Η ψυχολόγος, που συνέταξε τις πραγματογνωμοσύνες, ήταν μέλος της Διοίκησης του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας, που είχε την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος.
Αυτό ορίζει απόφαση του Αρείου Πάγου, σημειώνοντας πως βάσει των στοιχείων «είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως».
Όπως αναφέρουν οι διατάξεις, «η παρουσία παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου ή ψυχολόγου ή ψυχίατρου κατά την εξέταση ανηλίκου προσώπου, θύματος εγκλήματος κατά της προσβολής προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας, γίνεται, για να βοηθήσει τον ανήλικο και να τον προετοιμάσει ψυχολογικά κατά την εξέτασή του. Δηλαδή, η διάταξη αυτή αφορά τον τρόπο προετοιμασίας του ανηλίκου προκειμένου να επιτευχθεί ο αναφερόμενος στην παράγραφο 1 σκοπός, δηλαδή η εξέταση του ανηλίκου θύματος ως μάρτυρα και τη σύμπραξη κατά την ανάκριση του παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου και σε περίπτωση έλλειψής του, ψυχολόγου ή του ψυχίατρου, που λειτουργούν με εχέγγυα πραγματογνώμονα, οι οποίοι χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνονται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου, που αποτελούν στοιχεία κρίσιμα για την αξιοπιστία της εν λόγω κατάθεσης και για την ανεύρεση της αλήθειας, ακόμη και προς όφελος του κατηγορουμένου».
Προστίθεται δε πως «κατά τη διάρκεια της ανάκρισης να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως όχι μόνο η ενοχή, αλλά και αθωότητα του κατηγορουμένου. Υπό αυτή την έννοια, η ως άνω διάταξη, πέραν από την προστασία των δικαιωμάτων του ανηλίκου παθόντος, συμβάλλει και στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου».
Στερείται δυνατότητα παράστασης ο κατηγορούμενος
Κατά τον Άρειο Πάγο «η ως άνω διάταξη επιβάλλει την παρουσία παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου και σε περίπτωση έλλειψής τους ψυχολόγου ή ψυχίατρου, κατά την εξέταση του παιδιού, που έχει ως σκοπό την δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και ασφαλείας προκειμένου το ανήλικο θύμα να καταθέσει χωρίς να αισθάνεται κίνδυνο, φόβο και απομόνωση. Η παρουσία συνεπώς άλλου ατόμου (πλην του νόμιμου εκπροσώπου -γονέα, κηδεμόνα- του ανηλίκου, εφόσον δεν απαγορευθεί και η παρουσία αυτού από τον ανακριτή), κατά το χρόνο διεξαγωγής της προαναφερθείσας διαδικασίας, καταστρατηγεί το σκοπό του νόμου επιφέροντας αντίθετα αποτελέσματα. Επομένως στερείται, κατ’ αποτέλεσμα, ο κατηγορούμενος από τη δυνατότητα να παρίσταται άμεσα στη διαδικασία αυτή (ήτοι κατά την εξέταση του ανηλίκου μάρτυρα) και να εξετάζει ο ίδιος ή με το συνήγορο του τον ανήλικο μάρτυρα.
Ασυμβίβαστα καθήκοντα και ιδιότητες
«Κατά την εξέταση των φερομένων ως θυμάτων ανηλίκων Α. Κ., Α. Τ., Η. Μ. και Β. Σ. αλλά και Σ. Τ. και Π. Τ. ενώπιον της Πταισματοδίκη Φλώρινας παρουσιάστηκαν οι ανωτέρω ανήλικοι μαζί με την Ο. Τ., Ψυχολόγο, όπως στις από 25/11/2014 σχετικές εκθέσεις εξέτασης αναφέρεται. Όμως, η ανωτέρω Ψυχολόγος Ο. Τ. ήταν μέλος της διοίκησης και κατείχε τη θέση της Α’ Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας …, όπως η ίδια κατέθεσε στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Το εν λόγω Κέντρο, κατά το χρόνο εξέτασης των ανηλίκων, είχε ταυτόχρονα την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου αυτών, αλλά και την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος, μετά την ασκηθείσα δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Με τον τρόπο αυτό συνέτρεξαν ασυμβίβαστα καθήκοντα και ιδιότητες στους εμπλεκόμενους κατά την εξέταση των ανηλίκων, μεταξύ αφενός αυτής του απαιτούμενου τρίτου – ως προς τους διαδίκους – επιστήμονα Ψυχολόγου και αφετέρου αυτής του μέλους της οργανικής διοίκησης του πολιτικώς ενάγοντος και νομίμου εκπροσώπου των εξεταζόμενων ανηλίκων» λέει η απόφαση του Αρείου Πάγου.
Παράλληλα, προσθέτει πως «παραβιάστηκαν οι απορρέοντες από την προαναφερθείσα διάταξη (226 Α’ ΚΠΔ) δικονομικοί κανόνες διεξαγωγής των αποδείξεων, οι οποίοι επέβαλαν, κατά τα προαναφερθέντα, τον διορισμό πραγματογνώμονος παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου ή ψυχολόγου ή ψυχιάτρου, τρίτου, δηλαδή, ειδικού επιστήμονος και όχι ως συνέβη, εν προκειμένω, την παράσταση μετά των ανηλίκων της ως άνω ψυχολόγου του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας …. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια να προσβάλλονται και τα υπερασπιστικά δικαιώματα του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου».
Απόλυτη ακυρότητα των καταθέσεων
Σύμφωνα με την απόφαση δημιουργείται «απόλυτη ακυρότητα κάθε αντίστοιχης ληφθείσας κατάθεσης – διενεργούμενης εξέτασης εκάστου των ανηλίκων, οι οποίες πρέπει να αποσπαστούν από το αποδεικτικό υλικό».
Όπως αναφέρεται «το πρωτοδίκως επιληφθέν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Φλώρινας με την υπ’ αριθμ. 537/2016 απόφασή του έκκρινε ότι οι εν λόγω καταθέσεις των ανηλίκων δεν θα αναγνωστούν και δεν θα αξιολογηθούν, λόγω της ακυρότητάς τους και ανέβαλε για κρείσσονες (352 ΚΠΔ) προκειμένου να κληθούν και να προσέλθουν μεταξύ άλλων οι ανήλικοι μάρτυρες Β. Σ. και Α. Κ. ενώπιον της σύνθεσής του και παρουσία ειδικού πραγματογνώμονος – ψυχιάτρου».
Όμως, υπογραμμίζεται πως «το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του και τα πρακτικά αυτής, ανέγνωσε και έλαβε επιπλέον ανεπίτρεπτα υπόψη του το σύνολο των προανακριτικών καταθέσεων των φερομένων ως παθόντων ανηλίκων, όπως προκύπτει ρητά και από το σκεπτικό της απόφασής του, στο οποίο (συνεκτιμώντας αυτές κατά την έρευνα της ουσίας της υποθέσεως, με τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας – κοινωνικών λειτουργών και εργαζομένων στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας) κατά λέξη αναφέρει “καθόσον οι καταθέσεις αυτές εναρμονίζονται πλήρως με όσα κατέθεσαν προανακριτικά οι παθόντες”».
Και καταλήγει: «Η επαπαναξιολόγηση των ακύρων, ως άνω, προανακριτικών καταθέσεων των ανηλίκων παθόντων, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο προκαλεί, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο. Κατ’ ακολουθία τούτων είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως».