Περαιτέρω κατά το άρθρο 211 Α Κ.Ποιν.Δ. «Μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η παροχή εξηγήσεων ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την καταδίκη κατηγορουμένου. Από τη διάταξη αυτή η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ’ Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι εισάγεται απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποίησης, για την καταδίκη του κατηγορουμένου, της μαρτυρικής κατάθεσης ή της απολογίας συγκατηγορουμένου του, καθώς και των μαρτυρικών καταθέσεων άλλων προσώπων, τα οποία ως μοναδική πηγή της πληροφόρησής τους έχουν τον συγκατηγορούμενο. Ως συγκατηγορούμενος, για την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, θεωρείται ο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 45 έως 49 Π.Κ., συναυτουργός, ηθικός αυτουργός και συνεργός, αλλά και κάθε άλλος, του οποίου η αξιόποινη πράξη που ακολούθησε, αν και αυτοτελής και διακεκριμένη, συνέχεται αμέσως με την προηγηθείσα αξιόποινη πράξη που τελέσθηκε από άλλο πρόσωπο, επί της οποίας στηρίζεται αποκλειστικώς η μεταγενέστερη αξιόποινη συμπεριφορά του εν συνεχεία αυτουργού. Δεν παραβιάζεται, όμως, η ανωτέρω διάταξη και δεν ιδρύεται ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ Κ.Π.Δ., λόγος αναίρεσης (για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο), όταν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν στηρίζεται αποκλειστικά στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία συγκατηγορουμένου του, αλλά συνδυαστικά, τόσο στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου, όσο και σε καταθέσεις άλλων μαρτύρων και στα αναγνωσθέντα έγγραφα. Εξ άλλου, δεν προκύπτει από διάταξη του Κ.Π.Δ., ότι δεν αξιοποιούνται αποδεικτικά οι καταθέσεις μαρτύρων αστυνομικών, στους οποίους ο συγκατηγορούμενος ελευθέρως ομολόγησε την πράξη του και ενοχοποίησε συγκατηγορούμενό του (ΑΠ 878/2019).