ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 496 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ) Ψευδορκία μάρτυρα. Ψευδής κατάθεση σε αρμόδια αρχή

Απόφαση 496 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ψευδορκία, Ένορκη βεβαίωση.

 


 

Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρα. Ψευδής κατάθεση σε αρμόδια αρχή. Τέτοια είναι και η ένορκη βεβαίωση ενώπιον συμβολαιογράφου, υπό την προϋπόθεση ότι χρησιμοποιείται ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Η ψευδής ένορκη βεβαίωση, που χρησιμοποιήθηκε σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, στην οποία λαμβάνονται υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αποτελεί κατάθεση σε αρμόδια αρχή. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Πολιτική αγωγή. Στο αδίκημα ψευδορκίας μάρτυρα σε πολιτική δίκη, νομιμοποιείται σε παράσταση πολιτικής αγωγής, ο διάδικος, κατά του μάρτυρα που εξετάστηκε σ’ αυτήν, ο οποίος υφίσταται άμεση ηθική βλάβη, γιατί η ψευδής μαρτυρία άμεσα επηρεάζει μόνο τις σχέσεις των διαδίκων και όχι τρίτων. Την υποχρέωση διορισμού αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου, έχει ο αδικηθείς, μόνο όταν προβαίνει στη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην προδικασία και όχι όταν την υποβάλλει προφορικά με το συνήγορο του επ’ ακροατηρίου στο ποινικό δικαστήριο, αφού στην τελευταία περίπτωση ο διοριζόμενος στο ακροατήριο δικηγόρος, είναι εκ του νόμου και αντίκλητος. Ένσταση δεδικασμένου. Δεν προκύπτει από τα πρακτικά ότι έγινε επίκληση της ένστασης αυτής στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.


ΑΡΙΘΜΟΣ 496/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Εισηγήτρια και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ι. Π. του Κ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Στεφόπουλο, περί αναιρέσεως της 860-861/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντες 1. Ι. Τ. του Α. και 2. Κ. Τ. συζ. Ι., …, που παραστάθηκαν με την πληρεξουσία δικηγόρο τους Αντωνία Τσίκα.

Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Σεπτεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1069/12.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 224 παρ. 2 Π.Κ. όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 3327/2005, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέταση του, β) τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή, και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Από την ίδια διάταξη προκύπτει επίσης, ότι η αρμοδιότητα της αρχής, ενώπιον της οποίας δίδεται η κατάθεση, αποτελεί συστατικό όρο του εγκλήματος της ψευδορκίας, θεωρείται δε και ως αρμόδια αρχή εκείνη ενώπιον της οποίας είναι δυνατόν, κατά διάταξη νόμου, να γίνει ένορκη κατάθεση κάποιου, η οποία να μπορεί στη συνέχεια να ληφθεί υπόψη ως έγκυρο αποδεικτικό μέσο από Αρχή, που είναι και αυτή αρμόδια προς διάγνωση κάποιας διαφοράς. Εξάλλου, οι συμβολαιογράφοι είναι αρμόδιοι για τη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων μαρτύρων, κατά τον Κώδικα συμβολαιογράφων (άρθρο 1 παρ. 1 εδ. δ’ του Ν. 670/1977, ήδη άρθρο 1 παρ. 1 εδ. ε’ του Ν. 2830/2000), εφόσον αυτές πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όπως σε δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου κατά το άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, οπότε, αν τα βεβαιούμενα σε αυτές είναι ψευδή, πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος. Πρέπει, όμως, για να μπορούν να ληφθούν υπόψη ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, να έχει προηγηθεί, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως, διότι διαφορετικά δεν αποτελούν νόμιμο αποδεικτικό μέσο και δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα για όσα περιστατικά περιέχονται σ’ αυτές. Περαιτέρω, για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής για ψευδορκία μάρτυρα αποφάσεως, αν πρόκειται για ένορκη βεβαίωση του δράστη, πρέπει να αναφέρεται σ’ αυτήν, εκτός άλλων, η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας, ότι η ένορκη βεβαίωση έχει ληφθεί μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, με επιμέλεια του οποίου έχει ληφθεί η ένορκη βεβαίωση. Διαφορετικά, η απόφαση στερείται της απαιτούμενης κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δημιουργείται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ αναιρετικός λόγος. Τα ανωτέρω, δεν ισχύουν όμως, όταν η ένορκη βεβαίωση λήφθηκε για να χρησιμοποιηθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων στην οποία δεν προβλέπεται, όπως στην τακτική διαδικασία (άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ) ή στις ειδικές διαδικασίες (άρθρα 650 παρ. 1, 671 παρ. 1, 681 Α και 681 Β’ ΚΠολΔ), το αποδεικτικό μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, αλλά ισχύουν ιδιαίτεροι κανόνες ως προς την απόδειξη, την συγκέντρωση των αποδεικτικών μέσων και την εν γένει διαδικασία συζητήσεως της αιτήσεως (ΚΠολΔ 690 και 691).
Συνεπώς, στη δίκη ασφαλιστικών μέτρων, στην οποία λαμβάνονται υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως, συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, με αποτέλεσμα να μη απαιτείται η απόφαση που δέχεται τέλεση του αδικήματος της ψευδορκίας με ένορκη βεβαίωση ενώπιον συμβολαιογράφου που χρησιμοποιήθηκε σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, να εκθέτει, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αν η ένορκη βεβαίωση του αυτουργού της ψευδορκίας είχε ληφθεί μετά προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου, που είχε την επιμέλεια της λήψεως αυτής (ΑΠ 120/2010). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτόν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε, για την ύπαρξη δε τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής, για ψευδορκία μάρτυρα, αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ’ αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως, απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική της υπόσταση και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού, πράγμα που συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την γνώση, διαφορετικά η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 860-861/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, για ψευδορκία μάρτυρα, σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και τις χωρίς όρκο καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου, σε συνδυασμό με την απολογία του 1ου κατηγορουμένου, δέχθηκε, μετά την ανάλυση του νομικού μέρους της υπόθεσης, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: Οι πολιτικώς ενάγοντες Ι. Τ. και Κ. σύζυγος Ι. Τ. μαζί με τον Ι. Δ. ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας “Απολλώνιος Ανώνυμη Τεχνική Εταιρία”. Στις 19-3-1997 η παραπάνω εταιρία συνέστησε με τους νομίμους εκπροσώπους της εταιρίας “Αφοί Ι. Π. ΑΕ” ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “Π. Ηλεία ΑΕ.”, της οποίας μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου έγινε ο Ι. Δ.. Παράλληλα με τις παραπάνω εταιρίες λειτουργούσε και η ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία “Ι.Τ.- Ι. Δ. Ε.Ε.”, με ομόρρυθμα μέλη τον πρώτο πολιτικό ενάγοντα και τον Ι. Δ. και ετερόρρυθμο μέλος την δεύτερη πολιτικώς ενάγουσα, οι οποίοι με διαδοχικές συμβάσεις παρέτειναν τον χρόνο διάρκειας της μέχρι την 31-12-2002. Η παραπάνω εταιρία είχε στην κυριότητα της τρείς οριζόντιες ιδιοκτησίες με τα στοιχεία ΓΙΩΤΑ 5-ΥΨΙΛΟΝ 3 ΚΑΙ 18 της κειμένης στον Πύργο, στη θέση “Αλώνια” και επί της οδού … αριθ. 28 οικοδομής. … Όλα αυτά τα έτη ο κατηγορούμενος που είναι λογιστής ήταν επιφορτισμένος με την λογιστική παρακολούθηση και τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων και των τριών προαναφερόμενων εταιριών. Επιπλέον μετά το έτος 2000 ήταν μέλος της διοίκησης και της “Π. Πύργου ABE”.
Στα πλαίσια της αντιδικίας μεταξύ των πολιτικώς εναγόντων και του Ι. Δ., που είχε αντικείμενο την δήθεν κατάρτιση εκ μέρους του τελευταίου πλαστών ιδιωτικών συμφωνητικών τροποποιητικών του καταστατικού της εταιρείας με ημερομηνία 1-1-2003 και 1-1-2004, στα οποία φέρεται να έθεσε ο Ι. Δ. την υπογραφή των εγκαλούντων χωρίς την συναίνεση τους, με τα οποία αφενός παρατάθηκε η διάρκεια της εταιρείας μέχρι 31-12-2005 και αφετέρου ορίστηκε ο ίδιος ως μόνος εκπρόσωπος και διαχειριστής της εταιρείας, και την πώληση και μεταβίβαση στον εαυτό του, με αυτοσύμβαση, των ακινήτων της εταιρείας δυνάμει του …/2004 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πύργου Μαρίας Μπαμπίλη, αντί τιμήματος κατωτέρου του αναφερομένου στο σχετικό προσύμφωνο που είχε καταρτιστεί μεταξύ τους στις 22-10-2002, το οποίο τίμημα δεν καταβλήθηκε στην εταιρεία, οι πολιτικώς ενάγοντες άσκησαν κατά του Ι. Δ. την 730/2004 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (συντηρητικής κατάσχεσης) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πύργου. Εν όψει της συζήτησης της αίτησης στην δικάσιμο της 29-9-2004, ο κατηγορούμενος εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας στις 11-9-2004 ενώπιον της συμβολαιογράφου Πύργου Μαρίας Χριστοπούλου, και συντάχθηκε η …/11-9-2004 ένορκη βεβαίωση που χρησιμοποιήθηκε ως αποδεικτικό μέσο του Ι. Δ. που την προσκόμισε στην παραπάνω δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πύργου και, συνεπώς, η ένορκη αυτή βεβαίωση μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο ακόμη και αν δεν είχαν κλητευθεί οι αντίδικοι του καθού η ως άνω αίτηση (πολιτικώς ενάγοντες). Στην ένορκη αυτή βεβαίωση ο κατηγορούμενος κατέθεσε, εκτός των αληθών περιστατικών, για τα οποία κηρύχθηκε αθώος του αδικήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, και τα ακόλουθα ψευδή: “Ο ίδιος ο Ι. Τ. υπέβαλε τις εταιρικές δηλώσεις τις οποίες και περιελάμβανε στις ατομικές φορολογικές του δηλώσεις των ετών 2002 και 2003 (οικονομικών ετών 2003 και 2004)”. Ο κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθεια των όσων παραπάνω κατέθεσε, αφού, όπως προκύπτει από τις καταστάσεις δηλώσεως συμμετεχόντων σε εταιρείες που υπέβαλε ο ίδιος (κατηγορούμενος) στην Δ.Ο.Υ. Πύργου με αριθμ. πρωτ. 9929/20-5-2004 και 9389/20-5-2005 σε συνδυασμό με τα από 21-3-2002, 30-7-2003, 29-9-2003 και 31-12-2003 παραστατικά-αποδείξεις καταβολής αμοιβών 142, 100, 120 και 125 ευρώ στον … λογαριασμό που διατηρεί ο τελευταίος στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, αυτός υπέβαλε στην Δ.Ο.Υ. Πύργου τις ατομικές και φορολογικές δηλώσεις του πολιτικώς ενάγοντος Ιωάννη Τσίκα των ετών 2003 και 2004 και εισέπραξε για τον λόγο αυτό από τον τελευταίο τις σχετικές αμοιβές. Με τα δεδομένα αυτά για το ανωτέρω ψευδές τμήμα της κατάθεσης του κατηγορουμένου στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της ψευδορκίας μάρτυρα και πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος. Το Δικαστήριο ωστόσο δέχεται ότι συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84§2α Π.Κ., όπως ορίζεται στο διατακτικό. Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: στον Πύργο Ηλείας στις 11 Σεπτεμβρίου 2004, ενώ εξετάζετο ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψευδή περιστατικά. Συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο ενώ έδωσε στη συμβολαιογράφο Πύργου Μαρία Χριστοπούλου, την υπ’ αρ. …/2004 ένορκη βεβαίωση, που χρησιμοποιήθηκε ως αποδεικτικό μέσο σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Πρωτοδικείου Πύργου μεταξύ των πολιτικώς εναγόντων και του Ι. Δ. που την προσκόμισε, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και δη ότι: “Ο ίδιος ο πρώτος εγκαλών υπέβαλε τις εταιρικές δηλώσεις, τις οποίες και περιελάμβανε στις ατομικές φορολογικές του δηλώσεις των ετών 2002 και 2003 (οικονομικών ετών 2003 και 2004).” ΔΕΧΕΤΑΙ το Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος, έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 224 παρ. 2 και 1 του ΠΚ. Ειδικότερα προσδιορίζονται τα ψευδή γεγονότα που ο αναιρεσείων κατέθεσε, αιτιολογείται δε ότι τα κατατεθέντα ήσαν ψευδή. Περαιτέρω η γνώση του αναιρεσείοντος ως προς το ψευδές των υπ’ αυτού κατατεθέντων αιτιολογείται πλήρως. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510§1 στοιχ.Δ’, 1ος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που περιέχονται στον αυτό ως άνω, περί ελλείψεως αιτιολογίας, λόγο, ότι δεν διευκρινίζεται στην προσβαλλομένη απόφαση αν τα κατατεθέντα και ως ψευδή βεβαιωθέντα είχαν σχέση με το αποδεικτέο θέμα της συγκεκριμένης πολιτικής δίκης (αίτησης ασφαλιστικών μέτρων για συντηρητική κατάσχεση) στην οποία η παραπάνω ένορκη κατάθεση χρησιμοποιήθηκε και ποιο ήταν το αποτέλεσμα της δίκης αυτής, πρέπει να απορριφθούν, αφού τα στοιχεία αυτά δεν απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της ψευδορκίας, αλλά αρκούν για τη στοιχειοθέτησή του, τα στοιχεία που αναφέρονται στην εν αρχή, νομική σκέψη. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, η οποία δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, συνεπάγεται και η παράνομη παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Η παράσταση αυτή είναι παράνομη, όταν στο πρόσωπο εκείνου που δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν συντρέχουν οι όροι της ενεργητικής νομιμοποιήσεως του για την άσκηση πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ανωτέρω Κώδικα ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 68 του αυτού ως άνω Κώδικα, ως προς τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 914 και 932 του Αστικού Κώδικα, προκύπτει, ότι δικαιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες, μόνο εκείνοι που ζημιώνονται άμεσα από το έγκλημα ή υφίστανται ηθική βλάβη απ’ αυτό. Στην περίπτωση ψευδορκίας μάρτυρα σε πολιτική δίκη, νομιμοποιείται σε παράσταση πολιτικής αγωγής ο διάδικος κατά του μάρτυρα που εξετάστηκε σ’ αυτήν, ο οποίος υφίσταται άμεση ηθική βλάβη, γιατί η ψευδής μαρτυρία άμεσα επηρεάζει μόνο τις σχέσεις των διαδίκων και όχι τρίτων.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα προσβαλλόμενη υπ’ αριθμό 860-861/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, και τα ενσωματωμένα σ’ αυτή πρακτικά, εμφανίστηκαν, μετά την έναρξη της διαδικασίας, οι μηνυτές Ι. Τ. και Κ. συζ. Ι. Τ. και δήλωσαν προφορικώς, ότι παρίστανται, ως πολιτικώς ενάγοντες κατά του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου και ζήτησαν, να υποχρεωθεί αυτός, να τους καταβάλει, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την και πρωτοδίκως επιδικασθείσα χρηματική ικανοποίηση, δήλωσαν μάλιστα ότι διορίζουν και πληρεξούσια δικηγόρο. Κατά της παράστασης της πολιτικής αγωγής προβλήθηκε αντίρρηση, από το συνήγορο του κατηγορουμένου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των οικείων πρακτικών, με την αιτίαση της έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης των μηνυτών, για το λόγο ότι, δικαιούχος της όποιας απαίτησης για αποζημίωση, είναι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας με την επωνυμία “Ι. Τ. – Ι. Δ. και ΣΙΑ Ε.Ε.”, το οποίο και νομιμοποιείται σε παράσταση πολιτικής αγωγής, και όχι οι παραπάνω. Το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, με την υπ’ αριθμό 860/2012 παρεμπίπτουσα απόφασή του, απέρριψε την ως άνω ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής, με την παρακάτω αιτιολογία, μετά την ανάλυση του νομικού μέρους της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, οι μηνυτές Ι. Τ. του Α. και Κ. συζ. Ι. Τ. νομιμοποιούνται να παρασταθούν ως πολιτικώς ενάγοντες κατά του κατηγορουμένου, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν από την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα του κατηγορουμένου για το ψευδές τμήμα της κατάθεσης του, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος με την προσβαλλόμενη 454/2010 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας, καθόσον από το ανωτέρω ψευδές τμήμα της ένορκης κατάθεσης του κατηγορουμένου ενώπιον της συμβολαιογράφου Πύργου Μαρίας Χριστοπούλου, περί της οποίας συντάχθηκε η επίμαχη …/11-9-2004 ένορκη βεβαίωση, η οποία δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο του Ι. Δ. του Α., προς ανταπόδειξη της 730/2004 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων (συντηρητικής κατάσχεσης) των πολιτικών εναγόντων κατά του ανωτέρω καθού η αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πύργου προσβλήθηκε το ατομικό έννομο συμφέρον των πολιτικώς εναγόντων και ως εκ τούτου οι τελευταίοι υπέστησαν άμεση ηθική βλάβη ως διάδικοι στην ως άνω πολιτική δίκη. Επομένως, η ένσταση που προβλήθηκε από τον συνήγορο του κατηγορουμένου περί αποβολής της πολιτικής αγωγής λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης των μηνυτών είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Επομένως, με επαρκή και ειδική αιτιολογία, που αναφέρεται στο παραπάνω εκτεθέν αιτιολογικό της συμπροσβαλλομένης παρεμπίπτουσας απόφασης, απορρίφθηκε η προβληθείσα ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής, λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης.
Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, 2ος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω ένσταση, είναι απορριπτέος, κατά το πρώτο σκέλος του, ως αβάσιμος.
Εξάλλου, η παραπάνω δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, είναι νόμιμη, σύμφωνα και με όσα στην προηγηθείσα νομική σκέψη αναφέρθηκαν, αφού οι παραπάνω μηνυτές Ι. Τ. και Κ. συζ. Ι. Τ., νομιμοποιούνται να παρασταθούν, ως πολιτικώς ενάγοντες, αφού αυτοί υπέστησαν άμεση ηθική βλάβη από την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, που διέπραξε ο κατηγορούμενος και αυτοί ήταν οι διάδικοι (αιτούντες) στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων στην οποία χρησιμοποιήθηκε η ως άνω ένορκη βεβαίωση από μέρους του αντιδίκου τους, καθ ‘ου η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Επομένως, ορθώς παρέστησαν οι παραπάνω, επ’ ακροατηρίου του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου, δια σχετικής δηλώσεώς τους, ως πολιτικώς ενάγοντες, για την ως άνω απαίτηση, γι’ αυτό και ο περί του αντιθέτου συναφής 2ος λόγος αναιρέσεως, περί απόλυτης ακυρότητας, πρέπει να απορριφθεί και κατά το δεύτερο σκέλος του, ως αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 171 παρ. 2 του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα από την παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, στην επ’ ακροατηρίου διαδικασία, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως του πολιτικώς ενάγοντος, ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 ΚΠΔ, ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής, όπως ήδη προαναφέρθηκε κατά την έρευνα του προηγούμενου λόγου αναίρεσης. Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 56 του Κώδικα των Δικηγόρων (ν.δ.3026/1954) όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.2 άρθρου 8 του Ν. 3919/2011, “σε ποινικές υποθέσεις και ενώπιον κάθε ποινικού δικαστηρίου, πλην του Αρείου Πάγου δικάζοντος ως ακυρωτικού, δύναται να παρίσταται και να διενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις κάθε δικηγόρος …”.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, κατά την ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου διαδικασία και προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, εμφανίστηκαν, οι μηνυτές Ι. Τ. και Κ. συζ. Ι. Τ. και δήλωσαν προφορικώς, ότι παρίστανται, ως πολιτικώς ενάγοντες κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και ζήτησαν να υποχρεωθεί αυτός να τους καταβάλει, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την και πρωτοδίκως επιδικασθείσα χρηματική ικανοποίηση, δήλωσαν μάλιστα ότι διορίζουν και πληρεξούσια δικηγόρο τους, την δικηγόρο Αθηνών, Αντωνία Τσίκα.
Συνεπώς, η αιτίαση του αναιρεσείοντα, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου της, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα, λόγω του ότι η πληρεξούσια δικηγόρος των πολιτικώς εναγόντων, είναι δικηγόρος διορισμένη στο Πρωτοδικείο Αθηνών και δεν έχει δικαίωμα παράστασης, στο εκτός της έδρας της, δικαστήριο των Πατρών, προεχόντως είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, σύμφωνα με το άρθρο 56 του Ν.Δ. 3026/1954 “του Κώδικος περί Δικηγόρων”, άλλωστε, η εν λόγω παράσταση, δεν ανάγεται, ούτε στην ενεργητική ή παθητική νομιμοποίηση των πολιτικώς εναγόντων ή στην τήρηση της διαδικασίας ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως της πολιτικής αγωγής. Η περαιτέρω αιτίαση του αναιρεσείοντος, περί παράνομης παράστασης της Πολιτικής Αγωγής στο ακροατήριο, γιατί δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 84 του ΚΠΔ, και ειδικότερα γιατί οι πολιτικώς ενάγοντες, δεν διόρισαν αντίκλητο στην έδρα του δικαστηρίου, καίτοι αυτοί διέμεναν εκτός της έδρας αυτού, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, καθόσον την υποχρέωση διορισμού αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου, έχει ο αδικηθείς που δεν διαμένει μόνιμα εκεί, μόνο όταν προβαίνει στη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής στην προδικασία και όχι όταν την υποβάλλει προφορικά, με το συνήγορό του στο ακροατήριο του ποινικού δικαστηρίου, αφού στην τελευταία περίπτωση ο διοριζόμενος στο ακροατήριο δικηγόρος, όπως εν προκειμένω, είναι εκ του νόμου και αντίκλητος. Τα παραπάνω δε, ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει, ότι κατά της παραστάσεως της πολιτικής αγωγής, δεν προβλήθηκε από μέρους του συνηγόρου του κατηγορουμένου αντίρρηση, ως προς το ανωτέρω θέμα, ότι δηλαδή η πληρεξούσια δικηγόρος των πολιτικώς εναγόντων, δεν είχε δικαίωμα παράστασης στο δικαστήριο των Πατρών, ως Δικηγόρος Αθηνών και του παρανόμου της παράστασής της λόγω του μη διορισμού αντικλήτου, κατά την προδικασία.
Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.ΠΔ, 3ος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα, λόγω του ότι η πληρεξούσια δικηγόρος των πολιτικώς εναγόντων, δεν είχε δικαίωμα παράστασης στο δικαστήριο των Πατρών και γιατί οι πολιτικώς ενάγοντες δεν είχαν διορίσει αντίκλητο στην προδικασία, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του, δε μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ’ αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει, να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξης ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολο του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή. Ο επικαλούμενος, όμως, την ύπαρξη δεδικασμένου, οφείλει να το αποδείξει εγγράφως, ήτοι με την προσκομιδή πλήρους αντιγράφου της απόφασης από την οποία απορρέει και επιπροσθέτως βεβαιώσεως του αρμοδίου γραμματέως περί του αμετακλήτου αυτής (ΑΠ 1798/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον 4ο λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια της παραβίασης δεδικασμένου, διότι δεν έλαβε υπόψη της το αναγνωσθέν στο ακροατήριο, υπ’ αριθμό 310/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, το οποίο κατέστη αμετάκλητο, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθμό 2/2009 πιστοποιητικό περί μη ασκήσεως ενδίκου μέσου κατ’ αυτού, με το οποίο (βούλευμα) κρίθηκε ως αληθές το περιεχόμενο του κρίσιμου τμήματος της κατάθεσης του κατηγορουμένου, για το οποίο και καταδικάσθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση. Από την επιτρεπτή, όμως, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει, ότι δεν έγινε επίκληση της ένστασης δεδικασμένου, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, ούτε αναγνώστηκε το επικαλούμενο με την αίτηση αναίρεσης, υπ’ αριθμό 2/2009 πιστοποιητικό, περί μη ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά του ως άνω βουλεύματος, από το οποίο προέκυπτε το αμετάκλητο αυτού και επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ’ ΚΠΔ, 4ος λόγος της αίτησης είναι αβάσιμος. Πέραν των ανωτέρω, η περί δεδικασμένου ένσταση, είναι, απορριπτέα, και ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, αφού δεν προσδιορίζεται το μεν, ότι υφίσταται ταυτότητα προσώπου, ήτοι, του κατηγορουμένου και του προσώπου, για το οποίο το ως άνω βούλευμα, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία, το δε, ότι υφίσταται ταυτότητα πράξεως, ως ιστορικού γεγονότος, ήτοι ότι η καταδίκη του κατηγορουμένου για την παραπάνω, αξιόποινη πράξη, ταυτίζεται με την αξιόποινη πράξη για την οποία το ως άνω βούλευμα αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία. Επομένως, και εξ’ αυτού του λόγου, ο εκ του προαναφερθέντος άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ’ ΚΠΔ, αυτός ως άνω, 4ος λόγος της αίτησης είναι αβάσιμος.
Μετά ταύτα, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στην δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων, οι οποίοι παρέστησαν (176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-9-2012 (υπ’ αριθ. πρωτ. 23/2012) ενώπιον της Γραμματέως του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση, ασκηθείσα αίτηση του Ι. Π. του Κ., για αναίρεση της με αριθμό 860-861/2012, αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων από πεντακόσια (500) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Μαρτίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

To Top