«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Λόγοι μη εκτελέσεως – Άρθρο 3, σημείο 2 – Αρχή ne bis in idem – Έννοια των “ίδιων πράξεων” – Σύνολο συγκεκριμένων περιστάσεων οι οποίες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους – Απάτες διαπραχθείσες, από τον εκζητούμενο, σε δύο κράτη μέλη, μέσω δύο διαφορετικών νομικών προσώπων και εις βάρος διαφορετικών θυμάτων»
Στην υπόθεση C‑164/22,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Audiencia Nacional (ανώτερο ειδικό δικαστήριο, Ισπανία) με απόφαση της 2ας Μαρτίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Μαρτίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης σχετικά με την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος κατά του
Juan
παρισταμένης της:
Ministerio Fiscal,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, P. G. Xuereb, T. von Danwitz, A. Kumin (εισηγητή) και I. Ziemele, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο Juan, εκπροσωπούμενος από την M. Díaz Perales, abogada, και τον R. Rodríguez Nogueira, procurador,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Gavela Llopis,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Baquero Cruz και M. Wasmeier,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 45, του άρθρου 49, παράγραφος 3, και του άρθρου 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), του άρθρου 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν (Λουξεμβούργο) στις 19 Ιουνίου 1990 και τέθηκε σε ισχύ στις 26 Μαρτίου 1995 (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19, στο εξής: ΣΕΣΣ), του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2002/584), της αποφάσεως-πλαισίου 2008/675/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 2008, για τη συνεκτίμηση των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας (ΕΕ 2008, L 220, σ. 32), και του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2008, L 327, σ. 27).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της εκτελέσεως στην Ισπανία ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος από το Tribunal Judicial da Comarca de Lisboa, Juízo Central Criminal de Lisboa, Juiz 16 (πρωτοδικείο Λισσαβώνας, δέκατο έκτο τμήμα του κεντρικού πλημμελειοδικείου Λισσαβώνας, Πορτογαλία), με σκοπό την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής που επιβλήθηκε στον Juan για διακεκριμένη απάτη.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η ΣΕΣΣ
3 Το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, το οποίο περιλαμβάνεται στο τιτλοφορούμενο «Εφαρμογή της αρχής ne bis in idem» κεφάλαιο 3 του τίτλου ΙΙΙ, ορίζει τα ακόλουθα:
«Όποιος [δικάστηκε] αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη.»
Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584
4 Το άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λόγοι υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», προβλέπει τα ακόλουθα:
«Η δικαστική αρχή εκτέλεσης του κράτους μέλους εκτέλεσης (εφεξής καλούμενη “δικαστική αρχή εκτέλεσης”) αρνείται την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στις ακόλουθες περιπτώσεις:
[…]
2) εάν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή εκτέλεσης προκύπτει ότι ο καταζητούμενος έχει δικασθεί [αμετακλήτως] για τις ίδιες πράξεις από κράτος μέλος υπό τον όρο ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η καταδίκη έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της καταδίκης·
[…]».
5 Το άρθρο 4 της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», έχει ως εξής:
«Η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:
[…]
6) εάν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, όταν ο καταζητούμενος διαμένει στο κράτος μέλος εκτέλεσης, είναι υπήκοος ή κάτοικός του και αυτό το κράτος δεσμεύεται να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο·
[…]».
Το ισπανικό δίκαιο
6 Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 2, του ley orgánica 7/2014, sobre intercambio de información de antecedentes penales y consideración de resoluciones judiciales penales en la Unión Europea (οργανικού νόμου 7/2014, σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών ποινικού μητρώου και τη συνεκτίμηση των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), της 12ης Νοεμβρίου 2014 (BOE αριθ. 275, της 13ης Νοεμβρίου 2014, σ. 93204):
«[…] [Ο]ι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται από άλλα κράτη μέλη δεν θίγουν τις ακόλουθες αποφάσεις και δεν επάγονται την ανάκληση ή την επανεξέτασή τους:
α) τις αμετάκλητες αποφάσεις που είχαν εκδώσει προηγουμένως τα ισπανικά δικαστήρια και τις αποφάσεις σχετικά με την εκτέλεσή τους·
β) τις καταδικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε μεταγενέστερες δίκες στην Ισπανία και σχετίζονται με αξιόποινες πράξεις που διαπράχθηκαν πριν από την έκδοση καταδικαστικής αποφάσεως από το δικαστήριο του άλλου κράτους μέλους·
γ) τις διατάξεις που εκδίδονται ή πρέπει να εκδοθούν δυνάμει του άρθρου 988, τρίτο εδάφιο, του Ley de Enjuiciamiento Criminal (κώδικα ποινικής δικονομίας), με τις οποίες καθορίζονται τα όρια της εκτελέσεως των ποινών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι καταδίκες στις οποίες αναφέρεται το στοιχείο b.»
7 Το άρθρο 988, τρίτο εδάφιο, του κώδικα ποινικής δικονομίας ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, όταν ο ένοχος για πλείονες αξιόποινες πράξεις καταδικάσθηκε στο πλαίσιο διαφορετικών δικών για πράξεις οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ενιαίας δίκης, ισχύουν τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 76 του Código Penal (ποινικού κώδικα). Κατά το τελευταίο αυτό άρθρο, η μέγιστη διάρκεια της πραγματικής εκτελέσεως της ποινής δεν μπορεί να υπερβαίνει το τριπλάσιο της βαρύτερης ποινής και δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να υπερβαίνει τα 20 έτη.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
8 Ο εκζητούμενος, Ισπανός υπήκοος, κρατείται στην Ισπανία, όπου εκτίει ποινή φυλακίσεως ένδεκα ετών και δέκα μηνών. Η ποινή αυτή του επιβλήθηκε για διακεκριμένη απάτη και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, με απόφαση του Audiencia Nacional (ανώτερου ειδικού δικαστηρίου, Ισπανία), της 13ης Ιουλίου 2018, η οποία αναιρέθηκε μερικώς με απόφαση του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία), της 4ης Μαρτίου 2020 (στο εξής: ισπανική απόφαση).
9 Στις 20 Ιανουαρίου 2020, ο εκζητούμενος καταδικάσθηκε επίσης, με απόφαση του Tribunal Judicial da Comarca de Lisboa, Juízo Central Criminal de Lisboa, Juiz 16 (πρωτοδικείου Λισσαβώνας, δέκατο έκτο τμήμα του κεντρικού πλημμελειοδικείου της Λισσαβώνας), σε ποινή φυλακίσεως έξι ετών και έξι μηνών για διακεκριμένη απάτη (στο εξής: πορτογαλική απόφαση). Στη συνέχεια, εκδόθηκε εις βάρος του ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως προς εκτέλεση της ποινής αυτής το οποίο διαβιβάσθηκε στις αρμόδιες ισπανικές αρχές (στο εξής: επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως).
10 Από το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως προκύπτει ότι ο εκζητούμενος ήταν, από τις 30 Μαΐου 2001, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου εταιρίας εγκατεστημένης στην Πορτογαλία (στο εξής: πορτογαλική εταιρία), ελεγχόμενης εξ ολοκλήρου από εταιρία εγκατεστημένη στην Ισπανία (στο εξής: ισπανική εταιρία), της οποίας ο εκζητούμενος ήταν επίσης, από τις 29 Ιανουαρίου 2001, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου.
11 Η κύρια δραστηριότητα που ασκούσε η πορτογαλική εταιρία στην Πορτογαλία ήταν η ίδια με εκείνη που ασκούσε η ισπανική εταιρία στην Ισπανία, ήτοι η διάθεση στο εμπόριο επενδυτικών προϊόντων τα οποία συνοδεύονταν από την εγγύηση ότι κατά τη λήξη της συμβατικώς καθοριζόμενης περιόδου θα εξαγοράζονταν έναντι αξίας αντιστοιχούσας στο επενδεδυμένο κεφάλαιο, προσαυξημένο με αποδόσεις υψηλότερες από εκείνες που συνήθως προσφέρουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ωστόσο, οι δραστηριότητες αυτές υπέκρυπταν στην πραγματικότητα ένα σύστημα πυραμίδας που συνιστούσε απάτη.
12 Η μαζική προσχώρηση ιδιωτών σε αυτά τα επενδυτικά προϊόντα έδωσε τη δυνατότητα στην πορτογαλική εταιρία να αναπτυχθεί και να επεκταθεί σε εξαιρετικό βαθμό. Μετά την έρευνα που διεξήγαγαν οι ισπανικές δικαστικές αρχές κατά τα τέλη Απριλίου του 2006 εις βάρος της ισπανικής εταιρίας, η εταιρία αυτή έπαυσε τις δραστηριότητές της στην ισπανική επικράτεια τον Μάιο του ίδιου έτους.
13 Όταν, λόγω της παρεμβάσεως των πορτογαλικών δικαστικών αρχών, έπαυσε επίσης η δραστηριότητα της συγκεντρώσεως κεφαλαίων από την πορτογαλική εταιρία, η τελευταία έπαυσε να τηρεί τις δεσμεύσεις περί εξαγοράς τις οποίες είχε αναλάβει έναντι των επενδυτών, οι οποίοι τελικά υπέστησαν άπαντες σημαντικές οικονομικές ζημίες.
14 Στο πλαίσιο αυτό, με διάταξη της 20ής Δεκεμβρίου 2021, ο Juzgado Central de Instrucción n° 1 de la Audiencia Nacional (πρώτος τακτικός ανακριτής του ανώτερου ειδικού δικαστηρίου, Ισπανία) αρνήθηκε την εκτέλεση του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, με την αιτιολογία ότι ο εκζητούμενος ήταν Ισπανός υπήκοος, αλλά αποφάσισε την εκτέλεση στην Ισπανία της επιβληθείσας στην Πορτογαλία ποινής.
15 Ο εκζητούμενος, ο οποίος άσκησε έφεση κατά της διατάξεως αυτής ενώπιον του Audiencia Nacional (ανώτερου ειδικού δικαστηρίου), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζει ότι οι πράξεις που οδήγησαν στην έκδοση της ισπανικής αποφάσεως είναι οι ίδιες με εκείνες που αποτέλεσαν αντικείμενο της πορτογαλικής αποφάσεως και προβάλλει παραβίαση της αρχής ne bis in idem. Κατά συνέπεια, κατά τον εκζητούμενο, ούτε το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως ούτε η πορτογαλική απόφαση μπορούν να εκτελεσθούν.
16 Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει συναφώς, αφενός, ότι τόσο από την έκθεση των πραγματικών περιστατικών όσο και από το σκεπτικό της ισπανικής αποφάσεως προκύπτει ότι η εν λόγω απόφαση αφορά κατ’ ουσίαν τις απάτες που διέπραξε η ισπανική εταιρία στην Ισπανία. Αφετέρου, η πορτογαλική απόφαση αφορά, κατ’ ουσίαν, τη δραστηριότητα την οποία ασκούσε η πορτογαλική εταιρία μόνο στο πορτογαλικό έδαφος. Εξάλλου, οι ζημιωθέντες τους οποίους αφορά εκάστη από τις δύο αποφάσεις δεν ταυτίζονται, οι δε υπεύθυνοι για τις πράξεις ταυτίζονται εν μέρει μόνον. Επομένως, και λαμβανομένης υπόψη της ισπανικής νομολογίας σχετικά με την αρχή ne bis in idem, το αιτούν δικαστήριο κλίνει προς την άποψη ότι, εν προκειμένω, η προϋπόθεση «idem» δεν φαίνεται να πληρούται.
17 Τούτου λεχθέντος, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν πρόκειται για περίπτωση στην οποία έχει εφαρμογή η αρχή ne bis in idem, πρέπει εντούτοις να γίνει δεκτό ότι υφίσταται εν προκειμένω συρροή αξιόποινων πράξεων δυνάμενη να χαρακτηρισθεί ως «έγκλημα κατ’ εξακολούθηση», κατά την έννοια του ισπανικού ποινικού δικαίου. Ένα τέτοιο έγκλημα κατ’ εξακολούθηση περιλαμβάνει το σύνολο των πράξεων αυτών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που τελέσθηκαν στην Πορτογαλία, και θα πρέπει να επιβληθεί ενιαία ποινή για τις εν λόγω πράξεις.
18 Πάντως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, συναφώς, ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία οι πράξεις που συνιστούν έγκλημα κατ’ εξακολούθηση διώχθηκαν στο πλαίσιο δύο διαφορετικών διαδικασιών και κατέληξαν σε δύο αποφάσεις διαφορετικών δικαστηρίων σε διαφορετικά κράτη μέλη, ούτε η ισπανική νομοθεσία ούτε το δίκαιο της Ένωσης προβλέπουν την ακολουθητέα διαδικασία για τον καθορισμό του ανωτάτου ορίου της ποινής.
19 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, εν προκειμένω, δεν μπορεί να εφαρμόσει ούτε τον ισπανικό δικονομικό μηχανισμό της συγχωνεύσεως ποινών, όπως αυτός προβλέπεται στο άρθρο 988, τρίτο εδάφιο, του κώδικα ποινικής δικονομίας, προκειμένου να τηρήσει την αρχή της αναλογικότητας των ποινών.
20 Εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση αυτή, πέραν του ότι δεν λαμβάνει υπόψη την απαίτηση αναλογικότητας των ποινών στο πλαίσιο της καταστολής των αξιόποινων πράξεων, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη, παραβιάζει την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων, όπως αυτή προβλέπεται στην απόφαση-πλαίσιο 2008/909, καθώς και τη συνεκτίμηση των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προβλέπεται στην απόφαση-πλαίσιο 2008/675, και θίγει επίσης την αποτελεσματικότητα των διατάξεων της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ιδίως του άρθρου της 4, σημείο 6, επηρεάζοντας την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης.
21 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Audiencia Nacional (ανώτερο ειδικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Συντρέχει, εν προκειμένω, περίπτωση “ne bis in idem” του άρθρου 50 του Χάρτη και του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ, λόγω του ότι πρόκειται για τις ίδιες πράξεις, σύμφωνα με το περιεχόμενο που δίνει η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην έννοια αυτή, ή θα πρέπει, αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο να προβεί στην εν λόγω εκτίμηση σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στην παρούσα απόφαση, μεταξύ των οποίων η ανάγκη συγχωνεύσεως των ποινών και καθορισμού ανώτατου ορίου ποινής σύμφωνα με τα κριτήρια της αναλογικότητας, δεδομένου ότι πρόκειται για ενιαίο και κατ’ εξακολούθηση έγκλημα;
2) Αν θεωρηθεί ότι δεν συντρέχει περίπτωση “ne bis in idem” ελλείψει πλήρους ταυτότητας των πράξεων, σύμφωνα με τα κριτήρια που παρατίθενται στην παρούσα απόφαση:
α) Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης, είναι συμβατοί με την απόφαση-πλαίσιο 2008/675, καθώς επίσης και με τα άρθρα 45 και 49, παράγραφος 3, του Χάρτη και την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων εντός της Ένωσης, οι περιορισμοί στα αποτελέσματα των δικαστικών αποφάσεων άλλων κρατών της Ένωσης που προβλέπονται ρητώς στο άρθρο 14, παράγραφος 2, του [οργανικού νόμου 7/2014], ο οποίος μεταφέρει τη νομοθεσία της Ένωσης στην εσωτερική έννομη τάξη;
β) Προσκρούει στα άρθρα 45 και 49, παράγραφος 3, του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, σημείο 6, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, καθώς και με το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 2, της απόφασης-πλαισίου 2008/909 και γενικώς στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως δικαστικών αποφάσεων εντός της Ένωσης, η απουσία διαδικασίας ή μηχανισμού στο ισπανικό δίκαιο που να επιτρέπει την αναγνώριση αποφάσεων των δικαστηρίων άλλων κρατών μελών της Ένωσης, καθώς και τη συγχώνευση και προσαρμογή ή μείωση των ποινών, κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η αναλογικότητα αυτών, σε περίπτωση που αλλοδαπή απόφαση πρέπει να εκτελεσθεί στην Ισπανία και αφορά πράξεις που τελούν σε σχέση εξακολούθησης ή συνάφειας από εγκληματικής απόψεως με άλλες πράξεις που αποτέλεσαν αντικείμενο δίκης στην Ισπανία και για τις οποίες επίσης έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση;»
Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
22 Σύμφωνα με το άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε, μαζί με την υποβολή της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, την εκδίκασή της με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία. Προς στήριξη του αιτήματός του, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά «ποινική διαδικασία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος κρατείται σε σωφρονιστικό κατάστημα, όπου εκτίει ποινή ορισμένου χρόνου χωρίς να έχει βεβαιότητα ως προς τη διάρκεια της ποινής φυλακίσεως την οποία θα πρέπει εν τέλει να εκτίσει, διαδικασία η οποία επηρεάζει επίσης το σωφρονιστικό του καθεστώς, τις άδειες εξόδου του, την εξέλιξή του στο πλαίσιο των σωφρονιστικών βαθμίδων και τον υπολογισμό του χρόνου για την υφ’ όρους απόλυσή του κατά το τελευταίο στάδιο εκτελέσεως της ποινής του».
23 Με απόφαση της 16ης Μαρτίου 2022, το Δικαστήριο αποφάσισε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, ότι δεν συνέτρεχε λόγος να γίνει δεκτό το αίτημα αυτό, δεδομένου ότι δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις του επείγοντος χαρακτήρα που προβλέπονται στο άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
24 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στον εθνικό δικαστή χρήσιμη απάντηση η οποία να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του υποβάλλονται. Το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, εθνικό δικαστήριο διατύπωσε προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για να αποφανθεί επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν στα υποβληθέντα ερωτήματα γίνεται μνεία των στοιχείων αυτών. Συναφώς, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που παρέχει το εθνικό δικαστήριο και, ιδίως, από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση της 22ας Ιουνίου 2022, Volvo και DAF Trucks, C‑267/20, EU:C:2022:494, σκέψη 28).
25 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, με διάταξη της 20ής Δεκεμβρίου 2021, ο Juzgado Central de Instrucción n° 1 de la Audiencia Nacional (πρώτος τακτικός ανακριτής του ανώτερου ειδικού δικαστηρίου) αρνήθηκε την εκτέλεση του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, με την αιτιολογία ότι ο εκζητούμενος ήταν Ισπανός υπήκοος, πλην όμως αποφάσισε την εκτέλεση στην Ισπανία της ποινής η οποία είχε επιβληθεί στην Πορτογαλία. Επικαλούμενος ωστόσο, μεταξύ άλλων, το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ο εκζητούμενος προσβάλλει την εν λόγω διάταξη ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και υποστηρίζει ότι το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως δεν πρέπει να εκτελεσθεί για τον λόγο ότι έχει δικασθεί αμετακλήτως για τις ίδιες πράξεις σε κράτος μέλος.
26 Υπό τις συνθήκες αυτές, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του άρθρου 50 του Χάρτη ή επί του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος από κράτος μέλος σε περίπτωση κατά την οποία η αξιόποινη πράξη για την οποία ο εκζητούμενος έχει δικασθεί με έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως στο κράτος μέλος εκτελέσεως και η αξιόποινη πράξη για την οποία διώκεται στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως, ως «έγκλημα κατ’ εξακολούθηση».
27 Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η εν λόγω διάταξη προβλέπει έναν λόγο υποχρεωτικής μη εκτελέσεως, κατά τον οποίο η δικαστική αρχή εκτελέσεως οφείλει να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, εάν από τις πληροφορίες που διαθέτει προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικασθεί αμετακλήτως για τις ίδιες πράξεις σε κράτος μέλος, υπό τον όρο ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η καταδίκη έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της καταδίκης.
28 Η εν λόγω διάταξη σκοπεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο να υποβληθεί εκ νέου ένα πρόσωπο σε ποινική δίωξη ή ποινική δίκη για τις ίδιες πράξεις και απηχεί την αρχή ne bis in idem, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 50 του Χάρτη, σύμφωνα με την οποία ουδείς μπορεί να διωχθεί ή να τιμωρηθεί ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη [απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, AY (Ένταλμα συλλήψεως – Μάρτυρας) C‑268/17, EU:C:2018:602, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]
29 Επομένως, μία από τις προϋποθέσεις του άρθρου 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 από τις οποίες εξαρτάται η άρνηση εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως είναι ο εκζητούμενος να έχει δικασθεί αμετακλήτως «για τις ίδιες πράξεις».
30 Όσον αφορά την έννοια των «ίδιων πράξεων», το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, καθόσον το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών όσον αφορά την έννοια αυτή, η ανωτέρω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σε ολόκληρη την Ένωση κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο [απόφαση της 29ης Απριλίου 2021, X (Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Νe bis in idem) C‑665/20 PPU, EU:C:2021:339, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]
31 Περαιτέρω, η εν λόγω έννοια πρέπει να ερμηνευθεί ως αφορώσα μόνον το υποστατό των πραγματικών περιστατικών και ως περιλαμβάνουσα ένα σύνολο συγκεκριμένων περιστάσεων που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού των ως άνω πραγματικών περιστατικών ή του προστατευόμενου εννόμου συμφέροντος [απόφαση της 29ης Απριλίου 2021, X (Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Νe bis in idem), C‑665/20 PPU, EU:C:2021:339, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
32 Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών νοείται ως ένα σύνολο συγκεκριμένων περιστάσεων που απορρέουν από γεγονότα τα οποία είναι, κατ’ ουσίαν, τα ίδια, δεδομένου ότι αφορούν τον ίδιο παραβάτη και συνδέονται μεταξύ τους άρρηκτα στον χρόνο και στον χώρο [απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Generalstaatsanwaltschaft Bamberg (Εξαίρεση από την αρχή ne bis in idem), C‑365/21, EU:C:2023:236, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
33 Αντιθέτως, η αρχή ne bis in idem δεν έχει εφαρμογή όταν τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά δεν είναι τα ίδια, αλλά απλώς παρόμοια [απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Generalstaatsanwaltschaft Bamberg (Εξαίρεση από την αρχή ne bis in idem), C‑365/21, EU:C:2023:236, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
34 Εξάλλου, δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα πραγματικά περιστατικά ταυτίζονται μεταξύ τους το γεγονός και μόνον ότι, σε συγκεκριμένη απόφαση, μνημονεύεται ένα πραγματικό στοιχείο που αφορά το έδαφος άλλου κράτους μέλους. Πρέπει περαιτέρω να εξακριβωθεί εάν το δικαστήριο που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση έχει πράγματι αποφανθεί επί του πραγματικού αυτού στοιχείου προκειμένου να διαπιστώσει την παράβαση, να στοιχειοθετήσει την ευθύνη του εκζητουμένου για την παράβαση αυτή και, ενδεχομένως, να του επιβάλει κύρωση, ούτως ώστε να πρέπει να θεωρηθεί ότι η εν λόγω παράβαση καλύπτει το έδαφος του άλλου κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, Nordzucker κ.λπ., C‑151/20, EU:C:2022:203, σκέψη 44).
35 Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να αποφανθεί επί των πραγματικών περιστατικών, να κρίνει αν, εν προκειμένω, οι πράξεις που αποτελούν το αντικείμενο της πορτογαλικής αποφάσεως ταυτίζονται, κατά την έννοια που εκτίθεται στις σκέψεις 30 έως 34 της παρούσας αποφάσεως, με εκείνες επί των οποίων έχουν αποφανθεί αμετακλήτως τα ισπανικά δικαστήρια. Πάντως, το Δικαστήριο μπορεί να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της ταυτότητας των πράξεων [απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Generalstaatsanwaltschaft Bamberg (Εξαίρεση ως προς την αρχή ne bis in idem), C‑365/21, EU:C:2023:236, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
36 Συναφώς, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι ο εκζητούμενος διέπραξε απάτες και στην Πορτογαλία όπως στην Ισπανία. Μολονότι πρόκειται, επομένως, για δραστηριότητες με το ίδιο modus operandi, εντούτοις αυτές ασκήθηκαν μέσω διαφορετικών νομικών προσώπων, μέσω δε του ενός εξ αυτών διαπράττονταν απάτες στην Ισπανία και μέσω του ετέρου αναπτυσσόταν ανάλογη δραστηριότητα στην Πορτογαλία. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η ταυτότητα μεταξύ των πράξεων που τελέσθηκαν, αντιστοίχως, στην Πορτογαλία και στην Ισπανία είναι απλώς περιστασιακή, δεδομένου ότι η διάπραξη απατών συνεχίσθηκε στην Πορτογαλία μετά την κίνηση διαδικασίας έρευνας και την παύση της δραστηριότητας στην Ισπανία. Ομοίως, οι ζημιωθέντες είναι διαφορετικά πρόσωπα. Επομένως, προκύπτει ότι οι απάτες οι οποίες διαπράχθηκαν στην Ισπανία και την Πορτογαλία δεν συνδέονταν άρρηκτα μεταξύ τους. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η ισπανική απόφαση αφορά απάτες διαπραχθείσες στην Ισπανία εις βάρος κατοίκων του εν λόγω κράτους μέλους, ενώ η πορτογαλική απόφαση αφορά απάτες διαπραχθείσες στην Πορτογαλία εις βάρος κατοίκων του τελευταίου αυτού κράτους μέλους.
37 Υπό τις συνθήκες αυτές, και υπό την επιφύλαξη της επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, οι πράξεις τις οποίες αφορούν η ισπανική και η πορτογαλική απόφαση δεν είναι ίδιες. Το γεγονός που επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, ότι δηλαδή οι αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν στην Ισπανία και οι αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν στην Πορτογαλία έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως «έγκλημα κατ’ εξακολούθηση» κατά το ισπανικό δίκαιο, δεν μπορεί να κλονίσει το ανωτέρω συμπέρασμα, στο μέτρο που το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 απαιτεί εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών βάσει αντικειμενικών στοιχείων η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, είναι ανεξάρτητη από τον νομικό χαρακτηρισμό τους στο εθνικό δίκαιο.
38 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος από κράτος μέλος σε περίπτωση κατά την οποία ο εκζητούμενος έχει ήδη δικασθεί με έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως σε άλλο κράτος μέλος και εκτίει εκεί ποινή φυλακίσεως για την αξιόποινη πράξη που διαπιστώθηκε με την απόφαση αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο διώκεται για τις ίδιες πράξεις στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, χωρίς να ασκεί επιρροή, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη «ίδιων πράξεων», ο νομικός χαρακτηρισμός των επίμαχων αξιόποινων πράξεων σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
39 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν, σε περίπτωση που πρέπει να αρνηθεί την εκτέλεση του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως βάσει του άρθρου 4, σημείο 6, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, και όχι βάσει του άρθρου 3, σημείο 2, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το άρθρο 45 και το άρθρο 49, παράγραφος 3, του Χάρτη, διατάξεις που κατοχυρώνουν, αντιστοίχως, τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας και της αναλογικότητας των ποινών, σε συνδυασμό με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 καθώς και με την απόφαση-πλαίσιο 2008/675, για τη συνεκτίμηση των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας, και με την απόφαση-πλαίσιο 2008/909, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις, αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει, αφενός, την επιβολή μίας ενιαίας ποινής για ένα σύνολο πράξεων δυνάμενο να χαρακτηρισθεί ως «έγκλημα κατ’ εξακολούθηση», διαπραχθέν τόσο στην Ισπανία όσο και σε άλλο κράτος μέλος, και, αφετέρου, τον εθνικό μηχανισμό συγχωνεύσεως των ποινών για τις ποινές οι οποίες επιβλήθηκαν από τα δικαστήρια του άλλου κράτους μέλους και πρέπει να εκτελεσθούν στην Ισπανία.
40 Συναφώς, η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος για τον λόγο ότι, αφενός, το αντικείμενο της κύριας δίκης είναι να εκδοθεί απόφαση κατ’ έφεση επί της εκτελέσεως του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, ενώ, σε περίπτωση αρνήσεως εκτελέσεως του εντάλματος αυτού και αναλήψεως δεσμεύσεως περί εκτελέσεως στην Ισπανία της επιβληθείσας στην Πορτογαλία ποινής, τα αποτελέσματα που συνδέονται με την αναγνώριση της πορτογαλικής αποφάσεως θα αντιμετωπίζονταν, ενδεχομένως, στο πλαίσιο νέας διαδικασίας. Αφετέρου, η ζητούμενη ερμηνεία είναι πρόωρη, διότι η ισπανική δικαστική αρχή εκτελέσεως δεν έχει ακόμη εκδώσει απόφαση με ισχύ δεδικασμένου σχετικά με την αναγνώριση και την εκτέλεση της πορτογαλικής αποφάσεως στην Ισπανία. Εντούτοις, μόνον άπαξ και εκδοθεί η απόφαση αυτή τίθεται το ζήτημα αν οι ποινές που επιβλήθηκαν αντιστοίχως στην Ισπανία και στην Πορτογαλία θα πρέπει ενδεχομένως να αποτελέσουν αντικείμενο οποιασδήποτε προσαρμογής.
41 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν. Συνακόλουθα, ο δικαιολογητικός λόγος της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αυτονόητη ανάγκη αποτελεσματικής επιλύσεως μιας ένδικης διαφοράς (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2022, Valstybės sienos apsaugos tarnyba κ.λπ., C‑72/22 PPU, EU:C:2022:505, σκέψεις 47 και 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
42 Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2023, Unilever Italia Mkt. Operations, C‑680/20, EU:C:2023:33, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
43 Εν προκειμένω, με αίτημα παροχής πληροφοριών προς το αιτούν δικαστήριο, το τελευταίο κλήθηκε να διευκρινίσει, αφενός, τη σχέση που θεωρεί ότι υφίσταται μεταξύ του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος και της εκκρεμούς ενώπιόν του δίκης και, αφετέρου, τον λόγο για τον οποίο η απάντηση στο ερώτημα αυτό του είναι αναγκαία προκειμένου να αποφανθεί στην υπόθεση της κύριας δίκης.
44 Απαντώντας στο αίτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι οι ενδεχόμενες συνέπειες της καταδίκης του εκζητουμένου στην Ισπανία επί της εκτελέσεως, στην Ισπανία, της πορτογαλικής αποφάσεως δεν θα εξετασθούν στο πλαίσιο της εκκρεμούς ενώπιόν του δίκης και ότι, άπαξ και η απόφαση περί μη παραδόσεως αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, θα κινηθεί άλλη ένδικη διαδικασία για την εκτέλεση στην Ισπανία της ποινής που επιβλήθηκε με την πορτογαλική απόφαση.
45 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ζήτημα ποιες συνέπειες πρέπει να αντληθούν από την καταδίκη του εκζητουμένου στην Ισπανία για την εκτέλεση, στην Ισπανία, της πορτογαλικής αποφάσεως θα ανακύψει το πρώτον όταν θα έχει εκδοθεί απόφαση σχετικά με την αναγνώριση της τελευταίας αυτής αποφάσεως, οπότε το ζήτημα αυτό δεν τίθεται ακόμη στην κύρια δίκη, η οποία αφορά την εκτέλεση ή την άρνηση εκτελέσεως του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.
46 Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα δεν είναι αναγκαία για να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί και ότι, ως εκ τούτου, το ερώτημα αυτό είναι απαράδεκτο.
Επί των δικαστικών εξόδων
47 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση‑πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009,
έχει την έννοια ότι:
αντιτίθεται στην εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος από κράτος μέλος σε περίπτωση κατά την οποία ο εκζητούμενος έχει ήδη δικασθεί με έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως σε άλλο κράτος μέλος και εκτίει εκεί ποινή φυλακίσεως για την αξιόποινη πράξη που διαπιστώθηκε με την απόφαση αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο διώκεται για τις ίδιες πράξεις στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, χωρίς να ασκεί επιρροή, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη «ίδιων πράξεων», ο νομικός χαρακτηρισμός των επίμαχων αξιόποινων πράξεων σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτελέσεως.
(υπογραφές)