ΑΠ ποιν. 446/2022: Έφεση – Χειροτέρευση θέσης κατηγορουμένου με επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης

 Ο κατηγορούμενος στην κατ’ έφεση δίκη καταδικάσθηκε για ένα από τα δύο αδικήματα. Όμως επιδικάσθηκε η ίδια χρηματική ικανοποίηση

Αριθμός 446/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου, Μαρία Κουβίδου -Εισηγήτρια και Άννα Φωτοπούλου – Ιωάννου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Νοεμβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Ζαχαρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ν. Χ. του Δ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Δημητρίου Τσάκωνα, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2651/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Κ. Χ. του Σ., κάτοικο …, η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος και διόρισε πληρεξούσιό δικηγόρο της, τον Κωνσταντίνο Κανελλόπουλο.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Δεκεμβρίου 2020 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 30.12.2020, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 10471/2020 και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 102/21.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 29-12-2020 αίτηση του Ν. Χ. του Δ., για αναίρεση της 2651/2020 καταδικαστικής απόφασης του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και συνεπώς πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία (άρθρα 462 παρ. 1β, 464, 466, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1, 4, 504 παρ. 1 και 505 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ). Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3500/2006 της 23/24.10.2006 “Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις”, “ενδοοικογενειακή βία θεωρείται η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7,8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του Π.Κ.”. Κατά την παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου άρθρου, “οικογένεια θεωρείται η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους” ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου “θύμα ενδοοικογενειακής βίας θεωρείται κάθε πρόσωπο της προηγούμενης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος …”. Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του ως άνω νόμου, όπως ισχύει από 1-7- 2019, μετά την τροποποίησή του ως προς την απειλούμενη ποινή με το άρθρο 463 παρ. 1, 2 ΠΚ “το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 308 Π.Κ., ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδ. β’ της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή χρηματική ποινή”. Κατά δε το άρθρο 312 παρ. 2 και 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ, που καλύπτει το έγκλημα της ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος συζύγου ή συντρόφου, όποιος προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης τιμωρείται για την πράξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδάφιο α’, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη σύγκριση των άνω διατάξεων προκύπτει ότι στην προκείμενη περίπτωση ,που η ένδικη πράξη της ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης φέρεται ότι τελέστηκε σε βάρος συζύγου στις 29 Ιουλίου 2018, εφαρμοστέα, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 Π Κ, είναι η διάταξη του άρθρου 6 παρ. Ια του ν. 3500/2006, ως περιέχουσα ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, καθόσον πέραν της απειλούμενης και από τις δύο διατάξεις ποινής φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους προβλέπει διαζευκτικά και τη χρηματική ποινή. Η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη διακρίνεται από τη σωματική βλάβη του άρθρου 308 του Π.Κ., ως προς το στοιχείο της τέλεσής της εντός του οικογενειακού πλαισίου και για το λόγο αυτό τιμωρείται αυστηρότερα. Ειδικότερα ποινικοποιείται η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη υπό την έννοια της πρόκλησης από μέλος της οικογένειας σε άλλο μέλος αυτής απλής σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας ή εντελώς ελαφράς σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας μετά από συνεχή συμπεριφορά, με συνέπεια αν η εντελώς ελαφρά σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας προξενήθηκε όχι μετά από συνεχή συμπεριφορά, δεν τιμωρείται κατά το παραπάνω άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3500/2006 αλλά κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ.1 εδ. β του ΠΚ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 308 του παλαιού Π Κ, υπό την ισχύ του οποίου φέρεται ότι τελέστηκε η ένδικη πράξη “1. Όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι όλως ελαφρά τιμωρείται με κράτηση έως έξι (6) μήνες ή με πρόστιμο έως τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ “, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 308 παρ. 1 του νέου Π.Κ. “Ι. Όποιος προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. Αν η κάκωση ή βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά, τιμωρείται με παροχή κοινωφελούς εργασίας”. Από τη σύγκριση των άνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν έχει αλλάξει η νομοτυπική μορφή της πράξης, όμως η διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. α’ του νέου ΠΚ για την απλή σωματική βλάβη είναι ευμενέστερη ως προς την προβλεπόμενη ποινή, δυσμενέστερη όμως ως προς την προβλεπόμενη στο εδ. β’ πράξη της εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης, αφού η πράξη φέρει το χαρακτήρα πλημμελήματος (άρθρο 18 του νέου ΠΚ), ενώ κατά την αντίστοιχη διάταξη του προϊσχύσαντος ποινικού κώδικα φέρει χαρακτήρα πταίσματος (άρθρο 18 αυτού), τα πταίσματα δε ήδη έχουν καταργηθεί, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 468 του νέου ΠΚ. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι το αδίκημα της σωματικής βλάβης, που θεσμοθετείται για να προστατευθεί η σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου, είναι υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα, η αντικειμενική υπόσταση του οποίου περιλαμβάνει όχι μόνο ορισμένη ενέργεια αλλά και ορισμένο αποτέλεσμα, που συνίσταται, είτε στην πρόκληση σωματικής κάκωσης, είτε στην πρόκληση βλάβης της υγείας του παθόντος και που διαβαθμίζεται, αναλόγως της σπουδαιότητας αυτής, σε απλή και σε εντελώς ελαφρά, η οποία, χωρίς να είναι επουσιώδης, έχει επιπόλαιες συνέπειες. Επομένως, για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω ιδιώνυμου εγκλήματος της ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης, απαιτείται πέραν της πρόκλησης σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας από ένα μέλος της οικογένειας σε άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας και δόλος του δράστη κατευθυνόμενος στην παραγωγή αυτών των αποτελεσμάτων. Σωματική κάκωση είναι κάθε εξωτερική επενέργεια επί του σώματος, όπως τραύματα, εκδορές, οιδήματα, παραμορφώσεις, πόνος κλπ, ενώ βλάβη της υγείας κάθε διατάραξη των εσωτερικών λειτουργιών. Η συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης για το έγκλημα αυτό πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, εν όψει της διαβάθμισης της σωματικής βλάβης, αναλόγως της σπουδαιότητάς της, σε απλή, επικίνδυνη, βαριά και θανατηφόρα. Η σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη ως προς τον προσδιορισμό με ακρίβεια του είδους της σωματικής κάκωσης ή της βλάβης της υγείας του παθόντος, προκειμένου να ελεγχθεί η ύπαρξη και ο χαρακτήρας της σωματικής βλάβης από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, προκειμένου να αποφανθεί για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση για το είδος της σωματικής βλάβης που προξενήθηκε, δεν αρκείται στις αφηρημένες εκφράσεις της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αλλά εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ1 επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επέλευσης ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), πράγμα που δεν συμβαίνει στην απλή σωματική βλάβη, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης της οποίας αρκεί απλός (κοινός) δόλος. Η επιβαλλόμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης αναφέρεται, τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα άρθρα 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακρόασης, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ, που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ, ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. Το δικαστήριο, όμως, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε ισχυρισμό που δεν είναι αυτοτελής ή είναι αυτοτελής, αλλά δεν προβάλλεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και πλήρη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία, κατά την οικεία διάταξη, για τη θεμελίωσή του, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγήσουν στο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα, ή δεν προβάλλεται παραδεκτά για άλλο λόγο ή δεν είναι νόμιμος. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 4 του ΠΚ, η οποία ορίζει ότι” ο υπαίτιος της πράξης της παρ. 1 είναι δυνατό να απαλλαγεί από κάθε ποινή αν παρασύρθηκε στην πράξη από δικαιολογημένη αγανάκτηση, εξαιτίας μιας αμέσως προηγούμενης πράξης που τέλεσε ο παθών εναντίον του ή ενώπιον του και ήταν ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή μόνο υπέρ του υπαιτίου της σωματικής βλάβης της παρ. 1, ήτοι της απλής ή εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης. Όμως, η αμφισβήτηση από τον κατηγορούμενο του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης που αποδίδεται σε βάρος του και η επίκληση από μέρους του διαφορετικού (ηπιότερου) νομικού χαρακτηρισμού δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά άρνηση της κατηγορίας, όπως αυτή εξειδικεύεται στο κατηγορητήριο ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση των κατά το είδος τους μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων [ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα και ιατροδικαστική έκθεση που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο και απολογία του κατηγορουμένου], δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Από την αποδεικτική διαδικασία που διεξήχθη στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και δη, από την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, απ’όλα τα έγγραφα και από την ιατροδικαστική έκθεση, που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο και αναφέρονται στα πρακτικά, από την απολογία του κατηγορουμένου καθώς και από την εν γένει συζήτηση της υπόθεσης, όπως πιο πάνω αναφέρεται, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος και η πολιτικώς ενάγουσα είναι σύζυγοι. Παντρεύτηκαν το έτος 2010 και από το γάμο τους αυτό απέκτησαν τον Ιανουάριο του 2017 ένα αγόρι. Στην έγγαμη συμβίωσή τους όμως εμφανίστηκαν προβλήματα για λόγους που αφορούν κυρίως το κακό συνδυασμό των χαρακτήρων τους και τις διαφορετικές απόψεις τους για το βαθμό του ψυχικού δεσμού που διατηρεί ο καθένας τους με την πατρική του οικογένεια και την επιρροή του απ’ αυτήν. Βαθμιαία οι σχέσεις τους κλονίστηκαν και δημιουργούνταν επεισόδια μεταξύ τους με το παραμικρό, μεταξύ των οποίων και το επίδικο, δεδομένου και του ευέξαπτου και έντονου χαρακτήρα του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, στις 29-7-2018 περί ώρα 13.00 οι άνω σύζυγοι είχαν επιστρέψει στην οικία τους μετά από μία κοινωνική επίσκεψη και το τέκνο τους, ηλικίας τότε μόλις 18 μηνών, το είχε βάλει η μητέρα του- πολιτικώς ενάγουσα στο δωμάτιο του για να κοιμηθεί. Η ίδια, αμέσως μετά, επειδή έβρεχε βγήκε στο μπαλκόνι του διαμερίσματος τους για να μαζέψει μία ρόδα αυτοκινήτου (ρεζέρβα) που είχε αφήσει εκεί ο κατηγορούμενος-σύζυγός της και βρεχόταν. Εκείνος όμως εκνευρίστηκε πολύ από αυτή την κίνηση της συζύγου του σε δικό του πράγμα και αμέσως άρχισε να της φωνάζει δυνατά και με σκαιότητα. Η πολιτικώς ενάγουσα φανερά θυμωμένη και πειραγμένη πήρε το τηλέφωνο της και κατευθύνθηκε στο μπάνιο για να μιλήσει για τη συμπεριφορά αυτή του συζύγου της εις βάρος της με προσφιλές της πρόσωπο. Ο κατηγορούμενος αντελήφθη αυτή την πρόθεσή της και νευριασμένος την ακολούθησε. Της άρπαξε το τηλέφωνο από το χέρι και βίαια έβαλε την παλάμη του γύρω από το λαιμό της και την έσφιξε με δύναμη, προκαλώντας της σωματική κάκωση στην περιοχή, καθόσον της προκάλεσε φραγή της αναπνευστικής της οδού και ισχυρό πόνο εκεί. Η πολιτικώς ενάγουσα αντέδρασε και με το χέρι της τον τσίμπησε στη θηλή και του γρατζούνισε το αυτί. Ο κατηγορούμενος τότε την άφησε , και αφού προηγουμένως την έφτυσε περιφρονητικά, έφυγε από το σπίτι τους για λίγο για να καταφέρει να επανακτήσει την ψυχραιμία του. Στο μεταξύ η πολιτικώς ενάγουσα είχε ειδοποιήσει την αστυνομία και καθώς ανέμενε τα αστυνομικά όργανα ετοίμασε το τέκνο της να το πάρει μαζί της επειδή δεν είχε που να το αφήσει. Σε λίγο επέστρεψε ο κατηγορούμενος, κατέφθασαν και τα αστυνομικά όργανα και όλοι μαζί μετέβησαν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, όπου η πολιτικώς ενάγουσα ανέφερε τα ανωτέρω και καταμήνυσε το σύζυγο της για την εις βάρος της σωματική κάκωση, όπως έκανε κι εκείνος αργότερα κι εκείνος εις βάρος της για τις εκδορές που του είχε προκαλέσει στο αυτί του, τις οποίες διαπίστωσε και η ιατροδικαστής που τον εξέτασε ακολούθως. Η πολιτικώς ενάγουσα, επειδή είχε μαζί της το παιδί της, δεν μετέβη άμεσα σε ιατροδικαστή για εξέταση, πλην όμως τη ανωτέρω σωματική κάκωση που της προκάλεσε ο σύζυγος της υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες την κατήγγειλε αμέσως και την περιέγραψε με απόλυτη πειστικότητα ενώπιον των αστυνομικών οργάνων, αλλά και των συγγενών της (όπως ο πατέρας της και η πεθερά της) που την είδαν όταν κατέφθασαν στο αστυνομικό τμήμα, τους οποίους η ίδια είχε καλέσει διαμαρτυρόμενη για τη σωματική κάκωση που της είχε προκαλέσει ο σύζυγος της. Για τις συνθήκες αυτές της βιαιοπραγίας του συζύγου της εις βάρος και τις συνέπειές της κατέθεσε η πολιτικώς ενάγουσα και στο ακροατήριο, όπως και ο πατέρας της, οι οποίες δεν αντικρούονται πειστικά από τις άλλες αποδείξεις, όπως οι καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης (μητέρας του κατηγορουμένου και συζύγου του φίλου και κουμπάρου του) και η απολογία του. Αντίθετα από αυτές επιβεβαιώνεται ότι στον επίδικο τόπο και χρόνο έλαβε χώρα περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας για το οποίο η πολιτικώς ενάγουσα-σύζυγος κάλεσε άμεσα την αστυνομία και μετέβη στο αστυνομικό τμήμα για να ακολουθήσει τη νόμιμη οδό. Η ανωτέρω σωματική κάκωση της πολιτικώς ενάγουσας, με τη φραγή της αναπνευστικής της οδού και ισχυρό πόνο σ’ αυτή μετά από βίαιο και δυνατό σφίξιμο της παλάμης του συζύγου της γύρω από το λαιμό της, υπάγεται στην έννοια του άρθρου 308 παρ.1 του ΠΚ, και δεν είναι όλως ελαφρά όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Συνακόλουθα, με βάση τα παραπάνω στοιχειοθετείται η αντικειμενική, αλλά και η υποκειμενική, υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 6 παρ. 1α’ του ν. 3500/2006, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο. Κατόπιν τούτων πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της πράξεως αυτής, της ενδοοικογενειακής απλής σωματικής κάκωσης που προκάλεσε στις 29-7-2018 στη σύζυγο του-πολιτικώς ενάγουσας, για την οποία ασκήθηκε εις βάρος του ποινική δίωξη και καταδικάστηκε και πρωτοδίκως.” Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για την αξιόποινη πράξη της ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης, με το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου (άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’ΠΚ) και του επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ένοχο (…) του ότι: Στην Αθήνα, στις 29-07-2018, με πρόθεση προξένησε σε μέλος της οικογένειάς του σωματική κάκωση, δηλαδή επιτέθηκε στην εγκαλούσα σύζυγο του Κ. Χ. και την έπιασε βίαια από το λαιμό με αποτέλεσμα να της προξενήσει κακώσεις (φραγή της αναπνευστικής οδού και ισχυρό πόνο σ’αυτή).” Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέπονται στον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α’, 27 παρ. 1, 463 παρ. 1,2 του ΠΚ, 1 παρ.1, 2, 3 και 6 παρ.1 περ. α’ του Ν. 3500/2006 σε συνδυασμό με το άρθρο 308 παρ. 1α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες που να στερούν την απόφασή του από νόμιμη βάση. Οι επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που προβάλλονται με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης, περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ενοχή, τις αποδείξεις και την απόρριψη του εκ του άρθρου 308 παρ. 4 ΠΚ αυτοτελούς ισχυρισμού του, ως και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 308 παρ.1 ΠΚ και 6 παρ.1 εδ α του ν. 3500/2006, είναι αβάσιμες, διότι: I) Με πλήρη αιτιολογία και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι η επελθούσα στην παθούσα, σύζυγο του κατηγορουμένου, σωματική βλάβη δεν ήταν αυτή της εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης, αλλά της απλής σωματικής βλάβης, απορρίπτοντας τον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό του περί χαρακτηρισμού της ένδικης πράξης του ως εντελώς ελαφράς. Ειδικότερα, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο κατηγορούμενος “έβαλε βίαια την παλάμη του γύρω από το λαιμό της και την έσφιξε με δύναμη, προκαλώντας της σωματική κάκωση στην περιοχή ,καθόσον της προκάλεσε φραγή της αναπνευστικής οδού και ισχυρό πόνο εκεί ” , περαιτέρω δε ότι ” η ανωτέρω σωματική κάκωση της πολιτικώς ενάγουσας, με την φραγή της αναπνευστικής οδού και ισχυρό πόνο σ’ αυτή μετά από βίαιο και δυνατό σφίξιμο της παλάμης του συζύγου της γύρω από το λαιμό της, υπάγεται στην έννοια του άρθρου 308 παρ.1 του ΠΚ, και δεν είναι όλως ελαφρά όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος”. Δηλαδή, εκτίθεται η εξωτερική επενέργεια επί του σώματος της παθούσας (φραγή της αναπνευστικής οδού και ισχυρός πόνος ) που της προκάλεσε σωματική κάκωση στην περιοχή του λαιμού, η οποία, λόγω του βίαιου και δυνατού σφιξίματος ευαίσθητου μέρους του σώματος αυτής (λαιμού), εκτιμάται ότι δεν είχε επιπόλαιες συνέπειες. Με τις προαναφερθείσες αιτιολογημένες επί της ενοχής παραδοχές του, το άνω Δικαστήριο απάντησε στον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι η σωματική βλάβη ήταν εντελώς ελαφρά, μη αποδεχόμενο τον ισχυρισμό του αυτόν, ο οποίος πάντως δεν αποτελούσε αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω ιδιαίτερη αιτιολογία.
II) Αναφέρονται στην αιτιολογία της απόφασης, κατά το είδος τους, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το Δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται, κατά νόμο, αναγκαία η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική τους εκτίμηση, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το άνω Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, περιορίσθηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα.
ΙΙΙ) Στην επί της ενοχής κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας σαφώς περιέχεται και κατ’ ουσίαν απόρριψη του εκ του άρθρου 308 παρ. 4 αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος ότι η πράξη του της εντελώς ελαφράς σωματικής βλάβης πρέπει να μείνει ατιμώρητη, διότι είναι αποτέλεσμα απρόκλητης σε βάρος του επίθεσης από την εγκαλούσα, αλλιώς να του επιβληθεί ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας. Η αιτιολογία αυτή απόρριψης του ως άνω ισχυρισμού είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, καθόσον από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης σε συνδυασμό με το διατακτικό της, στο οποίο αναφέρεται η απόρριψη των προβληθέντων ισχυρισμών, με σαφήνεια συνάγεται, ότι ο κατηγορούμενος, ήδη αναιρεσείων, πρώτος επιτέθηκε στη σύζυγο του προκαλώντας της την προπεριγραφόμενη σωματική κάκωση, οπότε η τελευταία αντέδρασε και με το χέρι της τον τσίμπησε στη θηλή και του γρατζούνισε το αυτί, τα δε περιστατικά αυτά, που αναφέρει ως αποδειχθέντα η προσβαλλόμενη απόφαση, αναιρούν το περιεχόμενο του προβληθέντος από τον τελευταίο ανωτέρω ισχυρισμού και κατά τα δύο σκέλη του. IV) Με βάση τις παραπάνω υπό στοιχείο I παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας ορθά ερμήνευσε το νόμο και υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην έννοια της ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης των άρθρων 6 παρ. 1 του Ν. 3500/2006 σε συνδ. με το άρθρο 308 παρ. 1 εδ. α του Π Κ. Οι λοιπές αιτιάσεις που περιέχονται στο αναιρετήριο και αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, συνιστώσες αμφισβήτηση των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματος της, είναι απαράδεκτες, αφού, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττουν ανεπιτρέπτως την ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Συνεπώς, οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχεία Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ είναι αβάσιμοι.
Κατά το άρθρο 470 εδ. α’ του Κ.Ποιν.Δ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου, με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως και δη είτε με την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων σε βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση) είτε με την επιβάρυνση της νομικής μεταχείρισης αυτού, δηλαδή κυρίως εάν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (νομική χειροτέρευση), διαπιστούμενη με τη σύγκριση του περιεχομένου των διατακτικών, αφενός της απόφασης που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφετέρου αυτής που εκδίδεται από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου. Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ λόγο αναίρεσης, προκύπτει ότι χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου και όταν το δικαστήριο που κρίνει επί ενδίκου μέσου που άσκησε ο ίδιος ή ασκήθηκε υπέρ αυτού, τον κηρύξει αθώο για μία από τις πράξεις για τη οποία είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως ή κρίνει περί παραγραφής μιας εκ των επιβληθεισών ποινών, διατήρησε όμως την ίδια ποινή ή τη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο εγκαλών . Τέλος από τις διατάξεις των άρθρων 63 επ. του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Κ.Ποιν.Δ, προκύπτει ότι οι δικαιούμενοι κατά τον αστικό κώδικα σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης μπορούν να παραστούν στο ποινικό δικαστήριο για την υποστήριξη της κατηγορίας ,ενώ για την ικανοποίηση της ανωτέρω αξίωσής τους αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια. Όμως, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 588 του ίδιου κώδικα, ” Αστικές αξιώσεις που έχουν εισαχθεί σε ποινικά δικαστήρια παραπέμπονται υποχρεωτικά ως ανεκκαθάριστες στα πολιτικά δικαστήρια, εκτός αν έχουν επιδικαστεί, οπότε ως προς αυτές εφαρμόζονται οι διατάξεις του καταργούμενου κώδικα ποινικής δικονομίας”.
Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος παραπονείται ότι το δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του με τη χειροτέρευση της θέσης του, κατά παράβαση του άρθρου 470 Κ.Ποιν.Δ, καθώς, κατά τις αιτιάσεις του, α) διέλαβε στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης πραγματικά περιστατικά που δεν υπήρχαν πρωτοδίκως και β) ενώ τον καταδίκασε για μία μόνο από τις δύο πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος στον πρώτο βαθμό επιδίκασε την ίδια χρηματική ικανοποίηση στην πολιτικώς ενάγουσα.
Στην προκειμένη περίπτωση προκύπτει ότι ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε πρωτοδίκως με την ΑΥΤ. 3141/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για δύο πράξεις ήτοι για ενδοοικογενειακή απλή σωματική βλάβη και ενδοοικογενειακή απειλή και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους για την πρώτη πράξη και τριών (3) μηνών για τη δεύτερη πράξη και συνολική ποινή ενός (1) έτους και ενός (1) μήνα, ανασταλείσα επί τριετία. Επίσης επιδικάσθηκε στην πολιτικώς ενάγουσα χρηματική ικανοποίηση 50 ευρώ για την ηθική βλάβη που αυτή υπέστη από τα ως άνω εγκλήματα. Στη συνέχεια, κατόπιν άσκησης της 51128/6-9-2018 έφεσης του κατηγορουμένου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση 2651/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της ανωτέρω έφεσης για την πράξη της ενδοοικογενειακής απειλής, κατά το άρθρο 64 του ν. 4689/2020, καθόσον η επιβληθείσα ποινή είχε παραγραφεί, ενώ καταδικάστηκε, κατά τα προαναφερθέντα, μόνο για την πράξη της ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης, για την οποία επιδικάσθηκε στην πολιτικώς ενάγουσα- παθούσα το ίδιο ποσό των 50 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την ανωτέρω πράξη. Από τη σύγκριση του περιεχομένου των ανωτέρω αποφάσεων προκύπτει ότι στο σκεπτικό της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου γίνεται δεκτό ότι ο κατηγορούμενος επιτέθηκε κατά της εγκαλούσας συζύγου του “και την έπιασε βίαια από το λαιμό σφίγγοντάς την και πιέζοντας την αναπνευστική οδό “,δηλαδή περιστατικά που δέχτηκε και η προσβαλλόμενη, ενώ η περαιτέρω παραδοχή της προσβαλλόμενης περί πρόκλησης ισχυρού πόνου, δεν αποτελεί νέα παραδοχή που διευρύνει την ενοχή του κατηγορουμένου επιφέροντας οιαδήποτε αύξηση της απαξίας της πράξης για την οποία κηρύχθηκε ένοχος, αλλά αποτελεί ακριβέστερο προσδιορισμό των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά πρωτοδίκως, με διευκρίνιση και συμπλήρωση αυτών.
Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ Κ.Ποιν.Δ, είναι αβάσιμος. Όμως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, επιδικάζοντας το ίδιο ποσό χρηματικής ικανοποίησης με το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώ τον καταδίκασε μόνο για τη μία εκ των δύο πράξεων για τις οποίες είχε πρωτοδίκως καταδικαστεί, κατέστησε χειρότερη τη θέση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ, υπερβαίνοντας την εξουσία του. Κατόπιν αυτού πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο τέταρτος και τελευταίος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι καθόσον αφορά τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που επιδικάσθηκε στην πολιτικώς ενάγουσα Κ. Χ. του Σ. και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, καθόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρα 519 και 588 παρ. 3 του Κ.Ποιν.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την 2651/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών μόνο κατά τη διάταξή περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που επιδικάσθηκε στην πολιτικώς ενάγουσα Κ. Χ. του Σ..

Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο ως άνω μέρος, για την επιβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που επιδικάσθηκε στην ως άνω πολιτικώς ενάγουσα, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 29-12-2020 αίτηση του Ν. X. του Δ., ασκηθείσα με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 30-12-2020, για αναίρεση της ως άνω απόφασης……

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Μαρτίου 2022.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαρτίου 2022.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top