Căpăţînă κατά Ρουμανίας της 28.02.2023 (αρ. προσφ. 911/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προσωρινή κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων της προσφεύγουσας, υπαλλήλου της συνοριακής αστυνομίας στο τελωνείο του Siret, κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας για κατηγορίες διαφθοράς και δήμευση προϊόντων εγκλήματος μετά την καταδίκη. Δεν υπήρξε ζήτημα δυσαναλογίας όσον αφορά τα ποσά που κατασχέθηκαν και δημεύθηκαν υπό τις περιστάσεις και λαμβάνοντας υπόψη τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιήθηκε.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου εξέτασε εάν η παρέμβαση των δημόσιων αρχών στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της προσφεύγουσας ήταν σύμφωνη με το νόμο και αν εξυπηρετούσε θεμιτό σκοπό. Έχοντας υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που διαθέτουν τα κράτη κατά την άσκηση πολιτικής στον τομέα της εγκληματικότητας με σκοπό την καταπολέμηση της διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση, καθώς και το γεγονός ότι τα εθνικά δικαστήρια παρείχαν στην προσφεύγουσα εύλογη δυνατότητα να εξεταστεί η υπόθεσή της σε κατ’ αντιμωλία διαδικασία, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της δεν διατάραξε την απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία.
Συνεπώς, το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1968 και κατοικεί στο Rădăuţi.
Η προσφεύγουσα ήταν υπάλληλος της συνοριακής αστυνομίας στο τελωνείο του Siret, συνοριακού σημείου διέλευσης μεταξύ Ουκρανίας και Ρουμανίας. Παραιτήθηκε κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που περιγράφεται παρακάτω.
Στις 30 Ιανουαρίου και 1 Φεβρουαρίου 2011, η Εισαγγελία Καταπολέμησης της Διαφθοράς κίνησε ποινική διαδικασία κατά της προσφεύγουσας και περισσότερων από 60 άλλων ατόμων, συνοριακών αστυνομικών και τελωνειακών υπαλλήλων, ως ύποπτων για συμμετοχή σε οργανωμένο έγκλημα και δωροδοκία σε σχέση με την παράνομη εισαγωγή τσιγάρων, ντίζελ και αλκοόλ από την Ουκρανία. Ο εισαγγελέας διαφθοράς ερεύνησε πράξεις που φέρονται να έλαβαν χώρα από τον Σεπτέμβριο του 2010 έως τον Ιανουάριο του 2011.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, ο εισαγγελέας διαφθοράς διαπίστωσε ότι οι αστυνομικοί που είχαν ελέγξει τα αυτοκίνητα που εισέρχονταν στη Ρουμανία είχαν δωροδοκηθεί από διακινητές με αντάλλαγμα να τους επιτρέψουν να διασχίσουν τα σύνορα με παράνομα αγαθά. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, κατά τη διάρκεια κάθε βάρδιας οι εν λόγω αξιωματικοί έλαβαν από 8.000 έως και 25.000 ρουμανικά λέι (περίπου 1.800 ευρώ έως 5.600 ευρώ). Έκρυβαν τα χρήματα σε ασφαλή μέρη και στο τέλος κάθε βάρδιας τα μοιράζονταν αναλογικά με όλους τους συναδέλφους που εργάζονταν κατά τη διάρκεια της βάρδιας.
Οι κατηγορίες εναντίον της προσφεύγουσας ήταν 13 μεταξύ των οποίων και για φερόμενη δωροδοκία, οι οποίες έλαβαν χώρα μεταξύ 17 και 25 Δεκεμβρίου 2010.
Με διάταξη της 18ης Απριλίου 2011, βάσει των άρθρων 163 έως 166 του παλιού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (στο εξής: παλιός ΚΠΔ), ο εισαγγελέας διέταξε την κατάσχεση ορισμένων περιουσιακών στοιχείων της προσφεύγουσας για την κάλυψη της ζημίας που φέρεται ότι προκλήθηκε από αυτήν, η οποία εκτιμήθηκε από τον εισαγγελέα σε 28.800 RON (περίπου 7.000 ευρώ). Ως εκ τούτου, ο εισαγγελέας κατέσχεσε από την προσφεύγουσα, μέχρι το τέλος της διαδικασίας, τα ποσά των 5.530 ευρώ και 24 δολάρια ΗΠΑ, καθώς και ένα αυτοκίνητο που είχε στην κατοχή της. Η προσφεύγουσα ήταν παρούσα κατά την εκτέλεση του μέτρου από τον εισαγγελέα διαφθοράς. Υποστήριξε ότι δεν είχε προκαλέσει καμία ζημιά και αμφισβήτησε επίσης τη μέθοδο εκτίμησης που χρησιμοποίησε ο εισαγγελέας.
Στις 26 Απριλίου 2011, ο εισαγγελέας διαφθοράς παρέπεμψε σε δίκη 67 αστυνομικούς και τελωνειακούς υπαλλήλους, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, ενώπιον του εφετείου της Σουτσεάβα για τη φερόμενη συμμετοχή τους στην παράνομη διακίνηση. Ο εισαγγελέας επισήμανε ότι ήταν αδύνατον να υπολογιστούν τα ακριβή ποσά που έλαβε κάθε άτομο σε δωροδοκίες, καθώς είχαν κατανείμει τα ποσά που έλαβαν κατ’ αυτόν τον τρόπο σύμφωνα με τα καθήκοντα εργασίας κάθε ατόμου κατά τη διάρκεια κάθε βάρδιας που εργάστηκε από τον Σεπτέμβριο του 2010 έως τον Ιανουάριο του 2011, λαμβάνοντας υπόψη την ημερομηνία και την ώρα της ημέρας της βάρδιας και άλλους παράγοντες. Για τον λόγο αυτό, ο εισαγγελέας πρότεινε να ληφθεί υπόψη, για καθέναν από τους κατηγορουμένους, ο αριθμός των βαρδιών τους κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής και τα καθήκοντά τους κατά τη διάρκεια κάθε βάρδιας, καθώς και το μέσο ποσό που λαμβάνεται ανά βάρδια. Βάσει του υπολογισμού αυτού, ο εισαγγελέας εκτίμησε ότι το ποσό που έπρεπε να κατασχεθεί από την προσφεύγουσα ανερχόταν σε 28.800 RON (περίπου 7.000 ευρώ).
Στις 17 Οκτωβρίου 2011, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Εφετείο την άρση του μέτρου που διέταξε ο εισαγγελέας στις 18 Απριλίου 2011 και την επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων που της κατασχέθηκαν. Υποστήριξε ότι ο εισαγγελέας δεν είχε αναφέρει την εκτιμώμενη αξία της ζημίας που φέρεται να προκλήθηκε από τις πράξεις της. Απέστειλε επιστολή στην Εθνική Αρχή Ακεραιότητας (Agenţia Naţională de Integritate) και τραπεζικές συμβάσεις, προκειμένου να αποδείξει ότι τα χρήματα που κατασχέθηκαν από αυτήν είχαν αποκτηθεί νομίμως.
Με απόφαση της 24 Νοεμβρίου 2011, το Εφετείο απέρριψε την αίτησή της. Θεώρησε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι τα χρήματα που κατασχέθηκαν από τον εισαγγελέα αντιστοιχούσαν στα ποσά που αναφέρονταν στα έγγραφα που παρουσιάστηκαν και παρατήρησε ότι τα χρήματα που αποκτήθηκαν νόμιμα από την προσφεύγουσα θα μπορούσαν να είχαν δαπανηθεί για άλλα πράγματα.
Με απόφαση της 6 Μαΐου 2014, το Εφετείο καταδίκασε 63 άτομα, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, για δωροδοκία. Παρατήρησε, βάσει των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων – ιδίως των βιντεοσκοπήσεων – ότι κάθε εργαζόμενος είχε διαδραματίσει ρόλο στη διάπραξη του ποινικού αδικήματος κατά τη διάρκεια της βάρδιας του και ότι η δωροδοκία είχε θεσμοθετηθεί και παγιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε οι αξιωματικοί να δωροδοκούνται – είτε υπό μορφή χρημάτων είτε εμπορευμάτων, όπως τσιγάρα, αλκοόλ, κέικ και ντίζελ – παρουσία άλλων εργαζομένων αλλά και των ανωτέρων τους. Όσον αφορά την προσφεύγουσα, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι είχε διαπράξει πράξεις δωροδοκίας, αλλά αποφάσισε να την καταδικάσει μόνο για τις πράξεις που διαπιστώθηκαν σε βιντεοσκοπήσεις. Ως εκ τούτου, καταδικάστηκε για 6 από τις 13 κατηγορίες δωροδοκίας που διαπίστωσε ο εισαγγελέας και της επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο ετών με αναστολή.
Το Εφετείο έλαβε γνώση του τρόπου με τον οποίο ο εισαγγελέας είχε εκτιμήσει τα προς δήμευση ποσά ως προϊόντα των εγκλημάτων και συμφώνησε με αυτό. Επισήμανε ότι τα ακριβή ποσά που εισέπραξε κάθε καταδικασθείς δεν μπορούσαν να αποδειχθούν και, για τον λόγο αυτό, κατά τον υπολογισμό των προς δήμευση ποσών, έλαβε υπόψη τον αριθμό των βαρδιών κατά τη διάρκεια των οποίων διαπιστώθηκε ότι ο ενδιαφερόμενος είχε δωροδοκηθεί και τη μέθοδο υπολογισμού που πρότεινε ο εισαγγελέας διαφθοράς, η οποία απέδωσε ποσό κυμαινόμενο από 1.400 RON (περίπου 300 ευρώ) έως 300 RON (περίπου ευρώ 70) σε κάθε άτομο ανάλογα με τη θέση του κατά τη διάρκεια της σχετικής βάρδιας. Όσον αφορά την προσφεύγουσα, το Εφετείο εξέδωσε απόφαση δήμευσης ύψους 3.400 RON (περίπου 800 ευρώ), ποσό που θεωρείται ισοδύναμο με τα προϊόντα των εγκλημάτων. Βασιζόμενο στο άρθρο 112 παράγραφος 1 στοιχείο ε’ του νέου ποινικού κώδικα και το άρθρο 118 παράγραφος 1 στοιχείο ε’ του παλαιού ποινικού κώδικα, το δικαστήριο διέταξε να καταβληθούν τα χρήματα από την αξία των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων και να επιστραφεί η διαφορά στην προσφεύγουσα στο τέλος της διαδικασίας. Η προσφεύγουσα διατάχθηκε επίσης να καταβάλει 6.000 RON (περίπου 1.300 ευρώ) για δικαστικά έξοδα.
Το δικαστήριο επικύρωσε τη διάταξη της 18 Απριλίου 2011 και αποφάσισε ότι τα ποσά που απέμεναν μετά την καταβολή της αποζημίωσης και των εξόδων θα επιστρέφονταν σε κάθε ιδιώτη όταν η απόφαση θα καθίστατο αμετάκλητη.
Όλοι οι διάδικοι άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Η προσφεύγουσα ζήτησε την αθώωσή της για όλες τις φερόμενες πράξεις δωροδοκίας. Ζήτησε επίσης την άρση του μέτρου που διέταξε ο εισαγγελέας στις 18 Απριλίου 2011, υποστηρίζοντας ότι, όπως προέκυπτε από νέα έκθεση της Εθνικής Αρχής Ακεραιότητας της 22 Απριλίου 2013, τα περιουσιακά της στοιχεία δεν ήταν δυσανάλογα σε σχέση με τα εισοδήματά της.
Με αμετάκλητη απόφαση της 17 Μαρτίου 2015, το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε τις αανιρέσεις που άσκησαν οι καταδικασθέντες, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, και έκανε δεκτή την αναίρεση που άσκησε ο εισαγγελέας. Εκτός από την επικύρωση της καταδικαστικής απόφασης για το αδίκημα της δωροδοκίας που εκδόθηκε από το Εφετείο, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι όλοι οι κατηγορούμενοι ήταν επίσης ένοχοι για τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Η ποινή φυλάκισης της προσφεύγουσας παρέμεινε αμετάβλητη. Επιπλέον, καταδικάστηκε να καταβάλει 1.000 RON (περίπου 225 ευρώ) για δικαστικά έξοδα ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου.
Όσον αφορά τα ποσά που διατάχθηκαν να καταβάλουν οι καταδικασθέντες, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, το Ακυρωτικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία στη δικογραφία αποδείκνυαν ότι είχαν λάβει δωροδοκίες και, ταυτόχρονα, δεν είχαν αποδείξει ότι τα κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία είχαν αποκτηθεί νόμιμα. Επικύρωσε επίσης τη μέθοδο που χρησιμοποίησε ο εισαγγελέας για τον υπολογισμό της ζημίας. Όσον αφορά την προσφεύγουσα, επικύρωσε επιπλέον την απόφαση του Εφετείου να μην αποδεχθεί ολόκληρο το ποσό που πρότεινε ο εισαγγελέας, δεδομένου ότι το ποσό αυτό είχε υπολογιστεί και για τις 13 εικαζόμενες πράξεις δωροδοκίας, υπερβαίνοντας έτσι τις κατηγορίες για τις οποίες είχε τελικά καταδικαστεί. Για τους λόγους αυτούς, το Ακυρωτικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση περί δήμευσης χρηματικού ποσού 3.400 RON.
Η απόφαση κοινοποιήθηκε στους διαδίκους στις 16 Σεπτεμβρίου 2015.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 2015, κατόπιν δύο αιτήσεων της προσφεύγουσας (στις 30 Ιουνίου και στις 3 Αυγούστου 2015), η διοίκηση των δημόσιων οικονομικών επέστρεψε το υπόλοιπο ποσό, ήτοι 13.785 RON (περίπου 3.200 ευρώ).
Επικαλούμενη το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα κατήγγειλε την κατάσχεση των περιουσιακών της στοιχείων από τον εισαγγελέα διαφθοράς κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας εναντίον της, την επακόλουθη απόφαση δήμευσης και τον τρόπο με τον οποίο η διαφορά μεταξύ του ποσού των χρημάτων που δημεύθηκαν και του ποσού που κατασχέθηκε από τα δικαστήρια της επιστράφηκε από τις αρχές.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα βοηθήματα, καθώς δεν είχε υποβάλει ένσταση κατά της εισαγγελικής διάταξης της 18 Απριλίου 2011, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 168 του παλαιού ΚΠΔ και στο άρθρο 250 του νέου ΚΠΔ.
Επιπλέον, θα μπορούσε να ζητήσει αποζημίωση από το κράτος ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων για ζημία που φέρεται να προκλήθηκε από κρατικό υπάλληλο, εάν θεωρούσε ότι ο εισαγγελέας διαφθοράς υπερέβη τις εξουσίες του κατά την απαγγελία κατηγοριών εναντίον της ή ότι η ποινική έρευνα ήταν παράνομη ή διήρκεσε πολύ [η κυβέρνηση επικαλέστηκε την απόφαση Ibriş κατά Ρουμανίας της 21.06.2016, αρ. προσφ. 15193/12, §§ 29-31).
Η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι είχε αντιταχθεί στην εισαγγελική απόφαση και ότι, για τον λόγο αυτό, θα ήταν δυσανάλογο να απαιτηθεί από αυτήν να ακολουθήσει και την αστική οδό.
Όσον αφορά την απαίτηση εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων βοηθημάτων, το Δικαστήριο παραπέμπει στις παγιωμένες αρχές της νομολογίας του [βλ. μεταξύ άλλων, αποφάσεις Gherghina κατά Ρουμανίας της 09.07.2015 [GC], αρ. προσφ. 42219/07 §§ 83-89, και Vučković κ.λπ. κατά Σερβίας της 25.03.2014 [GC], αρ. προσφ. 17153/11 κ.α. §§ 69-77).
Ειδικότερα, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότερα εσωτερικά ένδικα βοηθήματα τα οποία μπορεί να ασκήσει ένας ιδιώτης, το πρόσωπο αυτό δικαιούται να επιλέξει, προκειμένου να εκπληρώσει την απαίτηση εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων βοηθημάτων, ένδικο βοήθημα το οποίο ανταποκρίνεται στο ουσιώδες παράπονό του. Με άλλα λόγια, όταν έχει ασκηθεί ένα ένδικο βοήθημα, δεν απαιτείται η χρήση άλλου ένδικου βοηθήματος που έχει κατ’ ουσίαν τον ίδιο σκοπό (βλ. απόφαση Nicolae Virgiliu Tănase κατά Ρουμανίας της 25.06.2019 [GC], αρ. προσφ. 41720/13 § 177).
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα αμφισβήτησε την κατάσχεση των περιουσιακών της στοιχείων ενώπιον των δικαστηρίων που είχαν εξετάσει τις ποινικές κατηγορίες εναντίον της και τα δικαστήρια αυτά εξέτασαν τα επιχειρήματά της. Επομένως, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση Călin κατά Ρουμανίας της 05.04.2022 (αρ. προσφ. 54491/14 §§ 17 και 83), όπου ο προσφεύγων δεν είχε πραγματική ευκαιρία να υποβάλει τα παράπονά του ενώπιον δικαστηρίου, καθώς οι ποινικές κατηγορίες εναντίον του είχαν αποσυρθεί από τον εισαγγελέα.
Το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η προσφεύγουσα στην υπό κρίση υπόθεση μπορούσε ευλόγως να αναμένει από το Εφετείο και το Ακυρωτικό Δικαστήριο να απαντήσουν στις αιτιάσεις της σχετικά με την κατάσχεση. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν υπέβαλε ένσταση κατά της εισαγγελικής διάταξης της 18 Απριλίου 2011 δεν μπορούσε να της καταλογιστεί για το αν εξάντλησε τα εσωτερικά ένδικα βοηθήματα. Πράγματι, ζητώντας από το Εφετείο και το Ακυρωτικό Δικαστήριο να άρουν το μέτρο που επέβαλε ο εισαγγελέας, η προσφεύγουσα έκανε κανονική χρήση των ένδικων μέσων που ήταν διαθέσιμα και επαρκή σε σχέση με τα παράπονά της από την ΕΣΔΑ (βλ. απόφαση Gherghina § 85). Επιπλέον, όσον αφορά τη δήμευση, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφεύγουσα είχε καταδικαστεί για δωροδοκία και για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και η καταδίκη αυτή κατέστη αμετάκλητη.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο θεώρησε ότι μια χωριστή αγωγή κατά του κράτους για εικαζόμενες παράνομες πράξεις που διαπράχθηκαν από τον εισαγγελέα θα είχε ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας και ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολο η προσφεύγουσα να επιτύχει την επιστροφή των ποσών που τα ποινικά δικαστήρια θεώρησαν ως προϊόντα εγκλήματος.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι η ένσταση της κυβέρνησης περί μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων βοηθημάτων έπρεπε να απορριφθεί.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η προσφυγή δεν ήταν ούτε προδήλως αβάσιμη ούτε απαράδεκτη για άλλους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 35 της ΕΣΔΑ. Επομένως, την έκρινε παραδεκτή.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Α) Γενικές αρχές
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το άρθρο 1 του ΠΠΠ περιλαμβάνει τρεις διακριτούς κανόνες: «ο πρώτος κανόνας, που διατυπώνεται στην πρώτη πρόταση της πρώτης παραγράφου, είναι γενικού χαρακτήρα και διακηρύσσει την αρχή της ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας. Ο δεύτερος κανόνας, που περιέχεται στη δεύτερη πρόταση του πρώτου εδαφίου, καλύπτει τη στέρηση των αγαθών και την υποβάλλει σε ορισμένες προϋποθέσεις· ο τρίτος κανόνας, που διατυπώνεται στο δεύτερο εδάφιο, αναγνωρίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν το δικαίωμα, μεταξύ άλλων, να ελέγχουν τη χρήση των αγαθών σύμφωνα με το γενικό συμφέρον […]. Ωστόσο, οι τρεις κανόνες δεν είναι «διακριτοί» υπό την έννοια ότι είναι ασύνδετοι. Ο δεύτερος και ο τρίτος κανόνας αφορούν ειδικές περιπτώσεις επέμβασης στο δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης της ιδιοκτησίας και, ως εκ τούτου, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της γενικής αρχής που διατυπώνεται στον πρώτο κανόνα» (βλ. μεταξύ άλλων, απόφαση Beyeler κατά Ιταλίας [GC], αριθ. 33202/96 § 98).
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο 1 του ΠΠΠ απαιτεί πρωτίστως κάθε παρέμβαση δημόσιας αρχής στην απόλαυση περιουσιακών στοιχείων να είναι σύμφωνη με τον νόμο.
Επιπλέον, κάθε επέμβαση δημόσιας αρχής στην ειρηνική απόλαυση των αγαθών μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εφόσον εξυπηρετεί θεμιτό δημόσιο (ή γενικό) συμφέρον. Λόγω της άμεσης γνώσης της κοινωνίας τους και των αναγκών της, οι εθνικές αρχές είναι καταρχήν σε καλύτερη θέση από τον διεθνή δικαστή να αποφασίσουν τι είναι «προς το δημόσιο συμφέρον». Επομένως, στο πλαίσιο του συστήματος προστασίας που καθιερώνει η Σύμβαση, εναπόκειται στις εθνικές αρχές να προβούν στην αρχική εκτίμηση της ύπαρξης προβλήματος δημόσιου ενδιαφέροντος που δικαιολογεί μέτρα που παρεμβαίνουν στην ειρηνική απόλαυση των αγαθών (βλ. απόφαση Balsamo κατά Αγίου Μαρίνου της 08.10.2019, αρ. προσφ. 20319/17 και 21414/17 § 87).
Το άρθρο 1 του ΠΠΠ απαιτεί επίσης κάθε επέμβαση να είναι ευλόγως ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Με άλλα λόγια, πρέπει να επιτευχθεί μια «δίκαιη ισορροπία» μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας και των απαιτήσεων της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Η απαιτούμενη ισορροπία δεν θα βρεθεί εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή πρόσωπα έπρεπε να επωμιστούν ατομική και υπερβολική επιβάρυνση.
Β) Εφαρμογή των αρχών αυτών στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης
i) Ύπαρξη επέμβασης στο δικαίωμα περιουσίας και εφαρμοστέος κανόνας
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η προσφεύγουσα διαμαρτυρήθηκε κυρίως για την κατάσχεση, τη δήμευση και την επακόλουθη επιστροφή ορισμένων περιουσιακών της στοιχείων κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας και της διαδικασίας που κινήθηκε εναντίον της, η οποία οδήγησε στην καταδίκη της.
Τα μέτρα αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως επέμβαση στην άσκηση από την προσφεύγουσα του δικαιώματός της για ειρηνική απόλαυση των αγαθών της (βλ. mutatis mutandis, Călin, § 67, όσον αφορά την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων, και Phillips κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. προσφ. 41087/98, § 50, όσον αφορά τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων). Η κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη επέμβασης.
Η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που διατάσσεται κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας θεωρείται από το Δικαστήριο ως μέτρο που συνεπάγεται τον έλεγχο της χρήσης περιουσιακών στοιχείων και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, του Πρώτου Πρωτοκόλλου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Călin, § 1).
Όσον αφορά τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων κατόπιν ποινικής καταδίκης, σε ορισμένες περιπτώσεις το Δικαστήριο την έκρινε ως μόνιμο μέτρο το οποίο συνεπαγόταν οριστική μεταβίβαση της κυριότητας στο κράτος, πράγμα που ισοδυναμούσε με στέρηση περιουσιακών στοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 1, πρώτο εδάφιο, του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης. Σε άλλες υποθέσεις, ωστόσο, το Δικαστήριο το θεώρησε ως μέτρο που συνεπάγεται τον έλεγχο της χρήσης περιουσιακών στοιχείων, το οποίο εμπίπτει, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, τόσο το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου όσο και η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 1 του ΠΠΠ πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της γενικής αρχής που διατυπώνεται στο πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να εξετάσει την κατάσταση στο σύνολό της υπό το πρίσμα αυτού του γενικού κανόνα (βλ. Beyeler, § 1, και, mutatis mutandis, απόφαση Đokić κατά Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, αριθ. 106/6518, § 04).
ii) Επί του ζητήματος αν η επέμβαση προβλεπόταν από τον νόμο και επιδίωκε θεμιτό σκοπό
Το Δικαστήριο τόνισε ότι αμφότερα τα επίμαχα στην υπό κρίση υπόθεση μέτρα ήταν σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του εφαρμοστέου εσωτερικού δικαίου: τα άρθρα 163 έως 166 του παλαιού ΚΠΔ επέτρεπαν την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου και το άρθρο 112 § 1 ε’ του νέου Ποινικού Κώδικα και το άρθρο 118 παράγραφος 1 στοιχείο ε’ του παλαιού Ποινικού Κώδικα επέτρεπε τη δήμευση των προϊόντων εγκλήματος. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα περιουσίας της προσφεύγουσας προβλεπόταν από το νόμο, όπως απαιτείται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης (βλ. Călin, § 72, και, τηρουμένων των αναλογιών, Telbis και Viziteu, § 73, και S.C. Service Benz Com S.R.L. § 31).
Επιπλέον, το Δικαστήριο δεν είχε καμία αμφιβολία ότι τα επίμαχα μέτρα ελήφθησαν προς το γενικό συμφέρον με σκοπό την καταστολή των πράξεων διαφθοράς, τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης και την πρόληψη της εγκληματικότητας, καθώς και προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Ειδικότερα, η απόφαση περί κατάσχεσης των περιουσιακών στοιχείων της προσφεύγουσας ελήφθη προκειμένου να καλυφθούν οι ζημίες που ο εισαγγελέας διαφθοράς θεώρησε ότι προκλήθηκαν από τις εγκληματικές πράξεις που φέρεται ότι διέπραξε η προσφεύγουσα, ενώ η δήμευση μέρους των κατασχεθέντων ποσών αποσκοπούσε στην αφαίρεση των προϊόντων του εγκλήματος από τα περιουσιακά στοιχεία του δράστη.
iii) Αναλογικότητα της παρέμβασης
Το ερώτημα ήταν αν, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, τα μέτρα ήταν ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Με άλλα λόγια, αν επιτεύχθηκε δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας του δικαιώματος της προσφεύγουσας στην ειρηνική απόλαυση των αγαθών της, ιδίως με την παροχή διαδικασιών που της παρέχουν εύλογη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή της ενώπιον των αρμόδιων αρχών.
Στο μέτρο που η προσφυγή αφορά την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο υπενθύμισε, εκ προοιμίου, ότι η προσφεύγουσας προσέβαλε το μέτρο ενώπιον δικαστηρίου. Προσκόμισε διάφορα έγγραφα σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που κατασχέθηκαν με απόφαση του εισαγγελέα είχαν αποκτηθεί νόμιμα. Τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία εξετάστηκαν από τα εθνικά δικαστήρια, αλλά τελικά κρίθηκαν ανεπαρκή. Η προσφεύγουσα δεν ισχυρίστηκε ότι είχε υποβάλει άλλα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την προέλευση των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων ή ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία που είχε υποβάλει δεν είχαν ληφθεί υπόψη από τα δικαστήρια. Από κανένα στοιχείο της διεξαγωγής της διαδικασίας αυτής δεν προέκυπτε ούτε ότι η προσφεύγουσα στερήθηκε εύλογης δυνατότητας να προβάλει την υπόθεσή της ούτε ότι οι διαπιστώσεις των εθνικών δικαστηρίων ενείχαν πρόδηλη αυθαιρεσία (βλ., mutatis mutandis, Telbis και Viziteu § 79).
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να δεχθεί τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας ότι απέδειξε τη νομιμότητα των κατασχεθέντων περιουσιακών της στοιχείων. Το γεγονός ότι το Εφετείο δεν αποφάνθηκε υπέρ της προσφεύγουσας ενίσχυσε το συμπέρασμα αυτό.
Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι η κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων της προσφεύγουσας είχε προσωρινό μόνο χαρακτήρα και την επηρέασε για χρονικό διάστημα λίγο μεγαλύτερο των τεσσάρων ετών και πέντε μηνών. Λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της ποινικής διαδικασίας, η οποία αφορούσε την καθημερινή δραστηριότητα περισσότερων από εξήντα κατηγορουμένων για περίοδο πέντε μηνών, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η συνολική διάρκεια κατά την οποία κατασχέθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία της προσφεύγουσας δεν ήταν αδικαιολόγητη. Επιπλέον, κατά τον χρόνο εφαρμογής του μέτρου, η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση στη δικαιοσύνη, η οποία εξακρίβωσε τη νομιμότητα και την αναγκαιότητα του μέτρου αυτού.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι το ποσό που κατασχέθηκε με απόφαση του εισαγγελέα ήταν δυσανάλογα υψηλό, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο εισαγγελέας υπολόγισε το ποσό αυτό βάσει 13 κατηγοριών δωροδοκίας σε βάρος της προσφεύγουσας. Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε καμία αυθαιρεσία στον τρόπο με τον οποίο ο εισαγγελέας διεξήγαγε την έρευνα και απήγγειλε κατηγορίες στην προσφεύγουσα για 13 κατηγορίες ή στον τρόπο με τον οποίο τα δικαστήρια εξέτασαν τις κατηγορίες που της απαγγέλθηκαν. Επομένως, μολονότι η αμετάκλητη καταδίκη της αφορούσε μόνον 6 από τις 13 κατηγορίες της φερόμενης δωροδοκίας, το ποσό που κατασχέθηκε από τον εισαγγελέα δεν φάνηκε δυσανάλογα υψηλό και για τις δεκατρείς κατηγορίες, λαμβανομένης υπόψη της μεθόδου υπολογισμού που χρησιμοποιήθηκε.
Επιπλέον, το Δικαστήριο τόνισε ότι η προσφεύγουσα αμφισβήτησε επίσης τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποίησαν ο εισαγγελέας και τα δικαστήρια και το τελικό ποσό που κατασχέθηκε. Ωστόσο, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το μέτρο δήμευσης εφαρμόστηκε από τα εθνικά δικαστήρια βάσει των διαπιστώσεών τους, μετά από εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας, ότι η προσφεύγουσα είχε διαπράξει τα υπό διερεύνηση ποινικά αδικήματα και, ως εκ τούτου, είχε αποκομίσει παράνομα κέρδη. Επομένως, πρέπει να σημειωθεί ότι το Εφετείο, αφού έκρινε την προσφεύγουσα ένοχη μόνο για 6 από τις 13 κατηγορίες δωροδοκίας που διαπίστωσε ο εισαγγελέας, αποφάσισε να δημεύσει μέρος μόνον του κατασχεθέντος ποσού και διέταξε την επιστροφή της διαφοράς στην προσφεύγουσα, διασφαλίζοντας έτσι την αναλογικότητα της δήμευσης σε σχέση με το επίπεδο ενοχής που είχε διαπιστωθεί έναντι της προσφεύγουσας.
Τέλος, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η προσφεύγουσα παραπονέθηκε για καθυστερήσεις στην επιστροφή των λοιπών περιουσιακών στοιχείων και στον τρόπο με τον οποίο αυτή πραγματοποιήθηκε. Εντούτοις, τα περιουσιακά αυτά στοιχεία επιστράφηκαν λίγες μόνο ημέρες μετά την κοινοποίηση της αμετάκλητης απόφασης στους διαδίκους. Δεν φάνηκε ότι η προσφεύγουσα διαμαρτυρήθηκε στις εγχώριες αρχές ούτε για τον χρόνο που χρειάστηκε το Ανώτατο Δικαστήριο για να οριστικοποιήσει την απόφασή του ούτε για τον τρόπο με τον οποίο είχαν επιστραφεί αυτά τα περιουσιακά στοιχεία. Τούτου λεχθέντος, το Δικαστήριο είχε ήδη διαπιστώσει ότι ο μηχανισμός που θεσπίστηκε από το εναγόμενο κράτος, σύμφωνα με τον οποίο ένας προσφεύγων μπορεί να διαμαρτυρηθεί για καθυστερήσεις στη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου σύνταξης δικαστικών αποφάσεων, μπορεί να προσφέρει τις εγγυήσεις που απαιτούνται από τα πρότυπα της Σύμβασης σε σχέση με αυτό το θέμα.
Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, και ιδίως του δίκαιου τρόπου με τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν την υπόθεση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση δεν μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετη. Έχοντας υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που διαθέτουν τα κράτη κατά την άσκηση πολιτικής στον τομέα της εγκληματικότητας με σκοπό την καταπολέμηση της διαφθοράς στη δημόσια διοίκηση (βλ., mutatis mutandis, Telbis και Viziteu, προπαρατεθείσα, § 81), καθώς και το γεγονός ότι τα εθνικά δικαστήρια παρείχαν στην προσφεύγουσα εύλογη δυνατότητα να εξεταστεί η υπόθεσή της σε κατ’ αντιμωλία διαδικασία, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας στην ειρηνική απόλαυση των αγαθών της δεν διατάραξε την απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία.
Συνεπώς, το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης (επιμέλεια: echrcaselaw.com).