Απόφαση 370 / 2015 (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Ποινής αναστολή, Κλητήριο θέσπισμα, Ακυρότητα σχετική, Νομίμου βάσεως έλλειψη, Έννομο συμφέρον, Κ.Ο.Κ., Πρακτικά απόφασης.
Περίληψη:
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για ανθρωποκτονία από αμέλεια του οδηγού οχήματος, ο οποίος, αν και αντιλήφθηκε ότι αυτοκίνητο επιχειρούσε προσπέραση του δικού του, δεν κινήθηκε προς τα δεξιά της οδού και επιτάχυνε. Έννοια άρθρου 17 παρ. 7 ΚΟΚ. Όχι έλλειψη νόμιμης βάσεως. Απόρριψη ισχυρισμού περί ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία προτάθηκε και με λόγο εφέσεως. Η ακυρότητα έχει καλυφθεί, αφού ο αναιρεσείων παρέστη πρωτοδίκως χωρίς να την προτείνει. Ο λόγος περί σχετικής ακυρότητας είναι απαράδεκτος. Τα πρακτικά αποδεικνύουν όλα όσα καταχωρούνται σ’ αυτά μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά ή να διορθωθούν. Όχι απόλυτη ακυρότητα από τη λήψη υπόψη εγγράφου που δεν φέρεται ως αναγνωσθέν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αλλά αναφέρεται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ότι είχε προσκομισθεί από τον κατηγορούμενο και είχε αναγνωσθεί. Μη δόση του λόγου στο συνήγορο επί της μετατροπής ή αναστολής της ποινής. Δεν έχει έννομο συμφέρον να προβάλει απόλυτη ακυρότητα, γιατί η ποινή έχει ανασταλεί. Το διάστημα της αναστολής προσδιορίζεται κυριαρχικώς από το δικαστήριο, δεν μπορεί, όμως, να είναι μικρότερο από τη διάρκεια της ποινής (άρθ. 99 παρ. 1 ΠΚ). Απόρριψη αιτήσεως.
Αριθμός 370/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο – Εισηγητή, Χρυσούλα Παρασκευά, (σύμφωνα με την υπ’ αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ε. Π. του Η., κατοίκου …, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πάσχο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 244/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος.
Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδος με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 925/2014.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά μεν το άρθρο 302 παρ.1 του ΠΚ, όποιος επιφέρει από αμέλεια τον θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, κατά δε το άρθρο 28 του ιδίου Κώδικα, από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε, ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται να διαπιστωθεί ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη λογική και ότι είχε τη δυνατότητα, με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με τη πράξη ή παράλειψή του. Η αμέλεια, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 28 του ΠΚ, διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προέβλεψε μεν, ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε. Ενόψει της διακρίσεως αυτής, το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιο από τα δύο είδη της αμέλειας αυτής συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι, αν δεν εκθέτει αυτό με σαφήνεια ή δέχεται και τα δύο είδη, δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της σχετικής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 7 εδ. α του ν. 2696/1999 “Κύρωση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας”, “οδηγός που αντιλαμβάνεται ότι άλλος οδηγός προτίθεται να τον προσπεράσει, υποχρεούται να κινείται πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος και να μην επιταχύνει την κίνησή του”. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, τις ίδιες υποχρεώσεις έχει ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος, κατά μείζονα λόγο, και όταν ο οδηγός του οχήματος που ακολουθεί ήδη διενεργεί προσπέραση.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 244/2014 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ανθρωποκτονίας από αμέλεια των Θ. Φ. και Η. Γ., με τα ελαφρυντικά ότι κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως είχε συμπληρώσει το 18ο, όχι όμως και το 21ο έτος της ηλικίας του και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: “… αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 14:30 στο 115,5 χιλ. της E.O. Αντιρρίου – Ιωαννίνων ο κατηγορούμενος οδηγώντας το με αριθ. κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο (ΤΖΙΠ) με κατεύθυνση προς Ιωάννινα, κινούμενος με ταχύτητα άνω των 90 χιλμ. ωριαίως, αν και αντιλήφθηκε ότι το όχημα που τον ακολούθησε με αριθ. κυκλοφορίας …, το οποίο οδηγούσε ο Η. Γ. επιχειρούσε προσπέραση του δικού του αυτοκινήτου, δεν κινήθηκε πλησίον του δεξιού άκρου της λωρίδος, στην οποία κινείτο, κρατώντας σταθερή την ταχύτητα του αυτοκινήτου του, όπως έπρεπε ως συνετός και προσεκτικός οδηγός να πράξει, αλλά, όταν επεχείρησε την προσπέραση ο ανωτέρω δεν έπραξε τα ως άνω διευκολύνοντας αυτή (προσπέραση), αλλά κινείτο στο μέσο της οδού (ιππαστί της διαχωριστικής γραμμής), επιταχύνοντας την ταχύτητά του με αποτέλεσμα να μην μπορέσει το έτερο όχημα να ολοκληρώσει την προσπέραση που επιχειρούσε, να συγκρουστούν τα δύο οχήματα και να τραυματιστούν θανάσιμα ο προαναφερόμενος οδηγός του ετέρου οχήματος και ο συνοδηγός αυτού κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Το ότι ο κατηγορούμενος κινείτο ιππαστί στη διαχωριστική γραμμή και κατά το χρόνο της προσπεράσεως αύξησε την ταχύτητά του επιβεβαιώνεται από τον μάρτυρα Δ. Ν., ο οποίος κινείτο επί της ιδίας οδού με την ίδια κατεύθυνση και ο οποίος σε προηγούμενο σημείο της οδού είχε αντιληφθεί τα δύο οχήματα να κινούνται με υπερβολική ταχύτητα, να προσπερνούν το δικό του όχημα, το αυτοκίνητο του θανόντος να επιχειρεί προσπέραση του τζιπ και το τελευταίο να του κλείνει το δρόμο. Επομένως πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος ανεξαρτήτως συνυπαιτιότητας του θανόντος οδηγού, αφού από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης του και επέφερε το θάνατο των άλλων. Σημειώνεται ότι με την με αριθ. 4513/2008 απόφαση του Μον. Πρωτ. Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών, ο κατηγορούμενος (και τότε ενάγων) κρίθηκε συνυπαίτιος του ατυχήματος κατά ποσοστό 40%”.
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 302 παρ. 1 και 28 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Όπως αναφέρθηκε, οι υποχρεώσεις του οδηγού του προπορευόμενου οχήματος που ορίζει το άρθρο 17 παρ. 7 εδ. α του ΚΟΚ ισχύουν όχι μόνο όταν αυτός αντιλαμβάνεται ότι άλλο όχημα επιχειρεί να τον προσπεράσει, αλλά, κατά μείζονα λόγο, και όταν ήδη το τελευταίο διενεργεί προσπέραση. Οι υποχρεώσεις αυτές ρυθμίζονται στο άρθρο που αφορά το προσπέρασμα (άρθρο 17) και όχι σε άλλα άρθρα του ΚΟΚ (π.χ. στο άρθρο 19, το οποίο ρυθμίζει τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του). β) Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να γίνεται ειδική μνεία της ως άνω διατάξεως του ΚΟΚ, όταν, μάλιστα, ρητώς αναφέρονται οι παραβάσεις, τις οποίες διέπραξε ο κατηγορούμενος (μη κίνηση πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος, επιτάχυνση). γ) Το Τριμελές Εφετείο στο σκεπτικό εξηγεί τι σημαίνει ότι ο αναιρεσείων κινείτο στο μέσο της οδού (πράγμα που αναφέρεται και στο διατακτικό), ότι, δηλαδή, κινείτο αυτός ιππαστί της διαχωριστικής γραμμής, οπότε δεν δημιουργείται καμιά ασάφεια ως προς το σημείο του οδοστρώματος, στο οποίο κινείτο αυτός. δ) Από την παραδοχή ότι οι ως άνω παραβάσεις του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος επιβεβαιώνονται από την κατάθεση του μάρτυρα Δ. Ν., ότι, δηλαδή, αυτός είδε πώς έγινε το ατύχημα (είδε το αυτοκίνητο του θανόντος να επιχειρεί προσπέραση του τζιπ και εκείνο να του κλείνει το δρόμο) δεν γεννάται καμιά αντίφαση με την παραδοχή ότι ο μάρτυρας αυτός, από προηγούμενο σημείο της οδού, είχε δει την παραβατική συμπεριφορά του κατηγορουμένου, είχε αντιληφθεί, δηλαδή, ότι και τα δύο οχήματα κινούντο με μεγάλη ταχύτητα και προσπέρασαν το δικό του αυτοκίνητο. ε) Το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει γιατί βάρυνε στην κρίση του η κατάθεση του ως άνω μάρτυρα. στ) Επαρκώς αιτιολογείται και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβατικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου και του επελθόντος αποτελέσματος του θανάσιμου τραυματισμού των Θ. Φ. και Η. Γ., με την παραδοχή ότι, εξαιτίας των παραβάσεων αυτού, το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο θανών Η. Γ. δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την προσπέραση και συγκρούσθηκαν τα δύο οχήματα. Δεν ήταν δε απαραίτητο να αναφέρεται αν το όχημα που επιχειρούσε την προσπέραση είχε τον αναγκαίο για προσπέραση χώρο ούτε με ποια ταχύτητα κινείτο ούτε να εκτίθενται άλλα περιστατικά. Άλλωστε, έγινε δεκτό ότι και ο θανών ήταν συνυπαίτιος, γεγονός, όμως, που δεν απέκλειε την ευθύνη του κατηγορουμένου. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως και για εκ πλαγίου παράβαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 17 παρ. 7 του ν. 2696/1999, είναι αβάσιμοι.
Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1, 174 παρ. 2 και 321 παρ.1 στοιχ. δ και 4 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει. Τα στοιχεία δε της πράξεως πρέπει να είναι τόσα, ώστε ο κατηγορούμενος να λάβει σαφή και λεπτομερή γνώση της κατηγορίας που του αποδίδεται, για να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί, τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος εφέσεως, καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις δε του άρθρου 141 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι τα πρακτικά της ποινικής δίκης αποδεικνύουν, μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά, όλα όσα καταχωρούνται σ’ αυτά, μεταξύ των οποίων και οι ισχυρισμοί, δηλώσεις, προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων, καθώς και οι αποφάσεις του δικαστηρίου και οι διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Επομένως, αιτήσεις, δηλώσεις ή ισχυρισμοί του κατηγορουμένου που δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, τα οποία δεν διορθώθηκαν κατά τούτο, ούτε προσβάλλονται ως πλαστά, θεωρούνται ότι δεν έγιναν. Τέλος, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο από τις διατάξεις του άρθρου 321 του ΚΠοινΔ περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού η παραδοχή του άγει στην κήρυξη της ποινικής διώξεως απαράδεκτης και, ενδεχομένως, στην οριστική παύση αυτής λόγω παραγραφής της πράξεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, με λόγο της υπ` αριθ. εκθ. 98/2013 εφέσεώς του, αλλά και με αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίο κατέθεσε, στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εγγράφως ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Παν. Πάσχος, ανέπτυξε δε και προφορικώς, πρόβαλε ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος για μη μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που προβλέπει την πράξη, η οποία του αποδίδεται και, συγκεκριμένα, για μη αναφορά και των άρθρων 5 παρ. 8δ, 12 παρ. 1, 16 παρ. 1, 17 παρ. 7 και 19 παρ. 1, 2 του ΚΟΚ. Όμως, ο αναιρεσείων είχε εμφανισθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου, το οποίο εξέδωσε την εκκαλούμενη 700/2013 απόφαση, και διόρισε τρεις δικηγόρους υπερασπίσεως (τους δικηγόρους Αθηνών Παναγιώτη Πάσχο και Αικατερίνη Κούστα και το δικηγόρο Μεσολογγίου Δημήτριο Μπουσμπουρέλη), πλην δεν πρότεινε εκεί ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η όποια ακυρότητα αυτού είχε καλυφθεί και δεν μπορούσε αυτή να προταθεί, πλέον, ούτε με λόγο εφέσεως ούτε, κατά μείζονα λόγο, στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Ο ισχυρισμός του δε ότι τον είχε προτείνει πρωτοδίκως είναι αβάσιμος, καθόσον αυτό δεν προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης αποφάσεως, τα οποία δεν έχουν προσβληθεί ως πλαστά ούτε έχουν διορθωθεί κατά τούτο. Επομένως, το Τριμελές Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού κρίση του. Παρά ταύτα, ως εκ περισσού, τον απέρριψε, έστω και με διαφορετική αιτιολογία (ότι δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και των διατάξεων του ΚΟΚ, για τις οποίες δεν υπήρχε αυτοτελής κατηγορία), και οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Δ του ΚΠοινΔ, πέμπτος και έκτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο που προκλήθηκε από την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία δεν έχει καλυφθεί, και (επικουρικά) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού, είναι απαράδεκτοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ’ του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Η ανωτέρω, όμως, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο δεν επέρχεται όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του μη αναγνωσθέντα δημοσίως έγγραφα, τα οποία προσκομίσθηκαν από τον κατηγορούμενο προς υποστήριξη υπερασπιστικού του ισχυρισμού, διότι στην περίπτωση αυτή δεν λαμβάνονται υπόψη για την ενοχή του κατηγορουμένου, ο οποίος, άλλωστε, γνωρίζει το περιεχόμενό τους, ως προσκομίζων αυτά, και μπορεί να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με τα αποδεικτικά αυτά μέσα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. γ’ του ΚΠοινΔ, σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, τα αναφερόμενα στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ως αναγνωσθέντα έγγραφα θεωρείται ότι αναγνώσθηκαν και στην κατ` έφεση δίκη και παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρθηκε, το Τριμελές Εφετείο στήριξε την καταδικαστική, για τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, κρίση του και στην 4513/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών, με την οποία ο κατηγορούμενος και τότε ενάγων κρίθηκε συνυπαίτιος του ατυχήματος κατά ποσοστό 40%. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης και της πρωτόδικης αποφάσεως, το έγγραφο αυτό δεν περιλαμβάνεται μεν στον πίνακα των εγγράφων που φέρονται ότι αναγνώσθηκαν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αναφέρεται, όμως, ότι προσκομίστηκε από τους συνηγόρους του κατηγορουμένου και αναγνώσθηκε στα πρακτικά της 700/2013 αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου (3η σελίδα στο τέλος). Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το έγγραφο αυτό παραδεκτώς λήφθηκε υπόψη από το Τριμελές Εφετείο και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, όγδοος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από τη λήψη υπόψη του ως άνω εγγράφου χωρίς αυτό να αναγνωσθεί, είναι αβάσιμος.
Κατά την αρχή που καθιερώνεται στη διάταξη του άρθρου 463 του ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο, άρα και αυτό της αναιρέσεως (άρθρο 462 ΚΠοινΔ) μπορεί να το ασκήσει μόνο εκείνος, στον οποίο ρητώς ο νόμος παρέχει αυτό το δικαίωμα και έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ίδια αρχή ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ενδίκου μέσου (ΟλΑΠ 1244/1986). Αν το έννομο συμφέρον ελλείπει, το ένδικο μέσο ή ο λόγος του, κατά περίπτωση, απορρίπτονται ως απαράδεκτα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα, έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο, ενώ κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου του Κώδικα, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ίδιου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο από το νόμο, την ΕΣΔΑ και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται με σαφήνεια, ότι μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, υποχρεωτικά δίδεται ο λόγος στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του επί της ενοχής, επί της ποινής που πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο που κηρύχθηκε ένοχος και επί της μετατροπής ή αναστολής αυτής, έστω και αν δεν τον ζητήσει. Αν δεν δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο επί της μετατροπής ή αναστολής της ποινής, υπάρχει απόλυτη ακυρότητα (κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του Κ.Π.Δ.), για μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο, η οποία μάλιστα λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και στον Άρειο Πάγο. Τέλος, κατά το άρθρο 99 παρ. 1 εδ. α και β του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του ν. 3904/2010, “αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφαση του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Ο χρόνος αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο νόμος δεν θέτει κριτήρια, με βάση τα οποία πρέπει να καθορίζεται ο χρόνος της αναστολής της ποινής, ο οποίος, πάντως, δεν πρέπει να είναι μικρότερος από τη διάρκεια της ποινής. Το Δικαστήριο, λοιπόν, προσδιορίζει κυριαρχικώς το διάστημα της αναστολής, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να διαλάβει, ως προς την έκταση του διαστήματος αυτού, ειδική αιτιολογία. Κατά συνέπεια, αν παραλείψει να δώσει το λόγο στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του επί της μετατροπής ή αναστολής της ποινής, αλλά αναστείλει αυτήν, η παράλειψη αυτή δεν ασκεί καμιά έννομη επιρροή και δεν προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο ούτε με την εκδοχή ότι, ενδεχομένως, αν έδινε το λόγο, ο χρόνος της αναστολής θα καθοριζόταν βραχύτερος από εκείνον, ο οποίος καθορίστηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την απαγγελία της αποφάσεως επί της ποινής που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο – αναιρεσείοντα, ο Προεδρεύων έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε την αναστολή της ποινής, και, αμέσως μετά, το Τριμελές Εφετείο εξέδωσε την απόφαση για την αναστολή της ποινής φυλακίσεως των 18 μηνών για δύο (2) έτη, χωρίς, προηγουμένως, να δώσει ο Προεδρεύων το λόγο και στον κατηγορούμενο ή σε ένα από τους συνηγόρους του. Όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η παράλειψη αυτή δεν προκάλεσε καμιά ακυρότητα και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, έβδομος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απαράδεκτος, γιατί ο αναιρεσείων, αφού η ποινή του έχει ανασταλεί, δεν έχει έννομο συμφέρον να τον προβάλει, κατά τα ανωτέρω.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16 Σεπτεμβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 6036/2014) αίτηση (δήλωση) του Ε. Π. του Η., για αναίρεση της 244/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ