Απόφαση 136 / 2013 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Θέμα
Τραπεζική επιταγή.
Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως. Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Λόγοι αναίρεσης: α) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας παρεμπίπτουσας απόφασης, β) Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γ) Έλλειψη ακρόασης, δ) Υπέρβαση εξουσίας. Είναι δυνατή και η σιωπηρή ανάκληση της αναβλητικής απόφασης του άρθρου 59 ΚΠΔ μέσω της καταδικαστικής απόφασης. Το αίτημα για αναβολή λόγω προδικαστικού ζητήματος με το άρθρο 59 ΚΠΔ, πρέπει να είναι σαφές. Η διάταξη του άρθρου 548 ΚΠΔ είναι δικονομικού δικαίου και όχι ουσιαστική ποινική διάταξη. Νομότυπη η έγκληση της κομίστριας μονοπρόσωπης ΕΠΕ που υποβλήθηκε από τον μοναδικό της εταίρο χωρίς προσυπογραφή στα πρακτικά της αποφάσεως υποβολής της αυθημερόν από συμβολαιογράφο της έδρας της εταιρείας.
Αριθμός 136/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Παντιώρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης Ι. Ο. του Σ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Χριστοφοράτο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 18031/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Απριλίου 2012 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 621/2012.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν περιέχονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν, οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή αυτούς που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 548 του ΚΠΔ, το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις. Τέτοια απόφαση είναι και η απόφαση περί αναβολής της δίκης κατά το άρθρο 59 παρ.1 ΚΠΔ, η οποία δε δημιουργεί δεδικασμένο.
Συνεπώς, και αυτή η απόφαση μπορεί να ανακληθεί κατά τη νέα μετ’ αναβολή συζήτηση της υπόθεσης. Η ανάκληση μπορεί να είναι και σιωπηρή, αν το δικαστήριο δεν εμμείνει στην προπαρασκευαστική του απόφαση και χωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, αρκούμενο στις υπάρχουσες αποδείξεις, δεν έχει δε υποχρέωση να αιτιολογήσει γιατί δεν θεωρεί πλέον αναγκαία την περαιτέρω συνέχιση της αναβολής για τον λόγο που αρχικά είχε αναβάλλει.
Περαιτέρω η, κατά το άρθρ. 171 παρ. 1 στοιχ. γ του ΚΠΔ , ακυρότητα που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ιδίου Κώδικα, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την αναστολή της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος. Από τις πιο πάνω διατάξεις, προκύπτει ότι η απόλυτη ακυρότητα που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. γ’ του ΚΠΔ, προϋποθέτει τη μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την υποχρεωτική αναστολή της ποινικής δίωξης και όχι την αναβολή της δίκης και επομένως η παραβίαση των τελευταίων δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και δεν ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα, Ο. Ί. του Σ., εκπροσωπούμενη από τον πληρεξούσιο συνήγορο της Παναγιώτη Χριστοφοράτο, με τη προσβαλλόμενη απόφαση του, κήρυξε αυτήν ένοχη για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και της επέβαλλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία και χρηματική ποινή 1000 Ευρώ. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σε σχέση με την απόρριψη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης, ότι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, διότι αυτό παρά το γεγονός ότι είχε αναβάλλει την εκδίκαση της σε βάρος της κατηγορίας για έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 59 παρ. 1 ΚΠΔ, ήτοι μέχρις εκδόσεως αμετακλήτου βουλεύματος ή αποφάσεως επί της υπό στοιχ. Α 2005/2672, μήνυση της για πλαστογραφία μετά χρήσεως των επίμαχων επιταγών που υπέβαλε εναντίον του Δ. Γ., στον οποίο απέδιδε τις αξιόποινες πράξεις της κλοπής του μπλόκ των επιταγών της και της πλαστογράφησης μετά χρήσεως δύο εξ αυτών, αυτό με μεταγενέστερη απόφαση ανακάλεσε σιωπηρά την παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση του και την κήρυξε ένοχη, ερήμην, της αξιόποινης πράξης της παράβασης του Νόμου περί επιταγών κατ’ εξακολούθηση. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τα εξής: “Κατά τη διάταξη του άρθρου 548 ΚΠΔ η προπαρασκευαστική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί και το Δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί αυτές τις αποφάσεις του. Η αναθεωρητική Επιτροπή του Κ. Πολ. Δ. στη συνεδρίαση της 3-11-1939 όρισε ότι ανακλητές δεν είναι όλες οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις, αλλά μόνο αυτές που δε λύνουν οριστικά ένα θέμα που ανέκυψε και σχετίζεται με την κατηγορία, αλλά απλά προπαρασκευάζουν την τελειωτική κρίση του Δικαστηρίου. Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 548 εδ. β του ΚΠΔ για την ανάκληση των προπαρασκευαστικών αποφάσεων στηρίζεται στο ότι οι συγκεκριμένες αποφάσεις δεν υπόκεινται αυτοτελώς σε ένδικα μέσα και έτσι στα βασικά γνωρίσματα μιας γνήσιας προπαρασκευαστικής απόφασης, πρέπει να συμπεριληφθεί και η μη ύπαρξη δυνατότητας προσβολής της αυτοτελώς με ένδικο μέσο. Γνήσιες προπαρασκευαστικές ή άλλως ανακλητές κατά τη διάταξη του άρθρου 548 ΚΠΔ αποφάσεις είναι μεταξύ άλλων, η εκδιδόμενη κατ’ άρθρ. 515 παρ. 1 ΚΠΔ απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναβάλλεται η συζήτηση της αναίρεσης σε ρητή δικάσιμο, η αναβλητική απόφαση του άρθρου 352 παρ. 3 για νέες αποδείξεις, η απόφαση του Δικαστηρίου που αναβάλλει την εκδίκαση κατά τα άρθρα 59, 61ΚΠΔ και η περί επαναλήψεως της διαδικασίας απόφαση του Συμβουλίου Εφετών ή του Αρείου Πάγου κατ’ άρθρ. 528 παρ. 1 ΚΠΔ με την οποία διατάσσεται συμπληρωματική έρευνα για να βεβαιωθούν οι λόγοι της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας . Η ανάκληση μπορεί να είναι και σιωπηρή, αν το Δικαστήριο δεν εμμείνει στη προπαρασκευαστική του απόφαση και χωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης αρκούμενο στις υπάρχουσες αποδείξεις. Στη προκειμένη περίπτωση το πρωτοδίκως δικάσαν δικαστήριο, αφού έκρινε ότι με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αποδιδομένη στην κατηγορουμένη αξιόποινη πράξη της παράβασης του Νόμου περί επιταγής η απόφαση για την κατηγορία σε βάρος της εξαρτάται από το αποτέλεσμα της ποινικής δίκης, που εκκρεμεί σε βάρος του Δ. Γ. για πλαστογραφία των επιδίκων δύο επιταγών, ανέβαλε κατά τη συνεδρίαση της 26-2-2007 την παρούσα δίκη σύμφωνα με το άρθρο 59 ΚΠΔ., μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η για πλαστογραφία ποινική δίκη. Μετά από αλλεπάλληλες συνεδριάσεις, στις οποίες το Δικαστήριο επέμενε στην αναβλητική του απόφαση και ενώ η ως άνω ποινική δίκη ήταν εκκρεμής, το Δικαστήριο κατά τη συνεδρίαση της 3-5-2011 ανακάλεσε σιωπηρά την ως άνω αναβλητική του απόφαση και προχώρησε στην ουσία της υπόθεσης καταδικάζοντας τη κατηγορουμένη για την αποδιδόμενη σε αυτήν πράξη αρκούμενο στις υφιστάμενες αποδείξεις. Η ενέργεια αυτή δεν επάγεται ακυρότητα της διαδικασίας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η κατηγορουμένη, καθ’ όσον, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσας, η κατά τη διάταξη του άρθρου 59 ΚΠΔ απόφαση συνιστά προπαρασκευαστική απόφαση η οποία δύναται ακόμα να ανακληθεί και σιγή, ως εν προκειμένω, όταν κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, λαμβανομένου υπ’ όψη και του χρόνου τέλεσης της επίδικης πράξης (21-2-2004 και 20-3-2004) εξέλιπαν οι λόγοι, που οδήγησαν στην έκδοση της ως άνω απόφασης. Κατά συνέπεια ο προβαλλόμενος από την κατηγορουμένη οικείος ισχυρισμός περί ακυρότητας της διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος”. Με τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφαση του, την απαιτούμενη και εμπεριστατωμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή με σαφήνεια και πληρότητα τους νομικούς συλλογισμούς βάσει των οποίων ήταν ανακλητή σιωπηρώς η προπαρασκευαστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δεχόμενο ότι εξέλειπαν οι λόγοι εκ του μακρού χρονικού διαστήματος που διέρρευσε, από το χρόνο εκδόσεως της παρεμπίπτουσας απόφασης μέχρις της σιωπηράς ανακλήσεως της και άρα δεν επήλθε από το λόγο αυτό ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Περαιτέρω, η αναβολή του άρθρου 59 παρ.1 ΚΠΔ ναι μεν είναι όρος ταυτόσημος με την αναστολή, αλλά η μη χορήγηση της ή η ανάκληση της από το δικαστήριο της ουσίας σε καμία περίπτωση δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο όπως προαναφέρθηκε, αφού δεν την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος ούτε η καταδίκη της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης αφορούσε αδίκημα υπαγόμενο στην περίπτωση του άρθρου 59 παρ. 2 ιδίου κώδικα. Επομένως, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναίρεσης από το άρθρο 510παρ. 1 στοιχ. Δ’ σε συνδ. με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. γ’ του ΚΠΔ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και εξ αυτού του λόγου.
Με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης της η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και ειδικότερα της διατάξεως του άρθρου 548 ΚΠΔ, ισχυριζόμενη ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ερμηνεύοντας ότι όλες οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου, ακόμα και αυτή του άρθρου 59 ανακαλούνται νομίμως. Όμως η τελευταία αυτή διάταξη δεν είναι ουσιαστική ποινική, αλλά δικονομική διάταξη, όπως και αυτή του άρθρου 59 ΚΠΔ και οποιαδήποτε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους δε συνιστά τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επομένως και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α’ του ΚΠΔ, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 352 ΚΠΔ, υποβάλλει αίτημα αναβολής της υπόθεσης για κρείσσονες αποδείξεις. Το Δικαστήριο της ουσίας οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό, αιτιολογώντας την απόφασή του, άλλως, αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακρόασης. Για να επέλθει, όμως, από την τελευταία, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ, ακυρότητα της διαδικασίας, απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και επιπλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής αυτού από το διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή του σε ολόκληρο το Δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο από αυτό της προσφυγής ή παράλειψή του να αποφανθεί.
Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με τον σχετικό από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β’ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ακρόασης, γιατί το Δικαστήριο δεν ερεύνησε το υποβληθέν αίτημα της, περί αναβολής της δίκης, προκειμένου να ερευνηθεί ποιά ήταν η πορεία της με στοιχεία ΑΒΜ Α 2005/2672, μηνύσεως της κατά του Δ. Γ., για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας των επίμαχων δύο επιταγών. Από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης που ερευνώνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη υπέβαλε αίτημα αναβολής για να προσκομισθεί το ανωτέρω σχετικό πιστοποιητικό. Έτσι όμως που υποβλήθηκε το αίτημα αυτό προεχόντως, είναι απορριπτέο ως αόριστο. Τούτο γιατί, δεν προσδιορίζονταν σ’ αυτό τα στοιχεία των επιταγών αυτών, ούτε οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες υποβλήθηκε η μήνυση αυτή κατά του Δ. Γ.. Το Δικαστήριο, παρά ταύτα εκτίμησε το αίτημα αυτό ως αίτημα αναβολής του άρθρου 59 παρ. 1 ΚΠΔ ,που είναι ευρύτερο και περιλαμβάνει και το υποβληθέν αίτημα στην προκειμένη περίπτωση και απάντησε απορρίπτοντας αυτό, με την αιτιολογία ότι “λόγω της βραδύτητας της δίκης περί πλαστογραφίας προκύπτει βασιμότατος κίνδυνος παραγραφής της παρούσας υπόθεσης λόγω επαπειλούμενης συμπλήρωσης του χρόνου αυτής (χρόνος τελέσεως α’ μερικότερης πράξης 21-2-2004 και β’ μερικότερης πράξης 20-3-2004),ώστε δε δύναται να γίνει δεκτό το υποβαλλόμενο από την κατηγορουμένη αίτημα αναβολής της προκειμένης υπόθεσης κατ’ άρθρ. 59 ΚΠΔ”. Επομένως ο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. β’ και 170 παρ. 2 του ΚΠΔ προβαλλόμενος τρίτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 43α του Νόμου 3190/55 “περί εταιρειών περιορισμένης ευθύνης”, που προστέθηκε με το άρθρ. 2 του ΠΔ 279/93 και ορίζει τα περί μονοπρόσωπης εταιρείας, στην παράγραφο άρθρο 3 αυτού αναφέρεται ότι, οι εξουσίες της συνέλευσης των εταίρων ασκούνται από το μοναδικό εταίρο. Οι αποφάσεις του μοναδικού εταίρου, που λαμβάνονται κατά τον τρόπο αυτό, καταγράφονται σε πρακτικό προσυπογραφόμενο αυθημερόν, από παριστάμενο συμβολαιογράφο της έδρας της εταιρείας. Ο νόμος αναφέρει ότι οι διατυπώσεις καταχώρησης στα πρακτικά της έγγραφης κατάρτισης των συμβάσεων που συνάπτονται μεταξύ του μοναδικού εταίρου και της εταιρείας δεν είναι απαραίτητες, όταν πρόκειται για τρέχουσες πράξεις, οι οποίες συνάπτονται κάτω από κανονικές συνθήκες (43α παρ. 4 εδ. 2). Κυρώσεις για την παράβαση των περιορισμών που θέτει η εν λόγω διάταξη δεν προβλέπονται από το νόμο. Πάντως η κατά τα παραπάνω παράσταση συμβολαιογράφου της έδρας της εταιρείας διασφαλίζει την νομιμότητα κατά την διαδικασία λήψης των αποφάσεων του μοναδικού εταίρου την χρονολογία κατάρτισης του, από τον πρώτο πρακτικού καταχώρησης. Τυχόν μη παράσταση συμβολαιογράφου στην συνέλευση δεν επιφέρει ακυρότητα της απόφασης (Ν Ρόκας, Εμπορικές Εταιρείες 1996 σελ. 386, Περράκης ΕΠΕ σελ. 933 επ. Αλεξανδρίδου Δίκαιο Εμπορικών Εταιρειών 2000 σελ. 329 επ.) Ετέρωθεν, λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1στοιχ. Η του ΚΠΔ, αποτελεί η υπέρβαση εξουσίας η οποία υπάρχει όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδίως όταν α) το Δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του, β) έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων γ)έκρινε για την πολιτική αγωγή παραβαίνοντας αυτά που ορίζουν τα άρθρα 65 παρ. 1 και 66παρ. 1 δ)…Στην προκείμενη περίπτωση με τον τέταρτο και πέμπτο συναφή λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα -κατηγορουμένη, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για το λόγο ότι το Δικαστήριο που την εξέδωσε υπερέβη την εξουσία του διότι την κήρυξε ένοχη, αντί να κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη, παρά το ότι η σε βάρος της υποβληθείσα έγκληση για την αξιόποινη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής κατ’ εξακολούθηση, αν και υποβλήθηκε από μονοπρόσωπη ΕΠΕ, δεν προσυπογράφηκε αυθημερόν το πρακτικό της συνέλευσης της, με το οποίο αποφασίσθηκε η υποβολή της από τον μοναδικό της εταίρο, από παριστάμενο συμβολαιογράφο της έδρας της εταιρείας ως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρ. 43 α παρ. 3 του Νόμου 3190/1955και επομένως η υποβολή της δεν ήταν νομότυπη. Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Τούτο διότι σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα νομική σκέψη που προπαρατέθηκε η υποβολή της εγκλήσεως από τη μονοπρόσωπη ΕΠΕ, είναι μία τρέχουσα πράξη που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εταιρείας από παράνομες ενέργειες τρίτων, και η μη προσυπογραφή του πρακτικού της λήψης της απόφασης αυτής, από το μοναδικό της εταίρο από συμβολαιογράφο της έδρας της εταιρείας αυθημερόν, δεν επιφέρει ακυρότητα αυτής της απόφασης ούτε επηρεάζει το νομότυπο της εγκλήσεως. Επομένως το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης με την αυτή αιτιολογία και κατόπιν τούτου, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για την μερικότερη πράξη της εκδόσεως της υπ’ αρ.60394097-8 ακάλυπτης επιταγής με χρόνο τελέσεως την 21-2-2004 προχώρησε στην κατ’ ουσίαν έρευνα της υπόθεσης και κήρυξε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του ένοχη αυτή της άλλης μερικότερης αποδοθείσας κατηγορίας δεν υπερέβη την δικαιοδοσία του. Μετά ταύτα και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
Απορρίπτει την από 17-4-2012 αίτηση της Ί. Ο. του Σ. και Τ., συζύγου Ν. Ρ., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αρ. 18031/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Ιανουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ