Με την κρινόμενη έφεση ζητήθηκε η ακύρωση της …/30.10.2018 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Δ., με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος της εκκαλούσας, τέως μονίμου υπαλλήλου του Οργανισμού κατηγορίας ΠΕ, κλάδου Διοικητικού, ποσό 134.066,92 ευρώ που αντιστοιχεί σε αποδοχές φερόμενες ως αχρεωστήτως εισπραχθείσες από αυτήν κατά το χρονικό διάστημα από 7.12.2007 έως 6.7.2017, επειδή με την …/19.7.2018 απόφαση της Διοικήτριας του Ο.Α.Ε.Δ. ανακλήθηκε αναδρομικά ο διορισμός της λόγω νόθευσης τυπικού προσόντος. Απαραδέκτως, ωστόσο, ζητήθηκε με την ίδια έφεση η ακύρωση κάθε συναφούς με την προσβαλλόμενη πράξης ή παράλειψης, αφού κατά το μέρος αυτό κρίθηκε αόριστη και κατά τούτο ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Στην περίπτωση που ο παρανόμως διορισθείς υπάλληλος έχει προκαλέσει ο ίδιος δολίως την παρανομία, η πράξη διορισμού του ανακαλείται καταρχήν υποχρεωτικά χωρίς χρονικό περιορισμό, αφενός για να αποκατασταθεί η σοβαρά διαταραχθείσα νομιμότητα και δη οι συνταγματικές αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας των πολιτών κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, που διασφαλίζονται με την τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν τα τυπικά προσόντα διορισμού των υπαλλήλων και αφετέρου για να απομακρυνθεί αμέσως ο υπάλληλος που δεν διαθέτει τα κατά νόμο απαιτούμενα προσόντα και το ενδεδειγμένο ήθος για την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων του. Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η ανάκληση ενεργεί αναδρομικά αποκαθιστώντας τη νομική κατάσταση που ίσχυε πριν από την έκδοση της πράξης διορισμού και αίροντας όλες τις έννομες συνέπειες που έχουν προέλθει από αυτήν, μεταξύ των οποίων και τα περιουσιακά οφέλη που ο υπάλληλος έχει αντλήσει από την υπαλληλική σχέση, όπως οι κάθε είδους μισθολογικές απολαβές, τις οποίες οφείλει πλέον να επιστρέψει ως αχρεωστήτως καταβληθείσες. Η σχετική καταλογιστική πράξη, την οποία η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να εκδώσει μετά την ανάκληση του παράνομου διορισμού προς αποκατάσταση του εντεύθεν προκύψαντος ελλείμματος, προσβάλλεται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου με έφεση, κατά την εκδίκαση της οποίας το Δικαστήριο αυτό δεν δύναται μεν να εξετάσει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της ανακλητικής πράξης, η οποία δύναται να προσβληθεί ενώπιον του έχοντος τη σχετική δικαιοδοσία δικαστηρίου, ελέγχει όμως τη συμβατότητα της καταλογιστικής πράξης με υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες και αρχές. Ο καταλογισμός του συνόλου των αχρεωστήτως καταβληθεισών αποδοχών σε βάρος του παρανόμως διορισθέντος καταρχήν δεν παραβιάζει υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες και αρχές, εκτός αν, ενόψει των επιπτώσεων που επιφέρει στην προσωπική και οικονομική κατάσταση του, των ειδικότερων περιστάσεων τέλεσης της αποδιδόμενης σε αυτόν παράβασης και του βαθμού επίδρασης αυτής στην εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση και απόδοση του και του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ του διορισμού του και της ανάκλησης αυτού, διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ του αποκαταστατικού της νομιμότητας σκοπού του καταλογισμού και των συνταγματικά προστατευόμενων ατομικών δικαιωμάτων του καταλογισθέντος. Στην τελευταία περίπτωση το Δικαστήριο δύναται με βάση τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας να μειώσει το ποσό του καταλογισμού ή ακόμα και να απαλλάξει πλήρως τον καταλογισθέντα. Η εφαρμογή της αρχής της χρηστής διοίκησης προϋποθέτει τη συνδρομή καλής πίστης στο πρόσωπο του ενδιαφερομένου, η προϋπόθεση δε αυτή πρέπει να συντρέχει σωρευτικώς με τις λοιπές προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω αρχής, ήτοι της επί μακρό χρόνο λήψεως των αποδοχών και της οικονομικής αδυναμίας του να επιστρέψει τα ληφθέντα ποσά. Εν προκειμένω ωστόσο, η εν λόγω αρχή δεν δύναται να εφαρμοστεί και να οδηγήσει σε άρση ή μείωση του καταλογισμού, καθόσον αφενός μεν δεν συντρέχει καλή πίστη στο πρόσωπο της εκκαλούσας ως προς την είσπραξη των αποδοχών της, αφού δολίως η ίδια προκάλεσε τον παράνομο διορισμό της με την παραποίηση επί των βεβαιώσεων του Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. του βαθμού των τίτλων σπουδών της και συναφώς της βαθμολογικής αυτών αντιστοιχίας με την ελληνική βαθμολογική κλίμακα, ακολούθως δε έκανε χρήση των νοθευμένων βεβαιώσεων στον προκηρυχθέντα διαγωνισμό με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της οικονομικό όφελος, ενδεχομένως δε σε βάρος άλλου υποψηφίου που διέθετε τα νόμιμα προσόντα. Ομοίως, δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα παραβίασης των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, καθόσον η εκκαλούσα δεν επικαλείται συγκεκριμένες θετικές ενέργειες της διοίκησης, οι οποίες να της δημιούργησαν την εύλογη πεποίθηση ότι νομίμως της καταβλήθηκαν οι εν λόγω αποδοχές. Περαιτέρω, ο καταλογισμός των αποδοχών ως συνέπεια της ανάκλησης του διορισμού δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου ν.π.δ.δ. έχει ως νόμιμη αιτία την κατά το άρθρο 96 του ν. 4270/2014 υποχρέωση του λαβόντος, που έχει υπαιτίως συντελέσει στη μη νόμιμη καταβολή των αποδοχών του καταρτίζοντας και προσκομίζοντας μη γνήσια δικαιολογητικά, να αποκαταστήσει το έλλειμμα που προκλήθηκε στην αντίστοιχη διαχείριση, απορριπτομένης της ένστασης του αδικαιολόγητου πλουτισμού του άρθρου 904 του ΑΚ. Ως εκ τούτου, η αξίωση του Ο.Α.Ε.Δ. για την επιστροφή των καταβληθεισών στην εκκαλούσα αποδοχών ως ερειδόμενη επί της ως άνω νομικής βάσεως παρίσταται νόμιμη. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη: i) Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος Οργανισμός επωφελήθηκε των υπηρεσιών της εκκαλούσας, έστω και για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ii) το ύψος του καταλογισθέντος ποσού, iii) το γεγονός ότι παρήλθε χρονικό διάστημα δέκα ετών από τον διορισμό της μέχρι η διοίκηση να ανακαλύψει την εκ μέρους της υποβολή νοθευμένων εγγράφων, γεγονός που είχε ως συνέπεια το ποσό του σε βάρος της καταλογισμού να ανέλθει σε 134.066,92 ευρώ, iv) το γεγονός ότι με το 326/2022 βούλευμα του το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας έπαψε τη σε βάρος της ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για την πράξη της απάτης κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του ελληνικού δημοσίου που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, v) το γεγονός ότι οι καταβληθείσες αποδοχές έχουν ήδη αναλωθεί από την εκκαλούσα για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών της σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτή είναι ήδη μητέρα δίδυμων ανήλικων τέκνων, vi) το βαθμό της υπαιτιότητας της ως προς την πρόκληση του παράνομου διορισμού της με την κατάρτιση και χρήση στο διαγωνισμό για την κάλυψη θέσης διοικητικού υπαλλήλου του Ο.Ε.Ε. νοθευμένων βεβαιώσεων φερόμενων ως εκδοθεισών από το Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π., στις οποίες εμφανιζόταν μεγαλύτερος βαθμός κτήσης των τίτλων σπουδών που κατείχε, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι ο καταλογισμός σε βάρος της εκκαλούσας παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς, το Δικαστήριο δέχτηκε εν μέρει την έφεση.