων μη έγκαιρης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και ορίζει ότι στην περίπτωση αυτή η 5ετής παραγραφή αρχίζει από την πάροδο 20 μηνών από την παρέλευση μηνός από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές, άνω των 150.000 ευρώ, κατέστησαν απαιτητές, συμπληρώνεται δε μετά 5 έτη από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας. Όμοια έκριναν και οι ΑΠ 228/2023 και ΑΠ 1089/20188.

Χαράλαμπος Σεβαστίδης

Εφέτης

 

Αριθμός 898/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη – Εισηγήτρια και Παρασκευή Τσούμαρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Δεκεμβρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ελένης Καρκαμπούνα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1.Γ. Α. του Γ., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Κατσερέλη και 2.Α. Ρ. του Χ., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Πολυχρονόπουλο, για αναίρεση της υπ’αριθ. ΔΤ1690/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και oι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις: α) από 20.9.2022 (αριθ. 7928/20.9.2022) αίτηση αναιρέσεως του Γ. Α. του Γ., και β) από 20.9.2022 (αριθ. 7929/20.9.2022) αίτηση αναιρέσεως του Α. Ρ. του Χ., οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 922/22.

Αφού άκουσε

Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά, λόγω παραγραφής, η ποινική δίωξη σε βάρος των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες αιτήσεις α) από 20.9.2022 (αριθ. 7928/20.9.2022) του Γ. Α. του Γ., κατοίκου … και β) από 20.9.2022 (αριθ. 7929/20.9.2022) του Α. Ρ. του Χ., κατοίκου … για αναίρεση της υπ’ αριθ. 1690/30.9.2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 2.9.2022, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2 και 3, 474 ΚΠοινΔ), είναι παραδεκτές και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσία.

Με την προσβαλλόμενη απόφαση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών κήρυξε τους αναιρεσείοντες ενόχους για τις αξιόποινες πράξεις της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών ΙΚΑ και τους καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών τον καθένα.

Κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 86/1967, όπως ισχύει, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), οι οποίες υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας, οποιοσδήποτε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλει εντός μηνός από τότε που κατέστησαν απαιτητές προς τους ως άνω Οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Κατά δε την παρ. 2 του άνω άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν, που υπερβαίνουν το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, προκειμένου να τις αποδώσει στους πιο πάνω οργανισμούς και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός, από τότε που έγιναν απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των άνω εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μήνα, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, που κυρώθηκε με τον ν. 2113/1952, οι εισφορές πρέπει να καταβληθούν από τον υπόχρεο μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο, ο οποίος έχει κατά τα άνω ορισθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα εγκλήματα της μη καταβολής των εισφορών αυτών (εργοδοτικών-εργατικών) είναι γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα που παρασχέθηκε η εργασία. Για το αδίκημα μη καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών, η παραγραφή προβλέπεται πενταετής, ήτοι 60 μηνών, λόγω του πλημμεληματικού χαρακτήρα του αδικήματος, που είναι γνήσιο έγκλημα τελούμενο διά παραλείψεως, (άρθρο 15 ΠΚ) και αρχίζει κατ’ άρθρα 17 και 112 ΠΚ και 1 παρ.1 και 2 του Α.Ν.86/1967, από την πάροδο 30 ημερών από το τέλος του μηνός κατά τον οποίο παρασχέθηκε η εργασία, χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο οφειλέτης εργοδότης όφειλε να ενεργήσει καταβάλλοντας αυτές. Ωστόσο, δια του άρθρου 22 του Ν. 4038/2012 (ΦΕΚ A 14/02.02.2012), προστέθηκε παρ. 6, στο τέλος του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 με την οποία ορίζεται: “χρόνος τέλεσης του αδικήματος των παραγράφων 1 και 2 για όσους οφείλουν ασφαλιστικές εισφορές άνω των 150.000 ευρώ, είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση του μηνός από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές κατέστησαν απαιτητές μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντιστοίχου με το 1/3 της προθεσμίας παραγραφής”. Είναι προφανές ότι η ως άνω διάταξη της παρ. 6 εδ. α’ του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 δεν αλλάζει το χρόνο τέλεσης των αξιοποίνων πράξεων της μη έγκαιρης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών, ο οποίος προσδιορίζεται, όπως ανωτέρω, από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 του Ν. 86/1967, αλλά, όπως εξ αυτής προκύπτει, επιμηκύνει το χρόνο έναρξης και συμπλήρωσης της παραγραφής επί σοβαρών περιπτώσεων μη έγκαιρης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και ορίζει ότι στην περίπτωση αυτή η πενταετής παραγραφή αρχίζει από την πάροδο του ανωτέρω χρονικού διαστήματος του 1/3 της προθεσμίας των 5 ετών ή 60 μηνών και συγκεκριμένα, από την πάροδο των 20 μηνών από την παρέλευση του μηνός από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές άνω των 150.000 ευρώ κατέστησαν απαιτητές, συμπληρώνεται δε μετά πέντε έτη από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας (βλ. ΑΠ 1089/2018). Σημειώνεται ότι για τα αδικήματα που τελέστηκαν μέχρι την ημερομηνία ισχύος του Ν. 4038/2012 (02.02.2012), έστω και αν αφορούν οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές άνω των 150.000 ευρώ, η παραγραφή τους συμπληρώνεται με την πάροδο πέντε ετών από τον χρόνο τέλεσής τους, που συμπίπτει με την πάροδο μηνός από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές κατέστησαν απαιτητές. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του Α.Ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις ως άνω διατάξεις και το άρθρο 8 παρ. 5 του ιδίου Α.Ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, με τη δε παράγραφο 4 του άρθρου 4 του Ν. 2556/1997, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 2 Ν. 2676/1999, οι διατάξεις του άρθρου 115 του Ν. 2238/1994, όπως ισχύουν κάθε φορά, που αναφέρονται στην ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα για την καταβολή των φόρων που οφείλουν στο Δημόσιο τα πρόσωπα αυτά, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν και για την καταβολή των οφειλομένων στο Ι.Κ.Α ασφαλιστικών εισφορών. Σημειωτέον ότι ήδη, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 4075/2012, προστέθηκε παράγραφος 7 στο άρθρο 1 του Α.Ν. 86/1967, στην οποία ορίζεται ότι “Για εργοδότες μη φυσικά πρόσωπα, που δεν καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Ι.Κ.Α-ΕΤΑΜ ή των φορέων ή των φορέων ή κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών των οποίων τις εισφορές εισπράττει ή συνεισπράττει το Ι.Κ.Α-ΕΤΑΜ, ως αυτουργοί των αδικημάτων του παρόντος άρθρου θεωρούνται στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες: α) οι πρόεδροι των Δ.Σ., οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και β) αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι: α) για ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γεννηθεί μέχρι τις 11.04.2012, οπότε θεσπίσθηκε η ανωτέρω παρ.7 του ΑΝ 86/1967, και οφείλονται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρία, υπόχρεος για την καταβολή τους είναι μόνον ο διευθύνων σύμβουλος αυτής και β) για ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γεννηθεί μετά τις 11.04.2012 και οφείλονται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρία, αρχικά και κυρίως υπόχρεοι για την καταβολή τους, είναι τα πρόσωπα που ορίζονται στην παρ. 7 του ΑΝ 86/1967, (οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση της Α.Ε.), ενώ τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων (αντιπρόεδροι και σύμβουλοι) ευθύνονται μόνον εάν λείπουν όλα τα αμέσως προαναφερθέντα πρόσωπα και εφόσον αυτά (μέλη Δ.Σ.) ασκούν πραγματικά, διαρκώς ή προσωρινά, τα καθήκοντα των αρχικών και κυρίως υπόχρεων, δηλαδή η ευθύνη τους είναι επικουρική. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Όσον αφορά στο δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ΠΚ, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν είναι αναγκαία η παράθεση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ’ αυτή. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967, απόφασης, πρέπει να περιέχονται σ’ αυτήν τα κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο ως άνω αξιόποινων πράξεων, που είναι η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, του ασφαλισμένου στους ως άνω Οργανισμούς προσωπικού και τα χρηματικά ποσά, τα οποία, με βάση τις τακτικές αποδοχές του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον Ασφαλιστικό Οργανισμό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε, ως και αναφορά, επί φυσικού προσώπου, φερόμενου ως εργοδότη από την άσκηση επιχείρησης, των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η θέση τούτου στην επιχείρηση αυτή, καθώς και αν πρόκειται για προσωπική ή εταιρική επιχείρηση και ποία η νομική μορφή της τελευταίας και η θέση του κατηγορουμένου σ’ αυτήν, ώστε να ανακύπτει υποχρέωσή του για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών, μη αρκούντος του χαρακτηρισμού του ως εργοδότη ή ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης, καθόσον έτσι δημιουργείται ασάφεια ως προς τη νομική υποχρέωση τούτου (ήτοι του αναφερόμενου απλώς ως εργοδότη) για καταβολή των εισφορών και δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 228/2023, ΑΠ 840/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύονται κατά το είδος τους αποδείχθηκε ότι ο κάθε κατηγορούμενος τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών, καθόσον αποδείχθηκαν τα κατά τόπο και χρόνο πραγματικά περιστατικά που διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας.

Στη συνέχεια το παραπάνω δικαστήριο κήρυξε τους αναιρεσείοντες – κατηγορουμένους ενόχους των αξιοποίνων πράξεων της μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών ΙΚΑ με το ακόλουθο διατακτικό: “Στην … την 09/11/2014 τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία … κατ Α.Μ.Ε.: … ΥΠΟΚ/ΜΑ ΙΚΑ …, είδος Επιχείρησης Τηλεπικοινωνίες μαζί με τον ως ανωτέρω συγκατηγορούμενο και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο 01/08/2014 έως 31/08/2014 στην επιχείρηση του προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 177.885,29 ΕΥΡΩ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για την μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό 047/ΠΕΕ/ΑΚ/3211/2014 ΠΕΕ συνολικού ποσού εισφορών 177.885,29 ΕΥΡΩ.
1)Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών τ., ίδ… (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ασφαλιστικών εισφορών, ποσού 118.590,19 EYPΩ, δεν κατέβαλε αυτές στον άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές. 2) Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση του (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 59.295,10 ΕΥΡΩ με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε σ αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο αυτές έγιναν απαιτητές, κατέστη γι’ αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση.” Με τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι ελλιπής, ασαφής και στερεί την απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα ενόψει του ότι πρόκειται για εργοδότιδα ανώνυμη εταιρεία, δεν διευκρινίζεται στην απόφαση η ιδιότητα και η θέση που οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσείοντες είχαν στην ως άνω εταιρεία, ώστε να ανακύπτει η νομική υποχρέωσή τους αφενός μεν, να εξοφλήσουν τις εργοδοτικές εισφορές της ανώνυμης εταιρείας και αφετέρου, να παρακρατούν τις εισφορές των εργαζομένων σ’ αυτή και να τις αποδίδουν προς το ΙΚΑ. Συγκεκριμένα δεν αναγράφεται ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται, αν, κατά το καταστατικό της ανώνυμης εταιρείας ή με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 1.8.2014 έως 31.8.2014 ποιός από τους αναιρεσείοντες ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής ή Διευθύνων ή εντεταλμένος ή συμπράττων σύμβουλος ή διοικητής ή γενικός διευθυντής και γενικά πρόσωπο εντεταλμένο στη διοίκηση της ανώνυμης εταιρείας είτε άμεσα από το νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση, ή τέλος σε περίπτωση έλλειψης των παραπάνω προσώπων, ποιός από τους αναιρεσείοντες ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας (αντιπρόεδρος ή σύμβουλος) και ασκούσε πράγματι διαρκώς ή προσωρινά τα καθήκοντα των παραπάνω αναφερομένων κατ’ αρχήν και κυρίως υπόχρεων. Μόνη δε η αναφερόμενη στο διατακτικό ιδιότητα των κατηγορουμένων – αναιρεσειόντων ως εργοδοτών της επιχείρησης με την επωνυμία … κατ ΑΜΕ … Υποκ/μα ΙΚΑ … είδος επιχείρησης Τηλεπικοινωνίες, δεν καθιστά αυτούς υπόχρεους για παρακράτηση των εργατικών εισφορών και για απόδοση αυτών μαζί με τις εργοδοτικές εισφορές στο ΙΚΑ.

Επομένως, ο σχετικός με την ανωτέρω πλημμέλεια, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ, λόγος αναίρεσης των υπό κρίση αιτήσεων, είναι βάσιμος και αφού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, εάν είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την κατά τα άνω αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν συντρέχει περίπτωση οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης από το παρόν Δικαστήριο, λόγω παραγραφής του ένδικου πλημμελήματος, επειδή παρήλθε οκταετία (άρθρα 111 παρ. 1 και 113 παρ.2 ΠΚ) από την παρέλευση μηνός από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές κατέστησαν απαιτητές ήτοι από 1.8.2014 έως 31.8.2014. Και τούτο διότι, η έναρξη της πενταετούς παραγραφής του εν λόγω γνησίου διά παραλείψεως τελούμενου πλημμελήματος ορίστηκε με σχετική διάταξη Νόμου, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, ήτοι την παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 86/1967, που προστέθηκε, σ’ αυτό με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4038/2.2.2012,μετά την πάροδο είκοσι μηνών (ήτοι μετά την πάροδο χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της προβλεπόμενης πενταετούς παραγραφής) από τότε που οι ασφαλιστικές εισφορές κατέστησαν απαιτητές ήτοι 1.8.2014 έως 31.8.2014 οπότε έγιναν απαιτητές πλέον είκοσι (20) μηνών, εφόσον οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, ανερχόμενες κατά το κατηγορητήριο και την προσβαλλόμενη απόφαση στο ποσό των 177.885,29 ευρώ, υπερβαίνουν το όριο των 150.000 ευρώ, που ορίζει ο ως άνω Νόμος. Ως εκ τούτου κατά το χρόνο διάσκεψης της υπόθεσης (10.3.2023), δεν είχε συμπληρωθεί η προθεσμία παραγραφής του ενδίκου πλημμελήματος, λαμβανομένου υπόψη ότι στην εν λόγω πενταετή παραγραφή, πρέπει να συνυπολογισθεί και η τριετής αναστολή του άρθρου 113 παρ.2 ΠΚ, καθώς πριν από την παρέλευση πενταετίας από την τέλεση της ως άνω πράξης (από 1.8.2014 έως 31.8.2014), είχε ήδη κοινοποιηθεί το κλητήριο θέσπισμα στους κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες και με βάση αυτό άρχισε η κύρια διαδικασία και είχε εκδοθεί η υπ’ αριθ. 5627/1.11.2019 πρωτόδικη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ την με αριθμό 1690/2022 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2023.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιουνίου 2023.

To Top