Αριθμός 844/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Ηλιοπούλου, Μαρία Κουβίδου, Μαριάνθη Παγουτέλη και Ευάγγελο Μητσέλο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαρτίου 2022, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αδαμαντίας Οικονόμου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Δ. Τ. του Π., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Κουρκουρίκα, για αναίρεση της υπ’αριθ.68/2021 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Το Τριμελές Εφετείο Λαμίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Δεκεμβρίου 2021 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 17.12.2021 έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 11383/2021 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1249/21.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 15-12-2021 (αριθ. πρωτ. 11383/17.12.2021) αίτηση του Δ. Τ. του Π., κατοίκου …, για αναίρεση της καταχωρηθείσας στις 30-11-2021 με α.α. 68, στο οικείο ειδικό βιβλίο του άρθ. 473 § 3 ΚΠοινΔ, υπ’ αριθ. 68/2021 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Λαμίας, με την οποία αυτός καταδικάστηκε για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών, μετατραπείσα προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 17-12-2021. Περιέχει εξάλλου παραδεκτούς λόγους αναίρεσης και δη της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και της υπέρβασης εξουσίας. (510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Ε’ και Θ’ ΚΠοινΔ).
Συνεπώς, η αίτηση είναι παραδεκτή κατά τα άρθρα 473 § 2,3, 474, 504 § 1 και 505 ΚΠοινΔ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 § 1 του Ν. 1882/1990, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τα άρθρα 18 § 2 και 28 § 2-4 του Ν. 2948/2001, 34 του Ν. 3016/2002, 34 § 1 του Ν. 3220/2004, 3 § 1 του Ν. 3943/2011, 20 του Ν. 4321/2015 και 8 του Ν. 4337/2015, “1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α, υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων…..”. Κατά τη σαφή διατύπωση του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, για κάθε πίνακα χρεών, ο οποίος υποβάλλεται στον εισαγγελέα με την αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη, που περιλαμβάνει ως μία πράξη τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο είναι δυνατόν να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς διάκριση πλέον και επιρροή, ανάλογα με το ύψος και την προέλευση του κάθε επί μέρους χρέους του πίνακα. Δεν πρόκειται, δηλαδή, λόγω της μη καταβολής καθενός χρέους του πίνακα, για κατ` εξακολούθηση έγκλημα, ήτοι για περισσότερες πράξεις τελεσθείσες με ενότητα δόλου, αλλά ο νόμος κυριαρχικά θεωρεί πλέον ότι τα μη καταβληθέντα και περιεχόμενα σε κάθε πίνακα χρέη συνιστούν ένα και μόνο έγκλημα, της μη καταβολής του αθροίσματος των χρεών του πίνακα και μάλιστα με χρόνο τέλεσης τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο καταβολής αυτών. Με τη ρύθμιση αυτή, η καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο αποκτά τη μορφή ενός εν δυνάμει ιδιότυπου αθροιστικού εγκλήματος, αφού ενδέχεται πλέον να θεμελιώνεται η ποινική ευθύνη, στην περίπτωση κατά την οποία το μη καταβληθέν ποσό ξεπερνά το ελάχιστο όριο (ήδη των 100.000 ευρώ) ή μετά από επανειλημμένη μη καταβολή χρεών συνολικού ποσού ανωτέρου των 200.000 ευρώ, χωρίς, όμως, τη συνδρομή του στοιχείου της καθ` έξη ή κατ` επάγγελμα τέλεσης στη νομοτυπική μορφή, που χαρακτηρίζει τα αθροιστικά εγκλήματα, γι` αυτό και γίνεται λόγος για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 19 § 5 εδ. α` του Ν. 2523/1997 “Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις”, η οποία είχε προστεθεί με το άρθρο 76 § 2 του Ν. 384… και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 § 2 του Ν. 3888/2010, οριζόταν ότι “με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται ο υπόχρεος που δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβώς τα προβλεπόμενα από το ΠΔ 186/1992 “Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.)” στοιχεία κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών ή δεν καταχωρεί στα πρόσθετα βιβλία της παρ. 5 του άρθρου 10 του ίδιου προεδρικού διατάγματος τις συναλλαγές, για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί τα οικεία στοιχεία εσόδων, εφόσον εμπίπτει στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 13″. Το τελευταίο αυτό ποινικό αδίκημα είναι αυτοτελές, ανεξάρτητο από τα αδικήματα φοροδιαφυγής, που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του Ν. 2523/1997 (βλ. άρθρο 19 § 2 και 5 εδ. τελευταίο του Ν. 2523/1997). Ήδη, με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 17-10-2015, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997, όπως, άλλωστε, και εκείνες (διατάξεις) των άρθρων 17 και 18 του ίδιου νόμου (περί φοροδιαφυγής στο εισόδημα και στην καταβολή Φ.Π.Α., αντίστοιχα) αντικαταστάθηκαν με τις σχετικές ρυθμίσεις του άρθρου 66, που προστέθηκε στο Ν. 4174/2013 “Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας κλπ”. Τέλος, στο άρθρο 469 του νέου ΠΚ, που ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, από 1-7-2019, ορίζεται ότι “Μετά το εδάφιο β` της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ` ως εξής: Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις”. Κατ` αυτόν τον τρόπο με την τελευταία διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα επαναρυθμίζεται το προβλεπόμενο στο άρθρο 25 του ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται, ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α)…………. και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι, τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Ν. 4337/2015. Κατά συνέπεια, τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν ή το επιδιωχθέν προϊόν των εν λόγω φορολογικών παραβάσεων, αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του ΚΦΔ. Τέτοια αποκλειόμενα χρηματικά ποσά – χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 2523/1997), ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), με την απόκρυψη από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώρηση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της Φορολογικής Διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, από την έκδοση και αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 2523/1997) και από τη μη έκδοση ή έκδοση ανακριβώς των προβλεπόμενων από το ΠΔ 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λπ. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 2523/1997), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι τα πρόστιμα. (ΑΠ 1284/2020, 414/2020, 436/2020, 465/2020) Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Όσον αφορά το δόλο, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει από αυτή. Όταν όμως αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα, είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 25/2020, 93/2020, 132/2020).
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. (Ολ. ΑΠ 1/2020). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη, υπ’ αριθ. 68/2021, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος της πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και ειδικότερα του ότι στη …, κατά το χρονικό διάστημα από 01-6-2014 έως 01-8-2014, δεν κατέβαλε βεβαιωμένα σε τελωνείο και ληξιπρόθεσμα συνολικά του χρέη προς το Δημόσιο, ύψους, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων, μεγαλυτέρου των 100.000 ευρώ, καθυστερώντας την καταβολή τους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών και συγκεκριμένα καθυστέρησε την καταβολή των αναφερομένων στον από 05-10-2015 πίνακα ληξιπροθέσμων χρεών του προς το Δημόσιο, συνολικού ποσού 2.300.089,53 ευρώ, τα οποία ήταν βεβαιωμένα στο Τελωνείο Στυλίδας, ήτοι δεν κατέβαλε τα εξής χρέη: Για να καταλήξει στην ως άνω καταδικαστική κρίση του το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: “Στα πλαίσια εσωτερικού ελέγχου που διενεργήθηκε από την ΕΛΥΤ Αττικής ελέγχθηκαν, πέραν των άλλων, οι διασαφήσεις που είχε καταθέσει στο πρώην Τελωνείο Αταλάντης ο εκτελωνιστής Σ. Χ. για λογαριασμό ΕΠΕ συμφερόντων του κατηγορουμένου. Οι διασαφήσεις αυτές αφορούσαν αναψυκτικά με προέλευση τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και προορισμό τη Γερμανία. Επίσης αφορούσαν υποδήματα με έδρα παραγωγής την Κίνα και προορισμό την Βουλγαρία. Μετά τον έλεγχο αυτό διαπιστώθηκαν φορολογικές παραβάσεις σε βάρος της ΕΠΕ, όπως αυτές λεπτομερώς αναφέρονται στις υπ’ αριθ. …/28-11-2013 και υπ’ αριθ. …/3-2-2014 καταλογιστικές πράξεις του Τελωνείου Στυλίδας, για παράβαση των διατάξεων του Ν. 2960/2001. Κατά των πράξεων αυτών ο κατηγορούμενος άσκησε προσφυγές οι οποίες όμως απορρίφθηκαν. Του καταλογίστηκαν λοιπόν δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις, πλέον τέλους χαρτοσήμου – ΟΓΑ, συνολικού ύψους 2.300.089,53€, ήτοι ληξιπρόθεσμα χρέη που αφορούν το χρονικό διάστημα από τις 1-6-2014 έως και τις 1-8-2014. Σημειωτέον ότι η οφειλή αυτή, με τις σχετικές προσαυξήσεις, στις 27-9-2021 ανήλθε στο συνολικό ποσό των 6.153.966,07€. Από του καταλογισμού αυτού ο κατηγορούμενος επιχείρησε με κάθε τρόπο να αποφύγει τις καταβολές, ενώ από την κατάσχεση περιουσιακών του στοιχείων δεν επιτεύχθηκε κάποιο αξιόχρεο τίμημα. Πρέπει λοιπόν να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για την πράξη για την οποία κατηγορείται”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην εν λόγω απόφασή του, ως προς την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος, την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με παράθεση όλων των στοιχείων που απαρτίζουν την νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο αφού αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της εν λόγω αξιόποινης πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το Δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους, στις προπαρατεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, προσδιορίζονται στην προσβαλλομένη απόφαση, τόσο στο σκεπτικό αυτής όσο και στον πίνακα χρεών που περιέχεται στο διατακτικό της και αποτελεί έτσι, αναπόσπαστο μέρος της αιτιολογίας της, η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους (Τελωνείο Στυλίδας), οι πράξεις καταλογισμού και οι ημερομηνίες βεβαίωσης αυτών, καίτοι τούτο δεν είναι αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας (ΑΠ 705/2020), το είδος και τα ποσά των επιμέρους οφειλών, με τον ειδικότερο προσδιορισμό ότι πρόκειται για ποσά που αφορούν δασμοφορολογικές παραβάσεις, οι ακριβείς χρόνοι καταβολής αυτών, δηλαδή οι χρόνοι, κατά τους οποίους αυτές (οφειλές), ανεξάρτητα από τους χρόνους της βεβαίωσής τους, έπρεπε να καταβληθούν από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο και, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν είχαν καταβληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης και το συνολικό απαιτητό ποσό που υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ, καθώς και ο χρόνος τέλεσης των εν λόγω μερικότερων πράξεων, της μη καταβολής των ληξιπροθέσμων χρεών ύψους 2.300.089,53€, πλέον προσαυξήσεων, που επιβλήθηκαν στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο. Παρά δε τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα, ουδεμία ασάφεια προκύπτει ως προς το είδος των οφειλών και το εάν πρόκειται για χρέη που τυποποιούνται ως αδικήματα του άρ. 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, τα οποία αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του άρθ. 25 Ν. 1882/1990, σύμφωνα με το γ’ εδάφιο της παραγρ. 1 της ίδιας διάταξης (άρθ. 25 ν. 1882/1990), το οποίο προστέθηκε με το άρθ. 469 του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019). Τούτο διότι, κατά τις σαφείς σχετικές παραδοχές της αποφάσεως, τα επίδικα χρέη εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 25 Ν. 1882/1990, καθόσον ρητώς αναφέρεται, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό και στον ενσωματωμένο σ’ αυτό Πίνακα Χρεών, ότι πρόκειται για οφειλές από παραβάσεις του Τελωνειακού Κώδικα (Ν. 2960/2001), βεβαιωθείσες από το αρμόδιο Τελωνείο μετά τη διαπίστωση φορολογικών παραβάσεων κατά τον εκτελωνισμό συγκεκριμένων προϊόντων, συνεπώς δεν πρόκειται για χρέη που τυποποιούνται ως φορολογικά αδικήματα του άρθ. 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, κατά τα εκτεθέντα σε προηγούμενη νομική σκέψη. Επομένως, οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθ. 25 Ν. 1882/1990, όσον αφορά την κρίση της περί της ενοχής του για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, κρίνονται αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση, για έλλειψη αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας όσον αφορά τη διάταξή της περί μη αναστολής της επιβληθείσης ποινής των τεσσάρων (4) ετών φυλάκισης. Επ’ αυτού παρατηρούνται τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 99 παρ.1 εδ. α` του ισχύσαντος έως 30-6-2019 Ποινικού Κώδικα: “Αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων”. Η διάταξη του άρθρου 99 παρ.1 εδ. α’ του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ (ν.4619/2019), ορίζει ότι “εάν κάποιος καταδικασθεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για διάστημα από ένα έως τρία έτη, εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων”. Από την αντιπαραβολή των δύο διατάξεων, προκύπτει ότι η τελευταία είναι ευμενέστερη της πρώτης, δεδομένου ότι πλέον η χορήγηση της αναστολής αποσυνδέεται από την ύπαρξη ή μη προηγούμενων καταδικών, καθώς και του συνολικού ύψους των ποινών που έχουν επιβληθεί. Επακολούθησε ο Ν. 4855/2021, (ΦΕΚ Α` 215/12.11.2021), με το άρθρο 9 του οποίου, αντικαταστάθηκε εκ νέου η ως άνω διάταξη του άρθ. 99 παρ. 1 ΠΚ, ως εξής: “1. Αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για εγκλήματα δόλου σε στερητική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από τρία (3) έτη με μία ή με περισσότερες αποφάσεις, που οι ποινές τους δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικαστεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα (1) και ανώτερο από τρία (3) έτη. Αν το δικαστήριο κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της απόφασης στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, εφαρμόζει το άρθρο 104Α ΠΚ, εκτός αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, οπότε διατάσσει την εκτέλεση μέρους ή ολόκληρης της ποινής. Το δικαστήριο μπορεί με ειδική αιτιολογία να χορηγήσει την αναστολή και εφόσον οι προηγούμενες καταδίκες δεν υπερβαίνουν συνολικά τα πέντε (5) έτη φυλάκισης, εκτός αν συντρέχει η εξαίρεση της απόλυτης αναγκαιότητας εκτέλεσης της ποινής. Ο χρόνος της αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής, και αρχίζει από τότε που η απόφαση η οποία την χορηγεί καθίσταται εκτελεστή.” Είναι προφανές, ότι η διάταξη αυτή του άρθρου 99 παρ. 1, μετά την τελευταία αυτή αντικατάστασή της, είναι δυσμενέστερη της προγενέστερης, όπως δηλαδή είχε αντικατασταθεί και ίσχυε από 1-7-2019 με το Ν. 4619/2019, καθόσον συνδέθηκε και πάλιν η χορήγηση της αναστολής από την ύπαρξη ή μη προηγούμενων καταδικών και το συνολικό ύψος των ποινών αυτών. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 2 παρ. 1 ΠΚ (Ν. 4619/2019), “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθ. 465 του ίδιου Κώδικα, “Οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική, την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και την απόλυση υπό όρο, εφαρμόζονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος”. Η προαναφερθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 Π.Κ., πρέπει να εφαρμόζεται υπό το πρίσμα του άρθρου 2 του νέου Π.Κ. μόνο δηλαδή όταν οι νέες διατάξεις είναι δυσμενέστερες από τις παλαιότερες. (ΑΠ 354/2021). Εξάλλου, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, το οποίο εφαρμόζεται για πράξεις τελεσθείσες μέχρι τις 30-6-2019, κατά την προαναφερθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 του νέου ΠΚ, όπως στην προκειμένη υπόθεση, “Αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη από τρία έτη και μέχρι πέντε έτη και συντρέχει στο πρόσωπό του η προϋπόθεση του άρθρου 99 παρ.1, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής του, υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής, για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί επιβολής ποινής φυλακίσεως μεγαλύτερης των τριών και μέχρι πέντε ετών, το δικαστήριο, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 99 παρ.1 του ΠΚ, υπό την ευμενέστερη μορφή της, όπως δηλαδή ίσχυσε μετά την 1-7-2019 με το Ν. 4619/2019 και πριν την αντικατάστασή της με το άρθ. 9 του Ν. 4855/12.11.2021, είναι υποχρεωμένο, και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος, να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής και να αποφασίσει σχετικά για το ζήτημα της αναστολής, αλλά και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του και ότι αν προχωρήσει στη μετατροπή της ποινής, χωρίς προηγουμένως να αποφασίσει επί της αναστολής αυτής, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και υποπίπτει στην ελεγχόμενη αναιρετικά πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας από την οποία ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. (ΑΠ 599/2020, ΑΠ 655/2018, ΑΠ 295/2015). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι μετά την κήρυξη ως ενόχου του κατηγορουμένου, ήδη αναιρεσείοντος, και την επιβολή ποινής φυλάκισης τεσσάρων ετών, ο Εισαγγελέας πρότεινε να μην ανασταλεί η επιβληθείσα ποινή, ενώ ο συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου, δεν υπέβαλε ρητώς αίτημα περί αναστολής της ποινής φυλακίσεως των τεσσάρων ετών. Το Δικαστήριο, ως όφειλε, ερεύνησε το ζήτημα της αναστολής ή μη της ποινής φυλακίσεως, έκρινε όμως ότι δεν πρέπει να ανασταλεί η ποινή αυτή, με την ακόλουθη, επί λέξει, αιτιολογία: “Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει, αφενός του ύψους της επιβληθείσας ποινής, που είναι άνω των τριών ετών, και αφετέρου, του ότι ο κατηγορούμενος δεν είναι υπότροπος, αλλά και δεν συντρέχει περίπτωση αναστολής της εν λόγω ποινής, κατ’ άρθ. 99 παρ. 1 ΠΚ, αφού, από το δελτίο του ποινικού του μητρώου, προκύπτει ότι αυτός έχει καταδικαστεί αμετακλήτως σε ποινές στερητικές της ελευθερίας που υπερβαίνουν το ένα (1) έτος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, (πρέπει) να μετατραπεί η ποινή φυλάκισης των τεσσάρων (4) ετών, που του επιβλήθηκε, σε χρηματική…..”. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, ως προς το ζήτημα της αναστολής ή μη της ποινής φυλακίσεως των τεσσάρων ετών, δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τούτο διότι, αφενός μεν δεν αποτελεί πλέον προϋπόθεση για την αναστολή του άρθρου 100 του προϊσχύσαντος ΠΚ, (που εφαρμόζεται εν προκειμένω ενόψει του ότι η αξιόποινη πράξη για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, έχει τελεστεί πριν την 1-7-2019), η έλλειψη προηγούμενης καταδίκης σε ποινή φυλάκισης άνω του έτους (άρθ. 2 και 465 του νέου ΠΚ σε συνδυασμό με άρθ. 99 ίδιου κώδικα), αφετέρου δε, ουδόλως αιτιολογείται για ποιο λόγο είναι απολύτως αναγκαία η υποβολή του καταδικασθέντος στην εκτέλεση της ποινής, καθώς, πυρήνας της μη χορήγησης αναστολής είναι η αποδεικνυόμενη από συγκεκριμένα περιστατικά αναγκαιότητα έκτισης της ποινής. (ΑΠ 599/2020). Ενόψει τούτων, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ’ ΚΠΔ), αλλά και της υπερβάσεως εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 περ. Θ’ΚΠΔ), καθόσον προχώρησε στη μετατροπή της ποινής χωρίς προηγουμένως να αποφασίσει νομίμως επί της αναστολής αυτής. Είναι συνεπώς βάσιμος ο υπό κρίση τρίτος λόγος αναιρέσεως, και πρέπει να γίνει δεκτός, να αναιρεθεί η απόφαση μόνο ως προς τη διάταξή της περί μη αναστολής και μετατροπής της ποινής, ενώ παρέλκει η εξέταση των επομένων λόγων αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την μη περαιτέρω μετατροπή της ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας και τον προσδιορισμό του ύψους της μετατροπής της ποινής σε χρηματική. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το εν λόγω μέρος της στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 ΚΠΔ. Κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθμ. 68/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λαμίας, μόνον ως προς την διάταξή της περί μη αναστολής και μετατροπής της ποινής του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 15-12-2021 (αριθ. πρωτ. 11383/17.12.2021) αίτηση του Δ. Τ. του Π., κατοίκου …, για αναίρεση της παραπάνω απόφασης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Απριλίου 2022.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ