Αριθμός 999/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ελένη Φραγκάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Κατσούλη, Δημήτριο Τράγκα, Ελένη Μπερτσιά – Εισηγήτρια και Διονύσιο Παλλαδινό, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Μωραϊτάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ε. Κ. του Μ., κατοίκου … που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παπαδημητρόπουλο, για αναίρεση της υπ’αριθ. ΑΤ1971/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 13-9-2022 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1033/2022.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και συγκεκριμένα για τον πρώτο λόγο αυτής, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το λόγο αυτό, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το αναιρούμενο μέρος της, να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 13-9-2022 αίτηση (ασκηθείσα με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 30-9-2022) του αναιρεσείοντος Ε. Κ. του Μ. κατοίκου … για αναίρεση της με αριθμό ΑΤ-1971/2022 απόφασης του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της πλημμύρας από αμέλεια με παράλειψη από υπόχρεο σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή και του επιβλήθηκε αφού του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του άρθρου 84παρ2α ΠΚ ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ’, Ε’ του ΚΠοινΔ (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων), και, συνεπώς, είναι παραδεκτή. Κατά το άρθρο 268 ΠΚ., όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 47 του ν.4855/2021 (ΦΕΚ Α 215/12-11-2021)1. “όποιος προξενεί πλημμύρα τιμωρείται :α)με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, β)με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο γ) με κάθειρξη, αν στην περίπτωση των περιπτώσεων των στοιχείων α’ και β’ η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου δ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν, στην περίπτωση του στοιχείου β’, η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη. 2.Όποιος στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου προκαλεί από αμέλεια την πλημμύρα από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για ξένα πράγματα ή άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη”. Η διάταξη του άρθρου 268 παρ. 2 του νέου ΠΚ ως ίσχυε μετά το ν.4619/2019,πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 47 του ν. 4855/2021, απαιτούσε την πρόκληση κοινού κινδύνου και ήταν ευμενέστερη τόσον της ισχύουσας από 12-11-2021 διάταξης του άρθρου 268 ΠΚ κατά την οποία αρκεί η δυνατότητα προκλήσεως τέτοιου κινδύνου, όσο και εκείνης του άρθρου 269 του προϊσχύσαντος ΠΚ., που προέβλεπε το έγκλημα της πλημμύρας από αμέλεια, επειδή με την ισχύουσα διάταξη προβλέπεται ποινή φυλακίσεως έως τριών ετών, ενώ με τη διάταξη του προϊσχύσαντος άρθρου 269 ΠΚ, προβλεπόταν ποινή φυλακίσεως χωρίς περιορισμό ως προς το ανώτατο όριο της και συνεπώς κατ’ άρθρο 2 παρ1 ΠΚ εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 268 παρ2 του νέου ΠΚ (ν.4619/2019) πριν την τροπ. με το άρθρο 47του ν. 4855/2021. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 268 παρ 2 του νέου ΠΚ σε συνδυασμό με εκείνη της πρώτης παραγράφου του ίδιου άρθρου καθώς και αυτή του άρθρου 28 ΠΚ που ορίζει ότι “από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλημμύρας από αμέλεια απαιτούνται: 1) πρόκληση πλημμύρας με οποιονδήποτε τρόπο. Ορισμό της πλημμύρας δεν διέλαβε ο νόμος λόγω της πασίδηλης έννοιας της λέξης. Πλημμύρα είναι η έξοδος νερού από τα φυσικά ή τεχνητά του όρια σε τέτοια ποσότητα και τέτοια δύναμη ,ώστε να δημιουργείται κοινός κίνδυνος για τα ξένα πράγματα που υπάρχουν στην περιοχή που εισήλθε το νερό. Ουσιώδες στοιχείο είναι 1) η πρόκληση κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα ή ανθρώπους, δηλαδή κίνδυνος που αφορά ευρύτερο κύκλο εννόμων αγαθών, ανεπίδεκτων προσδιορισμού κατ’ έκταση εκ των προτέρων, που σημαίνει ότι δεν απαιτείται μεν ειδικός προσδιορισμός των προσώπων ή των πραγμάτων που κινδύνευσαν από πλημμύρα, χρειάζεται όμως η συνδρομή γεγονότων ή περιστατικών ικανών να δικαιολογήσουν τη δυνατότητα κοινού κινδύνου (ΑΠ 921/2009) 2) Αμέλεια του δράστη που μπορεί να συνίσταται σε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας οπότε, πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του δράστη να παρεμποδίσει την επέλευση του αξιόποινου αποτελέσματος και 3) να υπάρχει αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ` αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο-βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Τέλος, κατά το άρθρο 510παρ1 στοιχ Ε’ του ΚΠΔ., λόγο αναιρέσεως της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης Στην προκειμένη περίπτωση το Α’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, μετά από συνεκτίμηση των αναφερομένων σε αυτό αποδεικτικών μέσων δέχθηκε στο σκεπτικό του κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο εκκαλών κατηγορούμενος τυγχάνει υπάλληλος της εταιρείας με την επωνυμία “Εταιρεία Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Πρωτευούσης Ανώνυμη Εταιρεία” (ΕΥΔΑΠ), έχοντας κατά τον επίδικο χρόνο, στην υπηρεσιακή του ευθύνη τη συντήρηση και την αποκατάσταση των βλαβών του Β’ Τομέα Πειραιά της εν λόγω δημόσιας επιχείρησης. Την 26η-9-2015, ημέρα Σάββατο, μεσημεριανές ώρες παρουσίασε βλάβη κεντρικός αγωγός της ΕΥΔΑΠ, ο οποίος βρισκόταν πλησίον των καταστημάτων της Ε. Β. και της Τ. Ε.. Λόγω της βλάβης του κεντρικού αγωγού, άρχισαν, ήδη από τις μεσημεριανές ώρες του Σαββάτου, να εισέρχονται ύδατα εντός των υπογείων καταστημάτων των ανωτέρω. Άμεσα, μόλις έγινε αντιληπτό ότι η αιτία, για την οποία εισέρχονταν τα ύδατα εντός των υπογείων, δεν ήταν κάποια εσωτερική βλάβη στο σύστημα υδροδότησης της πολυκατοικίας αλλά βλάβη από κάποιον κεντρικό αγωγό της ΕΥΔΑΠ, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά το κέντρο της εταιρείας αυτής και δη περί ώρα 17:30, προκειμένου να καταφθάσει κάποιο συνεργείο προς αποκατάσταση του προβλήματος. Εν τέλει, τα αρμόδια συνεργεία κατέφθασαν στις 21:15, ήτοι αρκετό καθυστερημένα (σχεδόν 4 ώρες μετά). Έστω και καθυστερημένα, καταβλήθηκε προσπάθεια, προκειμένου να διακοπεί η παροχή του νερού, πλην, όμως, κάτι τέτοιο δεν κατέστη εφικτό, καθότι τα συνεργεία, που είχαν καταφτάσει, δεν ήταν εφοδιασμένα με το κατάλληλο κλειδί, μέσω του οποίου θα μπορούσαν να κλείσουν τις βάνες. Το στοιχείο αυτό καταδεικνύει παντελή έλλειψη οργάνωσης, τη στιγμή κατά την οποία η ροή του νερού προς τον υπόγειο εκθεσιακό χώρο της Ε. Β. ήταν συνεχής και το πρόβλημα θα έπρεπε να έχει αποκατασταθεί άμεσα, ενόψει της μεγάλης ζημίας την οποία κινδύνευαν να υποστούν τα εμπορεύματα της επιχείρησής της όπως και πράγματι εν τέλει υπέστησαν. Η έλλειψη εφοδιασμού των συνεργείων της ΕΥΔΑΠ με το κατάλληλο κλειδί, μέσω του οποίου, κλείνοντας τις βάνες, θα διέκοπταν την παροχή ύδατος, μέχρι να αποκατασταθεί το πρόβλημα, είχε ως αποτέλεσμα οι εργασίες τους να μετατεθούν χρονικά για το πρωί της επόμενης ημέρας (Κυριακή), οπότε και επανήλθαν, έχοντας πλέον εφοδιασθεί με τον κατάλληλο εξοπλισμό. Όπως ήταν αναμενόμενο, το μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα που πέρασε, (μία ολόκληρη βραδιά), εντός του οποίου το νερό από τον κεντρικό αγωγό έτρεχε συνεχώς, είχε ως αποτέλεσμα να συσσωρευτεί ικανή ποσότητα (όγκος) ύδατος στα υπόγεια καταστήματα, ιδίως αυτό της Ε. Β. Είναι αναμφίβολο ότι, αν τα αρμόδια συνεργεία της ΕΥΔΑΠ, την επιμέλεια και ευθύνη των οποίων είχε ο εκκαλών, είχαν κατορθώσει να διακόψουν την παροχή του νερού ήδη από το βράδυ του Σαββάτου, τότε η ζημιά δε θα είχε προκληθεί.
Συνεπώς ο εκκαλών, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης του και προκάλεσε πλημμύρα, από την οποία προέκυψε κίνδυνος για ξένα πράγματα, καθόσον, ως υπάλληλος της εταιρείας με την επωνυμία “Εταιρεία Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Πρωτευούσης Ανώνυμη Εταιρεία” (ΕΥΔΑΠ), έχοντας στην υπηρεσιακή του ευθύνη τη συντήρηση και την αποκατάσταση των βλαβών του Β’ Τομέα Πειραιά της εν λόγω δημόσιας επιχείρησης δεν μερίμνησε για την έγκαιρη και ορθή αποκατάσταση της βλάβης, που είχε εμφανιστεί σε κεντρικό αγωγό, επί της οδού … αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο, απορρέουσα από την ανωτέρω ιδιότητά του, με αποτέλεσμα να προκληθεί διαρροή υδάτων από τον παραπάνω αγωγό και, συνεπεία αυτής, να πλημμυρίσει ο υπόγειος χώρος του καταστήματος ιδιοκτησίας της Ε. Μ., με μισθώτρια την Ε. Β., καθώς και ο υπόγειος χώρος καταστήματος ιδιοκτησίας της Ε. Π., με μισθώτρια τη Σ. Τ., εξαιτίας δε της πλημμύρας προκλήθηκε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, κατά τα ειδικώς αναφερόμενα στο διατακτικό της απόφασης. Συνακόλουθα ο εκκαλών πρέπει να κηρυχθεί ένοχος όπως και πρωτόδικα για την αξιόποινη πράξη της πλημμύρας από αμέλεια”. Ακολούθως, το ανωτέρω δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για το έγκλημα της πλημμύρας από αμέλεια και του επέβαλε αφού του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του άρθρου 84παρ2α ΠΚ ποινή φυλάκισης τριών (3)μηνών, που ανεστάλη για τρία έτη με το ακόλουθο διατακτικό “ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον εκκαλούντα ΕΝΟΧΟ ότι, στον …., την 26η-9-2015, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης του και προκάλεσε πλημμύρα, από την οποία προέκυψε κίνδυνος για ξένα πράγματα. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, ως υπάλληλος της εταιρείας με την επωνυμία “Εταιρεία Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Πρωτευούσης Ανώνυμη Εταιρεία” (ΕΥΔΑΠ), έχοντας στην υπηρεσιακή του ευθύνη τη συντήρηση και την αποκατάσταση των βλαβών του Β’ Τομέα Πειραιά της εν λόγω δημόσιας επιχείρησης, δεν μερίμνησε για την έγκαιρη και ορθή αποκατάσταση της βλάβης, που είχε εμφανιστεί σε κεντρικό αγωγό, επί της οδού …, αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο, απορρέουσα από την ανωτέρω ιδιότητά του, με αποτέλεσμα να προκληθεί διαρροή υδάτων από τον παραπάνω αγωγό και, συνεπεία αυτής, να πλημμυρίσει ο υπόγειος χώρος του καταστήματος ιδιοκτησίας της Ε. Μ., με μισθώτρια την Ε. Β., καθώς και ο υπόγειος χώρος καταστήματος ιδιοκτησίας της Ε. Π., με μισθώτρια τη Σ. Τ.. Εξαιτίας της πλημμύρας προκλήθηκε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, καθώς ρυπάνθηκαν οι τοίχοι και το πάτωμα των παραπάνω χώρων και υπέστησαν ζημιές : α) στο πρώτο υπόγειο κατάστημα, ιδιοκτησίας της Ε. Μ., μία γεννήτρια ρεύματος επτά ξύλινες εσωτερικές πόρτες, πέντε προσόψεις θωρακισμένων πορτών, δύο μικρά οικιακά ψυγεία, ένας ανεμιστήρας εδάφους, δύο ηλεκτρικά εργαλεία χειρός, δύο ξύλινες ντουλάπες, μία ηλεκτρική σκούπα, ένα ηχοσύστημα, μία κεντρική μονάδα συναγερμού, μία κεντρική μονάδα ηλεκτρονικού υπολογιστή, ένας εκτυπωτής ,μετασχηματιστές και φωτιστικά ψευδοροφής, ένα παράθυρο οροφής μία βαλίτσα, επαγγελματικά φυλλάδια, δύο μοτέρ ρολών και χαρτοκιβώτια, και, β) στο δεύτερο υπόγειο κατάστημα, ιδιοκτησίας της Ε. Π., μία εντοιχιζόμενη ντουλάπα, μία εσωτερική πόρτα, μία εκθεσιακή κουζίνα, ένα κλιματιστικό ντουλάπα Panasonic, δειγματολόγια ξύλων, τρία φωτιστικά ράφια, σποτάκια κουζίνας, τέσσερις ξύλινες καρέκλες με μεταλλικό σκελετό, πόρτες ντουλαπών από βακελίτη και μέρος της γυψοσανίδας και της ηλεκτρικής εγκατάστασης του υπογείου”. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, συγχρόνως δε εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 268παρ2 του Π.Κ., αφού, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του σκεπτικού σε συνδυασμό με το διατακτικό της απόφασης, έχουν εμφιλοχωρήσει σε αυτή ελλείψεις και ασάφειες με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου στερώντας την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, δεν αιτιολογείται το στοιχείο της πλημμύρας από αμέλεια, ενόψει του ότι δεν διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ουδεμία παραδοχή περί του μεγέθους της διαρροής του αγωγού, του όγκου των απελευθερωθέντων ή συγκεντρωθέντων υδάτων, της τάσεως και της δυνατότητας εξαπλώσεως των υδάτων αυτών, αφού σύμφωνα με το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης η συγκέντρωση των υδάτων περιορίστηκε σε δύο συγκεκριμένους υπογείους χώρους καταστημάτων .Περαιτέρω, αν και το Δικαστήριο δέχεται ότι ο κατηγορούμενος προξένησε πλημμύρα από την οποία μπορούσε να προκύψει κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ακολούθως προσδιορίζει τον κίνδυνο αυτό σε βλάβες που προκλήθηκαν σε δύο υπογείους χώρους καταστημάτων, “καθώς ρυπάνθηκαν οι τοίχοι και το πάτωμα των παραπάνω χώρων και υπέστησαν ζημίες”, ενώ παραλλήλως. δεν εκτίθενται περιστατικά τα οποία να δικαιολογούν τη δυνατότητα προκλήσεως κοινού κινδύνου που να αφορά ευρύτερο κύκλο εννόμων αγαθών ανεπίδεκτων προσδιορισμού υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια.
Συνεπώς, ως προς τα στοιχεία της πλημμύρας και της προκλήσεως από αυτήν κοινού κινδύνου ,η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη από τις αναγραφόμενες στη σχετική νομική σκέψη διατάξεις του Συντάγματος αιτιολογική επάρκεια, ενώ στο πόρισμα του δικαστηρίου έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες και λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που αναγράφονται στην αντίστοιχη θέση της παρούσας. Το Δικαστήριο συνεπώς υπέπεσε στις από το άρθρο 510 παρ1 στοιχ Δ’και Ε’ ΚΠΔ αντίστοιχα ως άνω αναιρετικές πλημμέλειες όπως βασίμως αιτιάται την προσβαλλομένη ο αναιρεσείων και, συνακόλουθα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρ. 519 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί στο σύνολό της την υπ’ αριθμ ΑΤ 1971/2022 απόφαση του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Απριλίου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουλίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ