Ξενοφώντος κ.α. κατά Κύπρου της 25.10.2022 (αρ. προσφ. 68725/16, 74339/16 και 74359/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι τρεις προσφεύγοντες καταδικάστηκαν από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας για τη δολοφονία του διευθύνοντος συμβούλου ενός ιδιωτικού τηλεοπτικού καναλιού και καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη.
Η καταδίκη τους βασίστηκε σημαντικά στην ομολογία συνεργού, ο οποίος δεν υποκινήθηκε από καμία συμφωνία, αλλά αργότερα τέθηκε σε καθεστώς προστασίας μαρτύρων και απέφυγε την ποινική δίωξη. Το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι η χρήση της κατάθεσής του δεν είχε καταστήσει τη δίκη άδικη, καθώς δε βασίστηκε σε αθέμιτα ανταλλάγματα. Συγκεκριμένα, ο μάρτυρας είχε ομολογήσει και πρόδωσε τους προσφεύγοντες λόγω τύψεων. Οι προσφεύγοντες δεν είχαν διευκρινίσει τα «κίνητρα» με βάση τα οποία ισχυρίστηκαν ότι είχε ενεργήσει η αστυνομία και δεν είχαν παράσχει αποδεικτικά στοιχεία για μια συμφωνία μεταξύ του Φ.Χ. και της εισαγγελίας. Ακόμη, το γεγονός ότι η διαδικασία διήρκεσε αρκετά (5 χρόνια και 9 μήνες), δικαιολογούνταν από την πολυπλοκότητα της υπόθεσης.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης λόγω της χρήσης της κατάθεσης του συνεργού αλλά ούτε και για τη διάρκεια των ποινικών διαδικασιών.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες γεννήθηκαν το 1981, το 1973 και το 1968 αντίστοιχα και σήμερα εκτίουν ισόβια κάθειρξη στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας.
Τον Δεκέμβριο του 2009 η αστυνομία έλαβε πληροφορία για σχέδιο δολοφονίας εναντίον ενός στελέχους ιδιωτικού τηλεοπτικού καναλιού. Ο πληροφοριοδότης είπε ότι τη δολοφονία θα έκαναν δύο άνδρες, εκ των οποίων ο ένας ήταν ο Φ.Χ., ο οποίος ήταν γνωστός στην αστυνομία. Η αστυνομία ειδοποίησε τον διευθύνοντα σύμβουλο του καναλιού, αλλά εκείνος δεν είδε κανένα λόγο ανησυχίας.
Οι τρεις προσφεύγοντες καταδικάστηκαν από το Κακουργιοδικείο για τη δολοφονία του διευθύνοντος συμβούλου ενός ιδιωτικού τηλεοπτικού καναλιού σε ισόβια κάθειρξη. Το δικαστήριο βασίστηκε σε «αποφασιστικότερο» βαθμό σε στοιχεία που έδωσε ένας συνεργός, ο Φ.Χ, ο οποίος δεν διώχθηκε και αργότερα τοποθετήθηκε σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Η καταδικαστική ποινή που τους επιβλήθηκε, επικυρώθηκε και από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Στις 11 Ιανουαρίου 2010 πυροβολήθηκε ο ανωτέρω και σκοτώθηκε κοντά στο σπίτι του καθώς έφευγε από το αυτοκίνητό του μετά από τη δουλειά του. Αργότερα το ίδιο βράδυ η αστυνομία έλαβε πληροφορία που υποδήλωνε ότι οι πυροβολισμοί είχαν πραγματοποιηθεί από τον Φ.Χ.
Στις 12 Ιανουαρίου 2010, η αστυνομία ανέκρινε δύο φορές τον τελευταίο σχετικά με τη δολοφονία. Ο ίδιος αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη, ισχυριζόμενος ότι βρισκόταν αλλού εκείνη τη στιγμή. Αφού συγκεντρώθηκαν περισσότερα στοιχεία κατά του Φ.Χ., στις 14 Ιανουαρίου 2010 η αστυνομία τον συνέλαβε και τον κράτησε στο Αστυνομικό Τμήμα Πέρα Χωριού.
Πεπεισμένοι ότι ο Φ.Χ. γνώριζε λεπτομέρειες του εγκλήματος αλλά φοβόταν να μιλήσει, οι ανακριτές προσφέρθηκαν να τον θέσουν υπό καθεστώς προστατευόμενου μάρτυρα. Ο Φ.Χ. δίστασε να δεχτεί αυτήν την πρόταση γιατί δεν εμπιστευόταν τους αστυνομικούς. Ο δικηγόρος του τον προειδοποίησε για τις συνέπειες της ένταξής του στο καθεστώς προστασίας μαρτύρων.
Ο Φ.Χ. υπαγόρευσε την ομολογία του σε δύο ανακριτές. Είπε ότι η μεθόδευση της δολοφονίας έγινε από τους δεύτερο και τρίτο προσφεύγοντα, με μεσολάβηση του A.G. και πραγματοποιήθηκε από τον πρώτο προσφεύγοντα και τον ίδιο. Ο πρώτος προσφεύγων πυροβόλησε τον A.H. και ο Φ.Χ. είχε οδηγήσει τη μοτοσικλέτα με την οποία διέφυγαν.
Στις 25 Οκτωβρίου 2010 οι τέσσερις συγκατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Ορκωτού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Η κατηγορούσα αρχή βασίστηκε στη μαρτυρία του Φ.Χ. Οι κατηγορούμενοι δήλωσαν αθώοι και ισχυρίστηκαν ότι ο Φ.Χ.. και η αστυνομία είχαν κατασκευάσει την κατάθεσή του για να τους εμπλέξουν ψευδώς στο έγκλημα. Ισχυρίστηκαν ότι ο Φ.Χ ήταν εκείνος που πυροβόλησε και όχι ο οδηγός απόδρασης, και ότι προσπαθούσε να μεταθέσει την ευθύνη σε αυτούς με αντάλλαγμα την προστασία των μαρτύρων και την απαλλαγή από τη δίωξη.
Στις 13 Μαΐου 2012 το δικαστήριο τερμάτισε το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας και στις 13 Ιουνίου 2013 το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση με την οποία έκρινε τους κατηγορούμενους ενόχους για ανθρωποκτονία από πρόθεση και τους καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη.
Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Φ.Χ. ήταν αξιόπιστος, του αφιέρωσε 50 από τις 400 σελίδες της απόφασης και βασίστηκε στη μαρτυρία του σε έναν «αποφασιστικό» βαθμό.
Στις 14 Ιουνίου 2013 οι κατηγορούμενοι προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Στις 6 Ιουνίου 2016 το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του, επικυρώνοντας την προσβαλλομένη απόφαση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η εκτίμηση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για την κατάθεση του Φ.Χ. δεν ήταν αυθαίρετη ή παράλογη και ότι ήταν νόμιμη και δικαιολογημένη η μη δίωξή του και ότι η χρήση της κατάθεσής του δεν είχε καταστήσει τη δίκη άδικη. Το εσωτερικό δίκαιο επέτρεψε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο να βασιστεί μόνο στην ομολογία του Φ.Χ. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο Φ.Χ. ομολόγησε με δική του βούληση και ότι η πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα δεν υποδήλωνε ανάρμοστη συναλλαγή.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1
Όπως διαπιστώθηκε από τα εθνικά δικαστήρια, δεν υπήρξε συμφωνία μεταξύ του Φ.Χ. και της εισαγγελίας. Ο Φ.Χ. είχε ομολογήσει και πρόδωσε τους προσφεύγοντες λόγω τύψεων, χωρίς να του υποσχεθούν τίποτα σε αντάλλαγμα. Οι αποφάσεις του Γενικού Εισαγγελέα να του παράσχει προστασία και να μην του απαγγελθούν κατηγορίες περιλάμβαναν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς του, παρά τη συνέχεια μιας υπόσχεσης που είχε δοθεί.
Οι προσφεύγοντες δεν είχαν διευκρινίσει τα «εξωγενή κίνητρα» με βάση τα οποία ισχυρίστηκαν ότι είχε ενεργήσει η αστυνομία και δεν είχαν παράσχει αποδεικτικά στοιχεία για μια συμφωνία μεταξύ Φ.Χ. και εισαγγελίας. Επιπλέον, γνώριζαν την ταυτότητα του Φ.Χ., το περιεχόμενο της ομολογίας του και ότι δεν θα ασκηθεί δίωξη. Στη δίκη, είχαν τη δυνατότητα να εξετάσουν κατά βούληση τόσο τον Φ.Χ. όσο και τους αστυνομικούς που τον είχαν ανακρίνει.
Το Κακουργιοδικείο είχε πλήρη επίγνωση των κινδύνων που εγκυμονεί η χρήση αποδεικτικών στοιχείων συνεργού και είχε καταβάλει προσπάθεια να εξηγήσει λεπτομερώς γιατί πίστευε ότι ο Φ.Χ. σε αντίθεση με την υπόθεση Zhang κατά Ουκρανίας, είχε εξηγήσει γιατί άλλαξε γνώμη και ομολόγησε. Η εκτίμησή του για τον Φ.Χ. είχε αναθεωρηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Στο βαθμό που τα μέρη είχαν διαφωνήσει σχετικά με την ύπαρξη άλλων ενοχοποιητικών αποδεικτικών στοιχείων κατά των προσφευγόντων, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο ρόλος του στον τομέα αυτό ήταν περιορισμένος. Ως εκ τούτου, αποδέχτηκε τα σχετικά πορίσματα του Ανωτάτου Δικαστηρίου και κατέληξε στο συμπέρασμα, όπως υποστήριξε η Κυβέρνηση, ότι η καταδίκη δεν βασιζόταν αποκλειστικά στα στοιχεία και στην ομολογία του Φ.Χ.
Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η επίκληση της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στη μαρτυρία συνεργού είχε καταστήσει τη δίκη άδικη.
Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης λόγω της χρήσης κατάθεσης συνεργού. Έκρινε επίσης ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 στο βαθμό που ο πρώτος προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε για τη διάρκεια της διαδικασίας (5 χρόνια και 9 μήνες). Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, η πολυπλοκότητα της υπόθεσης δικαιολογεί την σχετικά μακρά διάρκειά της (επιμέλεια: echrcaselaw.com).