Αριθμός 1365/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη – Εισηγήτρια, Βασιλική Ηλιοπούλου, Μαρία Βασδέκη και Νικόλαο Βεργιτσάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 9 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Παπαγεωργίου, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων 1. Α. Ε. του Ε., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Δημήτραινα, 2. Ε. Τ. του Ν., κατοίκου … η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Τομπαΐδη, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 12/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με πολιτικώς ενάγοντες – υποστηρίζοντες την κατηγορία: 1. Γ. Κ. του Α., κάτοικο … και 2. Α. Κ., κάτοικο …, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν.
Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται α) στην με αρ. εκθ. κατάθ. ….6.2020 αίτηση αναιρέσεως και τους από 30/07/2020 πρόσθετους λόγους που περιλαμβάνονται στο σχετικό δικόγραφο που κατατέθηκε στις 30-7-2020 και β) την με αρ. εκθ. κατάθ. 26/27.5.2020 αίτηση αναιρέσεως της δεύτερης αναιρεσείουσας και του από 17.9.2020 προσθέτους λόγους, που περιλαμβάνονται στο σχετικό δικόγραφο, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με αριθμό 657/2020.
Αφού άκουσε
Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η δίκη για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο, αν είναι δυνατό, από άλλους δικαστές από εκείνους που είχαν δικάσει την υπόθεση και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 512 παρ. 1 εδ. γ και 3 εδ. α Κ.Π.Δ. “Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-162 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου….”, παρ. 3 εδ.α “οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο”. Ακόμη κατά την παρ. 2 εδ. α του άρθρου 515 του ίδιου κώδικα, “Αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίσθηκε”. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα από 8-7-2020 δύο αποδεικτικά επίδοσης του αρχ/κα του Α.Τ. … Ε. Χ. οι υποστηρίζοντες την κατηγορία στην κρινόμενη υπόθεση Γ. Κ. του Α. και Α. Κ. Γ. με αναιρεσείοντες τον Α. Ε. του Ε. και Ε. Τ. του Ν. κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά την διάταξη του άρθρου 155 παρ. 1 εδ. α, γ και β του ως άνω κώδικα, για να εμφανισθούν στην αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης αυτής συνεδρίαση, που είχε ορισθεί για να συζητηθούν: α) Η με αρ. εκθ. κατάθεσης …-6-2020 της γραμματέως του Εφετείου Θράκης αίτηση του Α. Ε. του Ε. κατοίκου …) για αναίρεση της υπ’ αρ. 12/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θράκης, που διορθώθηκε με την υπ’ αρ. 268/2020 διάταξη του προεδρεύοντος Εφέτη του Δικαστηρίου που την εξέδωσε. β) Η με αρ. εκθ. κατάθ. 26/27-5-2020 της ως άνω γραμματέα αίτηση της Ε. Τ. του Ν., κατοίκου …) για αναίρεση της ως άνω απόφασης.
Οι κρινόμενες αναιρέσεις ασκήθηκαν παραδεκτά κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των υπ’ αρ. Δ1α/ΓΠ οικ. 26804/25/4/2000, Δ1α/ΓΠοικ. 30340 (αρ. 4 παρ. 1β) κοινών αποφάσεων των Υπουργών Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Υγείας, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών που εκδόθηκαν δυνάμει πράξεων νομοθετικού περιεχομένου και των άρθρων 473 παρ. 2 εδ. α, 3 εδ. α, β του Κ.Π.Δ., αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 7 Μαΐου 2020 και την ίδια ημέρα η γραμματέας του Εφετείου Θράκης ενημέρωσε αμφότερους τους κατηγορούμενους με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αναφορικά με την καταχώρηση της απόφασης στο εν λόγω βιβλίο. Στη συνέχεια οι αιτήσεις αναίρεσης με τους πρόσθετους λόγους κάθε μιας που κατατέθηκαν στον γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου στις 30 Ιουλίου 2020 και στις 18 Σεπτεμβρίου 2020 αντίστοιχα ως συναφείς πρέπει να συνεκδικασθούν και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Κατά το άρθρο 13 του Α.Ν. 1565/1939 “Κώδικας ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος”, “Ο ιατρός να ασκή ευσυνειδήτως το επάγγελμα αυτού και να συμπεριφέρεται τόσον εν τη ενασκήσει του επαγγέλματος, όσον και εκτός αυτής κατά τρόπον αντάξιον της αξιοπρεπείας και εμπιστοσύνης της οποίας απαιτεί το ιατρικόν επάγγελμα”. Ο ως άνω νόμος καταργήθηκε στο σύνολό του με την διάταξη του άρθρου 341 του Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α5/17/1/2018). Ωσαύτως με τις διατάξεις των άρθρων 2 9 και 11 παρ. 1 του Ν. 3418/2005 με τον οποίο θεσπίσθηκε ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας ορίζονται τα ακόλουθα: Άρθρο 2 με τίτλο η άσκηση της ιατρικής ως λειτούργημα “1. Η άσκηση της ιατρικής είναι λειτούργημα που αποσκοπεί στη διατήρηση, βελτίωση και αποκατάσταση της σωματικής, πνευματικής και ψυχικής υγείας του ανθρώπου, καθώς και στην ανακούφισή του από τον πόνο. 2. Ο ιατρός τηρεί τον όρκο του Ιπποκράτη, ασκεί το έργο του σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και πρέπει, κατά την άσκηση του επαγγέλματος του, να αποφεύγει κάθε πράξη ή παράλειψη η οποία μπορεί να βλάψει την τιμή και την αξιοπρέπεια του ιατρού και να κλονίσει την πίστη του κοινού προς το ιατρικό επάγγελμα. Οφείλει, επίσης, να διατηρεί σε υψηλό επίπεδο την επαγγελματική του συμπεριφορά, ώστε να καταξιώνεται στη συνείδηση του κοινωνικού συνόλου και να προάγει το κύρος και την αξιοπιστία του ιατρικού σώματος. Ο ιατρός πρέπει να επιδεικνύει τη συμπεριφορά αυτή όχι μόνον κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, αλλά στο πλαίσιο της γενικότερης κοινωνικής έκφανσης της προσωπικότητας του. 3. Το ιατρικό λειτούργημα ασκείται σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Διέπεται από απόλυτο σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους χωρίς διάκριση φύλου, φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, ηλικίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, κοινωνικής θέσης ή πολιτικής ιδεολογίας. 4. Ο ιατρός σέβεται την ανθρώπινη ζωή ακόμη και κάτω από απειλή και δεν χρησιμοποιεί τις γνώσεις του ενάντια στις αρχές του ανθρωπισμού….” 5. Άρθρο 9 με τίτλο υποχρεώσεις του ιατρού προς τον ασθενή “1. Ο ιατρός δίνει προτεραιότητα στην προστασία της υγείας του ασθενή. 2. Ο ιατρός δεν μπορεί να αρνείται την προσφορά των υπηρεσιών του για λόγους άσχετους προς την επιστημονική του επάρκεια, εκτός εάν συντρέχει ειδικός λόγος, που να καθιστά αντικειμενικά αδύνατη την προσφορά των υπηρεσιών του….3….4…5….” Άρθρο 11 παρ. 1 με τίτλο “Υποχρέωση ενημέρωσης” “Ο ιατρός έχει καθήκον αληθείας προς τον ασθενή. Οφείλει να ενημερώνει πλήρως και κατανοητά τον ασθενή για την πραγματική κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ή επιπλοκές από την εκτέλεσή της, τις εναλλακτικές προτάσεις, καθώς και τον πιθανό χρόνο αποκατάστασης, έτσι ώστε ο ασθενής να μπορεί να σχηματίζει πλήρη εικόνα των ιατρικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων και συνεπειών της κατάστασής του και να προχωρεί ανάλογα στη λήψη αποφάσεων.” Από την παράθεση των προεκτεθεισών διατάξεων με σαφήνεια προκύπτει πως το περιεχόμενο της καταργηθείσας διάταξης του αρ. 13 του Α.Ν. 1565/1939 περιλαμβάνεται στο σύνολό του στις διατάξεις των άρθρων 2 και 9 του ισχύοντος νόμου 3418/2005, είναι πρόδηλο δε πως λόγω του γεγονότος αυτού καταργήθηκε, κι εντεύθεν ουδεμία συνέπεια έχει η κατάργησή της στις προβλεπόμενες και απαιτούμενες από τον νόμο υποχρέωσης των ιατρών προς τους ασθενείς τους που ενδιαφέρει στην προκείμενη υπόθεση.
Ακόμη με τα άρθρα 14, 21 και 23 του Κώδικα Ελληνικής Φαρμακευτικής Δεοντολογίας ο οποίος τέθηκε σε ισχύ με το πρώτο άρθρο του Π.Δ. 340/1993 τα δύο πρώτα από τα οποία ως άνω άρθρα περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Δ με τίτλο “ΕΥΘΥΝΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΥ” ορίζονται τα εξής: 14. “Ο φαρμακοποιός οφείλει να ασκεί προσωπικώς την φαρμακευτική και να παρασκευάζει και να παραδίδει αυτοπροσώπως τα φάρμακα στους αρρώστους ή στους οικείους τους. Πρέπει να επιβλέπει προσωπικώς κάθε φαρμακευτική εργασία που εκτελείται από το προσωπικό του φαρμακείου του.” 21. “Ο φαρμακοποιός όταν χορηγεί τα φάρμακα που αναγράφονται σε συνταγές, καθώς και τα άλλα διακινούμενα προϊόντα, οφείλει να ελέγχει αν τα χορηγούμενα είδη πληρούν τις νόμιμες προδιαγραφές”. 23. “Απαγορεύεται στον φαρμακοποιό να αντικαθιστά με άλλα φάρμακα τα αναγραφόμενα σε ιατρική συνταγή, ακόμη και αν τα χορηγούμενα σε αντικατάσταση των αναγραφόμενων θεωρούνται κατά την κρίση του μεγαλύτερης και καλύτερης θεραπευτικής αξίας χωρίς την έγκριση του ιατρού που εξέδωσε την συνταγή”.
Ωσαύτως με τις διατάξεις του άρθρου 4 που έχει τίτλο “υποχρεώσεις φαρμακοποιών” του Π.Δ. 121/2008 περί καθορισμού υποχρεώσεων των ασφαλιστικών οργανισμών, των θεραπόντων και ελεγκτών ιατρών και των φαρμακοποιών, καθώς και των σχετικών κυρώσεων μεταξύ άλλων ορίζονται τα ακόλουθα:
“1. Οι φαρμακοποιοί που συμβάλλονται είτε ατομικά είτε συλλογικά με τον ΟΠΑΔ και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς υποχρεούνται:
α. Να συμμορφώνονται με τις διατάξεις του παρόντος προεδρικού διατάγματος, τις διατάξεις της νομοθεσίας και των οδηγιών των αρμοδίων υπουργείων περί του τρόπου, χρόνου και όρων παροχής φαρμακευτικής περίθαλψης και να τηρούν τους όρους των συμβάσεών τους. β. Να έχουν σε άμεση ζήτηση τα νομίμως κυκλοφορούντα φάρμακα, για τα οποία υπάρχει έγκριση να χορηγούνται μόνο με ιατρική συνταγή και η δαπάνη τους καλύπτεται από τον ΟΠΑΔ και τους φορείς και κλάδους ασφάλισης ασθενείας, ανεξάρτητα από την ονομασία και τη νομική τους μορφή, γ. Να εξυπηρετούν με προθυμία τους ασφαλισμένους και να τους δίνουν κάθε αναγκαία πληροφορία που έχει σχέση με τα φάρμακα, τα οποία παραδίδουν σε αυτούς δ. Να εκτελούν οι ίδιοι ή οι νόμιμοι αντικαταστάτες τους πιστά κάθε συνταγή που έχει εκδοθεί κανονικά και προσκομίζεται για εκτέλεση εμπρόθεσμα (εντός πέντε εργασίμων ημερών από την έκδοση της).
2. Συνταγή κανονικώς εκδοθείσα και κανονικώς εκτελεσθείσα, κατά την έννοια του παρόντος διατάγματος, θεωρείται μία συνταγή όταν περιλαμβάνει τα κατωτέρω στοιχεία:
Την επωνυμία του ασφαλιστικού φορέα. Το ονοματεπώνυμο του ασφαλισμένου – ασθενούς. Τον αριθμό μητρώου του ασφαλισμένου. Την πάθηση από την οποία πάσχει, ως αναφέρεται από τον θεράποντα ιατρό. Τα χορηγηθέντα φάρμακα (ονομασία, μορφή, περιεκτικότητα, ποσότητα αριθμητικά και ολογράφως, δοσολογία). Την ημερομηνία έκδοσης. Τη σφραγίδα και την υπογραφή ιατρού, με τον αριθμό μητρώου αυτού θεώρηση όπου απαιτείται. Την υπογραφή του παραλήπτη των φαρμάκων. Τη σφραγίδα, την υπογραφή και τον αριθμό μητρώου του φαρμακοποιού. Τα συνοδά έντυπα. Την καταχώρηση στο βιβλιάριο υγείας, όπου αυτό προβλέπεται από τη νομοθεσία του οικείου φορέα. Συνταγή που φέρει τουλάχιστον τα ανωτέρω στοιχεία θεωρείται κανονικώς εκδοθείσα και εκτελεσθείσα και πληρώνεται η αξία της, με την επιφύλαξη όσων ισχύουν για την συνταγογράφηση από ανειδίκευτους και αγροτικούς ιατρούς καθώς και τη συνταγογράφηση φαρμάκων για τα οποία ισχύει ειδική νομοθεσία…… Η συνταγή απαραίτητα συνοδεύεται από το βιβλιάριο υγείας του ασφαλισμένου, στο οποίο ο φαρμακοποιός θα ελέγχει την καταχώρηση των φαρμάκων και θα συμπληρώνει τα στοιχεία εκτέλεσης, όπου αυτό προβλέπεται.
3. Η τυχόν εκτέλεση συνταγής που δεν έχει συνταχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας, καθώς και η εκτέλεση συνταγής που δεν είναι θεωρημένη, όταν απαιτείται θεώρηση, στερεί από το φαρμακοποιό το δικαίωμα να εισπράξει την αξία της από οικείο ασφαλιστικό οργανισμό….”.
4. Να εκτελούν τη συνταγή τη στιγμή που προσκομίζεται. Η συνταγή δεν επιτρέπεται να παραμένει στο φαρμακείο ανεκτέλεστη. Αν ο φαρμακοποιός δεν έχει όλα τα φάρμακα που αναγράφονται στη συνταγή είναι δυνατή μερική εκτέλεση αυτής. Στην περίπτωση μερικής εκτέλεσης, στο πίσω μέρος της συνταγής αναγράφονται τα φάρμακα που δεν παραδόθηκαν και τίθεται η χρονολογία και η υπογραφή του φαρμακοποιού και του ασφαλισμένου. Ο ασφαλισμένος επανέρχεται, μέσα στην προβλεπόμενη ημερομηνία των 5 εργασίμων ημερών, για την ολική της εκτέλεση.
5. Να συμπληρώνουν κανονικά και με ευκρίνεια τη συνταγή και στις προβλεπόμενες σε αυτή θέσεις, να διατιμούν τις συνταγές, να επικολλούν τις ταινίες γνησιότητας των φαρμάκων προσέχοντας να είναι εμφανείς οι κωδικοί και οι γραμμικοί κώδικες αυτών, να αναγράφουν την ημερομηνία εκτέλεσης της συνταγής, να συμπληρώνουν τον κωδικό τους, ο οποίος είναι ο αριθμός μητρώου τους στο ΤΣΑΥ, να επιθέτουν τη σφραγίδα τους, στην οποία απαραίτητα πρέπει να αναφέρεται ο Α.Φ.Μ. τους και να υπογράφουν. 6….. 7….. 8…… 9…… 10…… 11……12 ……. 13……. 14….. 15. Η παράβαση από το συμβεβλημένο φαρμακοποιό των υποχρεώσεών του, όπως καθορίζονται από το παρόν συνεπάγεται, εκτός των ενδεχόμενων ποινικών κυρώσεων ή των διοικητικών που προβλέπονται από την κείμενη φαρμακευτική νομοθεσία, όπως αυτή ισχύει κάθε φορά και την επιβολή των εξής κυρώσεων, για κάθε παράβαση, ανάλογα με την συχνότητα και τη σοβαρότητα αυτής….” Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 του νέου Π.Κ., “όποιος από αμέλεια σκοτώσει άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ. “Από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν”.
Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών το περιεχόμενο των οποίων είναι όμοιο μ’ αυτό των αντίστοιχων και με ίδιο αριθμό άρθρων του προϊσχύσαντος Π.Κ. προκύπτει ότι, για την•θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε.” Η παράλειψη, ως έννοια, περιέχεται σ’ αμφότερα τα είδη αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς, που προηγήθηκε του αποτελέσματος, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 παρ. 1 ΠΚ (βλ. ΑΠ 122/2019, ΑΠ 107/2019 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 εδ. α του Νέου ΠΚ που θεσπίστηκε με το Ν. 4619/2019 και σύμφωνα με το άρθρο 460 αυτού ισχύει από την 1η Ιουλίου 2019 προσδιορίζει το ειδικότερο περιεχόμενο, που αποδιδόταν και υπό την ισχύ του προηγούμενου ΠΚ στην συμπεριφορά, η οποία συνθέτει την με παράλειψη τελούμενη αξιόποινη πράξη για το οποίο περιεχόμενο θ’ ακολουθήσει και ειδικότερη αναφορά στην παρούσα στα πλαίσια της έρευνας των λόγων αναίρεσης.
Στο άρθρο 15 παρ. 1 εδ. β του κατά τα ως άνω, ισχύοντος Π.Κ. ορίζεται “Η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει από νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου”. Η διάταξη αυτή, δεν υπήρχε στον προϊσχύσαντα Π.Κ. όμως με την νομολογία και τη θεωρία είχαν παγιωθεί τα οριζόμενα σ’ αυτή ως πηγές νομικής υποχρέωσης (βλ. Ολ. ΑΠ 4/2010) κι έτσι εν τους πράγμασι με τη νέα ως άνω διάταξη έλαβαν την μορφή νόμου τα ισχύοντα, καθόσον αφορά τη νομική υποχρέωση, γεγονός που σε κάθε περίπτωση οπωσδήποτε συμβάλλει στην ασφάλεια του δικαίου, ευνοεί δε τον κατηγορούμενο γι’ αυτό και ως προς αυτήν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. Συνακόλουθα των ανωτέρω όταν η αξιόποινη πράξη τελείται με παράλειψη επιβάλλεται στην απόφαση να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του κατηγορούμενου και εάν αυτή προέρχεται από επιτακτικό κανόνα δικαίου, αυτός να προσδιορίζεται με την αναφορά της σχετικής διάταξης, που επιβάλλει την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος.
Ενόψει αυτών, ποινική ευθύνη ιατρού και φαρμακοποιού για ανθρωποκτονία από αμέλεια, κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση, καθόσον μεν αφορά τον φαρμακοποιό των προαναφερθεισών διατάξεων που διέπουν την άσκηση του λειτουργήματός του καθόσον δε αφορά τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και που η ενέργεια του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Η ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα του θανάτου του ασθενούς απορρέει από το νόμο και τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, με τις διατάξεις του οποίου θεσπίζεται, και η εγγυητική θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης. Επισημαίνεται πως σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις οι υποχρεώσεις του ιατρού έναντι του ασθενή είναι ίδιες είτε ο ιατρός ασκεί το λειτούργημά του ως ιδιώτης, είτε δυνάμει οποιαδήποτε μορφής σχέσης με το δημόσιο ασφαλιστικό φορέα. Προϋποτίθεται βέβαια ότι συντρέχει και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του αποτελέσματος, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει, στην περίπτωση κατά την οποία, αν γινόταν η επιβεβλημένη ενέργεια, η οποία τελικά δεν έγινε, τότε με πιθανότητα που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα δεν θα, είχε επέλθει (ΑΠ 1034/13, 746/13, 436/12). Ειδικότερα σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις του Κώδικα Ιατρικής δεοντολογίας η εξέταση του ασθενούς από τον ιατρό είναι πολύ σημαντική για την πορεία της υγείας του πρώτου υπό την έννοια ότι με αυτήν ελέγχεται μεταξύ άλλων και η εξέλιξη της ασθένειας, σε συνάρτηση πάντοτε με την γενική κατάσταση της υγείας αυτού.
Στην περίπτωση δε που ο εξεταζόμενος ασθενής ακολουθεί ήδη κάποια φαρμακευτική αγωγή η σημαντικότητα της εκτελούμενης ως άνω ιατρικής πράξης επιβάλλει στον ιατρό που την έχει αναλάβει την σύμφωνη με το περιεχόμενο των ως άνω κανόνων (των άρθρων 2 και 9 Ν. 3418/2005) ειδικότερη υποχρέωση να καταλήξει, είτε σε νέα συνταγογράφηση, είτε εφόσον η τελευταία έχει προηγηθεί από άλλο ιατρό να την ελέγξει και να ενημερώσει κατά το άρθρ. 11 παρ. 1 Ν. 3418/2005, τον εξεταζόμενο ή τους οικείους του με την παροχή της κατάλληλης ορθής ιατρικής σύστασης σε σχέση με την εξακολούθηση της ίδιας αγωγής και της δοσολογίας της. Η ως άνω ειδική νομική υποχρέωση ελέγχου της ακολουθούμενης σύμφωνα με προηγούμενες συνταγογραφήσεις φαρμακευτικής αγωγής που προκύπτει και από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ν. 3418/2005 επιβάλλεται και με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. στ εδ. α του ΠΔ 121/2008 με τον προαναφερθέντα τίτλο “Υποχρεώσεις ασφαλιστικών οργανισμών θεραπόντων και ελεγκτών ιατρών και φαρμακοποιών”, με το οποίο ορίζεται “Οι θεράποντες ιατροί, σύμφωνα με τον κανονισμό περίθαλψης των ασφαλιστικών οργανισμών, κατά τη συνταγογράφηση στους ασφαλισμένους τους, υποχρεούνται: α…..β…… γ…. δ……ε……στ να ελέγχουν τυχόν προηγούμενη φαρμακευτική αγωγή για την ίδια νόσο, ώστε να αποφεύγεται η συνταγογράφηση ιδιοσκευασμάτων η δραστική ουσία των οποίων έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική στο συγκεκριμένο ασθενή ή ακατάλληλη για την περίπτωσή του”. Περαιτέρω, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 28 ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προέβλεψε μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε. Ενόψει της διάκρισης αυτής, το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιο από τα ανωτέρω δύο είδη της αμέλειας συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι αν δεν εκθέτει τούτο σαφώς ή δέχεται και τα δύο είδη δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ. Τέλος, όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων κατά το λόγο της αμέλειας που επιδείχτηκε από αυτό και εφόσον, πάντως, το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα που επήλθε όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που άμεσα προκάλεσε το αποτέλεσμα και συνεπώς βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς αυτό. Αρκεί δε, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως. Τούτο δε γιατί η κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη ακολουθεί τα πορίσματα της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, υπό την παραλλαγή της ενεργού αιτίας, εν αντιθέσει προς τη θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, η οποία επικρατεί όσον αφορά την αστική ευθύνη (ΑΠ 230/15). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος αναφορά τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα. Ωστόσο, πρέπει να προκύπτει, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ως προς τα οποία η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολογική συσχέτιση αφορά στην ουσία της υποθέσεως και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη την οποία εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίασή της γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Επιπλέον, η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης μπορεί να αναφέρεται και σε μη ποινική διάταξη ουσιαστικού νόμου, εφόσον αυτή αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης (ΑΠ 192/2017). Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου, που επικυρώθηκε με το Ν.Δ./μα 53/19/20-9-1974 κατά την οποία “παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσις του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του, κατηγορίας ποινικής φύσεως.” Κατ’ αυτό, η πολιτεία, μέσω των οργάνων της οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι. Παραβίαση της ως άνω αρχής πέραν της αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και 171 παρ. 1 εδ. δ του Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης (ΑΠ 1821/2016, ΑΠ 101/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 12/2020 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του κατόπιν νομικών σκέψεων ορισμένες από τις οποίες θα παρατεθούν κατά πιστή μεταφορά παρακάτω στην παρούσα στα πλαίσια έρευνας της βασιμότητας των λόγων αναίρεσης, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων σ’ αυτό κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, καταθέσεις υποστηριζόντων την κατηγορία πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογίες κατηγορουμένων), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:
“Ο Π. Γ. του Ι. είχε γεννηθεί την 4-10-1956 και ήταν κάτοικος του οικισμού … της …. Σε ηλικία είκοσι ετών περίπου κατά την περίοδο της στράτευσης ο προαναφερόμενος εκδήλωσε συμπτώματα ψυχωσικής συνδρομής, η οποία διαγνώστηκε και αποτελούσε το χρόνιο ψυχικό νόσημα από το οποίο αυτός έπασχε κατά την διάρκεια της ζωής του. Η Δ. Χ. του Ι. και Μ. Γ. του Ι. που κατοικούσαν στην … της …
ήταν οι δύο .αδελφές του παραπάνω ασθενούς, οι οποίες είχαν αναλάβει με την συνδρομή των οικείων τους την κάλυψη των αναγκών του, την επιμέλεια του προσώπου του, την υποβολή του σε τακτική ιατρική εξέταση καθώς και την εφαρμογή των ιατρικών οδηγιών κατά την λήψη της συνιστώμενης σε αυτόν φαρμακευτικής αγωγής. Το Κέντρο Υγείας της … αποτελούσε το χώρο παροχής υγειονομικής περίθαλψης στους κατοίκους της …, τον οποίο τακτικά κάθε δεκαπέντε ημέρες επισκεπτόταν κλιμάκιο ιατρών που προερχόταν από το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο …, ώστε να υποβληθούν σε εξέταση οι κάτοικοι του νησιού και να χορηγηθεί σε αυτούς η απαραίτητη φαρμακευτική αγωγή. Η εφαρμοζόμενη πρακτική χορήγησης στους διαφόρους ασθενείς των φαρμακευτικών σκευασμάτων πού τους είχαν συστήσει οι ιατροί με κατάλληλη συνταγογράφηση μετά από εξέταση αυτών ήταν να αποστέλλονται με το ταχυδρομείο τα βιβλιάρια των ασθενών με τις καταχωρισμένες σε αυτά συνταγές και να παραδίδονται στον φαρμακοποιό του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου …ς. Σε εκτέλεση των συνταγών ο φαρμακοποιός επέλεγε και κατένειμε τα φάρμακα εντός πρόχειρων συσκευασιών που συνοδεύονταν από τα βιβλιάρια των ασθενών τις οποίες παρέδιδε στους διοικητικούς υπαλλήλους της υπηρεσία του νοσοκομείου οι οποίοι τοποθετούσαν όλες τις συσκευασίες εντός σάκου . Ο σάκος αυτός παραδιδόταν στην ταχυδρομική υπηρεσία και μεταφερόταν στην … με το τακτικό δρομολόγιο του πλοίου. Ο σάκος παραδιδόταν στο χώρο του Κέντρου Υγείας όπου σύμφωνα με τα βιβλιάρια εκτελούνταν η διαλογή και παράδοση των σκευασμάτων στους ασθενείς. Ο Π. Γ. του Ι. κατά την διάρκεια της νύκτας διανυκτέρευσε σε κατοικία διαφορετική από τις οικίες των αδελφών και υποβαλλόταν τακτικά σε εξέταση από τον ψυχίατρο που μετείχε στο κλιμάκιο ιατρών, οι οποίοι επισκεπτόταν τη …, ενώ εφάρμοζε σύμφωνα με τις παρεχόμενες ιατρικές συστάσεις οδηγίες το ημερήσιο πρόγραμμα της συνταγογραφούμενης φαρμακευτικής αγωγής με την λήψη ενός δισκίου το πρωί, ενός δισκίου το μεσημέρι και δύο δισκίων το βράδυ Tavor 2,5 mg, τρεις φορές ημερησίως ενός δισκίου Nozinan,25 mg, τρεις φορές ημερησίως ενός δισκίου Risperdal 4 mg, τρεις φορές ημερησίως ενός δισκίου Zyprexa 5 mg, και με ενδοφλέβια χορήγηση κάθε δεκαπέντε ημέρες Aloperidin 50 mg. Εντός του μηνός Απριλίου του έτους 2013 και σε χρονικό σημείο που δεν έχει προσδιοριστεί ειδικότερα, η αγροτική ιατρός Π. Μ. που πλέον της έχει αποδοθεί η ειδικότητα της οφθαλμιάτρου χορήγησε συνταγή για την λήψη της φαρμακευτικής αγωγής στον παραπάνω ασθενή. Η σχετική χειρόγραφη εγγραφή καταχωρίστηκε υπ’αριθμ … στο βιβλιάριο απορίας του ως άνω ασθενούς. Στη συγκεκριμένη συνταγή αναγραφόταν ως χορηγούμενα τα φάρμακα Tavor, Nozinan, Zypefar, Aloperidin 50 mg. τα στην οποία μεταξύ των άλλων ανωτέρω αναφερομένων σκευασμάτων δεν περιλήφθηκε όμως αντιψυχωτικό φάρμακο Risperdal 4 mg, διότι αντί αυτού καταχωρίστηκε η εντολή χορήγησης του γενόσημου σκευάσματος RISPELEN 4mg που περιείχε την ίδια δραστική ουσία, η οποία είναι η ρισπεριδόνη,. Η ανωτέρω συνταγή δεν ήταν πλήρης, διότι δεν περιείχε αναφορά στη διάγνωση της νόσου από την οποία έπασχε ο ασθενής και την δοσολογία λήψης του κάθε φαρμακευτικού σκευάσματος, όπως επιβάλλει η διάταξη του άρθρων 2 παρ.1 περ.η ΠΔ 121/2008 σύμφωνα με την οποία οι ιατροί έχουν υποχρέωση κατά την σύνταξη των συνταγών “…να συμπληρώνουν ευανάγνωστα και με ακρίβεια όλα τα στοιχεία επί του εντύπου της συνταγής και συγκεκριμένα τη διάγνωση, την ονομασία, τη δοσολογία, την περιεκτικότητα και την ποσότητα των συνταγογραφουμένων φαρμάκων…” Το βιβλιάριο του Π. Γ. του Ι. καθώς και άλλα δύο βιβλιάρια απορίας ασθενών από την … μεταφέρθηκαν με τον τρόπο που παραπάνω περιγράφεται στο φαρμακείο του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου …, όπου την 30-4-2013 παραδόθηκαν στην δεύτερη κατηγορουμένη Ε. Τ. του Α. που είναι φαρμακοποιός εργαζόμενη στο τμήμα αυτό, η οποία ανέλαβε την εκτέλεση των συγκεκριμένων συνταγών. Κατά την εκτέλεση της υπ’αριθμ … συνταγής που αφορούσε τον Π. Γ. του Ι. η δεύτερη κατηγορουμένη διέγραψε από το απόκομμα της συνταγής που προορίζεται προς φύλαξη στο αρχείο του Νοσοκομείου τα αναγραφόμενα φαρμακευτικά σκευάσματα Tavor, Nozinan, Aloperidin 50 mg. Σε σχέση με τα ως άνω διαγραφόμενα φάρμακα η συνταγή δεν εκτελέστηκε λόγω έλλειψης αυτών από το φαρμακείο του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου …ς και δεν παραδόθηκαν τα αντίστοιχα σκευάσματα προς μεταφορά στο κέντρο Υγείας …ς και παράδοση αυτών στον ασθενή. Επίσης η δεύτερη κατηγορουμένη στο ίδιο απόκομμα διέγραψε το αναγραφόμενο σκεύασμα RISPELEN 4 mg και με χειρόγραφη σημείωση κάτω από την αρχική εγγραφή ανέγραψε το σκεύασμα RALTONE. Κατά τον τρόπο αυτό η συνταγή εκτελέστηκε από την δεύτερη κατηγορουμένη σε σχέση με το φαρμακευτικό σκεύασμα που αναγραφόταν ως Zypefar και με την αντικατάσταση του αντιψυχωτικού φαρμάκου RISPELEN 4 mg από το φαρμακευτικό σκεύασμα RALTONE. 4 mg που χορηγήθηκε σε δύο συσκευασίες. Όμως το φαρμακευτικό σκεύασμα RALTONE. δεν είναι αντιψυχωτικό φάρμακο, διότι περιέχει τη δραστική ουσία γλιμεπιρίδη, προοριζόμενη για τη θεραπεία του σακχαρώδους διαβήτη, που είναι νόσος από την οποία δεν έπασχε ο Π. Γ. του Ι.. Υπό τους όρους αυτούς η συμπεριφορά της δεύτερης κατηγορουμένης να εκτελέσει της ως άνω περιγραφόμενη αντικατάσταση ενός φαρμάκου από ένα άλλο που προορίζεται για την αντιμετώπιση διαφορετικής νόσου αποτελεί παραβίαση εκ μέρους της συγκεκριμένης κατηγορουμένης των υποχρεώσεων αυτής που προέρχονται από τις διατάξεις των άρθρων 14, 21 και 23 του ΠΔ 340/1993 και 4 του ΠΔ 121/2008 που επιβάλλουν σε αυτή να εκτελεί πιστά η ίδια τις νόμιμες συνταγές των ιατρών που της προσκομίζονται , όταν χορηγεί φάρμακα αναγραφόμενα σε ιατρικές συνταγές, να ελέγχει αν τα χορηγούμενα είδη πληρούν τις νόμιμες προδιαγραφές ενώ απαγορεύουν χωρίς την έγκριση του ιατρού που εξέδωσε την συνταγή την αντικατάστασή των αναγραφόμενων φαρμάκων με άλλα και στην περίπτωση που το πρόσωπο που εκτελεί την αντικατάσταση εκτιμά ότι τα παρεχόμενα φάρμακα εμφανίζουν αυξημένη θεραπευτικής χρησιμότητα.. Εκτός αυτού όμως ενώ στην συνταγή που συνέταξε η Π. Μ., αγροτική ιατρός δεν περιεχόταν η διάγνωση την νόσου από την οποία ο ασθενής έπασχε και η δοσολογία του φαρμάκου η δεύτερη κατηγορουμένη, την εκτέλεσε, χωρίς προηγουμένως να επικοινωνήσει με της ως άνω ιατρό, για την παροχή εξηγήσεων και διευκρινίσεων ώστε να καταλήξει σε εσφαλμένη επιλογή κατά την εκτέλεσή της. Υπό τις συνθήκες αυτές τα φαρμακευτικά σκευάσματα της εκτελούμενης με τον προαναφερόμενο τρόπο συνταγής που αφορούσε τον Π. Γ. του Ι. καθώς και αυτά που χορηγήθηκαν για όλους τους άλλους ασθενείς κατοίκους … τοποθετημένα σε πρόχειρες συσκευασίες με επικολλημένα σε κάθε μία από αυτές με κολλητική ταινία το αντίστοιχα, βιβλιάρια υγείας, περιλήφθηκαν εντός ενός σάκου και η μεταφορά τους στο νησί εκτελέστηκε με το τακτικό δρομολόγιο του πλοίου. Ο πρώτος κατηγορούμενος Α. Ε. του Ε. ήταν από το έτος 2012 ειδικευόμενος ιατρός της ψυχιατρικής κλινικής του Νοσοκομείου …ς ο οποίος από την 28 Φεβρουαρίου και ακολούθως μετείχε στο κλιμάκιο που κάθε δεκαπέντε ημέρες επισκεπτόταν το Κέντρο Υγείας …ς για την εξέταση των κατοίκων αυτής. Την 10-5-2013 στο Κέντρο Υγείας …ς βρισκόταν ο πρώτος κατηγορούμενος ενώπιον του οποίου εμφανίστηκε ο Π. Γ. του Ι. για να υποβληθεί σε προγραμματισμένη τακτική ψυχιατρική εξέταση. Συνοδός του ασθενούς και παρών στην εξέταση αυτού ήταν ο Γ. Κ. του Ι. σύζυγος Μ. Γ., Κατά την διάρκεια της εξέτασης του ασθενούς στον χώρο όπου αυτή εξελισσόταν, εμφανίστηκε η νοσηλεύτρια Α. Σ., που μετέφερε και τοποθέτησε στο γραφείο του ιατρού την συσκευασία, στην οποία περιεχόταν τα φάρμακα της υπ’αριθμ … συνταγής, όπως αυτή κατά τον τρόπο που περιγράφεται παραπάνω είχε εκτελεστεί από την δεύτερη κατηγορουμένη .Η νοσηλεύτρια ανακοίνωσε , ότι τα φάρμακα αυτά προοριζόταν να παραδοθούν στον Π. Γ. του Ι. και αποχώρησε από το χώρο εξέτασης στον οποίο παρέμεναν ο πρώτος κατηγορούμενος, ο εξεταζόμενος ασθενής και ο συνοδός του. Ο πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίζεται, ότι δεν εκτέλεσε έλεγχο των φαρμάκων που περιεχόταν εντός της συσκευασίας, τα οποία παραδόθηκαν στο συνοδό του ασθενή Γ. Κ. του Ι. και παραλήφθηκαν από αυτόν, χωρίς να προηγηθεί ή να ακολουθήσει οποιαδήποτε σχετική συνομιλία με αυτούς και παροχή ενημέρωσης προς τους ίδιους σε σχέση με την δοσολογία λήψης αυτών. Όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται βάσιμος, διότι με δεδομένες τις ανωτέρω περιγραφόμενες συνθήκες μεταφοράς των φαρμακευτικών σκευασμάτων στην … είναι βέβαιο, ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ως θεράπων ιατρός δεν είχε οποιανδήποτε λόγο, ούτε όμως τεκμηριώνεται ότι επέλεξε, να παραβιάσει σε αυτήν την έκταση τις ειδικές νομικές υποχρεώσεις αυτού με την επιλογή του να εκδηλώσει αδιαφορία σε σχέση με το περιεχόμενο μιας συσκευασίας φαρμάκων, τα οποία βρίσκονται στο γραφείο του και προορίζονται να παραδοθούν εκ μέρους του στον εξεταζόμενο από τον ίδιο στον πάσχοντα από ψυχιατρική νόσο ασθενή. Η εκδήλωση αυτής της συμπεριφοράς εκτιμώμενη υπό το πρίσμα όσων έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη νομική σκέψη αποτελεί παράβαση των υποχρεώσεων που επιβάλουν στον θεράποντα ιατρό να ασκεί τον έλεγχο της φαρμακευτικής αγωγής, την οποία ακολουθεί ο εξεταζόμενος ασθενής και να ενημερώνει τον τελευταίο μεταξύ άλλων σε σχέση με την δοσολογία των φαρμάκων που του χορηγούνται. Η ακολουθούμενη στην συγκεκριμένη περίπτωση διαδικασία χορήγησης και παράδοσης των φαρμάκων στου κατοίκους της …ς αποτελούσε με πρακτική που εφαρμοζόταν για διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών και ήταν γνωστή στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του Πανεπιστημιακού Γενικό Νοσοκομείο … και σε κάθε περίπτωση την είχαν πληροφορηθεί οι ιατροί οποίοι μετείχαν στο κλιμάκιο και παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο νησί. Η ως άνω εφαρμοζόμενη πρακτική είναι βέβαια ότι δεν μειώνει αλλά αυξάνει τον κίνδυνο εσφαλμένης χορήγησης θεραπευτικής αγωγής σερ κάποιον ασθενή, ώστε να επιβάλλεται η εκτέλεση ελέγχου των φαρμάκων που μεταφέρονται με αυτόν τρόπο. Η ανωτέρω εφαρμοζόμενη πρακτική, αλλά και η παροχή ιατρικών υπηρεσιών σε εκπλήρωση σχέσης δημοσίου δικαίου αλλοιώνουν ή περιορίζει την έκταση των ανωτέρω νομίμων υποχρεώσεων του πρώτου κατηγορουμένου έναντι του ασθενή Π. Γ. του Ι. , οι οποίες είναι ειδικές υπό την έννοια που προσδιορίζεται στο άρθρο 15 παρ.1 ΠΚ. Με τα δεδομένα όμως αυτά από την συνεκτίμηση μεταξύ άλλων και του σχετικού τμήματος της προερχόμενης από προσωπική αντίληψη περιγραφής των περιστατικών που προέρχεται από τον Γ. Κ. του Ι. συνοδό του ασθενή δεν επιβεβαιώνεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος παραβίασε με αυτόν τον τρόπο τις ανωτέρω νομικές υποχρεώσεις του, διότι αποδεικνύεται, ότι ο ίδιος εκτέλεσε τον επιβαλλόμενο έλεγχο του περιεχομένου της συσκευασίας στων φαρμάκων. Ενώ όμως από τον έλεγχο αυτό ο πρώτος κατηγορούμενος είχε αντιληφθεί, ότι στην συσκευασία είχαν περιληφθεί δύο κουτιά του σκευάσματος RALTONE. 4 mg που δεν αναφερόταν στην υπ’αριθμ … συνταγή της αγροτικής ιατρού Π. Μ. δεν επέλεξε κατά προτεραιότητα την παροχή προστασίας στην υγεία του ασθενή, αλλά χωρίς περαιτέρω διερεύνηση παρέδωσε τα φαρμακευτικά σκευάσματα, σε αυτόν και τον συνοδό του στους οποίους ανακοίνωσε, ότι η εφαρμοζόμενη δοσολογία είναι η λήψη τριών δισκίων την ημέρα χωρίς προηγουμένως να έχει επικοινωνήσει με το φαρμακείο του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου … και να συνομιλήσει με την δεύτερη εναγομένη, ώστε να ερευνήσει και να διευκρινίσει τις συνθήκες καθώς και την αιτία χορήγησης ενός διαφορετικού σκευάσματος αντί του συνήθως χορηγούμενου αντιψυχωτικού φαρμάκου. Με τον τρόπο αυτό ο πρώτος κατηγορούμενος παραβίασε, τις ειδικές νομικές υποχρεώσεις αυτού που προκύπτουν από την ιδιότητα θέση αυτού ως θεράποντος ιατρού του ασθενή Π. Γ. του Ι. οποία επιβάλλει σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 2 9 Ν.3418/2005 καθώς και 13 του ΑΝ 1565/1939 την εκτέλεση όλων των αναγκαίων ιατρικών πράξεων που προστατεύουν και αποκαθιστούν την υγεία του μεταξύ των οποίων και η παροχή της προβλεπόμενης κατάλληλης ορθής ενημέρωσης αυτού για τα χορηγούμενα στον ίδιο φαρμακευτικά σκευάσματα καθώς και την δοσολογία λήψης αυτών. Ο Π. Γ. του Ι. ακολούθησε τις οδηγίες του πρώτου κατηγορουμένου και υποβλήθηκε στην λήψη ενός δισκίου του σκευάσματος RALTONE. 4 mg την 10-5-2013, ενώ κατά τις επόμενες τρεις ημέρες του διαστήματος από την 11-5 έως την 13-5-2013 έλαβε ποσότητα τριών δισκίων ημερησίως. Κατά τον τρόπο αυτό ο ανωτέρω ασθενής εντός της παραπάνω περιόδου κατανάλωσε συνολικά δέκα δισκία του σκευάσματος RALTONE. 4 mg χωρίς ο ίδιος να πάσχει από τη νόσο του σακχαρώδους διαβήτη . Το πρωί της 14-5-2013 η Δ. Χ. του Ι. αδελφή του Π. Γ. αντιλήφθηκε, ότι ο τελευταίος βρισκόταν σε κατάσταση αδυναμίας αφύπνισης στην οικία του και επιμελήθηκε, ώστε να μεταφερθεί αυτός στο Κέντρο Υγείας … και ακολούθως με την χρησιμοποίηση περιπολικού σκάφους του λιμενικού σώματος διακομίστηκε στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο …ς όπου περέμεινε νοσηλευόμενος στην ΜΕΘ σε κατάσταση υπογλυκαιμικού κώματος, το οποίο προκλήθηκε, διότι, ενώ ο ίδιος δεν έπασχε από τη νόσο του σακχαρώδους διαβήτη, είχε καταναλώσει συνολικά δέκα δισκία του σκευάσματος RALTONE. 4 mg. Η κατάσταση υπογλυκαιμικού κώματος ήταν αποτέλεσμα της παρατεταμένης υπογλυκαιμίας, στην οποία οδηγήθηκε Π. Γ. του Ι. κατά την διάρκεια της περιόδου λήψης εκ μέρους αυτού του ως άνω φαρμακευτικού σκευάσματος και αποτελεί την αιτία πρόκλησης της εμφανιζόμενης βλάβης των βασικών γαγγλίων αμφοτερόπλευρα σε ευρεία έκταση του εγκεφαλικού φλοιού αμφοτέρων των ημισφαιρίων και συνετέλεσε, ώστε να επιβαρυνθεί η λειτουργία όλων των οργάνων του σώματος του ασθενή με αποτέλεσμα να προκληθεί ο θάνατος αυτού την 24-5-2013 Επιβεβαιωμένη αιτία του θανάτου αποτελεί η εμφάνιση εγκεφαλικού οιδήματος που προκλήθηκε εξαιτίας της παραπάνω περιγραφόμενης βλάβης του εγκεφαλικού φλοιού με περαιτέρω σύμπτωμα την πρόκληση πνευμονικού οιδήματος. Σωρευτικά με το εγκεφαλικό οίδημα που συνιστά την κύρια αιτία θανάτου στην σχετική ληξιαρχική πράξη θανάτου μνημονεύεται η εκδήλωση και εμφράγματος του μυοκαρδίου που προσδιορίζεται όμως ως πιθανολογούμενη. Το αποτέλεσμα αυτό του θανάτου του Π. Γ. του Ι. προκλήθηκε, εξαιτίας της συμπεριφοράς, την οποία σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω εκδήλωσε καθένας από τους δύο κατηγορουμένους, Η συμπεριφορά αυτή του κάθε κατηγορουμένου αποδίδεται σε αμέλεια αυτού εμφανιζόμενη με την μορφή της έλλειψης της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει εξαιτίας της οποίας δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα των πράξεων και παραλείψεών του που αποτελούν παράβαση εκ μέρους τους των αναφερομένων σε σχέση με καθένα από αυτούς ειδικών νομικών υποχρεώσεων και συνιστούν συγκλίνουσες αιτίες πρόκλησης του θανάτου του Π. Γ. του Ι. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, οι κατηγορούμενοι θα πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της αξιόποινης πράξης που τους αποδίδεται, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό οριζόμενα”.
Στη συνέχεια το Εφετείο έκρινε ενόχους τους αναιρεσείοντες με την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2α σ’ αμφοτέρους του 8421 αρ. 2δ για την αναιρεσείουσα και 84 παρ. 2ε για τον αναιρεσείοντα και τους επέβαλε ποινή φυλάκισης 15 μηνών και 18 μηνών αντίστοιχα του ανεστάλη επί τριετία του ότι: “στους παρακάτω τόπους και χρόνους, από αμέλειά τους, δηλαδή έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα των πράξεων και παραλείψεών τους κι επέφεραν το θάνατο του Π. Γ. του Ι., 57 ετών, κατοίκου εν ζωή … Έβρου, στις 24-5-2013, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του αποτελέσματος αυτού. Συγκεκριμένα: Ο 1ος κατηγορούμενος Α. Ε. του Ε., στο Κέντρο Υγείας Χώρας … Έβρου, στις 10-5-2013, με την ιδιότητά του ως αρμόδιος ιατρός του Κέντρου Υγείας …, ειδικευόμενος ιατρός στην Ψυχιατρική Κλινική του ΠΓΝΕ, κατά παράβαση των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης του και δεοντολογίας δεν ενήργησε σύμφωνα μα το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, όπως θα εκτεθεί ακολούθως, αλλά προέβη στις ακόλουθες πράξεις και παραλείψεις του που είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο του ανωτέρω ασθενή του Π. Γ.. Τούτο δε παρά το γεγονός ότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, εκ του νόμου, λόγω του επαγγέλματος του να ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής δεοντολογίας, να παρέχει με συνέπεια και προσοχή τις ιατρικές του υπηρεσίες στους ασθενείς και να ενεργεί όλες τις αναγκαίες ιατρικές πράξεις, ώστε να αποκαθιστά την υγεία τους από τα άρθρα 2 και 9 του ν.3418/2005 “Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας” και το άρθρο 13 του α.ν 1565/1939 “Κώδικας Ασκήσεως Ιατρικού Επαγγέλματος” και στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορούσε με την έγκαιρη κι ενδεδειγμένη δράση του να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος του θανάτου. Ειδικότερα, στον πιο πάνω τόπο και χρόνο, ως ορισθείς ιατρός της κινητής ψυχιατρικής μονάδας του ΠΓΝΕ, παρέδωσε στον Γ. Κ., σύζυγο της αδελφής του παραπάνω ασθενούς Μ. Γ., ο οποίος συνόδευσε τον ασθενή κουνιάδο του Π. Γ. στο Κέντρο Υγείας …, τα δύο κουτιά του φαρμάκου “RALTONE 4mgr”, με δραστική ουσία τη γλιμεπιρίδη, που προορίζεται για τη θεραπεία του σακχαρώδους διαβήτη, τα οποία είχαν μεταφερθεί από το φαρμακείου του ΠΓΝΕ με το βιβλιάριο του ασθενούς στη …, επισημαίνοντας του ότι, αντί του φαρμάκου “RISPERDAL” χορηγήθηκε το φάρμακο “RALTONE” με δόση ημερησίως τρία (3) χάπια. Ωστόσο, ενώ είχε μόλις προηγουμένως εξετάσει και ο ίδιος τον ασθενή και γνώριζε από ποια ασθένεια έπασχε και ενώ είναι ειδικευόμενος ιατρός της Ψυχιατρικής και γνώριζε για ποιες ιατρικές ενδείξεις χορηγείται το φάρμακο “RISPERDAL”, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος παρατήρησε ορθά ότι απεστάλησαν δύο (2) φαρμακευτικά σκευάσματα που δεν είχαν συνταγογραφηθεί, δεν έδωσε προτεραιότητα στην προστασία της υγείας του ασθενή, δεν επικοινώνησε με το φαρμακείο του ΠΓΝΕ, προκειμένου να ζητήσε διευκρινίσεις, πριν παραδώσει τα φάρμακα στον στερούμενο ιατρικών γνώσεων συγγενή του ασθενούς, ούτε τον ενημέρωσε ότι επρόκειτο για φάρμακο που θεραπεύει το σακχαρώδη διαβήτη και ο ασθενής δεν έπρεπε να το λάβει, αλλά αντίθετα παρέδωσε χωρίς περαιτέρω διερεύνηση σε αυτόν τα σκευάσματα και του επανέλαβε την (εσφαλμένη) δοσολογία: “τρία (3) χάπια την ημέρα.” Η δεύτερη κατηγορουμένη Ε. Τ. του Α., στην …, στις 30-4-2013, με τη ιδιότητά της ως φαρμακοποιός του φαρμακείου του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου …, κατά παράβαση των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της φαρμακευτικής επιστήμης και δεοντολογίας δεν ενήργησε σύμφωνα με τα αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμελείας, όπως θα εκτεθεί ακολούθως, αλλά προέβη στις ακόλουθες πράξεις και παραλείψεις της που είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο του ανωτέρω Π. Γ.. Τούτο δε παρά το γεγονός ότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, εκ του νόμου, λόγω του επαγγέλματος της, από τις διατάξεις των άρθρων 14,21 και 23 του πδ 340/1993 “Κώδικας της Ελληνικής Φαρμακευτικής Δεοντολογίας” και του άρθρου 4 το πδ 121/2008 “Καθορισμός των υποχρεώσεων των ασφαλιστικών οργανισμών, των θεραπόντων και ελεγκτών ιατρών και φαρμακοποιών, καθώς και των σχετικών κυρώσεων” να εκτελεί πιστά η ίδια τις νόμιμες συνταγές των ιατρών που προσκομίζονται σε αυτή, όταν χορηγεί φάρμακα που αναγράφονται σε ιατρικές συνταγές, να ελέγχει αν τα χορηγούμενα είδη πληρούν τις νόμιμες προδιαγραφές κι απαγορεύεται σε αυτή ν’ αντικαθιστά με άλλα φάρμακα τα αναγραφόμενα σε ιατρική συνταγή, ακόμη και αν τα χορηγούμενα σε αντικατάσταση των αναφερόμενων θεωρούνται κατά την κρίση του μεγαλύτερης και καλύτερης θεραπευτικής αξίας, χωρίς την έγκριση του ιατρού που εξέδωσε την συνταγή για εκτέλεση και στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορούσε να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος του θανάτου. Ειδικότερα, όταν στον πιο πάνω τόπο και χρόνο, κατά πάγια από πενταετίας πρακτική στο Κέντρο Υγείας … απέστειλε ταχυδρομικά στο φαρμακείο του ΠΓΝΑ, όπου η κατηγορουμένη εργαζόταν, το βιβλιάριο απορίας του ανωτέρω χρόνιου ασθενούς, όπου ήταν καταχωρημένη η με αριθ. … χειρόγραφη εντολή χορήγησης φαρμάκων της αγροτικής ιατρού … Π. Μ. του Γ. (μαζί με δύο (2) ακόμη προνοιακά βιβλιάρια άλλων ασθενών με αντίστοιχες συμπληρωμένες εντολές χορήγησης φαρμάκων), η κατηγορούμενη εκτέλεσε εσφαλμένα την ανωτέρω με αριθμό … ιατρική συνταγή, χορηγώντας στον παραπάνω ασθενή με ιστορικό ψύχωσης, αντί του ρητά αναφερόμενου σε αυτή ψυχιατρικού φαρμάκου “RISPELEN 4mgr” με δραστική ουσία τη ρισπεριδόνη, τρία (III) κουτιά (κατόπιν ιατρικής γνωμάτευσης του ιατρού της Κινητής Μονάδας Ψυχικής Υγείας), το φάρμακο “RALTONE 4mgr*, δύο (2) κουτιά, με διαφορετική δραστική ουσία, τη γλιμεπιρίδη, το οποίο προορίζεται για θεραπεία του σακχαρώδους διαβήτη, αφού διέγραψε στο απόκομμα της εντολής την αναγραφή “Rispelen” και την αντικατέστησε με την αναγραφή “Raltone” χωρίς νόμιμο προς τούτο δικαίωμα επέμβασης στην ιατρική εντολή. Περαιτέρω, ενώ στην προσκομισθείσα σε αυτή εντολή η Π. Μ., θεράπων αγροτική ιατρός παρέλειψε να αναγράψει την πάθηση από την οποία ο ασθενής έπασχε και τη δοσολογία του φαρμάκου και η δεύτερη κατηγορουμένη, δεν αρνήθηκε την εκτέλεσή της και παρέλειψε να επικοινωνήσει με τον θεράποντα ιατρό, προκειμένου να ζητήσει, ως κατά τα ανωτέρω όφειλε, διευκρινίσεις για την ορθή εκτέλεσή της.
Οι παραπάνω ενέργειες και παραλείψεις των κατηγορουμένων είχαν ως συνέπεια την επανειλημμένη χορήγηση στον ασθενή με ψύχωση-ψυχωσική συνδρομή Π. Γ. του εντελώς ακατάλληλου για τον ίδιο φαρμάκου “RALTONE 4mgr”, με τη δοσολογία 1χ3 ημερησίως, η οποία είναι διπλάσια από τη συνιστώμενη για σακχαρώδη διαβήτη, με αποτέλεσμα ο ανωτέρω ασθενής να υποστεί υπογλυκαιμικό σοκ (καθώς δεν έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη) και διάχυτη προσβολή του εγκεφαλικού φλοιού και των βασικών γαγγλίων και να διακομιστεί αρχικά στο Κέντρο Υγείας … και μετέπειτα στο ΠΓΝΕ σε κωματώδη κατάσταση (υπογλυκαιμικό κώμα) και να εισαχθεί αμέσως στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, όπου νοσηλεύτηκε μέχρι τις 22-5-2013, οπότε μεταφέρθηκε σε κωματώδη κατάσταση στην Α’ Παθολογική Κλινική, όπου κατέληξε στις 24-5- 2013 από εγκεφαλικό και πνευμονικό οίδημα, συνέπεια παρατεταμένης υπογλυκαιμίας. Οι αμελείς συμπεριφορές του κατηγορούμενου ιατρού και φαρμακοποιού, επέφεραν ως μόνες ενεργείς αιτίες συνδυασμένες μεταξύ τους, χωρίς να διακοπεί ο αιτιώδης σύνδεσμος ή να υπερκεραστεί η σχέση αιτιότητας, το θάνατο του Π. Γ., καθώς οι αδελφές του θανόντος 1) Μ. Γ. του Ι. και 2) Δ. Χ. του Ι. δεν είχαν ιατρικές γνώσεις, ώστε να σταματήσουν τη χορήγηση του φαρμάκου “RALTONE 4mgr”, ούτε κάποια άλλη ένδειξη ή ενημέρωση ώστε να μεταβάλουν τη δοσολογία του, αλλά το θεώρησαν, από έλλειψη εξειδίκευσης, ως κάποιο γενόσημο φάρμακο επιδεικνύοντας τη συμπεριφορά του μέσου συνετού κοινωνικού ανθρώπου του τόπου όπου κατοικούσαν. Έτσι, στο αποτέλεσμα του θανάτου τους ασθενούς πραγματώθηκε αποκλειστικά ο κίνδυνος που έθεσαν ο παραπάνω ιατρός και φαρμακοποιός”.
Κατόπιν τούτων: Α) Ως προς την αναίρεση της Ε. Τ. και τους πρόσθετους λόγους αυτής. Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, κατά το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς, αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για την οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 1, 26 παρ. 1, 28 και 302 του Π.Κ. τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα: Ι) Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα: α) Τα συγκροτούντα την αμελή συμπεριφορά της αναιρεσείουσας πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν παράβαση των κανόνων του Κώδικα της Ελληνικής Φαρμακευτικής δεοντολογίας εντοπιζόμενη κυριαρχικά στο ότι παρέδωσε φάρμακο που συνταγογραφείτο για την αντιμετώπιση του ζακχαρώδους διαβήτη αντί να παραδώσει αντιψυχωσικό φάρμακο που αναγράφετο στην παραδοθείσα σ’ αυτήν προς εκτέλεση συνταγή και αφορούσε τον ηλικίας 57 ετών Π. Γ., ο οποίος έπασχε από χρόνιο ψυχικό νόσημα επί τριάντα πέντε και πλέον έτη με συνέπεια όταν αυτός έλαβε το φανερά λάθος φάρμακο που ενδείκνυτο για πάσχοντες από ζαχαρώδη διαβήτη να υποστεί υπογλυκαιμικό σοκ εξ αυτής δε αποκλειστικά της αιτίας αποβίωσε. Πρέπει να επισημανθεί πως η αμελής συμπεριφορά της ήδη αναιρεσείουσας που συνιστά παραβίαση του νόμου κατά τη σαφή στη σελ. 38 της προσβαλλόμενης παραδοχή “αποτελεί παραβίαση εκ μέρους της συγκεκριμένης κατηγορούμενης των υποχρεώσεων αυτής που προέρχονται από τις διατάξεις των άρθρων 14, 21 και 23 του Π.Δ. 340/1993 και 4 του Π.Δ. 121/2008 που επιβάλλουν σε αυτή να εκτελεί πιστά η ίδια τις νόμιμες συνταγές των ιατρών που της προσκομίζονται…” είναι τόσο φανερή ώστε μόνο η περιγραφή της αρκεί για την ύπαρξη της απαιτούμενης κατά τα προεκτεθέντα αιτιολογίας. Όμως κατά τα προεκτεθέντα στην προσβαλλόμενη παρά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις της αναιρεσείουσας που περιέχονται στον πρώτο λόγο αναίρεσης περιλαμβάνονται παραδοχές που με λεπτομέρεια προσδιορίζουν την μοιραία για τον παραλήπτη – θανόντα διαδρομή του φαρμάκου που δεν αναγράφετο στην ιατρική συνταγή που εκτέλεσε (αναιρεσείουσα) οι οποίες καθιστούν ακόμη πιο φανερή την αμέλεια της. Και τούτο γιατί σύμφωνα μ’ αυτές από τα πέντε διαφορετικά φαρμακευτικά σκευάσματα που σ’ εκτέλεση της συνταγής που αφορούσε τον ως άνω ψυχωσικό ασθενή διέγραψε τα τρία γιατί δεν τα είχε το φαρμακείο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου …, όπου παρείχε την εργασία της ως φαρμακοποιός, παρέδωσε μόνο δύο κι’απ’ αυτά το ένα δεν ήταν αυτό που αναγράφετο στη συνταγή και η βασική ουσία του είναι η ρισπεριδόνη που χορηγείται σε ψυχωσικούς ασθενείς όπως ο θανών ήτοι το RISPEREN 4mg, που ως επιστήμονας φαρμακοποιός ώφειλε να γνωρίζει, αλλά το διέγραψε και με χειρόγραφη σημείωση στη συνταγή αντ’ αυτού παρέδωσε άλλο το RALTONE 4 που περιέχει την ουσία γλιμεπιρίδη και χορηγείται στους διαβητικούς ασθενείς. Δηλαδή κατά τις παραδοχές η αναιρεσείουσα καίτοι δεν ήταν εφικτή η εκτέλεση της συνταγής στο σύνολό της δεν αύξησε την προσοχή της ώστε τουλάχιστον η εν μέρει εκτέλεσή της να είναι ορθή. Ακόμη, οι αναφερόμενες σε επάλληλη παραδοχή του Εφετείου σε σχέση με την κατάφαση της αμελούς συμπεριφοράς της (αναιρεσείουσας) υποχρεώσεις της κατά τις οποίες αφού στην επίμαχη συνταγή η ιατρός που την συνέταξε δεν ανέφερε τη νόσο από την οποία έπασχε ο ασφαλισμένος ούτε τη δοσολογία του φαρμάκου, ώφειλε πριν την εκτελέσει να επικοινωνήσει με την συντάξασα ιατρό “για την παροχή εξηγήσεων και διευκρινίσεων” θεσπίζοντας στις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 στοιχ. α, δ, παρ. 2 του Π.Δ. 121/2008, 23 του Π.Δ. 340/1993 επομένως είναι αβάσιμη η περιλαμβανόμενη στον πρώτο πρόσθετο λόγο αιτίαση με την οποία η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα ότι δηλαδή δεν υφίστανται παραδοχές που θεμελιώνουν αιτιολογημένα την ειδική υποχρέωση που παραβίασε.
β) Η δυνατότητα αυτής, ενόψει του επαγγέλματος της ως φαρμακοποιού, να προβλέψει το αποτέλεσμα που επήλθε από τις παραλείψεις της. γ) Ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στις παραλείψεις της και το αποτέλεσμα που επήλθε, αφού σαφώς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές σκέψεις αναφέρεται ότι στην επέλευση του θανάτου του ασθενούς συνέβαλαν οι ως άνω παραλείψεις της (συγκλίνουσες με αυτές του συγκατηγορουμένου της ιατρού Α. Ε. για τις οποίες θα γίνει λόγος παρακάτω), καθώς και ότι αν είχαν πραγματοποιηθεί οι ανωτέρω παραληφθείσες επιβεβλημένες ενέργειες, με πιθανότητα που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας ο θάνατος του ασθενούς δεν θα είχε επέλθει, είναι δε φανερά αβάσιμες σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγηθείσα σκέψη όλες οι ειδικότερες αιτιάσεις της (αναιρεσείουσας) που συγκροτούν τον πρώτο λόγο αναίρεσης με τις οποίες υποστηρίζει ότι η δική της αμελής συμπεριφορά δεν συνετέλεσε στον θάνατο του ασθενούς, καθόσον μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση ο χρόνος τέλεσης των συγκλινουσών παραλείψεων κι αυτός της επέλευσης του θανάτου ουδεμία σημασία έχει στην κατάφαση της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου οι δικές της δε παραλείψεις πάντοτε κατά τις παραδοχές αποτέλεσαν την έναρξη της πορείας προς το θάνατο του ασθενούς.
δ) Το είδος της αμέλειάς της, η οποία, όπως προκύπτει από το σύνολο του σκεπτικού αλλά και από το διατακτικό, που το συμπληρώνει, είναι μη συνειδητή, αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προήλθε από την συμπεριφορά της ήτοι τον θάνατο του Π. Γ..
ΙΙα. Όπως προεκτέθηκε η διάταξη του άρθρου 302 του νέου Π.Κ. είναι όμοια μ’ αυτήν του προϊσχύσαντος. Δεν έχει δε επίπτωση στην αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της θεσπιζόμενης μ’ αυτό αξιόποινης πράξης η ύπαρξη μόνον του ρήματος σκότωσε στο νέο Π.Κ.. αντί της έχουσας το ίδιο νόημα πρότασης “Όποιος επιφέρει…το θάνατο άλλου” που υπήρχε στον προϊσχύσαντα. Γι’αυτό στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4619/2019 (με τον οποίο κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας) σχετικά με την διάταξη αυτή ορίζεται “Στην ίδια ενότητα αναλοίωτη μένει η διάταξη του άρθρου 302 (ανθρωποκτονία από αμέλεια). Η μόνη παρέμβαση που γίνεται στη διάταξη είναι ότι πλέον διαγράφεται η δεύτερη παράγραφος της καθώς η συγκεκριμένη πρόβλεψη του λόγου δικαστικής άφεσης της ποινής έχει ενταχθεί ως γενικός κανόνας δυνητικής δικαστικής άφεσης της ποινής στο άρθρο 104Β”.
Ωσαύτως, όπως προεκτέθηκε, η διάταξη του άρθρου 15 του ισχύοντος από 1/7/2019 Π.Κ. είναι ευμενέστερη αυτής του προϊσχύσαντος Π.Κ. μόνον λόγω του προσδιορισμού με το νέο Π.Κ. των πηγών της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης και λόγω της θέσπισης της παραγράφου 2 που δεν υπήρχε στον προϊσχύσαντα (Π.Κ.). Η διαφοροποίηση των τελευταίων λέξεων του πρώτου εδαφίου της πρώτης παραγράφου ήτοι ότι στον προϊσχύσαντα Π.Κ. αναφέρετο “να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος” και στον ισχύοντα “να προβεί σε ενέργεια για την αποτροπή του αποτελέσματος” της συνιστά διατύπωση με διαφορετικές λέξεις της ίδιας συμπεριφοράς. Τα ως άνω επιρρωννύονται από τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση του ως άνω ν. 4619/2019. Συγκεκριμένα στο κεφάλαιο αυτής με τίτλο ουσιώδης αλλαγές 1. Διατάξεις του γενικού μέρους με αρ. 1Δ εντίθεται “Αναγνωρίζεται για πρώτη φορά ότι η παράλειψη μπορεί να έχει μικρότερη απαξία από την πράξη και για το λόγο αυτό προσφέρεται στον δικαστή η δυνατότητα να επιβάλει μειωμένη ποινή στα μη γνήσια εγκλήματα παράλειψης (άρθρο 15 παρ. 2)” στο κεφάλαιο δε με τίτλο “Αιτιολόγηση των διατάξεων του σχεδίου” για το άρθρο 15 εκτίθεται: “Σε ότι αφορά την έννοια της παράλειψης στην παράγραφο 1 του άρθρου 15 προσδιορίζονται επακριβώς οι πηγές της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης και ως τέτοιες κατανομάζονται ο νόμος η σύμβαση (δηλαδή η σύμπτωση βουλήσεων σχετικά με την ανάληψη ευθύνης έναντι άλλου, ασχέτως αν η συμφωνία έχει τυπικό η μη χαρακτήρα) και η προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια του υπαιτίου. Στην παρ. 2 του άρθρου 15 προβλέπεται ότι, στις περιπτώσεις των εγκλημάτων που τελούνται από παράλειψη, ο δικαστής μπορεί να επιβάλλει μειωμένη ποινή. Η αναγνώριση της δυνατότητας επιβολής μειωμένης ποινής στηρίχθηκε στη σκέψη ότι συχνά η “μη δράση” εμπεριέχει λιγότερο άδικο ή λιγότερη ενοχή σε σχέση με την προσβολή που προκαλεί κάποιος με ενέργεια. Θα πρέπει επομένως ο δικαστής να έχει την ευχέρεια, όταν πράγματι διαγιγνώσκει μειωμένο άδικο ή ενοχή, να επιβάλει και μειωμένη ποινή”. Συνακόλουθα των ανωτέρω ο δεύτερος πρόσθετος λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε.Κ.Π.Δ. ως προς το πρώτο σκέλος του με το οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη την πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο με το να αναφέρει στο διατακτικό της προσβαλλόμενης, “τούτο δε παρά το γεγονός ότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση εκ του νόμου….και στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορούσα να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος του θανάτου” εφάρμοσε την διάταξη του προϊσχύσαντος Π.Κ. η οποία είναι δυσμενέστερη είναι αβάσιμος.
ΙΙβ. Στην προσβαλλόμενη απόφαση (στο σκεπτικό της και στο διατακτικό της) με σαφήνεια εκτίθεται ότι στην επίμαχη συνταγή αναγράφετο το αντιψυχωσικό φάρμακο Rispalen 4mg που περιείχε την ίδια δραστική ουσία ρισπεριδόνη που περιείχε και το αντιψυχωσικό φάρμακο Risperdol 4mg που μέχρι τότε λάμβανε ο ασθενής και ήδη θανών (σελ. 37) αντ’ αυτού δε η αναιρεσείουσα παρέδωσε το φαρμακευτικό σκεύασμα “RALTONE 4 mg” που περιείχε τη δραστική ουσία γλιμεπιρίδη προοριζόμενη για τη θεραπεία του σακχαρώδους διαβήτη που είναι νόσος από την οποία δεν έπασχε ο Π. Γ.”. (σελ. 38).
Επομένως όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου πρόσθετου λόγου αναίρεσης προκειμένου να θεμελιώσει πλημμέλεια της προσβαλλόμενης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε Κ.Π.Δ’ είναι αβάσιμα. Και τούτο γιατί με τους νόμους 4052, 4043/2012 κατ’ αρχήν δεν καταργήθηκαν οι προαναφερθείσες και εφαρμοσθείσες από το Εφετείο διατάξεις περί πιστής εκτέλεσης της κανονικά εκδοθείσης συνταγής από τον φαρμακοποιό αυτοί δε (ως άνω νόμοι) αφορούν τις περιπτώσεις που πλέον οι ιατροί συνταγογραφούν φαρμακευτικό σκεύασμα αναφέροντας μόνον την δραστική ουσία οπότε ο φαρμακοποιός στα πλαίσια που ορίζουν οι ως άνω νόμοι επιλέγει φάρμακο που έχει οπωσδήποτε την δραστική ουσία που αναφέρεται στη συνταγή στην προκείμενη περίπτωση όμως η αναιρεσείουσα παρέδωσε φάρμακο με διαφορετική δραστική ουσία απ’ αυτήν που περιείχε το φάρμακο που αναφέρεται στη συνταγή. Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί ότι η ίδια η αναιρεσείουσα στα πλαίσια ανάπτυξης του αναιρετικού αυτού λόγου εκθέτει (σελ. 18) “δική μου ενέργεια ήταν η αντικατάσταση των αναγραφόμενων φαρμάκων με άλλα, φθηνότερα σκευάσματα της ίδιας δραστικής ουσίας και δεν απαιτούνταν η έγκριση του ιατρού που εξέδωσε τη συνταγή, για την αντικατάστασή τους”.
ΙΙγ. Για την κατάφαση της ενοχής της αναιρεσείουσας το Δικαστήριο της ουσίας από τις προεκτεθείσες παραδοχές του είναι φανερό πως έλαβε υπόψη του και την απολογία της ενώπιον του που αποτελεί ίδιο αποδεικτικό μέσο και την συναξιολόγησε με τα υπόλοιπα. Σε κάθε περίπτωση από την παραδεκτή για τις ανάγκες ελέγχου της βασιμότητας σχετικής αναιρετικής αιτίασης, επισκόπηση αυτής (απολογίας της) προκύπτει πως ουδένα ισχυρισμό, ουδέν επιχείρημα πρότεινε με την έννοια που αναφέρεται στην τελευταία από τις στην αρχή της παρούσας νομικές σκέψεις μάλιστα στα πλαίσια αυτής κατέθεσε “εγώ έκανα ένα λάθος, όμως υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας…ουσιαστικά πρόκειται για λάθος”. Επομένως είναι αβάσιμη και απορριπτέα η περιλαμβανόμενη στον τρίτο πρόσθετο λόγο αιτίαση με την οποία αποδίδεται στην προσβαλλόμενη για θεμελίωση των προβλεπόμενων στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Α σε συνδυασμό με αρ. 171 παρ. 1εδ. δ’ του Κ.Π.Δ. λόγω αναίρεσης η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν απάντησε σε αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς που πρότεινε στα πλαίσια της απολογίας της.
Κατά συνέπειαν οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α.Δ. και Ε Κ.Π.Δ πρώτος λόγος αναίρεσης, πρώτος δεύτερος και τρίτος (καθόσον αφορά την ως άνω περί μη απάντησης σε αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς) πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα “λόγω μη αξιολόγησης για την ποινική της ευθύνη των ισχυρισμών που πρότεινε στα πλαίσια της απολογίας της”, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
ΙΙΙ. Υπέρβαση εξουσίας (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Θ Κ.Π.Δ.) υπάρχει και όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καθιστά χειρότερη τη θέση του εκκαλούντος κατηγορούμενου (άρθρ. 470 ΚΠΔ). Επέρχεται δε χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος κατηγορουμένου και όταν το δικαστήριο, που κρίνει επί ενδίκου μέσου ασκηθέντος από τον ίδιο, παρά το ότι τον κήρυξε αθώο ή έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για ένα από τα αληθινά, πραγματικά ή κατ’ ιδέα, συρρέοντα κεφάλαια αυτής διατήρησε την ίδια ποινή (ΑΠ 1113/2014, 80/2005, 960/1998). Όμως, ανεπίτρεπτη χειροτέρευση δεν επέρχεται όταν το Εφετείο επιβάλει την ίδια πρωτόδικη ποινή στην περίπτωση που δεν περιλαμβάνει στην περί ενοχής κρίση του όλα τα αναφερόμενα στην πρωτόδικη απόφαση στοιχεία, αφού τούτο ανάγεται στην εξουσία του για τον ορθό προσδιορισμό της πράξης, ο οποίος δεν συνεπάγεται χαρακτηρισμό αυτής επί το ελαφρότερο (ΑΠ 54/1994). Υπό το πρίσμα των προεκτεθεισών νομολογιακών παραδοχών, στην προκείμενη περίπτωση κρίνεται ότι η μη συμπερίληψη στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (και) της παραδοχής ότι η αναιρεσείουσα “εσφαλμένα ανέγραψε επί των κουτιών σημείωση για τη δοσολογία “τρία ημερησίως”, η οποία περιλαμβανόταν στο κείμενο του διατακτικού της πρωτοβάθμιας απόφασης 534/2018 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης, δεν σημαίνει ότι υπήρξε αθώωση για αυτοτελή αξιόποινη πράξη ούτε για κάποιο κεφάλαιο αυτής. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας αναμόρφωσε το κείμενο του διατακτικού προσαρμόζοντας το στους δύο εκ των τριών κατηγορουμένων, που είχαν παραπεμφθεί αρχικά και προσδιόρισε τα στοιχεία της αμελούς συμπεριφοράς του καθενός σύμφωνα με τη δική του δευτεροβάθμια κρίση. Η αξιόποινη πράξη παρέμεινε η ίδια ανθρωποκτονία από αμέλεια, και η επιβολή της πρωτόδικης ποινής δεν συνεπάγεται χειροτέρευση της θέσης της αναιρεσείουσας κατηγορούμενης κι εντεύθεν δεν οδηγεί στην κατάφαση της αναιρετικής πλημμέλειας της υπέρβασης εξουσίας.
Συνακόλουθα των ανωτέρω ο από την διάταξη του άρθρου 510 στοιχ. Θ. Κ.Π.Δ. δεύτερος λόγος αναίρεσης με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί.
IV. Όπως προαναφέρθηκε με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιώματων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε για πρώτη φορά από την Ελλάδα με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ 53/74 και αποτελεί, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης εσωτερικού νόμου, ορίζεται ότι “Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσή του δικασθεί δικαίως, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίσει είτε….
είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως”. Η παραβίαση της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης της ποινικής απόφασης, πέρα από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια, που υπάγεται στους προβλεπόμενους από την εν λόγω διάταξη λόγους αναίρεσης, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ, όπως το στοιχ. δ’ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 3904/23-12-2010. Κατά συνέπεια, εφόσον, στην προκειμένη περίπτωση, δεν συντρέχει βάσιμος λόγος αναίρεσης εκ των προβλεπομένων στο άρθρο 510 ΚΠΔ, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει και ο τρίτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης κατά το σκέλος του με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας, λόγω παραβίασης του ανωτέρω άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης, ο οποίος όμως θεμελιώνεται στις προαναφερθείσες αβάσιμες και ήδη απορριφθείσες πλημμέλειες, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας της προσβαλλόμενης απόφασης. Μετά ταύτα και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι, κύριοι και πρόσθετοι, προς έρευνα, πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης της Ε. Τ. καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 578 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
Β) Ως προς την αναίρεση του Α. Ε. και τον πρόσθετο λόγο αυτής. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, κατά το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 1, 26 παρ. 1 28 και 302 του Π.Κ. τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα: Ι) Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα: α) τα συγκροτούντα την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν παράβαση των υποχρεώσεων του ως ιατρού που θεσπίζονται με σαφήνεια από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 2, 9 και 11 παρ. 1 του Κώδικα Ιατρικής δεοντολογίας (ν. 3418/2005) εντοπιζόμενη μεταξύ άλλων στο ότι αυτός “ήταν από το έτος 2012 ειδικευόμενος ιατρός της ψυχιατρικής κλινικής του Νοσοκομείου … ο οποίος από την 28 Φεβρουαρίου και ακολούθως μετείχε στο κλιμάκιο που κάθε δεκαπέντε ημέρες επισκεπτόταν το Κέντρο Υγείας … για την εξέταση των κατοίκων αυτής. Την 10-5-2013 στο Κέντρο Υγείας … βρισκόταν ο πρώτος κατηγορούμενος ενώπιον του οποίου εμφανίστηκε ο Π. Γ. του Ι. για να υποβληθεί σε προγραμματισμένη τακτική ψυχιατρική εξέταση. Συνοδός του ασθενούς και παρών στην εξέταση αυτού ήταν ο Γ. Κ. του Ι. σύζυγος Μ. Γ.. Κατά την διάρκεια της εξέτασης του ασθενούς στον χώρο όπου αυτή εξελισσόταν, εμφανίστηκε η νοσηλεύτρια Α. Σ.,, που μετέφερε και τοποθέτησε στο γραφείο του ιατρού την συσκευασία, στην οποία περιεχόταν τα φάρμακα της υπ’αριθμ … συνταγής, όπως αυτή κατά τον τρόπο που περιγράφεται παραπάνω είχε εκτελεστεί από την δεύτερη κατηγορουμένη .Η νοσηλεύτρια ανακοίνωσε , ότι τα φάρμακα αυτά προοριζόταν να παραδοθούν στον Π. Γ. του Ι. και αποχώρησε από το χώρο εξέτασης στον οποίο παρέμεναν ο πρώτος κατηγορούμενος, ο εξεταζόμενος ασθενής και ο συνοδός του. Ο πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίζεται, ότι δεν εκτέλεσε έλεγχο των φαρμάκων που περιεχόταν εντός της συσκευασίας, τα οποία παραδόθηκαν στο συνοδό του ασθενή Γ. Κ. του Ι. και παραλήφθηκαν από αυτόν, χωρίς να προηγηθεί ή να ακολουθήσει οποιαδήποτε σχετική συνομιλία με αυτούς και παροχή ενημέρωσης προς τους ίδιους σε σχέση με την δοσολογία λήψης αυτών. Όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται βάσιμος, διότι με δεδομένες τις ανωτέρω περιγραφόμενες συνθήκες μεταφοράς των φαρμακευτικών σκευασμάτων στην … είναι βέβαιο, ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ως θεράπων ιατρός δεν είχε οποιανδήποτε λόγο, ούτε όμως τεκμηριώνεται ότι επέλεξε, να παραβιάσει σε αυτήν την έκταση τις ειδικές νομικές υποχρεώσεις αυτού με την επιλογή του να εκδηλώσει αδιαφορία σε σχέση με το περιεχόμενο μιας συσκευασίας φαρμάκων, τα οποία βρίσκονται στο γραφείο του και προορίζονται να παραδοθούν εκ μέρους του στον εξεταζόμενο από τον ίδιο στον πάσχοντα από ψυχιατρική νόσο ασθενή. Η εκδήλωση αυτής της συμπεριφοράς εκτιμώμενη υπό το πρίσμα όσων έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη νομική σκέψη αποτελεί παράβαση των υποχρεώσεων που επιβάλουν στον θεράποντα ιατρό να ασκεί τον έλεγχο της φαρμακευτικής αγωγής, την οποία ακολουθεί ο εξεταζόμενος ασθενής και να ενημερώνει τον τελευταίο μεταξύ άλλων σε σχέση με τη δοσολογία των φαρμάκων που του χορηγούνται. Η ακολουθούμενη στην συγκεκριμένη περίπτωση διαδικασία χορήγησης και παράδοσης των φαρμάκων στους κατοίκους της …ς αποτελούσε με πρακτική εφαρμοζόταν για διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών και ήταν γνωστή στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του Πανεπιιστημιακού Γενικό Νοσοκομείο … και σε κάθε περίπτωση την είχαν πληροφορηθεί οι ιατροί οποίοι μετείχαν στο κλιμάκιο και παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο νησί. Η ως άνω εφαρμοζόμενη πρακτική είναι βέβαια ότι δεν μειώνει αλλά αυξάνει τον κίνδυνο εσφαλμένης χορήγησης θεραπευτικής αγωγής σερ κάποιον ασθενή, ώστε να επιβάλλεται η εκτέλεση ελέγχου των φαρμάκων που μεταφέρονται με αυτόν τρόπο. Η ανωτέρω εφαρμοζόμενη πρακτική, αλλά και η παροχή ιατρικών υπηρεσιών σε εκπλήρωση σχέσης δημοσίου δικαίου αλλοιώνουν ή περιορίζει την έκταση των ανωτέρω νομίμων υποχρεώσεων του πρώτου κατηγορουμένου έναντι του ασθενή Π. Γ. του Ι., οι οποίες είναι ειδικές υπό την έννοια που προσδιορίζεται στο άρθρο 15 παρ.1 ΠΚ. Με τα δεδομένα όμως αυτά από την συνεκτίμηση μεταξύ άλλων και του σχετικού τμήματος της προερχόμενης από προσωπική αντίληψη περιγραφής των περιστατικών που προέρχεται από τον Γ. Κ. του Ι. συνοδό του ασθενή δεν επιβεβαιώνεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος παραβίασε με αυτόν τον τρόπο τις ανωτέρω νομικές υποχρεώσεις του, διότι αποδεικνύεται, ότι ο ίδιος εκτέλεσε τον επιβαλλόμενο έλεγχο του περιεχομένου της συσκευασίας στων φαρμάκων. Ενώ όμως από τον έλεγχο αυτό ο πρώτος κατηγορούμενος είχε αντιληφθεί, ότι στην συσκευασία είχαν περιληφθεί δύο κουτιά του σκευάσματος RALTONE. 4 mg που δεν αναφερόταν στην υπ’αριθμ … συνταγή της αγροτικής ιατρού Π. Μ. δεν επέλεξε κατά προτεραιότητα την παροχή προστασίας στην υγεία του ασθενή, αλλά χωρίς περαιτέρω διερεύνηση παρέδωσε τα φαρμακευτικά σκευάσματα, σε αυτόν και τον συνοδό του στους οποίους ανακοίνωσε, ότι η εφαρμοζόμενη δοσολογία είναι η λήψη τριών δισκίων την ημέρα χωρίς προηγουμένως να έχει επικοινωνήσει με το φαρμακείο του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου …ς και να συνομιλήσει με την δεύτερη εναγομένη, ώστε να ερευνήσει και να διευκρινίσει τις συνθήκες καθώς και την αιτία χορήγησης ενός διαφορετικού σκευάσματος αντί του συνήθως χορηγούμενου αντιψυχωτικού φαρμάκου. Με τον τρόπο αυτό ο πρώτος κατηγορούμενος παραβίασε τις ειδικές νομικές υποχρεώσεις αυτού που προκύπτουν από την ιδιότητα θέση αυτού ως θεράποντος ιατρού του ασθενή Π. Γ. του Ι. η οποία επιβάλλει σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 2 9 Ν. 3418/2005 καθώς και 13 του ΑΝ 1565/1939 την εκτέλεση όλων των αναγκαίων ιατρικών πράξεων που προστατεύουν και αποκαθιστούν την υγεία του μεταξύ των οποίων και η παροχή της προβλεπόμενης κατάλληλης ορθής ενημέρωσης αυτού για τα χορηγούμενα στον ίδιο φαρμακευτικά σκευάσματα καθώς και την δοσολογία λήψης αυτών”.
Από τις περιλαμβανόμενες στις ως άνω παραδοχές παραπομπές σε όσα είχαν προεκτεθεί στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης σχετικά με τη διαδρομή της επίμαχης συνταγής είναι φανερό πως το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε αιτιολογημένα ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων καίτοι το μεν γνώριζε για τον τρόπο εκτέλεσης των συνταγών που περιείχε κίνδυνο και για την σωστή εκτέλεση τους, ότι ο ενώπιον του ασθενής έπασχε από ψυχική νόσο και λόγω της ειδικότητας του ως ψυχιάτρου τον επισκέφθηκε, κύριο δε αντικείμενο της επίσκεψης ήταν η φαρμακευτική αγωγή που θ’ ακολουθούσε για την οποία αυτός και μόνον (αναιρεσείων) ήταν υπεύθυνος ν’ αποφασίσει (βλ. παραδοχή ότι τα φάρμακα από τη νοσηλεύτρια δεν παραδόθηκαν στον ασθενή αλλά στον ιατρό) το δε διαπίστωσε ότι στα φάρμακα που παρέδωσε στον ήδη θανόντα ασθενή δεν περιλαμβάνετο αντιψυχωσικό (φάρμακο) που οπωσδήποτε από όλες τις παραδοχές προκύπτει πως επιβάλλετο να του δοθεί αλλά περιλαμβάνετο τοιούτο που προορίζετο για διαβητικούς ασθενείς σε ουδέν έλεγχο προέβη συνιστάμενο στην παραβολή των αναγραφόμενων στη συνταγή φαρμάκων, μ’ αυτά που εστάλησαν προβαίνοντας σε επικοινωνία με την συγκατηγορούμενη του φαρμακοποιό αλλά συνέστησε απ’ αυτό το για την θεραπεία του διαβήτη φάρμακο να λαμβάνει τρία την ημέρα με συνέπεια ο ασθενής που δεν έπασχε από τη νόσο του σακχαρώδους διαβήτη να λάβει από την ημέρα της επίσκεψης (10-5-2013) έως τις 13-5-2013 10 συνολικά δισκία του σκευάσματος RALTONE 4 mg να υποστεί εξ αιτίας του γεγονότος αυτού υπογλυκαιμικό κώμα λόγω της παρατεταμένης υπογλυκαιμίας η οποία προκάλεσε εγκεφαλικό οίδημα, αιτία από την οποία τελικά κατέληξε στις 24-5-2013. Επισημαίνεται πως η έκθεση με λεπτομέρεια στο σκεπτικό όλων των συνθηκών που οδήγησαν στον θάνατο του Π. Γ., μεταξύ των οποίων η “πρακτική” που ακολουθείτο για την παροχή των φαρμάκων των ασφαλισμένων σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης κατοίκων της …ς καθώς και η με ακρίβεια προκύπτουσα από τα αποδεικτικά μέσα περιγραφή της συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος κατά τον χρόνο που του παραδόθηκαν, τα φάρμακα μαζί με τη συνταγή που είχε συντάξει η αγροτική ιατρός ουδεμία αντίφαση δημιουργεί στις ως άνω παραδοχές του Εφετείου που το οδήγησαν στην κατάφαση της συγκλίνουσας αμέλειάς του, αλλά καταδεικνύουν την εξέταση από το Εφετείο κάθε πτυχής της συγκεκριμένης υπόθεσης, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία στον κατηγορούμενο για την ορθότητα της περί ενοχής αυτού κρίσης του. Ακόμη, όπως προεκτέθηκε με στοιχεία Α
ΙΙ στα πλαίσια της έρευνας των λόγων αναίρεσης της αναιρεσείουσας Ε. Τ. καθόσον αφορά την διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 του ισχύοντος Π.Κ. ευμενέστερη είναι η διάταξη αυτή μόνον λόγω της θέσπισης του εδ. β το οποίο και εφάρμοσε το Εφετείο η δε διαφοροποίηση των τελευταίων λέξεων του πρώτου εδαφίου της πρώτης παραγράφου ήτοι ότι στον προϊσχύσαντα Π.Κ. αναφέρετο “να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος” και στον ισχύοντα “να προβεί σε ενέργεια για την αποτροπή του αποτελέσματος” συνιστά διατύπωση με διαφορετικές λέξεις της ίδιας συμπεριφοράς κι επομένως δεν συνιστά αντίφαση ότι στο διατακτικό εκτίθεται “αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσουν την επέλευση του αποτελέσματος”, ενώ στη μείζονα σκέψη του σκεπτικού που προηγήθηκε της εκτίμησης των αποδείξεων “Η συμπεριφορά αυτή σε κάθε περίπτωση δεν συνιστά παράλειψη αποτροπής του αποτελέσματος αλλά αποτελεί αυτοτελή εκδήλωση παράλειψης ορισμένης επιβαλλόμενης ενέργειας, που στην συγκεκριμένη περίπτωση συντελεί στην αποτροπή του αποτελέσματος”, καθόσον μάλιστα τα στο σκεπτικό αποτελούν εκτενέστερη ανάλυση των αναφερόμενων για το ίδιο ζήτημα στο διατακτικό. Όλα αυτά δε επιρρωννύονται από όλα όσα αναφέρονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό που αλληλοσυμπληρούμενα εκτιμώνται ενιαία.
Επομένως οι με στοιχ. Β, Γ και Δ αιτιάσεις του πρόσθετου λόγου με τις οποίες ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμες. β) Η δυνατότητα αυτού ενόψει του επαγγέλματός του ως ειδικευόμενου ψυχιάτρου να προβλέψει το αποτέλεσμα που επήλθε από τις παραλείψεις του καθόσον μάλιστα το ότι ένας ψυχασθενής επιβάλλεται να λάβει αντιψυχωσική φαρμακευτική αγωγή και ότι ένας μη διαβητικός αναλάβει φάρμακο για διαβητικούς κινδυνεύει η ζωή του είναι πρόδηλο πως περιλαμβάνεται στις στοιχειώδεις γνώσεις κάθε ιατρού ανεξαρτήτου ειδικότητας και επομένως και του αναιρεσείοντος (ειδικευόμενου ψυχιάτρου).
γ) Ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στις παραλείψεις του και το αποτέλεσμα που επήλθε, αφού σαφώς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές σκέψεις αναφέρεται ότι στην επέλευση του θανάτου του ασθενούς συνέβαλαν οι ως άνω παραλείψεις του (συγκλίνουσες με αυτές της συγκατηγορούμενης του Ε. Τ.) καθώς και ότι, αν είχαν γίνει οι ανωτέρω παραληφθείσες επιβεβλημένες ενέργειες με πιθανότητα που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας ο θάνατος του ασθενούς δεν θα είχε επέλθει, αιτιολογία η οποία δεν είναι αντιφατική όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με την με στοιχ. Α αιτίαση του πρόσθετου λόγου αναίρεσης αφού στην υπό κρίση υπόθεση πρόκειται για εξ αμελείας έγκλημα που είναι αποτέλεσμα συνδρομής αμέλειας, δύο προσώπων ήτοι των ήδη αναιρεσειόντων με την ιδιότητα του φαρμακοποιού και του ιατρού εκάτερος αυτών όπως δε εκτέθηκε στην σχετική νομική σκέψη το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς, γι’ αυτό το Εφετείο εφαρμόζοντας την κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων περιέλαβε ξεχωριστές για τον καθένα παραδοχές που καταφάσκουν την αμέλεια του και με σαφήνεια προσδιορίζει σε τι συνίσταται η αμέλεια του καθενός. δ) Το είδος της αμέλειας του, η οποία, όπως προκύπτει από το σύνολο του σκεπτικού αλλά και από το διατακτικό που το συμπληρώνει, είναι μη συνειδητή, αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προήλθε από την συμπεριφορά του ήτοι τον θάνατο του Π. Γ..
ΙΙ. Για την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση όλα τα αναφερόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα μεταξύ των οποίων το από 12/3/2014 πόρισμα ΕΔΕ εκ του συνόλου δε των παραδοχών της προσβαλλόμενης προκύπτει σαφώς ότι συναξιολόγησε και το ως άνω πόρισμα. Συνακόλουθα των ανωτέρω ο πρόσθετος λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ.Κ.Π.Δ. με τον οποίο κατά τις ειδικότερες περιλαμβανόμενες σ’ αυτόν αιτιάσεις αποδίδεται στην προσβαλλόμενη πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν στη σχετική νομική σκέψη το άρθρο 13 του Α.Ν. 1565/1939 που αναφέρεται στην προσβαλλόμενη ως πηγή της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του αναιρεσείοντος καθώς και ο νόμος αυτός στο σύνολό του καταργήθηκε. Το γεγονός όμως αυτό δεν θεμελιώνει την προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε πλημμέλεια της προσβαλλόμενης όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με περιλαμβανόμενη στον πρώτο λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου αιτίαση καθόσον όσα θεσπίζοντο με την καταργηθείσα διάταξη περιλαμβάνονται στις διατάξεις των άρθρων 2, 9 και 11 παρ. 1 του Ν. 3418/2005 και στο άρθρο 2 παρ. 1 περ. στ. εδ. α Π.Δ. 121/2008 που αναφέρονται επίσης στην προσβαλλόμενη με τις οποίες μάλιστα όπως αμέσως παρακάτω θα εκτεθεί συγκεκριμενοποιούνται εκτενέστερα. Συγκεκριμένα οι διατάξεις αυτές το συνολικό περιεχόμενο των οποίων αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσης είναι ειδικές και οπωσδήποτε θεσπίζουν τις υποχρεώσεις των ιατρών έναντι των ασθενών τους ώστε πληρούν μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής του αρ. 15 παρ. 1 Π.Κ. ήτοι το ότι: “η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση πηγάζει από το νόμο”. Ενδεικτικά και λαμβανομένων υπόψη των αιτιάσεων του ως άνω πρώτου λόγου αναίρεσης από τις διατάξεις των ως άνω νόμων με σαφήνεια θεμελιώνεται η ευθύνη του ιατρού να παράσχει στον ασθενή που προσέτρεξε σ’ αυτόν για την αντιμετώπιση της αρρώστιας του την πλέον ενδεικνυόμενη φαρμακευτική αγωγή υποχρέωση που προϋποθέτει και επιβάλλει σ’ αυτόν πέρα από την συγκεκριμένη πάθηση για την οποία αποβλέποντας στις λόγω της επιστήμης του γνώσεις του τον εμπιστεύθηκε για την αντιμετώπιση του προβλήματος που αντιμετωπίζει να λάβει υπόψη του τη γενική κατάσταση της υγείας του ζητώντας λεπτομερείς πληροφορίες απ’ αυτόν γι’ αυτήν, ώστε η φαρμακευτική αγωγή που θα του συστήσει να είναι σύμφωνη μ’ αυτήν (γενική κατάσταση της υγείας του). Με βάση τα ως άνω δηλαδή όταν κατά τις παραδοχές διαπίστωσε ότι τα φάρμακα που παρέδωσε η νοσηλεύτρια στον ίδιο (αναιρεσείοντα), περιλάμβανε το σκεύασμα που προορίζετο αποκλειστικά για διαβητικούς ασθενείς είχε υποχρέωση πριν ο ίδιος τα παραδώσει στον ασθενή του να ρωτήσει τον τελευταίο αν ήταν διαβητικός. Επομένως είναι αβάσιμες οι περιλαμβανόμενες αιτιάσεις με στοιχ. αα, ββ, γγ αρ. 3 στον πρώτο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε λόγο αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη η πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης κι εντεύθεν ο λόγος αυτός καθόσον αφορά τις ως άνω αιτιάσεις είναι αβάσιμος και απορριπτέος του αναιρεσείοντος με τις οποίες υποστηρίζει τα αντίθετα.
Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 79 του Π.Κ. προκύπτει, ότι το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής, οφείλει να διαλαμβάνει στην απόφασή του ρητά, τους λόγους που δικαιολογούν την κρίση του γι’ αυτή, λαμβάνοντας υπόψη και τις οδηγίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου τούτου, για την εκτίμηση αντίστοιχα της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του εγκληματία, ανάλογα αν το έγκλημα που τελέσθηκε απ’ αυτόν τιμωρείται από δόλο ή από αμέλεια, γιατί τα αναφερόμενα στο εν λόγω άρθρο κριτήρια δεν είναι τα ίδια για κάθε έγκλημα τελούμενο είτε από δόλο είτε από αμέλεια. Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον με την προσβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, είναι αυτονόητο ότι για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος αυτού, κατά την επιμέτρηση της ποινής, το δικαστήριο έλαβε υπόψη το βαθμό μόνο της αμέλειας, όπως ρητά αναφέρει στο σκεπτικό και στο διατακτικό (σελ. 42) και δεν απέβλεψε στην ένταση του δόλου του αναιρεσείοντος όπως από παραδρομή αναφέρεται στο για την επιμέτρηση της ποινής αιτιολογικό χωρίς να δημιουργείται από αυτόν τον λόγο ασάφεια ή αντίφαση, αφού προκύπτει ότι από πρόδηλη παραδρομή δεν διαγράφηκε από το ειδικό σκεπτικό επιμέτρησης της επιβλητέας ποινής, η έντυπη περικοπή των παραπάνω φράσεων που προσιδιάζουν στο έγκλημα δόλου και όχι στο εξ αμελείας όπως το κριθέν (βλ. σχ. ΑΠ 1510.2013). Τα ως άνω επιρρωννύονται από τις σαφείς και εμπεριστατωμένες κατά τα προεκτεθέντα παραδοχές του Εφετείου ότι πρόκειται για αξιόποινη πράξη που τελέσθηκε από μη συνειδητή αμέλεια.
Συνεπώς οι συναφείς αιτιάσεις που περιλαμβάνονται με στοιχ. γγ αρ. 4 στον πρώτο λόγο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε. Κ.Π.Δ. του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης με τις οποίες ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης για την επιβλητέα ποινή διατυπώνεται αντιφατική κρίση του δικαστηρίου, καθόσον το δικαστήριο απέβλεψε στο δόλο του αναιρεσείοντος κι έτσι καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη ερμηνείας και εφαρμογής του άνω άρθρου 79 του Π.Κ. για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος, κατά την επιμέτρηση της ποινής, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες.
Ακόμη, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ του Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης συνιστά και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει για κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. (Ολ. ΑΠ 1/2015). Με τον δεύτερο λόγο του κυρίου δικογράφου αναίρεσης ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι έλαβε χώρα θετική υπέρβαση εξουσίας διότι το δικαστήριο της ουσίας υπερέβη την εξουσία του αφενός διερευνώντας δόλο σε έγκλημα ανθρωποκτονίας από αμέλεια δια παραλείψεως “δίχως να συμπεριλάβει την ακροτελευταία παράγραφο του υπ’ αρ. 7” του άρθρου 79 και αφετέρου λαμβάνοντας υπόψη τα καταργηθέντα από το νέο Π.Κ. άρθρο 61 και 63 και το μη εφαρμοζόμενο εν προκειμένω άρθρο 65 επιπλέον δε για τους ίδιους πιο πάνω λόγους προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου κι εντεύθεν θεμελιώνεται και ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε λόγος αναίρεσης.
Από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης μετά των πρακτικών της λαμβανομένων υπόψη ως ενιαίο σύνολο φανερά προκύπτει ότι το Εφετείο που καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για ανθρωποκτονία από αμέλεια δεν υπέπεσε σε θετική υπέρβαση εξουσίας ούτε έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, διερευνώντας αντί αμέλειας τον δόλο των ενώπιον του κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων κατά τα εκτιθέμενα στην παρούσα για την αιτίαση σχετικά με τον εν λόγω ζήτημα κατά την έρευνα έτερου (πρώτου λόγου αναίρεσης). Ωσαύτως είναι φανερό πως παρά την προφανή παραδρομή που παρεισέφρυσε κατά τα ως άνω στο σκεπτικό περί επιμέτρησης της ποινής το μεν στο προοίμιο του αναφέρεται η διάταξη του άρθρου 79 Π.Κ. κι εντεύθεν περιλαμβάνεται και η παράγραφος 7 αυτού το δε με τα αναφερόμενα στην τελευταία παράγραφο αυτού πληρούται η απαιτούμενη από το νόμο αιτιολογία (άρθρ. 79 παρ. 7) με την οποία ορίζεται “Στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε.” Ακόμη η αναφορά των άρθρων 61, 63, 65 Π.Κ. στη σελ. 48 της προσβαλλόμενης οφείλεται σε προφανή παραδρομή που ουδεμία επίπτωση έχει στον αναιρεσείοντα καθόσον στην αναιρεσιβαλλόμενη δεν υφίστανται διατάξεις περί αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων και περί απαγόρευσης άσκησης επαγγέλματος (ΑΠ 691/2014). Κατά συνέπειαν ο δεύτερος λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε και Θ Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά ταύτα και εφόσον δεν υπάρχουν λόγοι, κύριοι και πρόσθετοι, προς έρευνα, πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του Α. Ε. του Ε. καθώς και ο πρόσθετος λόγος αυτής και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 518 παρ.1 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει: α) την με αρ. εκθ. καταθ. 26/27/5/2020 της γραμματέως του Εφετείου Θράκης αίτηση της Ε. Τ. του Ν. κατοίκου … (οδός …) για αναίρεση της υπ’ αρ. 12/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θράκης, που διορθώθηκε με την υπ’ αρ. 268/2020 διάταξη του προεδρεύοντος Εφέτη του προαναφερθέντος Δικαστηρίου που την εξέδωσε, καθώς και τους από 7/9/2020 πρόσθετους αυτής λόγους που κατατέθηκαν με χωριστό δικόγραφο στις 18/9/2020 και β) την από 19/6/2020 με αρ. εκθ. κατάθ. …/6/2020 της γραμματέα του Εφετείου Θράκης αίτηση του Α. Ε. του Ε. κατοίκου … οδός … για αναίρεση της αυτής ως άνω απόφασης καθώς και τον από 30/7/2020 πρόσθετο λόγο αυτής που κατατέθηκε με χωριστό δικόγραφο στις 30/7/2020.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Νοεμβρίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Δεκεμβρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top