Αριθμός 101/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Κουβίδου – Εισηγήτρια, Βασίλειο Μαχαίρα, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου και Μαρία Βάρκα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης Ε. Σ. του Κ., κατοίκου … η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Πυρομάλλη, για αναίρεση της υπ’αριθ. ΘΤ1209/2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Ε. Π. του Γ., κάτοικο … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Σιάμο.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 19.9.2022 αίτηση αναιρέσεως (αρ. πρωτ. της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου 7852/19.9.2022), η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 925/2022.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 19-9-2022 αίτηση της Ε. Σ. του Κ.(αριθμός πρωτοκόλλου της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου 7852/19-9-2022) για αναίρεση της ΘΤ 77/1209/25-11-2021 τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ασκήθηκε νομότυπα, εμπρόθεσμα και είναι παραδεκτή.
Συνεπώς, πρέπει, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων που προβάλλονται με αυτήν.
Ι) Κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α’ του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 87 του ν. 4855/12-11-2021, η οποία εφαρμόστηκε στην προκείμενη περίπτωση ως περιέχουσα ευμενέστερες για την κατηγορουμένη διατάξεις (άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ), “Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή… “. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι ολικά ή εν μέρει ξένο, ως ξένο δε θεωρείται το πράγμα, το οποίο βρίσκεται σε ξένη, αναφορικά με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται στο αστικό δίκαιο, και δεν έχει περιέλθει στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη, β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στο δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση από το δράστη του πράγματος, η οποία συντρέχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή δίχως άλλη νόμιμη αιτία . Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει στην περιουσία του βρισκόμενο στην κατοχή του ξένο κινητό πράγμα, εξουσιάζοντας και διαθέτοντας αυτό σαν να ήταν κύριος, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 ΠΚ, ο χρόνος, κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος και ενσωμάτωσης του στην περιουσία του (ΑΠ 101/2022, ΑΠ 877/2021, ΑΠ 1155/2020), είναι δε αναιρετικά ανέλεγκτος, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ότι επηρεάζει την ταυτότητα της πράξης, ή την παραγραφή, ή ότι προβλήθηκαν αντιρρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 1548/2007). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ και την ομοίου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 114 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, “Όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμετόχους της”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 381 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, για την ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων εγκλημάτων, αυτού της υπεξαίρεσης, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, απαιτείται έγκληση. Η έγκληση, αφενός αποτελεί θεσμό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, γιατί η παραμέληση υποβολής της εντός της ανωτέρω τρίμηνης προθεσμίας οδηγεί στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης που διώκεται κατ’ έγκληση και αφετέρου συνιστά δικονομικό θεσμό, γιατί αποτελεί δικονομική προϋπόθεση για την έγκυρη γένεση της ποινικής δίκης (Ολ. ΑΠ 1/2007). Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να προσδιορίζονται γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ούτε αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους, ενώ δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Η ύπαρξη του δόλου (άρθρο 27 ΠΚ) δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν αξιώνεται στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα της υπεξαίρεσης, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του οποίου αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. Η κατά τις ανωτέρω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να υπάρχει και για τους παραδεκτά προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, όπως είναι και αυτός περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω εκπρόθεσμης άσκησης της απαιτούμενης για τη δίωξη της πράξης έγκλησης (ΑΠ 576/2018). Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ, υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 449/2022, ΑΠ 188/2022).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη ΘΤ 1209/25-11-2021 απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που την εξέδωσε δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, για να καταλήξει αφενός στην απόρριψη του ισχυρισμού της κατηγορουμένης περί απαραδέκτου άσκησης της σε βάρος της ποινικής δίωξης λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης και αφετέρου στην, κατά πλειοψηφία, καταδικαστική του κρίση, δέχθηκε στο σκεπτικό της, κατά πιστή αντιγραφή, τα εξής : “Εν προκειμένω, ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης περί απαραδέκτου ασκήσεως της εις βάρος της ποινικής δίωξης λόγω εκπρόθεσμης υποβολής εγκλήσεως δεν αποδείχθηκε ουσιαστικά αβάσιμος, λαμβανομένου υπόψη ότι ως χρόνος τέλεσης του αποδιδόμενου εις βάρος της αδικήματος της υπεξαίρεσης (πρώην υφαίρεσης) προσδιορίστηκε από τον Εισαγγελέα που επεξεργάστηκε τη δικογραφία η 6η-2-2015, ήτοι η ημερομηνία που επιδόθηκε η από 05-02-2015 εξώδικη δήλωση- διαμαρτυρία- πρόσκληση του Ε. Π. (σχετ. η υπ’αρ. 7473/6-2-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Χ. Δ.), με την οποία για πρώτη φορά της ζήτησε να του παραδώσει εντός δύο ημερών από την επίδοση του ανωτέρω δικογράφου το επίδικο αυτοκίνητο και όχι ο Δεκέμβριος 2013, όπως ισχυρίζεται η κατηγορουμένη, οπότε επήλθε διάσταση ανάμεσα στο ζεύγος και επιδόθηκε έτερη εξώδικη δήλωση- διαμαρτυρία- πρόσκληση του ιδίου εγκαλούντος, με την οποία καλούσε μεν την κατηγορουμένη να διευθετήσουν τις μεταξύ τους εκκρεμότητες, μεταξύ των οποίων και τη χρήση του εν λόγω αυτοκινήτου, χωρίς ωστόσο να ζητήσει με αυτήν την άμεση απόδοση του οχήματος. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η έγκληση υποβλήθηκε στη Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών στις 05-03-2015, τούτη τυγχάνει εμπρόθεσμη και συνακόλουθα παραδεκτώς ασκήθηκε η σχετική ποινική δίωξη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εκκαλούσας. Περαιτέρω, από την ενώπιον του ακροατηρίου αποδεικτική διαδικασία και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν νομότυπα, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν δημόσια, σε συνδυασμό προς την απολογία της κατηγορουμένης αποδείχθηκε ότι η Ε. Σ., τέλεσε στη … στις 06-02-2015 από πρόθεση την αξιόποινη πράξη που της αποδίδεται με το κατηγορητήριο, ήτοι της παράβασης του άρθρου 375 παρ. 1α ΠΚ, καθόσον παρά την επίδοση της με ημερομηνία 05-02-2015 εξώδικης δήλωσης- διαμαρτυρίας- πρόσκλησης του Ε. Π., με την οποία της ζητούσε εντός δύο ημερών από την επίδοση του σχετικού δικογράφου, που έλαβε χώρα κατά τα προαναφερόμενα στις 06-02-2015 , να του αποδώσει το με στοιχεία κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο κυριότητάς του, εκείνη ουδέν έπραξε, τουναντίον εξακολούθησε να το έχει στην κατοχή της, με σαφή σκοπό ιδιοποίησής του, ο οποίος προκύπτει από το γεγονός ότι η ίδια ακόμη, παρά την προηγηθείσα αφαίρεση των πινακίδων κυκλοφορίας του από τον τέως σύζυγό της, επιχείρησε να αποκρύψει τούτο μεταφέροντάς το -με γερανό- από την πρώην οικογενειακή στέγη σε χώρο πλησίον της οικίας των γονέων της στον … Ο ισχυρισμός δε της κατηγορουμένης ότι δεν είχε πρόθεση ιδιοποίησης του επίδικου οχήματος, ερειδόμενος στο ότι ο εγκαλών γνώριζε το σημείο στάθμευσης και παραμονής τούτου, ο οποίος ευρίσκετο σε ελεύθερο χώρο από όπου μπορούσε να το παραλάβει, καθώς διέθετε κλειδί, κρίνεται ως αβάσιμος, καθόσον συνεπεία της ενέργειάς της να απομακρύνει τούτο μεταφέροντάς το στην οικία των γονέων της, ο εγκαλών διέτρεχε τον κίνδυνο να κατηγορηθεί για τη διάπραξη του εγκλήματος της αυτοδικίας σε περίπτωση που επιχειρούσε να το απομακρύνει από εκεί αυτοβούλως. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι η ως άνω κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, εφόσον αποδείχθηκαν τα κατά τόπο και χρόνο περιστατικά που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης που επιτρεπτώς συμπληρώνει το σκεπτικό … , και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αποδιδόμενης σε αυτήν πράξεως”. Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε, κατά πλειοψηφία, ένοχη την κατηγορουμένη, ήδη αναιρεσείουσα, με το ακόλουθο διατακτικό, κατά πιστή αντιγραφή: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ την κατηγορουμένη ένοχη κατά πλειοψηφία-μειοψηφούσης της εκ δεξιών Συνέδρου, που είχε την άποψη ότι έπρεπε να κηρυχθεί αθώα- του ότι: Στη … στις 6-2-2015, με πρόθεση ιδιοποιήθηκε ξένο κινητό πράγμα που περιήλθε με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή της και ειδικότερα ενώ είχε περιέλθει στην κατοχή της, ως εν διαστάσει σύζυγος του εγκαλούντα Π. Ε. του Γ., το υπ’ αριθμ. κυκλοφ. … Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, μάρκας “DAIMLER CHRYSLER” τύπου “GRAND CHEROKEE”, χρώματος πράσινου,5.654 κ.ε, το οποίο ο τελευταίος είχε αγοράσει στις 14-4-2009 και εξοφλήσει με ιδίους πόρους το μήνα Οκτώβριο 2013, ωστόσο παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του τόσο προφορικά, όσο και με εξώδικες δηλώσεις δεν επέστρεψε το ως άνω όχημα στον ιδιοκτήτη αυτού, όπως όφειλε, αλλά παράνομα το ιδιοποιήθηκε” και αφού της αναγνώρισε, κατά πλειοψηφία, την ελαφρυντική περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2β ΠΚ, την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών, την οποία ανέστειλε για μία τριετία.
Με τις παραπάνω παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην ως άνω απόφασή του την επιβαλλόμενη, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στις παρατεθείσες στην ίδια απόφαση ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 17, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 375 παρ. 1α ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, που προβάλλονται με το μοναδικό λόγο αναίρεσης περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εκ πλαγίου παραβίασης ουσιαστικής ποινικής διάταξης, α) ως προς το χρόνο τέλεσης της πράξης και την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού της περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου εξαιτίας της εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης και β) ως προς τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης, είναι αβάσιμες. Τούτο διότι, ως προς την υπό στοιχείο (α) αιτίαση αναλυτικά και με πληρότητα εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με τις ως άνω παραδοχές της, συνολικά εκτιμώμενες, ότι χρόνος τέλεσης της ένδικης πράξης της υπεξαίρεσης είναι η 6η-2-2015, οπότε η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη εκδήλωσε την πρόθεση ιδιοποίησης του αυτοκινήτου του εγκαλούντος, καθόσον, παρά την επίδοση της από 5-2-2015 εξώδικης δήλωσης διαμαρτυρίας -πρόσκλησης του εγκαλούντος Ε. Π., με την οποία της ζήτησε να του παραδώσει εντός δύο ημερών από την επίδοση του ανωτέρω δικογράφου το ως άνω αυτοκίνητο κυριότητάς του, εκείνη δεν το έπραξε, αλλά εξακολούθησε να το έχει στην κατοχή της με σαφή σκοπό ιδιοποίησής του, και όχι ο Δεκέμβριος 2013, όπως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα- κατηγορουμένη, οπότε επήλθε διάσταση ανάμεσα στο ζεύγος και της επιδόθηκε έτερη εξώδικη δήλωση- διαμαρτυρία πρόσκληση με την οποία την καλούσε να διευθετήσουν τις μεταξύ τους εκκρεμότητες, μεταξύ των οποίων και τη χρήση του εν λόγω αυτοκινήτου, χωρίς ωστόσο να ζητήσει με αυτήν την άμεση απόδοση του οχήματος. Σχετικά με τις αποδείξεις, που λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν για το σχηματισμό της ως άνω κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας, αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάστηκαν νομότυπα, όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα και η απολογία της κατηγορουμένης), από τα οποία το εν λόγω Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτιμήθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να είναι απαραίτητο, όπως προαναφέρθηκε, να εκτίθεται τι προέκυψε ξεχωριστά από το καθένα και χωρίς να απαιτείται συγκριτική στάθμιση, αξιολογική συσχέτιση και ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμηση τούτων ή προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου, ενώ από το όλο περιεχόμενο της απόφασης αυτής καθίσταται βέβαιο, ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους, όπως αναφέρονται κατ’ είδος στην αρχή του σκεπτικού της. Μεταξύ των αποδεικτικών αυτών μέσων συγκαταλέγονται και τα επισημαινόμενα στο δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης έγγραφα και συγκεκριμένα, α) οι από 16-12-2013 και 17-6-2014 εξώδικες δηλώσεις, οι οποίες αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, στα οποία αναφέρονται μεταξύ των αναγνωσθέντων, με αρ. 2 και 1 αντίστοιχα, ως και η έγκληση, αφού γίνεται ρητή αναφορά της και β) η κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρα κατηγορίας Δ. Π., ενώ η αναφερόμενη στο δικόγραφο της αναίρεσης ένορκη κατάθεση αυτού ως μάρτυρα ενώπιον της Πταισματοδίκη Αθηνών δε αναγνώστηκε και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη. Εξάλλου, για τη βεβαιότητα ότι, παρά τα αντίθετα αβασίμως υποστηριζόμενα στην αίτηση αναίρεσης, δεν αγνοήθηκαν τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα που διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο, αρκεί ότι αυτά, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αναφέρονται κατά το είδος και την κατηγορία τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερου προσδιορισμού τους και μνείας του τι προέκυψε από αυτά, ενώ το γεγονός, ότι δεν έγινε δεκτό το περιεχόμενό τους ή ότι το Δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε μείζονα αποδεικτική βαρύτητα σε άλλα στοιχεία, που προέκυψαν από τις αποδείξεις, δεν σημαίνει, ότι το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα και αγνόησε ή δεν συνεκτίμησε τα υπόλοιπα, σαφώς δε συνάγεται ότι τα έλαβε υπόψη του στο σύνολό τους, αφού δεν εξαίρεσε κανένα, καταλήγοντας κυριαρχικά στην καταδικαστική του κρίση. Περαιτέρω, εκτίθεται ότι η έγκληση υποβλήθηκε στις 5-3-2015, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριών μηνών από την ημέρα που ο εγκαλών έμαθε για την τέλεση της πράξης (6-2-2015).
Συνεπώς, το Δικαστήριο της ουσίας με τις ως άνω πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες του ως προς το χρόνο τέλεσης της πράξης και κατ’ ορθή εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 117 παρ. 1 και ήδη 114 παρ.1 ΠΚ, απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό της αναιρεσείουσας- κατηγορουμένης περί απαραδέκτου άσκησης της σε βάρος της ποινικής δίωξης λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου εξαιτίας της εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης. Επίσης ,ως προς την υπό στοιχείο (β) αιτίαση αναλυτικά και με πληρότητα εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη είχε πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης του επιδίκου αυτοκινήτου με τις παραδοχές ότι δεν το απέδωσε στον εγκαλούντα -κύριο αυτού όταν της το ζήτησε κατά τα ανωτέρω, παρά δε την προηγηθείσα αφαίρεση των πινακίδων κυκλοφορίας του από αυτόν, επιχείρησε να το αποκρύψει, μεταφέροντάς το με γερανό από την πρώην οικογενειακή στέγη σε χώρο πλησίον της οικίας των γονέων της, στον …., περαιτέρω δε απορρίπτεται ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας- κατηγορουμένης ότι δεν είχε πρόθεση ιδιοποίησης του αυτοκινήτου, αφού ο εγκαλών γνώριζε το σημείο στάθμευσης και παραμονής αυτού σε ελεύθερο χώρο από όπου μπορούσε να ο παραλάβει καθώς διέθετε κλειδί, με την αιτιολογία ότι αν ο εγκαλών επιχειρούσε να το απομακρύνει αυτοβούλως διέτρεχε τον κίνδυνο να κατηγορηθεί για διάπραξη του εγκλήματος της αυτοδικίας. Με τις ίδιες ως άνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 375 παρ.1 ΠΚ, ως προς τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Επομένως, ο υποστηρίζων τα αντίθετα ως άνω λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις, που περιέχονται στο αναιρετήριο και αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, συνιστώσες αμφισβήτηση των ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της, είναι απαράδεκτες, αφού, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας και της εκ πλαγίου παραβίασης ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττουν ανεπιτρέπτως την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ύστερα από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 578 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.), ως και τα δικαστικά έξοδα του υποστηρίζοντος την κατηγορία (άρθρα 176,183 Κ.Πολ.Δ ), ο οποίος κλήθηκε και παραστάθηκε νόμιμα, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-9-2022 αίτηση της Ε. Σ. του Κ.(αριθμός πρωτοκόλλου της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου 7852/19-9-2022) για αναίρεση της ΘΤ1209/25-11-2021 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα του υποστηρίζοντος την κατηγορία, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Δεκεμβρίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2023.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top