ΑΠΟΦΑΣΗ
Ghazaryan και Bayramyan κατά Αζερμπαϊτζάν της 05.10.2023 (αρ. προσφ. 33050/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Υποβολή προσφυγής χωρίς γραπτή εξουσιοδότηση από γονείς για λογαριασμό του γιού τους, ο οποίος είχε προβλήματα ψυχικής υγείας και βρισκόταν υπό κράτηση.
Στις 15 Ιουλίου 2018 ο γιος των προσφευγόντων, που ζούσε μαζί τους, συνελήφθη στο Αζερμπαϊτζάν κοντά στα σύνορα με την Αρμενία. Τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση και καταδικάστηκε για συνωμοσία διεξαγωγής δολιοφθορών και τρομοκρατικών επιθέσεων και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 20 ετών. Ενώ βρισκόταν υπό κράτηση παρέμενεσυνεχώς στην απομόνωση (εκτός από λίγες μέρες). Οι προσφεύγοντες δήλωσαν ότι ο γιος τους είχε ιστορικό ψυχικών διαταραχών και διαταραχών συμπεριφοράς πριν από τη σύλληψή του. Επέστρεψε στην Αρμενία στις 15 Δεκεμβρίου 2020 στο πλαίσιο ανταλλαγής κρατουμένων και μεταφέρθηκε σε κέντρο ψυχικής υγείας. Αποφυλακίστηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2021 για να συνεχίσει τη θεραπεία του στο σπίτι.
Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ένας κρατούμενος που παραμένει σε απομόνωση μπορεί να θεωρηθεί ως ευάλωτο άτομο που κινδύνευε να στερηθεί της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων του βάσει της Σύμβασης και ότι το ίδιο μπορεί να ισχύει για ένα άτομο που πάσχει από προβλήματα ψυχικής υγείας.
Η σωρευτική επίδραση των σοβαρών προβλημάτων ψυχικής υγείας του γιου των προσφευγόντων και της κατάστασής του κατά τη διάρκεια της κράτησης και του περιορισμού του, είχε προκαλέσει μια ευπάθεια που τον είχε καταστήσει ανίκανο να προσφύγει στο Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η απομόνωση του κρατουμένου συνεχόμενα (εκτός από λίγες ημέρες) από 15 Ιουλίου 2018 έως 15 Δεκεμβρίου 2020 συνιστούσε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση (άρθρο 3).
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης, ότι υπήρξε παραβίασητου άρθρου 5 § 1, δεδομένου ότι η προσωρινή κράτηση δεν υποστηρίχθηκε από επαρκείς νομικές εγγυήσεις και ως εκ τούτου δεν τηρήθηκε η απαίτηση «νομιμότητας» που ορίζεται σε αυτήν καιτου άρθρου 5 § 3 όσον αφορά το ότι ο γιος των προσφευγόντων δεν είχε προσαχθεί «αμέσως» ενώπιον δικαστή ή άλλου λειτουργού εξουσιοδοτημένου από το νόμο να ασκεί δικαστική εξουσία μετά τη σύλληψή του.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη στους προσφεύγοντες για λογαριασμό του γιού τους.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 3
Άρθρο 5 παρ. 1
Άρθρο 5 παρ. 3
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Προκαταρκτική ένσταση σχετικά με τη δυνατότητα των προσφευγόντων να προσφύγουν για λογαριασμό του γιου τους.
Οι προσφεύγοντες δεν είχαν παράσχει καμία γραπτή εξουσιοδότηση για να ενεργήσουν, αλλά μάλλον υποστήριξαν ότι εξαιρετικές περιστάσεις είχαν δικαιολογήσει το γεγονός ότι προσέφυγαν για λογαριασμό του γιου τους ως άμεσο θύμα των φερόμενων παραβιάσεων. Συγκεκριμένα, είχαν υποστηρίξει ότι ο γιος τους ήταν ευάλωτος πρώτον, επειδή κρατούνταν σε πλήρη απομόνωση και, δεύτερον, λόγω προβλημάτων ψυχικής υγείας.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι εάν η προσφυγή δεν είχε υποβληθεί από το ίδιο το θύμα, ο Κανόνας 45 § 3 των Κανονισμών του Δικαστηρίου απαιτούσε την προσκόμιση μιας δεόντως υπογεγραμμένης γραπτής εξουσιοδότησης. Ένα τρίτο μέρος μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να ενεργήσει στο όνομα και για λογαριασμό ευάλωτου ατόμου χωρίς δεόντως υπογεγραμμένη γραπτή εξουσιοδότηση να ενεργήσει, όταν πληρούνται τα ακόλουθα δύο βασικά κριτήρια: ο κίνδυνος να στερηθεί το άμεσο θύμα αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων του βάσει της Σύμβασης και η απουσία σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ θύματος και προσφεύγοντος. Ο κατάλογος των παραγόντων που μπορούν να καταστήσουν ένα άτομο ευάλωτο, όπως ορίζεται στην υπόθεση Lambert κ.α. κατά Γαλλίας[GC] – «λόγω της ηλικίας, του φύλου ή της αναπηρίας του» – δεν είναι εξαντλητικός.
Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ένας κρατούμενος που παραμένει σε απομόνωση μπορεί να θεωρηθεί ως ευάλωτο άτομο που κινδύνευε να στερηθεί της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων του βάσει της Σύμβασης και ότι το ίδιο μπορεί να ισχύει για ένα άτομο που πάσχει από προβλήματα ψυχικής υγείας. Εάν και οι δύο αυτοί παράγοντες ήταν παρόντες και εφαρμόζονταν ταυτόχρονα, θα έπρεπε να εξεταστούν στο σύνολό τους προκειμένου να καθοριστεί εάν το εν λόγω πρόσωπο κινδύνευε να στερηθεί της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων του που απορρέουν από τη Σύμβαση.
Ο γιος των προσφευγόντων δεν είχε τεθεί υπό κράτηση σε πλήρη απομόνωση και οι προσφεύγοντες δεν είχαν αμφισβητήσει ότι η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού(ICRC) τον είχε επισκεφτεί τουλάχιστον σε αρκετές περιπτώσεις και είχε προσπαθήσει να του παραδώσει επιστολές από αυτούς. Ταυτόχρονα, δεν είχαν λάβει ποτέ καμία απάντηση στις επιστολές τους και εκείνος είχε αρνηθεί να ανοίξει τις επιστολές. Οι προσφεύγοντες είχαν επίσης επισημάνει ότι όταν είχαν εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη διαδικασία υποβολής προσφυγής στο Δικαστήριο, η ICRC είχε απορρίψει τα αιτήματά τους. Είχαν ζητήσει, μεταξύ άλλων, να δοθούν στον γιο τους έντυπα εξουσιοδότησης προκειμένου να τους εξουσιοδοτήσει να υποβάλουν προσφυγή στο όνομά του.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες είχαν αιτιολογήσει επαρκώς ότι ο γιος τους δεν μπόρεσε να συμμετέχει στην προσφυγή που είχε υποβληθεί. Σημείωσε, πρώτον, τις πληροφορίες που είχαν παρασχεθεί σχετικά με το ιστορικό του με ψυχικές διαταραχές και διαταραχές συμπεριφοράς πριν από τα καταγγελλόμενα ζητήματα, τα οποία, μεταξύ άλλων, περιλάμβαναν τους προσφεύγοντες να του χορηγούν φάρμακα αναμειγνύοντάς τα στο φαγητό του. Δεύτερον, όσον αφορά την κατάσταση κατά την περίοδο κράτησής του, το Δικαστήριο σημείωσε τις αποτυχημένες προσπάθειες των προσφευγόντων να λάβουν την άδειά τουκαθώς και τις πληροφορίες για την ψυχική του υγεία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ενώ οι ιατρικές εκθέσεις που υποβλήθηκαν εκείνη την περίοδο μπορεί να φαίνεται ότι δεν αντικατοπτρίζουν πλήρως τη σοβαρότητα της διαταραχής ψυχικής υγείας του, οι περιγραφές των συμπτωμάτων του έμοιαζαν με τις αναφορές που υποβλήθηκαν μετά τον επαναπατρισμό του. Τα συμπτώματα, όπως επίσης περιγράφονταν στις εκθέσεις που χρονολογούνται από την εποχή που βρισκόταν ακόμη υπό κράτηση στην απομόνωση, στην όψη δεν φαίνονταν ενδεικτικά ενός ατόμου ικανού να προσφύγει στο Δικαστήριο. Τρίτον, μετά τον επαναπατρισμό του, υπέφερε από σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας.
Εν ολίγοις, η σωρευτική επίδραση των σοβαρών προβλημάτων ψυχικής υγείας του γιου των προσφευγόντων και της κατάστασής του κατά τη διάρκεια της κράτησης και του περιορισμού του, είχε προκαλέσει μια ευπάθεια που τον είχε καταστήσει ανίκανο να προσφύγει στο ΕΔΔΑ. Δεν ήταν σαφές ότι είχε τη δυνατότητα να ζητήσει από τους προσφεύγοντες να προσφύγουν εξ ονόματός του, να υπογράψουν πληρεξούσιο που εξουσιοδοτούσε τους προσφεύγοντες ή να υποβάλει ο ίδιος προσφυγή. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διέκρινε τον κίνδυνο να στερηθεί την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του εάν δεν επιτρεπόταν στους προσφεύγοντες να υποβάλουν προσφυγή αντ’ αυτού και για λογαριασμό του. Υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που επέτρεπαν στους προσφεύγοντες να ενεργούν στο όνομα και για λογαριασμό του γιου τους και είχαν το δικαίωμα να υποβάλουν τη σχετική προσφυγή.
Συνεπώς, απορρίφθηκε η προδικαστική ένσταση (rationepersonae).
Άρθρο 3
(α) Φερόμενη παράβαση σε σχέση με τον γιο των προσφευγόντων. Η υπόθεση δεν αφορούσε υποτιθέμενους τραυματισμούς που υπέστη κατά τη διάρκεια της κράτησης με τρόπο και σε συνθήκες όπου θα ήταν δικαιολογημένη η αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει τον ισχυρισμό των προσφευγόντων ότι πρώτον, ο γιος τους δεν είχε λάβει την απαραίτητη ιατρική περίθαλψη ως κρατούμενος με ψυχική αναπηρία, που φέρεται να οδήγησε σε επιδείνωση της κατάστασής του, και δεύτερον ότι είχε κρατηθεί σε απομόνωση.
Όσον αφορά τα ζητήματα της διανοητικής αναπηρίας, οι πληροφορίες από τους γιατρούς της ICRCδεν ήταν απόλυτα πειστικές. Επιπλέον, ενώ οι εκτιμήσεις της ψυχικής κατάστασης του γιου των προσφευγόντων και η ανάγκη του για θεραπεία ήταν πολύ διαφορετικές στα ιατρικά έγγραφα που προσκόμισαν τα μέρη, οι περιγραφές των συμπτωμάτων του παρουσίαζαν περισσότερες ομοιότητες. Μολονότι το Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε τις πληροφορίες που παρείχαν οι προσφεύγοντες σχετικά με την υγεία του γιου τους πριν και μετά την κράτησή του, δεν μπόρεσε ωστόσο να συναγάγει κανένα σαφές συμπέρασμα σχετικά με την ιατρική περίθαλψη που (i) έπρεπε να λάβει και (ii) πράγματι έλαβε κατά την περίοδο κατά την οποία είχε στερηθεί την ελευθερία του. Οι πληροφορίες αυτές από μόνες τους δεν έδωσαν επαρκή βάση για την εξαγωγή οποιουδήποτε σαφούς συμπεράσματος ως προς το αν είχε πέσει θύμα κακομεταχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Όσον αφορά το ζήτημα της απομόνωσης, δεν φαίνεται να αμφισβητείται ότι ο γιος των προσφευγόντων είχε τεθεί σε απομόνωση συνεχόμενα (εκτός από λίγες ημέρες) από τις 15 Ιουλίου 2018 έως τις 15 Δεκεμβρίου 2020. Η Κυβέρνηση είχε δηλώσει ότι η τοποθέτησή του στην απομόνωση ήταν μέτρο ασφαλείας, ότι τον είχαν κρατήσει σε κελί έκτασης 9 τ.μ., τον παρακολουθούσαν γιατροί και του επέτρεπαν να βγει έξω για τουλάχιστον μία ώρα καθημερινά. Ωστόσο, ενώ είχαν υποδείξει ότι η απομόνωση του δεν ήταν θέμα πλήρους κοινωνικής απομόνωσης, αλλά μάλλον ένα είδος «μερικής και σχετικής» απομόνωσης, καμία περαιτέρω εξήγηση και καμία απόφαση ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο δεν είχε παρασχεθεί ότι θα είχε καταστήσει δυνατή η επαλήθευση της αναγκαιότητας οποιουδήποτε μέτρου περιορισμού. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν είχε κανέναν λόγο να συμπεράνει ότι η κράτηση του στην απομόνωση για παρατεταμένη περίοδο βασίστηκε σε αντικειμενική εκτίμηση ως προς το εάν το μέτρο ήταν αναγκαίο και κατάλληλο ή ότι υπήρχαν διαδικαστικές εγγυήσεις που να αποδεικνύουν την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα του μέτρου. Συνεπώς, η απομόνωση του ισοδυναμούσε με απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3, χωρίς το Δικαστήριο να χρειάζεται να εξετάσει χωριστά τα επιχειρήματα των προσφευγόντων σχετικά με τις φυσικές συνθήκες κράτησής του.
Συνεπώς, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης.
(β) Φερόμενη παραβίαση σε σχέση με τους προσφεύγοντες προσωπικά. Αφού ο γιος των προσφευγόντων είχε φύγει από το σπίτι τους τη νύχτα της 15ης Ιουλίου 2018 και η σύλληψή του είχε ανακοινωθεί την επόμενη μέρα, οι προσφεύγοντες μπόρεσαν να αποκτήσουν περιορισμένες μόνο πληροφορίες για την κατάσταση έως ότου είχε επιστρέψει στις 15 Δεκεμβρίου 2020. Το Δικαστήριο σημείωσε τον φόβο και την αγωνία που ένιωθαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όπως περιγράφεται στην προσφυγή τους, και δεν αμφισβήτησε τη συναισθηματική τους αγωνία σχετικά με την αιχμαλωσία, την κράτηση, τη δίκη και τη φυλάκιση του γιου τους, ιδίως υπό το πρίσμα της ιδιαίτερης ευαλωτότητάς του λόγω των παραπόνων για την ψυχική του υγεία. Ωστόσο, δεν υπήρχαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην παρούσα υπόθεση που να έδιναν στην ταλαιπωρία των προσφευγόντων μια ξεχωριστή διάσταση και χαρακτήρα όπως απαιτούνταν για να θεωρηθούν τα ίδια τα άτομα θύματα παραβιάσεων του άρθρου 3 λόγω συνθηκών που αφορούν μέλη της οικογένειας.
Συνεπώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση σε σχέση με τους προσφεύγοντες γονείς.
Άρθρο 5
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης, ότι υπήρξε παραβίαση, πρώτον, του άρθρου 5 § 1, δεδομένου ότι η προσωρινή κράτηση του γιου των προσφευγόντων δεν υποστηρίχθηκε από επαρκείς νομικές εγγυήσεις και ως εκ τούτου δεν τηρήθηκε η απαίτηση «νομιμότητας» που ορίζεται σε αυτήν και, δεύτερον, του άρθρου 5 § 3 όσον αφορά το ότι ο γιος των προσφευγόντων δεν είχε προσαχθεί «αμέσως» ενώπιον δικαστή ή άλλου λειτουργού εξουσιοδοτημένου από το νόμο να ασκεί δικαστική εξουσία μετά τη σύλληψή του. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε, ομόφωνα, ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 4 όσον αφορά την αρχική περίοδο κράτησης του γιου των προσφευγόντων, καθώς δεν είχε λόγους να θεωρήσει ότι η προσφυγή κατά της σχετικής απόφασης δεν θα συνιστούσε κατ’ αρχήν ένδικο μέσο που θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της εν λόγω διάταξης και δεν υπήρχαν επαρκείς πληροφορίες για να συναγάγει συμπεράσματα σχετικά με την πρακτική δυνατότητα να ασκήσει τέτοια έφεση.
Δίκαιη Ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 10.000 ευρώ για ηθική βλάβηστους προσφεύγοντες στο όνομα και για λογαριασμό του γιού τους
(επιμέλεια: echrcaselaw.com).