Αριθμός 8/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασιλική Ηλιοπούλου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (η οποία ορίστηκε με την υπ’αριθμ. 102/2022 πράξη της Προέδρου του Αρείου), Μαρία Κουβίδου, Μαριάνθη Παγουτέλη, Ευάγγελο Μητσέλο – Εισηγητή και Ελευθέριο Σισμανίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαΐου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίας Μασούρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Μ. Σ. – Δ. του Α., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παρασκευά, για αναίρεση της υπ’αριθ. 492/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 31 Ιανουαρίου 2022 κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Θράκης Ζώγιας Ξαντινίδου, έλαβε αριθμό 6/2022, και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 132/2022.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως, να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινομένη από 31-1-2022 αίτηση για αναίρεση της καταχωρισθείσας στις 12-1-2022 με α.α. 3/2022, στο οικείο ειδικό βιβλίο του άρθ. 473 § 3 ΚΠοινΔ, υπ’ αριθ. 492/2021 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θράκης, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της δωροληψίας υπαλλήλου και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του εκδώσαντος την απόφαση Δικαστηρίου στις 31-1-2022, συνταχθείσης σχετικώς της υπ’ αριθ. 6/31.1.2022 Εκθέσεως. Η αίτηση εξάλλου, περιέχει παραδεκτούς λόγους αναίρεσης και είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 235 παρ. 1 εδ. α’ του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ (Ν.4619/2019), “1. Υπάλληλος ο οποίος ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή μέσω τρίτου, για τον εαυτό του ή για άλλον, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα, ή αποδέχεται την υπόσχεση παροχής τέτοιου ωφελήματος, για ενέργεια ή παράλειψή του σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή…”. Η νέα διάταξη του άρθρου 235 ΠΚ, σε σχέση με την αντίστοιχη του προϊσχύσαντος ΠΚ, δεν διαφέρει ως προς τα απαιτούμενα για τη συγκρότηση του αδικήματος στοιχεία, είναι όμως ευμενέστερη ως προς την απειλούμενη ποινή, αφού, αντί της ποινής φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματικής ποινής 5.000 έως 50.000 ευρώ, που προέβλεπε η προϊσχύσασα διάταξη, η προβλεπόμενη τώρα ποινή είναι φυλάκιση και χρηματική ποινή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της δωροληψίας υπαλλήλου απαιτείται, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 περίπτωση α’ του ΠΚ, η από μέρους αυτού του ίδιου ή δια μέσου άλλου απαίτηση ή αποδοχή ωφελημάτων, που δεν δικαιούται ή αποδοχή υπόσχεσης προς παροχή αυτών (ωφελημάτων) για ενέργεια ή παράλειψή του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, που σχετίζεται με την άσκηση των καθηκόντων του, χωρίς να αντίκειται προς αυτά, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του, είναι δε αδιάφορο, αν η ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου πραγματοποιήθηκε ή αν αυτός σκόπευε ειλικρινά να την πραγματώσει. Ωφελήματα μπορεί να είναι κάθε χαριστική παροχή, υλικής ή μη φύσης, επί της οποίας ο δράστης υπάλληλος δεν έχει νόμιμη αξίωση. Υποκειμενικώς, απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση του υπαλλήλου, ότι απαιτεί ή δέχεται τα ωφελήματα ή την υπόσχεση αυτών για ενέργεια ή παράλειψή του σχετιζόμενη με τα καθήκοντά του και θέληση αυτού να πράξει τούτο. Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, υπό την έννοια, ότι οι περισσότεροι τρόποι πραγμάτωσής του, που κατά την άνω διάταξη είναι α) η απαίτηση ωφελήματος, β) η αποδοχή του και γ) η αποδοχή υπόσχεσης για την ενέργεια ή την παράλειψη, μπορούν να εναλλαχθούν και, σε περίπτωση συνδρομής περισσότερων τρόπων, πραγματώνεται ένα μόνον έγκλημα. (ΑΠ 123/2022, ΑΠ 718/2020, ΑΠ 748/2020).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 α’ του Π.Κ, “Η πράξη δεν καταλογίζεται σε εκείνον που την τελεί αν αυτός δεν είχε συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της λόγω πλάνης που δεν μπορούσε να αποφύγει, μολονότι κατέβαλε την οφειλόμενη από τις περιστάσεις και δυνατή γι’ αυτόν επιμέλεια (συγγνωστή νομική πλάνη)”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι νομική πλάνη υπάρχει, όταν ο δράστης γνωρίζει μεν τι πράττει, αλλά είτε αγνοεί ότι η πράξη του είναι κατ` αρχήν άδικη, είτε πιστεύει πεπλανημένως ότι δικαιούται να προβεί σ’ αυτή και η πλάνη συνίσταται σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνα δικαίου και, υπό τα ειδικώς αναφερόμενα περιστατικά, συντρέχει περίπτωση που αποκλείει τον καταλογισμό. Επιβάλλεται όμως να είναι συγγνωστή η πλάνη για μη καταλογισμό του αξιοποίνου, με την έννοια ότι οποιαδήποτε επιμέλεια και αν κατέβαλε ο αυτουργός κάτω από τις in concretο συνθήκες και περιστάσεις, στις οποίες βρισκόταν, ενόψει και της ηλικίας του, των πνευματικών και επαγγελματικών του ικανοτήτων και των προσπαθειών ακόμη που έκαμε για να ενημερωθεί περί του πράγματος από άλλους ειδήμονες, δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξης. Η πλάνη, δηλαδή, είναι συγγνωστή, όταν ο δράστης όχι μόνο αγνοεί, αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλλε, ενόψει των προσωπικών του πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων και ικανοτήτων και εφόσον πίστευε εύλογα ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη που τέλεσε από δικαιολογημένη εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου, ή από εσφαλμένη πληροφόρηση από ειδικούς (νομικούς παραστάτες ή άλλες έγκυρες πηγές). (ΑΠ 915/2021, ΑΠ 148/2019). `Ετσι, απαραίτητα στοιχεία του ισχυρισμού αυτού είναι, εκτός από εκείνα που συνιστούν την ίδια την πλάνη, και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές του ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί για το ισχύον δίκαιο, ακόμη και τον πνευματικό του περίγυρο, ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών του αυτών στοιχείων να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση, αν ο ισχυρισμός είναι αληθινός ή προσχηματικός (ΑΠ 916/2020, ΑΠ 1919/2019, ΑΠ 880/2019).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 20 του ΠΚ, “Εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 21, 22, 25, 304 παρ. 4,367 και 371 παρ. 4, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αίρεται και όταν αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που προβλέπεται στο νόμο.” Το άρθρο αυτό θέτει γενικό κανόνα και έτσι για την άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης λόγω άσκησης νομίμου δικαιώματος απαιτείται ειδική πρόβλεψη από το ποινικό δίκαιο, όπως οι ειδικά ορισμένες στο άρθρο αυτό διατάξεις του ΠΚ, η ύπαρξη ειδικού κανόνα του καθόλου δικαίου, γραπτού ή εθιμικού, με περιεχόμενο την ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος. (ΑΠ 587/2020). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρ. 1, 2 και 3 του ΑΚ, συνδυαζόμενες και προς τη διάταξη του άρθρ. 2 παρ. 2 ΝΔ 7/10-5-1964 “περί αποκαταστάσεως του Αστικού Κώδικος και του Εισαγωγικού αυτού Νόμου”, συνάγεται ότι και μετά την ισχύ του ΑΚ (23-2-1964) μπορεί να γεννηθεί έθιμο ως Κανών Δικαίου είτε προς συμπλήρωση, είτε προς κατάργηση του γραπτού και του εθιμικού Δικαίου, επιφυλασσομένης της απαγορεύσεως δημιουργίας εθίμου αντιτιθεμένου σε κανόνες δημοσίας τάξεως. Για την δημιουργία εθίμου, το οποίο συνιστά αυτοτελή πηγή κανόνων δικαίου (άρθρο 1 ΑΚ), απαιτείται μακρά, αδιάκοπη και ομοιόμορφη άσκηση με συνείδηση δικαίου, δηλαδή με την πεποίθηση των ασκούντων αυτό ότι εφαρμόζουν κανόνα δικαίου και δη, είτε των πολιτών ολοκλήρου του κράτους ή τμήματος αυτού, είτε των ανηκόντων σε μία τάξη ή επάγγελμα προσώπων. Το ασκούμενο έθιμο δεν πρέπει να αντίκειται στον ορθό λόγο, ούτε να προσκρούει στις παραδεδεγμένες δικαιϊκές αρχές, τα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη. (ΑΠ 697/2020, ΑΠ 496/1995).
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοίχ. Δ` ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η συνδρομή του δόλου, κατ’ αρχήν, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνο δε όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται, ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ακόμη, λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` Κ.Ποιν.Δ, αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ για την επί της ουσίας καταδικαστική απόφαση, απαιτείται και για τους ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 492/2021 αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θράκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των ειδικώς μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ότι αποδείχθησαν κατά λέξη τα εξής: “…. ο κατηγορούμενος, έχων την ιδιότητα του τοποτηρητή της Μουφτείας Διδυμοτείχου, στο Διδυμότειχο, κατά την 17η-03-2016 αιτήθηκε από την εγκαλούσα Σ. Α. Ν., την καταβολή χρηματικού ποσού τετρακοσίων ευρώ (400 €), προκειμένου να προβεί στην διεκπεραίωση διαδικασίας αίτησης έκδοσης διαζυγίου της ως άνω εγκαλούσας, ήτοι αναφορικά με μελλοντική ενέργειά του, πράγμα το οποίο ήταν αναγόμενο στην άσκηση των καθηκόντων του και στη λειτουργική του αρμοδιότητα, παρότι η είσπραξη του προαναφερόμενου χρηματικού ποσού δεν επιστηριζόταν σε οιαδήποτε νόμιμη αιτία μιας και ο κατηγορούμενος είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 13 στοιχ. α’ του Π.Κ., ήτοι ως πρόσωπο, στο οποίο έχει νόμιμα ανατεθεί η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας, αφού είχε ορισθεί, δυνάμει της με αριθμό 197/1-10-1986 απόφασης του Νομάρχη Έβρου τοποτηρητής – μουφτής Διδυμότειχου και ως εκ τούτου ως υπάλληλος σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5 και 7 Ν.1920/1991, αλλά ενήργησε με πρόθεση και ζήτησε για τον εαυτό του, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα, για μελλοντική ενέργειά του σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του. Όλα τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από τις μαρτυρικές καταθέσεις, ο δε κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι τα χρήματα που απαίτησε προοριζόταν για τις λειτουργικές ανάγκες της Μουφτείας Διδυμοτείχου και ότι έχει καθιερωθεί ως έθιμο σε όλες τις Μουφτείες η καταβολή χρηματικού ποσού πριν τη διεκπεραίωση οποιασδήποτε υπηρεσιακής ενέργειας, προκειμένου να ικανοποιούνται πάγιες ανάγκες και να εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία των Μουφτειών και ως εκ τούτων αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, άλλως συντρέχει στο πρόσωπό του συγγνωστή νομική πλάνη. Όμως οι εν λόγω ισχυρισμοί κατ’ αμφότερα τα σκέλη πρέπει να απορριφθούν, καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε η ύπαρξη εθίμου, καταλαμβάνοντος τη λειτουργία των Μουφτειών της χώρας, που να δικαιολογεί την απόσπαση υπέρογκων ποσών από πολίτες, που μάλιστα πρέπει να προκαταβληθούν ώστε να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους, με την έκδοση των αντίστοιχων πράξεων του Μουφτή, σημειουμένου ότι η καθιέρωση εθιμικώς τέτοιας διαδικασίας θα οδηγούσε σε παραβίαση των κανόνων χρηστής διοίκησης, αφού για τη διεκπεραίωση των πάσης φύσεως υποθέσεων από τις Μουφτείες της χώρας θα προαπαιτούνταν εκδήλωση ποινικώς αξιόλογης συμπεριφοράς εκ μέρους των τοποτηρητών τους, που εντάσσονται οργανικά στους δημόσιους λειτουργούς της χώρας. Λόγω δε της μη ύπαρξης εθίμου, η πράξη του τέλεσε ο κατηγορούμενος παραμένει άδικη και δεν υπάρχει στο πρόσωπό του συγγνωστή νομική πλάνη. Να σημειωθεί δε ότι η αντιμετώπιση των πάσης φύσεως λειτουργικών εξόδων των Μουφτειών, που αποτελούν κατά το νόμο δημόσιες υπηρεσίες (βλ. άρθρο 7 της από 24-12-1990 ΠΝΠ, -ΦΕΚ 182/24-12-1990 Τεύχος Α, κυρωθείσας με ν. 1920/1990), ήδη δε αυτοτελείς αποκεντρωμένες υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας (άρθρο 13 πδ 52/2019 ΦΕΚ 90/11-06-2019 Τεύχος Α) γίνεται, λόγω της φύσεώς τους, είτε μέσω κρατικής επιχορήγησης, είτε με οικειοθελείς δωρεές χρημάτων εκ μέρους των πιστών, τηρουμένων των προϋποθέσεων του νόμου και όχι με την απόσπαση αθέμιτων ωφελημάτων για την εκτέλεση υπηρεσιακής ενέργειας. Η δε συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου για την συγκρότηση της αποδιδομένης στον κατηγορούμενο πράξης αποδεικνύεται από τη συνολική εκτίμηση της συμπεριφοράς του, καθόσον παρά τα κατ’ επανάληψη αιτήματα για την έκδοση του διαζυγίου, ο κατηγορούμενος ενέμενε στην άρνησή του και στην απαίτηση της προηγούμενης καταβολής του υπέρογκου ποσού των 400 ευρώ, αγνοώντας τις οικονομικές δυνάμεις των αιτούντων και την απορία τους.”. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, ένοχο για την αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας και του επέβαλε, μετά την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθ. 84 παρ. 2 στ. α’ του ΠΚ, ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, με το ακόλουθο διατακτικό: ”
Κηρύσσει αυτόν ένοχο για το ότι στο ….., κατά την 17η-3-2016 έχοντας την ιδιότητα του υπαλλήλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 13 στοιχείο του α’ του Π.Κ., ήτοι ως πρόσωπο, στο οποίο έχει νόμιμα ανατεθεί, έστω προσωρινά η άσκηση δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ενεργώντας με πρόθεση ζήτησε για τον εαυτό του, οποιοσδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα, για μελλοντική ενέργεια του σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του. Πλέον συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος υπό την ιδιότητά του ως ορισθείς, δυνάμει της με αριθμό 197/1ης-10-1986 απόφασης του Νομάρχη Έβρου τοποτηρητής – μουφτής Διδυμότειχου και ως εκ τούτου, ως υπάλληλος σύμφωνα με τα άρθρα 4, 5 και 7 Ν.1920/1991, αιτήθηκε από την εγκαλούσα Σ. Α. Ν., την καταβολή χρηματικού ποσού τετρακοσίων ευρώ (400 €), προκειμένου να προβεί στην διεκπεραίωση διαδικασίας αίτησης έκδοσης διαζυγίου της ως άνω εγκαλούσας, ήτοι αναφορικά με μελλοντική ενέργειά του, αναγόμενη στην άσκηση των καθηκόντων του και στη λειτουργική του αρμοδιότητα, παρότι η είσπραξη του προαναφερόμενου χρηματικού ποσού δεν επιστηριζόταν σε οιαδήποτε νόμιμη αιτία. ” Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της ως άνω προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της δωροληψίας υπαλλήλου (παθητικής δωροδοκίας), για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε, χωρίς επιλεκτική εκτίμηση, τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 235 παρ. 1 εδ. α, 13 περ. α’ του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ασάφειες ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι δεν στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, παρατίθεται συγκεκριμένα το απαιτηθέν αθέμιτο ωφέλημα, το οποίο προσδιορίζεται στην καταβολή χρηματικού ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ, προκειμένου να προβεί ο αναιρεσείων στην διεκπεραίωση διαδικασίας αίτησης έκδοσης διαζυγίου της εγκαλούσας Σ. Α. Ν., ήτοι αναφορικά με μελλοντική ενέργειά του, αναγομένη στην άσκηση των καθηκόντων του και στην λειτουργική του αρμοδιότητα, παρότι η είσπραξη του προαναφερόμενου χρηματικού ποσού δεν επιστηριζόταν σε οιαδήποτε νομική αιτία. Επιπλέον διευκρινίζεται ότι η ενέργειά του αυτή περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητας του και των καθηκόντων του ως τοποτηρητής- μουφτής Διδυμοτείχου και ως εκ τούτου υπάλληλος σύμφωνα με τα άρθρα4,5,7 Ν. 1920/1991. Εξάλλου, αιτιολογείται επαρκώς ο δόλος του αναιρεσείοντος, αφού προσδιορίζεται η γνώση και η θέλησή του να εισπράξει την ως άνω παράνομη αμοιβή, εμμένοντας στην αξίωσή του παρά τα κατ’ επανάληψη αιτήματα για την έκδοση του διαζυγίου.
Συνεπώς, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που διαλαμβάνονται στον τρίτο λόγο αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής της διατάξεως του άρθ. 235 ΠΚ, κρίνονται αβάσιμες. Περαιτέρω, το δικαστήριο της ουσίας, απέρριψε αιτιολογημένα και κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσης, τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης λόγω ύπαρξης εθιμικού κανόνα δικαίου και τον συναφή περί άρσης του καταλογισμού λόγω συγγνωστής νομικής πλάνης, ακριβώς λόγω της ύπαρξης εθίμου, με τις ειδικότερες παραδοχές της προσβαλλομένης, ότι ουδόλως αποδείχθηκε η ύπαρξη εθίμου, καταλαμβάνοντος τη λειτουργία των Μουφτειών της χώρας, που να δικαιολογεί την απόσπαση υπέρογκων ποσών από πολίτες, ώστε να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους, με την έκδοση των αντίστοιχων πράξεων του Μουφτή και με την περαιτέρω επισήμανση ότι για την καθιέρωση εθιμικώς τέτοιας διαδικασίας, θα προαπαιτούταν εκδήλωση αξιόποινης συμπεριφοράς εκ μέρους των τοποτηρητών των Μουφτειών, την οποία δεν ανέχεται η δικαιϊκη τάξη, και συνακόλουθα, δεν συντρέχει και περίπτωση συγγνωστής νομικής πλάνης, κατά το σχετικό συναφή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, ο οποίος υποστήριξε ότι ακριβώς επειδή πίστευε στη ύπαρξη εθιμικού κανόνα, τελούσε σε (συγγνωστή) νομική πλάνη. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων παραπονείται ότι η προσβαλλομένη χωρίς επαρκή αιτιολογία και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των περί άρσεως του αδίκου και του καταλογισμού διατάξεων που αναφέρθηκαν ανωτέρω, απέρριψε τους αντίστοιχους ισχυρισμούς του, κρίνονται αβάσιμοι. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης (άρθ. 578 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 31-1-2022 αίτηση του Μ. Σ.-Δ. του Α., κατοίκου … για αναίρεση της υπ’ αριθ. 492/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θράκης. και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιουλίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ