Αριθμός 1575/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χ., Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Κουβίδου, Βασίλειο Μαχαίρα, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου και Ελευθέριο Σισμανίδη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Ασπρογέρακα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ’αριθμ.610/2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …. Με κατηγορούμενο τον Σ. Χ. του Π., κάτοικο …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Νικόλαου Μίστρα και με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Π. Π. του Γ., κάτοικο …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Βρόντο.
Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο …, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Λάμπρος Σοφουλάκης ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαρτίου 2022 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη, έλαβε αριθμό 16/2022, και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 316/2022.
Αφού άκουσε Τoν Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Οι διατάξεις του άρθρου 504 παρ. 1, 4 του Κ.Ποιν.Δ. ορίζουν ότι: “1. Όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 368). (…) 4. Αν ζητηθεί η αναίρεση σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, θεωρούνται ότι προσβάλλονται μαζί και οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από αυτήν που προσβάλλεται.”. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 εδ. α’ του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ. (Ν. 4620/2019, Φ.Ε.Κ. 96/11-6-2019, τεύχος πρώτο) ορίζει ότι: “Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507”, ενώ η διάταξη του άρθρου 507 του αυτού ως άνω Κ.Ποιν.Δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 155 του Ν. 4855/2021 (Φ.Ε.Κ. 215/12-11-2021, τεύχος πρώτο), ορίζει ότι: “Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και για μεν τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι ενός (1) μηνός, για δε τους λοιπούς εισαγγελείς είκοσι (20) ημερών, από την καταχώριση αυτήν.”. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 137 και 548 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι σε αναίρεση υπόκεινται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, οι ανέκκλητες αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, από δε τις αποφάσεις των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, όσες είναι οριστικές, με την έννοια ότι το δικαστήριο αποφαίνεται τελειωτικά για την αθώωση, την καταδίκη, την οριστική παύση της ποινικής διώξεως και την κήρυξη αυτής ως απαράδεκτης. Άλλες αποφάσεις των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθούν με τις παραπάνω και να επιτρέπεται και η κατ’ αυτών άσκηση αναίρεσης, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 464 του Κ.Ποιν.Δ., σύμφωνα με την οποία “ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα”. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου όμως, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης, εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας του ενός (1) μηνός από τότε που αυτή καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο κατ’ άρθρο 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ. ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, στην περίπτωση κατά την οποία από παραδρομή ή εσφαλμένη κρίση ακυρωθεί από το δικαστήριο έγκυρο κλητήριο θέσπισμα, ακολούθως δε, λόγω ανατροπής της χωρήσασας με την επίδοσή του (κλητηρίου θεσπίσματος) αναστολής της παραγραφής, παύσει οριστικά την ασκηθείσα εναντίον του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, επειδή είχε συμπληρωθεί ο από τον νόμο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής της αξιόποινης πράξης, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έχει δικαίωμα άσκησης αναίρεσης κατά της ανωτέρω περί οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης, λόγω παραγραφής, απόφασης, αλλά και δικαίωμα να συμπροσβάλει και την προπαρασκευαστική περί ακύρωσης του κλητηρίου θεσπίσματος απόφαση, θα κριθεί δε από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση αυτή από πλευράς ορθής ή εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 321 του Κ.Ποιν.Δ. και 113 του Π.Κ. (Α.Π. 261/2013). II. Στην προκείμενη περίπτωση η υπό κρίση αίτηση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ’ αρ. 610/4-3-2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …, ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο, Σ. Χ. του Π. και της Σ., κάτοικο … (οδός …), που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ., που τηρείται στη Γραμματεία του Ποινικού Τμήματος του Πρωτοδικείου …, την 22-3-2022, με αριθμό 127, με την οποία (προσβαλλόμενη απόφαση), μεταξύ άλλων, έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής, η ασκηθείσα και εναντίον του ανωτέρω αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου ποινική δίωξη, για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, που φέρεται ότι τελέστηκε στην Καρδίτσα, το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως 31-8-2016, σε βάρος της Π. Π. του Γ., ύστερα από την ακύρωση του κλητηρίου θεσπίσματος που επιδόθηκε σ’ αυτόν (αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με δήλωση στην αρμόδια γραμματέα του Αρείου Πάγου, την 30-3-2022, για την οποία (δήλωση) συντάχθηκε η υπ’ αρ. 16/30-3-2022 έκθεση αναίρεσης, είναι δε παραδεκτή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη, καθόσον ασκήθηκε από δικαιούμενο προς τούτο πρόσωπο, κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο (άρθρα 505 παρ. 2, 507, 473 παρ. 3, 474 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ.), περιλαμβάνει δε παραδεκτούς λόγους αναίρεσης, συνιστάμενους σε υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 περ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ.), έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ αντιστοίχως του Κ.Ποιν.Δ.). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, με την παρουσία τόσο του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου, Σ. Χ. του Π., όσο και της υποστηρίζουσας την κατηγορία, Π. Π. του Γ..
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 172 παρ. 1, 174 παρ. 2, 320 και 321 παρ. 1 και 4 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί με επίδοση σ’ αυτόν εγγράφου (κλητηρίου θεσπίσματος), το οποίο πρέπει να περιέχει, μεταξύ και άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και το άρθρο του ποινικού νόμου που προβλέπει την αξιόποινη πράξη, τα στοιχεία δε της πράξης, πρέπει να είναι τόσα, ώστε ο κατηγορούμενος να λάβει σαφή και λεπτομερή γνώση της κατηγορίας που του αποδίδεται, για να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Ακριβής καθορισμός της αξιόποινης πράξης νοείται, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 στοιχ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ποινικά επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη, κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της, όπως απαιτεί η οικεία και υποχρεωτικά παρατιθέμενη ποινική διάταξη, η οποία τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει τις προϋποθέσεις του αξιόποινου της πράξης και την απειλούμενη ποινή, χωρίς όμως, να απαιτείται η αναφορά περιστατικών και στοιχείων που προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά μιας αιτιολογημένης δικαστικής απόφασης, με την οποία το κλητήριο θέσπισμα, ως εισαγωγικό έγγραφο της δίκης, σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται (Α.Π. 1023/2019). Ανάλογη πρόβλεψη υπάρχει στο άρθρο 6 παρ. 3 περ. α’ και β’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, που αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, το οποίο ορίζει ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί μέσα στη συντομότερη προθεσμία, στη γλώσσα που κατανοεί και με κάθε λεπτομέρεια, τη φύση και τον λόγο της σε βάρος του κατηγορίας, να διαθέτει δε τον χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες, για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, αλλά και στο άρθρο 14 παρ. 3 περ. α’ και β’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997, έχει δε επίσης υπερνομοθετική ισχύ, το οποίο περιέχει παρόμοια ρύθμιση με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 3 περ. α’ και β’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Διαφορετικά το κλητήριο θέσπισμα, αν δεν περιέχει τα ανωτέρω στοιχεία, είναι άκυρο, κατά το άρθρο 321 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ., οι σχετικές δε ελλείψεις αποδεικνύονται από το αντίτυπο που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ή από το αντίτυπο που επισυνάπτεται στη δικογραφία, σε περίπτωση δε έλλειψής τους, από το αποδεικτικό επίδοσης (άρθρο 321 παρ. 5 του Κ.Ποιν.Δ.). Περαιτέρω, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία αφορά πράξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας στο ακροατήριο και είναι σχετική, πρέπει, κατά το άρθρο 174 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., να προταθεί μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την κατηγορία σε τελευταίο βαθμό, πριν αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή από την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, άλλως καλύπτεται, κατά το άρθρο 175 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., ενώ, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος καλύπτεται, αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στη δίκη και δεν προβάλλει εναντίωση στην πρόοδό της, προτείνοντας την ακυρότητα (Α.Π. 515/2020). Εξάλλου, στην περίπτωση κατά την οποία στον κατηγορούμενο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, που τελέστηκε με πράξη ή παράλειψη, το κλητήριο πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της πράξης, κατά τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά της στοιχεία, καθώς και τη διάταξη του ποινικού νόμου που την προβλέπει και την τιμωρεί (άρθρα 28, 314 παρ. 1 του Π.Κ.). Όμως, όταν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αμέλεια δεν συνίσταται απλώς σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, οπότε, για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του Π.Κ., συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της διάταξης αυτής είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής (και όχι ηθικής) υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή, η οποία δημιουργείται μόνο για τον εμφανιζόμενο ενώπιον της έννομης τάξης ως έχοντα θέση εγγυητή της ασφάλειας του έννομου αγαθού, που προσβάλλεται με την επέλευση του αποτελέσματος που πρέπει να αποτραπεί και συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή, για την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο το έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη, σύμφωνα με τα άρθρα 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ., εκτός των προβλεπόμενων στο άρθρο 321 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. άλλων στοιχείων, πρέπει επιπλέον να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, σε περίπτωση δε που αυτή πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου να προσδιορίζεται αυτός (κανόνας δικαίου), ενώ, εάν η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου. Περαιτέρω, η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Αρκεί δηλαδή, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν για την πρόκληση του συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως (λ.χ. αμέλεια του παθόντος ή τρίτου). Τούτο δε, διότι η κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη ακολουθεί τα πορίσματα της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, υπό την παραλλαγή της ενεργού αιτίας, εν αντιθέσει προς τη θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, η οποία επικρατεί για τον καταλογισμό της αστικής ευθύνης. Εξάλλου, στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα, θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση κατά την οποία, αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, τότε με μεγάλη πιθανότητα (η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας) θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (Α.Π. 107/2019). Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, υπάρχει ποινική ευθύνη του ιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια ασθενούς στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες το αποτέλεσμα αυτό, ως συνέπεια ιατρικής πράξης ή παράλειψης, οφείλεται σε παράβαση από αυτόν (ιατρό) των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση, η ενέργεια ή παράλειψή του δε αυτή δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμελείας. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης του ασθενούς απορρέει από τον νόμο. Ειδικότερα, μετά την κατάργηση, με το άρθρο 341 του Ν. 4512/2018 (Φ.Ε.Κ. 5/17-1-2018, τεύχος πρώτο), του άρθρου 24 του διατηρηθέντος σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ., κατά το άρθρο 47 του Εισ.Ν.Α.Κ., Α.Ν. 1565/1939 “Περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, το οποίο όριζε ότι ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική συνδρομή του, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της πείρας που έχει αποκτήσει, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης του ασθενούς θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 3, 3 παρ. 2 και 3, 9 παρ. 3 του Ν. 3418/2005 “Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας” (Φ.Ε.Κ. 287/28-11-2005, τεύχος πρώτο), καθώς και από την εγγυητική θέση του απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης (Α.Π. 259/2021, Α.Π. 1161/2020). Έτσι, ελέγχεται ο κατηγορούμενος ιατρός για κάθε ενέργεια ή παράλειψή του υπό την ανωτέρω ιδιότητά του ως προς την παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς που επιμελήθηκε, δηλαδή εάν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή και άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση της παρενέργειας ή επιπλοκής που θα μπορούσε να επιφέρει βλάβη της υγείας του ασθενούς, όπως κάθε μέσος ιατρός της ειδικότητάς του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις, έχοντας γνώση του ιστορικού και των συμπτωμάτων του ασθενούς, καθώς και τη δυνατότητα και την εμπειρία να προβλέψει τα δυσμενή αυτά συμπτώματα και τις παρεπόμενες βλάβες που εμφανίζουν ασθενείς, υποβαλλόμενοι σε ιατρική επέμβαση (Α.Π. 1057/2016). Ειδικότερα, όταν πρόκειται περί θεράποντος χειρουργού ιατρού, αντικείμενο της ευθύνης του είναι η καλή έκβαση της χειρουργικής επέμβασης, στην οποία περιλαμβάνεται εκτός από τον προεγχειρητικό έλεγχο και το στάδιο της χειρουργικής επέμβασης, και το μετεγχειρητικό στάδιο, που αποτελούν μία ολότητα που οργανώνεται και κατευθύνεται από αυτόν, ελεγχόμενο για κάθε ενέργεια ή παράλειψή του, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, ως προς την παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς και μετά την εγχείρηση, δηλαδή εάν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση της παρενέργειας ή επιπλοκής που θα μπορούσε να επιφέρει βλάβη της υγείας του χειρουργηθέντος ασθενούς, όπως κάθε μέσος συνετός ιατρός χειρουργός της ειδικότητάς του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις, έχοντας γνώση του ιστορικού του ασθενούς και τη δυνατότητα και την εμπειρία να προβλέψει τα δυσμενή συμπτώματα που εμφανίζουν ασθενείς, υποβαλλόμενοι σε τέτοια χειρουργική επέμβαση, εφόσον η αντίστοιχη ενέργεια ή παράλειψη του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματός του και ανάγεται σε νομική υποχρέωσή του, σύμφωνα με τους επιτακτικούς κανόνες που προαναφέρθηκαν (Α.Π. 1863/2019). Εξάλλου, αν δεν περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα και τα ανωτέρω πρόσθετα στοιχεία, που απαιτούνται για τη θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, που τελέστηκε με παράλειψη, μολονότι ο υπαίτιος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ενεργήσει, τότε αυτό (κλητήριο θέσπισμα) και μαζί του η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είναι άκυρα, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ. (Α.Π. 261/2013). Η ακυρότητα αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία είναι σχετική και αφορά σε προπαρασκευαστική πράξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, καλύπτεται, αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και δεν προβάλλει εγκαίρως ακυρότητα και αντίρρηση για την πρόοδό της (Α.Π. 1023/2019).
ΙV. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1 και 3, 112 και 113 παρ. 1 και 2 του Π.Κ., το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, η προθεσμία δε της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία (3) έτη για τα πλημμελήματα. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 340 και 343 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει, είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης με τα οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, αδιάφορα αν η υπόθεση αναβλήθηκε ή εκδικάσθηκε, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υπόθεσης. Αν το κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο είναι άκυρο, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία ούτε επέρχεται αναστολή της παραγραφής, ήτοι, αν ακυρωθεί το κλητήριο θέσπισμα από το δικαστήριο, η επίδοσή του δεν έχει διακόψει την παραγραφή, αν δε έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της και έχει εξαλειφθεί το αξιόποινό της, το δικαστήριο νομίμως προχωρεί στην οριστική παύση της ασκηθείσας ποινικής δίωξης εναντίον του υπαιτίου (ΑΠ 1465/2016, Α.Π. 261/2013). V. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης και ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 511 του Κ.Ποιν.Δ.), υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από τον νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από τον νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά νόμο όροι, ή παραλείπει να αποφανθεί για ζήτημα που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του. Στην πρώτη περίπτωση που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (Ολ. Α.Π. 3/2005, Α.Π. 648/2021). Τέτοια υπέρβαση εξουσίας συντρέχει και ιδρύεται ο παραπάνω αναιρετικός λόγος, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν το Δικαστήριο της ουσίας, αυτεπαγγέλτως, χωρίς την προβολή σχετικού ισχυρισμού, προβεί σε ακύρωση κλητηρίου θεσπίσματος, συνεπεία μη ακριβούς περιγραφής της πράξης για την οποία παραπέμφθηκε να δικαστεί, καθώς και όταν, ύστερα από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, προβεί στην ακύρωση του κλητηρίου θεσπίσματος, ενώ αυτό δεν πάσχει από ακυρότητα, ακολούθως δε παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αντί να προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν εκδίκαση της υπόθεσης (Α.Π. 473/2022). VΙ. H επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον στην απόφαση για την ενοχή, δηλαδή στην καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές, προπαρασκευαστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε (Α.Π. 1306/2020). Έτσι η παρεμπίπτουσα απόφαση, που δέχεται ισχυρισμό (ένσταση) του κατηγορουμένου για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος που του επιδόθηκε, για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, καθώς και τις σκέψεις, βάσει των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην επί του ανωτέρω ισχυρισμού κρίση του (Α.Π. 697/2019). Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε (Α.Π. 658/2021). VIΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, άσκησε εμπρόθεσμα και παραδεκτά, όπως ήδη προαναφέρθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙΙ σκέψη, την κρινόμενη υπ’ αρ. έκθεσης 16/30-3-2022 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αρ. 610/4-3-2022 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …. Από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση έπαυσε οριστικά η εναντίον του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου, Σ. Χ. του Π., ασκηθείσα ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, φερόμενη ως τελεσθείσα σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία Π. Π. του Γ., με παράλειψη, το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως 31-8-2016, λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου, συνεπεία πενταετούς παραγραφής, επειδή με την ταυτάριθμη προηγούμενη απόφασή του το ανωτέρω δικαστήριο της ουσίας, αφού αποδέχθηκε υποβληθέντα σχετικό ισχυρισμό του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου, ακύρωσε [εσφαλμένα κατά τις αιτιάσεις της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, ειδικότερα δε κυρίως καθ’ υπέρβαση εξουσίας, σε κάθε δε περίπτωση χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθώς και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ.] το υπό στοιχεία
Αριθμός Βιβλίου Μηνύσεων: Δ16 – 197
Αριθμός Βιβλίου Ωρίμων: ΒΜ 20 – 235, με ημερομηνία 1-8-2020, κλητήριο θέσπισμα της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών …, που επιδόθηκε νομότυπα σ’ αυτόν (αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο) εντός της πενταετίας από την τέλεση της αποδιδόμενης σ’ αυτόν ως άνω αξιόποινης πράξης, με το οποίο (κλητήριο θέσπισμα) παραπέμφθηκε ενώπιον του παραπάνω δικαστηρίου της ουσίας, για να δικαστεί γι’ αυτήν. Ειδικότερα, η αξιόποινη πράξη, για την οποία παραπέμφθηκε ο αναιρεσίβλητος – κατηγορούμενος να δικαστεί στο ακροατήριο του ανωτέρω δικαστηρίου της ουσίας συνίστατο, σύμφωνα με το περιεχόμενο του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, κατά πιστή αντιγραφή, στο ότι από κοινού με τους αναφερόμενους σ’ αυτό συγκατηγορουμένους του (με την διευκρίνιση ότι πρώτος κατηγορούμενος στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα είναι ο αναιρεσίβλητος – κατηγορούμενος): “(…) στην ΚΑΡΔΙΤΣΑ κατά το χρονικό διάστημα από 26/08/2016 έως 31/08/2016, από αμέλειά τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης τους, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του αποτελέσματος αυτού. Συγκεκριμένα, ο πρώτος κατηγορούμενος ως ιατρός χειρουργός – μαιευτήρας – γυναικολόγος, ασκώντας ιατρικές πράξεις της ειδικότητάς του στην μαιευτική – γυναικολογική και χειρουργική κλινική με το διακριτικό τίτλο “…”, ο δεύτερος κατηγορούμενος ως ιατρός αναισθησιολόγος, συνεργαζόμενος με την ανωτέρω κλινική και οι, τρίτη, τέταρτος και πέμπτη των κατηγορουμένων, με την ιδιότητά τους ως καταστατικών εκπροσώπων (Προέδρου, Διευθύνοντος Συμβούλου και μελών αντιστοίχως) της ανωτέρω κλινικής, προέβησαν στις ακόλουθες πράξεις και παραλείψεις που είχαν ως αποτέλεσμα να υποστεί σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας της η Π. Π. του Γ.. Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος είχε αναλάβει, ως εκ της θέσεώς του, να υποβάλει την Π. Π., η οποία τον είχε επισκεφθεί προς τούτο, σε επέμβαση με καισαρική τομή προκειμένου να γεννήσει το πρώτο τέκνο της και είχε επιλέξει για την αναγκαία τοπική νάρκωσή της τον δεύτερο κατηγορούμενο, η οποία πράγματι έλαβε χώρα σε χειρουργείο της ανωτέρω κλινικής την 26/08/2016, είχαν δε οι κατηγορούμενοι ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να διενεργήσουν την χειρουργική επέμβαση και να αντιμετωπίσουν την μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης τους που είναι κοινώς παραδεδεγμένοι και συγκεκριμένα, είχαν την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρακολουθήσουν την εξέλιξη της μετεγχειρητικής πορείας της ασθενούς, να αξιολογήσουν τα συμπτώματα που ενδεχομένως αυτή παρουσίαζε σε συνδυασμό με τα ευρήματα των εργαστηριακών και κλινικών της εξετάσεων και να χορηγήσουν την δέουσα φαρμακευτική ή άλλη αγωγή προς αντιμετώπιση τυχών επιπλοκών ή και άλλων παθήσεων που παρουσιάζονται κατά την μετεγχειρητική της πορεία. Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι προέβησαν στην διενέργεια της καισαρικής τομής την 26/08/2016, όμως κατά την χορήγηση στην Π. Π. της επισκληριδίου αναισθησίας σε καθιστή θέση μέσω βελόνας <… 18G> στο διάστημα μεταξύ των οσφυϊκών σπονδύλων 03 – 04, το δεξί πόδι της Π. Π. τινάχτηκε προς τα επάνω και άρχισε αμέσως να μουδιάζει χάνοντας η ίδια πλήρως την αίσθηση αυτού. Την ίδια ημέρα και μετά από μερικές ώρες από την διενέργεια της επέμβασης, η παθούσα άρχισε να εμφανίζει συμπτώματα χειροτέρευσης της υγείας της (έντονους σπασμούς και στα δύο χέρια), τα οποία ανέφερε αμέσως στους κατηγορούμενους, οι οποίοι όμως δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια προς αποκατάσταση της υγείας της, ενώ, όταν στην συνέχεια η παράλυση και η αναισθησία στο δεξιό πόδι της επέμενε υπάρχουσα κατά τις βραδινές ώρες, γεγονός για το οποίο ενημερώθηκαν οι κατηγορούμενοι, οι τελευταίοι αξιολόγησαν τα συμπτώματα ως περαστικά μη προβαίνοντας σε οποιαδήποτε ενδεδειγμένη ενέργεια. Την επόμενη ημέρα, ήτοι το Σάββατο 27/08/2016 και εφόσον τα συμπτώματα της παράλυσης και αναισθησίας παρέμεναν ισχύοντα, οι κατηγορούμενοι κάλεσαν την ιατρό νευρολόγο … Α. – Μ. Α., η οποία – αφού εξέτασε κλινικά την παθούσα – διέγνωσε ότι εμφανίζει πάρεση δεξιού κάτω άκρου και υπαισθησία αυτού, καθώς και στο δεξί σκέλος κατάργηση αντανακλαστικού γόνατος και αχίλλειου, ενώ συνέστησε την διενέργεια <…>. Εν τούτοις, οι κατηγορούμενοι κάλεσαν ασθενοφόρο από το ιατρικό κέντρο “…”, προκειμένου να υποβληθεί η παθούσα σε αξονική τομογραφία και όχι σε μαγνητική, που είχε συστήσει ως ενδεικνυόμενη η ανωτέρω νευρολόγος. Σύμφωνα δε με από 27/08/2016 έγγραφο του ανωτέρω ιατρικού κέντρου, που συνέταξε η ιατρός – ακτινοδιαγνώστης Α. Β., συνεστήθη περαιτέρω διερεύνηση με MRI, αλλά ουδόλως οι κατηγορούμενοι παρέπεμψαν την παθούσα στο αρμόδιο διαγνωστικό κέντρο προς διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας. Την Δευτέρα 29/08/2016 διαπιστώθηκε αδυναμία ούρησης της παθούσας, η οποία δεν είχε αίσθηση του ελέγχου ούρησης και των γεννητικών της οργάνων, ενώ την Τρίτη 30/08/2016, διαπιστώθηκε ότι η παθούσα δεν είχε καμία αίσθηση ούτε και της ανάγκης κένωσης, εκτός της ούρησης και ότι επίσης, όπως και στην ούρηση, δεν μπορούσε να ελέγξει και την περιοχή του ορθού και πρωκτού για την λειτουργία αυτή, οπότε η παθούσα και ο σύζυγός της, – κατόπιν συστάσεων του ουρολόγου … Κ. Γ., με τον οποίο ήρθαν σε επικοινωνία με δική τους πρωτοβουλία, – ζήτησαν από τους κατηγορούμενους να διώξουν άμεσα την παθούσα με παραπεμπτικό για μαγνητική τομογραφία στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας. Μόλις την επόμενη ημέρα, μετά την παρέλευση πέντε [5] και πλέον ημερών, ήτοι την Τετάρτη 31/08/2016, οδηγήθηκε με ασθενοφόρο η παθούσα στα ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ του Γενικού Νοσοκομείου …, όπου εξετάστηκε από ιατρό – νευρολόγο, ο οποίος την παρέπεμψε επειγόντως στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας, όπου και μεταφέρθηκε με το ίδιο ασθενοφόρο περί την 16.00 ώρα της ίδιας ημέρας. Στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας, μετά την άμεση διενέργεια των αναγκαίων εξετάσεων και συγκεκριμένα την διενέργεια μαγνητικής τομογραφίας, η παθούσα εισήχθη εσπευσμένα στην νευρολογική κλινική, όπου και παρέμεινε κλινήρης έως την 08/09/2016, ήτοι επί εννέα [9] ημέρες. Διαγνώστηκε ότι η παθούσα έπασχε από ιππουριδική συνδρομή λόγω αραχνοειδίτιδας του μυελικού κώνου και ιππουρίδας, η οποία προκάλεσε την αδυναμία και αναισθησία του (δε) κάτω άκρου, την αδυναμία ούρησης και κένωσης και την υπαισθησία δίκην σέλας στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Ειδικότερα, ο δεύτερος κατηγορούμενος προέβη στην διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο, καθόσον τραυμάτισε με την αιχμή της βελόνης τα νεύρα στην περιοχή του νύγματος, ήτοι τις κατώτερες οσφυϊκές και ιερές ρίζες 04 – 05 – 11 – 12 – 13 που πορεύονται παράλληλα προς το τελικό νημάτιο ωσάν τρίχες ουράς αλόγου (ιππουρίς) και επιπλέον διοχέτευσε επιπλέον μη ενδεικνυόμενη – τοξική ποσότητα αναισθητικού φαρμάκου (levobupivacaine), που επέφερε τοξική βλάβη στην αραχνοειδή μήνιγγα που περιβάλλει τον μυελικό κώνο, στην ιππουρίδα και στις νωτιαίες ρίζες, ενέργειες οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την παραλυσία και αναισθησία στο δεξιό πόδι της παθούσας, στα γεννητικά όργανα και την αδυναμία ούρησης και αφόδευσης. Στην συνέχεια όμως, οι κατηγορούμενοι, ενώ γνώριζαν ότι προκλήθηκε βαρεία νευρολογική βλάβη στην παθούσα και ότι η καθυστέρηση αυξάνει γεωμετρικά τον κίνδυνο μονιμότητας και μακροχρονιότητας των νευρολογικών επιπλοκών και συμπτωμάτων εξαιτίας της φύσεως της νευρολογικής βλάβης, είχαν δε την υποχρέωση να παρακολουθούν επισταμένως την πορεία της υγείας και την εξέλιξη της μετεγχειρητικής καταστάσεως της ασθενούς παραπέμποντάς την στους αρμόδιους για την αποκατάσταση της υγείας της ιατρούς και υποβάλλοντας την στην διενέργεια των ενδεδειγμένων ιατρικών εξετάσεων, ωστόσο οι κατηγορούμενοι, ενώ όφειλαν πάραυτα να οργανώσουν την διακομιδή της παθούσας από την ιδιωτική κλινική στο κατάλληλο νοσοκομείο, ενημερώνοντας επαρκώς τους ιατρούς που θα αναλάμβαναν την περαιτέρω αντιμετώπιση της καταστάσεως της και ειδικότερα τους ιατρούς του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας, όπου στην συνέχεια μεταφέρθηκε η ασθενής, αντίθετα οι ίδιοι διατείνονταν ότι δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα και ότι η επέμβαση εξελίχθηκε ομαλά, καθησυχάζοντας την παθούσα και αξιολογώντας την κατάσταση της υγείας της ως μη χρήζουσας άμεσης ιατρικής φροντίδας, παρέλειψαν δε να την παραπέμψουν άμεσα και χωρίς καθυστέρηση στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας για την ενδεικνυόμενη θεραπεία, με αποτέλεσμα να παρέλθει έτσι ο κρίσιμος χρόνος των πρώτων ωρών μετά την επέμβαση, οπότε και η νευρολογική βλάβη που υπέστη η παθούσα κατέστη μη αναστρέψιμη, η δε βαρεία σωματική βλάβη της κατέστη μόνιμη. Η πράξη προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 1, 14, 15, 16, 18, 26 εδ. β, 28, 51, 53, 55, 57, 79, 80, 81, 314 § 1 εδ. α & 2 Π.Κ.”. Κατά την εκδίκαση της ανωτέρω υπόθεσης, που αφορούσε πλημμεληματική πράξη, στο δικαστήριο της ουσίας, την 4-3-2022, ενώ δηλαδή είχε συμπληρωθεί την ημέρα της δίκης η πενταετής παραγραφή, αλλά είχε ανασταλεί η κύρια διαδικασία επί τριετία με την επίδοση του παραπάνω κλητηρίου θεσπίσματος, όπως προαναφέρθηκε, και δεν είχε συμπληρωθεί η οκταετής πλέον παραγραφή, ο αναιρεσίβλητος – κατηγορούμενος εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πιο πάνω δικαστηρίου και σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 1 και 4 του Κ.Ποιν.Δ., πρόβαλε, δια του συνηγόρου υπεράσπισής του, ισχυρισμό περί ακυρότητας του επιδοθέντος σ’ αυτόν ως άνω κλητηρίου θεσπίσματος, που ανέπτυξε προφορικά, κατέθεσε δε αυτόν και εγγράφως και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, κατ’ άρθρο 141 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., που έχει, κατά πιστή μεταφορά, ως ακολούθως: “Το επιδοθέν σε εμέ κλητήριο θέσπισμα δεν περιέχει τα κατά νόμο και δη τα κατά το άρθρο 321 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οριζόμενα στοιχεία, ήτοι την ακριβή περιγραφή της πράξης δια την οποία κατηγορούμαι και ειδικότερα κατηγορούμαι ότι από κοινού με τον αναισθησιολόγο Χ. Μ., ενώ γνώριζα τη βαρεία νευρολογική βλάβη της Π. Π., εν τούτοις παρέλειψα να την παραπέμψω στο Νοσοκομείο Λάρισας για την ενδεικνυόμενη θεραπεία με αποτέλεσμα να παρέλθει κρίσιμος χρόνος των πρώτων ωρών μετά την επέμβαση, οπότε η νευρολογική βλάβη κατέστη μόνιμη. Ανεξαρτήτως του αβασίμου της αποδιδόμενης σε εμέ κατηγορίας, δεν περιγράφεται στο κλητήριο θέσπισμα ποια ήτο η “ενδεικνυόμενη θεραπεία” ώστε να κριθεί τι επακριβώς παρέλειψα να πράξω και ποια θεραπεία δεν έδωσα στη φερόμενη ως παθούσα. Με την άνω παράλειψη το κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο και απαράδεκτο και δέον να ακυρωθεί”, περαιτέρω δε με προφορική δήλωση του συνηγόρου υπεράσπισης του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου, που επίσης καταχωρήθηκε στα ανωτέρω πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, συμπλήρωσε τον ως άνω ισχυρισμό του εντολέα του περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος αναφέροντας αυτολεξεί ότι: “(…) δεν μνημονεύεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του δεύτερου κατηγορουμένου συνεπεία της αποδιδόμενης σε εκείνον τέλεσης της πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια δια παραλείψεως, ήτοι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 ΠΚ και δη δεν γίνεται ακριβής αναφορά του νόμου από την οποία υφίσταται η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση ως ιατρού.”. Τον παραπάνω ισχυρισμό του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας (Μονομελές Πλημμελειοδικείο …) με την προσβαλλόμενη απόφασή του [αφού προηγουμένως δόθηκε ο λόγος: α) στην εισαγγελέα της έδρας, η οποία πρότεινε την παραδοχή του, ακολούθως δε να παύσει οριστικά η ασκηθείσα εναντίον του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, λόγω παραγραφής, β) τον πληρεξούσιο δικηγόρο της υποστηρίζουσας την κατηγορία, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη του ανωτέρου ισχυρισμού του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, και γ) τον συνήγορο υπεράσπισης του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου, ο οποίος συντάχθηκε με την παραπάνω πρόταση της Εισαγγελέα της έδρας], με την ακολούθως, κατά το μέρος που ενδιαφέρει την παρούσα υπόθεση, κατά πιστή αντιγραφή, εκτιθέμενη αιτιολογία, μετά την παράθεση νομικής σκέψης σχετικής με την ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος (άρθρο 321 του Κ.Ποιν.Δ.), σωματική βλάβη από αμέλεια, με παράλειψη, από υπόχρεο (άρθρα 15, 28 και 314 παρ. 1 του Π.Κ.), και οριστική παύση της ποινής δίωξης, λόγω παραγραφής (άρθρα 111 παρ. 1 και 2, 112 και 113 παρ. 1 του Π.Κ., 368 του Κ.Ποιν.Δ.): “(…) Ο πρώτος κατηγορούμενος πρόβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, ισχυριζόμενος, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του ισχυρισμού του, ότι είναι αόριστο και ασαφές και συνεπώς άκυρο το κλητήριο θέσπισμα, διότι δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια αφενός μεν οι ιδιαίτεροι επιτακτικοί κανόνες δικαίου από τους οποίους προκύπτει η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση ως ιατρού χειρουργού – μαιευτήρα – γυναικολόγου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος της σωματικής βλάβης της παθούσας αφετέρου τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ποινικά επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη της αποδιδόμενης σωματικής βλάβης από αμέλεια. (…) Ειδικότερα, από την επισκόπηση του προσβαλλόμενου κλητηρίου θεσπίσματος προκύπτει ότι, αναφορικά με τον πρώτο κατηγορούμενο, γίνεται μνεία της ιδιότητάς του ως ιατρού χειρουργού – μαιευτήρα – γυναικολόγου, οπότε και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω νομική σκέψη, δεν απαιτείται να αναφέρεται ο ειδικότερος επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο υποκειμενικώς και αντικειμενικώς απορρέει η υποχρέωσή του να ενεργήσει, ήτοι σύμφωνα με τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005), πλην όμως δεν αναφέρονται εκείνα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η αμελής συμπεριφορά του, η οποία να συνδέεται αιτιακώς με το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης της παθούσας, και τα οποία είναι αναγκαία για να συγκροτηθεί ακολούθως η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση αποτροπής του ως άνω εγκληματικού αποτελέσματος. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται μνεία ότι ο πρώτος κατηγορούμενος “είχε αναλάβει, ως εκ της θέσεως του, να υποβάλει την Π. Π., η οποία τον είχε επισκεφθεί προς τούτο, σε επέμβαση με καισαρική τομή προκειμένου να γεννήσει το πρώτο τέκνο της και είχε επιλέξει για την αναγκαία τοπική νάρκωσή της τον δεύτερο κατηγορούμενο”, ότι “προέβη μαζί με το δεύτερο κατηγορούμενο στη διενέργεια της καισαρικής τομής την 26/08/2016”, και ότι είχε “ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να διενεργήσει την χειρουργική επέμβαση και να αντιμετωπίσει την μετεγχειρητική πορεία της ασθενούς, σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης τους που είναι κοινώς παραδεδεγμένοι και συγκεκριμένα, είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρακολουθήσει την εξέλιξη της μετεγχειρητικής πορείας της ασθενούς, να αξιολογήσει τα συμπτώματα που ενδεχομένως αυτή παρουσίαζε σε συνδυασμό με τα ευρήματα των εργαστηριακών και κλινικών της εξετάσεων και να χορηγήσει την δέουσα φαρμακευτική ή άλλη αγωγή προς αντιμετώπιση τυχών επιπλοκών ή και άλλων παθήσεων που παρουσιάζονται κατά την μετεγχειρητική της πορεία” πλην όμως ακολούθως αναφέρεται (βλ. την τρίτη σελίδα του κλητηρίου θεσπίσματος) ότι “ο δεύτερος κατηγορούμενος προέβη στην διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο, καθόσον τραυμάτισε με την αιχμή της βελόνης τα νεύρα στην περιοχή του νύγματος, ήτοι τις κατώτερες οσφυϊκές και ιερές ρίζες 04 – 05 – 11 – 12 – 13 που πορεύονται παράλληλα προς το τελικό νημάτιο ωσάν τρίχες ουράς αλόγου (ιππουρίς) και επιπλέον διοχέτευσε επιπλέον μη ενδεικνυόμενη – τοξική ποσότητα αναισθητικού φαρμάκου (levobupivacaine), που επέφερε τοξική βλάβη στην αραχνοειδή μήνιγγα που περιβάλλει τον μυελικό κώνο, στην ιππουρίδα και στις νωτιαίες ρίζες, ενέργειες οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την παραλυσία και αναισθησία στο δεξιό πόδι της παθούσας, στα γεννητικά όργανα και την αδυναμία ούρησης και αφόδευσης”. Συνακόλουθα, από το κλητήριο θέσπισμα προκύπτει ότι από προηγούμενη θετική πράξη του δευτέρου κατηγορουμένου προκλήθηκε (βαριά) σωματική βλάβη στην παθούσα (παραλυσία και αναισθησία στο δεξιό πόδι της παθούσας, στα γεννητικά όργανα και αδυναμία ούρησης και αφόδευσης), ενώ δεν γίνεται ουδεμία αναφορά σε εκείνα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η αμελής συμπεριφορά του πρώτου κατηγορουμένου η οποία να συνδέεται αιτιακώς με το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης της παθούσας, ήτοι να προκύπτει ότι αυτός αφενός δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος ιατρός της ειδικότητάς του, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, μολονότι στο κλητήριο θέσπισμα γίνεται μνεία περί ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του δευτέρου κατηγορουμένου (διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο) ως ιατρού αναισθησιολόγου και της πρόκλησης σωματικής βλάβης της παθούσας, ακολούθως δεν γίνεται αναφορά σε κανένα πραγματικό περιστατικό από το οποίο να προκύπτει το πως συνδέεται αιτιακά η ιδιότητα του πρώτου κατηγορουμένου ως ιατρού χειρουργού – μαιευτήρα – γυναικολόγου, από την οποία απορρέει η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση αποτροπής της σωματικής βλάβης της παθούσας, με τη σωματική βλάβη αυτή καθαυτή, η οποία άλλωστε είχε ήδη επέλθει από την αυτοτελή προηγούμενη θετική πράξη του δευτέρου κατηγορουμένου. Συνακόλουθα, ο αυτοτελής ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου (κατά το δεύτερο σκέλος του) τυγχάνει βάσιμος στην ουσία του, οπότε και το προκείμενο κλητήριο θέσπισμα είναι άκυρο, κατ’ άρθρο 321 παρ. 4 ΚΠΔ, σύμφωνα με την ως άνω νομική σκέψη, κατά το μέρος που αφορά στον κατηγορούμενο αυτό. (…) Κατόπιν τούτων, η υπόθεση επανέρχεται στο προδικαστικό στάδιο και ανατρέπονται όλα τα αποτελέσματα της επίδοσης του άκυρου κλητηρίου θεσπίσματος, συνεπώς και η αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής. Εφόσον δε ο φερόμενος χρόνος τέλεσης της πράξης που αποδίδεται στους πρώτο (….) των κατηγορουμένων είναι το χρονικό διάστημα από 26/08/2016 έως 31/08/2016, το αξιόποινο αυτής εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής, αφού από τότε μέχρι σήμερα παρήλθαν πέντε έτη χωρίς να εμφιλοχωρήσει αναστολή και, ως εκ τούτου, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για αυτούς λόγω παραγραφής”. Από την ανωτέρω αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης με σαφήνεια συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας προχώρησε στην ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος με την παραδοχή ότι δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτό (κλητήριο θέσπισμα) πραγματικά περιστατικά, όπως αυτολεξεί αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση: “(…) από τα οποία να προκύπτει η αμελής συμπεριφορά του πρώτου κατηγορουμένου η οποία να συνδέεται αιτιακώς με το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης της παθούσας, ήτοι να προκύπτει ότι αυτός αφενός δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος ιατρός της ειδικότητάς του, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, μολονότι στο κλητήριο θέσπισμα γίνεται μνεία περί ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του δευτέρου κατηγορουμένου (διενέργεια της τοπικής αναισθησίας με μη ιατρικώς ενδεδειγμένο τρόπο) ως ιατρού αναισθησιολόγου και της πρόκλησης σωματικής βλάβης της παθούσας, ακολούθως δεν γίνεται αναφορά σε κανένα πραγματικό περιστατικό από το οποίο να προκύπτει το πως συνδέεται αιτιακά η ιδιότητα του πρώτου κατηγορουμένου ως ιατρού χειρουργού – μαιευτήρα – γυναικολόγου, από την οποία απορρέει η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση αποτροπής της σωματικής βλάβης της παθούσας, με τη σωματική βλάβη αυτή καθαυτή, η οποία άλλωστε είχε ήδη επέλθει από την αυτοτελή προηγούμενη θετική πράξη του δευτέρου κατηγορουμένου. (…)”, δηλαδή για λόγο που ουδόλως πρόβαλε ο αναιρεσίβλητος – κατηγορούμενος, καθόσον ο τελευταίος ζήτησε την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, επειδή δεν περιγράφεται σ’ αυτό, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά πιστή μεταφορά: “(…) ποια ήτο η “ενδεικνυόμενη θεραπεία” ώστε να κριθεί τι επακριβώς παρέλειψα να πράξω και ποια θεραπεία δεν έδωσα στη φερόμενη ως παθούσα. (…)”. Έτσι όμως, το δικαστήριο της ουσίας, ακυρώνοντας το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα, ακολούθως δε παύοντας οριστικά την ασκηθείσα σε βάρος του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, που τελέστηκε με παράλειψη, σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία, υπερέβη την εξουσία του θετικά, αφού άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από τον νόμο, ειδικότερα δε αποφάνθηκε για την ακυρότητα του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος για λόγο που δεν προτάθηκε από τον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο, ως εκ τούτου δε ακόμη και αν υπήρχε η ανωτέρω ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, που δεν προτάθηκε όμως, αυτή καλύφθηκε, καθόσον, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙΙΙ νομική σκέψη, η ως άνω ακυρότητα, η οποία αφορά πράξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι σχετική, προτείνεται δε από τον κατηγορούμενο, πριν αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ή από την όρκιση του πρώτου μάρτυρα, διαφορετικά καλύπτεται (Α.Π. 45/2020). Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. πρώτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση είναι βάσιμος. Περαιτέρω, το δικαστήριο της ουσίας με τις προαναφερθείσες παραδοχές του για την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος και ακολούθως την οριστική παύση της ασκηθείσας εναντίον του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου ποινικής δίωξης για την προαναφερθείσα πράξη, λόγω παραγραφής, αφενός δεν διέλαβε στην ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου δε εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28, 111 παρ. 1 και 3, 112, 113 παρ. 1 και 314 παρ. 1 του Π.Κ.. Ειδικότερα, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ελλιπής, καθόσον αφορά την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν διαλαμβάνονται σ’ αυτήν σκέψεις για ποιο λόγο η αποδιδόμενη στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο αμέλεια, συγκεκριμένα δε η παράλειψή του, ως θεράποντος ιατρού της υποστηρίζουσας την κατηγορία, να αντιμετωπίσει αμέσως, όπως είχε υποχρέωση, τα συμπτώματα που εμφάνισε η τελευταία, μετά την χειρουργική επέμβαση της καισαρικής τομής, την ίδια ημέρα, μετά από μερικές ώρες από την διενέργειά της (επέμβασης), καθώς και την χειροτέρευση της υγείας της, πραγματικά περιστατικά για τα οποία ενημερώθηκε εγκαίρως αυτός, δηλαδή ο αναιρεσίβλητος – κατηγορούμενος, κατά τα αναφερόμενα στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα, δεν συνδέεται αιτιωδώς με την καθυστερημένη αντιμετώπιση αυτών (συμπτωμάτων), μετά την παρέλευση πέντε (5) ημερών από την εμφάνισή τους, που είχε ως συνέπεια η νευρολογική βλάβη που υπέστη η υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την ιατρική πράξη της αναισθησίας της, προκειμένου να διενεργηθεί η χειρουργική επέμβαση της καισαρικής τομής και να γεννήσει το πρώτο τέκνο της, να καταστεί μη αναστρέψιμη, η δε σωματική της βλάβη μόνιμη. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με όσα εκτενώς έχουν αναπτυχθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙV νομική σκέψη, όταν πρόκειται περί θεράποντος χειρουργού ιατρού, ιδιότητα την οποία είχε ο αναιρεσίβλητος – κατηγορούμενος στην κρινόμενη υπόθεση, αντικείμενο της ευθύνης του είναι η καλή έκβαση της χειρουργικής επέμβασης, στην οποία περιλαμβάνεται εκτός από τον προεγχειρητικό έλεγχο και το στάδιο της χειρουργικής επέμβασης, καθώς και το μετεγχειρητικό στάδιο, που αποτελούν μία ολότητα που οργανώνεται και κατευθύνεται από αυτόν, ελεγχόμενο για κάθε ενέργεια ή παράλειψή του, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, ως προς την παρακολούθηση της πορείας της υγείας του ασθενούς και μετά την εγχείρηση, δηλαδή εάν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση της παρενέργειας ή επιπλοκής που θα μπορούσε να επιφέρει βλάβη της υγείας του χειρουργηθέντος ασθενούς ή και επιδείνωσή της, όπως κάθε μέσος συνετός ιατρός χειρουργός της ειδικότητάς του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις, έχοντας γνώση του ιστορικού του ασθενούς και τη δυνατότητα και την εμπειρία να προβλέψει τα δυσμενή συμπτώματα που εμφανίζουν ασθενείς, υποβαλλόμενοι σε τέτοια χειρουργική επέμβαση, παράλειψη που αποδίδεται στην κρινόμενη υπόθεση στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο. Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης για την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, στηρίζεται στην έλλειψη αναφοράς πραγματικών περιστατικών που συνδέουν τον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο με την σωματική βλάβη που προκλήθηκε στην υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την ιατρική πράξη της αναισθησίας της, προκειμένου να διενεργηθεί η χειρουργική επέμβαση της καισαρικής τομής και να γεννήσει το πρώτο τέκνο της, πλην όμως με το ως άνω κλητήριο θέσπισμα δεν του αποδίδεται αυτή η πράξη, αλλά η παράλειψή του, ως θεράποντος ιατρού, να αντιμετωπίσει αμέσως τα δυσμενή συμπτώματα που εμφάνισε η υποστηρίζουσα την κατηγορία, μετά την χειρουργική επέμβαση, για τα οποία ενημερώθηκε εγκαίρως, γνωρίζοντας δε ότι προκλήθηκε νευρολογική βλάβη στην υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την ιατρική πράξη της αναισθησίας της, καθώς και ότι η καθυστέρηση αντιμετώπισής της αυξάνει γεωμετρικά τον κίνδυνο μονιμότητας και μακροχρονιότητας των νευρολογικών επιπλοκών, δεν αξιολόγησε εγκαίρως και ορθώς την κατάσταση της υγείας της ως χρήζουσας άμεσης ιατρικής φροντίδας, με αποτέλεσμα να μη οργανώσει εγκαίρως την διακομιδή της στο κατάλληλο νοσοκομείο για τη νοσηλεία της, παράλειψη που είχε συνέπεια η ανωτέρω σωματική βλάβη που υπέστη η τελευταία, δηλαδή η υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την αναισθησία της, να καταστεί μη αναστρέψιμη και μόνιμη. Περαιτέρω, από την παραδεκτή επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, προκύπτει ότι αναφέρονται σ’ αυτό επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική (μη συνειδητή αμέλεια), την αποδιδόμενη στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης, από αμέλεια, από υπόχρεο, για την οποία παραπέμφθηκε να δικαστεί στο ακροατήριο του δικαστηρίου της ουσίας (Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …). Επίσης στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου να ενεργήσει προς αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που εμφανίστηκαν στην υποστηρίζουσα την κατηγορία, μετά την χειρουργική επέμβαση και να αποτρέψει το επελθόν αποτέλεσμα. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι ήταν ιατρός (χειρουργός – μαιευτήρας), που είχε αναλάβει, λόγω της ιδιότητάς του αυτής, να υποβάλει την υποστηρίζουσα την κατηγορία (παθούσα) σε καισαρική τομή, για να γεννήσει το πρώτο τέκνο της στην αναφερόμενη σ’ αυτό (κλητήριο θέσπισμα) κλινική, επιλέγοντας και τον αναισθησιολόγο, έχοντας την ευθύνη της φροντίδας της και κατά το μετεγχειρητικό στάδιο, που αποτελούν, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα υπό στοιχείο
ΙΙΙ νομική σκέψη, μία ολότητα που οργανώνεται και κατευθύνεται από αυτόν, ως χειρουργό ιατρό, η γνώση του ότι προκλήθηκε νευρολογική βλάβη στην υποστηρίζουσα την κατηγορία, κατά την ιατρική πράξη της αναισθησίας της, αφού ενημερώθηκε αμέσως, ότι η καθυστέρηση αντιμετώπισής της αυξάνει τον κίνδυνο μονιμότητας της βλάβης αυτής, καθώς και ότι δεν οργάνωσε την έγκαιρη διακομιδή της στο κατάλληλο νοσοκομείο για τη νοσηλεία της, επειδή δεν αξιολόγησε εγκαίρως και ορθώς, με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης που είναι κοινώς παραδεδεγμένοι, την κατάσταση της υγείας της και ότι έχρηζε άμεσης ιατρικής φροντίδας, καθώς και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ανωτέρω αμελούς συμπεριφοράς του και του επελθόντος αποτελέσματος, που συνίσταται όχι στην πρόκληση της περιγραφόμενης στο κλητήριο θέσπισμα σωματικής βλάβη που επήλθε από την ιατρική πράξη της αναισθησίας, αλλά στο ότι αυτή κατέστη μη αναστρέψιμη και μόνιμη, λόγω της μη έγκαιρης διακομιδής της υποστηρίζουσας την κατηγορία σε κατάλληλη νοσηλευτική μονάδα και παροχής σ’ αυτήν της επιβαλλόμενης ιατρικής φροντίδας, οφειλόμενης (της καθυστερημένης διακομιδής της υποστηρίζουσας την κατηγορία σε κατάλληλη νοσηλευτική μονάδα) σε αμέλειά του, ως θεράποντος ιατρού της. Με την παράθεση των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών στο προαναφερόμενο κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο, προσδιορίζεται επαρκώς η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του τελευταίου να ενεργήσει για την αντιμετώπιση των επιπλοκών, νευρολογικής φύσης, που εμφάνισε η υποστηρίζουσα την κατηγορία, μετά την χειρουργική επέμβαση, στηριζόμενη αφενός στη σύμβαση που είχε καταρτίσει με την τελευταία και είχε αναλάβει τον τοκετό της, που πραγματοποίησε, αφετέρου δε στην εγγυητική θέση, λόγω του επαγγέλματός του, ως ιατρού, απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας της ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, που εκτείνεται και κατά το μετεγχειρητικό στάδιο, κατά το οποίο επέδειξε την προαναφερθείσα αμέλεια, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με τη σωματική βλάβη της παθούσας, καθόσον κατέστη μόνιμη, λόγω της καθυστερημένης αντιμετώπισής της, οφειλόμενης σε αμέλειά του, κατά τα εκτιθέμενα στο ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα. Με βάση όλα όσα προαναφέρθηκαν το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο είναι έγκυρο, αφού περιέχονται σ’ αυτό όλα τα αναγκαία από τον νόμο στοιχεία, με την επίδοσή του δε στον τελευταίο, πριν την παρέλευση πενταετίας από τον χρόνο τέλεσης της περιγραφόμενης α’ αυτό αξιόποινης πράξης, ανεστάλη η προθεσμία της πενταετούς παραγραφής του αξιοποίνου της επί μία τριετία, κατά τον χρόνο δε της εκδίκασης της υπόθεσης στο δικαστήριο της ουσίας, την 4-3-2002, δεν είχε εξαλειφθεί το αξιόποινο της με παραγραφή, αφού είχε τελεστεί το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως και 31-8-2022 και από τότε που τελέστηκε δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής και της τριετούς αναστολής της, δηλαδή δεν είχε παρέλθει οκταετία (άρθρο 113 παρ. 2 του Π.Κ.). Παραταύτα, ενώ δεν συνέτρεχαν οι από το νόμο όροι, που παρείχαν στο ως άνω δικαστήριο της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, την δικαιοδοσία και την εξουσία να κρίνει ότι είναι άκυρο το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, τελεσθείσα με παράλειψη, σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία, λόγω συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής του αξιοποίνου της, τούτο, δηλαδή το ανωτέρω δικαστήριο της ουσίας ακυρώνοντας το ως άνω κλητήριο θέσπισμα που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο, πριν τη συμπλήρωση πενταετίας από την τέλεση της παραπάνω αποδιδόμενης σ’ αυτό αξιόποινης πράξης, κατά παραδοχή σχετικού ισχυρισμού του τελευταίου, αφενός χωρίς να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφετέρου δε ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28, 111 παρ. 1 και 3, 112, 113 παρ. 1 και 2, 314 παρ. 1 του Π.Κ., όπως βασίμως διατείνεται ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με τους δεύτερο και τρίτο λόγους της κρινόμενης αίτησής του για έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων αντιστοίχως, αναιρετικοί λόγοι που είναι βάσιμοι, υπερέβη την από το νόμο εξουσία του και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου, για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, τελεσθείσα με παράλειψη, σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία, λόγω ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος που του επιδόθηκε και συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής του αξιοποίνου της. VIΙI. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, κατά παραδοχή των λόγων της κρινόμενης αίτησης του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Θ’ του Κ.Ποιν.Δ., για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της πληττόμενης απόφασης, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, καθώς και υπέρβασης εξουσίας, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις διατάξεις της που αφορούν: α) την ακύρωση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος, που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο, και β) την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, που ασκήθηκε εναντίον του τελευταίου, για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, φερόμενη ως τελεσθείσα σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία Π. Π. του Γ., με παράλειψη, στην Καρδίτσα, το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως 31-8-2016, λόγω παραγραφής, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αρ. 610/4-3-2022 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου …, ως προς τις διατάξεις της που αφορούν: α) την ακύρωση του υπό στοιχεία
Αριθμός Βιβλίου Μηνύσεων: Δ16 – 197
Αριθμός Βιβλίου Ωρίμων: ΒΜ 20 – 235, με ημερομηνία 1-8-2020, κλητηρίου θεσπίσματος της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών …, που επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο – κατηγορούμενο, Σ. Χ. του Π. και της Σ., κάτοικο … (οδός …), και β) την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, που ασκήθηκε εναντίον του αναιρεσίβλητου – κατηγορουμένου, για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια, από υπόχρεο, φερόμενη ως τελεσθείσα σε βάρος της υποστηρίζουσας την κατηγορία Π. Π. του Γ., με παράλειψη, στην Καρδίτσα, το χρονικό διάστημα από 26-8-2016 έως 31-8-2016, λόγω παραγραφής.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενος μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που είχε δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2022. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Νοεμβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Σελίδα 33 της 1575/2022 ποινικής απόφασης του Αρείου Πάγου