Τότε μία 31χρονη είχε καταφέρει να βγει σώα από τα νερά της λίμνης όπου την είχαν πετάξει ο τότε σύντροφός της και δύο ακόμη άτομα.
Και οι τρεις είχαν συλληφθεί ενώ η νεαρή γυναίκα η οποία κυοφορούσε είχε μεταφερθεί στο Νοσοκομείο.
Ο σύντροφός της θεωρήθηκε ο ηθικός αυτουργός και καταδικάστηκε σε πρώτο και δεύτερο βαθμό.
Το Εφετείο είχε απορρίψει το αίτημά του να μετατραπεί η σε βάρος του κατηγορία από επικίνδυνη σωματική βλάβη, τελεσθείσα από κοινού, σε όλως ελαφρά σωματική βλάβη και τον καταδίκασε σε φυλάκιση δύο ετών, με τριετή αναστολή, για ηθική αυτουργία σε επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού.
Κατά της καταδικαστικής απόφαση άσκησε αναίρεση, η οποία όμως απορρίφθηκε από το ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου.
Οι αρεοπαγίτες, όπως αναφέρει σε σχετικό δημοσίευμα το Πρώτο Θέμα, έκριναν ότι η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτούν το Σύνταγμα και η ποινική νομοθεσία, αφού εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά κ.λπ. με πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά.
Παράλληλα, ο Αρειος Πάγος απέρριψε ως απαράδεκτο τον ισχυρισμό του επιχειρηματία ότι η καταδικαστική απόφαση παραβίασε την αρχή της δίκαιης δίκης, ως προς το σκέλος εκείνο του ορθού τρόπου ελέγχου και αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού.